Υπόλοιπα συγκέντρωσης

*

του ΓΙΑΝΝΗ ΛΕΙΒΑΔΑ

Η ποίηση όσο είναι απροκάλυπτη άλλο τόσο είναι διαφαινόμενη. Κάθε ποίηση προϋποθέτει τη δημιουργία μίας γλώσσας η οποία είναι καίρια, σημαντική, διότι είναι μοναδική. Αντιστοίχως σε κάθε προσωπική γλώσσα έκφρασης εκτός ποίησης η μοναδικότητα είναι ίδιον ενός εκφραστή και όχι ενός ποιητή.

Βρισκόμαστε σε μεταίχμιο νεωτερικών συμφορήσεων και πρωτοποριακών  παρερμηνειών. Κατ’ εμέ σήμερα γίνεται προσπάθεια να αποχαρακτηριστεί η ποιητική τέχνη και να μετατραπεί σε εύτακτο μέρος της κοινωνικής κανονικότητας, αποκτώντας θεσμική αναγνώριση. Η ανάγκη προσεταιρισμού είναι κεφαλαιώδης. Φυσικό επακόλουθο λοιπόν η εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος ακαταρτισίας και ημιμάθειας, με τους ημιμαθείς να εγκαλούν τους ακατάρτιστους και τους ακατάρτιστους να επιτίθενται στους ημιμαθείς. Αμφότεροι γράφουν κείμενα για όλα τα γούστα και καλώς τα γράφουν, έχουν τη σημασία τους, δεν αντιλέγω, η ποίηση όμως μα δεν είναι για όλα τα γούστα, η ποίηση δεν ανταποκρίνεται στο γούστο κανενός, η ποίηση δεν αφορά κανένα γούστο, δεν αιτιολογείται σε ομοφροσύνη.  Απεναντίας, η παύση του γούστου θα μπορούσε να είναι ένας καλός ορισμός της, η ολοκλήρωση μιας τέτοιας παύσης θα είχε πολλά να προσφέρει στην απανταχού ερμηνευτική.

Βεβαίως ο ορισμός της ποίησης, της κριτικής, κτλ, επαναπροσδιορίζεται ατελώς, ή ορθότερα, αποκαθίσταται ατελώς. Μα ο αποχαρακτηρισμός, ο οποίος ευρύτερα ανθεί, δεν έχει σχέση με τον επαναπροσδιορισμό. Η κριτική παραμένει εγκλωβισμένη στην ηθικο-κοινωνική παραμυθολογία του μοντέρνου συντηρητισμού του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, όχι εντελώς αδικαιολόγητα εφόσον τα εκδιδόμενα κυμαίνονται μεταξύ  εκφωνητικών παροξυσμών και στιχοδρομιών. Η σύγχρονη ελληνική ποίηση όσο και η ξένη, κρίνονται με βάση μία περίκλειστη συλλογιστική, η οποία συνοδεύεται από χαμηλό πήχη πρόσληψης και ανάγνωσης. Για ν’ αναγνωρίσει κανείς μία σημαντικότατη περίπτωση θα πρέπει να έχει ήδη αναγνωρίσει άλλες εξίσου σημαντικές ή έστω σημαντικές περιπτώσεις.

Το πολύκροτο άλμα πάνω απ’ το βάραθρο της ερμηνείας,  επικροτείται, προς το παρόν, μόνο σε δύο περιπτώσεις, στην προθεσιακή δυναμική που μπορεί να εκφράσει κάποιος γι’ αυτό ή στην πραγματοποίησή του υπό την προϋπόθεση πως ο άλτης βελτιώνει το πλεονέκτημα μιας επαγωγής προς τα πίσω μα όχι μιας απομάκρυνσης προς τα εμπρός, προς τα άλματα που θα χρειαστεί να γίνουν κατόπιν. Εάν δεν αναγνωρίζεται η ανάγκη επόμενων αλμάτων, το άλμα αυτό δεν χρειάζεται να γίνει κι αν γίνει είναι ανούσιο.

