Month: Μαρτίου 2024

Νημερτής (διήγημα, μέρος β΄)

*

του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Ι. ΤΖΑΝΟΥ

Συνέχεια από το α΄ μέρος  ]

XI

Αχ, ο Μαρκιανός του πρώτου ορόφου, άναψε το φως της κουζίνας του. Τώρα τραβάει τα κουρτινάκια από το παράθυρο. Θα το ανοίξει; Δυστυχώς, θα το ανοίξει.

«Νημερτή, εσείς είστε;»

«Ναι, Μαρκιανέ, εγώ. Καλησπέρα.»

«Καλησπέρα. Έχουμε καιρό να συναντηθούμε. Μου φαίνεται από τότε που άλλαξε ο χρόνος δεν ειδωθήκαμε καθόλου. Καλή χρονιά!»

«Καλή χρονιά!»

«Είχα αρπάξει ένα γερό κρύωμα, που μου βούλωσε τ’ αφτιά για είκοσι μέρες. Τις περισσότερες ώρες ήμουν κρεβατωμένος. Ούτε κι εγώ ξέρω πώς κατάφερνα και περιποιούμουν τη Ριρή. Νιαούριζε συνέχεια τσαντισμένη. Η Ράνια, ξέρετε η κοπέλα που έρχεται πότε πότε και με βοηθάει, είχε πάει στο χωριό της να περάσει τις γιορτές. Είπε πως το νοστάλγησε.»

«Ανθρώπινο είναι.»

«Τον Άση τον είδα το πρωί. Ήταν βιαστικός. Πήγαινε να παραδώσει μια παραγγελία. Τις περάσατε καλά τις γιορτές;»

«Ναι, καλά!»

«Ήταν κι ο μικρός;»

«Όχι. Έλειπε με τη Δήμητρα στα χιόνια.»

«Ασχολείται ακόμη με τα πλήκτρα;»

«Ναι, πάντα.»

«Έχει έφεση. Σε ποιον έμοιασε;»

«Μάλλον σ’ εμένα. Μην ξεχνάτε πως κι εγώ δουλεύω με πλήκτρα!»

«Άνοιξα το παράθυρο γιατί μια διαβολεμένη μύγα μπήκε στο σπίτι τριγυρίζοντας όλα τα δωμάτια. Μπορείς να μου πεις πού βρέθηκε μύγα μες στο Γενάρη; Σα να το έκανε επίτηδες για να εκνευρίσει τη Ριρή. Δε νιαούρισε, αλλά την κατάλαβα. Κουνούσε την ουρά της κι όλο άλλαζε θέση. Με τα πολλά, κατάφερα ν’ απομονώσω τη μύγα στην κουζίνα. Έκλεισα αμέσως την πόρτα και τώρα έχει κολλήσει ψηλά, στο ταβάνι. Σκέφτηκα ν’ ανοίξω το παράθυρο, να σβήσω το φως κι έτσι να πάρει δρόμο.»

«Πολύ καλά σκεφτήκατε.»

«Το έχω ξαναδοκιμάσει. Ζω μόνος σ’ ένα τεράστιο σπίτι που όλα πρέπει να τα σκέφτομαι χωρίς να περιμένω βοήθεια από πουθενά. Η Ράνια ό,τι προλαβαίνει κάνει, και πάντως αφού της το έχω υποδείξει. Καμιά φορά θυμάμαι με πόσους ανθρώπους ζούσα άλλοτε και με πιάνει φρίκη. Θέλω να πω, ότι μάλλον είναι καλύτερα να μη ζει κανείς μόνος.»

«Τα καταφέρνετε όμως μια χαρά, Μαρκιανέ.»

«Λέτε; Είμαι όμως δυσαρεστημένος μ’ αυτά που βλέπω να γίνονται γύρω μας, Νημερτή. Η οικονομική κρίση μάς έχει αποκάμει. Συμφωνείτε;»

«Συμφωνώ. Εξανεμίστηκε κάθε βεβαιότητα για το οτιδήποτε.»

«Κυρίως απορρυθμίστηκε η βεβαιότητά μας για το χρόνο. Ο καθένας για τον εαυτό του ήταν βέβαιος για το τι θα του συνέβαινε το καλοκαίρι ή για το τι θα του συνέβαινε το χειμώνα. Ήταν βέβαιος για το τι θα γινόταν στην οικογένειά του σε πέντε ή σε δέκα χρόνια. Εσείς, λόγου χάρη, Νημερτή, δεν είχατε ποτέ κάποια βεβαιότητα για το τι θα γίνει στο σπίτι σας μελλοντικά;»

«Μάλλον είχα.»

«Βλέπετε; Αυτό λοιπόν πώς θα το βγάλετε τώρα από το μυαλό σας;»

«Έχετε δίκιο, Μαρκιανέ. Όλες οι βεβαιότητές μου κλονίστηκαν. Εσάς;»

«Προτιμώ να μη σκεφτώ τι θα μου συμβεί σε πέντε ή σε δέκα χρόνια. Βγαίνω στο μπαλκόνι και κοιτάζω στο απέναντι μαγαζί τη φωτεινή επιγραφή που πότε δείχνει τη θερμοκρασία, πότε γράφει “Ευχαριστούμε που μας προτιμάτε”, και πότε δείχνει μια χρονολογία.»

«Α, κατάλαβα. Λέτε για τη φωτεινή επιγραφή που υπάρχει στο κρεοπωλείο και που πότε δείχνει τη θερμοκρασία, πότε γράφει “Ευχαριστούμε που μας προτιμάτε” και πότε δείχνει την ώρα, Μαρκιανέ, όχι τη χρονολογία.»

«Μα όχι, Νημερτή, στην πραγματικότητα δε δείχνει την ώρα.»

