Month: Σεπτεμβρίου 2023

Άλλος ένας προαναγγελθείς θάνατος: η «Ριζοσπαστική» Αριστερά

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Ριζοσπαστισμός: Ο συντηρητισμός του αύριο
εφαρμοσμένος στις υποθέσεις του σήμερα
Α. BIERCE

Δεν είναι στις προθέσεις μας μια λεπτομερής αναφορά στην πορεία (αντιπολιτευτική και κυβερνητική) του ΣΥΡΙΖΑ. Εκείνο που θέλουμε να αναδείξουμε αφορά μόνο σε ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα στα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ είτε δεν δίνει απαντήσεις, είτε οι απαντήσεις που δίνει πόρρω απέχουν από τις αναμενόμενες για ένα κόμμα που θέλει να ονομάζεται ριζοσπαστικό. Συνεπώς η ριζοσπαστική αριστερά θα πρέπει να απαντήσει –κάτι που μέχρι σήμερα δεν το έχει κάνει– στις ακόλουθες βασικές ερωτήσεις: τι επικαλείται ως ριζοσπαστισμό, τι είδους κοινωνία επιθυμεί, πως μπορεί να αλλάξει η κληρονομημένη κοινωνία και πως σκέπτεται την πολιτική, ως αναγκαίο μέσο της αλλαγής. Φυσικά υπάρχει σαφής αλληλεξάρτηση των ερωτήσεων και όλες με κάποιο τρόπο συνδέονται. Ας προσπαθήσουμε να τις διερευνήσουμε λίγο πιο συγκεκριμένα.

Ο ριζοσπαστισμός

Το πρώτο ερώτημα που τίθεται έχει να κάνει με το τι εννοεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως «ριζοσπαστική αριστερά». Είναι γνωστό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοχαρακτηρίζεται ως «Κίνημα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς». Όμως ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να πει τι ουσιαστικά σημαίνει ο επιθετικός προσδιορισμός «ριζοσπαστική». Αν δεν κάνω λάθος, ο όρος αυτός άρχισε να χρησιμοποιείται από τμήματα της κινηματικής Αριστεράς, κυρίως μετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τη δεκαετία του 1990, σε μια προσπάθεια διαφοροποίησης από αυτόν (αλλά και από τον ευρωκομουνισμό, την ανανεωτική αριστερά και τις λοιπές εκφάνσεις της αριστεράς) αλλά και υπό το καθεστώς της ιδεολογικής εξάντλησης και αποπροσανατολισμού που διακατείχε τότε την Αριστερά.

Μέσα σε αυτό το κέλυφος βρήκαν καταφύγιο σχεδόν όλα τα ηττημένα ιδεολογικά και εκλογικά, περιθωριακά, αντισυστημικά κινήματα διατηρώντας το καθένα από αυτά τις δικές του ιδεολογικές προκείμενες που εκτείνονταν σε μια μεγάλη γκάμα γενικών ιδεολογικών αντιλήψεων, (πρωταρχικά προερχομένων κυρίως από τον μαρξιστικό χώρο). Όμως όλες αυτές οι πολύ μικρές οργανώσεις που αναφέρονται στον «επαναστατικό μαρξισμό» –Κομμουνιστική Οργάνωση Ελλάδος, Κίνηση για την Ενότητα Δράσης της Αριστεράς (ΚΕΔΑ) αλλά και οι υπόλοιπες όπως οι Ενεργοί Πολίτες– ήταν εντελώς αδύνατον να επιβάλλουν τις απόψεις τους δεδομένου ο κύριος όγκος του ΣΥΡΙΖΑ, προέρχονταν πρωτίστως από το κόμμα της Ελληνικής Αριστεράς (ΕΑΡ) και δευτερευόντως από το κόμμα της Ανανεωτικής Κομμουνιστικής Οικολογικής Αριστεράς (ΑΚΟΑ), δηλαδή τα δύο κόμματα που προήλθαν από τη διάσπαση του ΚΚΕ εσωτερικού το 1986. Και τα δύο αυτά κόμματα ήταν φορείς ιδεολογικών αντιλήψεων του ευρωκομουνισμού (ο οποίος αν δεν ήταν ήδη νεκρός έπνεε τα λοίσθια) αλλά και των μεταμοντέρνων πολιτιστικών ανησυχιών, που μετά την κυριαρχία τους στις ΗΠΑ κατέκλυζαν και τη Γηραιά ήπειρο, με αιχμή πάντως τα ζητήματα των ταυτοτήτων και την υπεράσπιση πάσης φύσεως δικαιωμάτων, κυρίως εκείνων που αφορούν στις μειονότητες (οικονομικοί μετανάστες, πρόσφυγες, άτομα διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού, εμφύλια βία κτλ.).

