Month: Μαΐου 2023

Τέσσερις μήνες

*

Ανοίγει τον υπολογιστή να χαζέψει λίγο. Τα μάτια του πέφτουν στην ημερομηνία. Τέταρτη μέρα σήμερα. Αν δεν ήταν εκείνος ο ηλίθιος που συνόδευσε τον αδελφό του στο νοσοκομείο και κυκλοφορούσε χωρίς μάσκα, δε θα έμπαινε σε καραντίνα. Τώρα θα ήταν στη δουλειά. «Ποια μέρα να είναι σήμερα»; σκέφτεται. Πέμπτη. Τώρα θα είχε εφημερία. Εδώ που τα λέμε λίγη ξεκούραση την ήθελε. Μόνο που πρέπει κάθε μέρα να βάζει θερμόμετρο να βλέπει αν κάνει πυρετό. Άσε την καραντίνα για δυο εβδομάδες.

12:22. Τέτοια ώρα είναι ήσυχα στην εντατική. Όλο το εικοσιτετράωρο είναι ήσυχα, αλλά μετά τις 10:30 το βράδυ ακούγεται κι η πατημασιά μυρμηγκιού που λέει ο λόγος. Τόση ησυχία! Δε μαθαίνει ποτέ τα ονόματα όσων περνάνε από εκεί μέσα. Δεν ξέρει αν είναι επειδή φοβάται ή για πρακτικούς λόγους. Μήπως μένουν για πολύ; Ή πάνε σε κανονικό θάλαμο ή σε νεκρικό. Έχει το δικό του σύστημα. Δίνει στον καθένα το όνομα ενός μήνα. Ξεκινά από τον Μάρτιο και μετράει τα κρεβάτια με τη σειρά. Διάλεξε τον Μάρτιο, επειδή στις 12 Μαρτίου είναι τα γενέθλιά του. Όταν έφυγε από το νοσοκομείο, για να μπει σε καραντίνα, στην εντατική ήταν ο «Μάιος», ο «Ιούλιος», ο «Αύγουστος» και ο «Νοέμβριος». Τρεις εποχές. Σκέφτεται ότι λείπει ο χειμώνας. Ο επόμενος που θα μπει στο θάλαμο θα ήταν καλό να μπει σε ένα μήνα του χειμώνα, έτσι για την τάξη .

Ο «Μάιος» είναι ο πιο ηλικιωμένος από όλους. 85 χρόνων. Έχει μανία με τα γυαλιά του. Όλο ζητάει να του τα φέρουν. «Τι θα δεις με τα γυαλιά;» του είπε μια μέρα. «Να εδώ μία νοσοκόμα έχει το ίδιο χρώμα με τα μάτια της μάνας μου ή της γυναίκας μου, αλλά δεν είμαι βέβαιος∙ αυτό ψάχνω να δω». Σκέφτεται πώς θα ήταν ο «Μάιος» στην ακμή του. Τον φαντάζεται με λεπτό μουστάκι να βλασταίνει πάνω από τα χείλη του και να σκαλώνουν εκεί οι σταγόνες της θάλασσας το καλοκαίρι. Θα έχει και φωτογραφία ασπρόμαυρη, δίπλα στη θάλασσα, με φαρδιά παντελόνια σαν τεντόπανα σφιχτά δεμένα στη μέση με πέτσινη ζώνη. Δίπλα του, άλλοι δυο νέοι και δυο κορίτσια. Γελάνε και έχουν σγουρά μαλλιά. Να δεις που θα τα τύλιγαν το βράδυ με κορδέλες από παλιό φθαρμένο νυχτικό. Τώρα που το σκέφτεται, στη φωτογραφία θα μπορούσε να είναι κι η «Νοέμβριος» από απέναντι. Κοντά στα χρόνια του είναι κι αυτή. Είναι γεννημένη κοκέτα, πάντως. Τη βλέπει πώς σιάζει τα μαλλιά της με τα χέρια, όταν μπαίνει ο γιατρός. Και το νυχτικό της δεν είναι βαμβακερό λουλουδάτο. Είναι λευκό με δαντέλα στο άνοιγμα του λαιμού. Άκου λευκό με δαντέλα! Τη φαντάζεται στη φωτογραφία του «Μαΐου» στο κέντρο, με το κεφάλι γερμένο λίγο στο πλάι, το δεξί πόδι λυγισμένο σαν τρυφερός βλαστός κι ένα καπέλο να καθορίζει το φως στο πρόσωπό της. Το απόβραδο, πριν φύγει η παρέα από την παραλία, φαντάζεται τον «Μάιο» να της βάζει κρυφά στο χέρι ένα λευκό βότσαλο κι επάνω να έχει γράψει κάτι, αλλά τι άραγε; (περισσότερα…)

