Το τελευταίο χάραμα

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

Ο άνθρωπος μεθάει «επειδή» πεθαίνει.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ, ΠΕΡΙ ΜΕΘΗΣ

Στο χωριό σπάνια επιστρέφω. Μόνο σε δύσκολους καιρούς τα βήματά μου με γυρίζουν πίσω. Ξαναγυρνάμε κάποτε εκεί όπου πονέσαμε περισσότερο. Ίσως για να βρούμε απαντήσεις σε παλιά ερωτήματα ή για να αναμετρηθούμε με φόβους που ποτέ δεν ξεπεράσαμε ή για να κλείσουμε λογαριασμούς με ένα παρελθόν που μας ακολουθεί όπως η σκιά το σώμα.

Οι τελευταίες βουλευτικές εκλογές ήταν μια καλή αφορμή για να ανέβω στο χωριό και να επισκεφτώ τον τάφο της μάνας μου και του πατέρα μου όπου είχα χρόνια να πάω.

Ήταν φθινόπωρο. Πήρα το λεωφορείο λίγο μετά τις δώδεκα το μεσημέρι. Μετά από ώρες βροχής ο ουρανός έμοιαζε χλωμός, κουρασμένος. Τα σύννεφα είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν. Κατά διαστήματα ψιλόβρεχε τρυφερά, διακριτικά, μια βροχούλα σαν ψίθυρος που μιλούσε για λύτρωση και συμπόνια.

Μέσα το λεωφορείο άδειο – εγώ, ο οδηγός και άλλοι δυο άνθρωποι. Κάτι έλεγαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα, συνωμοτικά, σχόλια που είχα την απατηλή εντύπωση ότι με αφορούσαν. Μου φαινόταν πως τίποτα δεν είχε αλλάξει στη ζωή μου από την παιδική μου ηλικία. Όλα έμοιαζαν στάσιμα και στα πενήντα μου ένοιωθα σαν προέκταση ενός παιδιού που κοίταζε τον κόσμο απορημένο, αμήχανο, ανήμπορο να καταλάβει οτιδήποτε.

Το εκλογικό κέντρο ήταν στο δημοτικό σχολείο. Έξι χρόνια είχα περάσει στις αίθουσες, στους διαδρόμους και στην αυλή του αλλά οι αναμνήσεις μου ήταν ελάχιστες. Ποιοι ήταν οι συμμαθητές μου σε κάθε τάξη; Ποιοι ήταν οι δάσκαλοί μου; Τι είχε απομείνει από τόσα μαθήματα και τόσα διαβάσματα; Τι έκανα στα διαλείμματα; Μόνο το γενικό περίγραμμα κάποιων εικόνων θυμόμουν. Μέσα στο γκρίζο τοπίο της μνήμης μου ξεπρόβαλλαν θαμπές παραστάσεις, σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες που κάποτε πρέπει να ήταν γεγονότα, ζωή, κίνηση, σώματα, χρώματα, δάκρυα, χαμόγελα, ζωντανή ύπαρξη μέσα στη θαλπωρή της σάρκας και του αίματος.

Θυμόμουν πως είχα σπάσει το χέρι μου παίζοντας μπάλα. Θυμόμουν τις ξυλιές που είχα φάει στα πόδια από έναν δάσκαλο. Θυμόμουν ένα θεατρικό στο οποίο έπαιζα τον Παπαφλέσσα. Θυμόμουν τα διαλυμένα μου παπούτσια. Και ακόμα θυμόμουν το τελευταίο βράδυ με τον πατέρα μου σε κείνο το σχολείο, στην αίθουσα εκδηλώσεων, σε μια παράσταση του Καραγκιόζη.

