Month: Ιουνίου 2020

Γιάννης Πατίλης: Λογοκλοπή: Ἡ ὁρατὴ κορυφὴ ἑνὸς παγόβουνου βαθειᾶς πολιτιστικῆς παρακμῆς

planodion's avatarΠλανόδιον - Ιστορίες Μπονζάι

Λογοκλοπή:

Ἡ ὁρατὴ κορυφὴ ἑνὸς παγόβουνου

βαθειᾶς πολιτιστικῆς παρακμῆς

 

ΕΑΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΥΝΤΟΝ «ἡ ἰ­δι­ο­κτη­σί­α εἶ­ναι κλο­πή», μὲ συ­νέ­πεια ἡ ἀν­τεκ­δι­κη­τι­κὴ ὑ­πε­ξαί­ρε­ση ἑ­νὸς πράγ­μα­τος τρί­του ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον ποὺ ἀ­δί­κως τὸ στε­ρή­θη­κε, νὰ εἶ­ναι μιὰ πρά­ξη ἀ­πο­κα­τά­στα­σης κοι­νω­νι­κῆς δι­και­ο­σύ­νης ποὺ ἀ­κού­ει στὸ ὄ­μορ­φο καὶ ἐμ­πνευ­στι­κὸ ὄ­νο­μα ἀ­παλ­λο­τρί­ω­ση, ἡ πα­ρου­σί­α­ση τῆς ‘με­τά­φρα­ση­ς’ τοῦ ποι­ή­μα­τος ἑ­νὸς τρί­του ὡς δι­κοῦ σου, σύμ­φω­να μὲ τὶς πλέ­ον ἐ­ξε­λιγ­μέ­νες ποι­η­τι­κὲς θε­ω­ρί­ες(*) εἶ­ναι ἕ­να κα­θό­λα νό­μι­μο πνευ­μα­τι­κὸ προ­ϊ­ὸν ποὺ σοῦ ἀ­νή­κει ἀ­πο­λύ­τως, ποὺ μπο­ρεῖς ὑ­πε­ρη­φά­νως νὰ τὸ κυ­κλο­φο­ρεῖς κά­τω ἀ­πὸ τὸ ὄ­νο­μά σου, καί, φυ­σι­κά, ὅ­ταν ἔρ­θει ἡ ὥ­ρα ἡ κα­λὴ νὰ κρα­τι­κο­βρα­βεύ­ε­σαι γι’ αὐ­τό! Ἐ­δῶ δὲν ὑ­πάρ­χει κὰν κλο­πή! Ὑ­πάρ­χει μό­νον Πνευ­μα­τι­κὴ Ἰ­δ­ι­ο­κτη­σία, Δό­ξα καί, ἐ­νί­οτε (ἂν σοῦ κά­τσει βρα­βεῖο) Χρῆμα!

       Ἐ­ὰν θέ­λου­με νὰ εἴ­μα­στε ὄ­χι μό­νον πλή­ρως ἐκ­συγ­χρο­νι­σμέ­νοι θε­ω­ρη­τι­κῶς, ἀλ­λὰ καὶ τί­μιοι μὲ τὸν ἑ­αυ­τό μας, θὰ ἔ­πρε­πε νὰ πα­ρα­δε­χθοῦ­με εὐ­θαρ­σῶς ὅ­τι λο­γο­κλο­πή στὴν ποί­η­ση εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τος καὶ δὲν ὑ­πάρ­χει!

Δείτε την αρχική δημοσίευση 661 επιπλέον λέξεις

Ανοιχτή επιστολή περιοδικών, ενώσεων και ιδρυμάτων για τη μάστιγα της λογοκλοπής στην Ελλάδα

plagiarism

Προς κάθε αρμόδιο

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Η γελοιοποίηση των θεσμών

«ΓΙΑΤΙ ΕΝΑΣ ΣΟΒΑΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ μιας σοβαρής εφημερίδας δεν ασχολείται σοβαρά με το θέμα της λογοκλοπής στην Ελλάδα; Γιατί η Εταιρεία Συγγραφέων σιωπά;» Αυτά τα ερωτήματα απεύθυνε τις προάλλες στο facebook ο ποιητής Ντίνος Σιώτης. Αφορμή βεβαίως η αποκάλυψη του συγγραφέα Νίκου Σαραντάκου ότι το δημοσιευμένο στο Βήμα άρθρο του Αλέξη Σταμάτη, απόσπασμα του οποίου τέθηκε στις φετινές Πανελλήνιες Εξετάσεις, είναι προϊόν λογοκλοπής. Μια μέρα αργότερα, ο ίδιος έφερε στο φως και άλλη λογοκλοπή του Σταμάτη, για άλλο άρθρο του στην ίδια εφημερίδα.

Ας αναλογιστούμε μια στιγμή ποιοι και πόσοι θεσμοί εκτίθενται εδώ. Πρώτα απ’ όλα βεβαίως εκτίθεται η εφημερίδα που εξέλαβε και δημοσίευσε τα κλοπιμαία κείμενα ως πρωτότυπα. Ασφαλώς δεν γνώριζε την προέλευσή τους. Παρ’ όλα αυτά, δεν χρωστά μια συγγνώμη στους αναγνώστες της; Ύστερα, προφανώς, εκτίθενται οι θεματοθέτες των εξετάσεων και το Υπουργείο Παιδείας που τις διοργανώνει. Δεν οφείλουν μια εξήγηση σε γονείς, δασκάλους και μαθητές για τη φτωχή τους κρίση; Κατόπιν, οι θεσμοί που έχουν να κάνουν με τη λογοτεχνία και το βιβλίο στη χώρα μας: οι ενώσεις των συγγραφέων όπως η Εταιρεία Συγγραφέων και οι ενώσεις των εκδοτών. Δεν κατανοούν πόσο βαριά είναι η σκιά της δυσπιστίας που πέφτει πάνω σε όλα τα μέλη τους, σε κάθε άνθρωπο που εργάζεται έντιμα και δημιουργικά στο πεδίο της γραφής; Τέλος, εκτίθεται ο Τύπος, μικρός και μεγάλος, της χώρας. Πώς είναι δυνατόν εφημερίδες, ειδησεογραφικοί ιστότοποι, λογοτεχνικά περιοδικά τόσες μέρες τώρα, στη συντριπτική τους πλειονότητα, να κάνουν ωσάν να μη συνέβη τίποτε; Και αντί για έρευνες διαφωτιστικές του ζητήματος να δημοσιεύουν ρεπορτάζ με τον Σταμάτη να δηλώνει… συγκινημένος και υπερήφανος που το «κείμενό του» επελέγη για τις εξετάσεις; (Έως τη στιγμή αυτή, μόνον η Καθημερινή, προς τιμήν της, έχει αναφερθεί στο ζήτημα). 

Η περίπτωση του Σταμάτη είναι δυστυχώς μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Προ ημερών, το Κρατικό Βραβείο Ποίησης απονεμήθηκε σε βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού. Κανείς Έλληνας συγγραφέας δεν έχει καταγγελθεί τόσες φορές στο παρελθόν, από τόσο πολλούς και με τόσο πολλά και αδιάσειστα πειστήρια, για την ακατάπαυστη λογοκλεπτική του δράση. Ο λαός λέει ότι πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς: τα μέλη της κριτικής επιτροπής των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας και το Υπουργείο Πολιτισμού που τα εποπτεύει, τα συνυπολόγησαν όλα αυτά στην κρίση τους; Προστάτευσαν τον εαυτό τους, έκαναν έστω έναν προληπτικό έλεγχο; Ή μήπως προσχώρησαν και αυτά στην κλεπτοκρατική θεωρία ορισμένων απολογητών της λογοκλοπής που βλέπουν στην πράξη της υπεξαίρεσης του ξένου κόπου και της εξαπάτησης του αναγνώστη ένα θεμιτό διακειμενικό παίγνιο;

Σε χώρες του εξωτερικού που σέβονται τον αναγνώστη, η κατακραυγή είναι τέτοια που οι αποδεδειγμένα λογοκλόποι (πολλώ δε μάλλον οι κατ’ επανάληψιν) είναι αδύνατο να εξακολουθήσουν να επαγγέλλονται σοβαρά τον συγγραφέα. Στη Γερμανία, τη Γαλλία, τις ΗΠΑ, σε όλο σχεδόν τον κόσμο, μεγαλόσχημοι πολιτικοί, ιεράρχες, πολυβραβευμένοι δημοσιογράφοι, για ατοπήματα κάποτε λιγότερο σοβαρά αναγκάστηκαν να παραιτηθούν από τη θέση τους και να ζητήσουν δημοσίως συγγνώμη. «Πρόσφατα, εισήγαγα στίχους άλλων ποιητών στα έργα μου. Ήταν λάθος μου. Το παραδέχομαι», έγραφε σε μια τέτοια δημόσια απολογία του προ ετών ο Αυστραλός ποιητής Άντριου Σλάττερυ. Και αναγνώριζε τις συνέπειες της πράξης του: «Αποδέχομαι ότι δεν θα ξαναδημοσιεύσω κανένα ποίημα και ακόμη περισσότερο καμία ποιητική συλλογή σε αυτή τη χώρα.»

