*
του π. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΠΟΛΥΖΟΥ
Σωτήρης Γουνελάς,
Ιωνάς, Αρμός 2021
Θα επιχειρήσω –ανεπαρκής όντας– την περιγραφή της συνάντησης μεταξύ του Θεού και Ιωνά της Βίβλου και του Θεού και Ιωνά της ποιητικής σύνθεσης Ιωνάς του Σωτήρη Γουνελά. Αυτή η αναμέτρηση θα γίνει με πυξίδα, πετροκαλαμήθρα και πλοηγό το έργο του Έριχ Άουερμπαχ Μίμησις. Και μέσα απ’ αυτή την αναμέτρηση θα δούμε ποιος ο Ιωνάς και ο Θεός του Γουνελά και ποια η σχέση του με τα συγκείμενα, δηλαδή τα συναφή κείμενα-χωρία της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας, ώστε να αναδυθεί το πρόσωπο του Ιωνά και του Θεού της ποιητικής σύνθεσης. Θα δούμε πού συναντιούνται και πού «αποκλίνουν» τα κείμενα και πιο πολύ το δεύτερο. Γιατί η απόκλιση ορίζει τον τρόπο που υπάρχουν ως ποιήματα. Όπου βέβαια υπάρχει απόκλιση δεν υπάρχει απαραίτητα ποίηση. Η ποίηση όμως, όταν είναι ποίηση, έχει πάντα το στοιχείο της απόκλισης από μια πραγματικότητα. Αν ταυτιζόταν με την πραγματικότητα, θα ήταν φωτογραφία ή δεν ξέρω τι άλλο, όχι όμως ποίηση. Η απόκλιση δυναμιτίζει αυτήν την ταύτιση και προστατεύει έτσι την ποίηση.
Ας δούμε όμως πρώτα το βιβλικό κείμενο. Πώς αρχίζει; «Ο Κύριος είπε στον Ιωνά, γιο του Αμαθί: “Σήκω να πας στη Νινευί τη μεγάλη πόλη και ν’ αναγγείλεις της τιμωρία της, γιατί είδα τη φαυλότητα των κατοίκων της”.» Στο βιβλικό κείμενο δεν αναφέρεται το που βρίσκονται οι δύο συνομιλητές. Ο αναγνώστης, λέει ο Άουερμπαχ, βλέπει ότι δε βρίσκονται πάντοτε στο ίδιο σημείο της γης, ότι ο ένας, ο Θεός, πρέπει να έρθει από κάπου, να εισβάλει στη γήινη σφαίρα από κάποιο ύψος ή βάθος για να μιλήσει, εν προκειμένω, στον Ιωνά. Από πού έρχεται, από πού αποτείνεται στον Ιωνά; Περί αυτού δε λέγεται τίποτε. Δεν έρχεται όπως ο Δίας ή όπως ο Ποσειδώνας από τους Αιθίοπες, αφού έχει απολαύσει τις θυσίες που του προσφέρουν. Δεν λέγεται επίσης τίποτε σχετικά με την αιτία (π.χ. στην ιστορία του Αβραάμ, στον Ιωνά λέγεται) που τον κάνει να βάλει σε τρομερή δοκιμασία τον προφήτη του. Δεν εκθέτει στην ιστορία του Αβραάμ ρητά την αιτία, όπως έκανε ο Δίας στο συμβούλιο με τους άλλους θεούς. Και στην ιστορία του Αβραάμ και στου Ιωνά δε μας ανακοινώνεται τι συλλογιζόταν μέσα του. Απρόοπτα και κάπως αινιγματικά εισέρχεται από άγνωστα ύψη και βάθη στη σκηνή και δίνει την εντολή στον Ιωνά.
Γράφει ο Άουερμπαχ: «Σύμφωνα με την αντίληψη των Εβραίων ο παλαιός Θεός της ερήμου δεν είχε καθορισμένη μορφή και σταθερή διαμονή. Ήταν μοναχικός.» Αμορφία λοιπόν, απουσία τόπου κατοικίας, μοναχικότητα είναι οι ιδιότητες του εβραϊκού Θεού.
Ο Ιωνάς πάλι δεν ανακοινώνεται πού βρίσκεται, μέσα στο σπίτι ή στο ύπαιθρο. Αυτό δεν ενδιαφέρει τον αφηγητή, ο αναγνώστης δεν το μαθαίνει, ενώ σκοτεινή παραμένει και η ασχολία του τη στιγμή που τον φώναξε ο Θεός. Μόνο τη φωνή του Θεού μάς ανακοινώνει ο αφηγητής, τη φωνή που δίνει την εντολή, χωρίς να σκιαγραφεί το προσφωνούμενο πρόσωπο. Τα λόγια του Θεού «ελάχιστα, ξεκομμένα, χωρίς καμιά προετοιμασία – εναλλάσσονται με τα λόγια του προφήτη σαν σε σκληρή αναμέτρηση. Θα μπορούσαμε το πολύ να μιλήσουμε για την ιδέα μιας χειρονομίας από τον Θεό που δηλώνει εμπιστοσύνη και απ’ την πλευρά του προφήτη μιας χειρονομίας υπακοής ή ανυπακοής. Όλα τα άλλα παραμένουν σκοτεινά.»
