Month: Απρίλιος 2024

Λιποβαρής στοχασμός, μετέωρη φόρμα

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Ειρήνη Ρηνιώτη,
Κόκκινη γραμμή,
Άγρα, 2023

Η Ειρήνη Ρηνιώτη καλλιεργεί μια γραφή ελλειπτική, σε απλή γραμματική φόρμα, υπαινικτικά υπόφωτη. Αυτή η φόρμα απέδωσε ικανοποιητικά αποτελέσματα στο προηγούμενο βιβλίο της μέσω της οικονομίας του υπαινιγμού και της απέριττης στοχαστικότητας. Στο πρώτο ποίημα της νέας της συλλογής μοιάζει να ακολουθεί αυτή την πορεία, όπως δείχνει το εναρκτήριο κείμενο της πρώτης από τις τέσσερις ενότητες του βιβλίου:

Συνάντηση

Στη μνήμη του πατέρα μου

Συναντηθήκαμε στις όχθες τ’ ουρανού. Πλάνιζε τον κορμό μιας λεύκας. Με ροκανίδια ύφαινε διάστικτο ρούχο, όπου επάνω του κεντούσαν οι μοδίστρες των νεφών σκίουρους, πουλιά και φύλλα.

Σαν έρθει η ώρα το φοράς, είπε. Ν’ απλώσεις ρίζες μες στη γη. Να γίνεις δέντρο.

Εδώ κινείται στην προνομιακή της περιοχή, την διακριτική απόδοση της μελαγχολίας της ύπαρξης μέσω της εικόνας και ενός λεπταίσθητου λόγου εν μέσω της περιρρέουσας σιωπής και της έρρυθμης παύσης, τη χρήση της οποίας η Ρηνιώτη γνωρίζει καλά να χειρίζεται. Η ένδυση όμως ενός λεπτού ποιητικού σώματος με το περικείμενο κενό της σελίδας μπορεί να είναι ένδειξη ποιητικής νοημοσύνης ή αμηχανίας. Η λιτότητα, για να αποδώσει, χρειάζεται μεστή συμπύκνωση, ειδάλλως αποβαίνει ισχνό χνάρι μιας σκέψης που πριν διαπιστωθεί στην ολότητά της σβήνει, εκβάλλοντας έναν μικρό σπινθήρα εκεί που θα περίμενε ο αναγνώστης μια ακαριαία πυράκτωση. Είναι μεγάλη γοητεία να μπορεί το μόλις ειπωμένο να αναδίδει τις υπόρρητες τροπές του κόσμου που υποδηλώνει μπροστά στα μάτια σου. Στο νέο της βιβλίο η Ρηνιώτη δεν κατορθώνει κάτι τέτοιο. Η σάρκα του στοχασμού είναι λιποβαρής, μετέωρη στη μινιμαλιστική φόρμα. Αυτό διαφαίνεται περισσότερο στα είκοσι τέσσερα «Στιγμιότυπα» της τρίτης ενότητας όπου παρατάσσονται ολιγόλογες σκέψεις που πριν αρθρωθούν εκπνέουν: (περισσότερα…)