Δεν χρειάζεται επιχειρηματολογία για να δειχθεί ότι και οι δύο κομματικοί μηχανισμοί που προήλθαν από τη διάσπαση του ΚΚΕ εσωτερικού καμία απολύτως σχέση δεν είχαν με ό,τι ονομάζεται επαναστατικός μαρξισμός. Τα πολιτικά τους προτάγματα –Δημοκρατικός Σοσιαλισμός και άλλα παρεμφερή– τους τοποθετούσε σχεδόν στον αντίποδα των πολιτικών προταγμάτων των υπολοίπων οργανώσεων που συμμετείχαν στο εγχείρημα. Η χρησιμοποίηση του όρου «ριζοσπαστική αριστερά», εκτός των όσων έχουν αναφερθεί προηγουμένως, διευκόλυνε το εγχείρημα της συνεργασίας με τις λοιπές εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις. Άλλωστε το ανομοιογενές ιδεολογικά και πολιτικά αναδύθηκε στη συνέχεια και συγκεκριμένα όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κλήθηκε να ψηφίσει το μνημόνιο που του αναλογούσε. Οι αποχωρήσεις διαφόρων συνιστωσών ήταν μαζική. Προηγουμένως, οι πολιτικές λιτότητας που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις Γ. Παπανδρέου και Α. Σαμαρά-Ε. Βενιζέλου είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της δημοτικότητας του ΣΥΡΙΖΑ προφανώς λόγω της αντιμνημονιακής ρητορικής του. Στο πλαίσιο αυτό, προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ βουλευτές και στελέχη που προέρχονταν από το ΠΑΣΟΚ, γεγονός που εν τοις πράγμασι δημιούργησε περισσότερα προβλήματα ακόμη και στον ρητορικό ριζοσπαστισμό του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος διασωζόταν χάρις στην αντιμνημονιακή ρητορεία. (περισσότερα…)

Οι Αρχαίοι, ο Χριστός και ο πολιτισμός της βαρβαρότητας

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα έχει περάσει πολύς καιρός, τόσος που η ζωή εκείνη έχει θαμπώσει, σχήματα θαμπά έρχονται ως εμάς με εξαίρεση όλα εκείνα τα αιώνια πράγματα διατυπωμένα με λέξεις που δε καταργούνται στον αιώνα τον άπαντα.

Γιατί υπάρχουν πράγματα που δόθηκαν μια κι έξω («εφάπαξ») και τα οποία διατηρούνται στο βαθμό που το ανθρώπινο γένος επικοινωνεί με τις φωτεινές θείες πηγές του. Όταν η επικοινωνία διακόπτεται, το γένος αυτό το κατά Πλάτωνα  και Λάχεσιν «θανατηφόρον» (δηλαδή φορέας θανάτου) καταπέφτει και σχεδόν διαλύεται: τότε διανύεται σε όλη της την λαμπρότητα η περίοδος της ύβρεως ή της αμαρτίας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή είναι η παρούσα περίοδος.

Όταν λοιπόν προσπαθούμε να «επιστρέψουμε» και να ξαναπιάσουμε επαφή με τα αιώνια και τα σπουδαία -σ’ αυτόν εδώ τον τόπο- χρειάζεται πριν απ’ όλα να έχουμε αίσθηση αυτής της πραγματικότητας η οποία απλώνεται παγκοσμίως και παρασύρει τους πάντες στη δίνη της.

Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να εστιάσουμε στην πολιτικο-κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα, ούτε σε μια αρχαιοκεντρική (ελληνική) αίσθηση ή ανάμνηση ζωής, αλλά μονάχα σ’ εκείνα τα στοιχεία ή σημεία που εκπορεύονται από την παρουσία του ανθρώπου, όταν αυτός προσπαθεί να υψωθεί πάνω από τα πρόσκαιρα και τα εφήμερα, πάνω από τα γήινα περιγράμματα και να αγγίξει τις θείες καταβολές.

Ξέρετε, στον κόσμο αυτόν χρειάζεται να διαλέξουμε δασκάλους. Να αρχίσουμε από τους Προσωκρατικούς να συνεχίσουμε με Σωκράτη, Πλάτωνα, Αριστοτέλη, να περάσουμε στους Έλληνες Πατέρες αλλά και στα σύγχρονα ελληνικά και δυτικοευρωπαϊκά έργα, όχι για απόκτηση εγκυκλοπαιδικών ή εξειδικευμένων γνώσεων αλλά για να βρούμε μέσα από αυτά τη συνέχεια Λόγου και Ήθους (ή να ξαναβρούμε) ενός αρχαίου λαού, όπως είμαστε οι Έλληνες, που όμως φαίνεται, σήμερα, δεν πολυδίνουμε σημασία γι’ αυτά τα παλαιότερα, ούτε φαίνεται να φροντίζουμε τη μνήμη έτσι ώστε να αντλούμε από τα αρχαία ελληνικά και χριστιανικά πρότυπα και μάλιστα όσα ξεχώρισαν και ξεχωρίζουν για την οικουμενική τους διάσταση. Τίθεται ζήτημα οικείωσης με τις αλήθειες, τα έργα, τα πρόσωπα γιατί διαφορετικά δεν καταλαβαίνουμε τίποτα ούτε για τα περασμένα, ούτε για τα τωρινά.