«Όχι;»

«Όχι! Δείχνει κάποιες χρονιές που πέρασαν και κάποιες χρονιές που θα έρθουν. Να, για παράδειγμα, προηγουμένως που βγήκα έδειχνε δεκατέσσερα πενήντα. Ξέρετε να έγινε κανένα σπουδαίο γεγονός το 1450, Νημερτή;» (περισσότερα…)

Ελίζαμπεθ Τζέννινγκς (1926-2001), Οἱ Ἐχθροί

*

Χτές τή νύχτα διέσχισαν τόν ποταμό καί εἰσβάλανε στήν πόλη.
Οἱ γυναῖκες ἀγουροξυπνημένες
μέ φῶτα ἀναμμένα καί φαγητό. Διασκέδασαν τή μπάντα,
δίχως ἐρωτήσεις τί εἶχαν ἔρθει νά πάρουν οἱ ἄντρες
ἢ ποιά ἄγνωστη γλώσσα μιλοῦσαν
ἢ γιατί μπῆκαν τόσο αἰφνίδια μέσ’ ἀπό τήν ξηρά.

Τώρα τό πρωί ὁλόκληρη ἡ πόλη βρίθει
ἱστοριῶν γιά τήν ξαφνική καί σκοτεινή εἰσβολή·
οἱ γυναῖκες λένε πώς κανείς ξένος δέν εἶπε
τήν αἰτία τοῦ ἐρχομοῦ του. Ἡ κατάληψη
δέν εἶχε σκοπό τήν ἐρήμωση:
ἐπιπλέον ἡ εἰρήνη εἶναι φανερή σέ ἑστίες καί ἀγρούς.

Ὡστόσο ἡ πόλη ὁλόκληρη εἶναι στοιχειωμένος τόπος.
Ἄνθρωπος συναντάει ἄνθρωπο μιλώντας καχύποπτα. Παλιοί φίλοι
ἐξαφανίζουν τά εἰλικρινῆ βλέμματα ἀπό τά πρόσωπά τους.
Στίς χειραψίες καμιά θέρμη·
καθένας συλλογᾶται, «Καλύτερα νά κρυφτῶ μήπως
οἱ ξένοι τοῦτοι δά στήσουν τά σπιτικά τους στό νοῦ ἐκεινῶν
πού στά σπίτια τους ἔμπαινα. Καλύτερα νά τραβήξω τά στόρια
μπάς καί οἱ ἄγνωστοι στοιχειώσουν καί τό δικό μου σπίτι».

Poems, 1953

~.~

Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης
ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

~.~

*

*

*

Μὴ κατόκνει μακρὰν ὁδὸν πορεύεσθαι

Η επιγραφή στο καμπαναριό των Ταξιαρχών της Πελόπης.

 

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΛΛΗ

Είναι ένα παγωμένο αλλά φωτεινό πρωινό του Φεβρουαρίου, στα ορεινά της βόρειας Λέσβου· οδοιπορούμε αναζητώντας βυζαντινά ανάγλυφα εντοιχισμένα στις εκκλησίες του νησιού. Εδώ και κάμποση ώρα έχουμε αφήσει την ανατολική ακτή, που βλέπει προς τη Μικρασία, και έχουμε μπει στην ενδοχώρα. Το τοπίο της Λέσβου —αυτή η μοναδικά πολυπρόσωπη γη— αλλάζει για ακόμα μία φορά και μεταμορφώνεται σε μια βουνίσια χώρα, όπου η ορογένεση μοιάζει να τελείωσε σε έναν πρόσφατο, ιστορικό χρόνο — νομίζεις ότι βλέπεις ακόμα τον αχνό της. Κάπου μακριά προς τον νότο, πέρα από επάλληλες πλαγιές, ο ήλιος φωτίζει τον μεγάλο κόλπο της Καλλονής.

Μια πινακίδα αναγγέλει την Πελόπη, ένα χωριό απλωμένο στις πλαγιές του Λεπέτυμνου, με πελώριες λεύκες να το στεφανώνουν. Τα περισσότερα σπίτια είναι κτισμένα με την τοπική πέτρα, ένα μείγμα γκρίζου και καστανού χρώματος, με μια στάλα ιώδες, που εναρμονίζεται με τις αποχρώσεις του γύρω χειμωνιάτικου τοπίου. Στον κεντρικό δρόμο ξεπροβάλλει ένας νεοκλασικός Άγιος Γεώργιος, με το ιδιαίτερο, ελαφρά λεβαντίνικο αρχιτεκτονικό στυλ της Λέσβου, και γύρω υπάρχουν μερικά μαγαζιά, όπου λίγοι ντόπιοι αγρότες και κτηνοτρόφοι μπαινοβγαίνουν για τα απαραίτητα.

Ανηφορίζουμε προς τη μεγάλη εκκλησία του οικισμού, τους Ταξιάρχες — τί άλλο θα μπορούσε να είναι;— η οποία ξεχωρίζει με τον όγκο της ανάμεσα στα σπίτια. Στα καλντερίμια συναντούμε τις πρώτες ντόπιες γάτες, ο πληθυσμός των οποίων ίσως ξεπερνά εκείνον των ανθρώπων στα χωριά του νησιού. Ψηλά, στις άκρες της στέγης των Ταξιαρχών, βρίσκεται το ζητούμενο, δύο κομμάτια από μαρμάρινα ανάγλυφα με σχέδια της εποχής των Μακεδόνων, μικρά μεν αλλά σπουδαία ως μαρτυρίες για το βυζαντινό παρελθόν της Λέσβου. Καθώς είναι φυσικά αδύνατο να τα προσεγγίσουμε, επιστρατεύεται ο τηλεφακός· για να δούμε καλύτερα το ένα, πρέπει να μπούμε στην αυλή της εκκλησίας. Εκεί, υπάρχει μια έκπληξη. (περισσότερα…)

Συστηματική βιομυθολογία

*

Προδημοσίευση από το βιβλίο του Δημήτριου Μουζάκη Συστηματική βιομυθολογία  που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΑΩ αυτόν τον Απρίλιο.