(Χάθηκε το χάραμα της επόμενης μέρας, πιωμένος, άκακος, αδικαίωτος, διαλυμένος, αυτοκαταστροφικός, έρμαιο άγνωστων πληγών και δαιμόνων. «Ήρθαν να με πάρουν, ήρθαν να με πάρουν!» φώναζε. Τον άκουγα μέσα στον ύπνο μου, νόμιζα πως ήταν εφιάλτης. Δεν θυμάμαι τι κάναμε, αν σηκωθήκαμε, αν η μάνα μου τον ακολούθησε, αν βγήκε στο σοκάκι μαζί του. Ερωτήματα και υποθέσεις απέμειναν από κείνο το τελευταίο χάραμα, ερμηνείες που ίσως δεν ανταποκρίνονται σε τίποτα πραγματικό. Έτσι έφυγε εκείνος ο άνθρωπος αφήνοντας πίσω του γυναίκα, παιδιά, πικρές απορίες, λίγες γλυκές αναμνήσεις και αβέβαιες ενοχές. Αργότερα η μάνα μου έλεγε ότι ο γέρος παραμιλούσε όλη νύχτα στην αυλή, ότι καθόταν στο κατώφλι και έπινε, ότι το χάραμα ξερνούσε αίμα. Έλεγε κι άλλα, για τις τελευταίες εξετάσεις, για τον γιατρό που του είχε πει ότι το συκώτι του ήταν πια λιωμένο, πως ήταν λίγα τα ψωμιά του. Έλεγε ακόμα ότι ο γέρος τον τελευταίο καιρό μιλούσε και παραμιλούσε στον ύπνο του, ότι δεν ήθελε να μας ταλαιπωρεί άλλο, ότι θα πήγαινε να πέσει να σκοτωθεί να ησυχάσουμε. Αυτά έλεγε η μάνα μου. Ποτέ δεν έμαθα τι πραγματικά είχε συμβεί εκείνη την εποχή. Κουρελιασμένη η μνήμη μου από κείνα τα χρόνια, στιγμιότυπα ζωής παραμορφωμένα από τις συνεχείς ερμηνείες, μπαλώματα μνήμης που ίσως να τα γέννησε η φαντασία μου ή κάποιος μηχανισμός απώθησης που μας προφυλάσσει από την ωμή πραγματικότητα, το μαρτύριο και τη φρίκη της. Τι ακολούθησε; Τον ψάχναμε μέρες και νύχτες, μπορεί και πάνω από μήνα. Τον βρήκαμε νεκρό, σάπιο, ό,τι είχε απομείνει, αυτό ήταν όλο. Συνεχίσαμε τη ζωή μας, αντέξαμε, άγνωστο πώς. Προσωπικά, μόνο εξωτερικά συνέχισα. Κάτι μέσα μου πέθανε μαζί του σε κείνο το βαθύ αδιάβατο ρουμάνι. Η ζωή μου αποκρυσταλλώθηκε σε κείνη την εικόνα. Έμαθα να σκέφτομαι τον θάνατο, τη σκληρότητα και τη χρησιμότητά του. Η δυστυχία με επισκέφτηκε πολλές φορές αλλά η τελευταία εικόνα του πατέρα μου, εκείνα τα μακάβρια υπολείμματα, λειτούργησαν μέσα μου απελευθερωτικά. Η ανάμνηση της βιολογικής αποσύνθεσης αποδείχτηκε χρήσιμη: διαρκής υπενθύμιση της ματαιότητας ή ειδική ψυχική πάθηση, με κράτησε μακριά από τα υπερβολικά πάθη, τις καθιερωμένες αυταπάτες, τις αδικαιολόγητες απελπισίες και τις μεγάλες ανίατες λύπες.)

Σε κείνο το σχολείο μπήκα για μια ακόμα φορά για να ψηφίσω – ένα πρόσχημα για να ξαναζήσω με τη φαντασία μου εκείνη την τελευταία παράσταση, να θυμηθώ χαμόγελα και λόγια, να περπατήσω εκεί που περπατήσαμε μαζί για τελευταία φορά, να νοιώσω απατηλά σκιρτήματα παρουσίας, να δοκιμάσω καινούριες απαντήσεις σε παλιά αναπάντητα ερωτήματα.