Εάν αρχίζαμε από τον Ηράκλειτο θα έπρεπε πριν απ’ όλα να σταθούμε στο απόσπασμα που λέει ότι ο Λόγος είναι κοινός και είναι κοινός όχι μονάχα  για τους ανθρώπους, για τα πάντα, γιατί είναι θείος. Όλα τα ρυθμίζει καθώς «τρέφονται γὰρ πάντες οἱ ἀνθρώπινοι νόμοι ὑπὸ ἑνὸς τοῦ θείου».  Γι’ αυτό εξάλλου λέει ότι ο Λόγος είναι αρμονιστής του σύμπαντος.

Ο Νίκος Γιανναδάκης που είχε ιδιαίτερα ενδιατρίψει στα αρχαίες γραφές σημειώνει ότι ο αρχαίος ελληνικός λόγος έχει ορισμένα χαρακτηριστικά που δεν προσεγγίζονται μέσα από επιστημονικές μεθόδους ή μεθόδους που ανέπτυξε ο νεωτερικός δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός. Πρέπει να κατανοηθεί ότι, αυτός ο ίδιος ο αρχαιοελληνικός λόγος μας υπαγορεύει τον τρόπο με τον οποίο θα τον διαβάσουμε και ο τρόπος αυτός είναι μεταφυσικός, δεν είναι ρασιοναλιστικός ή όπως μεταγράφουν πολλοί αυτό τον όρο ‘ορθολογιστικός’. Δεν μπορεί μέσα από την συλλογιστική λογικοκεντρική διεργασία να δούμε, να γνωρίσουμε, να διαβάσουμε τι λένε οι αρχαίοι και μάλιστα πρόσωπα όπως αυτά που προανέφερα, είτε ένας Ηράκλειτος, ένας Παρμενίδης, ένας Αναξίμανδρος και βεβαίως ο Σωκράτης, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Και τίθεται εδώ το ερώτημα: Ένας άνθρωπος που μας λέει ότι «Ἥλιος οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα. εἰ δὲ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν», πως μπορεί να είναι ο ιδρυτής της εξελικτικής θεωρίας όπως λέει ο Μαρξ, τη στιγμή που δέχεται απαράβατη και αναλλοίωτη συμπαντική τάξη; Και ισχύει εδώ αυτό που διατύπωσε ο φιλόσοφος Χρήστος Μαλεβίτσης: «Όταν ο Ηράκλειτος λέει «οὐκ ἐμοῦ ἀλλὰ τοῡ λόγου ἀκούσαντας» (την φράση βρίσκουμε πανομοιότυπη στον Παύλο), εννοεί πως ο Λόγος είναι ανεξάρτητος από τον άνθρωπο, δεν είναι ο λόγος ή η λογική του ανθρώπου». Υπονοείται μια συν-ομολογία του ανθρώπου με τον υπερβατικό Λόγο. (περισσότερα…)

«Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος» του Παναγιώτη Κονδύλη: η ανάγνωση ενός θεολόγου

του π. ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΓΚΑΝΑ 

Ι

Με τη συγγραφή του τελευταίου του βιβλίου, Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος: Βασικά Στοιχεία της Κοινωνικής Οντολογίας, (στο εξής ΠΑ), ο Παναγιώτης Κονδύλης επιχείρησε την ανακάλυψη και περιήγηση εντός μιας νέας επιστημονικής ηπείρου. Το έργο αυτό αποτέλεσε την κορύφωση της συγγραφικής του φιλοδοξίας, που από πολύ νωρίς έδειξε να στοχεύει στη δημιουργία ευρύτατων συνθέσεων μέσω της ταυτόχρονης εποπτείας της φιλοσοφίας, της ιστορίας, των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών.

Με το ΠΑ ο Κονδύλης αποπειράται την κατάδυση στο απώτατο βάθος τόσο της κοινωνικής πραγματικότητας όσο και της ανθρώπινης φύσης. Το ευρύτερο αυτό πεδίο γενίκευσης, όσον αφορά τα ανθρώπινα πράγματα, είναι για τον Κονδύλη το επίπεδο της κοινωνικής οντολογίας και αυτό περιγράφει στο βιβλίο του θέτοντάς το σε αντιπαραβολή με τα επίπεδα της ιστορίας και της κοινωνιολογίας, αναδεικνύοντας έτσι τον ειδοποιό χαρακτήρα του πρώτου έναντι των άλλων δύο.