Όταν ενηλικιώθηκε ο μικρός γραφιάς του Jaquet-Droz

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  #  2

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Από τη Νέα Κριτική και τις θεωρίες της πρόσληψης μέχρι την ψυχαναλυτική και μαρξιστική κριτική και από εκεί στις μετά- και απο-δομιστικές προσεγγίσεις, είναι βέβαιο ότι ο 20ός αιώνας δεν παρουσίασε καμμία δυστοκία όσον αφορά στην παραγωγή θεωρητικού λόγου γύρω από το φαινόμενο της λογοτεχνίας. Κάτι που ισχύει είτε η λογοτεχνία εννοηθεί υπό την πιο στενή της, «κοινωνιολογική» έννοια, ως η μορφή εκείνη του έντεχνου λόγου που συνδέθηκε στενά με την άνοδο της αστικής τάξης και που αποτυπώνεται γραπτά στο τεχνούργημα του μηχανικά αναπαραγώγιμου και εμπορεύσιμου βιβλίου, είτε υπό την ευρύτερη έννοια, την πιο συγγενή με την ετυμολογία της λέξης, ως κάθε μορφή έντεχνου λόγου, προφορικού ή γραπτού, σε κάθε πιθανή κοινωνία. Η τελευταία επιλογή βέβαια θέτει κάποια σοβαρά μεθοδολογικά και ορολογικά ζητήματα εφόσον, ανθρωπολογικά μιλώντας, ο έντεχνος λόγος σε πλείστες κοινωνίες δεν συνιστούσε μια ξεχωριστή και ιδιάζουσα τάξη του λόγου που άξιζε να σηματοδοτοθεί με έναν ειδικό όρο παρά ήταν στενά συνδεδεμένος με άλλες πλευρές του κοινωνικού και ειδικά με τον χώρο του ιερού. Εν πάση περιπτώσει, η λογοτεχνική θεωρία και κριτική είχε να επιδείξει μια ζωτικότητα σπάνια, ειδικά για τα μεταπολεμικά δεδομένα των ανθρωπιστικών σπουδών. Μια σύγκριση με την παραγωγή κριτικού λόγου για το επιστημονικό σκέπτεσθαι και πράττειν είναι ενδεικτική. Η «κριτική επιστημολογία» (συμπεριλαμβανομένης της φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης) γνώρισε μια σύντομη άνθιση κατά τις δεκαετίες του 60 και του 70 για να εισέλθει σε μια μόνιμη φάση καθίζησης έκτοτε· παρά τις κάποιες σποραδικές εκλάμψεις εντός των ακαδημαϊκών τειχών (βλ., π.χ., το λεγόμενο «ισχυρό πρόγραμμα» της σχολής του Εδιμβούργου), η μέση κοινωνική αντίληψη για τον ρόλο και τη λειτουργία της τεχνοεπιστήμης έχει παλινδρομήσει σε ένα εντελώς πρωτόγονο και νηπιακό επίπεδο, αντιμετωπίζοντας τους κάθε είδους ειδικούς ως οιονεί ιερατικές φιγούρες, αμόλυντες από κοινωνικές επιδράσεις και σε μόνιμη αναζήτηση μιας κάποιας υπερβατικής, ανιστορικής αλήθειας. Αντίθετα, η λογοτεχνική κριτική, αφού πρώτα ανακοίνωσε τον «θάνατο του συγγραφέα», θα έφτανε στο σημείο, με αφορμή την διάδοση των ψηφιακών τεχνολογιών, σχεδόν να ανακοινώσει και τον «θάνατο του βιβλίου» όπως το ξέραμε. Όχι μόνο, λοιπόν, δεν υπέφερε η λογοτεχνία από κάποια πενία θεωρητικού στοχασμού περί της ουσίας και των λειτουργιών της, αλλά μοιάζει σαν η διερώτηση περί της λογοτεχνίας να έχει δώσει περισσότερους καρπούς (από άποψη ποιότητας και ποικιλομορφίας) στον 20ό αιώνα από αυτούς που είχε να προσφέρει η ίδια η λογοτεχνία ως πρωτογενές έργο. Εκτός από την κουκουβάγια, ίσως και το αηδόνι, το πουλί της λογοτεχνίας, να πετάει το σούρουπο. (περισσότερα…)

Συνέχειες / ασυνέχειες

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ποια σχέση έχει με το πρότερο εγώ του ο Γάλλος ή ο Γερμανός που προσχωρεί στον βουδισμό ή στο ισλάμ κι αλλάζει όνομα, χώρα διαμονής και βιοτροπία; Ο Κάσσιους Κλέυ και ο Μοχάμεντ Άλι, ο Λευκάδιος Χερν και ο Γιάκουμο Κοϊζούμι, ο Σαύλος και ο Παύλος είναι άλλα πρόσωπα; Ένας ληξίαρχος, ένας φυσιολόγος, ένας ψυχαναλυτής, ένας μυθιστοριογράφος θα χαμογελούσαν μάλλον με τον ισχυρισμό. Για το αστικό δίκαιο ή τα ταμεία ασθενείας, «άλλος» δεν γίνεται καν αυτός που αλλάζει φύλο στο χειρουργείο ή πάσχει από ολική αμνησία. Η περιουσία και τα χρέη του, το οικογενειακό δέντρο του, το DNA και το ιατρικό ιστορικό του, όλα τα κύρια νήματα που τον συνδέουν με το παρελθόν, παραμένουν άθικτα.

Σε πείσμα των σημερινών identity politics, που με τις παρδαλώνυμες θεωρίες τους έχουν βαλθεί να θεσμοποιήσουν την αυθαιρεσία της βούλησης, το «είσαι ό,τι δηλώσεις», η αυτοκατανόηση είναι ένα μόνο από τα στοιχεία της ταυτότητας ενός υποκειμένου, ατομικού ή συλλογικού – και όχι το κύριο. Αν μόνο η μια στις δέκα πράξεις ή αποφάσεις μας είναι όντως συνειδητή, όπως ισχυρίζονται σήμερα οι νευροεπιστήμονες, πόσο μπορούμε ενεπίγνωστα να επηρεάσουμε με τις πράξεις μας τον εαυτό μας; Και πόσο εντέλει η αυτοσυνειδησία μας, το όνομα ή η «δόξα» που επιλέγουμε να περιενδυθούμε, ρυθμίζει την βαθύτερη, ασύνειδη ζωή μας;

