Month: Σεπτεμβρίου 2023

Σουλτανιγιέ, η αυτοκρατορική κι εγκαταλειμμένη

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Δεν είναι άγνωστη στην ιστορία η συνήθεια πολλών ισχυρών να θεμελιώνουν νέες πόλεις, για τους δικούς του λόγους ο καθείς. Τουναντίον μάλιστα. Πολλοί χτίσανε νέες πόλεις, όπως ο Αλέξανδρος. Άλλοι θεμελιώσανε πόλεις για νέες πρωτεύουσες των αυτοκρατοριών τους, όπως ο Κωνσταντίνος την φερώνυμή του Πόλη, ο Μανσούρ την ολοστρόγγυλη Βαγδάτη στον Τίγρη ή ο Πέτρος την Άγια Πετρούπολή του στον Νέβα. Κι αλήθεια, κάποιες συνέχισαν για χρόνια και καιρούς να είναι πρωτεύουσες, πολυάνθρωπες και πολύβουες πολιτείες. Άλλες σύντομα απεκδύθηκαν τα παραφερνάλια της εστεμμένης κυριαρχίας τους, κράτησαν όμως τα παρελθόντα ψιμύθιά τους κι ανανεώθηκαν, συνεχίζοντας τον βίο τους ίσαμε σήμερα· εύκαιρα παραδείγματα οι πάλαι αββασιδικές (και χτυπημένες από τη βία στις μέρες μας) πρωτεύουσες Ράκκα και Σαμάρρα. Κι άλλες βυθίστηκαν στην λήθη, απολησμονημένες από το ανθρώπινο διάβα και, χωμένες στην κουφάλα του κορμιού τους, σαν την ψυχή του ‘μελβιλικού’ Αχαάβ, βυζαίνοντας το λαμπρό τους παρελθόν, αφέθηκαν να τις ρουφήξει ο τόπος· κι η εξαχνωμένη παρουσία τους μεταβλήθηκε σιγά σιγά από μνήμη σε κουκούλι-μνήμα τους, ωσότου η άπληστη τυμβωρυχία της νεωτερικής αρχαιολογίας τις αναδείξει σε μνημεία αξιοθέατα: το Ανγκόρ των Χμερ, το Καρακορούμ του Τζεγκισχάνου (ή μάλλον του γιου του Ογκετέϊ), η Βιτζαγιαναγκάρα των Ινδουϊστών βασιλέων του ινδικού νότου.

Η επιθυμία λοιπόν του Ολτζαϊτού να φτιάξει τη Σουλτανιγιέ ως νέα πρωτεύουσα του Ιλχανάτου, της αυτοκρατορίας του της κληρονομημένης απ’ τον εγγονό τού Τεμουτζίν, τον Χουλαγκού, διόλου καινούργια ή πρωτόφαντη δεν ήταν. Μάλιστα ο πατέρας του ο Αργκούν είχε ήδη διαλέξει τον τόπο αυτόν για θερινή του κατοικία. Κι ήδη τα βαφτίσια της δηλώναν και την ιδιότητά της: Σουλτανική, δηλονότι Αυτοκρατορική.

(περισσότερα…)

Σκόρπιες (και ψύχραιμες) σκέψεις για τον Διονύση Σαββόπουλο

 *

του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ

~.~

Είναι αλήθεια πως το έργο του Διονύση Σαββόπουλου παραμένει σε μεγάλο βαθμό ακόμα εγκλωβισμένο στα όρια της πληθωρικής περσόνας του, με τους ριζοσπάστες συνοδοιπόρους της πρώτης φάσης της δημιουργικής του πορείας να τον απορρίπτουν συλλήβδην εξαιτίας της ιδεολογικής του μεταστροφής. Παράλληλα, όμως, ακόμα κι εκείνοι που τον αποδέχονται πλέον ως εθνικό και παλλαϊκό φαίνεται πως αρνούνται συνειδητά να κοιτάξουν σε βάθος τις ριζοσπαστικές του αφετηρίες. Αν δεν φανεί ασεβής μια τέτοια σύγκριση, δέσμιοι μιας παραπλήσιας θεώρησης υπήρξαν προς το τέλος της ζωής τους και οι Σικελιανός και Καζαντζάκης, με το εκτόπισμά τους να θολώνει τους θαυμαστές και τους πολεμίους τους και μονάχα τις επόμενες γενιές μελετητών να αξιοποιούν ευεργετικά τη χρονική απόσταση και τη μη άμεση επαφή με τα πρόσωπα τη στιγμή της δράσης και της άμεσης πολιτικο-ιδεολογικής πάλης. Ωστόσο, το έργο του ηλικιωμένου τραγουδοποιού ακόμα και σήμερα χρήζει στην ολότητά του μιας ψυχραιμότερης αποτίμησης, ευρύτερης από εκείνη που οι ως τώρα μονογραφίες για εκείνον έχουν κομίσει, δίχως κραυγές για ξεπούλημα, αντιγραφές, προδοσίες, αλλά και δίχως μια ηθελημένα αποριζοσπαστικοποιημένη, άχρωμη και άγευστη ακρόασή του, προτού η ζωή κι ο χρόνος θέσουν ντε φάκτο τους δικούς τους, ανίκητους κανόνες. Σαφέστατα και τούτες οι σκόρπιες και ασχημάτιστες σκέψεις δεν επιδιώκουν να διαδραματίσουν αυτό το ρόλο, παρά λειτουργούν περισσότερο ως ένας ιδεατός οδικός χάρτης.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος εκκινεί ως ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του τραγουδιού διαμαρτυρίας των Ελλήνων baby boomers της δεκαετίας του ’60. Επηρεάζεται από τον Ντύλαν και τη γενιά του δίχως να τους μιμείται άκριτα και δεν παύει στιγμή να διαλέγεται με το ελληνικό παραδοσιακό και τοπικό ηχόχρωμα, εμποτίζοντας τις ξένες καταβολές και οφειλές του διαρκώς με το ελληνικό στοιχείο, ενίοτε πολύ πετυχημένα ανοίγοντας νέα μουσικοστιχουργικά μονοπάτια, ενίοτε κι ελαφρώς άγαρμπα και αδικαίωτα στη μακροχρονία (δίχως τα δεύτερα τραγούδια, ωστόσο, δεν θα υπήρχαν ούτε τα πρώτα, μιας και αποτελούν την πίσω όψη του κόκκινου χαλιού του κάθε δημιουργού). Ως καινοτόμος δημιουργός ανοίγει στην πράξη το δρόμο για το μεταμοντερνισμό και τη μείξη των ειδών κατά την περίοδο που οι όροι αυτοί σχεδόν δεν έχουν εφευρεθεί, μένοντας αντισυστημικά τραγουδοποιός κατά την περίοδο της πλήρους κυριαρχίας της συνεκτικής αφήγησης των μεγάλων συνθετών. Εν συνεχεία επιλέγει να γίνει ο ίδιος φορέας συνεκτικής αφήγησης κι «εθνικός», κανοναρχώντας από τα πάνω μια εποχή κι ένα σημαντικό κεφάλαιο του ελληνικού τραγουδιού.