Οριοθετώντας την κοινωνική οντολογία ο Κονδύλης διακρίνει ανάμεσα στην αιτιότητα και τη νομοτέλεια εντός του ιστορικού γίγνεσθαι. Η ιστορία είναι για τον Κονδύλη ανοικτή ως προς τις πιθανές της εκβάσεις κι αυτό γιατί δεν υπάρχει μια πάγια ιεραρχία παραγόντων που να την καθορίζουν, αλλά το βάρος και η σπουδαιότητα κάθε παράγοντα εξαρτώνται από την εκάστοτε συγκυρία. Αντιδιαστέλλοντας τη δική του συνεισφορά από άλλες προγενέστερες, παρατηρεί ότι αυτές αναλώνονταν στην κατασκευή διαβαθμίσεων και ιεραρχιών των κοινωνικών φαινομένων καταλήγοντας σε οντολογίες μεταφυσικά συντεταγμένες. Στο ΠΑ το κοινωνικό ως αντικείμενο της κοινωνικής οντολογίας αποτελείται από εκείνες τις δυνάμεις ή παράγοντες που δεν επιτρέπουν καμμιά στερεοποίηση του κοινωνικού είναι και κατά συνέπεια καμμιά αιτιολογικά ή εκπορευτικά ιεραρχημένη σύλληψη του. Η κοινωνική οντολογία, όπως την αντιλαμβάνεται ο Κονδύλης, δεν προσφέρει ένα ανώτατο ή αποκλειστικό κριτήριο για τη θέαση της ανθρώπινης κοινωνίας και ιστορίας, αλλά αντίθετα εκείνη την ανάλυση βάσει της οποίας αναδεικνύεται ο ρευστός και πρωτεϊκός χαρακτήρας του κοινωνικοντικού υλικού που χύνεται σε ολοένα νέα καλούπια και βρίσκεται υπό τον αστερισμό νέων κάθε φορά  αιτιοτήτων, καταδεικνύοντας έτσι γιατί είναι αδύνατον να προταθεί ένα τέτοιο κριτήριο.

Θέλοντας να διακρίνει τα όρια μεταξύ των επί μέρους επιστημών ο Κονδύλης έγραφε σε μια προγενέστερη του ΠΑ συνέντευξή του:

«Η κοινωνική οντολογία διαπιστώνει ότι ο άνθρωπος μπορεί, ως φίλος, να θυσιαστεί για άλλους ανθρώπους ή, ως εχθρός, να τους σκοτώσει, και δουλειά της είναι να κάμει κατανοητή μια τέτοια πλαστικότητα που επιτρέπει την κίνηση ανάμεσα σε ριζικά αντίθετους πόλους. Δουλειά της κοινωνιολογίας είναι να βρει υπό ποιες συνθήκες και ποιες τυπικές μορφές συμβαίνει μάλλον το ένα ή μάλλον το άλλο, πότε π.χ. πρέπει μάλλον να αναμένεται ειρήνη μεταξύ των ανθρώπων και πότε μάλλον πόλεμος, ενώ δουλειά της ιστορίας είναι να αναζητήσει τις αιτίες στις οποίες οφείλεται η α ή β συγκεκριμένη ειρήνη και ο α  ή β συγκεκριμένος πόλεμος». [1] (περισσότερα…)

Αίλιος Αριστείδης, Εγκώμιο στο πέλαγος του Αιγαίου

Herbert List, Δήλος (1937)

~. ~

Απόδοση ΠΑΡΙΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Στον Μ. για τον κοινό υδάτινο πατέρα

Ο Αίλιος Αριστείδης υπήρξε φημισμένος ρήτορας στον καιρό του. Γεννημένος στη Μυσία το 117 μ.Χ., φοίτησε δίπλα στον Αλέξανδρο Κοτυέα στη Σμύρνη και συνέχισε τις σπουδές του στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια, έχοντας ξακουστούς ρητοροδιδασκάλους. Περιπλανήθηκε στην Αίγυπτο, ενώ ρητόρευσε σε πολλά μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σε ένα από τα ταξίδια του στην Αίγυπτο τοποθετείται και η έναρξη της φθίσεως, ασθένεια που θα τον ταλαιπωρήσει με διακυμάνσεις για το υπόλοιπο της ζωής του. Επιστρέφοντας από τη Ρώμη στη Σμύρνη, μετέβη στο ιερό του Ασκληπιού στην Πέργαμο, όπου –ασθενής και με κλονισμένη την ψυχική του υγεία– δεήθηκε και οραματίστηκε τον θεό – από αυτή την εμπειρία εμπνεύστηκε να συγγράψει τους Ιερούς λόγους. Αργότερα, επισκέφθηκε την Αθήνα και τη Ρώμη, όπου εκφώνησε τους πλέον περίφημους από τους λόγους του, ενώ ήταν εκείνος που μετά από έναν σεισμό παρακάλεσε τον Μάρκο Αυρήλιο, τότε αυτοκράτορα, να ανοικοδομήσει τη Σμύρνη. Πέθανε το 181 μ.Χ. ως ένας από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της Β΄ Σοφιστικής