~.~

Sciadopitys verticillata

Ο γενναίος σαμουράι έκαμε να ξαποστάσει κάτω από τη σκιά ενός δένδρου μετά τη φοβερή μάχη με τους εισβολείς. Τα χέρια του έτρεμαν από την αδρεναλίνη που αναμεμιγμένη με τον κίνδυνο έρεε στο σώμα του προσδίδοντάς του υπεράνθρωπες ιδιότητες. Μολονότι, όμως, ο ιερός αγώνας ήταν νικηφόρος, ο νεαρός πολεμιστής δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος. Το πρόσωπό του ήταν συννεφιασμένο από μικρές συσπάσεις αγωνίας για το μέλλον. «Τι έχεις;», του ψιθύρισε το δένδρο. Ο Ιάπωνας δεν αιφνιδιάστηκε από την ερώτηση του δένδρου, παρότι δεν είχε ακούσει ποτέ ξανά δένδρο στη ζωή του να μιλάει. Γνώριζε, όμως, από τις αρχαίες αφηγήσεις για την ιερότητα του ξύλου, των φύλλων και της σκιάς, κι αγαπούσε τα δένδρα σαν αδέλφια του που περιποιούνταν τα πνευμόνια και τις ψυχές όλων των ανθρώπων με τιμή. «Φοβάμαι», αποκρίθηκε στο δένδρο με παρρησία, «η οικογένεια έχει κανονίσει να πάρω για γυναίκα μου μια υπέροχη κοπέλα, την οποία και ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα, κι αναρωτιέμαι αν πάντοτε θα την αγαπώ όπως τώρα κι αν πάντοτε θα με αγαπάει κι εκείνη». «Γιατί να πάψει η αγάπη σας;», ρώτησε το δένδρο. «Δεν ξέρω, οι άνθρωποι αλλάζουν, οι επιθυμίες αλλάζουν και οι αρχαίες αφηγήσεις λένε πως μόνον όποιος προσαρμόζεται επιβιώνει. Εγώ, όμως, δεν τις θέλω τις αλλαγές, θέλω τα πράγματα να μένουν όπως είναι». «Δεν είναι πρόβλημα αυτό, γενναίε πολεμιστή», αποκρίθηκε το δένδρο καθώς ένα δροσερό αεράκι χάιδεψε το πλούσιο φύλλωμά του. «Εγώ βρίσκομαι σε αυτή τη γη διακόσια πενήντα εκατομμύρια χρόνια και δεν έχω αλλάξει». Εντυπωσιάσθηκε ο τολμηρός σαμουράι με την ηλικία του δένδρου και ρώτησε με ζωηρό ενδιαφέρον «πες μου το μυστικό σου, δένδρο των μεγααιώνων». «Δεν υπάρχει συνταγή για να ανταποκριθείς στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, γενναίε πολεμιστή. Μπορείς στο βωμό της αλλαγής να προσφέρεις την αλλαγή ή τη σταθερότητα, είναι η τύχη που θα κρίνει αν η προσφορά σου θα γενεί αειφορική. Ο γάμος είναι ούτως ή άλλως μια παράξενη συμφωνία μεταξύ δυο ανθρώπων, πως θα θέλουν πάντοτε να βαδίζουνε μαζί. Αν θέλεις να προσφέρεις σε αυτόν τη σταθερότητα, κοίταξε στα μάτια το υπέροχο κορίτσι σου ακριβώς πριν το παντρευτείς και πες του ότι υπόσχεσαι να στέκεσαι δίπλα του πάντα, ως αυτός που γνωρίζει κι όχι άλλος». Τα λόγια του δένδρου χαράχτηκαν στην ψυχή του έντιμου σαμουράι που απεχθανόταν τις αλλαγές κι ήθελε με τους ίδιους τρόπους και τις ίδιες αρχές να αντέχει σε όλες τις θεομηνίες, τις βροχές, τους κεραυνούς, τους ανεμοστρόβιλους, τους σεισμούς, τις πλημμύρες και τις πυρηνικές εκρήξεις. Κρατώντας το κορίτσι του πριν από το μυστήριο και κοιτάζοντάς το βαθιά μέσα στα μάτια, είπε: «υπόσχομαι να είμαι πάντοτε αυτός που παντρεύεσαι αυτή τη στιγμή και όχι άλλος, ακόμη κι όταν ο καιρός θα μας έχει προσπεράσει». Δύσκολος πολύ ήταν ο αρχαίος πολεμιστής, μα το κορίτσι δεν έφυγε από το πλάι του, όπως πρέπει σε όλους τους ανθρώπους που το λόγο τους προσφέρουν με τιμή στο βωμό της τύχης. (περισσότερα…)

Το  Ποιητόμετρο

*

Από δω και πέρα, τίποτα δεν θα είναι ίδιο…

Εκείνο το απόγευμα που τηλεφώνησε ο ποιητής, δοκιμιογράφος, ιδρυτής και τέως εκδότης του έντυπου λογοτεχνικού περιοδικού Πλανόδιον, Γιάννης Πατίλης, στον ποιητή, δοκιμιογράφο και νυν εκδότη του περιοδικού σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, υπό τον τίτλο Νέο Πλανόδιον, Κώστα Κουτσουρέλη, ήταν σαν όλα τ’ άλλα απογεύματα που τηλεφωνιόντουσαν οι δυο τους για θέματα του περιοδικού.

Ο αίθριος καιρός δεν προμήνυε την απρόσμενη καταιγίδα που θα ξεσπούσε και θα πλημμύριζε – όπως κάθε ξαφνική νεροποντή στην Αθήνα – λεωφόρους, κεντρικές οδούς, παράκεντρα και αδιέξοδα – λογοτεχνικά – σοκάκια.

Ήταν μια παράξενη εποχή για την λογοτεχνία. Χωρίς τα μεγάλα ρεύματα του παρελθόντος, δίχως τρανταχτά ονόματα και διακριτές φωνές, βούλιαζαν σχεδόν τα πάντα σ’ έναν στείρο μιμητισμό και σ’ έναν εξαμβλωματικό πειραματισμό.

