Month: Αύγουστος 2025

Χρήμα και λογοτεχνία στη Γαλλία του 19. αιώνα

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

~.~

Αν η Επανάσταση του 1789 καθόρισε την ιστορική εξέλιξη προς την απόλυτη επιβολή του χρήματος επί της εξουσίας, δηλαδή της οικονομίας επί της πολιτικής, στη Γαλλία, τουλάχιστον, αυτή η διαδικασία χρονολογείται αρκετούς αιώνες πίσω, αν λάβουμε υπόψη την εκτεταμένη εξαγορά αξιωμάτων και τίτλων από τις αρχές του 15ου αιώνα, όταν ο Λουδοβίκος ΙΒ΄ επέτρεψε στους πλούσιους να αναλάβουν σταδιακά τον κρατικό μηχανισμό. Γενικότερα, βέβαια, η λατρεία του χρυσού μόσχου διαπερνά όλα τα κοινωνικά και πολιτικά καθεστώτα: ήταν π.χ. η μοναρχία, δέσμια του υλισμού, αυτή που έδωσε το σύνθημα της υποταγής της ευγένειας στον πλούτο και στη διάλυση της οργανικής και συντεχνιακής μεσαιωνικής κοινωνίας. Και υπήρξε αρκούντως τυφλή και αυτοκαταστροφική η εκδίκηση των ευγενών: αυτοί ήταν που άναψαν την πυρά του διαφωτισμού στην οποία θα καίγονταν τα τελευταία τους προνόμια. Τούτων δοθέντων, το 1789 ήρθε μόνο για να άρει τα τελευταία εμπόδια στη βασιλεία της πλούσιας αστικής τάξης και να εγκαινιάσει έναν αιώνα στον οποίο, όπως θα συνοψίσει ο Αλέξις ντε Τοκβίλ, «η επιθυμία να πλουτίσει κανείς με κάθε κόστος, η αγάπη για το κέρδος, η αναζήτηση της ευημερίας και των υλικών απολαύσεων ήταν τα πιο μεγάλα πάθη».

Μέσα στον 19ο αιώνα, ωστόσο, υπάρχει μια ιστορική περίοδος που καμμία άλλη δεν συγκρίνεται μαζί της (μιλούμε για τη Γαλλία πάντα) ως προς το πάθος για χρήμα, που γίνεται εμμονή, όχι απλώς κοινωνική νόρμα αλλά και κεφαλαιώδες λογοτεχνικό αντικείμενο. Στον αιώνα αυτόν των τραπεζιτών, των τοκογλύφων και των νεόπλουτων, που επέβαλε και στους συγγραφείς τον πνευματικό ζυγό του (το πνεύμα του χρήματος, τι τρομερή αντίφαση!), τον αιώνα κατά τον οποίο η Γαλλία γνώρισε δύο επαναστάσεις, δύο αυτοκρατορίες, δύο δημοκρατίες και δύο μοναρχίες, κομβική στάθηκε η περίοδος της Ιουλιανής Μοναρχίας (1830-1848), όταν ο κλάδος της Ορλεάνης για να στηρίξει την Παλινόρθωση και τον σφετερισμό της μοναρχικής νομιμότητας, παραδίδει όλη την εξουσία στην αστική τάξη. Είναι η εποχή που τα γράμματα αρχίζουν να καταβροχθίζονται από το χρήμα και γεννιέται η λαχτάρα του μπεστ σέλλερ προκειμένου οι εκδότες να πλουτίσουν και οι συγγραφείς να επιζήσουν. (περισσότερα…)

Δοκίμιο για την υπεραγορά τροφίμων

*

Αξιότιμε κύριε,

Σας ευχαριστώ που μου δίδετε την ευκαιρία να αναπτύξω σύντομα τις απόψεις μου για τις υπεραγορές (δεν σας πειράζει βέβαια που άλλαξα το θέμα από «super-markets» προς το ελληνικότερο), γιατί πάει καιρός που έγραψα οτιδήποτε σε κάποιο φίλο κι εγώ σας βλέπω έτσι. Σαν φίλο δηλαδή.

