*
του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Ι. ΤΖΑΝΟΥ
[ Συνέχεια από το α΄ μέρος ]
XI
Αχ, ο Μαρκιανός του πρώτου ορόφου, άναψε το φως της κουζίνας του. Τώρα τραβάει τα κουρτινάκια από το παράθυρο. Θα το ανοίξει; Δυστυχώς, θα το ανοίξει.
«Νημερτή, εσείς είστε;»
«Ναι, Μαρκιανέ, εγώ. Καλησπέρα.»
«Καλησπέρα. Έχουμε καιρό να συναντηθούμε. Μου φαίνεται από τότε που άλλαξε ο χρόνος δεν ειδωθήκαμε καθόλου. Καλή χρονιά!»
«Καλή χρονιά!»
«Είχα αρπάξει ένα γερό κρύωμα, που μου βούλωσε τ’ αφτιά για είκοσι μέρες. Τις περισσότερες ώρες ήμουν κρεβατωμένος. Ούτε κι εγώ ξέρω πώς κατάφερνα και περιποιούμουν τη Ριρή. Νιαούριζε συνέχεια τσαντισμένη. Η Ράνια, ξέρετε η κοπέλα που έρχεται πότε πότε και με βοηθάει, είχε πάει στο χωριό της να περάσει τις γιορτές. Είπε πως το νοστάλγησε.»
«Ανθρώπινο είναι.»
«Τον Άση τον είδα το πρωί. Ήταν βιαστικός. Πήγαινε να παραδώσει μια παραγγελία. Τις περάσατε καλά τις γιορτές;»
«Ναι, καλά!»
«Ήταν κι ο μικρός;»
«Όχι. Έλειπε με τη Δήμητρα στα χιόνια.»
«Ασχολείται ακόμη με τα πλήκτρα;»
«Ναι, πάντα.»
«Έχει έφεση. Σε ποιον έμοιασε;»
«Μάλλον σ’ εμένα. Μην ξεχνάτε πως κι εγώ δουλεύω με πλήκτρα!»
«Άνοιξα το παράθυρο γιατί μια διαβολεμένη μύγα μπήκε στο σπίτι τριγυρίζοντας όλα τα δωμάτια. Μπορείς να μου πεις πού βρέθηκε μύγα μες στο Γενάρη; Σα να το έκανε επίτηδες για να εκνευρίσει τη Ριρή. Δε νιαούρισε, αλλά την κατάλαβα. Κουνούσε την ουρά της κι όλο άλλαζε θέση. Με τα πολλά, κατάφερα ν’ απομονώσω τη μύγα στην κουζίνα. Έκλεισα αμέσως την πόρτα και τώρα έχει κολλήσει ψηλά, στο ταβάνι. Σκέφτηκα ν’ ανοίξω το παράθυρο, να σβήσω το φως κι έτσι να πάρει δρόμο.»
«Πολύ καλά σκεφτήκατε.»
«Το έχω ξαναδοκιμάσει. Ζω μόνος σ’ ένα τεράστιο σπίτι που όλα πρέπει να τα σκέφτομαι χωρίς να περιμένω βοήθεια από πουθενά. Η Ράνια ό,τι προλαβαίνει κάνει, και πάντως αφού της το έχω υποδείξει. Καμιά φορά θυμάμαι με πόσους ανθρώπους ζούσα άλλοτε και με πιάνει φρίκη. Θέλω να πω, ότι μάλλον είναι καλύτερα να μη ζει κανείς μόνος.»
«Τα καταφέρνετε όμως μια χαρά, Μαρκιανέ.»
«Λέτε; Είμαι όμως δυσαρεστημένος μ’ αυτά που βλέπω να γίνονται γύρω μας, Νημερτή. Η οικονομική κρίση μάς έχει αποκάμει. Συμφωνείτε;»
«Συμφωνώ. Εξανεμίστηκε κάθε βεβαιότητα για το οτιδήποτε.»
«Κυρίως απορρυθμίστηκε η βεβαιότητά μας για το χρόνο. Ο καθένας για τον εαυτό του ήταν βέβαιος για το τι θα του συνέβαινε το καλοκαίρι ή για το τι θα του συνέβαινε το χειμώνα. Ήταν βέβαιος για το τι θα γινόταν στην οικογένειά του σε πέντε ή σε δέκα χρόνια. Εσείς, λόγου χάρη, Νημερτή, δεν είχατε ποτέ κάποια βεβαιότητα για το τι θα γίνει στο σπίτι σας μελλοντικά;»
«Μάλλον είχα.»
«Βλέπετε; Αυτό λοιπόν πώς θα το βγάλετε τώρα από το μυαλό σας;»
«Έχετε δίκιο, Μαρκιανέ. Όλες οι βεβαιότητές μου κλονίστηκαν. Εσάς;»
«Προτιμώ να μη σκεφτώ τι θα μου συμβεί σε πέντε ή σε δέκα χρόνια. Βγαίνω στο μπαλκόνι και κοιτάζω στο απέναντι μαγαζί τη φωτεινή επιγραφή που πότε δείχνει τη θερμοκρασία, πότε γράφει “Ευχαριστούμε που μας προτιμάτε”, και πότε δείχνει μια χρονολογία.»
«Α, κατάλαβα. Λέτε για τη φωτεινή επιγραφή που υπάρχει στο κρεοπωλείο και που πότε δείχνει τη θερμοκρασία, πότε γράφει “Ευχαριστούμε που μας προτιμάτε” και πότε δείχνει την ώρα, Μαρκιανέ, όχι τη χρονολογία.»
«Μα όχι, Νημερτή, στην πραγματικότητα δε δείχνει την ώρα.»
«Όχι;»
«Όχι! Δείχνει κάποιες χρονιές που πέρασαν και κάποιες χρονιές που θα έρθουν. Να, για παράδειγμα, προηγουμένως που βγήκα έδειχνε δεκατέσσερα πενήντα. Ξέρετε να έγινε κανένα σπουδαίο γεγονός το 1450, Νημερτή;» (περισσότερα…)











