Ανάμεσά μας

*

της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Κηλιδωμένος με σπόρια ο Αυνάν, καραφλός,
σταλάζοντας σπέρμα, κινήθηκε ανάμεσά μας…
ROBERT DUNCAN, «Περσεφόνη»

Έκοψε ταχύτητα, το χέρι της έσπρωξε τον λεβιέ στη νεκρά· το αυτοκίνητο άρχισε να επιβραδύνει κι η γυναίκα τρόμαξε από ένα βραχνό βουητό που παράταιρο δυνάμωνε και χαμήλωνε μες στ’ αυτιά της, ενώ ταυτόχρονα το αμάξι απειλούσε να σταματήσει και ν’ αρχίσει να κυλά προς τα πίσω – η οδηγός δεν το έλεγχε πια. Έστριψε απότομα το τιμόνι, σταμάτησε στη δεξιά μεριά του δρόμου, τράβηξε χειρόφρενο κι άναψε αμέσως τα αλάρμ. Κοίταξε μπερδεμένη μπροστά της το καντράν, τον νυχτωμένο δρόμο, έπειτα κάτι την έσπρωξε να κοιτάξει κάτω, προς τα πόδια της, να εστιάσει την προσοχή της στο δεξί που ακινητούσε ένοχα στο δάπεδο ακριβώς μπροστά στο πεντάλ του γκαζιού, και συνειδητοποίησε πως οι μηχανικές της κινήσεις είχαν χάσει μία φάση τους: δεν είχε χαμηλώσει ποτέ ταχύτητα πάνω στη στροφή, δεν είχε βάλει δευτέρα, και μόνο μάρσαρε ξανά και ξανά – με τον λεβιέ στη νεκρά. Τράβηξε ακόμα πιο πίσω το πόδι της συγχυσμένη, κι έμεινε ν’ αφουγκράζεται τη μηχανή να δουλεύει ήσυχα στο ρελαντί.

Λάμψη-σκοτάδι, λάμψη-σκοτάδι τα αλάρμ, ο δρόμος έρημος. Η καρδιά της χτυπούσε ακόμη δυνατά όταν πάτησε το αμπραγιάζ κι έβαλε πρώτη, μετά άφησε απαλά το πεντάλ ενώ ταυτόχρονα πατούσε το γκάζι, έτσι, σιγά σιγά, προσεκτικά σαν για να μη σπάσει κάτι, το αυτοκίνητο, τον δρόμο, ή κάτι άλλο, κάτι γύρω απ’ το κεφάλι της που ένιωθε να της πιέζει τα μηνίγγια. Στο μυαλό της μία μία οι κινήσεις όπως τις μάθαινε όχι από τον δάσκαλο της σχολής οδηγών αλλά ακόμα πιο παλιά, στα δεκατέσσερα, απ’ τον πατέρα της, όταν της εξηγούσε υπομονετικά τη λογική της οδήγησης στην πλατιά λεωφόρο Αχαιών.

Τώρα οδηγούσε πάλι ήρεμα στον δρόμο του βουνού. Αλλά μαγκωμένη. Τι της είχε συμβεί; Τι ήταν αυτό; Προειδοποίηση; Που ίσως σχετιζόταν με τα σχεδόν πενήντα της χρόνια; Αποφάσισε να μην το ψάξει άλλο. Άσ’ το να φύγει, είπε στον εαυτό της.

Αν και είχε ξεκινήσει για Κηφισιά, χωρίς να το πολυσκεφτεί έκανε δεξιά μετά το εικονοστάσι, λες κι αίφνης το αυτοκίνητο ακολουθούσε δικά του σχέδια κι εκείνη συναινούσε. Άρχισε ν’ ανεβαίνει. Πουθενά δεν είχε δει παρκαρισμένα αυτοκίνητα στα απλώματα, κανείς δεν είχε έρθει απόψε για να χαζέψει τα φώτα της Αθήνας και να καπνίσει ένα τσιγάρο, να φιλήσει, να ερωτευτεί, να κουβεντιάσει, ν’ ακούσει μουσική, να ξεχάσει. Αλλά ούτε κι αυτή. Αυτή ξαφνικά είχε θυμηθεί τις αλεπούδες και πόθησε να τις ξαναδεί, δύο ήταν, που ένα βράδυ, πριν από καμιά τριανταριά χρόνια, είχαν γαβγίσει η μια στην άλλη κι είχαν χαθεί προς τα ραντάρ ανάμεσα στα πεύκα.

