ΝΠ | Αφηγήματα

Συστηματική βιομυθολογία

*

Προδημοσίευση από το βιβλίο του Δημήτριου Μουζάκη Συστηματική βιομυθολογία  που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΑΩ αυτόν τον Απρίλιο.

~.~

Sciadopitys verticillata

Ο γενναίος σαμουράι έκαμε να ξαποστάσει κάτω από τη σκιά ενός δένδρου μετά τη φοβερή μάχη με τους εισβολείς. Τα χέρια του έτρεμαν από την αδρεναλίνη που αναμεμιγμένη με τον κίνδυνο έρεε στο σώμα του προσδίδοντάς του υπεράνθρωπες ιδιότητες. Μολονότι, όμως, ο ιερός αγώνας ήταν νικηφόρος, ο νεαρός πολεμιστής δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος. Το πρόσωπό του ήταν συννεφιασμένο από μικρές συσπάσεις αγωνίας για το μέλλον. «Τι έχεις;», του ψιθύρισε το δένδρο. Ο Ιάπωνας δεν αιφνιδιάστηκε από την ερώτηση του δένδρου, παρότι δεν είχε ακούσει ποτέ ξανά δένδρο στη ζωή του να μιλάει. Γνώριζε, όμως, από τις αρχαίες αφηγήσεις για την ιερότητα του ξύλου, των φύλλων και της σκιάς, κι αγαπούσε τα δένδρα σαν αδέλφια του που περιποιούνταν τα πνευμόνια και τις ψυχές όλων των ανθρώπων με τιμή. «Φοβάμαι», αποκρίθηκε στο δένδρο με παρρησία, «η οικογένεια έχει κανονίσει να πάρω για γυναίκα μου μια υπέροχη κοπέλα, την οποία και ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα, κι αναρωτιέμαι αν πάντοτε θα την αγαπώ όπως τώρα κι αν πάντοτε θα με αγαπάει κι εκείνη». «Γιατί να πάψει η αγάπη σας;», ρώτησε το δένδρο. «Δεν ξέρω, οι άνθρωποι αλλάζουν, οι επιθυμίες αλλάζουν και οι αρχαίες αφηγήσεις λένε πως μόνον όποιος προσαρμόζεται επιβιώνει. Εγώ, όμως, δεν τις θέλω τις αλλαγές, θέλω τα πράγματα να μένουν όπως είναι». «Δεν είναι πρόβλημα αυτό, γενναίε πολεμιστή», αποκρίθηκε το δένδρο καθώς ένα δροσερό αεράκι χάιδεψε το πλούσιο φύλλωμά του. «Εγώ βρίσκομαι σε αυτή τη γη διακόσια πενήντα εκατομμύρια χρόνια και δεν έχω αλλάξει». Εντυπωσιάσθηκε ο τολμηρός σαμουράι με την ηλικία του δένδρου και ρώτησε με ζωηρό ενδιαφέρον «πες μου το μυστικό σου, δένδρο των μεγααιώνων». «Δεν υπάρχει συνταγή για να ανταποκριθείς στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, γενναίε πολεμιστή. Μπορείς στο βωμό της αλλαγής να προσφέρεις την αλλαγή ή τη σταθερότητα, είναι η τύχη που θα κρίνει αν η προσφορά σου θα γενεί αειφορική. Ο γάμος είναι ούτως ή άλλως μια παράξενη συμφωνία μεταξύ δυο ανθρώπων, πως θα θέλουν πάντοτε να βαδίζουνε μαζί. Αν θέλεις να προσφέρεις σε αυτόν τη σταθερότητα, κοίταξε στα μάτια το υπέροχο κορίτσι σου ακριβώς πριν το παντρευτείς και πες του ότι υπόσχεσαι να στέκεσαι δίπλα του πάντα, ως αυτός που γνωρίζει κι όχι άλλος». Τα λόγια του δένδρου χαράχτηκαν στην ψυχή του έντιμου σαμουράι που απεχθανόταν τις αλλαγές κι ήθελε με τους ίδιους τρόπους και τις ίδιες αρχές να αντέχει σε όλες τις θεομηνίες, τις βροχές, τους κεραυνούς, τους ανεμοστρόβιλους, τους σεισμούς, τις πλημμύρες και τις πυρηνικές εκρήξεις. Κρατώντας το κορίτσι του πριν από το μυστήριο και κοιτάζοντάς το βαθιά μέσα στα μάτια, είπε: «υπόσχομαι να είμαι πάντοτε αυτός που παντρεύεσαι αυτή τη στιγμή και όχι άλλος, ακόμη κι όταν ο καιρός θα μας έχει προσπεράσει». Δύσκολος πολύ ήταν ο αρχαίος πολεμιστής, μα το κορίτσι δεν έφυγε από το πλάι του, όπως πρέπει σε όλους τους ανθρώπους που το λόγο τους προσφέρουν με τιμή στο βωμό της τύχης. (περισσότερα…)