Στο σχολείο, λοιπόν, είχαμε κάνει ένα ποίημα του Πούλιου, «Αμέρικαν μπαρ στην Αθήνα», και μετά το ξανακάναμε στο πανεπιστήμιο. Τη δεύτερη φορά όμως μας είπαν ότι το πρότυπο του Πούλιου ήταν ο Γκίνσμπεργκ, δηλαδή και την πρώτη μας το είχαν πει, αλλά στο σχολείο δεν κάναμε τον κόπο να διαβάσουμε το ποίημα του δεύτερου. Και έλεγε το αμερικάνικο ποίημα για μια συνάντηση στην υπεραγορά και ήταν το πρώτο πράγμα που θυμήθηκα όταν μου δώσατε την κόλλα με την ερώτηση: «Τι σημαίνει για σας σούπερ-μάρκετ;» Θυμήθηκα έναν στίχο που μεταφρασμένος μου φάνηκε αστείος («Τι έκανες, Γκαρθία Λόρκα, ανάμεσα στα καρπούζια;»), ενώ στα αμερικάνικα μου φάνηκε ωραίος. Όπως και να ’χει, είναι ωραία να περπατάς σε τέτοιους χώρους και να συναντάς σπουδαίους ποιητές, έστω και μέσα στην παρακμή. (περισσότερα…)

Παναγιώτης Κονδύλης, Βιογραφικά στοιχεία και πνευματικοί προσανατολισμοί

*

Το εργοβιογραφικό «Υπόμνημα» που ακολουθεί υποβλήθηκε από τον Παναγιώτη Κονδύλη στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών τον Μάιο του 1980. Ως γνωστόν, η υποψηφιότητά του για καθηγητική έδρα απερρίφθη από τη Σχολή και ο Κονδύλης έκτοτε, παρά τις επανειλημμένες προτάσεις που δέχτηκε κατά καιρούς από Πανεπιστήμια της Ελλάδας και της Γερμανίας, απέρριψε διαρρήδην κάθε ιδέα να ακολουθήσει πανεπιστημιακή σταδιοδρομία. Το «Υπόμνημα» αναδημοσιεύεται εδώ με την ευκαιρία της πρόσφατης συμπλήρωσης 82 ετών από τη γέννηση του μεγάλου Έλληνα στοχαστή (Αρχ. Ολυμπία, 17 Αυγούστου 1943 – Αθήνα, 11 Ιουλίου 1998).

///

Βιογραφικά στοιχεία και πνευματικοί προσανατολισμοί

Γεννήθηκα στις 17 Αυγούστου 1943 στην Αρχαία Ολυμπία Ηλείας. Η οικογένειά μου μετοίκησε το 1949 στη Νέα Ερυθραία Αττικής, όπου άρχισα και ετελείωσα το Δημοτικό Σχολείο. Από το 1955 έως το 1961 μαθήτευσα στο Γυμνάσιο Κηφισιάς. Από τα πρώτα γυμνασιακά μου χρόνια προσπάθησα να συνδυάσω τις υποχρεωτικές μου μαθητικές ένασχολήσεις με την συστηματική εκμάθηση ξένων γλωσσών καθώς και με ελεύθερη μελέτη, που περιλάμβανε όχι μόνο κείμενα της νεοελληνικής και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, αλλά και έργα ιστορικού και φιλοσοφικού περιεχομένου. Η ιδιαίτερη κλίση μου προς τα αρχαία ελληνικά με οδήγησε, μέσα από την ίδια την μελέτη της γλώσσας, σε μια πρώτη ανακάλυψη του πνευματικού κόσμου των προσωκρατικών, του Πλάτωνα και του Θουκυδίδη, η οποία άφησε ίχνη αρκετά ισχυρά, ώστε να διαγράψουν την πορεία μελλοντικών προβληματισμών μου.