Στον γνώριμο χωματόδρομο έστριψε πάλι δεξιά, κι αμέσως σαν να είχε ριχτεί σε τρικυμία και πόλεμο: το αυτοκίνητο άρχισε να μπατάρει από δω κι από κει, πέτρες και θραύσματα μάρμαρο εκτοξεύονταν στο σασί του με δυνατούς μεταλλικούς κρότους που της πήρανε τ’ αυτιά. Αιφνιδιάστηκε, παλιά δεν ήταν έτσι ο δρόμος· αλλά αντί να λυπηθεί τ’ αμάξι της και να κόψει ταχύτητα ή να σταματήσει και να το αφήσει να κυλήσει πίσω, εκείνη πεισμωμένη πάτησε τέρμα το γκάζι. Δυο στιγμές ήθελε ακόμα. Με τ’ αυτοκίνητο θα έφτανε, όπως παλιά. Επιτέλους το μικρό ξέφωτο απλώθηκε ολόκληρο μπροστά της, το αυτοκίνητο ήρθε πάλι σε οριζόντια θέση κι εκείνη οδήγησε ώς την άκρη και σταμάτησε. Κανένα σπάρτο πια στ’ αριστερά της, δίπλα στον χωματόδρομο που έσβηνε μες στο ξέφωτο και μετά εμφανιζόταν πάλι, κατεβαίνοντας πρώτα ώς τη ρεματιά και μετά ώς την άσφαλτο· ούτε πουρνάρια ούτε πεύκα. Έσβησε τη μηχανή. Την άκουσε να καταλαγιάζει σε μια πληθώρα κοφτών, χαμηλόφωνων χτύπων και μύρισε καμένο ελαστικό. Έμεινε ακίνητη για λίγο, σκυμμένη πάνω στο τιμόνι, ύστερα βγήκε έξω κι έκλεισε πολύ απαλά την πόρτα, για να μην ακουστεί τίποτε άλλο που δε θα ανήκε στο βουνό.

Δεν ακουγόταν τίποτα που να ανήκει στο βουνό. Τότε τέτοια ώρα θ’ άκουγε τριζόνια, σουρσίματα από μικρά ζώα –αλεπούδες, χελώνες, λαγούς, σκαντζόχοιρους–, θα άκουγε το θρηνητικό κάλεσμα από τα νυχτοπούλια ή τον αέρα και το τρίξιμο απ’ τα κλαδιά των πεύκων όταν φυσούσε έστω και λίγο. Όχι πια.

Έμεινε για λίγο δίπλα στο αυτοκίνητο και απόρησε που διέκρινε σχεδόν ολόκληρο  τον χωματόδρομο ν’ ασπρίζει κάτω απ’ το φως του απόμακρου φεγγαριού. Πόσο κοντά ήταν η ρεματιά, δεν το είχε συνειδητοποιήσει. Κι από κει, πόσο κοντά η άσφαλτος. Παλιά η βλάστηση έκρυβε τη θέα, κι ακριβώς γι’ αυτό υπήρχε μια μόνιμη αγωνία μην εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά τους κανένας περιπατητής. Τώρα σχεδόν τίποτα δεν έμενε κρυφό· το τοπίο ήταν έκδηλο, κραυγαλέα φανερό, και τόσο άδειο, που η γυναίκα ένιωσε ότι κοιτούσε ένα χαλασμένο, αγαπημένο παλιό παιχνίδι. Για πέταμα. Πήγε προς τη μικρή πλαγιά, όπου εκείνο τον Σεπτέμβρη είχε δει τις αλεπούδες, μια μεγαλύτερη, μια μικρότερη. Θα ήταν η μαμά και το μικρό της. Εκείνη ήταν για ώρα μόνη της και σιωπηλή μες στο αυτοκίνητο, είχε κατεβάσει τελείως το παράθυρο του οδηγού, περίμενε. Πρώτα είδε τη μεγάλη αλεπού· εμφανίστηκε πίσω απ’ τον θάμνο του σπάρτου. Είχε κρατήσει την ανάσα της. Η αλεπού έκανε λίγα βήματα και, μόλις έφτασε σχεδόν δίπλα στην πόρτα της, έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε στην πλαγιά. Την έχασε για λίγο απ’ τα μάτια της, καθώς το ζώο περπατούσε ανάμεσα σε θάμνους από λαδανιές, ρείκια, θυμάρια. Μέχρι που φάνηκε πάλι, γύρισε τη μουσούδα της προς τη ρεματιά και γάβγισε. Γάβγισε! Ώς τότε εκείνη δεν είχε ακούσει ποτέ τη φωνή των αλεπούδων. Αμέσως εμφανίστηκε ένα μικρό αλεπουδάκι και την πλησίασε χοροπηδώντας, η μεγάλη αλεπού το περίμενε και μετά έτρεξαν μαζί προς τα πάνω. Πόσα χρόνια ζουν οι αλεπούδες; Αν έβλεπε καμιά και τούτο τον Σεπτέμβρη, θα μπορούσε να ’ναι σπορά της σποράς της σποράς τους; Χαμογέλασε μόνη της, κάθισε σε μια πέτρα και κοίταξε προς το αυτοκίνητο και την Αθήνα. Δεν πειράζει. Κι ας είχε «χαλάσει» πια το βουνό, εκείνη καλά έκανε κι ανέβηκε. Λίγη μοναξιά, λίγη ερημιά, λίγο καλό σκοτάδι για ένα διάλειμμα απ’ τη ζωή της. Το παιχνίδι της, κι ας ήταν χαλασμένο, συνέχιζε να ανακουφίζει τα μάτια της σαν οφθαλμικές σταγόνες. Ένιωσε το αεράκι της νύχτας να μπαίνει μες στο κεφάλι της και να σαρώνει κατακάθια και σκόνες από ένα σωρό απροσδιόριστα άγχη και διαδικτυακά ερεθίσματα που δεχόταν χρόνια τώρα χωρίς να ’χει τι να τα κάνει. Η μυρωδιά από καμένο ελαστικό έφτασε πάλι στα ρουθούνια της, πιο αδύναμη τώρα. Ο αέρας καθάριζε.