Είναι «άλλος» ο ελληνισμός της Aρχαιότητας λ.χ. απ’ αυτόν των Μέσων Χρόνων και της νεώτερης εποχής; Το ότι οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί του Βυζαντίου αποκαλούν τον εαυτό τους Ρωμαίο, βδελύσσονται την θρησκεία των προγόνων τους και γκρεμίζουν τα ιερά τους, για τους ίδιους προφανώς ήταν μια δραματική μεταβολή της αυτοκατανόησής τους, με ποικίλα κοινωνικά και ψυχικά επακόλουθα. Για τον υπόλοιπο κόσμο όμως, που είχε εμπρός του μια άλλη εικόνα, εκ των έξω άρα και σαφέστερη, προφανώς η θρησκευτική μεταστροφή των Ελλήνων ήταν φαινόμενο με σημασία πολύ πιο περιορισμένη. Γι’ αυτό και εξακολούθησε να αποκαλεί αδιάλειπτα τους Βυζαντινούς με τους όρους που μεταχειριζόταν για τους Έλληνες εδώ και αιώνες: Ίωνες οι εωθινοί μας γείτονες, Γραικούς οι εσπέριοι. Μα και για μας σήμερα μήπως μικρή σημασία δεν έχει αν οι Πέρσες αποκαλούν σήμερα το κράτος τους Ισλαμική Πολιτεία του Ιράν ή αν ο νυν διάδοχος του Οθωμανού σουλτάνου και χαλίφη της Κωνσταντινουπόλεως ακούει στον τίτλο Πρόεδρος, ηγείται ενός κοσμικού τύποις κράτους, εδρεύει στα υψίπεδα της Φρυγίας και γράφει το όνομά του με λατινικούς χαρακτήρες; Τα συλλογικά υποκείμενα δεν τα γεννούν οι λέξεις, αλλά η ιστορία. (περισσότερα…)

Χωρίς καμιά παραχώρηση

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Το τηλέφωνο χτυπούσε επίμονα. Στο γραφείο κανείς, η γραμματέας με άδεια. Επιστρέφοντας από την αίθουσα των αρχείων στην  άλλη άκρη του διαδρόμου ίσα που πρόλαβε και σήκωσε το ακουστικό. «Είσθε η διευθύντρια;», ρώτησε μια άγνωστη φωνή.

Όσα άκουγε από την άλλη άκρη της γραμμής στα πέρατα της χώρας ήταν δύσκολο να τα πιστέψει. Εκείνος ο κακομούτσουνος ο Μάριος των φοιτητικών της χρόνων εμφανιζόταν απρόσμενα μετά από σαράντα χρόνια. «Δεν σε ξέχασα ποτέ. Φροντίζω να μαθαίνω πού βρίσκεσαι… Νομίζω πως κάποτε είχες ανταποκριθεί στο ενδιαφέρον μου…». Τα λεγόμενά του αυτόματα τη γύρισαν χρόνια πίσω…

Μόλις είχε ανοίξει την πόρτα του ασανσέρ και είδε να καταφτάνει πίσω της ο φοιτητής που διάβαζε στο ίδιο σπουδαστήριο με κείνη. Την περίοδο των εξετάσεων του Ιουνίου ήταν το τελευταίο κορίτσι που εγκατέλειπε αργά το βράδυ το σπουδαστήριο του τέταρτου ορόφου. Ήθελε να περνάει όλα τα μαθήματα, για να χαρίζει το καλοκαίρι της στη θάλασσα και στην ηλιοθεραπεία πάνω στην καυτή άμμο. Τρομοκρατήθηκε, όταν έμεινε μόνη μαζί του μέσα στο καλοσφραγισμένο κινούμενο κουτί. Πάτησε γρήγορα το κουμπί για το ισόγειο. Της φάνηκε ότι κατέβαινε πολύ αργά. Σκέφτηκε την περίπτωση του εγκλωβισμού τους μέσα στον θάλαμο, αν τύχαινε κάποια βλάβη ή αν κοβόταν το ρεύμα. Κόλλησε το βλέμμα στο ρολόι της. Από τον τέταρτο ώς το ισόγειο ατέλειωτα και μαρτυρικά κύλησαν τα ελάχιστα δευτερόλεπτα της καθόδου. (περισσότερα…)

Καμπύλη, η ελληνική γραμμή

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

~.~

ΚΑΜΠΥΛΗ, Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ

Στις αρχές του εικοστού αιώνα ο Περικλής Γιαννόπουλος καλούσε τους Έλληνες να ανεβούν στην Ακρόπολη για να αντιληφθούν, παρατηρώντας το αττικό τοπίο τριγύρω, την σαφήνεια, την δύναμη του φωτός, την διαφάνεια του αέρα, την διαυγέστατη ελληνική γραμμή. «Ἡ φυσικὴ αὐτή, διαυγεστάτη Γραφὴ τῆς Γραμμῆς», έγραφε,

«δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ εἶναι ἡ θεμελιώδης ἰδέα, ἡ θεμελιώδης βάσις, ἡ ἀναπότρεπτος Ἀνάγκη, πρὸς τὴν ὁποίαν θέλουσαι καὶ μὴ θέλουσαι θὰ συμμορφωθοῦν αἱ Τέχναι ὅλαι (…) Πουθενὰ μαυρίλα, πουθενὰ θηριωδία, πουθενὰ πάλη, πουθενὰ μῖσος, πουθενὰ κτηνωδία, πουθενὰ ὀξύτης, πουθενὰ χολή, πουθενὰ ἀπαισιοδοξία, πουθενὰ τεραστιότης, πουθενὰ ὄγκος, πουθενὰ κόμπος, πουθενὰ βάρος, πουθενὰ πλῆθος, πουθενὰ ἀνάμιξις, πουθενὰ σύγχυσις, πουθενὰ θεομανία, πουθενὰ βαρυσοφία, πουθενὰ ἀπελπισία, πουθενὰ βαρυθυμία, πουθενὰ καρηβαρία, πουθενὰ συλλογισμός.