            Ο λόγος του «Εἰς τὸ Αἰγαῖον πέλαγος» εκφωνήθηκε σε ένα από τα ταξίδια του, μάλλον το 155 μ.Χ. στη Δήλο, οπότε και την επισκέφθηκε. Ως εγκώμιο, ανήκει στο είδος των επιδεικτικών λόγων, μαζί και με άλλους που έγραψε τότε και αργότερα. Ειδικότερη κατηγορία αυτού του είδους λόγων είναι όσοι έχουν ως αντικείμενό τους κάποια πόλη. Κοινοί τόποι, όπως η γεωγραφία και η τοπογραφία, το κλίμα και οι κάτοικοι, οι ασχολίες και τα ήθη τους, οργανώνουν βάσει των κανόνων της ρητορικής τέχνης αυτό το είδος λόγων. Το ίδιο συμβαίνει και με το εγκώμιο του Αιγαίου, αφού ο συγγραφέας του εκλαμβάνει τον χώρο ως ενιαίο, οριοθετημένο και με σαφή χαρακτηριστικά τόπο, ο οποίος μπορεί να ιδωθεί ως εκτεταμένη νησιωτική πολιτεία.

            Από την εποχή της πρώτης έντυπης έκδοσης του Αίλιου Αριστείδη από τον Άλδο Μανούτιο (1513) μέχρι τη σημαντικότερη από τον μεγάλο κλασικό φιλόλογο Karl Wilhelm Dindorf (1829), μεσολαβούν εκδόσεις, μεταφράσεις και σχόλια που ενίοτε βλέπουν και το φως της δημοσιότητας. Τα επιστημονικά desiderata από τότε έχουν εμπλουτιστεί και σήμερα πλέον μπορούμε να αναζητήσουμε τον Αίλιο Αριστείδη στο μεταίχμιο μεταξύ του αρχαίου και του ελληνιστικού κόσμου, αλλά και να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τις ποικίλες εκφάνσεις της πολιτισμικής του ταυτότητας μέσα σε έναν κόσμο διαρκών και συνεχόμενων αλλαγών.

            Το κείμενο ακολουθεί την έκδοση του Guilielmi Dindorfii Aristides, τ. I, Λειψία, Libraria Weidmannia, MDCCCXXIX [1829], σ. 401-407. Πρόσφατη νεοελληνική απόδοση του κειμένου στο Αίλιος Αριστείδης, Εἰς Αἰγαῖον πέλαγος, μτφ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Αθήνα, Άγρα, 2012 (φυλλάδιο εκτός εμπορίου).

(περισσότερα…)

Πεταλίδα

*

Ίσως αναζητούσε την εμπειρία. Ίσως πάλι να θέλησε να δοκιμάσει την τόλμη της. Έτσι βρέθηκε να κάθεται στον μικρό αλλά με κοφτερές μύτες βράχο στα δέκα μέτρα από την ακτή. Πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη. Γλυκιές και η θάλασσα βάλσαμο. Ο βράχος στη μονοτονία του. Οι παρέες εφήβων που συναγωνίζονταν στα μακροβούτια από την κορυφή του ασκούνταν τώρα στις αυλές των ιδρυμάτων εκπαίδευσης. Έτσι ξαφνιάστηκε όταν ένιωσε να τον πολιορκούν τρία σώματα γυναικών.