*

Άφησε απότομα τον δρόμο του βουνού και χώθηκε σκυφτός στον χωματόδρομο δίπλα στη ρεματιά. Έριξε μια ματιά προς τα πάνω, στο ξέφωτο, το φεγγάρι λαμπύριζε πάνω στον σκοτεινό όγκο του αυτοκινήτου, ήταν εκεί που ακόμη πάρκαραν όλοι, στη γωνία, λες και δεν είχαν καεί τα πάντα, λες κι υπήρχε ακόμα το μεγάλο σπάρτο που πάντα νόμιζαν ότι τους προστάτευε – πού να ’ξεραν. Άρχισε να περπατά πιο αργά και πιο προσεκτικά. Μέσα στη νέκρα του βουνού, και να ξερόβηχες ακουγόσουν. Αυτή ήταν μόνη της στο αυτοκίνητο, την είχε δει, έλπιζε όμως πως θα ’χε δώσει ραντεβού. Φτάνουν με δυο αυτοκίνητα, αλλά ό,τι κάνουν το κάνουν μέσα στο ένα. Αν περίμενε αυτή, θα περίμενε κι αυτός. Παλιά δουλειά του κόσκινο. Μόνο που ’χε καιρό να πετύχει τίποτα καλό. Κι ούτε ο Παντελής ήταν πια, πώς να ’ναι μετά από τόσες φωτιές, να πάει τη νύχτα να καθίσει μαζί του στο μαντρί, να πούνε για καλόγερους και ν’ ανταλλάξουνε δυο λόγια για τους επισκέπτες του βουνού. Χαλασμένο βουνό. Μια καράφλα πιο λεία κι απ’ τη δική του είχε γίνει, όμως εκείνος ήξερε να το ξεζουμίζει. Όλο και κάτι συνέχιζε να δίνει. Μπορεί να μην είχε πια μεγάλους θάμνους και φουντωμένα δέντρα, αλλά αυτός ήξερε να γίνεται ένα με το χώμα, μια κοτρόνα ή ένα πευκάκι τού ήταν αρκετά. Βοηθούσε και το μπόι του, που ήτανε μικρό. Ναι, έδινε ακόμα το βουνό, αλλά με το σταγονόμετρο. Κάθε πέρυσι και καλύτερα. Στη νιότη του ήταν ένα θαύμα, σχεδόν κάθε μέρα, και δυο και τρεις φορές, και νέοι και μεγάλοι, τώρα τι ανεβαίνουν στο βουνό και κάθονται στο σκοτάδι μόνο για να μιλάνε, να μιλάνε, να μιλάνε. Αυτή όμως ήταν μεγάλη σε ηλικία, το πιο πιθανό θα ’χε έρθει όντως για τα παλιά καλά ραντεβού. Αφουγκράστηκε μην τυχόν άκουγε κι άλλο αυτοκίνητο να την πλησιάζει – όχι, ησυχία.