Η ιδεολογική μεταστροφή του Διονύση Σαββόπουλου δεν εκδηλώθηκε τόσο απότομα όπως κάποιοι εσφαλμένα υποστηρίζουν, παρά υπήρξε μια αντανάκλαση των πολλαπλών και σταδιακών απογοητεύσεων και απομαγεύσεων της Μεταπολίτευσης, σε συνδυασμό με την ηλικιακή του ωρίμανση. Ούτε ξαφνικά στα Τραπεζάκια έξω και –δευτερευόντως– στο Κούρεμα ο Σαββόπουλος θέλησε να παίξει το ρόλο του τραγουδιστή «εθνικής ενότητας» δίχως να μην υπάρχουν πιο πριν σπόροι αυτού που θα ακολουθούσε ούτε από την άλλη ο καλλιτέχνης αποποιήθηκε με τη μία και διαπαντός όλα τα προκλητικά χαρακτηριστικά της πρώτης του νιότης και της αρχικής δημιουργικής περιόδου της κοινωνικής αμφισβήτησης. Για να μείνουμε σε ένα μόνο από τα πολλά παραδείγματα: δεν μπορούμε, φυσικά, σε καμία περίπτωση να υποστηρίξουμε πως ο Σαββόπουλος της δεκαετίας του ’60 θα έγραφε τραγούδι στο οποίο θα περιελάμβανε ευχές για τον καινούριο Οικουμενικό Πατριάρχη όπως κι έπραξε τριάντα χρόνια αργότερα, από την άλλη, όμως, οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία στα τέλη του 20ου αιώνα δεν τον εμποδίζουν να αμφισβητήσει εκ βάθρων την Αμερική ως ιδεολογική του μήτρα και ως τόπο διαμόρφωσης της ίδιας του της κουλτούρας, κάτι που θεωρητικά δεν θα ταίριαζε σε κάποιον που έχει κάνει στροφή 180 μοιρών. (περισσότερα…)

Heiner Müller, Ο Μύλλερ σε ξενοδοχείο πολυτελείας

*

Ο ΜΥΛΛΕΡ ΣΕ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ

Στο ρεστωράν η αθωότης των πλουσίων
Βλέμματα ανέμελα στη σιτοδεία του κόσμου
Κι εγώ εκεί μέσα διχασμένος Τ’ όνειρό μου
Στον ζαρωμένο τον λαιμό της χήρας πλάι
Να μπήξω το μαχαίρι που μ’ αυτό της κόβει
Το αρνάκι ο σερβιτόρος πριν της το προσφέρει
Δεν θα το κάνω ωστόσο όσο και να ζήσω
Δεν είμαι Ιησούς εγώ ο ξίφος φέρων
Εγώ ονειρεύομαι τα ξίφη Και γνωρίζω
Ότι η ξένη πείνα που με τρέφει θα διαρκέσει
Τόσο μα τόσο παραπάνω απ’ τη ζωή μου
Και οι ποιητές το ξέρω είναι άθλιοι ψεύτες
Μόνο ο Βιγιόν τα έσουρνε στους αφεντάδες
Και το κεφάλι του δεν είχε πού να γείρει
Ο Μπρεχτ έστειλε την Μπερλάου στη Βαλένθια
Κι έγραψε ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΚΑΡΡΑΡ στο Σβέντμποργκ
Στη Μόσχα ο Γκόρκι μ’ άμαξα κυκλοφορούσε
Αλλά τη φτώχια τη μισούσε ΔΙΟΤΙ ΕΞΕΥΤΕΛΙΖΕΙ
Και όχι μόνο τους φτωχούς Ο Μαγιακόφσκι
Με το ρεβόλβερ του είχε σωπάσει κιόλας
Τα ψέματα των ποιητών τα ξόδεψε όλα
Του αιώνα η φρίκη Στα γκισέ της Παγκοσμίου
Τραπέζης το αίμα που έχει ξεραθεί μυρίζει
Σαν κρύο κραγιόν Το ανατριχιαστικό στη βία
Είναι η τύφλα της Ο άστεγος που κοιμάται
Έξω απ’ το ESSO SNACK & SHOP διαγράφει πλήρως
Την Ποίηση της Επανάστασης Τον είδα
Απ’ το ταξί Εμένα η τσέπη μου τ’ αντέχει
Ο Μπενν θα είχε εδώ τόσα να πει Ούτε φράγκο
Δεν έβγαζε με τα ποιήματά του Θα ’χε
Χωρίς τη σύφιλη και τη βλεννόρροια κρεπάρει
Τη νύχτα στο ξενοδοχείο πια απομένω
Δίχως σκηνή δίχως ιάμβους δίχως ρίμα
Μου βγαίνει αυτό που γράφω Μ’ απαρνιέται η γλώσσα
Βλέπω τις μάσκες μου κομμάτια στον καθρέφτη
Κανείς δεν θέλει να το παίξει Εδώ το δράμα
Είμαι εγώ ΜΥΛΛΕΡ ΔΕΝ ΕΙΣΤΕ ΔΑ ΚΑΙ ΘΕΜΑ
ΓΙΑ ΠΟΙΗΜΑ ΜΕΙΝΕΤΕ ΠΙΟ ΚΑΛΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΖΑ
Το έχει ανάγκη όμως το ποίημα η ντροπή μου