Παντοῦ φῶς, παντοῦ ἡμέρα, παντοῦ τερπνότης, παντοῦ ὀλιγότης, ἄνεσις, ἀραιότης· παντοῦ εὐταξία, συμμετρία, εὐρυθμία· παντοῦ εὐγραμμία, εὐστροφία Ὀδυσσέως, λιγυρότης παλληκαριοῦ· παντοῦ ἡμερότης, χάρις, ἱλαρότης· παντοῦ παίγνιον ἑλληνικῆς σοφίας, διάθεσις γελαστική, εἰρωνεία Σωκρατική· παντοῦ φιλανθρωπία, συμπάθεια, ἀγάπη· παντοῦ ἵμερος, πόθος ᾄσματος, φιλήματος· παντοῦ πόθος ὕλης, ὕλης, ὕλης· παντοῦ ἡδονὴ Διονύσου, πόθος φωτομέθης, δίψα ὡραιότητος, λίκνισμα μακαριότητος· παντοῦ πέρασμα ἀέρος θουρίου, ἀέρος ὁρμῆς, ἀέρος ἀλκιμότητος, σφριγηλότητος καὶ παντοῦ μαζὺ πέρασμα ἀέρος μελαγχολίας καλλονῆς, λύπης καλλονῆς, θρήνου θνήσκοντος Ἀδώνιδος. Καὶ παντοῦ ἀὴρ φωτεινοῦ θουρίου δένων τὰ μέλη καὶ μαζὺ ἀὴρ φλογέρας λύων τὰ μέλη μὲ ἡδυπάθειαν. Καὶ παντοῦ πέρασμα ἀέρος φέρον ὀλοφυρμοὺς Ἀφροδίτης καὶ μαζὺ δυνατὸν Σατυρικὸν ὀξύ».

Αν το ελληνικό Τοπίο επέτρεπε ευλόγως πριν από έναν αιώνα μια τέτοια υψιπετή διακήρυξη, για ποιαν ελληνική γραμμή μπορούμε σήμερα να μιλήσουμε εμείς, οι επιζώντες του ελληνικού ναυαγίου (ναι, ναυαγίου, αφού ο μείζων στόχος της Παλιγγενεσίας, ένας νέος ελληνικός πόλος και πολιτισμός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ); Τώρα που από την Ακρόπολη είναι αδύνατον πια να δει κανείς εκείνη την εικόνα (μάλλον σε αυτά που εξορκίζει ο Γιαννόπουλος καταλήξαμε), τι απομένει ακριβώς ως θεμέλιο ελληνικής αισθητικής; (περισσότερα…)

Η πέννα και το στυλό: Τέχνη και νευρωνικά δίκτυα

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  # 1

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

του ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ

Ο τίτλος του επί της οθόνης κειμένου περιέχει εν σπέρματι τα όσα θα πραγματευτώ στη συνέχεια. Πρώτα-πρώτα, ας σκεφτούμε μια πέννα. Ας φανταστούμε ότι ο ποιητής έσφαξε μια χήνα στον κήπο του κι απ’ όλα τα λευκά της πούπουλα ξεχώρισε το πιο γερό και όμορφο. Το έκοψε κατάλληλα στην άκρη μ’ έναν πολυχρησιμοποιημένο σουγιά και, για κάθε αράδα που γράφει, βουτά τη νέα του πέννα μες στο μελανοδοχείο. Έπειτα, ας σκεφτούμε ένα απλό στυλό του καιρού μας. Είναι μια τεχνητή κάλαμος συντεθειμένη από πολυμερή. Το μελάνι εσωκλείεται μέσα της χάρη σ’ ένα έξυπνο σύστημα έκχυσης το οποίο επιτρέπει τη ροή μόνο εφόσον ασκείται πίεση πάνω στην επιφάνεια του χαρτιού. Στρώματα ολόκληρα χημικών και μηχανικών γνώσεων σωρεύτηκαν για δεκαετίες, ακόμα κι αιώνες, μέχρι που τελικά κρυσταλλώθηκαν στο απλό στυλό. Το βαστά στο χέρι του ένας συγκαιρινός μας ποιητής, μόλο που δεν γνωρίζει ούτε πώς κατεργάζονται τα πολυμερή υλικά, ούτε πώς λειτουργεί το σύστημα έκχυσης μελάνης με σφαιρίδιο, ούτε πώς οι οικονομίες κλίμακας παράγουν τέτοιες παρτίδες προϊόντων. Εκεί που ο παλαιός ποιητής είχε μια αδιαμεσολάβητη σχέση με το γραφικό του όργανο (ήδη θα φανταστήκαμε της χήνας το αίμα στα χέρια του), ο  σημερινός ποιητής βαστά ένα κατασκεύασμα προέλευσης δαιδαλώδους. Κι είναι ώρα τώρα να αναρωτηθούμε: τι γίνεται όταν όχι μόνο το όργανο στο χέρι του καλλιτέχνη αλλά και το ίδιο το έργο τέχνης ξεβράζεται πια μέσ’ από τέτοιους απροσπέλαστους πλοκάμους;