Ο Θεός της Βίβλου είναι πάντοτε μυστηριώδης, δεν μπορεί να συλληφθεί ως παρουσία, πάντοτε εμφανίζεται μόνο «κάτι» απ’ Αυτόν και πάντα προεκτείνεται σε βάθος. Αλλά ακόμη και οι άνθρωποι των ιστοριών της Βίβλου είναι πιο μυστηριώδεις από τους ανθρώπους-ήρωες του Ομήρου. Το πεπρωμένο τους –κατά τον Άουερμπαχ– και η συνείδησή τους έχουν μεγάλο βάθος. Συνεχίζει ο Άουερμπαχ λέγοντας ότι οι προφήτες αυτοί καθορίζονται πάντοτε από ένα γεγονός που τους απασχολεί πλήρως. Θυμούνται, απασχολεί συνεχώς τη σκέψη τους και τη ζωή τους, τι τους πρόσταξε ο Θεός και τι απ’ αυτό έχουν εκπληρώσει. Όπως εδώ ο Ιωνάς, έτσι και στους άλλους ήρωες-προφήτες της Βίβλου ο εσωτερικός κόσμος είναι βαθιά ταραγμένος και ταλαντεύεται ανάμεσα στην απεγνωσμένη αγανάκτηση και στη γεμάτη ελπίδα προσδοκία. Συνεχίζει ο Άουερμπαχ: «Η βιβλική εξιστόρηση φανερώνει τόσα μόνο από τα φαινόμενα όσα είναι απαραίτητα για το σκοπό της αφηγήσεως. Όλα τα άλλα παραμένουν σκοτεινά. Ό,τι βρίσκεται ανάμεσα στις κρίσιμες στιγμές δεν υπάρχει.» Τέλος, «οι σκέψεις και τα συναισθήματα δεν εκφράζονται, υπονοούνται μόνο από τη σιωπή και τα αποσπασματικά λόγια. Η όλη αφήγηση καθώς κατευθύνεται με υψηλή και αδιάπτωτη ένταση προς ένα στόχο παραμένει όμως αινιγματική και μυστηριώδης.»
Ας δούμε όμως τι συμβαίνει με τον Ιωνά της Βίβλου. Πάντα, κατά τον Άουερμπαχ, τα πρότυπα της Παλαιάς Διαθήκης υφίστανται διαρκώς την επέμβαση του Θεού, που δεν τα έπλασε και δεν τα διάλεξε απλώς μια φορά αλλά συνεχίζει να τα πλάθει, να τα κάμπτει και να τα ζυμώνει. Τα πρότυπα της Παλαιάς Διαθήκης –εδώ ο Ιωνάς– είναι φορείς της θέλησης του Θεού και όμως υπόκεινται στο σφάλμα, και μπορεί να τα πλήξει η δυστυχία και η ταπείνωση. Για παράδειγμα, εδώ ο Ιωνάς θα γίνει ο στόχος της απόρριψης των άλλων και θα τον ρίξουν στη θάλασσα. Πρώτη ταπείνωση. Θα γίνει το εξέραμα του κήτους. Δεύτερη ταπείνωση. Ο Θεός θα τον βγάλει ψεύτη και θα σώσει τη Νινευί. Τρίτη ταπείνωση. Θα τον διώξει, θα τον φανερώσει ανώριμο και ανόητο και εμπαθή με την ιστορία της κολοκυθιάς. Πολλαπλές ταπεινώσεις. Μέσω όμως του Ιωνά, μέσα από την ταπείνωσή του και τη δυστυχία του, φανερώνεται το μεγαλείο του Θεού.
Ξανά μας λέει ο Άουερμπαχ. Δύσκολα βρίσκεται ανάμεσα σ’ αυτούς τους αξιολύπητους –δικό μου σχόλιο– ήρωες της Παλαιάς Διαθήκης ένας που να μην υφίσταται την ταπείνωση για την οποία μιλήσαμε. Αλλά και πάλι δύσκολα θα συναντήσουμε έναν που να μη θεωρείται άξιος να έρθει σε προσωπική επαφή με το Θεό και να εμπνευστεί απ’ αυτόν. Η ταπείνωση και η εξύψωση πηγαίνουν μαζί. Ο Αδάμ έχει διωχθεί οριστικά, ο Ιακώβ είναι πράγματι φυγάς, ο Ιωσήφ θα βρεθεί στο λάκκο και θα γίνει δούλος, ο Ιωνάς εδώ θα δοκιμάσει «του λιναριού τα πάθη». Αλλά το μεγαλείο τους, όπως αναδύεται μέσα από την ταπείνωση, είναι σχεδόν υπεράνθρωπο, σχεδόν ένα ομοίωμα του θεϊκού μεγαλείου.
