Month: Απρίλιος 2025

«Στο Bourbon, στα Εξάρχεια, απόγευμα»

*

ΚΡΑΣΙ

Στο Bourbon, στα Εξάρχεια, απόγευμα
άδειο ποτήρι, η διάφανη
σκιά του στο τραπέζι
καθρέφτης κι υπενθύμιση

Γελάει ένα κορίτσι, σου θυμίζει
τα κορίτσια που έφυγαν

Λευκό κρασί γεμίζει το ποτήρι.
Μέσα στην ύπτια σκιά
αναπνοή του χρόνου αιθέρια
άλλη σκιά ανεβαίνει.

///

ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ

Πάλι και πάλι καταλήγω
να μιλάω στον εαυτό μου, ν’ αφουγκράζομαι
την καλοκαιρινή βροχή, την μακρινή ηχώ
παιδιών που παίζουν

Κυλάνε μέσα μου οι ήχοι
μαύρη σαμπάνια ανακαλεί μνήμες
σκοτεινές κι ανεπιθύμητες (περισσότερα…)

Πατίνι-σταυρός

*

Βλέπω τώρα με δέος όλα αυτά τα ηλεκτροκίνητα πατίνια-βολίδες. Κάποιες φορές περνάνε δίπλα σου και κοψοχολιάζεσαι. Ε, φταίνε και οι ηλικιωμένοι που δεν μπορούν να κρατήσουν την ευθεία. Εδώ στα βόρεια, οι ποδηλατόδρομοι έχουν γίνει επικινδυνότεροι κι από τους αυτοκινητόδρομους. Σ’ αυτούς θερίζουν οι Μπε-Εμ-Βέ, σ’ εκείνους τα e-bikes (ποδήλατα με συσσωρευτή) και τα πατίνια. Εκεί το –προεκλογικό– δίλημμα «να μπει όριο ταχύτητας τα εκατόν τριάντα ή ν’ αφεθεί το όριο ελεύθερο», εδώ «ποια ασφάλεια πεζών είναι καλύτερη»; Το δίλημμα φαίνεται πάντως να το κερδίζει η Κίνα. Στην ηλεκτροκίνηση τουλάχιστον. Κι ας είναι οι μέρες άγιες.

Κι εμείς; Τι θα κατασκευάζουμε; Ή μήπως δεν χρειάζεται πλέον; Και τα παιδιά μας; Χρειάζονται τα χέρια τους; Ή αρκούν τα  σχεδόν έτοιμα λεγκορομποτάκια; Πάντως στα Σχολεία Waldorf ξεκινούν στην πρώτη δημοτικού με το πλέξιμο κασκόλ. Τελευταία έμαθα κι εγώ. Αλλά ό,τι μαθαίνεις μεγάλος, δεν ευδοκιμεί.

Πάντως στην εποχή των «μπέϊμπυ-μπούμς» υπήρχαν μπόλικες σανίδες. Ρουλεμάν έφερνε ο πατέρας από το Κεντρικό Εργοστάσιο Αεροπλάνων, στο Χασάνι τότε – όπως παίρνουμε την στροφή προς Άλιμο, ανάποδης κατεύθυνσης για την Γλυφάδα, εκεί. Το πατίνι μπορούσε να έχει την κλασσική μορφή: τιμόνι, πατίνι-σανίδα για να πατάς το ένα πόδι, δυο ρόδες-ρουλεμάν. Αλλά το αγαπημένο μας ήταν ο σταυρός. (περισσότερα…)

Πάντα φροῦδα πλὴν ἀρετῆς

Η επιγραφή από το κάλυμμα της σαρκοφάγου του Ιωάννη Κομνηνού Καμύτζη, μέσα του 13ου αιώνα (Βυζαντινό Μουσείο Βέροιας).

~.~

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #13
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.

~.~

Πάντα φροῦδα πλὴν ἀρετῆς

Με την πρώτη Άλωση του 1204, πολλά μέλη επιφανών οικογενειών της Κωνσταντινούπολης σκορπίστηκαν ως πρόσφυγες στις περιοχές που παρέμειναν υπό βυζαντινό έλεγχο — τη βορειοδυτική Μικρά Ασία, με κέντρο τη Νίκαια, τον Πόντο και την Ήπειρο. Εκεί, μεγάλα γένη με βασιλικό παρελθόν, όπως των Κομνηνών και των Αγγέλων, ανέστησαν τη βυζαντινή αυλή και απέκτησαν νέους ηγετικούς ρόλους, με το βλέμμα στραμμένο πάντοτε στη μέρα που θα επέστρεφαν στην υποδουλωμένη στους Φράγκους βασιλεύουσα. Παράλληλα ήρθαν στο προσκήνιο οικογένειες μικρότερης περιοπής οι οποίες διασταυρώθηκαν με τις παλαιές, σε μια αναδιάταξη των ανώτερων στρωμάτων της βυζαντινής κοινωνίας, η οποία εισερχόταν στην τελευταία φάση του ιστορικού της βίου.