Ειδικώς στην ποίηση, γινόντανε το «έλα να δεις». Έβγαιναν 1.000 συλλογές τον χρόνο. Σε 10 χρόνια 10.000. Σε 100 χρόνια 100.000 ποιητικές συλλογές! Ποιος θα έφτανε στον επόμενο αιώνα; Ποιος θα επέπλεε σαν καρυδότσουφλο στον ωκεανό του Χρόνου;

Ποιητές και ποιητίσκοι, αστέρες κι αστερίσκοι, διαγωνίζονταν για το εκλαμπρότερο πυροτέχνημα στον χάρτινο ουρανό τους. Αυτό που θα τους εκτόξευε στην αιωνιότητα. Κι επειδή το μεγάλο έργο ήταν δύσκολο να γραφτεί, στράφηκαν προς την μεγάλη προβολή του μικρού τους έργου: αλλεπάλληλες εκδόσεις – μία συλλογή στην αρχή της χρονιάς και μία στο τέλος της άλλης, ώστε να παίζουν συνεχώς στα Κρατικά Βραβεία· εντυπωσιακές παρουσιάσεις – με απαγγελίες ηθοποιών και μελοποιήσεις· επιστρατεύσεις μεγάρων, θεάτρων, στοών· κριτικές και συνεντεύξεις – όσο πιο άφθονες κριτικές και συνεντεύξεις. Τα περιοδικά – έντυπα και ηλεκτρονικά – ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια και τα ποιήματα δημοσιεύονταν σαν αγγούρια.

Το 2% του αναγνωστικού κοινού απηύδησε – δηλαδή ολόκληρο το κοινό που διάβαζε ποίηση. Κάτι φιλόλογοι επί το πλείστον, κάτι φοιτητές, κάτι «βαρεμένοι» και οι μετρημένοι στα δάχτυλα της προκοπής αναγνώστες. Κοινό στην θέση του κοινού – του κενού καλύτερα – έγιναν οι ίδιοι οι ποιητές. Βάραγαν παλαμάκια ο ένας του άλλου, χορεύοντας σαν αρκούδια. Η πίστα γέμισε λουλούδια – επαίνους κι επευφημίες – και σπασμένα πιάτα – έριδες και κακολογήματα.

Έτσι, τσουβαλιασμένοι όλοι μαζί, πήγαιναν «ντουγρού» για τον κάδο της γειτονιάς – μια γειτονιά κι η λογοτεχνία μας – μέχρι να περάσει το σκουπιδιάρικο της Ιστορίας και να μαζέψει τους πάντες. Η αιωνιότητα που ονειρεύονταν όλοι τους, δεν θα μπορούσε παρά να είναι η ανακύκλωση.

Ντρίιιν! Ντρίιιν…

Το τηλέφωνο χτυπούσε ανυπόμονα κι ο Κουτσουρέλης το σήκωσε καθυστερημένα, γιατί εκείνη την στιγμή έγραφε ένα άρθρο για τον πόλεμο στην Ουκρανία κι αμφιταλαντεύονταν μεταξύ τελείας και άνω τελείας σε μια παράγραφο. Τελικά έβαλε μια βιαστική τελεία, λες και τερμάτιζε οριστικά και βεβιασμένα, κατόπιν άνωθεν εντολής, ένα πολεμικό επεισόδιο και απάντησε:

«Καλώς τον Γιάννη!» (περισσότερα…)

Ενάντια στη γλίτσα

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Για χρόνια ο Βιμ Βίντερς βίωνε μια περίοδο δημιουργικής αμηχανίας. Μετά από ταινίες που σημάδεψαν την πορεία του μεταπολεμικού κινηματογράφου και του κινηματογραφικού μοντερνισμού, όπως το Η Αλίκη στις πόλεις  και το Στο πέρασμα του χρόνου, έδωσε τη δική του εκδοχή για το νεονουάρ με το Ένας αμερικανός φίλος, για να φτάσει σε μια κορύφωση της αισθητικής του σύλληψης με το Παρίσι, Τέξας. Έπειτα, με το Μέχρι το τέλος του κόσμου ένιωσε την κάμψη μιας μεγαλομανούς ιδεολογικής έφεσης. Και για χρόνια ασχολείτο περισσότερο με ταινίες τεκμηρίωσης, με ταινίες που ήθελαν να μεταδώσουν στον θεατή τα «ευρήματα» τα οποία θα μπορούσαν να σταθούν πηγή έμπνευσης για αυτόν τον ίδιο τον σκηνοθέτη όπως και για τους θεατές, ενώ η μυθοπλαστική του μηχανή φαινόταν να μη καλοδουλεύει πια.

Αυτός ο γεννημένος στο Ντύσσελντορφ και σπουδαγμένος στη Χαϊδελβέργη Γερμανός υπήρξε κάποιος που λες ότι ήθελε να αποτινάξει τη «γερμανικότητα» από πάνω του και να ανοιχθεί σε μια πολυπολιτισμική ευρυχωρία, σε μια πολιτισμική οικουμενικότητα. Το ενδιαφέρον του για την Πορτογαλία, την Κούβα και τη μουσική τους το φανερώνουν, ενώ παράλληλα όμως παρακολουθούσε ό,τι πιο πρωτοποριακό, και ίσως λιγότερο «γερμανικό», παρήγαγε η πατρίδα του όπως ο χορός της Πίνα Μπάους ή η εικαστική δουλειά του Άνσελμ Κίφερ. Το ίδιο μαρτυρεί και η εμμονή του με τη μεταπολεμική αμερικάνικη κουλτούρα, με τον Νίκολας Ραίη και την Πατρίτσια Χάισμιθ, για παράδειγμα, όπως και η εικόνα της αμερικανικής ενδοχώρας που καταγράφεται στην έρημη χώρα τού Παρίσι, Τέξας.