Μετά την αποφοίτησή μου από το Γυμνάσιο έδωσα εξετάσεις στη Νομική Σχολή Αθηνών, επιτυγχάνοντας μεταξύ των πρώτων. Σύντομα διαπίστωσα, ότι οι νομικές σπουδές δεν ικανοποιούσαν τα βαθύτερα ενδιαφέροντά μου, και έτσι τις διέκοψα μετά ένα, μόλις, χρόνο, για να δώσω –το 1963– εισαγωγικές εξετάσεις στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Πέτυχα πρώτος μεταξύ τεσσάρων χιλιάδων υποψηφίων και παρέμεινα υπότροφος του ΙΚΥ κατά την διάρκεια των σπουδών μου. Υπήρξα τακτικός ακροατής των παραδόσεων των καθηγητών κ.κ. (κατ’ αλφαβητική σειρά) Βουρβέρη, Ζακυθηνού, Ζώρα, Θεοδωρακοπούλου, Κορρέ, Κουρμούλη, Λουϊζίδη, Μαρινάτου, Σπετσιέρη. Ο τότε καθηγητής της Βυζαντινής Φιλολογίας κ. Τωμαδάκης μου έκαμε την τιμή να με προσλάβη ως (άμισθο) βοηθό του, και η σχετικά ολιγόχρονη, αλλά έντονη επίδοσή μου στην μελέτη μεσαιωνικών κειμένων μου προσεπόρισε ένα μόνιμο πνευματικό κέρδος, και μάλιστα υπό διπλή έννοια: με βοήθησε να δω την γέφυρα, που συνδέει τον Όμηρο και τον Αισχύλο με τον Παλαμά και τον Ελύτη, και να συλλάβω, έτσι, την θεμελιώδη ενότητα της ελληνικής γλώσσας καθώς και τον έντονο δυναμισμό, ο οποίος απορρέει από την ενότητα αυτή, γεννώντας αδιάκοπα λογοτεχνία υψηλής στάθμης· και οι διαπιστώσεις αυτές μου έδειξαν, με την σειρά τους, την πνευματική στειρότητα κάθε μορφής γλωσσικής μισαλλοδοξίας. (περισσότερα…)

Διπλά σονέτα

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

~.~

Τίποτε δεν αληθεύει χωρίς τ’ αντίθετό του.
MARTIN WALSER

*

1. Η ΚΟΥΚΛΑ

Είμαι μια κούκλα έγκλειστη σ’ ένα κουτί,
γερά δεμένη πάνω σ’ ένα ελατήριο.
Αραιά και πού κάποιος πατάει ένα κουμπί
κι έξω πετάγομαι μ’ ορμή, σαν σε ντελίριο.

Ποιος με κινεί ποτέ δεν έμαθα ή γιατί,
δεν ξέρω δύναμης ποιας είμαι το υποχείριο.
Απ’ την αρχή ήμουν κλεισμένη μέσα εκεί,
ιδού όλο κι όλο της ζωής μου το μυστήριο.

Κι εσύ μια κούκλα είσαι… Εσύ που με κοιτάς!
Κι εσύ στ’ ανάκτορο, κι εσύ στο καλυβάκι!
Ένα ελατήριο διά βίου καβαλάς
και με μια πόζα ξεπετάγεσαι μεμιάς
για να χορέψεις σαν σου ανοίγουν το καπάκι.
Γιατί, δεν ξέρεις. Κι έχεις πάψει να ρωτάς. (περισσότερα…)

Seamus Heaney, Ο Άγιος Κέβιν και το κοτσύφι

*

Μετάφραση – Σχόλια: Δήμητρα Φιλιπποπούλου

~.~

Κι ύστερα ήταν ο Άγιος Κέβιν και το κοτσύφι.
Ο άγιος γονατίζει, χέρια εκτεταμένα μέσα
στο κελί του, μα το κελί είναι στενό, οπότε

η μια παλάμη, γυρισμένη προς τα πάνω, βγαίνει έξω, στέρεη,
σαν το δοκάρι του σταυρού, όταν ένα κοτσύφι κατεβαίνει,
κάθεται μέσα της και βολεύεται για να γεννήσει.

Ο Κέβιν νιώθει τα ζεστά αυγά, το μικρό στήθος, το κρυμμένο
τακτοποιημένο κεφάλι και τα νύχια, κι όπως ανακαλύπτει πως είναι πλεγμένος
στο δίκτυο μέσα της αιώνιας ζωής,

συγκινείται και το συμπονά: Τώρα πρέπει να κρατήσει το χέρι του
σαν κλαδί έξω στον ήλιο και τη βροχή για εβδομάδες
μέχρι να βγούνε τα μικρά από τ’ αυγό, να φτερωθούν και να πετάξουν. (περισσότερα…)