Το  Ποιητόμετρο

*

Από δω και πέρα, τίποτα δεν θα είναι ίδιο…

Εκείνο το απόγευμα που τηλεφώνησε ο ποιητής, δοκιμιογράφος, ιδρυτής και τέως εκδότης του έντυπου λογοτεχνικού περιοδικού Πλανόδιον, Γιάννης Πατίλης, στον ποιητή, δοκιμιογράφο και νυν εκδότη του περιοδικού σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, υπό τον τίτλο Νέο Πλανόδιον, Κώστα Κουτσουρέλη, ήταν σαν όλα τ’ άλλα απογεύματα που τηλεφωνιόντουσαν οι δυο τους για θέματα του περιοδικού.

Ο αίθριος καιρός δεν προμήνυε την απρόσμενη καταιγίδα που θα ξεσπούσε και θα πλημμύριζε – όπως κάθε ξαφνική νεροποντή στην Αθήνα – λεωφόρους, κεντρικές οδούς, παράκεντρα και αδιέξοδα – λογοτεχνικά – σοκάκια.

Ήταν μια παράξενη εποχή για την λογοτεχνία. Χωρίς τα μεγάλα ρεύματα του παρελθόντος, δίχως τρανταχτά ονόματα και διακριτές φωνές, βούλιαζαν σχεδόν τα πάντα σ’ έναν στείρο μιμητισμό και σ’ έναν εξαμβλωματικό πειραματισμό.

Ειδικώς στην ποίηση, γινόντανε το «έλα να δεις». Έβγαιναν 1.000 συλλογές τον χρόνο. Σε 10 χρόνια 10.000. Σε 100 χρόνια 100.000 ποιητικές συλλογές! Ποιος θα έφτανε στον επόμενο αιώνα; Ποιος θα επέπλεε σαν καρυδότσουφλο στον ωκεανό του Χρόνου;

Ποιητές και ποιητίσκοι, αστέρες κι αστερίσκοι, διαγωνίζονταν για το εκλαμπρότερο πυροτέχνημα στον χάρτινο ουρανό τους. Αυτό που θα τους εκτόξευε στην αιωνιότητα. Κι επειδή το μεγάλο έργο ήταν δύσκολο να γραφτεί, στράφηκαν προς την μεγάλη προβολή του μικρού τους έργου: αλλεπάλληλες εκδόσεις – μία συλλογή στην αρχή της χρονιάς και μία στο τέλος της άλλης, ώστε να παίζουν συνεχώς στα Κρατικά Βραβεία· εντυπωσιακές παρουσιάσεις – με απαγγελίες ηθοποιών και μελοποιήσεις· επιστρατεύσεις μεγάρων, θεάτρων, στοών· κριτικές και συνεντεύξεις – όσο πιο άφθονες κριτικές και συνεντεύξεις. Τα περιοδικά – έντυπα και ηλεκτρονικά – ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια και τα ποιήματα δημοσιεύονταν σαν αγγούρια.

Το 2% του αναγνωστικού κοινού απηύδησε – δηλαδή ολόκληρο το κοινό που διάβαζε ποίηση. Κάτι φιλόλογοι επί το πλείστον, κάτι φοιτητές, κάτι «βαρεμένοι» και οι μετρημένοι στα δάχτυλα της προκοπής αναγνώστες. Κοινό στην θέση του κοινού – του κενού καλύτερα – έγιναν οι ίδιοι οι ποιητές. Βάραγαν παλαμάκια ο ένας του άλλου, χορεύοντας σαν αρκούδια. Η πίστα γέμισε λουλούδια – επαίνους κι επευφημίες – και σπασμένα πιάτα – έριδες και κακολογήματα.

Έτσι, τσουβαλιασμένοι όλοι μαζί, πήγαιναν «ντουγρού» για τον κάδο της γειτονιάς – μια γειτονιά κι η λογοτεχνία μας – μέχρι να περάσει το σκουπιδιάρικο της Ιστορίας και να μαζέψει τους πάντες. Η αιωνιότητα που ονειρεύονταν όλοι τους, δεν θα μπορούσε παρά να είναι η ανακύκλωση.