~.~

Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Γκέοργκ Ζίμμελ (1858-1918) είναι σήμερα περισσότερο γνωστός για το έργο του σχετικά με τη μητροπολιτική ζωή και το ανθρώπινο υποκείμενο. Σε διάφορους γνωστικούς κλάδους, από τη φιλολογία ώς τη γεωγραφία, η «Μητροπολιτική Αίσθηση» διαβάζεται ξανά και ξανά. Ωστόσο, συχνά εκφεύγει της προσοχής το γεγονός ότι το έργο του Ζίμμελ εκκινεί από μια θεμελιώδη φιλοσοφία του πολιτισμού. Κι αυτή παρουσιάζεται εκτενώς στη Φιλοσοφία του Χρήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στη χώρα μας, τούτο το βασικό έργο του Ζίμμελ (ένα μέρος του!) κυκλοφόρησε μόλις το 2021, από τις εκδόσεις Πλέθρον, παρόλο που άλλα έργα του σημαντικού στοχαστή έχουν κάνει κάμποσες επανεκδόσεις. Πιστεύω ότι, όσο κι αν μας χωρίζει πάνω από ένας αιώνας από το 1900, οπότε και η πρώτη έκδοση της Φιλοσοφίας του Χρήματος, αυτό το πόνημα μέχρι και σήμερα μας επιτρέπει να συλλάβουμε την τεχνητή νοημοσύνη αλλά και τη σχέση της με την τέχνη. Και, μάλιστα, όχι σαν μια τομή στην ιστορία του πλανήτη αλλά σαν ένα βήμα, έστω και μεγάλο, μέσα σε μια μεγάλη πορεία – πορεία δίχως καθορισμένο προορισμό. (περισσότερα…)

Ανάμεσά μας

*

της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Κηλιδωμένος με σπόρια ο Αυνάν, καραφλός,
σταλάζοντας σπέρμα, κινήθηκε ανάμεσά μας…
ROBERT DUNCAN, «Περσεφόνη»

Έκοψε ταχύτητα, το χέρι της έσπρωξε τον λεβιέ στη νεκρά· το αυτοκίνητο άρχισε να επιβραδύνει κι η γυναίκα τρόμαξε από ένα βραχνό βουητό που παράταιρο δυνάμωνε και χαμήλωνε μες στ’ αυτιά της, ενώ ταυτόχρονα το αμάξι απειλούσε να σταματήσει και ν’ αρχίσει να κυλά προς τα πίσω – η οδηγός δεν το έλεγχε πια. Έστριψε απότομα το τιμόνι, σταμάτησε στη δεξιά μεριά του δρόμου, τράβηξε χειρόφρενο κι άναψε αμέσως τα αλάρμ. Κοίταξε μπερδεμένη μπροστά της το καντράν, τον νυχτωμένο δρόμο, έπειτα κάτι την έσπρωξε να κοιτάξει κάτω, προς τα πόδια της, να εστιάσει την προσοχή της στο δεξί που ακινητούσε ένοχα στο δάπεδο ακριβώς μπροστά στο πεντάλ του γκαζιού, και συνειδητοποίησε πως οι μηχανικές της κινήσεις είχαν χάσει μία φάση τους: δεν είχε χαμηλώσει ποτέ ταχύτητα πάνω στη στροφή, δεν είχε βάλει δευτέρα, και μόνο μάρσαρε ξανά και ξανά – με τον λεβιέ στη νεκρά. Τράβηξε ακόμα πιο πίσω το πόδι της συγχυσμένη, κι έμεινε ν’ αφουγκράζεται τη μηχανή να δουλεύει ήσυχα στο ρελαντί.

Λάμψη-σκοτάδι, λάμψη-σκοτάδι τα αλάρμ, ο δρόμος έρημος. Η καρδιά της χτυπούσε ακόμη δυνατά όταν πάτησε το αμπραγιάζ κι έβαλε πρώτη, μετά άφησε απαλά το πεντάλ ενώ ταυτόχρονα πατούσε το γκάζι, έτσι, σιγά σιγά, προσεκτικά σαν για να μη σπάσει κάτι, το αυτοκίνητο, τον δρόμο, ή κάτι άλλο, κάτι γύρω απ’ το κεφάλι της που ένιωθε να της πιέζει τα μηνίγγια. Στο μυαλό της μία μία οι κινήσεις όπως τις μάθαινε όχι από τον δάσκαλο της σχολής οδηγών αλλά ακόμα πιο παλιά, στα δεκατέσσερα, απ’ τον πατέρα της, όταν της εξηγούσε υπομονετικά τη λογική της οδήγησης στην πλατιά λεωφόρο Αχαιών.

Τώρα οδηγούσε πάλι ήρεμα στον δρόμο του βουνού. Αλλά μαγκωμένη. Τι της είχε συμβεί; Τι ήταν αυτό; Προειδοποίηση; Που ίσως σχετιζόταν με τα σχεδόν πενήντα της χρόνια; Αποφάσισε να μην το ψάξει άλλο. Άσ’ το να φύγει, είπε στον εαυτό της. (περισσότερα…)

εδώ που πάμε

*

της CARYL CHURCHILL

Μετάφραση Ανδρέας Γ. Ανδρέου

~.~

Ο αριθμός των ηθοποιών μπορεί να αλλάζει ανάλογα με το ανέβασμα. Όχι λιγότεροι από τρεις στην πρώτη σκηνή και όχι περισσότεροι από οκτώ· πέντε ή έξι είναι μάλλον αρκετοί. Η ηλικία και το φύλο είναι επίσης θέμα επιλογής. Το πρόσωπο στο ΜΕΤΑ μπορεί να είναι ο άντρας του οποίου την κηδεία έχουμε στην πρώτη σκηνή – ή και όχι. Το ίδιο και για το ΦΤΑΝΟΥΜΕ, και ο νοσηλευτής μπορεί να είναι κάποιος που έχουμε ξανασυναντήσει – ή και όχι.