Σχεδόν τα πάντα, όπως έχω ξαναπεί, είναι αντιγραφές, απομιμήσεις. Δεν είναι μόνο η απομίμηση τρόπου διαδεδομένη, μα και η απομίμηση άποψης, εικασίας, εντύπωσης. Η αποζήτηση αυτή είναι κοινή, αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο υπάρχει απόλυτη, απολυτότατη, σύμπτωση σ’ αυτή την υπερπαραγωγή. Αυτό προκλήθηκε από την καταναλωτικοποίηση της ποίησης, όχι από την ποικιλότητά της.

Η εκδιδόμενη «πολυφωνία» δεν έχει σχέση με την ποιητική ποικιλότητα. Αυτού του είδους η πολυφωνία -η οποία δεν είναι κάτι περισσότερο από κατανυκτική προσήλωση στο περικείμενο και απαξίωση του κειμένου και του περιεχομένου- έπρεπε να υποστηριχτεί τόσο δογματικά όσο και πολιτισμικά. Η πρεμούρα της αριστερής διανόησης και κριτικής για κυριαρχία μιας «ποιητικής πολυφωνίας» που να είναι στα μέτρα της, συμβάλει ιδιαίτερα σ’ αυτό, συνδυαζόμενη περίφημα με τις ανάγκες του εκδοτικο-εμπορικού καπιταλισμού.

Εάν η λογοτεχνική και κριτική Αριστερά αντιτίθετο πράγματι στη λεγόμενη ελεύθερη αγορά πολιτισμικότητας και κουλτούρας θα είχε να προτείνει την ελάχιστη ποίηση και όχι πανστρατιές ημιμαθών αντιδραστικών που υπάρχουν και εργάζονται ενάντια σε καθετί εκτός από την αυριανή τους επανάκαμψη στην αφηρωισμένη τους μερικότητα. Κανένα όραμα ιδεολογικής πίστωσης όμως δεν επιδέχεται συσχέτιση με την ποίηση.

Σήμερα, η διαδεδομένη κριτική επίσταται ηθικολογώντας, επαναδιατυπώνοντας χρησιμοθηρικά τις υπάρχουσες γνωσιακές βάσεις. Η κοινωνία ως επί το πλείστον καταναλώνει κειμενικά σκευάσματα. Τα πάντα έχουν να κάνουν με την παρουσίαση μιας προετοιμασμένης συνέπειας. Με την επικράτηση κάποιου προτύπου. Άλλη είναι όμως η αξία ενός «καλού» έργου που συντηρείται στην τρομερότητα ενός συγκριτικού αναγωγισμού και άλλη η αξία ενός έργου που δημιουργείται κατά τη σύλληψή του. 

Η ποίηση, η λογοτεχνία, αφαιρούν, ελαττώνουν, δεν προσθέτουν, δεν αυξάνουν. Από την άλλη, αυτή η τεράστια, πλέον, ανάγκη για αισθητική και σημασιακή «εγκριτότητα», ως απότοκο παντελούς έλλειψης κοινωνικής και πολιτισμικής συνοχής, έχει προκαλέσει τεράστια ανάγκη για ποιητική ευχρηστία, τα κείμενα αντιμετωπίζονται ως φαγώσιμα που ταιριάζουν σε δείπνο καλεσμένων.

Το πρόβλημα αυτό είναι αμιγώς κοινωνικό. Όσο οι υποτυπώδεις αναγνώστες αδυνατούν να διαβάσουν ποίηση, τόσο οι πραγματικοί αναγνώστες -όσοι διακρίνουν την έλλειψη κοινωνικο-πολιτισμικής συνοχής από τη διαφορά ποίησης– δεν είναι δυνατό να ομοφωνήσουν με τους υποτυπώδεις. Η απόκλιση, δηλαδή, δεν αφορά αποκλειστικά ποιητές και αναγνώστες μα επίσης αναγνώστες κι αναγνώστες, αφορά μέρος της κοινωνικής συνοχής και πρακτικότητας.