Ντρίιιν! Ντρίιιν…

Το τηλέφωνο χτυπούσε ανυπόμονα κι ο Κουτσουρέλης το σήκωσε καθυστερημένα, γιατί εκείνη την στιγμή έγραφε ένα άρθρο για τον πόλεμο στην Ουκρανία κι αμφιταλαντεύονταν μεταξύ τελείας και άνω τελείας σε μια παράγραφο. Τελικά έβαλε μια βιαστική τελεία, λες και τερμάτιζε οριστικά και βεβιασμένα, κατόπιν άνωθεν εντολής, ένα πολεμικό επεισόδιο και απάντησε:

«Καλώς τον Γιάννη!» (περισσότερα…)

Νημερτής (διήγημα, μέρος α΄)

*

του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Ι. ΤΖΑΝΟΥ

Συνέχεια στο β’  μέρος  ]

I

Ξέχασα να σας πω το πιο ουσιώδες: το να βρεθώ εδώ μέσα, κλεισμένη στο φωταγωγό, ήταν η μόνη επιλογή που είχα, αφού τη λύση του λουτρού την απέρριψα προτού καν τη σκεφτώ. Στην αρχή μου φάνηκε ακατόρθωτο, μα στο τέλος λογάριασα πως δε θα δυσκολευτώ να το κάνω. Ένα κατάλληλο σκοινί από τα «Είδη Ναυτιλίας» ήταν αρκετό. Χωρίς πολύ ψάξιμο, σήμερα το πρωί βρήκα ακριβώς αυτό που γύρευα. Έτσι, πριν από λίγο, έδεσα τη μια άκρη του σκοινιού στο ψυγείο, και πολύ πολύ προσεκτικά άρχισα να κατεβαίνω. Κατάλληλα ρούχα, κατάλληλα παπούτσια. Και να ’μαι! Ο ιδανικός τόπος για δουλειά! Καλά που τον σκέφτηκα!

Πρώτα πρώτα, ν’ ακουμπήσω κάπου το φακό και να βγάλω από την πλάτη μου το σακίδιο με το laptop. Ωραία!

Για ν’ αποφύγω τις περιττές κουβέντες με κάποιους γείτονες, έδωσα στην υπάλληλο του καταστήματος με τα «Είδη Ναυτιλίας» λεπτομερείς οδηγίες για τη συσκευασία. Ωστόσο η διαχειρίστρια από το δεύτερο όροφο παραφύλαγε στην είσοδο. «Βλέπω, Νημερτή, πως αγοράσατε καινούργιο πλυντήριο» μου είπε. «Είχατε προβλήματα με το παλιό σας;» Τη διαβεβαίωσα ότι δεν αγόρασα κανένα πλυντήριο, και τότε η διαχειρίστρια με κοίταξε στα μάτια. Γέλασε πονηρά, με κάποια ντροπή, όπως κάνουν οι άνθρωποι που αμφιβάλλουν για το φέρσιμό τους. Με το κεφάλι της μου έδειξε συνωμοτικά την κούτα μισοκλείνοντας το ένα της μάτι, σα να μου έλεγε: «Κι εδώ μέσα; Τι άλλο μπορεί να υπάρχει;» Κούνησα κι εγώ το κεφάλι μου, όπως εκείνη, δείχνοντας την κούτα. «Εδώ;» ρώτησα. «Έχει είκοσι τέσσερα μέτρα χοντρό σκοινί.» Η διαχειρίστρια ξεκαρδίστηκε. «Πάντα με το χιούμορ σας, Νημερτή» μου είπε. Αντί να της απαντήσω, γύρισα προς το μεταφορέα. «Στον πέμπτο, παρακαλώ» είπα και κάλεσα τον ανελκυστήρα.