Οι προσδοκίες μου αποδείχτηκαν μάταιες. Είχε πολλή κίνηση εκείνη την ώρα. Αποσυντονίστηκα, χάθηκα μέσα σε βλέμματα, φωνές και καλέσματα γνωστών και άγνωστων προσώπων. Παλιοί γνωστοί στέκονταν στην είσοδο, στους διαδρόμους, έξω από τις τάξεις και στην αίθουσα εκδηλώσεων. Αντάλλαξα χειραψίες και λίγες κουβέντες. Απέφυγα δυσάρεστες ερωτήσεις – που είσαι, με τι ασχολείσαι και τα συναφή. Πολλοί πίστευαν πως θα έκανα σπουδαία πράγματα στη ζωή μου – είναι εκπληκτικό το πόση απόσταση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στην εσωτερική ζωή ενός ανθρώπου και στις προσδοκίες των άλλων. Πολύ συχνά αναρωτιόμουν πόσοι από τους παλιούς συγχωριανούς είχα την σωστή άποψη για τις αρχικές συνθήκες της ζωής μου. Για μένα ήταν θαύμα που ήμουν ακόμα ζωντανός, που δεν είχα τρελαθεί, που δεν είχα πάρε δώσε με φυλακές και άσυλα. Και αυτός ήταν ο λόγος που οποιαδήποτε κουβέντα για το παρελθόν μου και την προσωπική μου εξέλιξη θα ήταν εντελώς μάταιη και χωρίς νόημα. Με παλιούς γνωστούς που κατά καιρούς συναντούσα δυο τυπικές κουβέντες ήταν αρκετές και οποιαδήποτε αδιάκριτη ερώτηση την έκοβα με δικαιολογίες και αυτοσχεδιασμούς της στιγμής.

Λίγο πριν μπω στην αίθουσα για να ψηφίσω με πλησίασε κάποιος γνωστός και μου έδωσε ένα ψηφοδέλτιο. Ήθελε να ψηφίσω το κόμμα στο οποίο ήταν μέλος από τα νεανικά του χρόνια. Πάνω στο ψηφοδέλτιο είχε σημειωμένους τους σταυρούς των υποψήφιων βουλευτών του κόμματος. Η κίνησή του μου προκάλεσε άσχημη εντύπωση αλλά δεν ήθελα να αρχίσω εξηγήσεις που θα γίνονταν παρεξηγήσεις. Μετά από λίγο, μόλις μπήκα στο παραβάν, τσαλάκωσα το ψηφοδέλτιο και το πέταξα στο καλάθι των αχρήστων. Δεν είχα πάει με σκοπό να ψηφίσω κάποιο συγκεκριμένο κόμμα. Έριξα λευκό και έφυγα. Άφησα πίσω μου το σχολείο, ξέροντας πως δεν υπήρχε λύση, πως κανένα σύστημα εξουσίας δεν θέλει το καλό των ανθρώπων, πως το μεταφυσικό δράμα του ανθρώπου, πηγή όλης της δυστυχίας του, δεν μπορεί να λυθεί ούτε εντός της ιστορίας ούτε εντός οποιουδήποτε πολιτικού συστήματος.

Κατηφόρισα προς το νεκροταφείο. Ήταν απόγευμα, η βροχή είχε σταματήσει. Τα τελευταία σύννεφα έδιναν τη θέση τους στον ουρανό που έμοιαζε απόμακρος και άδειος. Δρόμοι και σπίτια έσταζαν σαν μουσκεμένα ρούχα. Ο αέρας ήταν συμπαγής από την υγρασία και οι διάσπαρτες λακκούβες ήταν γεμάτες με θολά, μελαγχολικά λασπόνερα.

Μια σειρά από στεφάνια ήταν ακουμπισμένα στον μπροστινό μαντρότοιχο του νεκροταφείου. Διάβασα τα χρυσά γράμματα στις λευκές κορδέλες – τα ονόματα μου ήταν άγνωστα.