Ο Ιωνάς, ήρωας της Παλαιάς Διαθήκης και της ποιητικής σύνθεσης του Σωτήρη Γουνελά, είναι ένας ευσεβής άνθρωπος και, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στην Παλαιά Διαθήκη, ο Θεός τον βάζει σε δοκιμασία με απαίτηση την απόλυτη υπακοή, με βέβαιη και αδιασάλευτη, θα έλεγα αδιαπραγμάτευτη εντολή. Εκείνο που θα νιώσει ο Ιωνάς είναι αρχικά και κατά τη διάρκεια της δράσης του αμφιβολία και απόγνωση. Τέλος όμως, θα έρθει λύτρωση και για τον Ιωνά και όσους θα τηρήσουν τη θεία εντολή και θα αφήσουν τους εαυτούς τους να καθοριστούν απ’ αυτή τη θεία εντολή. Κι αυτοί δεν είναι άλλοι απ’ τους κατοίκους της Νινευί. Αυτοί, με τη μετάνοια, θα δουν την αγάπη και συγχωρητικότητα του Θεού, και ο προφήτης Ιωνάς θα διδαχθεί εκείνα που δεν μπορούσε να του εξασφαλίσει η ανθρώπινη –πόσο ανθρώπινη– μικροψυχία του. Σ’ αυτό όμως το σημείο θα σταματήσουμε να μιλάμε για τον Ιωνά της Βίβλου και θα περάσουμε στον Ιωνά που έδωσε τον τίτλο της ποιητικής σύνθεσης του Σωτήρη Γουνελά.
Ο Θεός του Γουνελά και ο Ιωνάς του Γουνελά βρίσκονται στον αντίποδα του βιβλικού κειμένου. Ο προφήτης και ο Θεός είναι σχεδόν το μόνο κοινό με του βιβλικού κειμένου τα αντίστοιχα πρόσωπα. Εδώ, στον Γουνελά, υπάρχει μια ολόκληρη σκηνοθεσία κόσμου υλικού και ψυχικού, που δίνουν μια άλλη εικόνα για το Θεό και τον προφήτη απ’ αυτή του βιβλικού κειμένου. Ένας Θεός ανθρώπινος κι ένας προφήτης χοϊκός, στον Γουνελά. Μήπως ο προφήτης του Γουνελά μοιάζει στην ψυχική του φυσιογνωμία με τον προφήτη του Άδωνη; Ποιος ο προφήτης του Άδωνη;
Δεν ξέρει πώς να τα μιλήσει αυτά τα λόγια
Δεν ξέρει τη φωνή της ερημιάς
Είναι μάντης σε πέτρινο λήθαργο
Φορτωμένος με γλώσσες μακρινές.
Οι γλώσσες είναι μακρινές, εν γη αλμυρά, σε άνυδρο τόπο είναι που ο Γουνελάς ντύνει φαντασιακά τον Ιωνά του. Ο τόπος αυτός όμως δεν είναι ο βιβλικός. Είναι ο ομηρικός. Θα φανεί και παρακάτω, μέσα από τη συνομιλία του με άλλους ποιητές, ότι ο Ιωνάς του Γουνελά έχει ομηρικές αρετές. Είναι ομηρικός. Και άρα ελληνικός. «Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική στις αμμουδιές του Ομήρου» (Ελύτης). Στην πρώτη κιόλας σειρά έχουμε ομηρική αναφορά.
Μέσα από ανεμοστρόβιλο σε διέκρινε ο κοσμοσείστης;
Ας προσέξουμε τη λέξη κοσμοσείστης. Κι αμέσως αρχίζει αυτό που (απο)λείπει απ’ το βιβλικό κείμενο. Ποιο; Τα ερωτήματα:
Ή μήπως ο ήλιος έκαιγε τα σπαρτά και ο αέρας άχνιζε;
Είδε πάνω σου [ο Θεός] θυσιαστικό σημάδι
Ή μες στα σπλάχνα
Διάβασε επιθυμία βαθιά;
Αντιπροσωπευτική εικόνα στους παραπάνω στίχους ποιητικού ελληνικού καλοκαιρινού μεσημεριού στην ύπαιθρο.
Σαν τον ήλιο που καίει τα σπαρτά
Αλλά και παλαμική εικόνα: «Πανηγύρι στα σπάρτα».