Δεν ξέρω για τον δικό σας, αλλά αυτός εδώ ο φωταγωγός ξεκινάει από τον πρώτο όροφο. Είναι αρκετά καθαρός, τουλάχιστον όσο πρόκειται για έναν τέτοιο χώρο. Σε κάθε όροφο, στις δύο από τις τέσσερις πλευρές του, έχει από ένα μικρό παράθυρο. Τα βλέπετε άλλωστε. Έν’ από δω, στο αριστερό μου χέρι, κι έν’ από κει, στο δεξί. Το ένα είναι της κουζίνας, το άλλο, του μπάνιου. Ο τρίτος τοίχος πίσω μου είναι σοβαντισμένα τούβλα. Μέχρι πρότινος η πλευρά μπροστά μου ήταν ανοιχτή. Όμως, τελευταία, χτίστηκε δίπλα μας μια πολυκατοικία δίχως φωταγωγό. Στην αρχή ο μουλωχτός μηχανικός θέλησε ν’ αφήσει παραθυράκια στην οικοδομή του, εκμεταλλευόμενος το φωταγωγό μας, αλλά του κόψαμε το βήχα αμέσως. Είμαστε όλοι ιδιοκτήτες. Κάθε όροφος και διαμέρισμα.

Συνήθως, οι φωταγωγοί είναι τα πιο σκοτεινά μέρη μιας οικοδομής, έτσι λέει ο Άσης. Ο Άσης είναι ο άντρας μου. Όμως αυτός ο φωταγωγός νομίζω ότι διαφέρει. Μας αρέσει να λέμε ότι τα δικά μας πράγματα είναι τα καλύτερα. Έτσι δεν είναι; Ο φωταγωγός μας είναι από εκείνους που διαθέτουν αρκετό φως που, βέβαια, προς τα κάτω λιγοστεύει. Όταν ο ήλιος φτάσει ψηλά, μια ηλιαχτίδα καταφέρνει να τρυπήσει τη διαφανή οροφή του και διοχετεύεται μέχρι κάτω. Περίπου. Γιατί ο πρώτος όροφος, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Άση, βρίσκεται στο έρεβος. (περισσότερα…)

Δημήτρης Καρακίτσος, Δνείπερος ΙΙ

*

*

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ

Δ Ν Ε Ι Π Ε Ρ Ο Σ

~.~

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ

  1. Και ακολούθησα τον κόσμο στις σκάλες, όπου ο ένας περπατούσε με τα μάτια μισάνοιχτα κι άλλος σαν να του ’κλεψαν στον ύπνο τη ραχοκοκαλιά.
  2. Κι όλο σιωπή και χνότα που έσβηναν σαν χώρες πριν γράψει γι’ αυτές η Ιστορία. Κόσμοι που ψάχνουν τον ήλιο τους για να ξημερώσει.
  3. (Αν και ουδείς χαιρόταν σήμερα. Κι είχε η ατμόσφαιρα κάτι το νοσηρό.)
  4. Ουρές στα ΑΤΜ, και κόρνες και σπρωξιές στα φανάρια. Κι όλοι με τον εχθρό, τον εαυτό τους, έτρεχαν να κρύψει ο ένας τον άλλο.
  5. Τι θα φάνε, κι αν είναι αλήθεια αυτό που κράζουν οι σειρήνες.
  6. Βιάστηκα κι εγώ να κολλήσω στην ουρά, να πάρω τα πράγματα που θα ’ταν καλό να έχω.
  7. Που τελικά έμειναν άχρηστα όταν κόπηκε το ρεύμα – κάτι που κανείς δεν το ’βαζε στον λογαριασμό.
  8. Γιατί έλεγες: υπάρχει κράτος εδώ – το δικό μου κράτος. Και γιατί έλεγες: στο σπίτι μου δεν θα σκοτωθώ.
  9. Και τότε χτυπήθηκε το γειτονικό χωριό. Και μετά τ’ αγόρι, εκείνο, με το κομμένο πόδι, που ο πατέρας του έκλαιγε σαν ένα κερί που το κρατάς ανάποδα.
  10. Κι ένας στο ποδήλατο μετά. Κι ένα κορίτσι. Που πάλεψαν πάνω του αλλά για να δει, αν μπορούσε να δει, ότι δεν την εγκατέλειψε ο κόσμος.
  11. Άτυχο κορίτσι, είπε κάποιος. Κι άλλοι έσβησαν την οθόνη απλώς.
  12. Λες κι ήταν θέαμα – ένα τηλεπαιχνίδι με σασπένς.
  13. Το ποια κορμιά θα δοθούν στον πόνο.