Στην Ελλάδα, αντίθετα, οι λογοκλόποι όχι μόνο δεν λογοδοτούν και δεν μετανοούν για τις πράξεις τους, αλλά τιμώνται και προβάλλονται. Συμπαρασύροντας στη γελοιοποίηση τους θεσμούς μας και εκθέτοντας τους συγγραφείς μας στην ανυποληψία.

Ώς πότε;

Αθήνα, 26. 6. 2020,
τα υπογραφόμενα περιοδικά, ιδρύματα και ενώσεις

Αντίφωνο
Άρδην
δέ(κατα)
Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ Τήνου
Δημοσιογραφία
Εμβόλιμον
Ένεκεν
Ερατώ / Erato
Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών
Εύλογον
Θυρίδες
Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος – Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης
Νέο Επίπεδο
Νέο Πλανόδιον
Νέος Ερμής ο Λόγιος
Οικολογείν
Ο Φαρφουλάς
Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών
Πλανόδιον / Ιστορίες Μπονζάι
(.poema..)
Poetix
Poetry Athens
Σημειώσεις
Σίσυφος
Στέγη Γραμμάτων Κωστής Παλαμάς
στίγμαΛόγου
Τα Ποιητικά
Το Κοινόν των Ωραίων Τεχνών
Το Κοράλλι
Tranzito
Fractal

~ . ~ 

Για την περίπτωση Αλέξη Σταμάτη, τεκμήρια εδώ.

Για την περίπτωση Χάρη Βλαβιανού, τεκμήρια εδώ.

~ . ~

 

copypaste

Πετούμενα άλογα, ουράνια

Στη Συλλογή που εξέδωσε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος το 1991, έχει μέσα και τ’ ακόλουθο ποίημα:

ΠΕΤΟΥΜΕΝΟ ΑΛΟΓΟ
2ος ΑΙΩΝΑΣ Μ.Χ.

Στὴ ράχη ἑνὸς χελιδονιοῦ καλπάζει τὸ φαρὶ τῆς Κίνας ―
Ποῦ ἀλλοῦ θὰ κάλπαζε τόσο γοργά;

Οἱ νόμοι τῆς βαρύτητας δὲν εἶναι γιὰ τὸν ποιητὴ καὶ γιὰ τὸ μάστορη.
Καὶ πῶς ἀλλιῶς
Τὸ μικρὸ χάλκινο τεχνούργημα
Θ᾽ ἀντάμωνε στερνὰ τὸν Ὅμηρο
Καὶ τὰ φαριὰ τοῦ Ρήσου ἐκεῖνα (περισσότερα…)

Χάρης Βλαβιανός, Τα… τρόπαια μιας διαδρομής

*

Με αφορμή το Κρατικό Βραβείο Ποίησης που απονεμήθηκε στον Χάρη Βλαβιανό τον Ιούνιο του 2020, αλλά και την χρονικά περίπου συμπίπτουσα καταγγελία περί λογοκλοπής κατά του πεζογράφου Αλέξη Σταμάτη, φίλοι του ΝΠ μάς ζήτησαν να καταστήσουμε προσιτά και στο διαδίκτυο τα παλαιά έντυπα δημοσιεύματά μας για την λογοκλοπή στην Ελλάδα.

Θυμίζουμε ότι το 2013 στο πρώτο τεύχος του περιοδικού είχαμε παρουσιάσει μια εκτενέστατη έρευνα για τη λογοκλοπή στην Ελλάδα. Την συνυπέγραφαν οι Κώστας Κουτσουρέλης, Γιώργος Βαρθαλίτης, Κωνσταντίνος Πουλής και Έλενα Σταγκουράκη και είχε συζητηθεί πολύ (η εφημερίδα Τα Νέα  της είχε αφιερώσει ειδικό δισέλιδο, είχε γίνει θέμα σε εκπομπές ραδιοφωνικές, προκάλεσε ποικίλες επώνυμες αντιδράσεις, ενδεικτικά βλ. εδώ, κ.ο.κ.).

Από εκείνη την έρευνα, αναδημοσιεύουμε παρακάτω τις πέντε σελίδες τις αναφερόμενες στον Χάρη Βλαβιανό, συμπληρωμένες με τα, πάμπολλα, νεώτερα στοιχεία που έχουν δει στο μεταξύ το φως της δημοσιότητας.

Τελευταία ενημέρωση: Φεβρουάριος 2025

~.~

Ὁ Χάρης Βλαβιανὸς εἶναι γνωστὸς μὲ πολλὲς ἰδιότητες: ὡς ποιητής, ὡς μεταφραστής, ὡς διευθυντὴς μακρόβιων λογοτεχνικῶν περιοδικῶν, ὡς στέλεχος ἐκδοτικῶν οἴκων. Ἀπ’ ὅλους ὅσοι ἔχουν τὰ τελευταία χρόνια κατηγορηθεῖ ὡς λογοκλόποι, ἡ περίπτωσή του εἶναι ἴσως αὐτὴ ποὺ ἔχει ἀπασχολήσει περισσότερο. Τὸ γεγονὸς ἐξηγεῖται ἀπὸ τὸ ποιὸν καὶ τὸ ποσὸν τῶν καταγγελιῶν.

Στὶς 3 Ἰανουαρίου 2008, μὲ ἐπιστολή του στὸ Βῆμα, ὁ ἀναγνώστης τῆς ἐφημερίδας Παῦλος Θεοδωρόπουλος ἐπισημαίνει ὅτι ἀπόσπασμα τοῦ πρόσφατου, τότε, βιβλίου τοῦ Βλαβιανοῦ «Ποιόν ἀφορᾶ ἡ ποίηση; Σκέψεις γιὰ μιὰ τέχνη περιττή» (Πόλις, 2007), εἶναι μετάφραση «ἀπὸ το πολὺ γνωστὸ δοκίμιο «Can Ρoetry Μatter?» (Graywolf Ρress, 1992) τοῦ Ἀμερικανοῦ ποιητῆ Dana Gioia», παρέθετε δὲ τὰ δύο κείμενα.

Επιστολή Θεοδωρόπουλου για Βλαβιανό, 3.1.2008

Στὴν ἀπαντητική του ἐπιστολὴ στὴν ἐφημερίδα (8.1.2008), ὁ Βλαβιανὸς θὰ παραδεχτεῖ τὴν ἀκρίβεια τῆς καταγγελίας, δικαιολογούμενος ὅτι ὅταν ἀντέγραφε τὸ χωρίο στὶς σημειώσεις του, ἀμέλησε νὰ περιλάβει τὸ ὄνομα τοῦ Τζόια μὲ ἀποτέλεσμα ἀργότερα νὰ τὸ ἐκλάβει ὡς δικό του. Συγχρόνως, θὰ ἐπικαλεστεῖ «τὴ μεταμοντέρνα συνθήκη καὶ τὸ παιχνίδι τῆς διακειμενικότητας», καὶ τὴ ρήση τοῦ Γέητς «εἴμαστε ὅλοι ἀναγκασμένοι νὰ ἀντιγράφουμε ἀντίγραφα».

Στὶς 19 Φεβρουαρίου 2009, τὸ ἰστολόγιο Greek University Reform Forum δημοσιεύει ἠλεκτρονικὴ ἐπιστολὴ ἀναγνώστη του, ὁ ὁποῖος μετὰ ἀπὸ προσωπική του ἔρευνα, ὅπως ἀναφέρει, καὶ παραπέμποντας σὲ ἀγγλόγλωσσες κυρίως διαδικτυακὲς πηγές, ὑποδεικνύει ἄλλα ἕντεκα (11) ἀποσπάσματα (ὁ ἴδιος ὁ ἐπιστολογράφος κάνει λόγο γιὰ «δωδεκάδα») ποὺ ὁ Βλαβιανὸς σὲ δύο βιβλία του παρουσιάζει ὡς δικά του, ἄλλοτε αὐτολεξεὶ καὶ ἄλλοτε παραλλάσσοντάς τα ἐλαφρά. (περισσότερα…)

Γράμμα από την Μπογκοτά

ΗΜΕΡΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ – ΦΥΓΗ ΣΤΗΝ ΕΞΟΧΗ

Πέρασαν σχεδόν τρεις μήνες. Μακριά από όλους, την κίνηση, τα μαγαζιά, τους θορύβους που καθόλου δεν μ’ ενοχλούν γιατί μεγάλωσα στο πρώτο πάτωμα μιας πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλης. Μακριά από το γραφείο μου, τα βιβλία μου, τη ζωή μου. Το σπίτι που μένω είναι ξύλινο, δίπατο, έχει τηλεόραση, τζάκι με γκάζι και ανέσεις. Βρίσκεται σ’ ένα αγρόκτημα είκοσι δύο στρέμματα μ’ ένα μικρό δάσος, με λόφο κι ένα ποταμάκι. Τριγυρίζομαι από πράσινο χορτάρι, αυτοφυές και διαρκές. Πατάω και βυθίζεται το πόδι μου σαν να περπατάω σε στρώμα. Όπου και να γυρίσω το βλέμμα μου δέντρα και ζώα. Αγελάδες και μοσχαράκια. Κότες, τρία σκυλιά, δύο άλογα.