Διέσχισα τον κεντρικό διάδρομο νοιώθοντας φευγαλέα την αιχμηρή παρουσία του θανάτου, την αμετάκλητη πορεία, διαβάζοντας ονόματα και ημερομηνίες στα μάρμαρα, βλέποντας γνωστά και άγνωστα πρόσωπα στις φωτογραφίες, εισπνέοντας την υγρασία, τις ευωδιές των βρεγμένων κυπαρισσιών και αμυδρά ίχνη από θυμιάματα που ξυπνούσαν αισθήσεις μυστηριακές και νοσταλγίες χωρίς όνομα.

Έφτασα στο βάθος, δίπλα στο μικρό κτίσμα όπου φυλάσσονταν τα κόκαλα ξεχασμένων ανθρώπων. Βρήκα τον τάφο των γονιών μου σε καλή κατάσταση, το καντηλάκι αναμμένο. Ήξερα ότι ο αδερφός μου πήγαινε συχνά στο νεκροταφείο – ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, άφηνε κάπου-κάπου ένα μπουκάλι ρετσίνα δίπλα στη φωτογραφία του πατέρα μας.

Οι γονείς μας ήταν θαμμένοι μαζί. Τα κόκαλα του πατέρα μου ήταν τοποθετημένα σε ένα μικρό κιβώτιο πάνω στο φέρετρο της μάνας μου. Τριάντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του, το άνοιγμα του τάφου του έκρυβε μια έκπληξη: τα πλούσια, πυκνά μαλλιά του παρέμεναν σχεδόν άθικτα στην κορυφή του κρανίου του. Όταν μου το είπε ο αδελφός μου που ήταν παρών στο άνοιγμα του τάφου, μου ξέφυγε ένα στραβό χαμόγελο: εγώ είχα μείνει καραφλός από τα τριάντα μου.

Φαντάστηκα το πρόσωπο του πατέρα μου χαραγμένο από το ισόβιο χαμόγελο της μέθης. Φαντάστηκα τα χέρια της μάνας μου χαραγμένα από τα ισόβια σημάδια της κούρασης και της φτώχειας. Είχαν περάσει τόσα χρόνια αλλά κάτι μέσα μου εξακολουθούσε να πιστεύει πως δεν είχαν πεθάνει ολοκληρωτικά, ότι κάτι μέσα στον άνθρωπο διατηρεί την αφθαρσία και την αιώνια διάρκειά του.

Ανήμπορος για κάτι περισσότερο από μια παθητική παρατήρηση του τάφου, έπιασα να καθαρίσω τα μάρμαρα από τα φυλλαράκια των κυπαρισσιών και των πεύκων. Κάθε τόσο έβλεπα τις φωτογραφίες, τις ημερομηνίες, τον σταυρό, απορημένος με την παρουσία μου σε κείνο το νεκροταφείο, απορημένος με το περιεχόμενο της ζωής μου, απορημένος κατά βάθος με το γεγονός ότι υπήρχα.

Αμήχανος στη σκέψη και του δικού μου μελλοντικού θανάτου, αποχαιρέτησα τους γονείς μου και έψαξα να βρω που ήταν θαμμένη μια συμμαθήτριά μου από το δημοτικό. Είχα μάθει πριν από καιρό πώς είχε πεθάνει στον ύπνο της.

Περπάτησα ανάμεσα στα μνήματα μέχρι που άκουσα έναν περίεργο ήχο που δεν μπόρεσα να καταλάβω αμέσως τι ήταν. Πλησίασα αθόρυβα, κρυμμένος πίσω από σταυρούς και δέντρα. Μέσα στο κρύο φως του απόβραδου είδα μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Σκυμμένη πάνω στο μνήμα έκλαιγε σιγανά, απαρηγόρητα. Κάθε τόσο άπλωνε τα χέρια της πάνω στα μάρμαρα και αγκάλιαζε τον τάφο λέγοντας ήσυχα, κουρασμένα «σήκω κόρη μου, σήκω»

Είχα χρόνια να τη δω, δεν θυμόμουν πια το πρόσωπό της, αλλά υπέθεσα πως ήταν η μάνα της παλιάς μου συμμαθήτριας. Σαν σκιά είχε πέσει πάνω στον τάφο της κόρης της και ζητούσε να συμβεί ένα θαύμα. «Σήκω κόρη μου, σήκω να σε δω, σήκω» έλεγε και ξανάλεγε.