Έμφυτες ροπές με ηθική βαρύτητα

*

του ΠΕΤΡΟΥ ΠΟΛΥΜΕΝΗ

~.~

Στο έδαφος της διαδρομής μας έχουν τη ρίζα τους έμφυτες ροπές, οι δυνατότητες με τις οποίες γεννιόμαστε. Σκόπιμο είναι να διαφοροποιηθούν έμφυτες ροπές, όπως για παράδειγμα το να κοιμάμαι, να περπατάω με τα δύο πόδια ή το να μεγαλώνουν τα μαλλιά μου, από εκείνες της επιδίωξης ισχύος ή της απόλαυσης διά των αισθήσεων. Οι τελευταίες παίζουν ρόλο σε επιλογές κι αποφάσεις προσανατολισμού, και υπό αυτή την έννοια έχουν ηθική βαρύτητα. Η ικανοποίηση τέτοιων έμφυτων ροπών έχει κεντρικό ρόλο στην επιδίωξη της πληρότητας για έναν άνθρωπο, ανάλογα με το εκάστοτε κράμα των ροπών που ο ίδιος περιέχει, με τις εκάστοτε διαφορές στην ένταση και τη σταθερότητα μιας ροπής, ή ακόμα και στο πώς αυτή εκδηλώνεται.

Έμφυτες ροπές με ηθική βαρύτητα είναι η επιδίωξη απόλαυσης διά των αισθήσεων, η αποφυγή του πόνου, η θέληση για ισχύ, το να δίνεις και να δέχεσαι φροντίδα (όντας θηλαστικό), η ομιλία μιας γλώσσας. Ως όψεις της ομιλίας μιας γλώσσας, αυτής της αδιάσπαστης ενότητας σκέψης και λόγου, γίνονται αντιληπτές εδώ τόσο η ελευθερία (ως δυνατότητα επιλογής) όσο και η δημιουργία (ως απόδοση μορφής). Κάθε πρόσωπο έχει τον δικό του χαρακτήρα, τη δική του κράση, το δικό του κράμα έμφυτων ροπών, σε διαφορετική ένταση και αναλογία. Οι έμφυτες ροπές δεν μένουν ανεπηρέαστες από την περιπέτεια της εμπειρίας. Για παράδειγμα, το τι προκαλεί απόλαυση και τι λύπη δέχεται την επίδραση της ροής του χρόνου κατά τη διαμόρφωση μιας ταυτότητας. Ένας τόπος που μου προκάλεσε ένα ευχάριστο αίσθημα μπορεί αργότερα να με αφήσει αδιάφορο. (περισσότερα…)

Αγάπη για λύσιμο, αγάπη για δέσιμο

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

~.~

Η ταινία έχει ως θέμα μιαν απαγωγή, έτσι φαίνεται κι από την προέκταση του τίτλου στην οποία μας προσκαλεί. Δεν είναι όμως μια οποιαδήποτε απαγωγή: ο θύτης είναι ένας πρώην τρόφιμος ψυχιατρείου, ενώ το θύμα μια πρώην πορνοστάρ. Έχουμε δηλαδή μια καλή εισαγωγή στο αλμοδοβαρικό σύμπαν, όπου οι πράξεις και οι χαρακτήρες χάνουν το πρωτογενές ειδικό τους βάρος, τονίζοντας έτσι με τον τρόπο τους ότι η ανθρώπινη κανονικότητα δεν υπάρχει, ότι δεν υπάρχουν αθώα θύματα απαγωγής, και πολλώ μάλλον, δεν υπάρχουν «αθώες» απαγωγές που νομιμοποιούν εντέλει τον θύτη ή αφαιρούν το βάρος μιας αυτονόητης ενοχής από το θύμα. Στο τέλος της ταινίας, βέβαια (μιλάμε για το Δέσε με του Πέδρο Αλμοδόβαρ), οι ιδιότροποι αυτοί χαρακτήρες θα συμβιβαστούν αβίαστα, αλλά και μέσω της εύλογης δραματουργικής προπαρασκευής, με ένα κοινότοπο χάπι-εντ που θα αναιρέσει αντιθέσεις και αντιφάσεις μέσα στους ήχους ενός χαρούμενου τραγουδιού.