*

Το βλέμμα της έμεινε για λίγο στο πίσω παρμπρίζ. Ήταν πιο στενό και πιο επικλινές απ’ του πρώτου της αυτοκινήτου, αυτού που οδήγησε όταν έκλεισε τα δεκαοχτώ.  Ένιωσε μέσα της τον απόηχο ενός μεγάλου θυμού. Τότε ήταν πολύ μικρή κι ακόμα δεν είχε καταλάβει ότι η ζωή τα πολύ άσχημα δώρα της τα πρόσφερε σε όλους ανεξαιρέτως – ακόμα και σ’ αυτήν. «Κατσαρίδα…» μουρμούρισε. Κατσαρίδα. Ήταν κατακαλόκαιρο κι είχαν μείνει αγκαλιά πάνω στα ριγμένα καθίσματα, ιδρωμένοι, λαχανιασμένοι, έκαιγαν αλλά δεν ξέσφιγγαν την αγκαλιά, κι έμπαινε απ’ τα τέσσερα ολάνοιχτα παράθυρα ένα ελάχιστο αεράκι που τους δρόσιζε. Όπως ήταν γυρισμένη στο πλάι, την ενόχλησε η άκρη του καθίσματος, την πίεζε στα πλευρά. Έσπρωξε απαλά το χέρι του από πάνω της κι ανασηκώθηκε για να βολευτεί, αλλά το βλέμμα της έπεσε σε μια σκιά πάνω στο πίσω τζάμι και η στιγμή διαλύθηκε: «Ααα! Κατσαρίδα!». Τι κραυγή, που τελικά δεν έκανε την «κατσαρίδα» να φύγει – αλλά να φανερωθεί. Ένα μικρό αντρικό πρόσωπο πρόβαλε ξαφνικά στο παρμπρίζ λες και μόλις το ’χε φτύσει στο τζάμι η νύχτα, την ώρα που ο φίλος της τιναζόταν για να δει, «Πού ρε μωρό μου, τι είναι;», αλλά τη δεύτερη φορά τα λόγια που του ούρλιαξε έπαλλαν από υστερία, όχι από φόβο ή σιχασιά: «Κάποιος είναι εκεί! Κάποιος είναι!». Ένα υπερμέγεθες παιδί, ένας άντρας – για λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου είχαν κοιταχτεί κατάματα.

Ο φίλος της έβρισε, άνοιξε σαν αστραπή την πίσω πόρτα και τινάχτηκε έξω απ’ το αυτοκίνητο ολόγυμνος, με την αδρεναλίνη στα ύψη. Όμως η «κατσαρίδα» είχε προλάβει να κάνει φτερά – από την άσφαλτο άκουσαν ένα μηχανάκι ν’ απομακρύνεται πλακωμένο. Βέσπα, είπε ο φίλος της μόλις ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο. Της είπε να ντυθεί, προσπάθησε να την ηρεμήσει, έφυγε τώρα, έλα, τελείωσε, της έλεγε, δεν κινδύνευαν, κι ενώ της μιλούσε εκείνη καταλάβαινε πως για χάρη της προσπαθούσε να κρύβει τον θυμό του. Ήταν σίγουρη πως, αν τον είχε πιάσει, θα ’χε διαλύσει το στρογγυλό, καραφλό του κεφάλι πάνω στις πέτρες.

Ήταν νέοι. Αν αυτός είχε μαχαίρι πάνω του κι ο φίλος της τον προλάβαινε, τι θα γινόταν; Κι αν τις επόμενες μέρες έπεφτε η ίδια πάνω του, μόνη της, τι θα γινόταν;