Θα φανεί και στην περιδιάβασή μας ότι εκείνο που κάνει το ποίημα του Γουνελά ελληνικό, εκτός από ομηρικό, είναι η συνομιλία του με τους μεγάλους Έλληνες ποιητές, που όμως σε καμιά περίπτωση δεν του «κλέβουν» τη φωνή του. Δεν «ασεβούν» έτσι απέναντι στον Ιωνά του Γουνελά απαιτώντας την εξάρτησή του απ’ αυτούς, αλλά ούτε και ο Γουνελάς «ασεβεί» απέναντί τους.
Και συ οδοιπορούσες μέσα από σταροχώραφα
Κι ελαιώνες ασημένιους.
Καβάφης: «Και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα». Εδώ ένα «οδοιπορούσες». Το «και συ οδοιπορούσες» θυμίζει «και συ τραβούσες μπροστά 22 χρονώ λεβέντης» (Μαγιακόφσκι). Θυμάμαι με το στίχο αυτό του Γουνελά για τον Ιωνά και έναν άλλο σκοτεινό προφήτη του καιρού μας: τον Αγώνιο του Β. Λεοντάρη στο Εκ περάτων:
Ξεριζωμένο κύλαε το ποτάμι καταραμένο κύλαε το ποτάμι Από όχθη σε όχθη να χτυπιέται μου φάνηκε πως μια στιγμή τον είδα – Αγώνιε, φώναξα, μα αυτός τσακίζονταν σε πέτρες και σ’ αγκάθια
Ας δούμε την ακουστική συνάφεια των δύο στίχων:
Και συ οδοιπορούσες (Γουνελάς)
Μα αυτός τσακίζονταν (Λεοντάρης)
Στον ήρωα του Λεοντάρη ο ήρωας ζει έναν εφιάλτη. Ο προφήτης του Γουνελά, χωρίς να βρίσκεται σε εφιάλτη, δε βρίσκεται σε μακαριότητα. Του ετοιμάζεται –ανύποπτος καθώς είναι– ένας εφιάλτης. Ίσως όχι ανύποπτος, αφού ψυχανεμίζεται την εντολή:
Η κτίση σε τριγύριζε στο διάβα σου,
Σε έθελγε, σε έσφιγγε
«Συνεσφίγγετο απορία» ο Παράλυτος του Ευαγγελίου. Αλλά και
Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια.
(Ρίτσος)
Ξανά Ιωνάς Γουνελά:
Προσδοκούσες μια χειρονομία
Κάλεσμα από θνητό ή Θεό, δεν ήξερες.
Περίμενε το μήνυμα ο προφήτης. Και η φωνή του Θεού καθώς ξεχώριζε από τον άνεμο.
Ιωνά πλασμένε από πηλό και πνεύμα
Οι ήρωες της Βίβλου μοιάζουν από πνεύμα κι όχι από πηλό. Ο Θεός του Ιωνά μοιάζει συγκαταβαίνων ως άνθρωπος. Εδώ έχουμε ένα κείμενο που δίνει εικόνα και λόγο. Και εικονίζει το «ανεικόνιστο». Κι ο Θεός λοιπόν καλεί τον Ιωνά να κηρύξει στη Νινευί την καταστροφή της. Γιατί
Άνθρωποι πλασμένοι για το φως
Λυμαίνονται το μέσα πλούτος
Και βέβαια το «μέσα πλούτος» είναι σολωμικός απόηχος. Αλλά το δίστιχο «Άνθρωποι πλασμένοι για το φως / Λυμαίνονται το μέσα πλούτος» θυμίζει «Χείλια που θα φιλούσαν / Λεν προσευχές στη σπασμένη πέτρα» (Έλιοτ, Οι Κούφιοι Άνθρωποι). Ο στίχος που περιγράφει την κατάσταση είναι αληθινός: «Ο δυόσμος της ψυχής μαράθηκε». Δυνατός στίχος. Και παρακάτω συνεχίζει: «Με θυσιαστήριο σβηστό». Ξανά ελιοτικός απόηχος: «βαθιά να σκάψουμε κι ας βγάλουμε υλικό απ’ το νταμάρι κι ας κόψει το πριόνι μες την πέτρα / Κι ας μη σβηστεί η φωτιά μες στο καμίνι» (Δέκα χορικά απ’ το «Βράχο»). «Με θυσιαστήριο σβηστό» (Γουνελάς). Αγαστή συνοδοιπορία με τον Έλιοτ.