 

1. ΕΔΩ ΠΟΥ ΠΑΜΕ

Οι ομιλίες στο τέλος της σκηνής προστίθενται σε τυχαία θέση μες στη ροή του διαλόγου. Είναι δέκα· χρησιμοποιήστε όσες χρειάζεστε ώστε να έχει κάθε πρόσωπο από μία.

Δεξίωση μετά από κηδεία.

Μας λείπει

φυσικά

σε όλους

μα στους πιο κοντινούς

γιατί η φιλία ήταν

περισσότερες γνωριμίες από οποιονδήποτε

χάρισμα

από κοντά

άκουγε

και τόσο σπιρτόζος τον θυμάμαι να λέει

άκουγε και καταλάβαινε

έδειχνε πάντα να

αν και τελικά γίνεσαι σοφότερος όσο μεγαλώνεις; εγώ νιώθω συνεχώς λες κι είμαι δεκάξι

τα όσα πέρασε στη ζωή του

τον πόλεμο τον πόλεμο δεν έχουν μείνει και πολλοί που

και την Ισπανία ακόμα φαντάσου (περισσότερα…)

Σταγόνα στον ωκεανό

*

του HANS MAGNUS ENZENSBERGER

Ἐ­πει­δὴ τὰ ἀρχαῖα ἑλ­λη­νι­κά μου εἶ­ναι σκου­ρι­α­σμέ­να, χρει­ά­στη­κε νὰ συμ­βου­λευ­τῶ λε­ξι­κό. Φαί­νε­ται ὅ­τι «πρόβλημα» στὴν ἀρχὴ δὲν σήμαινε κά­τι ποὺ ἐξετάζουμε ἢ ἔ­στω ἀναζητοῦμε, ἀλ­λὰ μιὰ δο­κι­μα­σί­α ριγ­μέ­νη, τρό­πον τι­νά, μπρο­στὰ στὰ πό­δια μας· ἡ λέ­ξη προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ ρῆ­μα βάλ­λω ποὺ ση­μαί­νει ρί­χνω.

Ὅ­μως αὐ­τὸ εἶ­ναι ἡ μι­σὴ ἀ­λή­θει­α. Για­τὶ γιὰ κά­θε ἄν­θρω­πο ποὺ πε­ρι­μέ­νει νὰ λυ­θοῦν τὰ προ­βλή­μα­τα ἀ­πὸ μό­να τους, ποὺ τὰ θέτει κατὰ μέρος καὶ τὰ ἀ­φή­νει ἀνεξέταστα, ὑ­πάρ­χουν του­λά­χι­στον μιὰ ντου­ζί­να ἄλ­λοι οἱ ὁ­ποῖ­οι τὰ ἐπι­ζη­τοῦν, καὶ μά­λι­στα τό­σο πι­ὸ ἔν­το­να, ὅ­σο πι­ὸ δύ­σκο­λα εἶ­ναι. Καὶ ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο πε­δι­κλώ­νον­ται, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο πει­σμα­τώ­νουν γιὰ νὰ βροῦν τὴ λύ­ση. Ὁ κίν­δυ­νος τοῦ ἐθισμοῦ ποὺ καραδοκεῖ ἐδῶ, συ­χνὰ ὑ­πο­τι­μᾶ­ται, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πὸ τὸ ἐ­ὰν πρό­κει­ται γιὰ παι­χνί­δι στὸν ὑ­πο­λο­γι­στὴ ἢ γιὰ τὸ ζή­τη­μα τοῦ αἰ­ώ­να.