Οι φωνές τους σήκωσαν κυματάκια που μου έφεραν ανατριχίλα.  Τα σώματα κρατούσαν απόσταση ενός μέτρου από μένα. Έκαναν τον γύρο μου δυο τρεις φορές, άλλοτε πλησιάζοντας περισσότερο άλλοτε όχι. Παρατηρούσαν τα έμβρυα μύδια και τις πεταλίδες που ήταν κολλημένα στο σώμα μου. Έβγαλαν κραυγές ενθουσιασμού όταν μία από τις τρεις είδε ένα καβουράκι που ξαφνιασμένο βρήκε καταφύγιο στην πρώτη κόχη μου. Συνέχισαν να κωπηλατούν με τα χέρια τους και να με γυροφέρνουν. Οι δυο βαρέθηκαν και με απλωτές απομακρύνθηκαν. Με ξάφνιασε το άγγιγμα της τρίτης. Τα δάχτυλά της χώθηκαν στις μικρές οπές μου που ήταν ακριβώς στο μέγεθός τους. Έδειχνε αποφασισμένη και αυτή την πρόθεσή της τη βεβαίωσε το πέλμα του ενός ποδιού της που με δύναμη πίεσε το σώμα μου. Ακολούθησε και το άλλο και τα δάχτυλα των χεριών μετατοπίστηκαν στις πιο πάνω κοφτερές μου οπές. Χωρίς κλυδωνισμούς σήκωσε το σώμα της σωστό ιστίο πάνω μου. Ζύγιασε το ύψος, το βάθος μα περισσότερο την τόλμη της. Εγώ άφωνος περίμενα την εξέλιξη με βεβαιότητα αναβολής ενός πηδήματος. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ζήτημα να έζησα πάνω από δέκα μακροβούτια εφήβων γυναικών. Ήταν αλήθεια διαφορετικά από αυτά των αγοριών. Να όπως ας πούμε διαφέρει το μακροβούτι του Ποσειδώνα από αυτό μιας γοργόνας που η ουρά της σε πνίγει αλλά και σε νεκρανασταίνει.

Περίμενα με κομμένη την ανάσα. Τα μύδια και κάθε είδους πεταλίδα σφίχτηκαν εντελώς πάνω μου. Τα καβουράκια εξαφανισμένα. Μόνο εκείνο το ξέμπαρκο χταποδάκι ξεμύτισε από την κρυψώνα του για να δει το μακροβούτι.

Τότε το είδαν οι άλλες δυο και «χταπόδι! Χταπόδι!” λες και μπροστά τους φάνηκε ο Άγιος Πέτρος! Κι αμέσως βουβάθηκαν. Ήταν η στιγμή που την είδαν όρθια πάνω μου. Το βλέμμα τους αδηφάγο. Θα βουτήξει; Όχι;

Το σώμα της δίπλωσε. θύμισε σπασμό που το έκοψε στα δυο. Τα γόνατα λύγισαν τα χέρια έψαχναν αγγίγματα ήπια να κρατηθούν. Αναζητούσε κατάλληλο σημείο να καθίσει, να στερεωθεί. Κι όταν το βρήκε τα πόδια της δοκίμαζαν θέσεις ασφαλείς ώστε σιγά να γλιστρήσει στο νερό χωρίς τραυματισμούς. Λίγο πριν αφεθεί στο νερό και με εγκαταλείψει, την ώρα που δύο χιλιόμετρα μακριά στον παρακείμενο οικισμό οι δείκτες του ρολογιού της εκκλησίας φιλιόντουσαν στο στόμα για τέταρτη φορά μετά τις δώδεκα το μεσημέρι, οι ολόλευκοι διάπλατα ανοιγμένοι στον ήλιο  μηροί της σχημάτισαν την ομορφότερη πεταλίδα που με είχε ποτέ κατοικήσει.

ΤΑΣΟΥΛΑ ΤΣΙΛΙΜΕΝΗ

*

Οι αρραβωνιασμένοι

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Στo παρακάτω απόσπασμα του υπό έκδοση βιβλίου μου Η Ελισάβετ της Κρήτης. Από ταπεινό κορίτσι μοχλός πολιτικών εξελίξεων παρακολουθούμε ένα προσωπικό γεγονός της Ελισάβετ, καθόλου αποκομμένο από τα πολιτικά και εθνικά θέματα ούτε από τη Γενική Διοίκηση της Κρήτης.

~.~

Πολύ μεγάλη χαρά ένιωσε η Ελισάβετ, όταν είδε τον Χριστόφορο να της χτυπά την πόρτα λίγο πριν από εκείνο το ζεστό μεσημέρι της τελευταίας ημέρας του Οκτωβρίου του 1858. Δεν ήταν μικρότερη και η δική του. Αυθόρμητα την αγκάλιασε και τη φίλησε στη δεξιά παρειά. Έκπληξη και ευχαρίστηση ένιωσε η Ελισάβετ, αλλά δεν την έδειξε· «ένας θερμός φιλικός ασπασμός είναι», σκέφτηκε, μη δίνοντας άλλη ερμηνεία στον νεανικό ενθουσιασμό του. Είχε εξάλλου να την δει πολύ καιρό.

—Δεν σε περίμενα, νόμιζα πως μας ελησμόνησες, του είπε με δυσδιάκριτο παράπονο.