Photo5

Έφθασα στην Μπογκοτά της Κολομβίας αρχές Μαρτίου για μια επίσκεψη-συμπαράσταση στην έγκυο κόρη μου και την οικογένειά της, για ένα μήνα. Η Κίνα και ο παράξενος ιός της ήταν πολύ μακριά για να εμποδίσει ένα ταξίδι που είχα προγραμματίσει από καιρό. Ύστερα εκδηλώθηκαν τα πρώτα κρούσματα του εστεμμένου σε Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία· σε μια εβδομάδα έκλεισαν παντού όλα τα αεροδρόμια. Άλλαξα το εισιτήριο επιστροφής για Απρίλιο και φοβισμένοι από την κατάσταση με έγκυο και μικρό παιδί τα μαζέψαμε και ήρθαμε στο οικογενειακό αγρόκτημα, δυο ώρες με το αυτοκίνητο από την πρωτεύουσα. Πρωινό ξύπνημα στις 6 και στις 9 το βράδυ στο κρεβάτι. Οι άλλοι. Εγώ δεν μπορώ να πάω για ύπνο πριν τις 11. Παρά την κούραση του υψόμετρου. Δεν υπάρχει ούτε ένα ελληνικό βιβλίο και η σύνδεση του κινητού μου δεν επιτρέπει να κατεβάσω οτιδήποτε από το διαδίκτυο.

Πριν από μέρες ένας ταύρος έριξε τα σύρματα και κατέβηκε ως το σπίτι μας μασουλώντας ενώ εγώ ανίδεη βολτάριζα. Στα πενήντα μέτρα άκουσα τις φωνές της κόρης μου που με προειδοποιούσε να μείνω ακίνητη και τότε τον είδα. Ένας μεγάλος μαύρος ταύρος που με περιεργαζόταν. Ο τρίτος της ζωής μου. Αναμετρηθήκαμε για λίγο. Ύστερα προσγειώθηκε στο λαιμό του ένα λάσο σε καουμπόικο στιλ. Δυο άντρες τον τράβηξαν πέρα με μεγάλη δυσκολία. Τον ταΐζουν πατάτες για να παχύνει και να τον πουλήσουν. Δε συμφέρει να υπάρχει ταύρος στο κοπάδι. Η αναπαραγωγή γίνεται με τεχνητή γονιμοποίηση κι αυτόν το μήνα γεννήθηκαν πέντε μοσχαράκια. Υπάρχουν και οκτώ μικρά ταυράκια. Κι αυτά θα πουληθούν μόλις παχύνουν αρκετά.

Σήμερα ξύπνησα από το μουγκανητό ενός μοσχαριού. Είχε λυθεί και βρισκόταν ακριβώς κάτω από το παράθυρό μου. Άνοιξα το παντζούρι και το έβλεπα καθώς κοίταζε προσεκτικά τα κάγκελα της βεράντας. Είπα πως τώρα θα πηδήξει και θα μπει μέσα, αλλά προτίμησε να φάει το πιο ωραίο ροζ τριαντάφυλλο του μικρού κήπου και ύστερα πήρε την κατηφόρα μέχρι που το μάζεψαν κι αυτό μ’ ένα λάσο.

Κάθε μέρα οι αγελάδες κατεβαίνουν από τα βοσκοτόπια, πεντέμιση το πρωί και τρεισήμισι το απόγευμα για το άρμεγμα. Ύστερα επιστρέφουν στα πιο ψηλά λιβάδια. Βρισκόμαστε στα 2800 μέτρα υψόμετρο. Στα υψίπεδα των Άνδεων. Το κλίμα ίδιο όλο τον χρόνο, άνοιξη μάλλον και λίγο φθινόπωρο Απρίλιο και Μάη. Τις πρώτες μέρες δεν άντεχα να περπατήσω για πολύ ώρα. Μου έλειπε το οξυγόνο. Χρειάστηκα περίπου μια εβδομάδα για να συνηθίσω τα 2500 μέτρα της Μπογκοτά. Όμως τώρα εδώ τα πράγματα βελτιώθηκαν. Ανεβαίνω τις ανηφόρες χωρίς στάσεις, χωρίς λαχάνιασμα.

Photo1Η καραντίνα είναι αυστηρή με μεγάλα πρόστιμα, απαγορεύουν τις μετακινήσεις όπως και στην Ελλάδα, αλλά έχουν γενική απαγόρευση κυκλοφορίας τα σαββατοκυριακοδεύτερα όταν οι Κολομβιάνοι πάνε εκδρομές, γλεντάνε και πίνουν, γι’ αυτό υπάρχει ταυτόχρονα και απαγόρευση πώλησης ποτών. Οι μεγάλες εταιρείες απολύουν υπαλλήλους αράδα. Ο κόσμος δυσανασχετεί με την κλεισούρα, αλλά περισσότερο υποφέρουν όσοι ζούσαν από δουλειές του ποδαριού – και είναι πολλοί αυτοί, εκατομμύρια. Τους βλέπουμε στην τηλεόραση, στις πιο φτωχές συνοικίες, κρεμάνε ένα κόκκινο πανί έξω από το σπίτι τους που σημαίνει ΠΕΙΝΑΜΕ. Οι διάφορες οργανώσεις μοιράζουν πακέτα με τρόφιμα καθημερινά αλλά δεν φτάνουν. Και όσοι μένουν στα βόρεια προάστια φοβούνται μια εξέγερση, μια κοινωνική αναστάτωση όσο κρατάει η καραντίνα. Κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει γιατί περιμένουν αύξηση των κρουσμάτων στο τέλος του μήνα.

Το Πάσχα πέρασε χωρίς να το καταλάβουμε. Είχα σκεφτεί να βάψω αυγά, ίσως να φτιάξω τσουρέκια, αλλά όλα αυτά φάνταζαν ξένα στο περιβάλλον μου. Στη δοκιμή που έκανα τα δέκα αυγά βγήκαν σκούρα μπεζ κι ας τα άφησα δυο ώρες να βράζουν στο κόκκινο νερό των παντζαριών.

Η πτήση του Απρίλη ακυρώθηκε κι έκανα καινούργια κράτηση για Μάη.

Εδώ για όλα πρέπει να πας αυτοπροσώπως να τα παραλάβεις, δεν υπάρχουν ντελιβεράδες. Ένα άτομο ασυνόδευτο ―στην Μπογκοτά βγαίνουν σε διαφορετικές μέρες οι άντρες από τις γυναίκες, μονά ζυγά, ίσως για ν’ αποφεύγουν τα ραντεβού― σύμφωνα πάντα με τον λήγοντα αριθμό της ταυτότητας. Παραδείγματος χάρη οι λήγοντες σε 0 οκτώ με έντεκα το πρωί και μόνο στην πιο κοντινή πόλη, δηλαδή χωριό. Φαρμακεία και λίγα μεγάλα μπακάλικα με περιορισμένη ποικιλία και μόνο δύο προϊόντα από κάθε είδος. Αυτό αποκλείει οποιονδήποτε ξένο. Δεν έχω βγει έξω εδώ και τρεις μήνες. Δεν έχω περπατήσει σε δρόμο. Δεν έχω μπει σε κατάστημα. Όμως υπάρχουν πολύ λίγα κρούσματα στο νομό της Μπογιακά όπου βρίσκομαι και κανένας θάνατος. Κάτι είναι κι αυτό.