Μέσα σε αυτές τις ιστορικές συνθήκες εμφανίστηκε το πρόσωπο που θα μας απασχολήσει, ο Ιωάννης Κομνηνός Καμύτζης. Το διπλό του επώνυμο μαρτυρεί συγγένεια με τον αυτοκρατορικό οίκο των Κομνηνών, και πράγματι, οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι ένας στρατιωτικός αξιωματούχος με το όνομα Κωνσταντίνος Καμύτζης είχε παντρευτεί τη Μαρία Κομνηνή, εγγονή του Αλεξίου του Α΄. Απόγονος αυτού του Κωνσταντίνου φαίνεται ότι ήταν ο Ιωάννης Καμύτζης, που κατέλαβε υψηλά στρατιωτικά αξιώματα στην αυτοκρατορία της Νίκαιας, επί βασιλείας του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη (1222-1254). Από τη δράση του είναι γνωστά λίγα μόνον επεισόδια, που υποδεικνύουν ότι ήταν αρκετά πλούσια. Όταν το 1246 ο Βατάτζης πέτυχε να επεκτείνει την κυριαρχία του στη Μακεδονία, ο Ιωάννης Καμύτζης πρέπει να εγκαταστάθηκε εκεί, αναλαμβάνοντας στρατιωτικά ή διοικητικά καθήκοντα. Στην πόλη της Βέροιας τον βρήκε ο θάνατος, γύρω στα μέσα του 13ου αιώνα. (περισσότερα…)

Στίχοι για τη Μεγάλη Εβδομάδα: Ἀληθῶς ὁ Κύριος

*

Παράξενες μέρες, ανάστατες.
Τρέχω στο μνήμα και λείπεις.
Κλειδώνομαι σπίτι και νά ʼμαστε
πάλι μαζί. Μα της λύπης

δέν παύει το μαύρο φτερούγισμα
να με σκεπάζει, και κάπου
στα βάθη της μνήμης ακούγεσαι
να λές αυστηρά: Μή μου ἅπτου.

Παράξενες μέρες. Δύσκολες.
Σάν να μή θέλεις νʼ αφήσω
τη νύχτα που η σπείρα μας κύκλωσε
ποτέ πιά, κι ας τό ʼσκασα, πίσω.

Της νύχτας εκείνης το σάστισμα
νά ʼρχεται πάλι και πάλι
και να μου περνά το αναστάσιμο
κερί στην τρύπια παλάμη.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΡΙΔΗΣ

*

*

*

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ὁ Κοσμολαΐτης

*

Ἕνα καιρὸν ὁ πατήρ του ἦτον εὐκατάστατος ἔμπορος εἰς τὸν Πειραιᾶ, ὕστερον ἦλθον δυστυχίαι, καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐξέπεσε. Ἀλλὰ καὶ ἂν διετηρεῖτο ἔκτοτε τὸ μαγαζί, εἶναι ζήτημα ἂν ὁ Στέλιος θὰ εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ ἐξακολουθήσῃ ἐπωφελῶς τὸ ἔργον μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρός του. Εἶχε μάθει ὀλίγα κολλυβογράμματα. Ἔτρεφε καλογηρικὰς κλίσεις, ἐφοίτα εἰς τοὺς ναούς, εἶχε συλληφθῆ ἀπὸ τὸ πνευματικὸν ἀμφίβληστρον τοῦ ἱερομονάχου Μεθοδίου, ὅστις ἡσύχαζε κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἔν τινι μονυδρίῳ ἐπί τινος λόφου, ἐγγὺς τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ Στέλιος εἶχε γίνει ὁπωσοῦν καλὸς διαβαστὴς εἰς τὰς ἱερὰς ἀκολουθίας. Ἐσείετο ὅλος ὅταν ἐδιάβαζε τὸ Συναξάρι τῆς ἡμέρας. Ὅταν ἔψαλλε τὸν μικρὸν Πολυέλεον (ψαλμὸν τοῦ ὁποίου ὅλοι οἱ στίχοι λήγουσιν εἰς τὴν φράσιν «ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ», καὶ ἐντεῦθεν ὠνομάσθη «πολυέλεος» καὶ τὸ πολυλάμπαδον τὸ κρεμάμενον εἰς τὸ μέσον τοῦ ναοῦ, τὸ ὁποῖον καὶ σείουσι καθ᾽ ἣν ὥραν ψάλλεται ὁ ρηθεὶς ψαλμός) εἷς ὅστις ἤθελε νὰ κάμῃ τὸν ἀστεῖον ―διότι δὲν λείπουν καὶ τὴν ὥραν τῆς ἀκολουθίας ἀκόμα τοιοῦτοι πειρασμοὶ ἐντὸς τοῦ ναοῦ― ἔλεγε: «Μὴν κουνᾶτε τὸν πολυέλεο· κουνιέται ὁ Καλοχεράκης».