*
*Παντού στον Ιωνά του Γουνελά υπάρχει η φύση:
Και πέρα τα θαλασσινά νερά και τα θαλάσσια ξύλα
Τα αμπέλια πώς λάμπουνε στο φως
Κρασί ευφραίνει την καρδιά
Ας παραθέσουμε τον απόηχο του Ελύτη και του Σεφέρη και του Κάλβου στον ως άνω στίχο:
Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα (Ελύτης)
Και βέβαια η μυθική εικόνα, «τα θαλάσσια ξύλα», που παραπέμπουν στον Κάλβο:
και πλέωσι γέμοντα έρωτος
και φωνών μουσικών
θαλάσσια ξύλα
αλλά και τον Σεφέρη:
Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
από λιμάνι σε λιμάνι;
Παρακάτω ο Θεός ζητά απ’ τον προφήτη να κηρύξει «προτού [οι ασεβείς] να σαρωθούνε από την άμμο της ερήμου». Και ξανά Έλιοτ:
Κι ύστερα παραμελείτε κι υποτιμάτε την έρημο.
Η έρημος όμως δεν βρίσκεται μακριά στις νότιες τροπικές χώρες.
Η έρημος δε βρίσκεται μονάχα γύρω στην κρύπτη.
Η έρημος ειν’ στριμωγμένη, μες στον υπόγειο σιδηρόδρομο γύρω σου.
Η έρημος υπάρχει στην καρδιά του αδερφού σου.
(Δέκα χορικά απ’ το «Βράχο»)
Η φύση «πανηγυρίζει» –ας ακούγεται ανόητο– «πανηγυρίζει» την πιθανή καταστροφή. Ακόμα και την καταστροφή «ωραΐζει» ο ποιητής μέσω της φύσης:
Προτού σκορπίσουν τα πουλιά
Κι η πόλη ερημώσει
Και οι καρποί σαπίσουν
Κι αφανιστούν οι κέδροι
Κι οι κάμπιες καταφάνε τις συκιές.
(Γουνελάς)
Βλέπε Ελύτη:
Μοιάζει μπαξές που του ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε.
(Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας)
Βλέπουμε πόσο πλούσιος συναισθηματικά είναι ο Θεός αυτός σε αντίθεση με τον «λιτό» Θεό της Βίβλου.
Μια και διατρέχουμε το κείμενο μορφικά, μπορούμε σ’ αυτό το σημείο να δούμε πώς λειτουργεί η επανάληψη. Όπως λέει κάποιος θεωρητικός της λογοτεχνίας, «οι επαναλήψεις στίχων λειτουργούν σαν ανακυκλούμενα μουσικά μοτίβα μέσα σε μια σύνθεση, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο μια μαγική υποβολή. Ακόμα, οι επαναλαμβανόμενοι στίχοι λειτουργούν σαν άξονες γύρω από τους οποίους ανελίσσεται οργανικά όλο το ποίημα.»
Όπως παρατηρεί ένας άλλος κριτικός, «η χρησιμότητα της επανάληψης έγκειται στα αποτελέσματα που έχει για το ύφος. Είναι η επανάληψη ο τρόπος να γίνει το ύφος κάτι πέρα από ποιητικό. Δραματικό. Κι αν (όπως λέει ο Σεφέρης) δεν μπορεί πράγματι ν’ αφήσει ασυγκίνητο έναν Έλληνα το στοιχείο της τραγωδίας, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η επανάληψη κάνει το ύφος ελληνικό και διαχρονικό μαζί. Δε δημιουργεί, βέβαια, από μόνη της η επανάληψη δραματικό ύφος. Συνήθως είναι το κορύφωμα της αντίδρασης ενός μηχανισμού ποιητικής ενέργειας που δρα και λειτουργεί σ’ όλο το έργο. Κι η επανάληψη έρχεται κάπως ως ολοκάρπωμα θυσίας· σα μια τελική ένσταση του ποιητή για να γίνει η συγκίνηση βαθύτερη. Μια ένσταση για ένταση.»
Ο Γουνελάς δε φείδεται του σχήματος της επανάληψης. Για παράδειγμα,
Σαν γνέψιμο βαθύ της καταιγίδας
Σαν από χτύπημα αστραπής στάθηκε ο δύσμοιρος
Και παρακάτω:
Μια να συρθεί στην άβυσσο της λησμονιάς
Μια στα ουράνια να πετάξει.
Και παρακάτω:
Πώς άλλαξε ο κόσμος γύρω του
Σαν φυλακή τον νιώθει
Σαν άξενη φωλιά
Κάπου να βρει απάγκιο
Κάπου κρυψώνα να βρει
Όπου θέλει ο ποιητής να δοθεί το συναίσθημα της ψυχής, έχουμε την επανάληψη. Είναι το τραύλισμα της ψυχής του Ιωνά. Όπου υπάρχει συναισθηματική ένταση, έχουμε τα σχήματα λόγου. Όπως παρακάτω τα ερωτήματα:
Σαν ρίξαν κλήρο για να μάθουν
Ποιος η αιτία του κακού
Τον Ιωνά φανέρωσε κι όλοι τον ερωτούσαν
Πούθε έρχεται, για πού τραβά, ποιος είναι ο Θεός του
Βλ. δημοτικά τραγούδια:
Μήνα σε γάμο ρίχνονται;
Μήνα σε χαροκόπι;
Μην ο Καλύβας πολεμά;
Μην ο Λεβεντογιάννης;
Κι αλλού παρών ο δεκαπεντασύλλαβος. Παρούσα και η προσωποποίηση που παραπέμπει στον Όμηρο:
Της θάλασσας εκόπασε ο θυμός.