Ιδανικές διακοπές μου λένε όταν παραπονιέμαι, στη φύση, στον καθαρό αέρα, με καθημερινή κουζίνα γκουρμέ της κόρης μου που απολαμβάνει το καλό και υγιεινό φαγητό. Γιατί δεν είμαι ευχαριστημένη με αυτές τις συνθήκες απομόνωσης; Τι παραπάνω κάνω στο γραφείο μου στην Αθήνα; Πόσο πολύ λοιπόν αποζητούμε τη δική μας φυλακή;

Μάταια και καθημερινά αναζητώ το κρυμμένο νόημα σε αυτόν τον υποχρεωτικό εγκλεισμό. Μια απλή, λίγο παράλογη επιβίωση, ένας εγκλεισμός χωρίς μέλλον, ένας σχεδόν θάνατος. Προσπαθώ να δώσω ένα σχήμα, ένα σκοπό, σε αυτήν τη διαβίωση, αλλά δεν βρίσκω τίποτα που να ανακουφίσει την απελπισία μου. Μου λείπει η Αθήνα, μου λείπει το Wifi του σπιτιού μου. Στην αρχή, όταν ξέμεινα από data, μ’ έπιασε ένας πανικός, δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με την Ελλάδα, με τους δικούς μου. Τώρα παλεύω με τις λιγοστές μονάδες για περιήγηση που αγοράζω σχετικά φτηνά, αυτό είναι αλήθεια, αλλά λόγω της καραντίνας κανένας δεν τοποθετεί κεραίες εδώ στην εξοχή. Δεν μπορώ να γράψω, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Πότε πότε πονάει ο λαιμός μου κι ένας μικρός πανικός ξεφυτρώνει για λίγες τουλάχιστον ώρες. Μήπως μολύνθηκα; Μήπως θ’ αφήσω εδώ τα κόκκαλά μου; Πόσο ασήμαντα είναι όλα αυτά που σχεδίαζα μπροστά στην επιτακτική ανάγκη της απομόνωσης για να σωθούμε όλοι. Και γιατί να σωθούμε, πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται. Γιατί να μην ρισκάρουμε, να δούμε ποιός πραγματικά μπορεί να επιβιώσει. Ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας που με τις χειρότερες προοπτικές θα αλλάξει για πάντα τη ζωή της ανθρωπότητας.

Photo7

Θυμάμαι μια ηθελημένη απομόνωση έξι εβδομάδων στην πόλη των Αγγέλων, στις ΗΠΑ. Σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στη Σάντα Μόνικα, μόνη, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, σκυμμένη στον υπολογιστή μέρα νύχτα. Το δίδυμο κρεβάτι ήταν μαυροπίνακας γεμάτος κίτρινα αυτοκόλλητα χαρτάκια: οδηγίες για το σενάριο που έγραφα, έγραψα. Έβγαινα μόνο για φαγητό, σ’ ένα εστιατόριο ανοιχτό όλο το εικοσιτετράωρο, καμιά φορά βόλτα με το νοικιασμένο αυτοκίνητο στα free ways για να εξοικειωθώ με την πόλη. Έγραφα ασταμάτητα, αγόραζα παγωτό στο σούπερ που ήταν κι αυτό μέρα-νύχτα ανοιχτό και μια φορά την εβδομάδα μάθημα συγγραφής σεναρίου με τον Σιντ Φιλντ στο διάσημο Μπέβερλι Χιλς, στο σπίτι του Γκέρσουιν. Ανακάλυψα τον Σ.Φ. διαβάζοντας τα βιβλία του, τον είχα βρει στο διαδίκτυο και μετά από ένα χρόνο αλληλογραφία βρέθηκα στο Λος Άντζελες με την ιδιότητα της μαθήτριας να γράφω το πρώτο μου σενάριο με την βοήθεια και την καθοδήγηση του. Το γυμναστήριο του ξενοδοχείου το ανακάλυψα δυστυχώς μόνο την τελευταία εβδομάδα. Όπως και τις καινούριες φίλες και τα φαγάδικα του Λ.Α.

Σκέφτομαι πως τίποτα δεν θα είναι ίδιο στο μέλλον. Ίσως θα πρέπει να φορούμε όλοι μάσκες και γάντια, να κρατάμε αποστάσεις, να αποφεύγουμε τις συγκεντρώσεις. Εκτός κι αν κάνουμε κάθε χρόνο το εμβόλιο του κορωνοϊού όπως της γρίπης. Η πτήση του Μαΐου ακυρώθηκε κι αυτή, έκλεισα θέση για 5 Ιουνίου.

Κάθε βράδυ βλέπω σπίτια στον ύπνο μου. Σπίτια που υπήρξαν, σπίτια που είχα και πούλησα ή εγκατέλειψα, σπίτια παλιά, σπίτια ερείπια. Περιφέρομαι εκεί μέσα και ψάχνω τους δικούς μου, πότε τη μάνα, πότε κάποιο παιδί, πότε κάποιον αγαπημένο που έχω χρόνια να δω. Κάθε βράδυ επιστρέφω σε γνωστά μέρη, ξεχασμένα ή κι αξέχαστα.

Και περνώ τις μέρες μου κλεισμένη σ’ έναν Παράδεισο, σε μια Εδέμ, χωρίς καμιά έγνοια, δεν πρέπει να πληρώσω νοίκι ούτε κοινόχρηστα, δεν βγαίνω για ψώνια, άλλος μαγειρεύει, άλλος προγραμματίζει την καθημερινότητά μου, δεν έχω υποχρεώσεις, η μέρα ξημερώνει μες στο πράσινο, τα κοκόρια με ξυπνούν τα χαράματα όπως ποτέ στη ζωή μου δεν με ξύπνησαν, αγελάδες και άλογα γεμίζουν τις πλαγιές, κότες που μου δίνουν τα φρέσκα αυγά τους, μια βουκολική ζωή που δεν επιζήτησα. Φοράω τα ρούχα που έφερα για ένα μήνα, σχεδόν έλιωσα ένα πανταλόνι, έχω άλλα δύο. Έχω ξεχάσει το βάψιμο, την κοκεταρία, δεν φοράω πια γυαλιά, νταντεύω μια εγγονή και περιμένω μιαν άλλη.

Τώρα τελευταία άρχισα να διακρίνω μια ελαφριά κατάθλιψη. Αν ήμουνα πιο νέα ίσως να το διασκέδαζα, όμως εδώ μου λείπουν τα γραφτά μου, αυτά που θα μπορούσα να τακτοποιήσω, να αρχειοθετήσω, τα βιβλία μου που θα μπορούσα να ξαναδιαβάσω, κάποιες μεταφράσεις που ήθελα να κάνω στον ελεύθερο χρόνο μου. Στην άλλη μεριά του ωκεανού είναι η πατρίδα, ο καλός μου, οι άλλοι αγαπημένοι. Αναρωτιέμαι για την τύχη του βιβλίου που παρέδωσα στην εκδότρια, τη ζωή μου όπως την ήξερα.

Η πτήση μου πάλι ακυρώθηκε, τώρα έχω κάνει κράτηση για πρώτη Ιουλίου. Η δήμαρχος βγήκε στην τηλεόραση και είπε πως τα αεροδρόμια θα παραμείνουν κλειστά μέχρι τις 31 Αυγούστου.

Όλα έχουν μπει σε αναμονή.

Photo2

Κάπως έτσι νομίζω πως θα είναι ο θάνατος. Μια μέρα ξαφνικά θα εξαφανιστώ, θα βρεθώ σε μια άλλη πραγματικότητα, άγνωστή μου μέχρι τότε, θα τα αφήσω όλα πίσω. Ίσως να συναντηθώ με άλλους γνωστούς και αγαπημένους, να χαίρομαι την παρέα τους, να θυμάμαι παιδικά τραγουδάκια και παραμύθια, να κάνω ξανά τις τόσο γνωστές αλλά και ξεχασμένες κινήσεις, τα χάδια, τις αγκαλιές, τα νανουρίσματα. Ένας ήρεμος τόπος, πολλά δέντρα, καθαρή ατμόσφαιρα, μια ζωή με τα απολύτως απαραίτητα. Μια ατέλειωτη αιωνιότητα, μια αληθινή Νιρβάνα, αλλά τόσο βαρετή!

ΚΛΑΙΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ

Διονύσης Η. Στράνης, Ο κουρδιστός φιλόσοφος ή Ως και οι Κυνικοί ξεσκύλιασαν (Κόμικ)

cynical

Άδεια, μεγάλη πλατεία, τύπου ιταλικής Piazza. Στο κέντρο της – σε μια στήλη –, η προτομή ενός φιλοσόφου, κυνικότατου και περίφημου, με την επιγραφή

Δ.Η.Σ. (1984 – ∞)
ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΡΩΤΗΘΗΚΕ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ, ΕΚΕΙΝΟΣ ΕΙΠΕ, ΑΦΟΥ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΚΟΝΤΟΣΤΑΘΗΚΕ:
«ΑΜΒΛΥΝΟΟΝ ΤΙ. – ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΣΥΜΠΙΠΤΕΙ ΜΕ ΤΟ ΟΡΘΟ, ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΙΘΑΝΟΤΑΤΑ ΓΙΑ ΛΑΘΟΣ ΛΟΓΟΥΣ»

Παραπέρα, σ’ ένα παγκάκι κάθεται μια γυναίκα ταπεινή που κρατάει ένα αριθμητάρι.

Από την απλωτή ησυχία ξετυλίγεται ένα τρίκι-τρίκι σιγανό, κι ολοένα δυνατότερο.

Σαν – από λήψη αέρος – να κάλυπτε τη διαγώνιο της πλατείας, φτάνει – σε τέλεια ευθεία πορεία – Ο ΚΟΥΡΔΙΣΤΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ, βαστώντας επ’ ώμου κάτι που ήταν καλυμμένο μ’ ένα σεντόνι, και κάθεται στο πεζούλι κάτω απ’ την προτομή.