Ὅταν κατεχώριζε καμμίαν μικρὰν διατριβὴν εἰς ἐφημερίδα, ὑπέγραφε: «Στυλιανὸς Καλοχεράκης, δημοσιογράφος». Ἐπὶ μίαν σελήνην εἶχεν ἐκδώσει εἰς Πειραιᾶ ἐφημερίδα «Ὁ Θρίαμβος», θρησκευτικήν, πολιτικὴν καὶ ἐμπορικήν.

Τέλος ὁ Στέλιος ἐφάνη ὅτι ἔμελλε μίαν ἡμέραν νὰ φθάσῃ εἰς τὸ τέρμα τοῦ προορισμοῦ του, εἰς τὸν πρόσκαιρον τοῦτον κόσμον. Κάποιος ἔκπτωτος ἡγούμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶχεν ἔλθει εἰς τὰς Ἀθήνας. Οὗτος δὲν εἶχε τὰς στενὰς ἰδέας ἐκείνων τῶν αὐστηρῶν μοναχῶν, τῶν μὴ ἐξελθόντων ποτὲ ἀπὸ τὸ Ὄρος, οἵτινες συνηθίζουν ν᾽ ἀποθαρρύνουν σκληρῶς πάντα νέον προσερχόμενον μὲ πόθον ὅπως ἐνδυθῇ τὸ μοναχικὸν σχῆμα.

«Ἡμεῖς, παιδί μου, ποὺ μᾶς βλέπεις ἐδῶ, εἴμεθα μετανοημένοι ποὺ ἤρθαμε, ἔτσι βρεθήκαμε κ᾽ ἡμεῖς. Τώρα εἶναι εἰς παρακμὴν τὸ μοναχικὸν τάγμα. Ἄχ! τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα, παιδί μου, εἶναι μεγάλο πρᾶγμα… Βλέπεις τὸν Καλόγηρον, πῶς τὸν ἔχουν ζωγραφίσει καρφωμένον εἰς τὸν Σταυρόν, εἰς ὅλους τοὺς νάρθηκας τῶν ναῶν, εἰς τὸ Ὄρος!… Σῦρε πίσω στὸν κόσμο, παιδί μου. Στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ! Εἰς ὁδὸν εἰρήνης, τέκνον μου». (περισσότερα…)

Στίχοι για τη Μεγάλη Εβδομάδα: Μεγάλο Σάββατο

*

Να καθαρίσω τις πληγές-Σου με τ’ απόκοτα,
τ’ αθώα-μου χέρια.
Να λησμονήσω πως εγώ είμαι που Σε σκότωσα.
Πάνω-μου ακέρια

της καταδίκης-Σου – τί λέω; της καταδίκης-μου
βαραίνει η ευθύνη,
κι η πίστη, επιταγή χωρίς αντίκρισμα,
πότε μ’ αφήνει

και πότε με κυλάει σε φλογισμένο βόρβορο.
Σε κλαίω και φρίσσω…
Αστόλιστος θα μείνεις, άταφος. Και πώς μπορώ
να Σ’ αναστήσω;