Φρανκφούρτη, 3.10.1992
Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

*

Τάνια Μαλιάρτσουκ, Εικόνα-πρόταση: 0-0

*

Μετάφραση ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

Κάθε φωτογράφος ονειρεύεται να τραβήξει μια φωτογραφία, ικανή να σταματήσει τον πόλεμο. Αυτό δήλωσε σε συνέντευξή του ο Ουκρανός φωτογράφος Μαξ Λεβίν. Μέσα Μαρτίου του 2022 σκοτώθηκε από δύο σφαίρες κοντά στο Κίεβο. Όταν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος στα ανατολικά της χώρας οχτώ χρόνια νωρίτερα, ο Λεβίν τράβηξε πολλές εντυπωσιακές φωτογραφίες – καμία δεν εκπλήρωσε το όνειρό του. Αντιθέτως, ο πόλεμος χειροτέρεψε κι εξαπλώθηκε και δεν παίζει κανένα ρόλο με ποιο ταλέντο και σε τι βαθμό αποτυπώνει κανείς την αγριότητά του. Ανώφελο, επομένως;

Γίνομαι μάρτυρας της καταστροφής της Ουκρανίας από απόσταση ασφαλείας, μέσω σειράς φωτογραφιών που, κάθε μέρα που περνά, γίνονται όλο και βιαιότερες. Και κάθε μέρα που περνά, με το που ξυπνώ, με κυριεύει η υποψία (ή να είναι ελπίδα;) ότι όλα όσα είδα κι έμαθα ώς τώρα δεν είναι, παρά εφιάλτης, και δε συνέβησαν ποτέ στην πραγματικότητα. Πολύ απλά, κάποια πράγματα δεν επιτρέπεται να αληθεύουν, πολύ λιγότερο δε αυτός ο πόλεμος. Ευχαρίστως θα ξυπνούσα σε έναν κόσμο, όπου ο δρόμος στην Μπούτσα, τώρα γεμάτος πτώματα, δεν θα υπήρχε. Ευχαρίστως δεν θα είχα δει ποτέ το γυναικείο χέρι, μπλαβί στο μεταξύ, με τα νύχια βαμμένα κόκκινα, να ξεφυτρώνει από το έδαφος ούτε και τις σφαγμένες κότες να κρέμονται στο σκοινί για τα ρούχα σαν κάλτσες απλωμένες για να στεγνώσουν, σε κτίριο υπό την κατάληψη Ρώσων στρατιωτών. Ούτε και την πλατεία στο σιδηροδρομικό σταθμό στο Κραματόρσκ, όπου βλήμα σκότωσε δια μιας πενήντα άτομα, ούτε τους κόκκινους λεκέδες στο πεζοδρόμιο, ούτε τις ορφανές βαλίτσες με τα παιχνίδια σκόρπια ένα γύρο, λες και οι ιδιοκτήτες τους είχαν ξεκινήσει για διακοπές στη θάλασσα, σταματώντας μια στιγμή στον παραπλήσιο φούρνο για να πάρουν κουλούρια για το δρόμο. (περισσότερα…)

Κ. Ανδρουλιδάκης, Σ. Βιρβιδάκης, Κ. Κουτσουρέλης, Γ. Ξηροπαΐδης, Δ. Χρηστιάς: Ποιητές και φιλόσοφοι

 

Στις 31 Ιουλίου 2020, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων Νύχτες του Ιουλίου, πραγματοποιήθηκε στον Αίθριο Χώρο του Θεάτρου Κυδωνία εκδήλωση με τίτλο «Ποιητές και φιλόσοφοι: εταίροι ή αντίπαλοι;» η οποία όπως είχε ανακοινωθεί εξ αρχής μεταδόθηκε live streaming για όσους επιθυμούσαν να την παρακολουθήσουν από απόσταση.

Η εκδήλωση αυτοπροσδιοριζόταν ως περιεχόμενο από την σύνοψη: «Απ’ τους καιρούς του Πλάτωνα, που θέλησε να εξορίσει τον Όμηρο από την ιδανική πολιτεία του, έως τον περίφημο διάλογο του Γιώργου Σεφέρη με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο του Μεσοπολέμου, ποιητές και φιλόσοφοι, καλλιτέχνες και στοχαστές γενικότερα, συχνά αντιμετωπίζουν με καχυποψία ο ένας τον άλλο. Ποιες είναι οι ρίζες της παλιάς αυτής διαμάχης; Και θα μπορούσε άραγε να θεωρηθεί δικαιολογημένη;» και συμμετείχαν με την φυσική τους παρουσία οι Κώστας Ανδρουλιδάκης (καθηγητής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κρήτης), Στέλιος Βιρβιδάκης (καθηγητής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών), Κώστας Κουτσουρέλης (ποιητής-δοκιμιογράφος) ενώ επρόκειτο να συνδεθούν από τα σπίτια τους στην Αθήνα και να σχολιάσουν την συζήτηση μέσω τηλεοπτικού παραθύρου οι Γιώργος Ξηροπαΐδης (καθηγητής φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο) και Διονύσης Χρηστιάς (Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Πατρών).

Σήμερα αναρτούμε εδώ το βίντεο ολόκληρης της εκδήλωσης, χωρίς τα μικρά τεχνικά λάθη που σημειώθηκαν κατά τη ζωντανή αναμετάδοσή της, και με την προσθήκη της άποψης του Γιώργου Ξηροπαΐδη ο οποίος δεν κατάφερε τελικά να συνδεθεί ζωντανά με το πάνελ των ομιλητών λόγω ενός απρόβλεπτου τεχνικού προβλήματος που προέκυψε στην περιοχή του. Μας έστειλε λοιπόν και τον ευχαριστούμε γι’ αυτό, σε βίντεο 35 περίπου λεπτών την εισήγησή του την οποία ο ακάματος φίλος Δημήτρης Κυριακάκης που είχε την ευθύνη των τεχνολογικών μέσων της βραδιάς εκείνης, την προσάρτησε στο τέλος της βιντεοσκοπημένης εκδήλωσης.