—Να λησμονήσω εσένα, Ελισάβετ; Είναι δυνατόν; Ήλθα για σένα κυρίως…

—Κυρίως; Τι εννοείς, έχομε κάποια αποστολή;

—Ακριβώς· μόνο που αυτή τη φορά έχω αναθέσει την αποστολή στον εαυτό μου.

—Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω, Χριστόφορε.

—Άκουσε με προσοχή ό,τι θα πω. Έχω έλθει με τον πατέρα μου, για να σε ζητήσω σε γάμο από τη μητέρα και τον αδελφό σου. Δεν σε έχει δει ποτέ, αλλά του έχω μιλήσει για σένα τόσο, που σε έχει μάθει καλά.

—Νομίζεις πως οι συνθήκες είναι κατάλληλες για γάμο;

—Η γνήσια αγάπη θάλλει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, Ελισάβετ.

—Φοβούμαι μήπως ο πατέρας σου δεν εγκρίνει τη μεγάλη διαφορά της ηλικίας μας.

—Ο πατέρας μου με εμπιστεύεται, δεν θα φέρει καμιά αντίρρηση, της είπε και την αγκάλιασε με θέρμη.

* * *

Μετά τον αρραβώνα, ο Χριστόφορος παρέμεινε στα Χανιά αρκετό καιρό, υποσχόμενος ότι θα πηγαινοέρχεται με το ατμόπλοιο από το Ηράκλειο, μέχρι να γίνει ο γάμος· ακόμη δεν είχε προσδιοριστεί η ημερομηνία του.

Στο διάστημα αυτό ήθελε να γνωρισθούν καλύτερα, να μιλήσουν περισσότερο για την προηγούμενη ζωή τους, για τις λύπες, τις χαρές, τις εμπειρίες τους· να γίνει η ζωή τού ενός κομμάτι της ζωής τού άλλου· πριν ενωθούν «εἰς σάρκα μίαν», να  νιώσουν πως έχουν ενωθεί «εἰς ψυχὴν μίαν»· κι αυτό απαιτεί χρόνο και προϋπόθεση της σαρκικής ένωσης.

Η Ελισάβετ εξιστορούσε στον Χριστόφορο για μέρες όλη την περασμένη ζωή της και με λεπτομέρειες· ακόμη και τον έρωτά της με τον Πέτρο Μωραΐτη τού ομολόγησε, δεν ήθελε να έχει μυστικές πτυχές η σχέση τους. (περισσότερα…)

Γιατί ο Μίλαν Κούντερα δεν επέστρεψε ποτέ στην Τσεχία;

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ

Στις 11 Ιουλίου πέθανε, σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών, ο σπουδαίος Τσέχος μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος Μίλαν Κούντερα. Αυτοεξόριστος στη Γαλλία από το 1975, πήρε τη γαλλική υπηκοότητα το 1981 (η τσεχική τού είχε αφαιρεθεί το 1979) και σταδιακά άρχισε να γράφει τα έργα του στα γαλλικά, θεωρώντας πια τον εαυτό του Γάλλο συγγραφέα. Η τσεχική υπηκοότητα θα του αποδοθεί και πάλι μόλις το 2019. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, απ’ αυτή την άποψη, η νεκρολογία που δημοσίευσε την 1η Αυγούστου στο ηλεκτρονικό περιοδικό Compact ο Πετρ Ντρουλάκ.[1] Ο Ντρουλάκ, Τσέχος ακαδημαϊκός και πολιτικός, ήταν εκείνος που ως πρέσβης της Τσεχίας στη Γαλλία παρέδωσε στον Κούντερα το έγγραφο το οποίο πιστοποιούσε την επανάκτηση της τσεχικής υπηκοότητας. Στο πολύ όμορφο κείμενό του, ο Ντρουλάκ επιχειρεί ν’ απαντήσει στο ερώτημα γιατί ο Κούντερα δεν επέστρεψε ποτέ στην πατρίδα του, παρά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος και τη φιλελευθεροποίηση μετά το 1989. Ο Ντρουλάκ ισχυρίζεται πως ο Κούντερα είχε σκοπό να επιστρέψει, μαζί με την οικογένεια του, στην Τσεχία: «Μετά το 1989, οι Κούντερα σχεδίαζαν να μοιράζουν το χρόνο τους ανάμεσα στο Παρίσι, στην Πράγα και στο Μπρνο, τη γενέτειρα του Μίλαν. Αλλά αυτό δε συνέβη ποτέ. Λίγα ταξίδια ινκόγκνιτο στην Τσεχία, περιστασιακές επισκέψεις Τσέχων φίλων στο Παρίσι ή στη θερινή του κατοικία στο Τουκέ, συχνά τηλεφωνήματα – αυτό ήταν όλο. Καμία επιστροφή. Γιατί;»