Αυτός είναι ο κόσμος του Αλμοδόβαρ: χρησιμοποιεί κοινότοπα ψυχολογικά και κοινωνιολογικά στοιχεία, αξιοποιεί το δραματικό τους βάρος για να, αποστασιοποιείται από αυτά προκειμένου να οδηγήσει σε μια «εύκολη» λύση τους, σε ένα τέλος κοινής αποδοχής. Κανείς δεν έχει πιστέψει εντωμεταξύ ότι ο κίνδυνος που πλέκει τις δραματικές και δραματουργικές καταστάσεις είναι όντως ο κίνδυνος μιας απαγωγής. Σε αυτό συμβάλλουν, βέβαια, και τα κίνητρα της απαγωγής, τα κίνητρα του απαγωγέα δηλαδή. Κάνει ό,τι κάνει για να εκπληρώσει μια ταπεινή του επιθυμία: να παντρευτεί, να αποσυρθεί στο χωριό του, να κάνει δυο-τρία παιδιά και να ζήσει ήρεμα και ευτυχισμένα: τέλος του ειδυλλίου, αρχή της ζωής. Όμως η ταινία δεν ενδιαφέρεται για τα περαιτέρω, έχει ήδη τελειώσει. Η κορύφωση του χάπυ-εντ είναι μια λύση, αλλά αποτελεί και έναν δραματικό κόμβο που η λύση του αναβάλλεται στο διηνεκές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η αφηγηματική δομή, και ιδίως αυτή της ταινίας μυθοπλασίας, μας υποβάλλει την ιδεολογική της λειτουργία. Η περατότητα μιας ταινίας είναι ένα τέχνασμα, τίποτα δεν τελειώνει πραγματικά: αυτό βλέπουμε από την εποχή των ομηρικών επών μέχρι τη σύγχρονη τάση της κινηματογραφικής βιομηχανίας για sequels.

Από την υπόθεση της ταινίας φαίνεται ότι ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί κεκτημένους κοινούς τόπους για να φτιάξει την ταινία του: απαγωγή, βία εις βάρος του θύματος, το οποίο, με πρόσχημα τα προβλήματα της υγείας του, αναγκάζει ψυχολογικά τον δράστη να παρατείνει την απαγωγή του, μόνο που η τριβή των προσώπων παράγει μια θερμότητα που αξιοποιείται αναπόδραστα ως καταλυτικό στοιχείο στις σχέσεις των ηρώων. Η τριβή αυτή θα αναδείξει βαθύτερα στρώματα του ψυχισμού τους που θα τους οδηγήσουν αναπόφευκτα στην τελική συμφιλίωση, στην ανακάλυψη του ψυχικού υπεδάφους τους. Σίγουρα, κάτι όχι τόσο πρωτότυπο, μιας και το μοτίβο του θύματος της απαγωγής που ταυτίζεται με τους απαγωγείς του δεν το βλέπουμε για πρώτη φορά. Το ότι έχει και ονοματεπώνυμο, π.χ. σύνδρομο της Στοκχόλμης, το ότι έχει εντοπιστεί από την ψυχολογία του βάθους, π.χ. σαδομαζοχισμός, ταύτιση με τον επιτιθέμενο, μάς στρέφει ήδη προς μια γνωστή και πεπατημένη κατεύθυνση. (περισσότερα…)

Κωστής Παλαμάς – Μίκης Θεοδωράκης: Ποιητής και συνθέτης προφήτες

*

*

2025: Έτος Μίκη Θεοδωράκη – Μύθοι και πραγματικότητες #6

γράφει ο Θάνος Γιαννούδης

Σειρά άρθρων που καλύπτουν όλη τη διάρκεια του «Αφιερωματικού έτους Μίκη Θεοδωράκη». Ερευνώνται οι διαφορετικές πτυχές της ζωής και του έργου του, οι ιδεολογικές του μεταστροφές, οι συνάφειές του με το μοντερνισμό, καθώς και με άλλους καλλιτέχνες. Τι μένει εντέλει από το πολύπλευρο έργο του πλέον μείζονος Έλληνα δημιουργού του 20ού αιώνα εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του.