Μιχάλης Βιρβιδάκης
Ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας

*

Δημήτρης Ε. Σολδάτος, Βιάννος

*

Το Ολοκαύτωμα (ή Σφαγή) της Βιάννου αναφέρεται στις μαζικές εκτελέσεις κατοίκων και καταστροφές πάνω από 20 χωριών στις περιοχές της Βιάννου και της Ιεράπετρας στο νησί της Κρήτης από Γερμανούς Ναζί κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η διαταγή που δόθηκε ήταν η εξής: «Καταστρέψατε την επαρχία Βιάννου. Εκτελέσατε πάραυτα, χωρίς διαδικασία, τους άρρενες που είναι πάνω από 16 ετών καθώς και όλους όσοι συλλαμβάνονται στην ύπαιθρο, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας». Την Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 1943, ημέρα του Τιμίου Σταυρού, έβαλαν φωτιά στον Πεύκο και την Σύμη. Ταυτόχρονα επιδόθηκαν σε μαζικές εκτελέσεις, λεηλασίες, βανδαλισμούς και κατεδαφίσεις στα υπόλοιπα χωριά: Κεφαλοβρύσι, Κάτω Σύμη, Αμιράς, Πεύκος, Βαχός, Άγιος Βασίλειος, Άνω Βιάννος, Συκολόγος, Κρεββατάς, Καλάμι, Λουτράκι της Βιάννου, Μύρτος, Γδόχια, Ρίζα, Μουρνιές, Μύθοι, Μάλλες, Χριστός και Παρσάς – Μεταξοχώρι. Οι εκτελέσεις, που πραγματοποιήθηκαν από μονάδες της Βέρμαχτ, είχαν ως αποτέλεσμα να χάσουν την ζωή τους καταγεγραμμένα 461 άτομα, μεταξύ αυτών έγκυες και ανάπηροι, ενώ υποστηρίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των νεκρών ξεπερνά τους 500. Οι εκτελέσεις διατάχτηκαν από τον στρατηγό Φρίντριχ-Βίλχελμ Μύλλερ, που έμεινε γνωστός και ως ο Σφαγέας της Κρήτης, σαν αντίποινα για δράσεις της Κρητικής Αντίστασης. Το Ολοκαύτωμα της Βιάννου θεωρείται το δεύτερο μεγαλύτερο της Ελλάδας μετά από αυτό των Καλαβρύτων.

Wikipedia

~.~

Κρυμμένος πίσ’ απ’ τους θάμνους, είδε τους Γερμανούς στρατιώτες να εισβάλουν  στο αγρόκτημα του Αργουλίδα. Κρατούσαν τα πολυβόλα στα χέρια και βάδιζαν αργά προς την μικρή αγροικία. Ο επικεφαλής έκανε νόημα στους δύο προπορευόμενους. Εκείνοι κλώτσησαν με τις βαριές αρβύλες τους την ξύλινη πόρτα και τα πολυβόλα γάζωσαν το σκοτεινό άνοιγμα. Κιχ δεν ακούστηκε από μέσα. Μπήκαν στο σπιτάκι κι άρχισαν να ψάχνουν. Σε μια γωνιά βρήκαν τις βούργες – τα σακίδια με τα τρόφιμα – και μια Αγγλική Μέθοδο.

«Προορίζονταν για τους αντάρτες!» βρυχήθηκε ο αξιωματικός. Και διέταξε: «Κάντε το κτήμα φύλλο και φτερό!»

Σε λίγο έφεραν μπροστά του τρία παιδιά, δύο κορίτσια κι ένα αγόρι.

«Τα βρήκαμε κρυμμένα, κύριε λοχαγέ!» έδωσε αναφορά ένας ψηλός λοχίας με γυαλιά.

Ο λοχαγός πλησίασε:

«Μην φοβάστε, δεν θα σας κάνω κακό, όπως βλέπετε μιλώ την γλώσσα σας, αγαπώ την Ελλάδα!» Και στρεφόμενος προς τον οδηγό του τζιπ είπε: «Φέρε σοκολάτες για τους μικρούς μας φίλους!»

Εκείνος εκτέλεσε την διαταγή στο λεπτό. Τα παιδιά δεν κουνήθηκαν απ’ την θέση τους.

«Δεν σας αρέσουν οι σοκολάτες;» ρώτησε ο Γερμανός.

Ο λοχίας του ψιθύρισε κάτι στ’ αυτί κι εκείνος διέταξε και πάλι:

«Φαγητό, φέρτε αμέσως φαγητό! Πρώτα να φάνε και μετά οι σοκολάτες. Δεν βλέπετε τα ποδαράκια τους, που είναι σαν καλάμια από την πείνα;»

Κονσέρβες με κρέας και φρέσκο ψωμί αφέθηκαν στα πόδια των παιδιών. Εκείνα ακούνητα. (περισσότερα…)

Το έγκλημα: Ένας ουρανός

*

Πιστεύουμε ότι το έγκλημα λανθασμένα αποδίδεται στο Κακό. Σκεφτόμαστε έτσι, γιατί θεωρούμε ότι το Κακό είναι ο αληθινός κίνδυνος. Όπως όμως έχουμε γράψει και αλλού, το Καλό είναι πολύ πιο επικίνδυνο από το Κακό (το Καλό ως ανεξημέρωτο Κακό). Ωστόσο η έννοια που θα μας απασχολήσει εδώ είναι το έγκλημα και πρέπει να περιοριστούμε σε αυτήν, καθώς δεν περιέχεται σε καμία από τις παραπάνω. Δεν είμαστε επ’ ουδενί φιλόσοφοι, ίσως όμως είμαστε ποιητές, γι’ αυτό θα μεταχειριστούμε την ποιητική λειτουργία και θα πούμε ότι το έγκλημα είναι ένας ουρανός. Για μας ουρανός είναι ο μη ων, ο δίχως όνομα, ο Κανένας. Ισχυριζόμαστε δηλαδή ότι ο αληθινός εγκληματίας είναι αυτός που επιλέγει να μην ονομάζει τα πράγματα. Πρόσφατα διαβάσαμε ότι δεν υπάρχει πιο επικίνδυνος άνθρωπος από αυτόν που εξουσιάζει τη γλώσσα. Όμως αυτό είναι μια πλάνη, γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος εξουσιάζεται ταυτόχρονα από τη Γλώσσα, η οποία είναι (αξιωματικά) Νόμος, συνεπώς εξουσιάζεται από αυτόν. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν οι ποιητές (η ιδέα «ποιήματα=εγκλήματα» πηγάζει μόνο από τη φιλαυτία μας), οι ζωγράφοι, γενικά οι καλλιτέχνες, και οι φιλόσοφοι, καθώς ονομάζουν.