Κοιτάζει κατά δω – κοιτάζει κατά κει – ούτε ψυχή ζώσα, μόνο κάτι σειρήνες ακούγονταν – και ύστερα λέει δυνατά:

«Μαύρισαν οι ουρανοί! Τάφοι – Τάφοι ολούθε! …»

Η γυναίκα με το αριθμητάρι τον κοίταζε. «Πράγματι. Ας είναι για λίγο.» ψέλλισε κι έσκυψε πάλι, δύστυχη, το κεφάλι στο όργανο που κρατούσε.

«Τι πράγματι λες εσύ ανόητη; Δεν εννοώ αυτό που κατάλαβες.» είπε εκείνος οργισμένος. «Της λευτεριάς εννοούσα τους τάφους!»

Και συνέχισε:

«Ένα κτήνος, ένα πουλί αόρατο μας κατατρώγει – άνθρωποι – τα σωθικά! …»

Από ένα ανοιχτό παράθυρο ακούστηκε ένας να χειροκροτάει.

«… Του παγκόσμιου Ολοκληρωτισμού ο αητός!» κατέληξε ο κουρδιστός φιλόσοφος «Μ’ ένα ράμφος, να!» κι έδειξε με τα χέρια το μήκος του ράμφους.

Το χειροκρότημα έπαψε. Ζζζζντουπ! – έκλεισε το παράθυρο σβουριχτά.

Η γυναίκα ανεβοκατέβαζε το κεφάλι κι αναστέναζε.

Ο κουρδιστός φιλόσοφος άνοιξε το σεντόνι που είχε αποθέσει στο έδαφος. Μέσα εκεί ήτανε κάτι βέργες ομοιόμορφες και λεπτές. Άρχισε να βιδώνει τη μία πάνω στην άλλη, έως ότου έφτιαξε μια υπερβέργα-πειραχτήρι κάμποσα μέτρα μακριά. Τη σήκωσε – εκείνη λύγιζε ελαφρώς σαν καλάμι ψαρέματος – κι έδωσε μια τσιγκλιά στα μεριά της γυναίκας που κρατούσε το αριθμητάρι.

«Άουτς» έκανε αυτή. Έκατσε παραδίπλα.

«Μην ειρωνεύεσαι εσύ κυρά Κοινή! Ακούς; Θα’ ναι αργά όταν φτάσει ο αητο-Λεβιάθαν! Το πουλί κι αν κάνεις πως δεν βλέπεις, την κουτσουλιά θα τη φας!»

Ύστερα άρχισε να ξεβιδώνει και να λύνει την υπερβέργα, τακτοποίησε μία-μία τις βέργες και τις τύλιξε πάλι με το σεντόνι. Κατόπιν άρχισε να φωνάζει προς τα κτίρια τριγύρω  – σα να μιλούσε σε πατεράδες μιας νύφης –, όπου κάτι κεφάλια εξείχαν απ’ τα παράθυρα, κι άλλα φαίνονταν στα μπαλκόνια:

«Στον διάολο με την ΕΠΙΒΙΩΣΗ! Πού ειν’ η ΖΩΗ ωρέ; Πού την έχετε; Ακούστε δω καλά! Τα καλύτερα ρούχα φορέστε της! Θααα τττττην πάαααω γιααααα χορρρρρρόοοοοοουου ……».

Το τρίκι-τρίκι σταμάτησε. Ο κουρδιστός φιλόσοφος ξέμεινε σε πόζα αιώνιας βλακείας με χέρια και στόμα ανοιχτά. Πίσω από την προτομή άνοιξε ένα πορτάκι. Βγήκε ένας ανθρωπάκος. Πήγε μπροστά (στάθηκε πίσω απ’ την πλάτη του κοκκαλωμένου κουρδιστού φιλοσόφου) και άρχισε μ’ ένα καλέμι να σβήνει την επιγραφή της προτομής από τη δεύτερη σειρά και κάτω. Την οποία αντικατέστησε με τον ακόλουθο αφορισμό του Nicolas Chamfort:

«ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΠΟΧΕΣ ΟΠΟΥ Η ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΙΝΑΙ Η ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΑΠ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΓΝΩΜΕΣ[1]»

Εκείνη δεν ήτανε μια τέτοια εποχή.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ Η. ΣΤΡΑΝΗΣ

Το σατιρικό αυτό κείμενο γράφτηκε στις 2.4.2020 και είναι εμπνευσμένο από τις παρεμβάσεις του Giorgio Agamben, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στο διάστημα 26.2.2020 – 17.3.2020 με αφορμή το lockdown της Ιταλίας λόγω covid-19.

 [1] ΣΑΜΦΟΡ, Επιλογή από το έργο του, Μετάφραση Π. Κονδύλης, Εκδόσεις Στιγμή, Σειρά Στοχασμοί (11)

Νατάσα Κεσμέτη, Στή λάβρα ἑνός ἀπογεύματος

Γιώργος Δρίζος, Κύθηρα-Χύτρα

Γιώργος Δρίζος, Κύθηρα-Χύτρα

Ἄν καί ἡ μύτη της ἦταν καλοκαμωμένη τά ρουθούνια της ἦταν πλατιά, ἀνοιχτά πρός τά πλάγια καί παίζανε διαρκῶς τά πτερύγιά τους σάν νά ρούφαγαν μαζί μέ τόν ἀέρα καί μιάν ἐντελῶς ἰδιαίτερη ἡδονή τήν ὁποία προσπαθοῦσαν νά ὀσμισθοῦν, νά ἐντοπίσουν μέ μανία.

Ὅση ὥρα ἡ διήγησή της κρατοῦσε τήν προσοχή τῶν ἀκροατῶν της ἀδιάπτωτη, τά ρουθούνια της κάπως ἡσυχάζανε. Ἀλλά μόλις τά μάτια τῆς ὁμήγυρης παύανε νά στρέφονται πρός τό μέρος της ἀνεξάρτητα ἄν ἐξερευνούσανε τό σῶμα της, τή στάση της, τίς κινήσεις τῶν χεριῶν ἤ τό πρόσωπό της, τά ρουθούνια της ἀρχίζανε ἀστραπιαία νά παίζουνε γρήγορα καί τά χέρια της αὐξάνανε τήν ἔνταση καί τήν ἐκφραστικότητά τῶν κινήσεων μέ τίς ὁποῖες συνόδευε τήν διήγησή της.

Ἦταν πολύ παράξενο: ἀπό τή μέση καί κάτω ἔμενε ἀκίνητη στή θέση της, τά πόδια της βιδώνονταν εἴτε ἁπλωμένα εἴτε χαριτωμένα ἀκουμπώντας τό ἕνα πίσω ἀπ’ τ’ ἄλλο στούς ἀστραγάλους σπανίως ἕως ποτέ σταυροπόδι. Ἀπό τή μέση καί κάτω ἦταν μιά ἐξαιρετικά καθωσπρέπει καί ἀπολύτως ἐλεγχόμενη κυρία, γιά τήν ὁποία θά μποροῦσε νά φανταστεῖ ὁ θεατής της πώς ἐπιδείκνυε μ’ ἕναν πολύ ἀξιοπρεπή τρόπο τίς γάμπες της καί κυρίως τά βαμμένα νύχια τῶν ποδιῶν της. Παρά τά χρόνια της τό μεσαῖο τους δάχτυλο στόλιζε ἕνας σχετικά χοντρός, διπλός, ἀσημένιος κρίκος. Θά μποροῦσε ἀκόμα νά κάνει κανείς τή σκέψη πώς θά τῆς εἶχαν χρειαστεῖ πρόβες καί πρόβες ὥσπου νά πετύχει αὐτή τήν συγκεκριμένη ἀξιοπρεπή στάση. Κάθε φορά πού μετακινοῦσε ἔστω καί ἐλάχιστα τίς γάμπες της γιά νά τίς ξεκουράσει ἤ νά ξεμουδιάσει ἡ μετακίνηση γινόταν πολύ ἀνάλαφρα, γιά νά μήν πεῖ κανείς κατά μαγικό τρόπο ἀόρατα.

Αὐτό ὅμως πού συνέβαινε ἀπό τή μέση καί πάνω ἦταν συναρπαστικό. Ὁ κορμός καί κυρίως τά χέρια βρίσκονταν σέ συνεχῆ δραστηριότητα. Ἡ Ναριμά  ἦταν μιά χορεύτρια τῆς πολυθρόνας. Ζωγράφιζε στόν ἀέρα ὅλα της τά συναισθήματα καί μαζί αὐτά τῶν ἡρώων τῆς διήγησής της ἐνῶ ταυτόχρονα τά μάτια της ἄλλαζαν σχήμα ἀνάλογα μέ τήν δραματική ἤ κωμική  ἐξέλιξη τῶν ἐξιστορούμενων. Στό μεταξύ τά κυνηγιάρικα ρουθούνια της ἀκολουθοῦσαν τό ἔνστικτο πού τά εἰδοποιοῦσε γιά τήν κατάσταση τῶν θηραμάτων: ἄν εἶχαν λασκάρει ἤ παρέμεναν γιά τά καλά μαγκωμένα στήν παγίδα.