Ο ποιητής και ο όχλος

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ο Καρδιοκατακτητής των Δυτικών Επαρχιών του Τζων Μίλλινγκτον Συνγκ, έργο από τα κορυφαία της ιρλανδικής δραματουργίας, ιστορεί τις παράδοξες περιπέτειες ενός φαφλατά χωριάτη. Ο νεαρός πάνω στον επιδεικτικό του οίστρο καυχιέται δημοσίως ότι σκότωσε τον πατέρα του. Οπότε βλέπει να συμβαίνει το καταπληκτικό: να αποσπά γι’ αυτό τον θαυμασμό των συντοπιτών του, ιδιαίτερα το ερωτικό ενδιαφέρον των γυναικών.

Όταν το δράμα του Συνγκ πρωτανέβηκε στο Abbey Theatre του Δουβλίνου τον Γενάρη του 1907 προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση εθνικιστικών και θρησκευτικών κύκλων που κατακεραύνωσαν τον συγγραφέα και τους συντελεστές ως ανήθικους και δυσφημιστές της Ιρλανδίας. Για να ολοκληρωθούν οι παραστάσεις χρειάστηκε η παρέμβαση της αστυνομίας. Εκτεταμένα έκτροπα προκλήθηκαν και στην περιοδεία του Θεάτρου στις ΗΠΑ λίγα χρόνια αργότερα, στη Φιλαδέλφεια μάλιστα τα μέλη του θιάσου συνελήφθησαν προσωρινά. Η ιρλανδική διασπορά είχε φανεί κι εκείνη εξίσου λίγο ανεκτική με το κοινό της Μητρόπολης.

Ιδρυτής και διευθυντής του Abbey Theatre, καταστατικός σκοπός του οποίου ήταν ακριβώς η δημιουργία ιρλανδικού εθνικού θεάτρου και η πνευματική υποστήριξη του νησιού στον αγώνα του για την αποτίναξη της αγγλοκρατίας, ο ποιητής Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς συγκλονίστηκε από τη βιαιότητα των αντιδράσεων. Ιδίως από την ανικανότητα των συμπατριωτών του να διακρίνουν την αληθινή τέχνη από την κατηχητικού τύπου χρηστοήθεια.

Σε δύο επιγράμματά του γραμμένα εκείνη την περίοδο σαρκάζει σκληρά τον υποκριτικό πουριτανισμό του όχλου, τον οποίο σταθερά υποδαύλιζε ο πανίσχυρος καθολικός κλήρος, αλλά και την ανελεύθερη νοοτροπία που οι εχθροί της λογοτεχνίας καλλιεργούσαν στους κόλπους του πανεπιστημίου. (περισσότερα…)

Ημίαιμοι: Λογοτεχνικές αποκρίσεις σε μια έκθεση

*

του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ

Α

Βρέθηκα στην έκθεση «Crossbreeds» του καλλιτέχνη Αύγουστου Βεϊνόγλου, στον εκθεσιακό χώρο Potential Project (Ανδρέα Μεταξά 25, Εξάρχεια). Είδα έργα ζωγραφικής και γλυπτικής. Ενώ κοιτούσα, διάβαζα το συνοδευτικό φυλλάδιο: «λείψανα ή ανασκαμμένα ευρήματα», «διασταυρώσεις», «πιθανότητα ενός μέλλοντος, όπου τα μνημεία του θα περιλαμβάνουν και παράξενα υβριδικά ευρήματα». Έτεινα χείρα φιλίας σ’ εκείνους που δεν υπάρχουν πια και ζήτησα βοήθεια από αυτούς που θα έρθουν μετά από εμάς. Τα ίδια τα έργα έγιναν η ζωή μου για όσο βρισκόμουν εκεί. Τέσσερις συγγενείς πίνακες, με διαφορετικά ονόματα αλλά κοινό δόλο, δεν με άφηναν σε ησυχία. Τα ονόματά τους στιγμάτιζαν τον χώρο: «Πράσινο μέρος» («Green place»), «Πρώτη γέφυρα» («First bridge»), «Ρευστή περιοχή» («Flowy place»), «Παλαιά πόλη» («Old city»). Καρδιά μου, είπα, μην ξεγελαστείς, ούτε εσείς μάτια· είναι τοπία, είπα, και όσο διέτρεχα πιο προσεκτικά τη γραφίδα του καλλιτέχνη άρχισαν να φαντάζουν σαν ζωτικά όργανα. Κοίτα καλύτερα, είπε η γυναίκα της ζωής μου και ένας από τους πίνακες «γίνηκεν, ιδέστε / ο μίτος του Θανάτου», τι μεταμορφώθηκε σε ερπετό, και να οι πατούσες, να το φοβερό κεφάλι· όλα αυτά που δεν ήθελα να δω ανακατωμένα μέσα στις περισπούδαστες γραμμές. Θεέ μου, αναφώνησα μέσα στο χαμένο μου μυαλό, κάνε να μην ξυπνήσουν. (περισσότερα…)