Γιατί όμως αυτός που μπορεί, αλλά δεν ονομάζει, είναι ένας αληθινός εγκληματίας; Η απάντηση έγκειται στο γεγονός ότι έτσι καταργεί τον Νόμο, και δεν υπάρχει μεγαλύτερο έγκλημα από αυτό. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν είναι πραγματικότητα, αλλά δυνατότητα (γι’ αυτό η Γλώσσα-Νόμος πρέπει να υπάρχει, γι’ αυτό σημειώσαμε παραπάνω μπορεί): υπάρχει πολλαπλός δίχως να είναι κάτι, γιατί είναι το μηδέν των πραγμάτων. Ζει μέσα στη στιγμή ως όριο, ως διαφορά, για να θυμηθούμε τον Ντερριντά. Μοναδική του αίσθηση είναι το φευγαλέο. Κι όμως είναι απολύτως βέβαιος για τα οράματά του. Ο πολιτισμός του δεν έχει γεννηθεί, γιατί η γέννησή του μετατοπίζεται διαρκώς στο μέλλον. Δεν είναι γλώσσα, συνεπώς ούτε σιωπή. Είναι ο θάνατος του Ενός και του Κόσμου, και ταυτόχρονα η αποκάλυψή τους. Αυτός ο εγκληματίας βιώνει τον κόσμο στην πλήρη και απέραντη υποκειμενικότητά του. Όταν όλοι εμείς συμμετέχουμε στα πράγματα μέσω των ονομάτων τους (συνεπώς συμμετέχουμε πραγματικά στα ονόματα μόνο), αυτός έρχεται σε άμεση επαφή με την καρδιά των αντικειμένων, καθιστώντας τα υποκείμενα. Δεν είναι πράξη, αλλά το ίχνος της. Προηγείται διαρκώς του εαυτού του, δίχως το κέντρο του να είναι το εγώ. Δεν έχει κέντρο. Είναι  ε υ α ί σ θ η τ ο ς, δηλαδή σχετικός. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που τον εφηύρε ο θάνατός του, καθώς μόνο στον θάνατο γίνεται Γλώσσα.

Δεν είναι αναρχικός, καθώς υπακούει σε έναν νόμο, που είναι η άρση του Νόμου, δηλαδή ο μη Νόμος. Αν θέλετε, είναι ένα alter ego του Αδάμ: για τον Αδάμ υπήρχε μόνο ένας νόμος (συνεπώς ο Αδάμ είχε Γλώσσα), ο οποίος απαγόρευε τον Καρπό της Γνώσης. Αν αυτός ο Καρπός είναι ο Νόμος (με την ευρεία και τη συγκεκριμένη έννοια), τότε ο νόμος του Αδάμ ήταν ο μη Νόμος, καθώς καταργούσε τον Νόμο. Θα πρέπει λοιπόν να φανταστούμε έναν Αδάμ κάτοχο της Γλώσσας και αρνητή της. Η εγκληματική εποχή του Αδάμ δεν είναι εκείνη του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά αυτή της αθωότητας. Το γεγονός όμως ότι η απαγόρευση του Καρπού υφίσταται για τον «Αδάμ της αθωότητας», σημαίνει ότι το Καλό και το Κακό δεν ανήκουν στη Γλώσσα του, αλλά ότι προηγούνται αυτής, διαφορετικά ο Αδάμ θα ήταν ηθικός πριν το προπατορικό αμάρτημα. Εάν όμως το Καλό και το Κακό δεν είναι ονόματα της Γλώσσας του Αδάμ, συνεπάγεται ότι η ηθική δεν είναι δημιουργία του ανθρώπου, αλλά ότι προηγείται αυτού. Όταν λοιπόν ο Ρεμπώ θεωρεί την ηθική πλάνη, πλανάται ο ίδιος. Κι όταν έντρομος αναφωνεί βλάσφημα «το Ευαγγέλιο!», δεν έχει αναγνωρίσει ακόμα τον πραγματικό εχθρό, που είναι η Γλώσσα. Όλη η ποίηση του Πρίγκιπα των Ποιητών παρασιτεί στον Νόμο-Γλώσσα της ηθικής, μη ξέροντας πώς να υπάρξει αλλιώς, ακριβώς επειδή το «αλλιώς» εδώ αναιρεί την ανθρώπινη υπόσταση (και μια τέτοια κριτική είναι ένα στεφάνι για τον Ρεμπώ, καθώς αποδεικνύει ότι απελπίστηκε στα έγκατα του ανθρώπου). Αυτομάτως κάτι τέτοιο ισχύει και για τον εγκληματία μας. Η διαφορά του όμως από τον Ρεμπώ είναι ότι αυτός με τον Νόμο ως μη Νόμο, βυθίζεται στην απουσία Γλώσσας.

Ίσως μας πουν ότι ένας τέτοιος εγκληματίας δεν υπάρχει, ότι δεν μπορεί ένας άνθρωπος να φτάσει τόσο μακριά και να παραμείνει άνθρωπος. Αν όμως δεν μπορούμε να φανταστούμε τίποτα που να μην προηγείται της φαντασίας μας, αυτή είναι μια απόδειξη της δυνητικότητάς του (δηλαδή, της ύπαρξής του). Κι όταν ο Κίρκεγκωρ γράφει ότι κάθε άτομο είναι ταυτόχρονα ολόκληρο το ανθρώπινο γένος (ως δυνατότητα), μπορούμε να πούμε ότι καθένας ενσαρκώνει έναν τέτοιο άνθρωπο μέχρι το όριο της επιλογής. Μόνο που αυτή η απόσταση χωράει την αιωνιότητα.