*

(περισσότερα…)

Παραλλαγές οίκτου

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

1

Παρασκευή μεσημέρι. Στέκομαι έξω από μια τράπεζα. Περιμένω τη σειρά μου για το αυτόματο μηχάνημα. Με πλησιάζει ένας τύπος, κοντός, κοκαλιάρης. Τα πράσινα μάτια του είναι υγρά, γλαρωμένα, γυαλίζουν. Το βλέμμα του στάζει απόγνωση. Δεν μπορεί να κρατήσει σταθερό το κεφάλι του. Τρέμει. Μου λέει την ιστορία του. Η μάνα του μόλις βγήκε από το νοσοκομείο και δεν έχει είκοσι ευρώ για τη συμμετοχή στην ιατρική συνταγή για τα φάρμακα που πρέπει να πάρει. Μου δείχνει μια τσάντα με μικρές συσκευασίες ειδών ραπτικής – κλωστές, βελόνες ραψίματος και τα συναφή. Μου ζητά, σχεδόν απαιτεί, να τα αγοράσω όλα και να του δώσω είκοσι ευρώ. «Για τη μανούλα μου, για τα φάρμακά της» τονίζει με σοβαρότητα. Δεν με πείθει αλλά τον συμπονώ, καταλαβαίνω ότι κάποια δυστυχία τον έχει οδηγήσει σε αυτή την παράσταση. Του λέω να του δώσω 2 ευρώ και να πάρω μια συσκευασία. Βλέπω το βλέμμα του να σκοτεινιάζει. Επιμένει, θέλει οπωσδήποτε 20 ευρώ. Του λέω δεν γίνεται, δεν έχω. Απομακρύνομαι. Πλησιάζω στο μηχάνημα για να βάλω την κάρτα. Θέλω μόνο να δω το υπόλοιπο. Τον βλέπω με την άκρη του ματιού μου, προσπαθεί να δει την οθόνη. Βλέπω το υπόλοιπο και πάω να φύγω. Τον ακούω πίσω μου να λέει «έχεις, εσύ έχεις ρε πούστη!». Η φωνή του στάζει μίσος, μου προκαλεί αναστάτωση, αλλοιώνει τη συμπόνια, τη μετατρέπει σε κάτι λιγότερο κι από οίκτο. Δεν ξέρω τι είδε στην οθόνη. Μπορεί με τα υγρά θολωμένα μάτια του, τα δυο τελευταία μηδενικά του ποσού μετά το κόμμα να τα θεώρησε ακέραια και να νόμιζε ότι είχα στην τράπεζα 80.000 ευρώ. (περισσότερα…)

Ανεμόεσσα

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Στρατόκαυλοι όλων των χωρών, γαμηθείτε!

Όταν πήρα το απολυτήριο – επιτέλους – με ρώτησε ο διοικητής πώς πέρασα στον στρατό. Γύρισε το μάτι μου ανάποδα, βράχνιασε η φωνή μου καθώς απάνταγα:

«Ντρέπομαι που είμαι Έλληνας! Καταντήσατε την σημαία μουνόπανο! Αν γινόταν πόλεμος, δεν θα πυροβολούσα τους εχθρούς αλλά τους αξιωματικούς μου!»

Αυτός χαμογέλασε με κατανόηση και είπε:

«Η Ελλάδα δεν είμαστε εμείς, παιδί μου! Είναι η μάνα σου, το σπίτι σου, το αλώνι του χωριού σου που έπαιζες μικρός».

~.~

Απ’ το Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων Κορίνθου, έφτασα στην Λήμνο στις δεκατρείς Γενάρη. Γρουσούζικη μέρα. Χαράματα, με χιονόνερο. Ύστερα από είκοσι τρεις ώρες ταξίδι, πιάσαμε λιμάνι. Πάνωθέ μας ο φαλακρός λόφος με το κάστρο της Μύρινας. Ένα μέρος απόκοσμο και ηφαιστειογενές. Λήμνος: η αρχαία Πυρόεσσα ή Ανεμόεσσα ή Αιθάλεια ή Δίπολις ή Σταλημένη ή Αμπελόεσσα ή Σιντηίς ή Υψιπύλεια ή Κρανίου Τόπος, όπως θα ταίριαζε στην περίπτωσή μας.