Ο Γαργαντούας και ο Πανταγκρυέλ ανεβάζουν φωτογραφίες στο Ίνσταγκραμ

*

Μια κοινωνία της παρακμής δεν λατρεύει απλώς το φαγητό, το θεοποιεί. Αλλά η δική μας κοινωνία δεν μοιάζει να το αγγίζει πάντως ούτε να το απολαμβάνει με τη γλώσσα και τον ουρανίσκο. Θέλει απλώς να το φωτογραφίζει και να το εκθέτει στα σόσιαλ σαν επίτευγμα, σαν απόκτημα με υπερηφάνεια λες και αγόρασε ένα ακριβό αυτοκίνητο ή ένα κόσμημα. Θέλει να μοιραστεί τη χαρά της ή θέλει απλώς να κάνει τους άλλους να ζηλέψουν; Υπάρχει ειδική ρύθμιση στα κινητά για να φωτογραφίζει κανείς τα πιάτα και να τα ανεβάζει στο ίνσταγκραμ. Υπάρχει το food styling. Είναι instagrammable λέμε, ένα πιάτο με φωτογένεια, οποία τιμή γι’ αυτόν που το παρήγγειλε ή το ετοίμασε!

Άπειρα βιβλία μαγειρικής εκδίδονται καθημερινά, δεν είναι πια μόνον ο Τζέημυ Όλιβερ. Τώρα κάθε σοβαρό σπίτι επιβάλλεται να έχει στα ράφια της βιβλιοθήκης του έναν Οττολέγκι. Αλλά και λογοτεχνικά βιβλία καλής ποιότητος γράφονται για το θέμα της τροφής, της απόλαυσης του να μαγειρεύει κανείς, να δημιουργεί αυτοσχεδιάζοντας ή βάσει συνταγών και να ταϊζει τους γύρω του. Πότε αλήθεια έγινε αυτή η ζωτική μας ανάγκη τόσο σημαντική για τους νέους, πιο σπουδαία και από την ίδια την αγάπη και το σεξ; Ανέκαθεν περνούσαν τα παιδιά μια φάση γύρω στην εφηβεία όταν ανακάλυπταν την χαρά ενός ωραίου φαγητού και πειραματίζονταν για πρώτη φορά με την μαγειρική. Όμως σύντομα ξεχνούσαν αυτή τη φάση και προχωρούσαν σε άλλα πράγματα. Αστεϊζόμενοι λέμε ότι το φαγητό είναι «το σεξ του ηλικιωμένου» αλλά εδώ βλέπουμε κυρίως τους νέους να παθιάζονται με την αισθητική της γαστριμαργίας. Ηδονοβλεψίες της μάσας, μασουλάνε με απίστευτη λαχτάρα στα βίντεο που ανεβάζουν για τους followers. Υπάρχει αναμφισβήτητα ηδονή σ’ ένα ωραίο φαγητό, αλίμονο, και ο Ροσσίνι το ήξερε αυτό, ήταν εύσωμος, έγραφε συνταγές, δημιουργούσε νόστιμα πιάτα.