Η τάση που προαναφέραμε για απώθηση της γερμανικής εσωστρέφειας επιβεβαιώνεται και από την τελευταία του ταινία Υπέροχες μέρες. Το σκηνικό και η ανθρωπογνωσία που κινητοποιούνται εδώ ανήκουν στην Ιαπωνία, όπως εξάλλου την ίδια ιθαγένεια μαρτυρούν και οι συνεργάτες ηθοποιοί του. Όχι, λοιπόν, μια ξένη ματιά πάνω στη σύγχρονη ιαπωνική πραγματικότητα αλλά η προσπάθεια ενός ξένου να βρει στην Ιαπωνία ό,τι οικουμενικό θα μπορούσε να αποστάξει από την ιδιόμορφη εντοπιότητα της χώρας του ανατέλλοντος ηλίου: κι ακόμη περισσότερο, η προσπάθεια ενός δημιουργού να ξανακερδίσει τα «θέματά» του, να δοκιμάσει την αισθητική του όραση μέσα σε ένα ανοίκειο για αυτόν πολιτισμικό σκηνικό. (περισσότερα…)

Έρχεται το «Ποιητόμετρο»!

*

Πρόκειται για ένα εντελώς νέο («εκπληκτικό», όπως το χαρακτηρίζουν οι δημιουργοί του) λογισμικό, βασισμένο σε αλγοριθμικό γλωσσικό μοντέλο Τεχνητής Νοημοσύνης (Artificial Intelligence), το οποίο ως πρωτοποριακή μετεξέλιξη του κώδικα GPT-2 παρουσιάζεται ως δυνάμενο όχι μόνο ν’ αξιολογήσει «με απόλυτη ακρίβεια ένα ποίημα», αλλά και να τεκμηριώσει την κριτική του αξιολόγηση «με το ανάλογο σκεπτικό».

Στο πλαίσιο της ενασχόλησής του με την Τεχνητή Νοημοσύνη, για την οποία ετοιμάζουμε ειδικό αφιέρωμα, και για την οποία έχουμε ήδη δημοσιεύσει πληθώρα κειμένων, το Νέο Πλανόδιον συμμετέχει στο πείραμα, που θα πραγματοποιηθεί στις 21 Μαρτίου 2024, Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης.

Προς τούτο λάβαμε, και αποδεχτήκαμε, σχετική πρόκληση από την Microsoft προκειμένου να εκπροσωπήσουμε τον ελληνικό λογοτεχνικό τύπο εντασσόμενοι στο παγκόσμιο δίκτυο των ιστοτόπων που θα πρωτοχρησιμοποιήσουν το εν λόγω πρόγραμμα. Όπως μας πληροφόρησε η αμερικανική εταιρεία, βασικό κριτήριο της επιλογής του Νέου Πλανόδιου, πέρα από την οικειότητά του με την θεματική της Τεχνητής Νοημοσύνης, είναι η μεγάλη επισκεψιμότητα του ιστοτόπου μας, η οποία τον φέρνει στη πρώτη, και με διαφορά, θέση μεταξύ των ομόθεμων ελληνικών διαδικτυακών περιοδικών.

Σημειώνεται ότι το «Ποιητόμετρο» (Poetmeter, ονομασία εργασίας που ίσως μεταβληθεί όταν το πρόγραμμα δοθεί προς εμπορική εκμετάλλευση), εκτός από το να κρίνει μεμονωμένα κάποιο ποίημα ή το έργο ενός ποιητή ή να συγκρίνει ποιητές μεταξύ τους, λαμβάνει υπ’ όψιν κάθε είδους δεδομένο (όπως την κατάταξη σε λογοτεχνικές γενεές, τη χρήση του λεξιλογίου, τον βαθμό πρωτοτυπίας κ.λπ.), έχει δε «την δυνατότητα να εντοπίζει επιρροές, μνείες και κρυπτομνησίες» και να κατατάσσει τους δημιουργούς αξιολογικά, «κατ’ αύξοντα αριθμό σε παγκόσμια κλίμακα».

Το Νέο Πλανόδιον, πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί εμφατικά, αντιμετωπίζει με πολλές επιφυλάξεις τις άγαν ενθουσιώδεις δηλώσεις των κατασκευαστών του Poetmeter. Ωστόσο, δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι αν η επαγγελία τους αποδειχθεί αληθινή, είναι προφανές ότι, στο πεδίο του ποιητικού λόγου, από τούδε και στο εξής τίποτα δεν θα είναι το ίδιο.

*

*

*

Αριστοφάνης, Εποποποί, ποποί, ποποί!

*

Μετάφραση ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ

~.~

Εποποποί, ποποί, ποποί.
Σύντροφοί μου φτερωτοί
τρέξετε, συγκεντρωθείτε
όσοι πλιατσικολογείτε
των ανθρώπων τα σπαρτά:
συμμορίες, σμήνη, ορδές,
καταβροχθιστών φυλές,
φόβος, τρόμος, συμφορά
κριθαριών και σιταριών.
Εσείς φάρες αοιδών
ταχυπτέρων χορευτών·
και στρουθιά μου τρυφερά,
που αντηχούνε οι αγροί
απ’ τα τσίριτσιριτρά σας
και στενάζουν οι κισσοί
απ’ τα χοροπηδητά σας.
Όσοι απάνω στα βουνά
κούμαρα και αγριλιάς
άγουρο καρπό μασάτε,
σπεύσετε, ενθάδε ελάτε –
εσπευσμένως και μεμιάς.
Τρέξτε και των τρομερών
κουνουπιών οι αφανιστές
στις βουρκάδες των ελών·
όσοι ζουν στις ογρασιές
του δροσάτου Μαραθώνα·
και συ πλουμιστή κοκόνα,
πέρδικα· και αλκυόνες
των κυμάτων βοσκοπούλες.
Τρέξτε, εμπρός, καρακαηδόνες
μακρολαίμες – πούλοι, πούλες
και πουλάκια. Ήρθε γέρων
μια σπουδαία ιδέα φέρων.
Εν ολίγοις μας προτείνει
τολμηρές μεταρρυθμίσεις.
Μάζωξη του Δήμου ας γίνει.
Άντε και να βλέπω αφίξεις!