Καταλήγω λοιπόν σε δύο δείκτες, α) δεν υπάρχει δημιουργική βασιμότητα: ο κριτικός δεν είναι ανεξάρτητος από την κριτική κι ο ποιητής δεν είναι ανεξάρτητος από την ποίηση και β) η στιχική μεταγλώτιση σημασιών κι ερμηνειών, ποιημάτων, δεν είναι ποίηση, οι άνθρωποι που καταπιάνονται μ’ αυτή δεν είναι ποιητές μα οικειοποιητές.

Σ’ αυτό το επίπεδο ωστόσο δεν γίνεται να τεθούν ζητήματα συγκριτικής αξιολόγησης, καθώς είναι άλλο πράγμα το έργο ποίησης, άλλο πράγμα η  στιχοδρομία, η οποία έχει τη σημασία της μα ανήκει σε έτερο είδος. Η στιχοδρομία ακολουθεί την πρόοδο που σημειώνεται στη γενική αποδεκτικότητα και συμβάλει σε αυτή, η ποίηση όχι μόνο δεν την ακολουθεί μα την αμφισβητεί, την ακυρώνει, την υπερβαίνει.

Φαίνεται πως οι σχολιαστές έχουν αντιληφθεί τα πάντα εκτός από το ουσιαστικότερο, πως το περιεχόμενο του όρου ποίηση δεν ορίζεται τόσο από προϋπάρχοντα κριτήρια μα αναπτύσσεται από έργα  ποιητών.

Η ποίηση εμπεδώνεται σε ειδική γλώσσα η οποία βρίσκεται υπό διαμόρφωση, η θεμελίωσή της, δηλαδή, είναι ατελής, κάθε κρίση ή επιλογή που τεκμαίρεται από ψευδαίσθηση ολοκληρωμένης θεμελίωσης είναι άκυρη, λανθασμένη.

Το χάσμα ανάμεσα σ’ αυτόν που συλλαμβάνει διανοητικά εκ νέου κι αυτόν που συγκριτικά απλά αποδέχεται ή δεν αποδέχεται, είναι απροσμέτρητο, όμως το χάσμα ανάμεσα σ’ αυτόν που απλά αποδέχεται κι αυτόν που απλά δεν αποδέχεται είναι σπιθαμιαίο. Εκείνο το άλμα στο οποίο αναφέρθηκα πιο πάνω, είναι, σε όλες τις περιπτώσεις αιτιοτήτων, αναγκαίο.

Τα ποιήματα όπου εξαντλούνται πεποιθήσεις οι οποίες δικαιολογούν τα αίτια που οδήγησαν σε αυτές, με τα αίτια και τις πεποιθήσεις συνάμα να προσφέρονται ως σημασίες ή αιτήματα, δεν είναι πράγματι σύγχρονα. Το ανοιγόκλεισμα  μικρών κύκλων, μολονότι υπήρξε κάποτε τρόπος και είδος, δεν έγκειται στη σύγχρονη ποίηση.

Πιστεύω πως δεν υφίσταται πρόσφορο πολιτισμικό καταπίστευμα για την ανθρωπότητα, παρά μόνο διαπιστώσεις που αξιοποιούνται επανειλημμένα. Η μετατόπιση της ποίησης και της αισθητικής στο πεδίο αντιμετώπισης της έλλειψης καταπιστεύματος είναι τραγελαφική.

Συχνότατα αναγνώστες παριστάνουν τους ποιητές και τους κριτικούς και κριτικοί παριστάνουν τους ποιητές. Συχνότατα αναγνώστες και κριτικοί σχολιάζουν λες και έχουν γράψει το ποίημα από κοινού με τον ποιητή ή του το έχουν υπαγορεύσει. Συχνότατα αναγνώστες και κριτικοί έχουν την εντύπωση πως διαβάζοντας ένα βιβλίο εμπλέκονται στην απόδοση της ερμηνείας του. Συχνότατα στιχοπλόκοι συγκρίνονται και σχολιάζονται σε κοινή κλίμακα με ποιητές. Η κοινή αποζήτηση είναι λογικό κι επόμενο να μετασχηματίζεται σε αισθητική μικροπολιτική, σε εφήμερους ταξινομικούς προσδιορισμούς όπου οι  κριτικοί και οι σχολιαστές χρησιμοποιούν την ποίηση για να εκφράζουν την πραγματικότητά τους μα όχι για να την αλλάζουν.