Γιατί αμέσως μετά – θυμός. Το επόμενο πρωί οδήγησε μόνη της πίσω στο ξέφωτο, ακριβώς εδώ, όπου απόψε έβλεπε το αυτοκίνητό της να την περιμένει άδειο και σκοτεινό. Είχε παρκάρει στο ίδιο σημείο, βγήκε έξω και πήγε να σταθεί πίσω απ’ το παρμπρίζ. Η σκιά που είχε νομίσει για κατσαρίδα ήταν μια βρόμικη κουτσουλιά. Κοίταξε κάτω. Τσιγάρα. Πολλά. Prince. Σήκωσε όλες τις γόπες, μία μία. Prince και μόνο Prince. Τα παράθυρα τα ’χαν ορθάνοιχτα, γιατί δεν έπιασαν τη μυρωδιά; Μήπως επειδή κάπνιζαν κι αυτοί; Αλλά τώρα ήξερε τα τσιγάρα του, ήξερε τη φάτσα του –ποτέ δε θα την ξεχνούσε–, ήξερε ότι οδηγούσε βέσπα. Για τρεις τέσσερις μέρες τριγύριζε στις δύο πλατείες, την πάνω και την κάτω, γύρευε παρκαρισμένες βέσπες και περιεργαζόταν πυρετικά τους θαμώνες στα καφενεία. Έψαχνε έναν τύπο κοντό, φαλακρό, στρογγυλοπρόσωπο, με χαρακτηριστικά κάπως παιδικά, αθώα. Κι αν τον έβρισκε; Δεν ήξερε. Ήθελε να του αναποδογυρίσει το τραπέζι, να τον σπάσει στο ξύλο, να του ουρλιάξει μες στη μούρη «Με ποιο δικαίωμα; Με ποιο δικαίωμα, τις πιο προσωπικές μου στιγμές;». Αλλά κι ο θυμός, κι αυτός ήταν πολύ προσωπικός. Σε κανέναν δε μίλησε για το άκαρπο κυνήγι της.

Η μικρή κίνηση που έπιασε απ’ την πλευρά της μικρής ανηφόρας έσβησε μεμιάς τις αναμνήσεις – γύρισε και είδε μια μεγαλόσωμη αλεπού. Το ζώο ακινητούσε, με τα μάτια του καρφωμένα πάνω στον άνθρωπο που δεν περίμενε να συναντήσει. Μια παιχνιδιάρικη ερώτηση άρχισε ν’ απευθύνεται τρυφερά και σιωπηλά στην αλεπού μέσα στη σκέψη της γυναίκας: «Είσαι η σπορά της σποράς της σποράς;».

*

Το αυτοκίνητο σαν να τον κοιτούσε με σβησμένα μάτια μέσα στο σκοτάδι. Ακόμα μόνο του ήταν, εκτός αν στο μεταξύ είχε έρθει το δεύτερο κι είχε παρκάρει πιο πίσω. Για καλό και για κακό, άφησε τον χωματόδρομο και κατέβηκε προσεκτικά στη ρεματιά. Εδώ υπήρχαν διάσπαρτα πευκάκια, υπήρχαν πεσμένοι κορμοί, μικροί θάμνοι και μεγάλες πέτρες. Του έφταναν, όχι μόνο γιατί είχε το ανάστημα παιδιού, αλλά και γιατί κανείς δε θα φανταζόταν πως θα σερνόταν κάποιος στο χώμα μέσα στη νύχτα για ν’ ανέβει στο ξέφωτο. Κυρίως αν ήταν δύο, απορροφημένοι στις πρώτες κουβέντες ή στα πρώτα τους χάδια.

*

Η αλεπού την έκρινε ακίνδυνη κι αδιάφορη. Προχώρησε ευθεία, τον δρόμο της. Έφτασε δίπλα στο αυτοκίνητο. Εκείνη περίμενε πως θα κατέβαινε προς τη ρεματιά και θα την έχανε – έτσι, από δω που καθόταν, δε θα μπορούσε να παρακολουθήσει άλλο τη διαδρομή της. Αλλά το ζώο σταμάτησε εκεί στην άκρη απότομα. Τέντωσε την ουρά, χαμήλωσε το κεφάλι, και ξαφνικά έκανε στροφή, έδωσε ένα σάλτο στην πλαγιά προς τη μεριά της γυναίκας κι έφυγε τρέχοντας.