~.~

Το απόσπασμα αυτό από τις Όρνιθες του Αριστοφάνους, ο Γιώργος Μπλάνας το ανάρτησε στη σελίδα του στο facebook στις 11 Ιανουαρίου 2024. Σήμερα, 18 Μαρτίου, συμπληρώνεται ένας μήνας από την κοίμησή του.

~.~

Βλ. ακόμη

*

*

*

Νημερτής (διήγημα, μέρος α΄)

*

του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Ι. ΤΖΑΝΟΥ

Συνέχεια στο β’  μέρος  ]

I

Ξέχασα να σας πω το πιο ουσιώδες: το να βρεθώ εδώ μέσα, κλεισμένη στο φωταγωγό, ήταν η μόνη επιλογή που είχα, αφού τη λύση του λουτρού την απέρριψα προτού καν τη σκεφτώ. Στην αρχή μου φάνηκε ακατόρθωτο, μα στο τέλος λογάριασα πως δε θα δυσκολευτώ να το κάνω. Ένα κατάλληλο σκοινί από τα «Είδη Ναυτιλίας» ήταν αρκετό. Χωρίς πολύ ψάξιμο, σήμερα το πρωί βρήκα ακριβώς αυτό που γύρευα. Έτσι, πριν από λίγο, έδεσα τη μια άκρη του σκοινιού στο ψυγείο, και πολύ πολύ προσεκτικά άρχισα να κατεβαίνω. Κατάλληλα ρούχα, κατάλληλα παπούτσια. Και να ’μαι! Ο ιδανικός τόπος για δουλειά! Καλά που τον σκέφτηκα!

Πρώτα πρώτα, ν’ ακουμπήσω κάπου το φακό και να βγάλω από την πλάτη μου το σακίδιο με το laptop. Ωραία!

Για ν’ αποφύγω τις περιττές κουβέντες με κάποιους γείτονες, έδωσα στην υπάλληλο του καταστήματος με τα «Είδη Ναυτιλίας» λεπτομερείς οδηγίες για τη συσκευασία. Ωστόσο η διαχειρίστρια από το δεύτερο όροφο παραφύλαγε στην είσοδο. «Βλέπω, Νημερτή, πως αγοράσατε καινούργιο πλυντήριο» μου είπε. «Είχατε προβλήματα με το παλιό σας;» Τη διαβεβαίωσα ότι δεν αγόρασα κανένα πλυντήριο, και τότε η διαχειρίστρια με κοίταξε στα μάτια. Γέλασε πονηρά, με κάποια ντροπή, όπως κάνουν οι άνθρωποι που αμφιβάλλουν για το φέρσιμό τους. Με το κεφάλι της μου έδειξε συνωμοτικά την κούτα μισοκλείνοντας το ένα της μάτι, σα να μου έλεγε: «Κι εδώ μέσα; Τι άλλο μπορεί να υπάρχει;» Κούνησα κι εγώ το κεφάλι μου, όπως εκείνη, δείχνοντας την κούτα. «Εδώ;» ρώτησα. «Έχει είκοσι τέσσερα μέτρα χοντρό σκοινί.» Η διαχειρίστρια ξεκαρδίστηκε. «Πάντα με το χιούμορ σας, Νημερτή» μου είπε. Αντί να της απαντήσω, γύρισα προς το μεταφορέα. «Στον πέμπτο, παρακαλώ» είπα και κάλεσα τον ανελκυστήρα.

Δεν ξέρω για τον δικό σας, αλλά αυτός εδώ ο φωταγωγός ξεκινάει από τον πρώτο όροφο. Είναι αρκετά καθαρός, τουλάχιστον όσο πρόκειται για έναν τέτοιο χώρο. Σε κάθε όροφο, στις δύο από τις τέσσερις πλευρές του, έχει από ένα μικρό παράθυρο. Τα βλέπετε άλλωστε. Έν’ από δω, στο αριστερό μου χέρι, κι έν’ από κει, στο δεξί. Το ένα είναι της κουζίνας, το άλλο, του μπάνιου. Ο τρίτος τοίχος πίσω μου είναι σοβαντισμένα τούβλα. Μέχρι πρότινος η πλευρά μπροστά μου ήταν ανοιχτή. Όμως, τελευταία, χτίστηκε δίπλα μας μια πολυκατοικία δίχως φωταγωγό. Στην αρχή ο μουλωχτός μηχανικός θέλησε ν’ αφήσει παραθυράκια στην οικοδομή του, εκμεταλλευόμενος το φωταγωγό μας, αλλά του κόψαμε το βήχα αμέσως. Είμαστε όλοι ιδιοκτήτες. Κάθε όροφος και διαμέρισμα.

Συνήθως, οι φωταγωγοί είναι τα πιο σκοτεινά μέρη μιας οικοδομής, έτσι λέει ο Άσης. Ο Άσης είναι ο άντρας μου. Όμως αυτός ο φωταγωγός νομίζω ότι διαφέρει. Μας αρέσει να λέμε ότι τα δικά μας πράγματα είναι τα καλύτερα. Έτσι δεν είναι; Ο φωταγωγός μας είναι από εκείνους που διαθέτουν αρκετό φως που, βέβαια, προς τα κάτω λιγοστεύει. Όταν ο ήλιος φτάσει ψηλά, μια ηλιαχτίδα καταφέρνει να τρυπήσει τη διαφανή οροφή του και διοχετεύεται μέχρι κάτω. Περίπου. Γιατί ο πρώτος όροφος, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Άση, βρίσκεται στο έρεβος. (περισσότερα…)

Στοχασμοί μετά το σεξ

*
στην Ε.

Η καύλα πέρασε· τα σώματα
που πριν ριγούσαν ψάχνω νά βρω.
Πώς μονομιάς σβήσαν τα χρώματα
κι έμεινε μόνο του το μαύρο!