Κα­λὸ θὰ ἦ­ταν νὰ κά­νου­με τὴ δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα σὲ ἐ­πι­λύ­σι­μα καὶ σὲ ἀ­νε­πί­λυ­τα προ­βλή­μα­τα. Δυ­στυ­χῶς, πι­ὸ εὔ­κο­λα τὸ λέ­με πα­ρὰ τὸ κά­νου­με. Δι­ό­τι ὑ­πάρ­χουν ἁ­πλὲς ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως δο­κι­μα­σί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες κα­τὰ κύ­ρι­ο λό­γο ἐ­πι­δέ­χον­ται λύ­ση, ὅ­μως τὸ κό­στος ποὺ ἀ­παι­τεῖ­ται γιὰ τὴν ἐ­πί­λυ­σή τους εἶ­ναι τό­σο ἀ­στρο­νο­μι­κὸ ποὺ εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρα νὰ τὰ πα­ρα­τή­σει κα­νείς. Ἕ­να τέ­τοιο πρό­βλη­μα ἀν­τι­με­τω­πί­ζει ὁ ἐμ­πο­ρι­κὸς ἀν­τι­πρό­σω­πος ποὺ πρέ­πει νὰ ἐ­πι­σκε­φτεῖ συγ­κε­κρι­μέ­νο ἀ­ριθ­μὸ πε­λα­τῶν. Ση­μει­ώ­νει λοι­πὸν τὸν τό­πο δι­α­μο­νῆς τους πά­νω στὸ χάρ­τη του. Καὶ τώ­ρα σκέ­φτε­ται ποιός εἶ­ναι ὁ συν­το­μό­τε­ρος τρόπος γιὰ νὰ ὑ­πο­βά­λει τὰ σέ­βη του σὲ κά­θε πε­λά­τη. Καὶ τρα­βά­ει τὰ μαλ­λιά του μό­λις δι­α­πι­στώ­σει ὅ­τι ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν πι­θα­νῶν δι­α­δρο­μῶν αὐ­ξά­νε­ται ὑπέρμετρα κάθε φορά ποὺ ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν προ­ο­ρι­σμῶν του αὐξάνει. Ἦδη μὲ εἴ­κο­σι μόνο πε­λά­τες θὰ εἶ­χε νὰ ἀποφασίσει ἀ­νά­με­σα σὲ τρι­σε­κα­τομ­μύ­ρι­α δυνατὲς έπιλογές. Ἂν ἤ­θε­λε νὰ τὶς δο­κι­μά­σει ὅ­λες, ὄ­χι μό­νο θὰ ἔ­πρε­πε νὰ πα­ρα­τή­σει τὸ ἐ­πάγ­γελ­μά του, ἀλ­λὰ καὶ νὰ ζή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρα χρό­νι­α ἀ­πὸ τὸν πλα­νή­τη Γῆ. (περισσότερα…)

Το τελευταίο χάραμα

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

Ο άνθρωπος μεθάει «επειδή» πεθαίνει.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ, ΠΕΡΙ ΜΕΘΗΣ

Στο χωριό σπάνια επιστρέφω. Μόνο σε δύσκολους καιρούς τα βήματά μου με γυρίζουν πίσω. Ξαναγυρνάμε κάποτε εκεί όπου πονέσαμε περισσότερο. Ίσως για να βρούμε απαντήσεις σε παλιά ερωτήματα ή για να αναμετρηθούμε με φόβους που ποτέ δεν ξεπεράσαμε ή για να κλείσουμε λογαριασμούς με ένα παρελθόν που μας ακολουθεί όπως η σκιά το σώμα.

Οι τελευταίες βουλευτικές εκλογές ήταν μια καλή αφορμή για να ανέβω στο χωριό και να επισκεφτώ τον τάφο της μάνας μου και του πατέρα μου όπου είχα χρόνια να πάω.

Ήταν φθινόπωρο. Πήρα το λεωφορείο λίγο μετά τις δώδεκα το μεσημέρι. Μετά από ώρες βροχής ο ουρανός έμοιαζε χλωμός, κουρασμένος. Τα σύννεφα είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν. Κατά διαστήματα ψιλόβρεχε τρυφερά, διακριτικά, μια βροχούλα σαν ψίθυρος που μιλούσε για λύτρωση και συμπόνια.

Μέσα το λεωφορείο άδειο – εγώ, ο οδηγός και άλλοι δυο άνθρωποι. Κάτι έλεγαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα, συνωμοτικά, σχόλια που είχα την απατηλή εντύπωση ότι με αφορούσαν. Μου φαινόταν πως τίποτα δεν είχε αλλάξει στη ζωή μου από την παιδική μου ηλικία. Όλα έμοιαζαν στάσιμα και στα πενήντα μου ένοιωθα σαν προέκταση ενός παιδιού που κοίταζε τον κόσμο απορημένο, αμήχανο, ανήμπορο να καταλάβει οτιδήποτε.

Το εκλογικό κέντρο ήταν στο δημοτικό σχολείο. Έξι χρόνια είχα περάσει στις αίθουσες, στους διαδρόμους και στην αυλή του αλλά οι αναμνήσεις μου ήταν ελάχιστες. Ποιοι ήταν οι συμμαθητές μου σε κάθε τάξη; Ποιοι ήταν οι δάσκαλοί μου; Τι είχε απομείνει από τόσα μαθήματα και τόσα διαβάσματα; Τι έκανα στα διαλείμματα; Μόνο το γενικό περίγραμμα κάποιων εικόνων θυμόμουν. Μέσα στο γκρίζο τοπίο της μνήμης μου ξεπρόβαλλαν θαμπές παραστάσεις, σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες που κάποτε πρέπει να ήταν γεγονότα, ζωή, κίνηση, σώματα, χρώματα, δάκρυα, χαμόγελα, ζωντανή ύπαρξη μέσα στη θαλπωρή της σάρκας και του αίματος. (περισσότερα…)

“στάζοντας μύρα μελανά” (ένα ταξίδι ελληνικό του «Μεθυσμένου καραβιού»)