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΡΙΔΗΣ

*

*

*

Νίκος Καζαντζάκης, Χριστός

*

τοῦ Γιώργου Παπανδρέου

Σὰν τὴ γλυκιά κατέβηκε ἁμαρτία
σιγὰ στὴ γῆς ἡ νύχτα ἀλαφροπόδα,
κι ἡ βραδινή σηκώθη μελωδία.
Κάπου σὲ κήπους μακρινοὺς δυὸ ρόδα
τρεμόπαιξαν καὶ μύρισε τὸ ἀγέρι·
κι αγάλια ἡ ἀσημοκάρφω οὐράνια ρόδα
μὲ τοῦ Θεοῦ κουνήθη τὸ ἅγιο χέρι·
τὰ σύμπαντα σαλέψα ὑποταγμένα
καὶ γελαστό τὸ πρῶτο ἐφάνη ἀστέρι.
Ἡ γῆς ἡ μάνα ἀχνογελάει παρθένα
στοῦ νυχταρσενικοῦ Θεοῦ τὸ χάδι
κι ἀνατριχιάζουν τὰ χλωρὰ σπαρμένα.
Καὶ κάθεται ὁ Χριστὸς μπρὸς στὸ πηγάδι
τῆς ἐρημιᾶς, σκυφτός, καὶ συλλογᾶται·
τὴ γυμνοστήθα νιὰ μὲς στὸ σκοτάδι
ἀκόμα τὴ γρικάει νὰ τοῦ δηγᾶται
γιὰ τοὺς πολλούς της ἄντρες, καὶ μὲ τρόμο
τὰ στήθια της, τὰ χείλια της θυμᾶται.
«Ἄχ, θὰ χαθεῖ στῆς ἀτιμιᾶς τὸ δρόμο!
Ὅλους νὰ μπόρουν, Θέ μου, τοὺς περάτες
ν ἀνοίξω τῆς Παράδεισος, τὸ νόμο
νὰ τὸν γλυκάνω πιά, κι ἀπὸ τὶς στράτες
ὅλες, καλές, κακές, νὰ ̓ρθοῦν, Πατέρα,
νὰ μποῦν στὸ ἀρχοντικό σου ὅλοι οἱ διαβάτες!» (περισσότερα…)

Στίχοι για τη Μεγάλη Εβδομάδα: Μεγάλη Παρασκευή

*

— Φιλόσοφε, τί ψάχνεις; — Την αλήθεια.
— Μεγάλος λόγος. Και τη βρήκες; — Όχι.
Μόλις τη βρώ θα σου τη δείξω πάντως.
— Θέλεις εγώ να σου τη δείξω; Νά τη:

Μαστιγωμένη, αιμόφυρτη, γυμνή
–τί σίχαμα!– σπαράζει καρφωμένη
σ’ ενα δοκάρι. Γύρω-της χιλιάδες.
Άλλοι με λύσσα τη χλευάζουν κι άλλοι
γονάτισαν. Οι πιό πολλοί γυρίζουν
το βλέμμα-τους αλλού και προσπερνάνε.

Αυτή ’ναι η αλήθεια. Κοίτα την καλά
γιατι έχει λαξευτεί κιόλας η πέτρα
που θα την κρύψει. Κοίτα την καλά.

Κι άν έχεις το κουράγιο, πίστεψέ την!

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΡΙΔΗΣ

///

*

*

*

Ο θρήνος της Μαρίας

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Η δημοτικότητα του Θρήνου της Μαρίας (Planctus Mariae) μαρτυρείται από μια εξαιρετικά πλούσια χειρόγραφη, εκδοτική και μεταφραστική παράδοση. Πέρα από τα εκατοντάδες χειρόγραφα του έργου τα οποία διασώζονται σε ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες, το κείμενο γνώρισε τουλάχιστον 29 εκδόσεις από το 1467 έως το 1568. Ταυτόχρονα, κατά τον 14ο και 15ο αιώνα εμφανίζονται πολλές μεταφράσεις του, και μάλιστα σε πολλές γλώσσες: τα Αγγλικά, τα Αγγλονορμανδικά, τα Γαλλικά, τα Ολλανδικά, τα Ιταλικά και τα Οξιτανικά. Επιπροσθέτως, εκτενή τμήματα του έργου παραφράστηκαν ή μεταφέρθηκαν αυτούσια σε πολυάριθμα κείμενα της ευρύτερης «γραμματείας του Πάθους», όχι μόνον στα λατινικά, μα και στην καθομιλουμένη. Με άλλα λόγια, ο Θρήνος στάθηκε ένα από τα δημοφιλέστερα κείμενα του ύστερου Μεσαίωνα, κι η δημοτικότητά του συνεχίστηκε αμείωτη κατά την Αναγέννηση.