Η καύλα πέρασε· ανάσκελα
η κόρη πια, κι αυτός μπρουμύτως.
Τ’ όνειρο γύρω ρίχνει φάσκελα
σ’ αυτούς που «ελύθη» λεν «ο μίτος».

Η καύλα πέρασε· κι αργότερα
καθένας εαυτόν θα ντύσει.
Αλήθεια, αξίζαν περισσότερα
απ’ τη μακρά, θλιμμένη δύση.

Η καύλα πέρασε· κατάλαβα
αυτ’ η ρουτίνα τι σημαίνει:
πληγές σε χρόνια θεοπάλαβα
με μια ψυχή σακατεμένη.

Η καύλα πέρασε· πώς κλείσαμε
σ’ ανήλιο λάκκο την ελπίδα;
Σαν ποιος βοριάς μάς σπρώχνει, ίσαμε
μπρος στη ζωή μας πούμ’ «ουκ οίδα»;

Σαν ποιος, λοιπόν, μας καταράστηκε
και τ’ ουρανού μας σβει το υφάδι;
Η καύλα πέρασε, ξεχάστηκε
– και μένει μόνο το σκοτάδι…

ΘΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ

*

*

Κωστής Παπαγιώργης (1947-2014), δέκα χρόνια από τον θάνατό του

*

Στις 21 Μαρτίου συμπληρώνονται δέκα χρόνια από την εκδημία του Κωστή Παπαγιώργη (1947-2014). To Νέο Πλανόδιον του είχε αφιερώσει το πρώτο τεύχος του (χειμώνας 2013-2014), τον δε Μάιο του 2016 είχε διοργανώσει μια μεγάλη εκδήλωση όπου φίλοι και συνοδοιπόροι του Κωστή είχαν διαβάσει χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το έργο του. Από το έντυπο αφιέρωμα αναδημοσιεύουμε στη μνήμη του το κείμενο του Κώστα Κουτσουρέλη που ακολουθεί.

~.~

Ἕ­νας δο­κι­μι­ο­γρά­φος

Ὁ Κί­μων Νη­σι­ώ­της δὲν ἔ­γρα­ψε πολ­λά. Καμ­μι­ὰ εἰ­κο­σι­πεν­τα­ρι­ὰ ση­μει­ώ­μα­τα ὅ­λα κι ὅ­λα, κι αὐ­τὰ βρα­χύ­σω­μα, τῆς μιᾶς ἢ τῶν δύ­ο σε­λί­δων, κά­πο­τε καὶ μο­νό­στη­λα ἢ ἀ­κό­μη πι­ὸ σύν­το­μα, μοι­ρα­σμέ­να στὰ τρί­α τεύ­χη ἑ­νὸς πε­ρι­ο­δι­κοῦ ποὺ εἶ­χε ὅ­λα τὰ φόν­τα νὰ γί­νει θρυ­λι­κό – καὶ μὲ τὸν τρό­πο του τὰ κα­τά­φε­ρε. Ἐ­πὶ ἔ­ξι μῆ­νες, ἀ­πὸ τὸν Δε­κέμ­βρη τοῦ 1984 ὣς τὸν Ἰ­ού­νι­ο τοῦ 1985, ἀ­φοῦ τό­σο ἄν­τε­ξε ἐ­κεῖ­νο τὸ ἔν­τυ­πο ποὺ ὑ­πά­κου­ε προ­γραμ­μα­τι­κὰ στὸν τί­τλο Κρι­τι­κὴ καὶ κεί­με­να καὶ δι­ευ­θυ­νό­ταν ἀ­πὸ τε­τρά­δα νε­α­ρῶν τό­τε συγ­γρα­φέ­ων καὶ μου­σι­κῶν, ὁ Νη­σι­ώ­της ἀ­πο­τι­μᾶ τὴν ἐκ­δο­τι­κὴ κί­νη­ση, βι­βλί­α πε­ζο­γρα­φί­ας καὶ στο­χα­σμοῦ, μὲ μιὰ αἰχ­μη­ρό­τη­τα ποὺ ἀ­να­ζη­τᾶ τὸ ὅ­μοι­ό της κι ἕ­να ὕ­φος πού, ὅ­πως ὁ ἴ­διος θὰ ἔ­γρα­φε, «ἔ­χει τὸ χά­ρι­σμα νὰ μὴ ζεῖ τὴν κοι­νο­το­πί­α».

Καὶ τί δὲν ἀ­να­σύ­ρει ὁ ἀ­να­γνώ­στης ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νες τὶς σπά­νι­ες σε­λί­δες; Κο­φτά, προ­κλη­τι­κὰ ἀ­ξι­ώ­μα­τα, με­γα­λό­φω­να ἐγ­κώ­μι­α, σκω­πτι­κὲς ἀ­πο­φάν­σεις, βα­ρει­ὲς κα­τα­δί­κες. Ἀ­πὸ τὸν φα­κὸ τοῦ Νη­σι­ώ­τη περ­νοῦν τραν­τα­χτὰ ὀ­νό­μα­τα τῆς ἐ­πο­χῆς καὶ κάμ­πο­σα ἄλ­λα ποὺ ἔ­μελ­λε νὰ συ­ζη­τη­θοῦν πο­λὺ τὰ ἑ­πό­με­να χρό­νι­α. Ὁ Στέ­λιος Ράμ­φος λ.χ.:

«Κω­μω­δὸς καὶ μάρ­τυ­ρας –ἀ­βρό­χοις πο­σί–, ὁ Ράμ­φος κα­τά­φε­ρε καὶ μὲ τὴ συγ­γρα­φι­κὴ πα­ρα­γω­γή του νὰ ἀ­πο­βεῖ κά­τι σὰν Πα­σκὰλ τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἀ­ρι­στε­ρᾶς. Κρά­μα εὐ­φυ­ΐ­ας καὶ ἀ­γο­ραί­ου πνεύ­μα­τος, ἡ σκέ­ψη του χρει­ά­στη­κε νὰ πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὸν Μὰρξ στὸν Χρι­στὸ καὶ ἀ­πὸ τὸ Κόμ­μα στὴν Ἐκ­κλη­σία γιὰ νὰ ἐ­πα­λη­θεύ­σει τὸ ἀ­σί­γα­στο πά­θος της γιὰ τὸν δογ­μα­τι­σμὸ καὶ τὴν τυ­ραν­νι­κὴ λα­τρεί­α τοῦ αὐ­το­νό­η­του».