Όπως για να αρνηθείς κάτι το έχεις πρώτα υποχρεωτικά επιβεβαιώσει, έτσι για να συνθέσεις κάτι το έχεις πρώτα υποχρεωτικά κατανοήσει, παρόλ’ αυτά συχνότατα, λόγου χάρη, α) γίνεται λόγος για «ποιητική σύνθεση» ενώ πρόκειται για ανάλυση (δηλαδή το αντίθετό της) είτε για «ποιητική σύνθεση» ενώ πρόκειται για εκτενή παράθεση, β) το να  γίνεται λόγος σ’ ένα ποίημα, σήμερα, για την αδυνατότητα κρίσης της απουσίας, για τη σημασία της απουσίας, είναι σαν να προσπαθεί κανείς να αντιμετωπίσει την έλλειψη οξυγόνου στο διάστημα με κατάπλασμα – αυτό είναι έλασσον, μπορεί βεβαίως να σου αποφέρει κρατική βράβευση∙ το να συνθέσεις όμως απουσία στο ποίημα είναι μείζον.

Κάθε ποιητής αναλαμβάνει, (δεν υιοθετεί) ένα υπόβαθρο πάνω στο οποίο δημιουργεί, το υπόβαθρο αυτό όμως δεν περιέχει ύφος, τεχνική, αναφορές, επιδιώξεις, από έργο άλλου ποιητή, το υπόβαθρο ανάπτυξης, όπως το ονομάζω, δεν είναι παρά μία απολύτως ειδική διατύπωση και αποτύπωση της οργανικής σχέσης του ποιητή με άλλους βαθμούς εποπτείας οι οποίοι επηρεάζουν τα δεδομένα της ποίησης. Εάν δεν προϋπάρχει, δηλαδή, δημιουργία ποίησης δεν επιτυγχάνεται σύνδεση, ανάληψη. Η ανάληψη υπόβαθρου στηρίζεται σε προϋπάρχουσα οργανικότητα του ποιητή που αναλαμβάνει, σε προϋπάρχον εποπτικό εύρος.

Το βασικό πρόβλημα είναι μορφωτικού, διανοητικού, τύπου. Για παράδειγμα, το σύμβολο αντιμετωπίζεται ως λεκτική έκφραση μιας συγκεκριμένης απόδοσης μα όχι ως ειδική λέξη που ονομάζει κάτι απολύτως ειδικό. Η διαχρονικότητα, λόγου χάρη, θεωρείται απόλυτη αξία μόνο όταν είναι επιλεκτικά σημαδεμένη, γιατί μία διαχρονικότητα ανοησιών, ας πούμε, είναι απορριπτέα. Παντού εντοπίζεται «εμπλοκή» ενός δικαιοκριτικού προκαθορισμού. Μια τέτοια βάση όμως κατά πόσο βοηθά στην ανάπτυξη της δικαιοκρισίας; Ο άνθρωπος με το τόξο στη σπηλαιογραφία αποτελεί σήμερα μεσάζοντα σύνδεσης δύο κόσμων; Όχι βέβαια.

Η ποίηση είναι πραγματοποιούμενη και όχι πραγματοποιημένη. Ένας εκφραστικός λόγος που φτάνει πάνω απ’ τη στάθμη της δηλωσιμότητας δεν καθιστά ένα κείμενο ποίημα. Ένας εκφραστικός λόγος που φτάνει πάνω απ’ τη στάθμη του παραλαμβάνειν δεν καθιστά ένα κείμενο ποίημα. Όπως το εξήγησα σε δοκίμιο του 2005, ποίηση σημαίνει περισσότερο παραδίδειν παρά παραλαμβάνειν.