Ο τίτλος του έργου παραδίδεται σε διάφορες παραλλαγές ενώ, κατά μια σύμβαση συνήθη στη χριστιανική γραμματεία, η σύνταξή του αποδόθηκε ψευδώς σε συγγραφείς μεγαλύτερου κύρους. Ως δημιουργός του φερόταν κατεξοχήν ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ, μα το κείμενο αποδόθηκε επίσης στον Άνσελμο, ακόμα και στον Αυγουστίνο. Περί τα μέσα του 20ου αιώνα ταυτοποιήθηκε με βεβαιότητα ο πραγματικός συντάκτης. Πρόκειται για τον Ογέριο (†1214), αββά της κιστερκιανής μονής του Λοκέντιο, το ίδιο το όνομα του οποίου επίσης παραδίδεται σε διάφορες παραλλαγές: Ogerius, Oglerius, Oglerus και Occlesius. Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα των Ομιλιών προς Έπαινο της Αγίας Θεοτόκου.

Για τον μεσαιωνικό μοναστικό νου, ιδίως της ώριμης και ύστερης περιόδου, η αφήγηση του Πάθους στα ευαγγέλια φάνταζε κοντολογιογραμμένη. Αναπτύχθηκε μια ευρύτατη λατρευτική γραμματεία αφηγηματικής, θεατρικής ή ποιητικής ανάπτυξης και παρατεταμένου στοχασμού επί των επεισοδίων του Πάθους η οποία, με όχημα τον ευσεβή συναισθηματισμό, επέτρεπε την πληρέστερη δυνατή ταύτιση και ένωση με τον Πάσχοντα. Προς το τέλος του 12ου αιώνα, διαμορφώνεται και μια διακριτή λογοτεχνική παράδοση που εστιάζει στη συμ–πάσχουσα Μαρία. Ο Θρήνος του Ογέριου δίνει αποφασιστική ώθηση στην παράδοση αυτή.

Στο κείμενο αναπτύσσεται ένας ιδιότυπος διάλογος μεταξύ του στοχαζόμενου και της ίδιας της Μαρίας, με την τελευταία να καλείται να περιγράψει τον πόνο και τον θρήνο που την κυρίευσαν στο διάστημα από την σταύρωση του Ιησού έως και την ταφή του (το διαλογικό σχήμα δεν τηρείται έως τέλους, και το κείμενο καταλήγει σε τριτοπρόσωπη αφήγηση). Ο Θρήνος εντυπωσιάζει με την παραστατικότητα και τη δραματική του υπερβολή. Αντί για μια Μαρία εχέθυμη, ο Ογέριος περιγράφει μια μητέρα της οποίας ο θρήνος εξωθείται στα άκρα, λαμβάνει δε ξεκάθαρα ερωτικά χαρακτηριστικά – σε ένα σημείο, μάλιστα, ο συγγραφέας διερωτάται για (και υπερασπίζεται, ασφαλώς, την) ευσέβεια του θρήνου της. Εξυφαίνεται η εικόνα μιας Μαρίας σχεδόν υστερικής, που θέλει να οδηγηθεί στον θάνατο μαζί με τον αγαπημένο της, γίνεται κατακόκκινη καθώς φιλά το χώμα που ποτίζεται με το αίμα του, ακριβοποθεί και διεκδικεί μέχρις εσχάτων το σώμα του. Η μητέρα πενθεί με τρόπο που οδηγεί τον περίγυρό της να λυπάται περισσότερο για εκείνη, παρά για τον θάνατο του Χριστού.

(περισσότερα…)

Στίχοι για τη Μεγάλη Εβδομάδα: Μεγάλη Πέμπτη

*

1

Δέ θα πάψω ώς τη συντέλεια του κόσμου,
δέ θα πάψω να σε διώχνω μακριά,
μακριά απο τον παράδεισο. Η οδός-μου
μια κορδέλα είναι στα μάτια του σποριά.

Μια κορδέλα, μια αλυσίδα απο κοράλι
ξεπροβάλλει απο τη θάλασσα. Γιορτή!
Κάποια υπόσχεση σου γνέφει τ’ ακρογιάλι
κι η αμμουδιά μοιάζει σάν άγραφο χαρτί.

Ψέμα τ’ όνειρο… Απο τη μιά στην άλλη ατόλη
την ασίγαστή-σου δίψα κουβαλάς,
και του ορίζοντα σε πνίγει το βραχιόλι,
κι ο παράδεισος σου γίνεται βραχνάς.

Στρέφεις τότε τη ματιά-σου στους αιθέρες,
στ’ ουρανού τα βάθη. Κάπου, λές, εκεί
μές στο κρύσταλλο γλιστράν δώδεκα σφαίρες
και κρυστάλλινη αναδίνουν μουσική.