Οι φήμες οργίαζαν για το διαολόνησο: τάγματα ανεπιθύμητων, άτεγκτοι αξιωματικοί, αυτοκτονίες στην σκοπιά, κόψιμο φλεβών με ξιφολόγχη, αναβολές και τρελόχαρτα…

Τα στρατιωτικά φορτηγά – τα ονομαζόμενα REO – περίμεναν στην σειρά σαν χακί νεκροφόρες, να μεταφέρουν τα σκοτωμένα απ’ την κούραση και την αϋπνία κορμιά μας. Αφού μας χωρίσανε σαν πρόβατα, μέσα σε φωνές, σφυρίγματα και βρισιές, μας τσουβάλιασαν στις καρότσες κι αρχινήσαμε ν’ ανηφορίζουμε…

Κάποτε, φτάσαμε στην σφηκοφωλιά του στρατοπέδου. Ένα κοπάδι γλάρων τσακώνονταν μ’ ένα τσούρμο κοράκια για το ποιο θα πρωτοφάει απ’ τα σκουπίδια. Ο αέρας σ’ έπαιρνε και σε σήκωνε, κατέβαζε απ’ το βουνό μεγάλες μπάλες από ξεριζωμένα αγκάθια και τις έπαιζε κλοτσοσκούφι. Δεν λεγόταν τυχαία η Λήμνος αρχαιόθεν Ανεμόεσσα, ούτε βγήκε στον βρόντο ο αστεϊσμός πως το ψηλότερο δέντρο της είναι το ραδίκι. (περισσότερα…)

Οι αετοί

 *

της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Διήγημα εμπνευσμένο από αληθινό περιστατικό που περιγράφει ο Πάτρικ Λη Φέρμορ στο βιβλίο του Ρούμελη (1966).

~.~

Ο Όλεγκ είχε έρθει απ’ την Αγγλία με ένα σακίδιο στον ώμο κι ένα σημειωματάριο στην εσωτερική τσέπη του σακακιού, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να σκιτσάρει βλαστούς, φύλλα και άνθη πολύτιμων και σπάνιων φυτών. Βότανα της Πίνδου που γιάτρευαν τον πόνο του δέρματος και της καρδιάς, τη βάσανο της τρέλας και της θλίψης. Τώρα στεκόταν στην αρχή του στενού μονοπατιού, που πήγαινε σύρριζα στο φαράγγι, και κοιτούσε τον γαλανό ουρανό μπροστά του. Το αγόρι ήταν ο μόνος άνθρωπος στον οικισμό που είχε δεχτεί να τον συνοδεύσει ως το επόμενο χωριό, λίγο από περιέργεια για τον ξένο «βοτανολόγο» και πολύ για τη γενναία αμοιβή που είχε προσφέρει ο Όλεγκ.

«Έλα, μίστερ, έλα, έλα» είπε το αγόρι και κίνησε μπροστά.

Ο Όλεγκ, ευχαριστημένος, ακολούθησε. Δεν είχε μαζί του όπλο, όμως μια καραμπίνα κρεμόταν από τον ώμο του αγοριού, που με το δεξί του χέρι κράταγε την κάννη να μην το χτυπά στα πόδια καθώς περπατούσε. Δεν ήταν απίθανο να συναντούσαν στον δρόμο τους αρκούδα ή λύκο.

Πήγαιναν έτσι, αμίλητοι, για κάμποση ώρα, όταν ο Όλεγκ, κοιτώντας για πολλοστή φορά προς τον Βοϊδομάτη στα βάθη του φαραγγιού, διέκρινε έναν βλαστό να υψώνεται καμιά δεκαριά μέτρα κάτω απ’ το μονοπάτι, ανοίγοντας προς το μέρος του μια μικρή συστάδα από μωβ οδοντωτά άνθη. Στάθηκε. Ήταν βέβαιος πως επρόκειτο για τον δίανθο, τον dianthus cruentus, κι αυτά τα άνθη έπρεπε οπωσδήποτε να φτάσουν ως την πλούσια συλλογή του πίσω στην Αγγλία.

«Στάσου!» φώναξε, και το αγόρι στάθηκε. Έκανε μεταβολή και πλησίασε τον Άγγλο.

«Κοίτα, λουκ!» είπε ο Όλεγκ κι έδειξε το λουλούδι. «Βλέπεις; Εκεί; Αυτό πολύ γκουντ φλάουερ. Το θέλω!»