***

Η ιστορική και δημιουργική πορεία του Μίκη Θεοδωράκη, η ζωή και το έργο του διασταυρώθηκαν και μελετήθηκαν εκτεταμένα από την κριτική σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες πορείες συγκεκριμένων ποιητικών ονομάτων της Ελλάδας (κατά βάση της «Γενιάς του ’30» και του ρεύματος του «μοντερνισμού»), τα οποία ο συνθέτης γνώρισε από κοντά και μελοποίησε (Ρίτσος, Ελύτης, Σεφέρης και από τους «μεταπολεμικούς», Λειβαδίτης, Κατσαρός κ.ά.), αλλά και του εξωτερικού, ιδίως του ευρύτερου χώρου της Αριστεράς (Λόρκα, Νερούδα). Μάλιστα, ακόμα και η (μάλλον άστοχη και μη δικαιωμένη στον χρόνο) μεταπολιτευτική απόπειρα του συνθέτη να διαλεχθεί με το έργο και τον μύθο του Κώστα Καρυωτάκη αποτέλεσε την αφορμή για μια (αποσπασματική) αναλογία του με τον αυτόχειρα ποιητή. Σχεδόν πουθενά, ωστόσο, στην εκτεταμένη βιβλιογραφία για τον συνθέτη δεν έχει επιχειρηθεί ως τώρα μια συντονισμένη σύγκριση και σύγκλιση της πορείας και του έργου του με τον πλέον «μείζονα» νεότερο Έλληνα ποιητή, Κωστή Παλαμά, η συνάρτηση του οποίου με την αντίστοιχη πορεία του Θεοδωράκη κρίνουμε πως έχει πολλά να κομίσει στην έρευνα, μιας και αμφότεροι διεκδικούν (και κατακτούν έπειτα από αγώνες) τον ρόλο του «εθνικού» και του «ποιητή/συνθέτη-προφήτη». Με το παρόν, έκτο άρθρο στη σταθερή φετινή μας στήλη για το «Έτος Μίκη Θεοδωράκη», επιχειρούμε να θέσουμε ως μια πρώτη βάση ορισμένους άξονες αναφοράς και σύγκλισης της πορείας και των κεντρικών κατευθύνσεων του έργου τους.

///

–>Γεννημένοι και οι δύο σε πόλεις της ελληνικής επαρχίας, αναγκάστηκαν να αλλάξουν σπίτι στα κρίσιμα παιδικά χρόνια, ο Κωστής Παλαμάς λόγω της απώλειας των γονιών του, ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης εξαιτίας των επαγγελματικών μεταθέσεων του πατέρα του, με τίμημα την απομάκρυνσή τους από μια σταθερή παιδική και εφηβική ηλικία. Όταν, ως ενήλικες πια, φτάνουν στην Αθήνα, ο πρώτος σε μια εποχή εθνικών εξορμήσεων κι ο δεύτερος στην καρδιά της ακμής της Εθνικής Αντίστασης, οι αδιαμόρφωτες επιρροές της ως τότε ζωής τους σχηματοποιούνται ευκρινώς και τους κινητοποιούν δυναμικά και προωθητικά προς τη δράση. Η δε ποίηση του Παλαμά, κατά δήλωση του Θεοδωράκη, υπήρξε ένας από τους βασικούς οδικούς άξονες για τον ίδιο στα εφηβικά του χρόνια, έχοντας ως απότοκο και κάποιες (πρωτόλειες) μελοποιήσεις σε ελάσσονα παλαμικά ποιήματα. (περισσότερα…)

Πότισμα με φόντο όχι και τόσο μακρινό ατομικό μανιτάρι

*

Ω ναι,
παρόλη την οσκαρική κανονικότητα
οι τραγωδίες συμβαίνουν

Φωνή ἐν Ῥαμᾷ
Φωνή ἐν Γάζῃ
– της ιστορίας ένδοξα υψώματα
ανεστραμμένες τάφροι, χαρακώματα
και déjà vu ελιγμοί
όπου ενδημεί
κατά στοιβάδες το αίμα
κι ολοένα «θάλαττα» –τυφλός–
να κρώζει ο μαουνιέρης

7 Μαρτίου, νεκροί 83
24 Μαΐου, εβδομήκοντα και εννιά
2 Αυγούστου – στο σημείο διανομής
τροφίμων ξηλωμένο χέρι
μες στη σφιγμένη ακόμα χούφτα
ασπαίροντας το μάννα
– στον αιώνα πια δικό του