Ἐκεῖνο τό ἀπόγευμα ἡ Ναριμά ἀναστέναξε μόλις τῆς ἄνοιξαν τήν πόρτα καί μπῆκε στό θέμα της χωρίς πολλά πολλά:

«Καλά πού σᾶς βρῆκα γιατί θά ἔσκαγα νά μήν τά πῶ»

Τό μεγάλο λάθος τῶν φίλων της ἦταν πώς τό ἀναστατωμένο της ὕφος τούς ξεγέλασε σέ βαθμό νά ἀκυρώσει τήν πεῖρα τους μαζί της και, τό χειρότερο, τούς ἔσπρωξε νά ποῦν ὅ,τι ἀκριβῶς ποθοῦσε ἡ Ναριμά: πώς ἡ ἐμπιστοσύνη πού πάντα τούς δείχνει εἶναι τιμητική γι’ αὐτούς ,ὅπως καί ἡ παλιά τους φιλία πού διαρκεῖ παρά τά τόσο πολλά χρόνια καί τίς ἀλλαγές πού φέρανε στήν ζωή ὅλων τους.

Ἦταν ἕνα καφτό καλοκαιρινό ἀπόγευμα καί ὅλοι πλήττανε θανάσιμα. Στό βάθος τῆς πλήξης τους σάλευε ὡστόσο ἕνας ἀπαίσιος τρόμος καθώς ἡ πόλη ἦταν τριγυρισμένη ἀπό πυρκαγιές. Ὅλα τά πανάρχαια βουνά πού τήν στεφάνωναν κάποτε μέ τά πυκνά τους δασωμένα φαράγγια καί οἱ λόφοι μέ τούς κυπαρρισῶνες, ἐδῶ καί μέρες, λιανίζονταν ἀπό ἀμέτρητες παμφάγες φλόγες.

Ἡ Ναριμά λάτρευε νά ἀναποδογυρίζει τά πράγματα. Ὅταν στά δεκαεννιά της ἐγκαταστάθηκε στή τότε Ροδεσία (καί νῦν Ζιμπάμπουε) τό πρῶτο πού ἀναποδογύρισε ἦταν τό ὄνομά της. Τό ὅτι κατά κάποιο τρόπο τό ἐξισλάμισε, δέν τήν πείραξε καθόλου. Τό ἔβρισκε πιό σύμφωνο μέ τό νέο της περιβᾶλλον κι ἄλλωστε ἀπό παιδί δέν ἦταν καί καμιά ἀφοσιωμένη χριστιανή. Κανείς στό σπίτι της δέν πάταγε στήν ἐκκλησία. Ἄν τήν ἐνδιέφερε κάτι ἦταν τά ἔθιμα σάν εὐκαιρίες γιά συγκεντρώσεις, τίποτα παραπάνω. Οἱ ὀνομαστικές γιορτές ἔτσι κι ἀλλιῶς εἴχανε χάσει κάθε νόημα πρό πολλοῦ στήν ἴδια τήν πατρίδα της, ὄχι στήν Ἀφρική ὅπου δέν βρῆκε καί καμιά ἀξιόλογη κοινότητα. Οἱ περισσότεροι ἦσαν Γάλλοι, Βέλγοι, Ὀλλανδοί.

Ὅταν ἐξ αἰτίας τῆς ἐπανάστασης ἐκεῖ μετακόμισε μέ τόν ἄντρα της καί τίς ἐπιχει- ρήσεις τους στό Πράσινο Ἀκρωτήρι, τό ἀμέσως ἑπόμενο πού ἀναποδογύρισε ἦταν τό γάμο της. Δέν πῆρε διαζύγιο, γιά νά μή διαταράξει τίς ἤδη ταρακουνημένες ἐπιχειρήσεις τους, ἀλλά ἀποφάσισε νά διατηρήσει τόν τύπο τοῦ γάμου τους ἀκυρώνοντας κάθε οὐσία. Ὁ ἄντρας της βρέθηκε σύμφωνος στόν διακανονισμό γιά δικούς του λόγους. Μπορεῖ νά εἶχε ἐξαντληθεῖ στήν προσπάθεια νά εἶναι πρόθυμος ἀκροατής καί θεατής της, μπορεῖ νά μήν εἶχε καθόλου χρόνο γιά παιγνίδια κανενός εἴδους πιά. Εἶχε νά σώσει πολύ πιό σπουδαῖα πράγματα γι αὐτόν ἀπό ἕναν γάμο πού ἔγινε τόσο νωρίς καί τόσο βιαστικά, ὥστε νά μή δεῖ κανένας τους τίποτα παραπάνω ἀπ’ ὅσα θαμπώνουν τήν πρώτη ματιά. Στήν περίπτωσή του, ἡ Ναριμά τόν εἶχε καθηλώσει ἀπό τή μέση καί κάτω γιά τήν συμμαζεμένη στάση της, τή διακριτική της κομψότητα, τή σεμνότητά της πού ποτέ δέν θά τόν ἔφερνε σέ δύσκολη θέση στή Μαύρη Ἥπειρο. Ἀκόμα καί μετά τό χωρισμό τους, τό ρουθούνισμα τῆς ἀπληστίας της τοῦ ἔμεινε ἀθέατο. Τήν παραδεχόταν ὅμως γιά τήν ἐπιχειρηματικότητά της καί κυρίως γιά τό ἔνστικτό της στίς καλές ἐπενδύσεις.

Ἐκεῖνο τό ἀπόγευμα πού τά βουνά καίγονταν, οἱ κάτοικοι ἀναγκάστηκαν νά ἀμπαρώσουν τά παράθυρα γιά τόν καπνό καί τίς στάχτες, κλείσανε ἐπίσης τόν κλιματισμό, γιατί ἡ ἑταιρεία Ἠλεκτρισμοῦ ἔκανε ἔκκληση γιά οἰκονομία καί μείνανε μέ τούς ἀνεμιστῆρες, ἡ Ναριμά μίλαγε πέντε ὧρες ἀκατάπαυτα.

Στήν πόρτα πρίν φύγει γύρισε καί εἶπε στούς φίλους της:

«Ἐγώ τώρα εἶμαι μιά χαρά. Ξαλάφρωσα ἐντελῶς» καί διέγραψε μέ τά μπράτσα της μιά ἁπλωτή κίνηση σάν τό πλανάρισμα ἑνός γλάρου.

«Ἐσεῖς, δέν ξέρω, μπορεῖ νά χρειάζεστε καί ψυχίατρο!»

Ἦταν ἀντιπαθητική ἡ Ναριμά, ἐπειδή ἤξερε ἀκριβῶς τί θέλει, ποιά ἀκριβῶς εἶναι κάθε φορά ἡ συγκεκριμένη της ἀνάγκη, πῶς νά ἀπαιτήσει τήν ἱκανοποίησή της καί ἀπό ποῦ;;

Ὅταν ξεφούσκωνε ἐντελῶς τό ἀσκί πού κουβαλοῦσε πίσω ἀπό τά ρουθούνια της ὡς μέσα στά πνευμόνια της, ἔπαυε νά κοιτάζει τούς ἀκροατές της. Ἡ ματιά της ἔχανε ὅλη της τή λάμψη, γινόταν θαμπή, σχεδόν θολή. Στύλωνε τά μάτια της ἀφηρημένα στό πάτωμα ἤ μάλλον στά δάχτυλα τῶν ποδιῶν της, καί γιά πολύ λίγο γινόταν ἑνιαία. Μέχρι ἐκείνη τή στιγμή, ὅσες ὧρες διηγιόταν, ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων ξεπεταγόταν ἀπό τά μάτια της, τά χέρια της καί τόν κορμό τοῦ σώματός της. Μήπως ἦταν ἕνα κρυμμένο ταλέντο ὑποκριτικῆς; Μιά ἀνάπηρη ἠθοποιός καθηλωμένη στήν πολυθρόνα, ὑποχρεωμένη νά παίζει μέ ὅλα τά ἄλλα πιθανά καί ἀπίθανα μέσα της;

Ὅταν ὅμως ξεφούσκωνε ἐντελῶς ἀπό ὅλα ὅσα εἶχε στριμωγμένα μέσα της, ἕτοιμα νά μποῦν σέ λόγια καί κάθε λογιῶ τινάγματα ἤ στριφογυρίσματα τῶν ὤμων, ὑψώσεις ἥ σουφρώματα τῶν φρυδιῶν καί κάθε εἴδους ταχυδακτυλουργική κίνηση τῶν μυῶν μέχρι τή μέση της, γινόταν, γιά ὅσο διαρκοῦσε ἡ σιωπή της, ἕ ν α ς ἄνθρωπος.