Το αγόρι τον κοίταζε σαν να αντίκριζε τρελό. Έσκυψε και έψαξε τριγύρω απ’ το γαρυφαλλάκι, μήπως αυτό που ’χε τραβήξει την προσοχή του ξένου ήταν κάτι άλλο. Όχι, μονάχα το μωβ γαρύφαλλο φύτρωνε εκεί, μέσα σ’ έναν μεγάλο αγκαθωτό θάμνο˙ μετά, από κάτω, ο γκρεμός. (περισσότερα…)

Ένα άλλο ενύπνιο

*

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΑΛΑΦΡΟΥ

Προσφάτως, και καθώς κανόνιζα τα του επικείμενου ταξιδιού μου από την πρωτεύουσα στον γενέθλιο τόπο, βίωσα μια έντονη ανάγκη ν’ αποφύγω μία ακόμη πτήση. Δεν ήταν όμως μονάχα η αποστροφή που αισθάνομαι για τα ταξίδια με το αεροπλάνο που μ’ οδήγησε σ’ αυτό· ένας εξοντωτικός συνδυασμός φόβου για την ασφυκτικά στενή άτρακτο του αεροσκάφους, τρόμου για το ύψος στο οποίο πετά, και απέχθειας για τις υψηλές επιταχύνσεις που αναπτύσσει κατά τις διαδικασίες απογείωσης και προσγείωσης. Όλα τούτα σημαίνουν πως, όταν η κακή μου τύχη μ’ αναγκάζει να ταξιδέψω δι’ αέρος, αφενός έχω ένα ατσάλινο χέρι να μου σφίγγει το στήθος καθώς ξεκινάμε και σαν φτάνουμε και, αφετέρου, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, αν έχω την ατυχία να κάθομαι σε θέση διαδρόμου νιώθω να πνίγομαι από έλλειψη οξυγόνου, ενώ αν μου λάχει να κάθομαι σε παράθυρο υποφέρω από μια ζάλη απερίγραπτη. Όμως δεν θέλω εδώ να σας εκθέσω το δράμα ενός ταξιδιώτη. Επιθυμώ απλώς να τονίσω ότι η μεγάλη μου αποστροφή για τις πτήσεις μπορεί μονάχα να συγκριθεί σε μέγεθος με τον, παιδικό σχεδόν, ενθουσιασμό μου σαν πρόκειται να ταξιδέψω με πλοίο. Το ταξίδι στη θάλασσα με γοήτευε από μικρό παιδί. Και εξακολουθεί. Τότε, φυσικά, ήταν η αίσθηση της ελευθερίας που σου προσφέρει ένας χώρος ξένος και ταυτοχρόνως αρκετά μεγάλος ώστε να ερεθίσει την παιδική διάθεση για εξερεύνηση του αγνώστου. Τώρα, παρότι οι βασικές αρχές παραμένουν αμετάβλητες, συγκεκριμενοποιώ τα πράγματα: Δεν συγκινεί πια η λαμαρίνα, αλλά η δυνατότητα που σου χαρίζεται να γνωρίσεις καλύτερα το πλέον εντυπωσιακό μέρος αυτού του συστήματος· τον επιβάτη, ήτοι τον άνθρωπο. Και τα εφόδια που δίνονται για τούτο τον σκοπό είναι μετρημένα και υπολογισμένα καλά: Ο χρόνος – έχεις ώρες μπροστά σου να περιδιαβείς το πλοίο. Ο χώρος – μπορείς να γυρίσεις σε σαλόνια, εστιατόρια, μπαρ, καταστρώματα. Και το πιο σημαντικό – τ’ ονειρικό στοιχείο. Αυτό που στη γνωριμία δύο ανθρώπων λειτουργεί σαν καταλύτης, που δίχως αυτό να έχει υπάρξει στη σχέση τους μπορεί εκείνη αβασάνιστα να θεωρηθεί ως μη γενομένη. Τον ρόλο αυτόν, ασφαλώς, τον επιτελούν η ίδια η θάλασσα και ο ορίζοντας που συνεχώς ξεμακραίνει αμυνόμενος της γραμμικότητας. Μα όλα αυτά είναι γνωστά και για τούτο θ’ αποφύγω να τους δώσω περαιτέρω έκταση. (περισσότερα…)

Εργοστάσιο τενεκέδων

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Η ζωή είναι ο εφιάλτης των ονείρων μας.

Το να χάνεις την δουλειά σου, είναι σαν να χάνεις την ζωή σου. Και στις δύο περιπτώσεις, δεν ξέρεις αν υπάρχει άλλη. Κι αν υπάρχει, δεν ξέρεις αν είναι καλύτερη απ’ την προηγούμενη.

Το να ξεμένεις από δουλειά στην Αθήνα, είναι σαν να κολυμπάς με αλιγάτορα σε πισίνα. Και το να ψάχνεις για δουλειά, είναι «σαν να ρίχνεις ένα ροδοπέταλο στο Γκραντ Κάνυον και να περιμένεις ν’ ακουστεί ο αντίκτυπός του».