Άλλοτε ο τουρίστας αλλά και ο ταξιδιώτης –πρέπει να τους ξεχωρίζουμε για να μην παρεξηγηθούμε, μην πει κανείς ότι δεν ξέρουμε την διαφορά ανάμεσα στα δύο είδη– πήγαινε να δει αξιοθέατα και μουσεία στα μέρη που επισκεπτόταν. Τώρα δεν έχει τόσο πνευματικά ενδιαφέροντα, προτιμά να κλείνει ακριβά εστιατόρια και η εκδρομή του δεν είναι πλήρης αν όταν τον ρωτήσουν πώς πέρασε δεν μπορεί ν’ απαντήσει ότι έφαγε σε μια καλή παραδοσιακή ταβέρνα με σπιτικό φαγητό ή σε ένα ρεστωράν βραβευμένο με αστέρι Michelin. Επίσης πρέπει και να αποδείξει ότι πήγε. Με μια φωτογραφία φυσικά. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ήταν πραγματικά νόστιμο το πιάτο, αυτή η δυνατότης δεν έχει ακόμα εφευρεθεί στο διαδίκτυο, η γεύση και η όσφρηση δεν μπορούν προς το παρόν να μεταδοθούν ηλεκτρονικά. (περισσότερα…)

Μαίρη Όλιβερ, Πέρα ἀπό τή ζώνη τοῦ χιονιοῦ

*

Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

~.~

Πέρα ἀπό τή ζώνη τοῦ χιονιοῦ

Ἐκφωνητές ἀπό τοπικούς σταθμούς, ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλον, ἀπαριθμοῦν καταστροφές σάν ἀπαγγελίες σκοτεινῶν ποιημάτων
Ὅπως συμβαίνει πάντα στά δόντια τοῦ χειμώνα.
Ἀλλά γιά ἄλλη μιά φορά ἡ θύελλα μᾶς προσπερνᾶ:
Συνηθισμένα μέτριο κι ὄμορφο, τό χιόνι στρώνεται
Ἐνῶ παιδιά μέ ξεφωνητά ἐπιστρέφουν στό παιχνίδι,
Καί γελαστοί πολίτες κουκουλωμένοι ἀκόμη μιά φορά
Καθαρίζουν τά ἄνετα τους μονοπάτια τῆς καύχησης καί τῆς φιλικῆς ὑποδοχῆς.

Καί τί ἄλλο θά μπορούσαμε νά κάνουμε; Ἄς εἴμαστε εἰλικρινεῖς.
Δυό πολιτεῖες βόρεια, ἡ θύελλα πῆρε ζωές.
Δυό πολιτεῖες βόρεια, γιά μᾶς, εἶναι πάρα πολύ μακριά, –
Μιά χώρα δέντρων, μιά περιοχή πάνω σέ χάρτη,
Ἕνας ἄγριος τόπος, οὔτε πῆγε κανείς ἐκεῖ ποτέ, – ἔτσι κι ἐμεῖς
Εὔκολα λησμονᾶμε κάθε μακρινό θανατικό.

Εἰρηνικά ἀπό τίς παγωμένες μας αὐλές παρακολουθοῦμε
Τά παιδιά μας νά τρέχουν στούς ἥπιους λευκούς λόφους.
Αὐτό εἶναι τό τοπίο πού κατανοοῦμε, –
Κι ὅσο ἡ ἀρχή τῶν πραγμάτων παραμένει ριζωμένη,
Πῶς τά παραδείγματα νά μᾶς βγάλουν ἀπό τήν ἡρεμία μας;
Δέν λέω πώς δέν εἶναι σφάλμα.
Λέω μόνον πώς, παρεκτός κι ἄν ἔχουμε ἀγαπήσει,
Ὅλα τά νέα καταφθάνουν σάν ἀπό μιά πολύ μακρινή χώρα.

MARY OLIVER

*

 

 

Άρης Αλεξάνδρου, Πρωτομαγιά

*

Στα τζάμια σου μπουμπουκιάζει η χτεσινή βροχή
τώρα που η παραλία ανάβει τα φανάρια της.
Ένα καΐκι στάθηκε καταμεσίς στο πέλαγο. Γαλήνη.
Περίμενε δω με το βλέμμα στις σταγόνες
(δυο ανθισμένες γαλάζιες σταγόνες τα μάτια σου).
Περίμενε. Θα ξημερώσει.
Θέλω να σε ξέρω στο παράθυρο
αγναντεύοντας κατά τον τόπο της χαραυγής
νοσταλγώντας το περσινό καλοκαίρι.
(Τα νερά ν’ ανασαίνουν ζεστασιά
το γυμνό σώμα της ημέρας πλαγιάζει μες στα στάχυα
κι ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα κρυφοκοιτάει μια παπαρούνα.)
Θέλω να σου χαρίσω ένα τόσο δα ουράνιο τόξο
τώρα στα γενέθλια της δεκαοχτάχρονης αυγής,
ένα λουλουδένιο δαχτυλίδι
μια υπόσχεση ελπίδας.

ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

*