Σκέφτηκα να φύγω. Δεν ήθελα να την αναστατώσω περισσότερο. Δεν ήξερα πώς θα αντιδρούσε στην παρουσία μου. Δεν ήξερα αν με θυμόταν – είχαν περάσει πάνω από τρεις δεκαετίες που είχα φύγει απ’ το χωριό. Τα βήματα μου, όμως, με οδήγησαν προς το μέρος της. Δεν ήξερα τι θα ακολουθούσε αλλά η γυναίκα με θυμήθηκε. «Γιώργο μου» ψέλλισε χωρίς να ξαφνιαστεί και άπλωσε το χέρι της προς το μέρος μου.

Δεν ξέρω πόση ώρα καθίσαμε εκεί, πάνω στο υγρό και παγωμένο μάρμαρο, πότε να μιλάμε και πότε να σωπαίνουμε. Άπλωνε το χέρι της στη φωτογραφία της κόρης της, χάιδευε το πρόσωπό της, ακουμπούσε το κεφάλι της στο ώμο μου, χανόταν σε παλιές, ξεχασμένες ιστορίες. Στεγνή η φωνή της ακουγόταν όλο και πιο ξέπνοη όσο περνούσε η ώρα. Κατά διαστήματα μιλούσε μπερδεμένα, ασυνάρτητα. Κάθε τόσο ζητούσε εξηγήσεις απ’ τον Θεό. «Γιατί Θεέ μου, γιατί;». Την άκουγα, κάποιες στιγμές με συμπόνια και κάποιες άλλες ένοχα αφηρημένος, ψελλίζοντας λόγια παρήγορα, ξέροντας πως τίποτα δεν μπορούσε να την παρηγορήσει. Και όλη την ώρα να παλεύω με την ψυχρή ατμόσφαιρα και την τρομερή υγρασία που δοκίμαζε τις αντοχές μου και με άφηνε μετέωρο ανάμεσα στον σπαραγμό της γυναίκας και στην επείγουσα ανάγκη να ξαναβρεθώ στο μικρό μου γραφείο, στη θαλπωρή και στην ανία του.

Μου είπε πράγματα για το πολύ μακρινό παρελθόν που αγνοούσα. Μου είπε πως η κόρη της μ’ αγαπούσε πολύ και τόσα χρόνια που έλειπα από το χωριό δεν ήταν οι λίγες οι φορές που είχαν την κουβέντα μου και προσεύχονταν να είμαι καλά γιατί ήξεραν τι είχα περάσει μέχρι που έφυγα οριστικά απ’ το χωριό.

Είχε βραδιάσει όταν βγήκα από το νεκροταφείο. Άφησα τη γυναίκα να περιμένει τον άντρα της που θα ερχόταν να την πάρει. Ερχόταν καθημερινά δυο και τρεις φορές και δεν περνούσε μέρα που να μην ευχηθεί και το δικό της θάνατο για να βρεθεί ξανά με το παιδί της. Δεν ήθελε, όμως, να δώσει κι άλλο πόνο στον άντρα της και να τον αφήσει μόνο του –  και αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος που την κρατούσε ακόμα στη ζωή.

Προχώρησα μέσα στο βραδινό σκοτάδι, εισέπνευσα παθιασμένα την υγρασία, να νοιώσω την ύπαρξή μου, το μυστήριο, τις πολύτιμες στιγμές που αναδύονταν και χάνονταν. Ολομόναχος πάνω στον στενό κατηφορικό δρόμο, ανάμεσα σε σκοτεινά χωράφια και σε αχνά φώτα μακρινών σπιτιών, άκουγα ανήσυχα κρωξίματα, ήχους που δεν μπορούσα να ερμηνεύσω, τον άνεμο που είχε αρχίσει να δυναμώνει, τους στεναγμούς της φύσης που μοσχοβολούσε βρεγμένο χώμα, τα προμηνύματα του επερχόμενου χειμώνα. Ήμουν ακόμα ζωντανός μα κάποτε… Χαμογέλασα πικρά. Δεν ήταν φόβος αυτό που ένοιωσα μα κάτι σαν προκαταβολική θλίψη για τη μελλοντική μου απουσία από τον κόσμο. Με βήματα αργά και ανάσες βαθιές, λες κι έτσι θα μπορούσα να κερδίσω λίγες παραπάνω στιγμές ύπαρξης, έφτασα στην κοντινή λεωφόρο και βρήκα ταξί. Για να αποφύγω κάποιο επεισόδιο αμηχανίας δίπλα σε έναν ξένο κάθισα στο πίσω κάθισμα – κάτι πάφλαζε μέσα μου, έτοιμο να ξεσπάσει.