Όταν έχασα την δουλειά μου, φράκαρε η πόρτα απ’ τους λογαριασμούς, άδειασε το ψυγείο, δυο-τρία τσιγάρα στο πακέτο, η μηχανή στην ρεζέρβα και πήρα τους δρόμους ποδαράτο…

Έλειωσα σόλες. Χτύπησα πόρτες, «έφαγα πόρτα». Πείνασα, δίψασα, νύσταξα. Κοιμήθηκα σε λεωφορεία, σε τρόλεϊ, σε παγκάκια.

Κατέληξα σ’ ένα εργοστάσιο τενεκέδων στην Ιερά Οδό. Ούτε Ιερά μου φάνηκε ούτε Οδός όπως την περιγράφει ο Σικελιανός. Ένας κωλόδρομος πηγμένος στ’ αμάξια ήτανε, πυρακτωμένη άσφαλτος, και τα πόδια μου γεμάτα φουσκάλες και ξεπετσαλιασμένα δάχτυλα. (περισσότερα…)

Νυχτερινό λεωφορείο    

*

του ΓΙΑΝΝΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Το λεωφορείο στρίβει απότομα, μπαίνει στον επαρχιακό που κόβει το βουνό στη μέση. Όσοι κοιμούνταν ξυπνούν, λίγοι προλαβαίνουν να δουν τις σκιές που διασχίζουν τον αυτοκινητόδρομο βιαστικά, φωτισμένες από τις λάμπες της εθνικής. Κυνηγοί,  ξυλοκόποι ή ίσως κάποιοι που βγήκαν στον κόσμο μέσα από την κοιλιά ενός φορτηγού, μισοπεθαμένοι από τη δίψα. Αυτοί που τους είδαν τους ξεχνούν σχεδόν αμέσως.

Μετά την έξοδο από τον αυτοκινητόδρομο ο δρόμος στενεύει και γίνεται ανηφορικός, αλλά ο οδηγός δεν κατεβάζει ταχύτητα. Μερικοί άντρες στη γαλαρία γελάνε, σχεδόν υστερικά. Αυτοί δεν αποκοιμήθηκαν ποτέ, και εκείνη ξυπνά τελευταία, έτσι της φαίνεται, από τα γέλια τους. Γύρω της σκοτάδι· κάποιος στη γαλαρία λέει μια ιστορία. Έχει φτιάξει ακροατήριο, μια ομάδα από άντρες έχουν συγκεντρωθεί γύρω του, μερικοί μάλιστα που κάθονταν μπροστά του έχουν σκαρφαλώσει στις θέσεις τους σαν μαθητές δημοτικού και τον ακούνε. Τον ανέβασαν στο λεωφορείο, στη μέση του πουθενά, είδαν το κασκόλ, για αυτό… Η συνέχεια της ιστορίας διακόπτεται από γέλια, σκουντήματα, αγγίγματα. Κορυφώνεται με τον φαρσέρ που την διηγείται να σπρώχνει βίαια το κεφάλι ενός από τους συνταξιδιώτες του πάνω στον καβάλο του. Εκείνος γελάει με αυτό που παθαίνει αλλά οι μυς του προσώπου του συσπώνται έντονα. Η ιστορία της είναι γνώριμη, είναι ένα γηπεδικό παραλήρημα. Ταυτόχρονα νιώθει ότι την ακούει για πρώτη φορά, ίσως επειδή εκείνος που αφηγείται την ξύπνησε και, ενώ τραβάει τα μαλλιά του φίλου του, κοιτάζει τις γάμπες της.

Τα λόγια του σβήνει ένας λαρυγγικός ήχος πίσω της, εκεί συγκεντρώνει την προσοχή της τώρα. Από τη χαραμάδα ανάμεσα στα καθίσματα βλέπει έναν παχύσαρκο άντρα να παλεύει με την φωνή του. Η μάχη του με τον ήχο που βγαίνει από τον λαιμό του φαίνεται χαμένη. Δεν μπορεί να ελέγξει το τικ του·  παρόλα αυτά προσπαθεί. Το πουκάμισό του έχει μικρές λίμνες από ιδρώτα στο στήθος, στην κοιλιά, στις μασχάλες. Έχει ανοίξει το τραπεζάκι για το φαγητό και, για να δημιουργήσει έναν αντιπερισπασμό απέναντι στη φωνή του, χτυπάει με τα χοντρά του δάχτυλα μια την επίπεδη πλαστική επιφάνεια και μια το βαθούλωμα για το ποτήρι. (περισσότερα…)