28 Οκτωβρίου 1940

Θραύσματα

Αλβανικό Μέτωπο, φωτογραφία αρχείου. Κατά πάσα πιθανότητα, ο πατέρας.

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ Σ. ΤΟΣΚΑ

~.~

«Δεν ήταν, λοιπόν, τόσο απλό
ούτε τόσο απαλό το τέλος.»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, Το δικό μας αίμα

Οι ιστορίες όλων των ανθρώπων έχουν παράλληλες –καμμιά φορά και αντιπαράλληλες αλλά με την ίδια κατεύθυνση– φορές. Πόσο αντέχει κανείς να ξύνει τις πληγές του; Όσο ζει; Υπάρχουν όμως στιγμές που οι μνήμες φέρνουν μπρος μας ακούσματα και ιστορίες αληθινές, γραμμένες θραυσματικά σε υποσυνείδητα ενίοτε μισοσβησμένα, άλλοτε ως βάλσαμο κι άλλοτε ως σφάχτες. Με μιαν αλήθεια όμως βιωμένη στο λόγο. Με την απόσταση που ο χρόνος και οι γεωγραφικές συντεταγμένες το επιτρέπουν. Και με τη διαθλαστική ματιά των επιγόνων.

Ο πατέρας και παππούς των παιδιών μας, από δώδεκα χρονών –αρχές του ’30– στέλνεται μόνος σε συγγενείς στην Αθήνα, βγάζει το Γυμνάσιο και καταφέρνει να σπουδάσει μηχανικός αεροσκαφών στην Αεροπορία. Μια φορά σε μια δοκιμαστική πτήση με διπλάνο, καθόταν στο πίσω κάθισμα. Είχε όμως ξεχάσει να δέσει τη ζώνη του. Ο πιλότος κάνει ξαφνικά «loop», αναστροφή, αλλά ο νέος τότε μηχανικός κρατιέται.

Το βράδυ της 6ης Ιουνίου του 1933 φρουρούσε ως νεαρός υπαξιωματικός της αεροπορίας στην λεωφόρο Κηφησίας. Κάπου κοντά άκουσε τον –ευτυχώς άστοχο– πυροβολισμό με στόχο τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Δυο χρόνια αργότερα έλαβε μέρος στο αποτυχημένο κίνημα των τότε βενιζελικών κι αριστερών αξιωματικών κι αποστρατεύεται.

Ο πόλεμος του ’40 τον βρίσκει επιλοχία του πεζικού στα βουνά της Χειμάρρας. Συνέχεια στην πρώτη γραμμή. Εκεί που, όπως διηγήθηκε, οι φωτογράφοι δεν τολμούσαν να φθάσουν. Ο ίδιος λέει –είπε– ότι έζησε γιατί τραυματίστηκε. Δεν θ’άντεχε άλλο. Και πάλι κατά τύχη επέζησε.

Όταν στο ύψωμα επάνω σκοτώθηκε ο χειριστής του οπλοπολυβόλου, το πήρε εκείνος. Μέχρι που μια ιταλική ριπή γάζωσε την χλαίνη και τον βρίσκει στο πόδι κοντά στο γόνατο. Η σφαίρα πέρασε το πόδι αφήνοντας διαμπερές τραύμα. Ήταν ήδη σούρουπο, έπεσε σιγά-σιγά το βράδυ. Σύρθηκε κάτω από έναν θάμνο, τυλίχτηκε στην κομματιασμένη χλαίνη του και λούφαξε με την πληγή του αιμάσουσα. Πώς πέρασε η παγωμένη νύχτα, μόνο εκείνες οι ψυχές το ξέρουν. Το πρωί περνά ένας ημιονηγός του Ερυθρού Σταυρού με το μουλάρι του. Βλέπει ένα ρυάκι αίμα να κατρακυλά από τον θάμνο. Κοιτάζει από κάτω, τον βλέπει. Στο μουλάρι κουβαλούσε έναν βαριά τραυματισμένο Ιταλό αξιωματικό. Παρότι οι αξιωματικοί –ακόμα κι οι εχθροί– προηγούνταν, τον πετά και παίρνει τον πατέρα. Γύρω από τον λόφο –μαθαίνει αργότερα– κοίτονται δεκάδες σκοτωμένοι Ιταλοί. Ήταν ανήμερα της γιορτής του, 27 Δεκεμβρίου, όταν τραυματίστηκε. (περισσότερα…)

Γιάννης Μπεράτης, Το πλατύ ποτάμι

*

Κοντεύαμε, φτάναμε πια στην κορφή. Είχαμε αραιώσει και προχωρούσαμε τώρα πιο σιγανά κι όλο σκυφτοί στα δυο. Μα μόλις το πρώτο μουλάρι ξεπρόβαλε, μισό σχεδόν, άρχισε εκείνο το κακό, που δεν ήξερες τι να κάνεις.