Μία ερμηνεία της παράδοξης συμπεριφοράς του Κούντερα, λέει ο Ντρουλάκ, θα μπορούσε να είναι η αντιπαράθεσή του με τους αντιφρονούντες. Ο Κούντερα «δε γελοιοποιεί μόνο τους κομμουνιστές αξιωματούχους στα μυθιστορήματά του, αλλά αποστασιοποιείται κριτικά και από τους αντιφρονούντες». Η υποψία του Ντρουλάκ ενισχύεται από μια συνέντευξη που έδωσε η σύζυγος του Κούντερα, Βέρα, το 2019, στην οποία αποκάλυψε πόσο θα ήθελαν να επιστρέψουν, αλλά δεν μπορούσαν. «Πολλοί Τσέχοι αναγνώστες σοκαρίστηκαν μαθαίνοντας ότι για δεκαετίες ο Κούντερα αντιμετωπιζόταν με εχθρότητα από τους αντιφρονούντες στην Πράγα, αλλά και από τους αντικομμουνιστές εξορίστους. Οι φίλοι του Χάβελ ήταν ιδιαίτερα δραστήριοι σε αυτές τις επιθέσεις εναντίον του Κούντερα.»

Οι φιλελεύθεροι που υπό την ηγεσία του Βάτσλαβ Χάβελ ανήλθαν στην εξουσία, όταν το καθεστώς κατέρρευσε, είχαν παλιά αντιδικία με τον Κούντερα, εξηγεί ο Ντρουλάκ. Στην πραγματικότητα, τον είχαν περιθωριοποιήσει και τον είχαν απομονώσει ήδη εδώ και δεκαετίες, πολύ πριν απ’ τη Βελούδινη Επανάσταση, και δεν τον είδαν ποτέ με καλό μάτι. Ακόμα και οι εξόριστοι αντιφρονούντες στη Γαλλία τον αντιμετώπιζαν εχθρικά σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ποια ήταν όμως η αιτία της εχθρότητας προς τον Κούντερα εκμέρους της φιλελεύθερης τσεχικής ιντελιγκέντσιας; (περισσότερα…)

Ὁ πρὶν βέβηλος τόπος

Η επιγραφή στο γείσο της εισόδου της Παναγίας των Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη.

*

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #4
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.

~.~

Ὁ πρὶν βέβηλος τόπος

Ένα μεγάλο μέρος των μεσαιωνικών βυζαντινών επιγραφών αναφέρεται στην ίδρυση ή την ανακαίνιση ναών από κληρικούς, αξιωματούχους του στρατού και της κρατικής διοίκησης, αλλά και απλούς ιδιώτες. Πρόκειται για τις λεγόμενες κτιτορικές επιγραφές, οι οποίες τοποθετούνταν σε εξέχοντα σημεία των εκκλησιών, με συνηθέστερη θέση το ανώφλι της κύριας εισόδου, εξωτερικά ή εσωτερικά ‒ στη δεύτερη περίπτωση εντάσσονταν στον ζωγραφικό διάκοσμο. Ορισμένες φορές εμφανίζονταν και επάνω στο τέμπλο, το οποίο ήταν τότε μαρμάρινο. Η γλώσσα τους ποικίλει, από λακωνικές διατυπώσεις με δημώδεις εκφράσεις και πλήθος ορθογραφικών λαθών, ως περίτεχνα επιγράμματα με υψηλές λογοτεχνικές προθέσεις.

Οι κτιτορικές επιγραφές δεν είχαν απλά σκοπό να απαθανατίσουν την πράξη της δωρεάς. Απεναντίας, αποτελούσαν ένα άριστο μέσον, σε προβεβλημένη και μόνιμη θέση, για να προβάλει ο δωρητής την ευσέβειά του αλλά και την κοινωνική του περιωπή, παραθέτοντας αφενός τα κίνητρα της πρωτοβουλίας του και αφετέρου τίτλους, αξιώματα και άλλες ιδιότητες που προσδιόριζαν το προσωπικό του κύρος. Οι επιγραφές δεν απευθύνονταν βέβαια μόνο στους πιστούς που εισέρχονταν στον ναό· παραλήπτης τους ήταν πρωτίστως το ίδιο το θείον, με την προσδοκία —ή σχεδόν την απαίτηση, ορισμένες φορές— να ανταποδώσει την προσφορά. Στο πλαίσιο αυτό, πολλά κείμενα τόνιζαν σκόπιμα και με έμφαση την αντίθεση ανάμεσα στο προσφερόμενο νέο έργο και την προηγούμενη από αυτό κατάσταση, ώστε να αναδειχθούν το μέγεθος και η σημασία της δωρεάς. (περισσότερα…)