83, 79, 250.9
αριθμοί ξεδιάντροπα αστρογγύλευτοι
καθόλου για OCD
φανατικά εμπαίζοντας
τις πτώσεις, τις νευρώσεις
κι όμως να επενδύεις γιατί «απ’ τα ολότελα»
τανγκό χορεύοντας δήθεν με το Παράλογο
καθώς πισώπλατα σε μαχαιρώνει
απεγνωσμένα ανασύροντας λαχνούς
μ’ αυτούς να σκαν στα χέρια σου
γιατί η βρώμα που είχε βγει (πως τα ψηφία του π
στην όλη τους κρυψίνοια
κάποτε –έστω και με στον κρόταφο την κάννη–
θα μιλήσουν)
ήταν εν τέλει πτωμαΐνη
χίλιων οπτιμιστών
παρόλη την επιμελή ταρίχευση (περισσότερα…)

Το δοκάρι με τα κίτρινα γράμματα

*

Βγαίναμε σαν καλαμιές. Φώναζε ο ένας τον άλλον και τρέχαμε στη μέση. Πεταγόταν από καμιά στροφή κάποιος τρίτος. Σε δέκα λεπτά ήμασταν τσούρμο. Κυνηγιόμασταν μέχρι να μας κοπεί η ανάσα.

Μέναμε στην τελευταία οικοδομή στο αδιέξοδο. Μπροστά είχε χωματόδρομο και ένα στενόμακρο μονοπάτι που τον χειμώνα ήταν μόνιμα λασπωμένο. Σέρνονταν σαν φίδι στις σκοτεινές βατσινιές και έβγαζε στην άλλη μεριά χωρίς τον κύκλο του τετραγώνου. Εκεί είχαμε το παλιόσπιτο για κάστρο. Μπαίναμε από την ετοιμόρροπη σκάλα στο αποθηκάκι και σκάβαμε ώς τα θεμέλια γιατί εκεί είχαν τις λίρες οι Γερμανοί. Ή, τουλάχιστον, έτσι έλεγε ο Φάνης.

Πίσω απ’ τις βατσινιές είχε ένα παλιό ισόγειο αρχοντικό. Όταν γέμισαν φαμίλιες οι καινούριες οικοδομές, του πήραμε τον ακάλυπτο για αλάνα. Είχε μια παλιά συκιά και σκαρφαλώναμε πάνω της για ενέδρα. Του χαλάσαμε την ησυχία και μια μέρα μας έφραξε έξω. Πάει η αλάνα. Από εκεί και μετά ήταν σαν τον κακό στα καουμπόικα. Τα παιδιά είναι σκληρά μα όχι άδικα.

Στην άλλη άκρη ήταν το σχολείο. Πηδούσαμε τη μάντρα για μπάλα στο τσιμέντο. Ξυπνούσαμε τους γείτονες τα μεσημέρια. Σπάγαμε τα τζάμια με αδέσποτες και ματώναμε τα γόνατά μας.

Δεν είχε κίνηση ούτε αμάξια. Στήναμε ολυμπιακούς ή παγκόσμιο στίβου – και μαζεύονταν τα παιδιά από τις γύρω γειτονιές.

Γράφαμε διαδρομές στο χώμα με τουβλόσκονη απ’ το παλιόσπιτο και όταν ήρθε η άσφαλτος, με κιμωλίες που κλέβαμε απ’ τον πίνακα. Εκκίνηση ήταν η διασταύρωση και τέρμα το σπίτι μου. Δεν είχαμε νήμα. Τσαλακώναμε τον φράχτη του κακού. Εκείνος, βαρύς όπως ήταν, έβγαινε ξεφυσώντας με τη φανέλα του και μας πετροβολούσε. (περισσότερα…)

Η «στιχοσύνη» ως «βαλβίδα του ποιήματος»