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Κάπου στο μακρινό ’78, εκεί στο γύρισμα από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο, μας αγόρασε (με γραμμάτια) ο πατέρας μου, από ένα πλανόδιο πλασιέ, την 20τομη Εγκυκλοπαίδεια του Γιοβάνη, καθώς η Αντιγόνη Μεταξά είχε προ πολλού εξαντλήσει τις δυνατότητές της. Έπεσα λοιπόν πάνω της και ξεκίνησα να την καταβροχθίζω, όχι αλφαβητικά, όπως αυξάνουν κι οι τόμοι, ούτε θεματικά ή άλλως πως αλλά όπως λάχαινε κάθε φορά. Άλλοτε στην τύχη κι άλλοτε, από αφορμή ένα λήμμα, ξεστράτιζα σε δρόμους άλλους κι από εκεί αλλού, μέχρι να κουραστώ. Σε κάποιαν από τις αδηφάγες περιπλανήσεις μου, έπεσα επάνω και στο λήμμα για τον Αρθούρο Ρεμπώ (τ. 18, σ. 83). Μου εντυπώθηκε ο πίνακας του Φαντέν-Λατούρ αλλά ακόμη περισσότερο αιχμαλωτίστηκε για τα μελλούμενα χρόνια ο νους μου από το Μεθυσμένο καράβι.

Τόσο πολύ χαράχτηκε μέσα μου που το είχα σχεδόν αποστηθίσει ολάκερο. Το σφρίγος κι εικονοποιητική ζωντάνια του Μεθυσμένου καραβιού με βρήκανε σε μια στιγμή που η ψυχή μου είχε ήδη ποντιστεί βαθιά μέσα στον λυρισμό. Είχα δε μείνει για καιρό με την ακλόνητη σιγουριά ότι αυτό ήταν όλο κι όλο το ποίημα, πλώρη-πρύμνη, ως την 14η στροφή, όπως την είχε η ανώνυμη μετάφραση της εγκυκλοπαίδειας. Έφτασα πια στο τέλος των λυκειακών χρόνων για να μάθω πως το μυθικό καράβι δεν ήταν τελικά τόσο μικρό, αλλά είχε εικοσιπέντε –αντί για δεκατέσσερα– τετράστιχα. Τότε ήταν κι η εποχή που διάβασα τον Ρεμπώ αλλά και τον αγάπησα περισσότερο. Αν κι ίσως βέβαια ν’ αγάπησα πάνω απ’ όλα τον μύθο που ’σερνε τ’ όνομά του, καθώς λευκή τ’ αφρού γραμμή, κυματιστή, που αφήνουν πίσω τους τα πλοία. Τώρα που ξανακοιτάζω πάλι εκείνη τη σελίδα της παλιωμένης μα ιλλουστρασιόν εγκυκλοπαίδειας, διαβάζω σαν σε φθαρμένη αρχαία επιγραφή και τις λέξεις: τυχοδιωκτικές περιπέτειες… πρωτόγονου αισθησιασμού, κι αναρωτιέμαι τι αχνάρι μπορεί και ν’ άφησαν στον εφηβικό μου ψυχισμό, τι αποτύπωμα μελλοντικό. Ας είναι…

Τα ποιήματα του Ρεμπώ συμπορεύονταν πλέον πλάϊ-πλάϊ με το αίνιγμά του, τις επιστολές και τις φωτογραφίες του, μα και την πεζή ζωή του σαν υπαλλήλου, (λαθρ)εμπόρου, εξερευνητή στην κοντινή μου Ανατολή. Και στα ταξίδια που ακολούθησαν, πάντα έψαχνα για τα ίχνη του, το καταγάλανο, φωτεινό του βλέμμα κάπου αφημένο, στου Άντεν τον ηλιοδαρμένο βράχο ή στου Χαράρ τα σοκάκια. Εκτός από του Γκάτσου όμως το μουσικό Καράβι, ψέλλιζε η μνήμη έντρομη και τις εικόνες τις οργιαστικά τρομακτικές, που κάποτε θωρούσα ως του Μεθυσμένου καραβιού την πρύμνη: (περισσότερα…)

«Τρεις εναντίον ενός» και άλλα σονέτα

*

ΣΤΑΓΟΝΑ

Μονάχα η θάλασσα του διάβρωνε τη θλίψη·
στο τραύμα το αίμα τού το ξέραινε τ’ αλάτι.
Ξάπλωνε το κορμί του στη νερένια πλάτη·
ήξερε· κείνη δεν θα τον εγκαταλείψει…

Παιδί ερωτεύτηκε το βότσαλο, το φύκι
την αχιβάδα που ανοιγόκλεινε τα χείλη·
το λάγνο κάλεσμα στο ξύπνημα του Απρίλη:
«Δώς’ μου τα μάτια σου να πλύνω από τη φρίκη…»

Εκεί τ’ ακούμπαγε τα μαύρα μυστικά του
κι αυτή τον βάφτιζε πάλι άνθρωπο· και πάλι·
και τού ’παιρνε μέχρι τον φόβο του θανάτου!

‘Ώσπου μία μέρα, μια μορφή στην υγρή αγκάλη·
ήταν του Αλέξανδρου του βασιλιά η γοργόνα!
Τα χέρια του άπλωσε και γίνηκε σταγόνα…

~.~

(περισσότερα…)