Το ποίημα είναι μοναδικό περιεχόμενο, μα δεν είναι απομονωμένο στη μοναδικότητά του, καθώς μοναδικότητα, στην ποίηση, σημαίνει πως παραμένει καίριας σημασίας ακόμη κι όταν το πλαίσιό του έχει υποστεί απόλυτες αλλαγές. Το ποίημα στέκεται μόνο του μα αποκαλύπτεται στην ολότητα.

Το ποίημα ολοκληρώνεται κατά τη δημιουργία του, δεν ολοκληρώνεται από τις αποδόσεις των αναγνωστών καθώς η δημιουργία του στην πραγματικότητα αποτελεί ανάγνωση του δημιουργού μέσα στο περιεχόμενό του. Η διάρκεια της δημιουργίας του ορίζεται από τον θάνατο του δημιουργού του, από την έσχατη επιβεβαίωση του αναπότρεπτου. Όλες οι υπόλοιπες κρίσεις και λειτουργίες όσο σημαντικές κι αν είναι, παραμένουν υποδεέστερες, οι αναγνώστες, δηλαδή, δεν εξουδετερώνονται περιεχομενικά σ’ αυτό, μα του προσδίδουν ερμηνείες.

Η περιεχομενική ιδιαιτερότητα καθορίζει την αξιακή κλίμακα της ποίησης, όχι η καλλιέπεια κι η δικαιωματικότητα. Το ποιητικό, δηλαδή, δεν σχετίζεται, ριζικά ή αλλιώς, με τις αποδόσεις του ή με τις συνέπειές του. Το κοινωνικό, αντιθέτως, έγκειται σε αποδόσεις και συνέπειες, γι’ αυτό και αναδεικνύει άλλου τύπου αιτήματα και ανάγκες. Το κοινωνικό αποτελεί πραγματολογική υπομερικότητα του ποιητικού, υπόκειται εποπτειακά σε αυτό.  Γι’ αυτό κάθε ποιητική υπόσχεση εκπληρωτικού ρόλου εδράζει σε υπόσχεση επιπόλαιου απελευθερωτισμού. Κάθε εκπληρωματικό ποίημα εδράζει σε επίκληση ουτοπίας. Μπορώ να χαρακτηρίσω, δηλαδή, μία ποίηση σύγχρονη όχι μόνο εάν διακρίνω σε αυτή κατάργηση τέτοιων αιτιακών καθορισμών, μα όλων των αιτιακών καθορισμών.

Σ’ αυτό που ονομάζουν «σύγχρονη ποίηση» ή «νέα ποίηση» δεν αναζητούνται παρά νέες αποδείξεις για την αξία μίας πραγματικότητας ιδεοληψιών η οποία παρέρχεται μέσω των εποχικών της καινοτομιών. Η νέα ποίηση είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και προς ώρας εξαιρετικά δυσεύρετο.

Οι ουτοπίες και οι αποκαλύψεις είναι εξ φύσεως στερεοτυπικές. Οι προσδοκίες που συναντώνται στη λεγόμενη σύγχρονη ποίηση,  εμπίπτουν στην ψευδαίσθηση μίας ατομικής ανάλυσης που μετατρέπεται σε κοινωνική, ή στην επίκληση μιας κοινωνικότητας η οποία πάσχει από ατομικό στοιχείο. Αυτό ήταν λογικό να οδηγήσει σε υπερτονισμούς προκαταρκτικών δεδομένων που εισάγουν κάποιον στην ποίηση ως χαρακτηριστικά ανώτερων δημιουργικών ποιοτήτων. Γολγοθάδες σε μαρκίζες, αθωότητες σε προσκήνια. Κάθε εφήμερο ξύπνημα μεταξύ ληθαργικών περιόδων δημοσιοποιείται ως ποιητική έκλαμψη: υποφέρω, συνεπώς διαθέτω ποιητικό ρόλο ή  δικαιολογώ τον ρόλο αυτό. Είναι τουλάχιστον λυπηρό.

Δεν θα μπορούσε βέβαια παρά να ήταν αναμενόμενη η εξύψωση του υπολογίσιμου και η ταυτόχρονη απόρριψη του ανεπανόρθωτου.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ

*

Advertisement