Σφαίρες; Μουσική; Μια σούπα απο ροχάλες.
Μαύρες τρύπες, πλάνο φώς, δαιμονικές
αντίρροπες δυνάμεις, άλλες
να σε τυφλώνουν κι άλλες πέρα ώς πέρα σκοτεινές.

«Πάντα ἐν σοφίᾳ…» Ποιός είσαι για να κρίνεις;
Της μωρίας-μου σου ανοίγω τους κρουνούς.
Μόνο αριά και πού θα βλέπεις της ειρήνης
την επτάφωτη λυχνία στους ουρανούς.

2

Δέ θα πάψω ώς τη συντέλεια του αιώνος,
δέ θα πάψω να σε κρίνω. Στο σκαμνί!
Άυπνος. Σκυφτός. Μές στον ιδρώτα. Μόνος.
Και στην πόρτα ψευδομάρτυρες γραμμή.

Μισθοφόροι ενος αόρατου πολέμου,
χορευτάδες στο ταψί του Σατανά…
Δέ χρειάζεται κανείς. Μονάχα πέ μου:
Είσαι αυτός που περιμέναμε. Σωστά;

Πού ’ναι τότε τα προστάγματα του νόμου,
της αγάπης-σου το αλάνθαστο «ώς εδώ»;
Γιατί μ’ άφησες να κάνω το δικό-μου,
Στον γκρεμό που περπατάω να σκοτωθώ;

Χίλια χρόνια μια στιγμή… Του παραδείσου
ψάχνω ακόμα, πάντα ψάχνω τα κλειδιά.
Τα κατάπιε το πηγάδι της αβύσσου,
τα τυλίγει της αβύσσου η πυρκαγιά.

Κι όμως θά ’φτανε ενα νεύμα-σου, ενα χάδι,
μια ανυπόμονη, μια τρυφερή σκουντιά,
και θα χόρταινε το αχόρταγο πηγάδι,
και θα δρόσιζε η αδρόσιστη φωτιά.

Αίμα αθώο; Προδοσία; Δέ μετανιώνω.
Της οδύνης-σου την ύστατη κραυγή
πώς τη λαχταράω… Φοβάμαι μόνο
μή με πνίξουν στο άκουσμά-της οι λυγμοί.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΡΙΔΗΣ

*

*

*

Στο Όρος των Ελαιών

*

Στο δέντρο μόνο θα τα πω και στο βουνό
σαν υποχείριο καθώς βρίσκομαι ’δω πέρα…
Σου ’χω παράπονο βαρύ –τ’ ακούς, Πατέρα;–
που μ’ έστειλες να σφαγιαστώ σαν τον αμνό.
Τη γη δε χόρτασα σε τριάντα τρεις στροφές·
νιώθω το χνώτο του βοδιού σαν να ’ταν χτες.

Νικούν τον άνθρωπο, μου λες, οι πειρασμοί·
μα εν σοφία δεν εποίησες να ρέπει
κει που τον πάει το κορμί κι όχι το “πρέπει”;
Τι μηρυκάζεις μ’ εμμονή “Εγώ ειμί”
και στον σταυρό και στον ανήφορο με πας;
Μήπως κι ο βίος δεν είν’ ένας Γολγοθάς; (περισσότερα…)

Στίχοι για τη Μεγάλη Εβδομάδα: Μεγάλη Τετάρτη

*

Τα πόδια ή το κεφάλι – τί να πρωτοαλείψω
με της αγάπης-μου το ατίμητο το μύρο;
Σ’ όλο τον κόσμο θα το πώ, δέ θα το κρύψω
πόσο με κούρασε το ανώφελο, το στείρο

το μπλά-μπλά-μπλά που αποκοιμίζει τα γερόντια
και συγκινεί τις μειξοπάρθενες. Μια αλήθεια
γυρεύω με κορμί, με νύχια και με δόντια,
με κρέας και κόκαλα και μια φωνή στα στήθια

που να ξυπνάει και πεθαμένο. Και τη βρήκα!
Να σου τη δείξω; Μόλις μπήκε να δειπνήσει
στο σπίτι του λεπρού. Τί βάσανο, τί γλύκα
την ευωδιά-της ν’ αναπνέω – θείο μεθύσι…

Αυτή είν’ η αλήθεια-μου. Ακριβή κι αγαπημένη.
– Κι όταν τη δείς στον Γολγοθά-της ν’ ανεβαίνει;

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΡΙΔΗΣ

*

*

*