Δέν τήν ἐνδιέφερε καθόλου πιά ἄν ἀποσποῦσε τό ἐνδιαφέρον τῶν ἀκροατῶν της, ἄν μονοπωλοῦσε τήν προσοχή τους ἀνεβαίνοντας ἄπληστα μιά δική της προαποφασισμένη καί χιλιοδοκιμασμένη κλίμακα ὥσπου νά τούς φέρει στήν κορύφωση: τό δικό της κρεσέντο· νά τούς νιώθει κυριολεκτικά κρεμασμένους ἀπό πάνω της.

Ἀλλά ὅταν ἔπαυε ὁριστικά, τό κάθε τι πάνω της ἔμοιαζε νά πέφτει πρός τά κάτω, πρός τά κεῖ πού κοίταζαν μ’ ἕνα νεκρό βλέμμα οἱ βολβοί τῶν ματιῶν της. Αὐτό κρατοῦσε ἐλάχιστα ,ἀλλά ἀρκετά γιά νά δεῖ κανείς ἕνα ἄδειασμένο σακκί ριγμένο στήν πολυθρόνα, ἐκεῖ πού πρῶτα μιά ὁλόκληρη παράσταση, καί μάλιστα πρεμιέρα, δοξαζόταν.

***

Τό λάβρο ἀπόγευμα τό εἶχε διαδεχτεῖ μιά ἀνυπόφορη νύχτα. Λίγο πρίν τούς καληνυχτίσει ἡ Ναριμά εἶπε:

«Τί τυχερή πού ἤμουνα νά σᾶς βρῶ. Θά ἔσκαγα μόνη μου μέ τέτοια κάψα. Ἄν καί μοῦ φαίνεται πώς σᾶς ἔφερα τό ποδήλατο στό κεφάλι» – καί ἔσκασε στά γέλια.

Κοιτάχτηκαν ἀπορημένοι, ἀλλά δέν τολμοῦσαν νά ρωτήσουν μήπως καί ἀρχίσει, ἐκεῖ στήν ἔξοδο ἀνάμεσα στά σύννεφα τοῦ καπνοῦ πού ὅρμαγαν πάνω στήν πόλη καί στίς στάχτες πού ἔβρεχε ὁ οὐρανός, νά μιλάει γιά ἄλλες πέντε ὧρες.

Κάποτε σταμάτησε τό νευρικό της γέλιο καί εἶπε:

«Ἧταν σάν τώρα καλοκαίρι. Δυό φίλες μου πού ἦσαν καί συγγενεῖς μου τρέχανε μ’ ἕνα ξύλινο ποδηλατάκι πότε ἡ μιά πότε ἡ ἄλλη στό πεζοδρόμιό μας. Καθισμένη στό σκαλοπάτι τοῦ σπιτιοῦ μου, τίς κοίταζα χαυνωμένη καί πέθαινα ἀπό ζήλεια, ἀλλά ἀκόμα κι ἄν μέ σκότωναν δέν θά καταδεχόμουν νά παρακαλέσω γιά μιά βόλτα. Τότε ἡ πιό μικρή, πού ἦταν μεγάλη τσούχτρα, εἶπε στήν ἄλλη ξαφνικά δείχνοντάς με:

Ἄς δώσουμε καί σ’ αὐτό τό κακόμοιρο νά κάνει μιά βόλτα …

Τ ό   κ α κ ό μ ο ι ρ ο !

Πετάχτηκα, καί ,πρίν προλάβει καμιά τους νά κάνει κίχ, ἅρπαξα τό ποδηλατάκι καί τό ἀναποδογύρισα στό κεφάλι τῆς μικρῆς. Τόσπασα στό κεφάλι της, καί ἤμουνα τόσο εὐχαριστημένη πού συνέχισα νά τήν κλωτσάω μέ λύσσα, χωρίς νά δίνω τήν παραμικρή σημασία στό χαμό πού γινόταν γύρω μου.»

Τίναξε τό κεφάλι πρός τά πίσω κοκέτικα καί τούς γύρισε τήν πλάτη, χωρίς νά δώσει καμιά σημασία πού τούς εἶχε ἀφήσει ἄφωνους μέσα στίς καπνιές.

«Τί Ναριμάν καί ἌχουραΜάσδα!», ξέσπασε τή φούρκα του ὁ ἕνας φίλος της ξαφνικά.

«Ζωροάστρης θά γίνω στό τέλος… Τό Μαρινάκι, μιά ζωή μᾶς περνάει ψιλό γαζί»!

Καί κλώτσησε φρενιασμένος τίς στάχτες μέ τά πέδιλά του.

Σύρα, 17/07/2007- Ἀθήνα, Μάης 2020

 

 

 

 

Κώστας Ζωτόπουλος, Οδός Καλαμιώτου

papadiamantis-νιρβάνας

-Ι-

Οδός Καλαμιώτου

Ο Νιρβάνας, μαθητής νεαρός,
δεν γνώριζε ποιος ήταν ο κύριος Αλέξανδρος.
Σκιαθίτης εκείνος, εκ πατρός Σκοπελίτης αυτός.
O εξάδελφός του Φίλιππος του μιλούσε γι αυτόν,
συμμαθητή του παλιό,
σαν να ήταν παραστρατημένος.
«Κρίμα τον άνθρωπο! Πάει χαμένος.
Στην τάξη πρώτος μαθητής,
με τα ελληνικά του τα γερά
μπορούσε να ’ναι τώρα στο Πανεπιστήμιο καθηγητής.
Κάθεται και γράφει παραμύθια σαπέρα».

Ο Νιρβάνας είχε γράψει στην καθαρεύουσα ένα ελεγείο
που αργότερα θα του φαινόταν άτεχνο πρωτόλειο,
«στιχούργημα παιδιάτικο»,
το είχε εκφωνήσει σε κηδεία
και δημοσιεύσει στην «Παλιγγενεσία».
Ο εξάδελφός του στον κύριο Αλέξανδρο το είχε δώσει
κι αυτός εζήτησε να τον γνωρίσει.

«Σκιαθίτικο καφενείο»,
οδός Καλαμιώτου, απ’ της Καπνικαρέας το ιερό σαράντα μέτρα.
Δίπλα ένα κατάστημα με παπλώματα.
Καφέ και βιοτεχνία παπλωμάτων
στέκουν και σήμερα εκεί, σε κτίρια νέα.
«Εις το καφενείον εκείνο, παρά την οδόν Καλαμιώτου,
εσύχναζα οπωσούν…
Εκεί ήρχοντο παλαιοί άνθρωποι,
οικοκυραίοι, εντόπιοι και άλλοι μερικοί,
γνωστοί αγορηταί των καφενείων,
και αι πολιτικαί συζητήσεις ποτέ δεν εσχόλαζον».

Στο βάθος προχώρησαν.
Ένας κακοντυμένος με άτακτα γένια
καθόταν με δυο τρεις ακόμα.
Τους δέχτηκαν εγκάρδια, λουκούμι του παρήγγειλαν,
τον ρώτησαν για τους γονείς και τα μαθήματα.
Ο Σκιαθίτης είπε με συμπάθεια, που, χρόνια μετά,
συγκατάβαση χριστιανική τη θεώρησε ο Νιρβάνας.
«Ώστε δικό σου, λοιπόν, ήταν το ποίημα, παιδί μου.
Αναρωτήθηκα. Το πατριωτάκι μας να είναι τάχα;
Όταν μου το είπε ο Φίλιππος τον παρακάλεσα
να σε φέρει να σε γνωρίσουμε κι εμείς σαν πατριώτες.
Ε, μπράβο σου παιδί μου. Να καταγίνεσαι».

-ΙΙ-

Η ειρωνεία των νοσοκόμων

Ο Νιρβάνας τον είδε για τελευταία φορά
λίγες μέρες πριν φύγει οριστικά για το νησί.
Είχαν διοργανώσει στον «Παρνασσό» εκδήλωση
με της Πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη τη φροντίδα,
ο Αλέξανδρος, όμως, δεν παρέστη.
Είπε και ο Νιρβάνας μετά τον Κακλαμάνο δυο λόγια,
για το έργο του Σκιαθίτη.
Είχαν αρκετά χρήματα συγκεντρωθεί,
για να εισαχθεί σε κλινική.
Η λατρεία του άκρατου οίνου τον είχε καταβάλει.

Ο Νιρβάνας πήγε στη Δεξαμενή πάλι
με τον Αλέκο Μαυρουδή
που είχε με ζήλο εργαστεί
για την επιτυχία της γιορτής,
να του πουν πως υπήρχαν χρήματα αρκετά
και να τον πείσουν να θεραπευτεί.

Έσκυψε δακρυσμένος –άρρωστος, γέρος –
το χέρι να του φιλήσει.
Το τράβηξε απότομα συγκινημένος,
και του έκανε με τρόπο την πρόταση.