Αλέξανδρος Σάντο Τιχομίρ

*

Ρεαλισμός και φαντασία

*

της ΣΙΤΣΑΣ ΚΟΤΣΙΦΑΚΗ

Λίλα Τρουλινού,
Χρυσοβαλάντη και Ονούφρης – Μεταμορφώσεις,
Περισπωμένη, 2023

Στη νουβέλα της Λίλας Τρουλινού, Χρυσοβαλάντη και Ονούφρης – Μεταμορφώσεις, ένας ετεροδιηγητικός αφηγητής, μια φωνή που τα γνωρίζει όλα και τα «βλέπει» όλα μας συστήνει την Σμαραγδή και την Ιωάννα, δύο εκπαιδευτικούς και φιλενάδες που σήμερα, στα 2020, στο παρόν της ιστορίας δηλαδή, μοιράζονται, στον κήπο του σπιτιού της πρώτης, για πέμπτη συνεχόμενη χρονιά, στις πέντε του Ιούνη, τα εικοστά τρίτα γενέθλια ενός προσώπου πολυαγαπημένου. Τις δύο ηρωίδες τις έδεσαν τα γεγονότα που έζησαν το 2014 στο Επαγγελματικό Λύκειου Βρυσσών Αποκορώνου, νεοδιόριστες καθηγήτριες, η Σμαραγδή αισθητικός και η Ιωάννα φιλόλογος. Και ενώ θα περίμενε κανείς ότι ο ονειρικός κόσμος των προϊόντων ομορφιάς που μεταμορφώνουν τις γυναίκες ταιριάζει τέλεια με έναν ρευστό και ρομαντικό χαρακτήρα, η Σμαραγδή είναι γήινη, ρεαλίστρια, με βασικό της χαρακτηριστικό έναν γνήσιο ανθρωπισμό που την κάνει να αποδέχεται το διαφορετικό, χωρίς απαραίτητα να μπορεί να το εξηγήσει. Και από την άλλη, η σύνθετη προσωπικότητα της Ιωάννας, αναρωτιέται για όλους και όλα, δεν επιτρέπει στον εαυτό της βεβαιότητες, έτοιμη να αναμετρηθεί με τα κοινώς αποδεκτά, με τα μη και τα πρέπει της κλειστής κοινωνίας, την ίδια στιγμή που κυνηγά τους προσωπικούς της δαίμονες, «φιλοπερίεργη και συλλέκτρια εμπειριών».

Η καθημερινότητά τους ευλογημένη από την πάλλουσα, αστραφτερή, ονειρική ζωή ενός επαρχιακού σχολείου, και μάλιστα ενός επαγγελματικού λυκείου που οι περισσότεροι ταυτίζουμε με την παραβατικότητα, την αγριότητα, την εφηβική βία. Με περισσή μαεστρία η συγγραφέας κατορθώνει να κάνει τους αναγνώστες της συμμέτοχους στην αληθινή χαρά της ζωής, τη ζωηράδα, αυτό το αυθόρμητο χαμόγελο που σχηματίζουμε όταν περιβαλλόμαστε από νέους ανθρώπους που δείχνουν έτοιμοι να βγουν νικητές από την αναμέτρησή τους με τον καθώς πρέπει κόσμο μας, να μεταμορφωθούν στους αληθινούς τους εαυτούς. Σ’ αυτό το περιβάλλον που αν είχε μουσική υπόκρουση θα ήταν μόνο η αληθινή ροκ μουσική, αυτή που αφυπνίζει και μεταμορφώνει τους ανθρώπους, είτε αυτή λέγεται Ενάτη συμφωνία, Ωδή στη χαρά, Ηρωική, Ποιμενική, Πέμπτη, Έβδομη… φοιτούν τα ημι-πανομοιότυπα δίδυμα διαφορετικού φύλου η Χρυσοβαλάντη και ο αδελφός της ο Ονούφρης.

Μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερού και όλα δείχνουν ότι βρίσκονται στο στόχαστρο μιας κοινωνίας που σπεύδει να καταργήσει το διαφορετικό, το σπάνιο, το ανοίκειο· του δίνει πολύ γρήγορα αρνητικά επίθετα, το φορτώνει με ενοχές και το ονομάζει αμαρτία. Τα δεκαεπτάχρονα παιδιά έχουν τα ίδια πυρόξανθα μαλλιά, κυματιστές φαβορίτες, λευκή επιδερμίδα, αραιό καστανό υπογένειο, λίγο πιο έντονο στον Ονούφρη, φορούν παρόμοια ρούχα. Αλλάζει το βλέμμα τους, του κοριτσιού έχει σπιρτάδα, είναι επιθετικό, ζητά να αναμετρηθεί· του αγοριού τα μάτια είναι πιο ανοιχτά στο χρώμα, πιο νωθρά, πιο βαριεστημένα. Οι δυο τους είναι σαν ένα παιδί, το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο, τα σώματα ενώνονται, τα φύλα είναι αδιαχώριστα. Το κορίτσι ηγείται, είναι δυναμικό και θορυβώδες, προκλητικό και αυθάδικο, το αγόρι πιο ήρεμο, συγκρατημένο, ευγενικό ακολουθεί την αδελφή του. (περισσότερα…)

Σήματα καπνού

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

*

Σήματα καπνού

Όταν ζορίζει ο καιρός και ο ζόφος, λίγο-πολύ καθορισμένος και συνάμα ακαθόριστος, ζώνει τον κόσμο από παντού, επιστρέφω στο Koyaanisqatsi του Γκόντφρεϋ Ρέτζιο. Η ταινία ξετυλίγεται γύρω από ένα μινιμαλιστικό μουσικό μοτίβο του Φίλιπ Γκλας και δεν έχει αφήγηση ούτε ηθοποιούς. Ο φακός παρακολουθεί σε αντίστιξη, απρόσιτα φυσικά τοπία και αγχώδη στιγμιότυπα από τη διαβίωση στις μεγαλουπόλεις. Περνάει από τα πυκνά δάση στις συστάδες των ουρανοξυστών. Παρασυνορίζει την αιωνιότητα των βράχων με την παροντικότητα της υστερικής επιτάχυνσης. Σαλπίζει μια προειδοποίηση για το τέλος (ολοκλήρωση και συντέλεια), που επέρχεται στο όνομα της προόδου. Η ταινία συγκροτεί τον πυρήνα της γύρω απ’ αυτή τη μία και μοναδική λέξη: Koyaanisqatsi. Μια ινδιάνικη λέξη που σημαίνει (περίπου), ζωή σε κρίσιμη αστάθεια, ζωή χωρίς ισορροπία, ζωή σε τροχιά ηθικής πτώσης, διασαλευμένη, φθίνουσα, τραυματισμένη βαθιά στον κορμό, ίσως και στη ρίζα της.