Ήταν τυχαίο ή μας είχανε αντιληφθεί; Πέσαμε όλοι μας αμέσως μπρούμυτα χάμω, χώνοντας το κεφάλι μας με την κάσκα όπου βρίσκαμε. Το ’να μουλάρι τρόμαξε, τινάχτηκε κι έριξε κάτω όλο το φορτίο του. Οι οβίδες συνεχώς σκάγανε μπροστά μας, πλάι μας, και μας γιομίζανε χώματα και πέτρες, που κουδουνίζανε σφυριχτά πάνω στο κράνος. Σουρθήκαμε με την κοιλιά λίγο πιο κάτω, ξεφορτώσαμε όπως-όπως τα μουλάρια για να μην πάρουν δρόμο και ξαναριχτήκαμε χάμω. Είχα κουβαριαστεί πίσω απ’ έναν διάφανο αγκαθωτό θάμνο, έτσι σαν για κάποια παρηγοριά. Το χειρότερο είναι που κανένας μας δεν ήξερε πού θα είναι το στοιχειώδικα λίγο πιο απυρόβλητο μέρος και δεν τολμούσαμε να κουνηθούμε από τη θέση μας, ξέροντας ταυτόχρονα πως ίσως είναι η χειρότερη που μπορούσαμε να διαλέξουμε. Σκάγανε εκεί στην κορφή, κι ύστερα πιο κάτω, κι όλα τα πράματα, όπου και να ’πεφτε, υψωνόντουσαν σαν ένας βίαιος μαυροκόκκινος αναποδογυρισμένος κώνος.

Ήμουν κάπως βέβαιος (όσο και μ’ όλη τη δύναμη της ελπίδας που προσπαθούσα να επιστρατέψω ν’ αντιστέκουμαι) πως αυτή τη φορά δεν υπάρχει σωτηρία. Κι ύστερα μ’ έπιανε μια νάρκη, μια τόσο παράξενη νάρκη, έτσι, μου φαίνεται, όπως όταν πρόκειται να πεθάνεις από ψύξη. Είχα κουβαριαστεί, είχα μαζέψει τα γόνατά μου κοντά στο πηγούνι μου και δεν ήθελα τίποτα, μα τίποτ’ άλλο, παρά να κοιμηθώ. Όχι, δε σκέφτεσαι τίποτα τη στιγμή του θανάτου, του επερχομένου θανάτου, παρά αυτόν τον ίδιο που όλο πλησιάζει· ούτε καμιά πικρία, ούτε καμιά νοσταλγία νιώθεις για τους άλλους που θα εγκαταλείψεις, έστω και τους πιο αγαπητούς· ούτε καν τους σκέφτεσαι καθόλου – κι είσαι κουβαριασμένος μόνο ΕΣΥ κι απέναντί σου ΕΚΕΙΝΟΣ, που κι αυτόν δεν τον σκέφτεσαι ίσως καθόλου με το μυαλό, αλλά τον νιώθεις μ’ όλο το δόλιο το κορμί σου που δε θέλει, που αρνιέται, πάση θυσία, να παραδοθεί. (περισσότερα…)

Γιάννης Μπεράτης, «Ξύπνησα το πρωί…»

*

Ξύπνησα το πρωί μ’ ένα περίεργο συναίσθημα πως κάτι παράξενο με ξύπνησε. Κάτι ακουγόταν σαν όλο ν’ ανεβαίνει από κάτω, απ’ το βάθος της χαράδρας, κι όλο το δωμάτιο ήταν έρημο κι όπως-όπως τακτοποιημένο, το τζάκι ήταν σβυστό, κι ούτε κι αυτός ακόμη ο Νώντας ήταν εδώ. Τα σκούρα των παραθυριών ήτανε κλειστά, αλλά χάσκανε και κάποιο φως έμπαινε. Πέταξα τις κουβέρτες μου, φόρεσα γρήγορα τα παπούτσια μου και καθώς καθόμουν ακόμη έτσι μες στο έρημο σιωπηλό σπίτι, όλο προσπαθούσα να συνέλθω, να θυμηθώ και ν’ ακούσω καλύτερα. – Μα, ναι!

Ορισμένως ήταν τραγούδι από πολλές φωνές αυτό που ακουγόταν βαθιά κι όλο ανέβαινε. Μα βέβαια! Ο Εθνικός μας Ύμνος! – Άνοιξα γρήγορα το παράθυρο και κοίταξα κάτω.

Ήταν πολύ πρωί ακόμη και το τοπίο τ’ αντίκρυζα για πρώτη φορά. Κι εκεί στο βάθος της χαράδρας, κοντά σ’ ένα μακρόστενο σπίτι και σ’ ένα ίσιωμα που απλωνόταν μπροστά του, είδα, από ψηλά, παραταγμένους όλους τους στρατιώτες, έτσι, σαν ένα μεγάλο ευθύγραμμο Π, ακίνητους και σε προσοχή, να τραγουδάνε ακόμη μ’ όλη τη δύναμη του στήθους τους:

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά
και σαν πρώτα αντρειωμένη
χαίρε! ω! χαίρε! Ελευθεριά!

Δεν ξέρω γιατί ακούμπησα τους αγκώνες μου πάνω στο πρεβάζι του παραθυριού, έχωσα το κεφάλι μου μες στα δυο μου χέρια κι άρχισα να κλαίω σαν μικρό παιδί.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ
Το πλατύ ποτάμι (απόσπασμα)

*