*

του ΚΩΣΤΗ ΠΑΥΛΟΥ

Παναγιώτης Νικολαΐδης
Πόλη που ράγισε
Σμίλη, 2024

 Η συλλογή Πόλη που ράγισε του Παναγιώτη Νικολαΐδη κυκλοφόρησε τους πρώτους μήνες του 2024 από τις εκδόσεις Σμίλη[1]. Αποτελεί την όγδοη ποιητική συλλογή του σημαντικού αυτού Κύπριου δημιουργού σε ένα σύνολο εννιά ποιητικών καταθέσεών του σε μορφή βιβλίου, αν στο σύνολο αυτό συνυπολογιστεί αφενός η ποιητική σύνθεση Μια στο λευκό και δυο στο μαύρο. Σονάτα για την αφαίρεση (2017), που συνέθεσε σε συνεργασία με τον ποιητή Μιχάλη Παπαδόπουλο, και αφετέρου η συλλογή Γράμματα στην αγαπημένη που κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2025. Φανερό είναι επίσης ότι τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στην Πόλη που ράγισε παρουσιάζουν μια εσωτερική ενότητα με τα ποιήματα τόσο των δύο προηγούμενων συλλογών του ποιητή, Η Νύφη του Ιούλη (2019) και Ριμαχό (2022), όσο και της πρόσφατης συλλογής του Γράμματα στην αγαπημένη. Ως εκ τούτου, δεν θα ήταν άτοπο να ισχυριστεί κανείς ότι οι τέσσερις συλλογές συνιστούν κατά βάση μια τετραλογία, με πολλές τις ορατές και αδιόρατες διαλεκτικές σχέσεις ανάμεσα σε αρκετά από τα ποιήματα που συγκεντρώνουν. Θα ήταν βέβαια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μια ευσύνοπτη συζήτηση που θα αποσκοπούσε στη μερική έστω διαλεύκανση των σχέσεων αυτών, ωστόσο το απαιτητικό αυτό εγχείρημα θα απαιτούσε μια αυτοτελή, συνθετικότερη εργασία. Σε ό,τι ακολουθεί λοιπόν επικεντρώνομαι αποκλειστικά και μόνο στην Πόλη που ράγισε, επιχειρώντας την ανάδειξη βασικών συνισταμένων του ενιαίου και αδιαίρετου συνόλου του περιεχομένου και της μορφής των ποιημάτων της συλλογής. (περισσότερα…)

Τράνζιτο

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΟΣΚΑ

~.~

Καλοκαίρι με σαράντα υπό σκιάν. Έτρεμε ο αέρας πάνω στην καυτήν άσφαλτο.

Στο δρόμο προς την Κορώνη, σταματάμε σ’ ένα από τα κιόσκια οπωροκηπευτικών. Κοιτάμε με τη λαχτάρα της βορειοευρωπαϊκής έλλειψης τις ώριμες ντομάτες, τα φασολάκια, τα καρπούζια. Κάτι λέμε μεταξύ μας στα γερμανικά κι ευθύς ο οπωροπώλης μάς απαντά σε άπταιστα γερμανικά. Έκπληξη!

Φαντάστηκα προς στιγμήν τον κυρ-Μήτσο, που τον περιμέναμε ως παιδιά να βγει από την γωνία απέναντι, με το κάρο του που το έσερνε το γερασμένο άλογο φορτωμένο ζαρζαβατικά, να μας μιλά ξαφνικά στ’ αγγλικά ή στα γαλλικά…

Ευγενικότατος εκείνος, με ευρωπαϊκό παρουσιαστικό, φιλοτιμήθηκε να μας εξυπηρετήσει.

«Πώς κι έτσι πατριώτη; Από πού ήρθες;» – οι αυτονόητες ερωτήσεις.

Μεγάλωσε ως παιδί στο Μενχενγκλάντμπαχ αλλά δεν άντεξαν και γύρισαν. Του λέει η γυναίκα μου: «Και δεν πρέπει να το μετάνοιωσες».

«Auf keinen Fall, σε καμμιά περίπτωση», ήρθε αυτονόητη και η απάντηση.

Πίσω του, κάτω από την καλαμωτή, καθόταν ευδαίμων μέσα στο κλαρωτό της φόρεμα μια έμορφη, στρογγυλή κυρά.

Τρέμει ο ουρανός να πέσει
με τ’αστέρια του μαζί.

Εσύ, Μπάτη, τους δρόμους στα τάστα τους γνώριζες καλύτερα από τα γράμματα· είχες γι’ αυτά, παρέα τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.

Πληρώσαμε μπιρ ταμάμ, μετρητοίς βεβαίως, πήραμε ευτυχείς τις δυο γεμάτες πλαστικές σακούλες, ευχαριστήσαμε σε δυο γλώσσες και συνεχίσαμε το δρόμο μας. (περισσότερα…)