Παρούσα και η αντίθεση:
Θαμπωμένος αλλά σώος
Σαστισμένος αλλά πράος.
Συνεκδοχικά περιλαμβάνονται σ’ ένα στίχο δύο ή τρία απηχήματα άλλων στίχων. Για παράδειγμα, «Κι αυτός σπαστές εικόνες από φύκια». Περιέχονται εδώ δύο στίχοι. Πρώτος του Έλιοτ: «Ένα δεμάτι σπασμένες εικόνες» (από την Έρημη χώρα). Και δεύτερος του Έλιοτ: «Χασομερήσαμε στις αίθουσες της θάλασσας / Με τα θαλασσοκόριτσα τυλιγμένα φύκια κόκκινα και καστανά / Ωσότου ανθρώπινες φωνές μας ξύπνησαν, πνιγόμαστε». Θα μπορούσα ν’ αναφέρω τουλάχιστον δέκα συναντήσεις ακόμα με άλλους μεγάλους ποιητές. Αλλά ήδη έγινα υπερβολικός. Κι έτσι ευτυχώς για μένα θα το αποφύγω.
Ας γυρίσουμε όμως στην ιστορία του Ιωνά. Περιδιαβαίνοντας το ποίημα, θα διαπιστώσουμε ότι ο Γουνελάς αγαπά τον Ιωνά του και περιγράφει ό,τι δεν περιγράφει το βιβλικό κείμενο. Περιγράφεται, για παράδειγμα, το πώς ένιωθε ο Ιωνάς μες στην κοιλιά του κήτους:
Κι αυτός καθότανε κρυμμένος
Κουλουριασμένος απ’ το φόβο
Σαν σε σπηλιά τα σπλάχνα του ψαριού
Ένιωθε κάτι απόκοσμο να τον γυροφέρνει
Με την ψυχή στο στόμα καρτερούσε
Με χέρια ψηλαφούσε ολόγυρα
Αόμματος μες στην κοιλιά του κήτους.
Σ’ άλλο σημείο περιγράφει ο ποιητής πώς νιώθει ο Ιωνάς ακούγοντας τη φωνή του Θεού:
Τι να ’ναι τούτη η φωνή η βουερή
Κι οι χτύποι της καρδιάς ταμπούρλο
Και σαν να με περνάνε σύρματα στην πλάτη
Πού να κρυφτώ, σε ποιόνε να μιλήσω
Ποιος σηκώνει την ψυχή του σε τέτοια ύψη
Ποιος το Θεό αντέχει να του κρένει;
Είναι πολύ ζωντανός ο τρόπος που ο Ιωνάς εκφράζει το θυμό του προς το Θεό: «Σαν είχες κατά νου […] ολότελα» (σελ. 42-43).
Νομίζω ότι το βιβλικό κείμενο με τη λιτότητά του την αφαιρετική αφήνει τον αναγνώστη να χωνέψει τα λόγια που πάνε πιο μακριά απ’ τη σκέψη, ενώ συνήθως η σκέψη πάει πιο μακριά απ’ τα λόγια.
Όσον αφορά το κείμενο του Γουνελά, η υλική ομορφιά του κειμένου στηρίζεται στην πανσπερμία των αισθήσεων. Η ύλη έχει σημασία. Είναι με σημασία.
Στο βασιλιά επήγαν το μαντάτο
Και στάθηκε αυτός για μια στιγμή
Έσπρωξε πέρα σκεύη χρυσά και κύπελλα
Και παρακάτω:
[ο βασιλιάς] [τ]ην ευωδιά απ’ τα λιβάνια μύριζε
Στο βιβλικό κείμενο συμβαίνει το αντίθετο με την ύλη. Γράφει ο Άουερμπαχ μιλώντας για την ιστορία του Αβραάμ:
«Εδώ θα ήταν αδιανόητο να περιγράφονται τυχόν σκεύη ή εργαλεία που χρησιμοποιούνται, το τοπίο που διασχίζουν, οι υπηρέτες ή το γαϊδούρι που συμμετέχουν στην πορεία, ή να σημειώνεται πότε και πώς αποκτήθηκαν, να εξαίρεται η καταγωγή ή η προέλευσή τους, το υλικό τους, η εμφάνισή τους, η χρησιμότητά τους· δεν επιδέχονται ούτε έναν επιθετικό προσδιορισμό· είναι υπηρέτης, γαϊδούρια, ξύλα και μαχαίρια, τίποτε άλλο· δεν χαρακτηρίζονται από καμιά ιδιότητα. Υπάρχουν για να υπηρετούν το σκοπό που τους έταξε ο Θεός. Μένει σκοτεινό τι άλλο ήταν, είναι ή θα είναι.»