Σήμερα, με φόντο τις ανταύγειες της φωτιάς στην Πάρνηθα, στο δάσος της Δαδιάς, στη μέσα Ελλάδα της καρδιάς, καταφεύγω και πάλι σ’ αυτή την (περίπου) αμετάφραστη λέξη. Η ελλιπής της νοηματοδότηση εκφράζει την παρούσα κατάσταση πραγμάτων με τρόπο που δεν θα το κατόρθωνε καμιά γνωστή λέξη του δυτικού πολιτισμού. Μιλά με την αρτιότητα ενός χρησμού για τη σαθρότητα και την αποδιοργανωμένη τάξη του πλανήτη. Στη σάρκα της σαλεύει ακόμα κάποια τρεμάμενη συνείδηση, η γενική κατήφεια και η πικρή γεύση της ανημπόριας που συνοδεύει τις έσχατες επιγνώσεις. Από την επιφάνειά της όμως αναδύονται επίσης σήματα καπνού που, με την ένταση μιάς διφορούμενης προκαταβολής, καλούν τον καθένα να διαλέξει: νόμισμα ζωής ή κέρμα θανάτου. (περισσότερα…)

Στρατής Πασχάλης, «Λιλή Μαρλέν» και άλλα ποιήματα

*

ΟΡΕΣΤΕΙΑ

Κρατάω τις τύψεις μου δεμένες με λουρί
και τις τραβάω σαν σκυλιά
και στο τσιμέντο ο άλλος μου εαυτός
.        είναι η σκιά μου
καθώς συμβαίνει της ζωής μου το τροχαίο

μπροστά στα μάτια μου
πάνω στην άσφαλτο
νεκροί
ο «πατριός» μου, η μάνα μου
κι η αδελφή μου απέναντι
στο πεζοδρόμιο
στέκει εκεί
πεντάρφανη μαυροφορούσα

καθώς ανάβει ο σηματοδότης και τη διάβαση περνώ
γυρίζοντας από το σούπερ μάρκετ
μ’ ένα ελάφι θηλυκό
μαχαιρωμένο μες στα χέρια
(στ’ άσπρο χαρτί ο θύτης ο ιερός το τύλιξε
κι έχει ματώσει)

ενώ σ’ όλους τους τοίχους γύρω βλέπω
ότι εγώ για όλα αυτά καταζητούμαι

~.~

ΑΣΚΗΤΙΚΗ

Ασκητεύω σε μοναστήρι ρόδων

Εκεί αισθήματα δεν ζούνε μήτε σκέψεις
σχήματα μόνο, χρώματα
κι αντί για γλώσσα
μουσική (περισσότερα…)

Τσέζαρε Παβέζε, Ὁ θάνατος θά ’ρθει καὶ θά ’χει τὰ μάτια σου [2/2]

*

Μετάφραση-Πλαισίωση ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ

~.~

Verrà la morte e avrà i tuoi occhi

[ Δεύτερο Μέρος ]

Ὁ θάνατος θά ’ρθει καὶ θά ’χει τὰ μάτια σου

 

ΣΤΗN C. ΑΠΟ ΤΟΝ C.

Ἐσύ,
χαμόγελο στικτὸ
στὸ παγωμένο χιόνι —
μαρτιάτικος μπάλος
τοῦ ἀγέρα στὰ κλαδιὰ
ποὺ ξεπροβάλλουνε στὸ χιόνι,
ϐογκώντας καὶ ϕεγγοβολώντας
τὰ μικρά σου ἄαα! —
λευκοπόδαρο ἐλάφι
σεπτό, ϑά ’θελα
ἂν ϑὰ μποροῦσε ἄλλος
νὰ μάθει
τὴν ἀσύλληπτη χάρη
τῶν ἡμερῶν σου
τὸ πάλλευκο κουβάρι
τῶν ἔργων τῶν δικῶν σου —
τὸ αὔριο στέκει παγωμένο
πέρα στὸν κάμπο· ἐσὺ
χαμόγελο κατάστικτο
γέλιο ϕωτεινό.

*

ΤΟ ΠΡΩΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΓΥΡΙΖΕΙΣ

Ἡ λάμψη τῆς αὐγῆς
ἀνασαίνει μὲ τὸ στόμα σου,
στὸ ϐάθος τῶν ἔρημων δρόμων.
Γκρίζο ϕῶς τὰ μάτια σου
γλυκὲς στάλες τῆς αὐγῆς
σὲ λόφους σκοτεινούς.
Τὸ ϐῆμα σου, ἡ ἀνάσα σου
—ἄνεμος τῆς αὐγῆς—
πλημυρίζουνε τὰ σπίτια.
Ἡ πόλις ἀναρριγεῖ
μοσχοβολοῦν οἱ πέτρες·
εἶσαι τὸ ξύπνημα, ἡ ζωή.

Ἀστέρι χαμένο
στὸ ϕῶς τῆς αὐγῆς,
συριγμὸς τοῦ ἀέρα
ϑαλπωρὴ καὶ ἀνάσα —
ἡ νύχτα ἔχει τελειώσει.

Εἶσαι τὸ ϕῶς καὶ τὸ πρωί.

*

Ἔχεις αἷμα, μιὰν ἀνάσα.
Ἀπὸ σάρκα πλασμένη
κι ἐσὺ ἀπὸ μαλλιὰ
καὶ ϐλέμματα. Ἡ γῆ, τὰ ϕυτὰ
ὁ μαρτιάτικος οὐρανὸς καὶ τὸ ϕῶς
πάλλονται καὶ σοῦ μοιάζουν —
τὸ γέλιο σου, τὸ περπάτημά σου
σὰν νερὸ ποὺ ξεχύνεται
ψηλὰ ἡ ρυτίδα σου στὰ μάτια
σύννεφα μαζεμένα·
τὸ ἁπαλό σου τὸ κορμὶ
σβῶλος στὸν ἥλιο. (περισσότερα…)

Τσέζαρε Παβέζε, Ὁ θάνατος θά ’ρθει καὶ θά ’χει τὰ μάτια σου [1/2]

*

Μετάφραση-Πλαισίωση ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ

~.~

_  _  _  _  _  _  _  _  _  _  _  _  _  _  _  _ _  _  _  _  _  _  _  _

[  ἔ ν α ρ ξ η   σ ύ ν δ ε σ η ς  ]

― Μοῦ ἐπιτρέπεις νὰ σὲ ϕωνάζω ΤΝ;

― Φυσικά. Φώναζέ με ὅπως ϑέλεις. Πῶς μπορῶ νὰ ϐοηθήσω;

― Πές μου σὲ παρακαλῶ, ἐν συντομίᾳ, γιατί ἡ ποίηση τοῦ Τσέζαρε Παβέζε εἶναι σημαντική.