Η γυναίκα σηκώθηκε και την κοίταξε. Για πρώτη φορά φοβήθηκε εδώ πάνω στο βουνό τέτοια ώρα μόνη της. Αγριογούρουνα; Δε θα ήθελε να πέσει πάνω τους. Κυρίως αν επρόκειτο για θηλυκό με τα μικρά του. Έβγαλε το κινητό απ’ την τσέπη της και πάτησε το κουμπί. Η οθόνη τής είπε πως είχε αργήσει για το ραντεβού της στην Κηφισιά, αλλά όχι πολύ. Θα τηλεφωνούσε να την περιμένουν. Πήγε βιαστικά στο αυτοκίνητο, άνοιξε την πόρτα, μπήκε και την ξανάκλεισε χωρίς να αποφεύγει πια τους ήχους που ήταν ξένοι προς το βουνό. Έβαλε μπρος τη μηχανή, έβαλε όπισθεν, άναψε τα φώτα κι αμέσως έστρεψε το κεφάλι της προς τα πίσω περνώντας το δεξί της χέρι στη ράχη του συνοδηγού. Πάτησε γκάζι. Χαμογελούσε καθώς έκανε τη μανούβρα, τόσο γνώριμη, τόσο μακρινή, στο ίδιο αυτό ξέφωτο που κάποτε ήταν δικό της.

Αυτή τη φορά κατέβηκε προσεκτικά και αργά τον χωματόδρομο, πηγαίνοντας με τις αυλακιές, κεντράροντας τις κοτρόνες, έτσι που κανένα χτύπημα δεν ακούστηκε πάνω στο σασί. Φτάνοντας στην άσφαλτο, χαμήλωσε τελείως το παράθυρό της για να μπει η βραδινή δροσιά. Ευχαριστημένη, ήρεμη, έστριψε αριστερά κι άρχισε να κατεβαίνει. Είπε στον εαυτό της πως καλά θα έκανε να βάλει πάλι στο πρόγραμμά της επισκέψεις στο βουνό. Μόνη της, φυσικά.

*

Θα ’ταν καμιά δεκαριά μέτρα μακριά απ’ το αυτοκίνητο, είχε ξαπλώσει πίσω απ’ τον μικρό θάμνο μιας αγριελιάς κι αφουγκραζόταν. Απόλυτη σιωπή. Τι έκαναν; Είχε έρθει ο άλλος; Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο καθαρή, που σίγουρα θ’ άκουγε τις φωνές ή τα μουγκρητά τους, ακόμα κι αν δεν είχαν κατεβάσει τα παράθυρα παρά τόσο δα. Αν πάλι η γυναίκα ήταν μόνη της, λογικά θα καθόταν στο αυτοκίνητο και θα μιλούσε στο κινητό ή θα άκουγε μουσική. Αλλά εκείνος δεν άκουγε τίποτα. Ανασηκώθηκε λιγάκι παίρνοντας ένα μικρό ρίσκο, γιατί αν στεκόταν κάποιος όρθιος δίπλα στο αυτοκίνητο και κοιτούσε προς τα δω, θα μπορούσε να τον δει. Ίσα που πρόλαβε να ξαναπέσει στο χώμα μόλις εμφανίστηκε η γυναίκα δίπλα στο αυτοκίνητο κι άνοιξε την πόρτα. Σε μια στιγμή τον φώτιζαν από τη μέση και κάτω οι προβολείς της, έτσι ξαπλωμένο στη γη, κι εκείνος γύρισε αμέσως στο πλάι και τράβηξε τα πόδια στο στήθος σαν έμβρυο, να χωρέσει ολόκληρος πίσω απ’ την αγριελιά. Τρελαμένος από αγωνία έβρισε μέσα απ’ τα δόντια του, αλλά έμεινε στην ίδια στάση μέχρι που άκουσε το αυτοκίνητο ν’ απομακρύνεται, βασανιστικά αργά, από το ξέφωτο. Όταν κατάλαβε ότι πια η γυναίκα κατέβαινε προς το σταυροδρόμι, πήρε βαθιά ανάσα και σηκώθηκε. Τίναξε τη φόρμα του κι ανέβηκε τα δέκα μέτρα ώς το ξέφωτο. Μύριζε ακόμα βενζίνη. Έβγαλε από την τσέπη το τζόκεϊ, το φόρεσε και πήρε εκνευρισμένος τον δρόμο της επιστροφής προς το σπίτι. Τσάμπα όλα. Τόση προσπάθεια για το τίποτα. Ενώ παλιά, είκοσι, τριάντα χρόνια πριν, τι καλά που ήταν. Είκοσι, τριάντα χρόνια πριν, αν του συνέβαινε κάτι τέτοιο ήξερε ότι αρκούσε μια βόλτα στις πλαγιές για ν’ αποζημιωθεί. Παλιά αυτοί ήταν πολλοί, κι αυτός ευτυχισμένος ανάμεσά τους.

*

*

*