Ο λόγος για την ύλη παραπέμπει στον Όμηρο, για τον οποίο μιλήσαμε αρχικά. Τουλάχιστον σε τρεις ακόμα περιπτώσεις έχουμε ομηρική κατάσταση. Εκεί που μιλά ο ποιητής Γουνελάς για τον περίγυρο του προφήτη, το κοινό του, για το πώς αντέδρασε στην προφητεία.
Σκυμμένοι άκουγαν οι γεροντότεροι
Οι πιο νέοι βάλθηκαν στην αρχή να περιπαίζουν
Λόγους περιγελώντας κι αψηφώντας
Μα οι μάνες τους έσυραν φωνές
Τρόμαξαν τα παιδόπουλα και οι αγοραίοι νεανίσκοι
Κι όσοι φερόνταν τρυφηλά κατάπιαν τη μιλιά τους.
Ψιθύρους γέμισε ο αέρας
Τους έπαιρνε και τους εγύριζε ολούθε
Κι ένιωθες πως στον αέρα μέσα
Κάτι αλλογενές σκιρτούσε
Φόβο έσπερνε.
Ας μείνουμε στο «φόβο έσπερνε». Είναι κάλβειος στίχος. Όπως με κάλβειο στίχο τελειώνει το ποίημα. Αφού περιγράφει με μια σειρά εικόνων του σπλαχνικού ποιητή Θεού που θυμίζει τον προοιμιακό που διαβάζουμε στον εσπερινό, καταλήγει με το καλβικό:
Κι έτσι πορεύου.
Πριν φτάσω στο τέλος του κειμένου, θέλω να δικαιολογηθώ, γιατί ίσως παρεξηγήθηκα. Ο ποιητής Σωτήρης Γουνελάς κατεργάζεται την ύλη και απεργάζεται το πνεύμα. Δεν είναι υλοχαρίεσσα μόνο η ποίησή του. Υπάρχει εδώ ένα κράμα λυρικότητας και πνευματικότητας. Όταν μίλησα για την ομηρεία του ποιητή στον Όμηρο –με την καλή έννοια–, είχα στο νου μου, επιτρέψτε μου να μπω στον πειρασμό και να το πω, μια εικόνα του Σεφέρη, της Νέκυιας και του Γουνελά: Ακούστε τους στίχους του Γουνελά που περιγράφουν την αντίδραση του λαού στην προφητεία:
Σαν να τους χτύπησε το Φως
Σαν μαύρα πουλιά να βγήκαν απ’ τα σπλάχνα τους
Σαν να ρουφήχτηκαν μέσα βαθιά
Μάταιες δόξες και μολέματα
Κάθε λογής αμαρτίες
Τσίτσιδες ξεπετάγονταν
Και καίγονταν στο Φως.
Σεφέρης:
Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαΐτα πάνω στο σκουτάρι:
«Ασίνην τε Ασίνην τε…»
Και ο Όμηρος, Οδύσσεια ω 6-10, όπου οι ψυχές των σκοτωμένων μνηστήρων ακολουθούν τον Ερμή τσιρίζοντας όπως οι νυχτερίδες όταν πετούν μέσα σε σπηλιά:
ὡς δ᾽ ὅτε νυκτερίδες μυχῷ ἄντρου θεσπεσίοιο
τρίζουσαι ποτέονται, ἐπεί κέ τις ἀποπέσῃσιν
ὁρμαθοῦ ἐκ πέτρης, ἀνά τ᾽ ἀλλήλῃσιν ἔχονται,
ὣς αἱ τετριγυῖαι ἅμ᾽ ἤισαν· ἦρχε δ᾽ ἄρα σφιν
Ἑρμείας ἀκάκητα κατ᾽ εὐρώεντα κέλευθα
Δηλαδή:
Πώς νυχτερίδες, στο βάθος μιας απέραντης σπηλιάς, τρίζοντας
πετούν, αν κάποια πέσει από την αρμαθιά του βράχου
όπου ήσαν όλες κρεμασμένες κι αξεχώριστες,
έτσι και των μνηστήρων οι ψυχές κατέβαιναν μαζί του,
καθώς πανούργος ο θεός Ερμής τις οδηγούσε
σε μονοπάτια σκοτεινά και μουχλιασμένα.