«Όχι νοσοκομείο…», απάντησε ικετευτικά.
»Οι νοσοκόμοι είναι είρωνες».
Φοβόταν πως για την αιτία της νόσου κάποιος θα τον ειρωνευτεί.
Είπε, «Καλύτερα στην πατρίδα …».
Μάταιο και σκληρό να του αρνηθεί.
«Αλέξανδρε, όπως αγαπάς».
Έφυγε σε λίγες μέρες
για της αιώνιας τέχνης το νησί.

ΚΩΣΤΑΣ ΖΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Νέοι ποιητές ενός νέου αιώνα |61. Μυρτὼ Χμιελέφσκι

ΔΙΑΡΚΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ 2000-2020

Ποιά ἡ ποίηση τοῦ 21ου αἰώνα καὶ ποιοί οἱ ποιητές της; Χιλιάδες ποιητικὲς συλλογές, εἴτε τυπωμένες ἀπὸ ἐπώνυμους οἴκους εἴτε αὐτοεκδόσεις, ἑκατοντάδων ἢ καὶ χιλιάδων ποιητῶν ποὺ ἀναζητοῦν τὴν θέση τους στὴν Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία. Τί μένει ὅμως καὶ τί περνάει ἀπὸ τὴν κρησάρα τῆς κριτικῆς; Τί ἐπιβιώνει –ἢ ἔστω, τί φαίνεται ὅτι μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει– στὴν μνήμη τῆς ἀναγνωστικῆς κοινότητας;

Ἀποπειρώμενο μιὰν ἀπάντηση στὰ παραπάνω, τὸ Νέο Πλανόδιον ἐγκαινιάζει τὴν ἑβδομαδιαία στήλη ‘‘Νέοι ποιητὲς ἑνὸς νέου αἰώνα. Διαρκὴς ποιητικὴ ἀνθολογία 2000-2020’’. Γιὰ διάστημα δύο ἐτῶν καὶ ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2019, θὰ ἀνθολογοῦνται κάθε ἑβδομάδα ἕνα ἢ περισσότερα ποίηματα ἑνός/μιᾶς συγγραφέα, ποὺ θὰ πληροῦν δύο προϋποθέσεις: θὰ εἶναι α) δημοσιευμένα μετὰ τὸ 2000, καὶ β) γραμμένα ἀπὸ ποιήτριες ἢ ποιητὲς 45 ἐτῶν καὶ νεώτερους, γεννημένους δηλαδὴ ἀπὸ τό –σημαδιακό– 1974 καὶ ἑξῆς. (περισσότερα…)

Λάμπρος Λαρέλης, Μάρτιος 2021

Gianna

με τον τρόπο του W. B. Yeats

Ρίξαμε μπόι, λέτε πια… Διακόσια χρόνια,
καιρός πολύς η Ελευθερία να ριζώσει,
πολιτικάντες κι εργολάβοι και γκαρσόνια,
το έθνος τ’ αγέρωχο καιρός να ξεσαλώσει.
Τα πανηγύρια κι οι γιορτές ; χιονοστιβάδα !
για μια παράτα, μια ξεφάντωση ζούμ’ όλοι,
πόσο πιο πέρα δα να πάει η Νέα Ελλάδα,
χοντρή ξεβράκωτη μαϊμού με παρασόλι.

Κι όμως, στα ξεκινήματα φαντάζατ’ άλλοι·
άλλα αναστήματα, άλλοι τρόποι σάς τραβούσαν
κι όλο ανεμίζατε, σημαία τρισμεγάλη,
σκοπούς αλλιώτικους, άλλοι άθλοι σάς μεθούσαν
κι όχι τα φλας του ατσίδα ή του φοροφυγάδα,
κάθε σπονσόρισσας και σουρλουλούς το χρήμα :
μα έχει του Μάρτη εκείνου πια πεθάνει η Ελλάδα,
με τον Κανάρη κείτεται νεκρή στο μνήμα.

Λέτε γι’ αυτό λοιπόν ψηλά σε κάθε ράχη
οι καπετάνιοι τούς πασάδες πολεμήσαν ;
Ο Μάρκος έπεσε γι’ αυτό σ’ άνιση μάχη,
γι’ αυτό τον Διάκο μιαν αυγούλα τον θερίσαν,
τη Χιο την κάψανε γι’ αυτό μιαν αποφράδα,
γι’ αυτό ξεψύχησε ο Ρήγας στη στραγγάλη ;
Μα έχει πεθάνει πια εκείνη η πρώτη Ελλάδα,
μι’ άλλη, ξετσίπωτη, της πήρε το κεφάλι.

Γιατί και πίσω άμα γυρνούσανε τα χρόνια
κι όλους τους πάλι εδώ τους βλέπατε μπροστά σας,
πολιτικάντες, εργολάβοι και γκαρσόνια
εσείς θα μένατε στα πλάνα τα δικά σας :
σε ζωντανή μετάδοση από τον Καιάδα
θα τους «τιμούσατε» χειμώνα-καλοκαίρι.
Όμως δεν θέλει τις τιμές σας κείνη η Ελλάδα·
με τον Κανάρη έχει ταφεί και δεν σας ξέρει.

ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΡΕΛΗΣ

Νέοι ποιητές ενός νέου αιώνα |60. Χρίστος Κρεμνιώτης

ΔΙΑΡΚΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ 2000-2020

Ποιά ἡ ποίηση τοῦ 21ου αἰώνα καὶ ποιοί οἱ ποιητές της; Χιλιάδες ποιητικὲς συλλογές, εἴτε τυπωμένες ἀπὸ ἐπώνυμους οἴκους εἴτε αὐτοεκδόσεις, ἑκατοντάδων ἢ καὶ χιλιάδων ποιητῶν ποὺ ἀναζητοῦν τὴν θέση τους στὴν Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία. Τί μένει ὅμως καὶ τί περνάει ἀπὸ τὴν κρησάρα τῆς κριτικῆς; Τί ἐπιβιώνει –ἢ ἔστω, τί φαίνεται ὅτι μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει– στὴν μνήμη τῆς ἀναγνωστικῆς κοινότητας;

Ἀποπειρώμενο μιὰν ἀπάντηση στὰ παραπάνω, τὸ Νέο Πλανόδιον ἐγκαινιάζει τὴν ἑβδομαδιαία στήλη ‘‘Νέοι ποιητὲς ἑνὸς νέου αἰώνα. Διαρκὴς ποιητικὴ ἀνθολογία 2000-2020’’. Γιὰ διάστημα δύο ἐτῶν καὶ ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2019, θὰ ἀνθολογοῦνται κάθε ἑβδομάδα ἕνα ἢ περισσότερα ποίηματα ἑνός/μιᾶς συγγραφέα, ποὺ θὰ πληροῦν δύο προϋποθέσεις: θὰ εἶναι α) δημοσιευμένα μετὰ τὸ 2000, καὶ β) γραμμένα ἀπὸ ποιήτριες ἢ ποιητὲς 45 ἐτῶν καὶ νεώτερους, γεννημένους δηλαδὴ ἀπὸ τό –σημαδιακό– 1974 καὶ ἑξῆς. (περισσότερα…)

Παναγιώτης Νικολαΐδης, Μανιφέστο αποτυχίας

zoom-backgrounds-00014

ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ

Και ξαφνικά το χρήμα
δεν χρησιμεύει πια σε τίποτα
ούτε οι έξυπνες βόμβες του στρατού
ούτε ο τρυπημένος ουρανός
γεμάτος κάμερες και δορυφόρους.
Φαίνεται πως η φύση πήρε τον λόγο
και θα τον έχει για καιρό
καθώς μας πνίγουν ολοένα
οι στέγες των μεγάλων μας σπιτιών
κι αυτός ο φόβος ο βαθύς
πως θα πεθάνουμε από κάτι τόσο απλό
ενώ δαμάσαμε όλα τα είδη στον πλανήτη.
Γι’ αυτό, λοιπόν,
πετάμε μόνο με ψηφιακούς χαρταετούς
(ό,τι χτίζουμε μας γκρεμίζει πιο πολύ)
αφού το βαθύτερο νόημα
δεν είναι πια να μετοικήσουμε στον Άρη,
τη σελήνη ή κάπου αλλού
αλλά να δούμε τη ζωή αλλιώς
με τις φυλακισμένες μας αισθήσεις.
έξω στον κήπο, όμως,
κοκκινίζουν πάλι τ’ άνθη της ροδιάς
και τα σπουργίτια
χορεύουν σάλσα μες στο φως
σαν εσωτερικοί μετανάστες του εφήμερου.
Έτσι απλά αδέλφια νικά πάντα η ζωή
καθώς οι φλόγες
μεταφέρουν κομμάτια
της απανθρακωμένης μας ψυχής
στον ατελείωτο ιμάντα
του χρόνου.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