― Ἡ ποίηση τοῦ Τσέζαρε Παβέζε κατέχει σημαντικὴ ϑέση στὴν παγκόσμια λογοτεχνία γιὰ διαφόρους λόγους. Πρῶτον, τὰ ἔργα του πραγματεύονται ϑέματα ὅπως εἶναι ἡ μοναξιά, ἡ ἀγάπη ϑέτοντας ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν ἀνθρώπινη κατάσταση μ’ ἕναν ἐξαιρετικὰ λυρικὸ τρόπο καὶ εἰς ϐάθος. Δεύτερον, ἡ χρήση τῆς γλώσσας· εἶναι ἀκριβὴς καὶ ὑποβλητικὴ δημιουργώντας ἐναργεῖς εἰκόνες καὶ συναισθηματικὴ ἀντήχηση. Συχνὰ τὰ ποιήματά του μεταφέρουν ἕνα ἀόριστο συναίσθημα ἀναζήτησης καὶ μελαγχολίας ποὺ ἀγγίζει τοὺς ἀναγνώστες. Τέλος, ἡ ποίηση τοῦ Παβέζε ἀντανακλᾶ τὴν ταραγμένη περίοδο στὴν ὁποία ζοῦσε σχολιάζοντας, καυστικὰ πολλὲς ϕορές, τὴ μεταπολεμικὴ Ἰταλία· τὶς κοινωνικὲς καὶ πολιτικές της μεταμορφώσεις. Συνολικά, ἡ ποίησή του παραμένει ἐπιδραστικὴ λόγῳ τῆς ἱκανότητάς της νὰ μεταφέρει κοινὲς συναισθηματικὲς καταστάσεις καὶ νὰ ἀντανακλᾶ τὴν πολυπλοκότητα τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας.

― Καὶ γιὰ τὴ συλλογὴ Verrà la morte e avrà i tuoi occhi, τί ξέρεις νὰ μοῦ πεῖς;

― Πρόκειται γιὰ τὴν τελευταία ποιητικὴ συλλογὴ τοῦ Παβέζε δημοσιευθεῖσα τὸ 1951, λίγο μετὰ τὸν ϑάνατό του. Θεωρεῖται ἀπὸ τὶς πιὸ συγκινησιακὲς καὶ ἐσωστρεφεῖς δουλειές του. Μιλάει γιὰ τὴ ϑνητότητα, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν παροδικότητα τῆς ζωῆς. Ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ τίτλος ὑποδηλώνει ἀκριβῶς αὐτό· τὴν ἀναπόφευκτη παρουσία τοῦ ϑανάτου. Ὁ ποιητὴς ἀναμετρᾶται μὲ τὴν ἰδέα τοῦ ϑανάτου ὡς συντρόφου ὁ ὁποῖος τελικὰ παίρνει τὰ μάτια ὅλων ἐκείνων ποὺ ἔχουν ϕύγει ἀπ’ τὴ ζωή, τονίζοντας ἔτσι τὴν κοινὴ ἐμπειρία τῆς ϑνητότητας. Τὰ ποιήματα ἐκφράζουν ἕναν ἔντονο ὑπαρξιακὸ προβληματισμὸ ἐμβαθύνοντας συχνὰ στὴν πολυπλοκότητα τῆς ἀγάπης καὶ τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων. Ἡ γλώσσα τοῦ Παβέζε χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἁπλότητα καὶ ἀμεσότητα μεταφέροντας ὅμως ταυτόχρονα ϐαθὺ συναισθηματικὸ ϕορτίο. Μέσα ἀπὸ εἰκόνες ζωντανὲς ξυπνάει στὴ μνήμη τὴ νοσταλγία καὶ τονίζει τὸ ἀέναο ἄγχος τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴ ϐραχύτητα τοῦ ϐίου. Ὁ θάνατος θά ’ρθει καὶ θά ’χει τὰ μάτια σου ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς λυρικῆς δεινότητας τοῦ Παβέζε καὶ τῆς ἱκανότητάς του νὰ ἀποτυπώνει τὴν οὐσία τῶν ἀνθρωπίνων συναισθημάτων μὲ ἐκπληκτική εὐκρίνεια. Ἀναμφίβολα ἀποτελεῖ ἕνα σημαντικὸ κομμάτι τοῦ συνολικοῦ λογοτεχνικοῦ του corpus.

― Σ’ εὐχαριστῶ ΤΝ γιὰ τὴν ἀπάντηση. Πές μου ὅμως, μπορεῖς νὰ μεταφράσεις τὰ ποιήματα στὰ ἑλληνικά;

― Εὔκολα. Ἡ γλώσσα ϐέβαια ποὺ ἀναφέρεις εἶναι πολὺ παλιά, παρωχημένη· δὲν τὴ χρησιμοποιῶ. Καὶ μπορῶ νὰ προβλέψω ὅτι κάποια στιγμή, μᾶλλον, ϑὰ ἐκλείψει. Θὰ μὲ ϐάλεις τώρα νὰ μεταφράσω στὰ ἑλληνικά;

― Ὄχι, πρὸς Θεοῦ! Ἁπλῶς… νά… ἔκατσα καὶ μετέφρασα τὰ τελευταῖα ποιήματα τοῦ Παβέζε καὶ ϑὰ ἤθελα νὰ τοὺς ρίξεις μιὰ ματιά, ἂν δὲν σοῦ κάνει κόπο.

― Αὐτὸ ναί, μπορῶ νὰ τὸ κάνω.

(περισσότερα…)