Επίλογος. Τι έχει να μας πει η ιστορία του Ιωνά; Δύο πράγματα: Πρώτον, ότι ο Θεός αλλάζει γνώμη. Γιατί είναι ο Θεός ο μετανοών επί ταις κακίαις ημών. Και δεύτερον, ότι ο προφήτης αλλάζει γνώμη, και μετά την απόφαση του Θεού θυμώνει με τον Θεό. Κι εδώ ας θυμηθούμε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά: «Τι κι αν ο άγιος [εδώ ο προφήτης] δεν μπορεί να καταλάβει το μέγεθος της αγάπης του Πατέρα;» Είναι παράξενο; Άνθρωπος είναι και ο προφήτης.
*
*
Τελικά ο κόσμος χρειάζεται τον Ιωνά; Χρειάζεται έναν προφήτη; Ο κόσμος χρειάζεται και τον ιερέα και τον προφήτη. Γράφει ο π. Βασίλειος Χριστοδούλου:
«Ο κόσμος χρειάζεται μια ιεροσύνη προφητική. Ο ιερέας προφήτης δεν προφητεύει την καταστροφή, δεν προλέγει την τιμωρία, δεν ασχολείται με την απειλή. Προφητεύει στη ζωή του ανθρώπου την έσχατη ομορφιά. Όχι, δεν την προλέγει, ούτε την οιωνοσκοπεί. Διασώζει τις στιγμές του βίου από τα πάθη, στα οποία οι άνθρωποι τις υποδουλώνουν, αποκαλύπτοντας την ασχήμια και οδηγώντας τα πάντα στο εσχατολογικό νόημά τους, στη θεϊκή τους ομορφιά. Αυτό είναι η προφητεία.
Είναι προφήτης γιατί θυμίζει Κάποιον όταν όλοι τον ξεχνούν. Γιατί έρχεται να σου ψιθυρίσει λόγο προσωπικό απ’ αλλού φερμένον. Γιατί σου ξυπνά έναν κοιμισμένο πόθο. Γιατί συνεχώς για ένα νόστο σου μιλά. Είναι προφήτης γιατί επαγρυπνεί ανέστιος στη βόλεψη, περιφρονητής του κοινού λήθαργου. Γιατί δέχεται πληγές πολλές κι όμως πηγές τις απεργάζεται.»
Κι ο Θεός; Έχει, νομίζω, την ανάγκη ο ανενδεής κάποιοι να τον καταλαβαίνουν. Παραπονιέται ο Θεός στον προφήτη Ησαΐα: «Όταν ήλθα, δεν υπήρξε άνθρωπος να με υποδεχτεί», «κάλεσα, φώναξα και δεν υπήρχε κανείς ν’ ακούσει την παράκλησή μου» (Ησ. ν΄ 2). Είναι ανενδεής ο Θεός; Απαντά ο Λειβαδίτης:
Κύριε, τι θα ’κανα χωρίς εσένα; Είμαι η ακατοίκητη κάμαρα κι είσαι ο μεγάλος Ξένος που ευδόκησες να την επισκεφτείς.
Κύριε, τι θα ’κανες χωρίς εμένα; Είσαι η μεγάλη αιώνια άρπα κι είμαι το εφήμερο χέρι που ξυπνάει τις μελωδίες σου.
Κάποτε μια ποιήτρια έθεσε ένα αγωνιώδες ερώτημα: Στην εποχή μας ωφελεί η ποίηση; Και απάντησε:
«Πιστεύω ότι βοηθάει όσο το κερί που ανάβουμε μπαίνοντας σ’ ένα έρημο καταργημένο ξωκλήσι, με φευγάτους όλους τους αγίους. Ωφελεί όσους την αγαπούν, επειδή βρίσκουν εντός της μικρά κομματάκια από σκισμένες φωτογραφίες του ψυχισμού τους. Περισσότερο και πιο σωστά ωφελεί εκείνους που πιστεύουν στη μαγεία της. Που δεν θέλουν να θέσουν τον δάκτυλόν τους επί τον τύπον της κατανόησής της. Ωφελεί, υπερκόσμια, εκείνον που την ασκεί και μόνον κατά τη διάρκεια της άσκησης, επειδή τότε μόνο τον βγάζει απ’ το σώμα του, τον σταθεροποιεί σε μιαν αιώρηση απ’ όπου αυτός παρακολουθεί, σαν σε χειρουργείο, τον προσωρινό θάνατο της μικρότητάς του. Ωφελεί κυρίως τη γλώσσα. Την περισυλλέγει από τους μεγάλους κάδους της βιασύνης και τη μεταγγίζει με σέβας στο τόσο δα μπουκαλάκι του αγιασμού, μια γουλιά, όσο ακριβώς χρειάζεται να πιει η ουσία. Τέλος, η ποίηση ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα σε έναν ωκεανό λύπης. Δεν είναι λίγο.»
π. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΟΛΥΖΟΣ
*
*
*