Ερωτήματα, εικόνες, πρόσωπα, γεγονότα, αναμνήσεις, όλα ήταν ένα κουβάρι στο μυαλό μου. Για μια ακόμα φορά μνήμη και φαντασία έστησαν τη δική τους παράσταση. Φαντάστηκα το πρόσωπο του πατέρα μου, το μόνιμο χαμόγελο της κραιπάλης, αθώο, χαζό, γλαρωμένο, αινιγματικό, σύμβολο των παθών του, της αυτοδιάλυσης του, μιας σταύρωσης που κράτησε πενήντα χρόνια και μιας ανάστασης που δεν ήρθε ποτέ. Συνήθεια χωρίς βάθος ή φιλοσοφημένη στάση ζωής, το ποτό υπήρξε ισόβιος σύντροφος και ο τελικός του δήμιος. Επισκέφτηκα ξανά το παρελθόν, εκείνα τα βράδια των καλοκαιριών που κατέβαινε στο σοκάκι πιωμένος, αργοκίνητος, χαρούμενος, φευγάτος, τρυφερός με όλους μας, αξιοπρεπής, χορεύοντας με σακατεμένα βήματα, σιγοτραγουδώντας, για να πέσει μετά από λίγο και να κοιμηθεί στο τσιμέντο της αυλής. Τι ήξερα για κείνον τον άνθρωπο; Σχεδόν τίποτα. Αν επιχειρούσα να τον κάνω μυθιστορηματικό πρόσωπο, σίγουρα θα γινόταν κάποιος άλλος. Πολύ σύντομη η ζωή, ούτε που προλαβαίνεις να αγαπήσεις, να εξηγήσεις, να καταλάβεις. Τι νόημα έχει αυτό το πέρασμα; Προνόμιο ή ατυχία; Ένα και μοναδικό επεισόδιο ή ένα κεφάλαιο στο αιώνιο βιβλίο της ύπαρξής μας; Δεν είχα απαντήσεις. Μόνο ένα τραγούδι ανέβηκε στα χείλη μου, λόγια πικρά που φαντάστηκα  να τα σιγοτραγουδά εκείνο το τελευταίο χάραμα όταν έφυγε από κοντά μας χωρίς ένα γεια, χωρίς μια αγκαλιά, χωρίς μια εξήγηση. «Όλα είναι ένα ψέμα / μια ανάσα μια πνοή / σαν λουλούδι κάποιο χέρι / θα μας κόψει μιαν αυγή».

Λίγο πιο κάτω, με το κεφάλι γερμένο στο τζάμι του ξένου αυτοκινήτου και τα σπλάχνα μου σφιγμένα από κείνο το κουρασμένο σπάραγμα «σήκω κόρη μου, σήκω», βυθίστηκα στα χρυσά φώτα της λεωφόρου μέχρι που όλα θόλωσαν.

~.~

Οι «Μάταιες πράξεις» δεν είναι παρά μια συλλογή υπενθυμίσεων. Διηγήματα, στοχασμοί, διαγνώσεις, μικρές αυτοβιογραφικές ιστορίες, κάθε λογής γλωσσικές απόπειρες που υπενθυμίζουν, αν όχι τη «χαρά της ματαιότητας», τουλάχιστον τη χρησιμότητά της.

Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΑΡΑΣΛΙΑΣ

~.~

*

*

*