Ὁ Πα­να­γι­ώ­της Κον­δύ­λης:

«ἱ­στο­ρι­κὸς τῆς φι­λο­σο­φί­ας μὲ τὴν καλ­λί­στη ἔν­νοι­α τοῦ ὅ­ρου. Γνώ­στης τῶν εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν γλωσ­σῶν –ζω­σῶν καὶ τε­θνε­ω­σῶν–, γνώ­στης ὁ­λό­κλη­ρου τοῦ δυ­τι­κοῦ φι­λο­σο­φι­κοῦ ἀρ­χεί­ου, με­λε­τη­τὴς ἀ­πὸ πρό­γραμ­μα καὶ στο­χα­στὴς ἀ­πὸ φύ­ση».

Ὁ Κώ­στας Ζου­ρά­ρις:

«τέ­τοιο ἀ­να­κά­τω­μα ἀ­γο­ραί­ας ρη­το­ρεί­ας, λο­γι­ο­πα­θοῦς λε­ξι­μαρ­γί­ας καὶ θε­ω­ρη­τι­κῆς ἀ­συ­ναρ­τη­σί­ας εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ συ­ναν­τή­σει κα­νείς». (περισσότερα…)

Ανάμεσα στο Θηρίο της μοναξιάς και τον Θεό της δημιουργίας

*

της ΛΙΛΑΣ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ

Διώνη Δημητριάδου,
Θηρίο ή Θεός,
ΑΩ, 2023

Το νέο πεζογράφημα της Διώνης Δημητριάδου είναι μια στοχαστική, φιλοσοφική νουβέλα που συνδυάζει αφηγηματικές σελίδες με   δοκιμιακά σχεδιάσματα και μας θέτει αντιμέτωπους με θεμελιώδη ερωτήματα του ανθρώπινου βίου.

Τα αφηγηματικά μέρη, τριτοπρόσωπα (με δύο πλατωνικής έμπνευσης διαλογικά κεφάλαια) ή πρωτοπρόσωπα, εν είδει ημερολογιακών καταγραφών, θωρακίζονται με έντεχνα δοκίμια, αποτυπώνοντας την πνευματική περιπέτεια ενός καλλιεργημένου ανθρώπου, του Ευγένιου, ο οποίος σε ώριμη πλέον ηλικία, έχει αποσυρθεί από τα εγκόσμια και διάγει μοναχικό βίο, προσηλωμένος στην ανεύρεση της αλήθειας. Πάει καιρός που έχει αφήσει πίσω του τη δράση –συμμετοχή στα κοινά, συντροφικότητα /πολιτικοί αγώνες, ερωτική ζωή, φιλικές συναναστροφές και διασκεδάσεις–  σημαδεμένος από μια διπλή απώλεια, την ήττα της αριστεράς, σε συλλογικό επίπεδο, και τον θάνατο της αγαπημένης γυναίκας, σε προσωπικό επίπεδο).

Τώρα έχει βυθιστεί σε ένα «εσωτερικό ταξίδι αυτογνωσίας», επιτρέποντας να βγει στην επιφάνεια «ο προσωπικός του “λύκος”, θεός και δαίμονας μαζί» (σελ. 8). Θεός γιατί τον οδηγεί σε μια εξυψωμένη ζωή, όπου αναζητάει το νόημα της ύπαρξης στις ύψιστες αξίες, προπαντός στην ομορφιά. Δαίμονας/θηρίο γιατί τον οδηγεί σε μια άγρια μοναχικότητα, που μοιάζει με αυτή του ζώου, σε μία απόσυρση, σε μία αδράνεια, αργή και βασανιστική, στο έρεβος της μη-ζωής, του ενστίκτου, που δεν είναι άλλο από το ένστικτο του θανάτου. Έτσι είναι καταδικασμένος να ζει ο Ευγένιος, και ο κάθε ευγενής, πνευματικός άνθρωπος.

Και εδώ η φύση του ανώτερου, ευγενούς ανθρώπου, έρχεται να αναμετρηθεί με την αριστοτελική διατύπωση, ότι ο άνθρωπος είναι “φύσει πολιτικό ζώον”. Τότε ποια είναι η φύση του εκτός κοινωνίας ανθρώπου, του ακοινώνητου συνειδητά ανθρώπου; “Ο άπολις δια φύσιν”, μας λέει ο Αριστοτέλης, (γιατί υπάρχει και “ο άπολις δια τύχην”, που θα μπορούσε να είναι ο εξόριστος, ο φυγάς, ο πρόσφυγας) είναι είτε ένας ανεπαρκής (“φαύλος”), όντας ανίκανος να ενταχθεί στην κοινωνία, καθώς νοιάζεται μόνο για το ίδιον όφελος. Είτε ένας ανώτερος από άνθρωπος (“κρείττων ή άνθρωπος”, Πολιτικά, 1253α1-4). Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση του μοναχικού πνευματικού ανθρώπου, που έχοντας εκούσια απομακρυνθεί από την κοινωνία, στοχάζεται πάνω στο καλό, το δίκαιο και το αγαθό. Η μοίρα του είναι μία διαρκής ταλάντωση ανάμεσα στην ερημιά του μοναχικού “θηρίου” και στην ανύψωση σε μια τολμηρότερη πνευματικότητα που προσεγγίζει την ανεξαρτησία και τη μεγαλοσύνη του “Θεού”. (περισσότερα…)