φιλελευθερισμός

Λεκτικά πολεμοφόδια, θεολογικές γομώσεις

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 09:25
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Τι σημαίνει ιδεολογική ηγεμονία; Να εξαναγκάζεις και τον εχθρό σου ακόμη να χρησιμοποιεί τη δική σου γλώσσα, τις δικές σου έννοιες, τη δική σου ρητορική.

Ο Παναγιώτης Κονδύλης εντοπίζει την συμβολική οριστικοποίηση της ήττας του Ancien Régime στην υιοθέτηση από τους αριστοκράτες απολογητές του της γλώσσας του κοσμικού διαφωτισμού. Γύρω στα 1800, ακόμη και οι οπαδοί της ελέω θεού μοναρχίας επιχειρηματολογούν κοσμικά και πεφωτισμένα. Αν θέλουν να ακουστούν, δεν μπορούν να κάνουν κι αλλιώς…

Η εξαέρωση της αριστεράς δηλώνεται καθαρά μετά το 1989 με τη νέα ρητορική των σοσιαλιστικών και εργατικών κομμάτων: εγκαταλείποντας την ταξική ανάλυση και την κριτική κατά του πλούτου, οι διάφοροι Μπλαιρ αρχίζουν να πιθηκίζουν το φιλελεύθερο ζαργκόν περί «ευκαιριών» και «ατελεύτητων δυνατοτήτων» του καπιταλισμού.

Σήμερα, ζούμε μια παρόμοια ιστορική στιγμή. Σε μια κυκλική κίνηση, το φιλελεύθερο ζαργκόν ξαναδίνει τη θέση του στην ωμή θεολογία. Δεν υπάρχει θέση για πολιτική λεπτολογία και ανάλυση. Στην κονίστρα δεν πολεμούν πλέον σκληρά συμφέροντα ή εξωραϊσμένες προσδοκίες: γιγαντομαχούν αυτοπροσώπως το Αγαθό και το Πονηρό, οι μάρτυρες και οι εγκληματίες, ο Θεός και οι εχθροί του.

Φυσικά οι ΗΠΑ, η Δύση ολόκληρη, έχουν μακρά παράδοση στην εκκοσμίκευση της θεολογικής γλώσσας του μεσσιανισμού. Όλα τα πολιτικά κινήματα των Νέων Χρόνων είναι μασκαρεμένες θρησκείες. Όμως αυτή η νέα πολιτική η ασκούμενη ουσιαστικά από του άμβωνος είναι ποιοτικά ένα σημείο καμπής.

Ήδη ο γουοκισμός και η πολιτική ορθοέπεια άνοιξαν τον δρόμο προς αυτή την αποκοσμίκευση της πολιτικής και έγιναν άθελά τους η Κερκόπορτα για την εν θριάμβω επιστροφή των ιεροκηρύκων. Οι δικαιωματιστές, μεθυσμένοι από την ισχύ τους, έφτιαξαν μια γλωσσική Ιερά Εξέταση όπου, κατά το πρότυπο της παλαιάς βλασφημίας των θείων, μια και μόνο λέξη κάποτε αρκούσε για να στείλει κάποιον απευθείας στο κολαστήριο. Θυμίζω το προφητικό Ανθρώπινο στίγμα του Φίλιπ Ροθ.

Τώρα λαμβάνουν τα επίχειρα. Διότι τα λεκτικά τους πολεμοφόδια όσο κι αν είναι θεολογικής γομώσεως, απέναντι στην γνήσια, την γυμνή, την φωναχτή θεολογία είναι ανίσχυρα. Τι να σου κάνει η διαρκής δαιμονολογία κατά της «ακροδεξιάς», όταν οι άλλοι σου μιλούν ευθέως για τον Σατανά τον ίδιο; (περισσότερα…)

Η ζωή αποβάλλει ό,τι δεν είναι ζωή – Για τον Τσάρλι Κερκ

*

της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

~.~

Φαίνεται πως τη στιγμή που ο σκοπευτής πάτησε τη σκανδάλη, συνέβησαν ακαριαία δύο πράγματα: ο φιλελεύθερος συντηρητικός ντιμπέιτερ Τσάρλι Κερκ  άρθρωσε τις τελευταίες του λέξεις, οι οποίες για άλλη μια φορά, κατά ειρωνική σύμπτωση, σχημάτιζαν ερώτηση (οι ερωτήσεις, εχθροί των δογμάτων, καλούν σε συζήτηση) και, δεύτερον, ο ιδεολογικός αντίποδας του φιλελεύθερου συντηρητισμού, ο αυτοαποκαλούμενος «προοδευτικός» κόσμος, καταξέσκισε, με έξαλλη χαρά και εκρηκτική ανακούφιση, όποια υπολείμματα προοδευτισμού (και αξιοπρέπειας) του είχαν απομείνει μετά την εμβάπτισή του στην αποδομιστική woke παράκρουση των τελευταίων πολλών ετών. Επειδή, αλήθεια, από την υιοθέτηση της άποψης ότι η γλώσσα δεν είναι παρά ένα μέσο διαιώνισης εξουσιαστικών δομών μέχρι την απόρριψη του διαλόγου ως διαύλου επικοινωνίας είναι μισό τσιγάρο δρόμος, και με το άλλο μισό έχεις φτάσει στο μίσος – στην έξαλλη ή μετά βίας κεκαλυμμένη χαρά για τη δολοφονία κάποιου που έχει αντίθετες απόψεις και σε καλεί σε διάλογο.

Εδώ εδράζεται και το επιχείρημά τους ότι ο Κερκ «διέδιδε το μίσος», «έχει βλάψει την κοινότητα των LGBTQ+», «ήταν ρατσιστής» και άλλα παρόμοια, συνεπώς ήταν «φασίστας», «ακροδεξιός» και μάλλον «πήρε αυτό που του άξιζε».

Η γλώσσα είναι φυσικό να καθρεφτίζει την εποχή και τις κοινωνίες στις οποίες μιλιέται. Και αλλάζει μέσα στα χρόνια, όπως αλλάζουν και οι εποχές και οι κοινωνίες. Όταν οι άνθρωποι παύουν να τη χρησιμοποιούν ως αυτό που είναι, ως το κατεξοχήν μέσο επικοινωνίας, παύουν να είναι άνθρωποι και γίνονται κτήνη – αφενός γιατί παραιτούνται από το βασικότερο ανθρώπινο χαρακτηριστικό τους, τον ορθό λόγο, και αφετέρου γιατί, σε συναισθηματικό επίπεδο, χάνουν αυτό που καταλαβαίνουμε με τη λέξη «ανθρωπιά».

Είναι αλλόκοτο να παρακολουθείς ντιμπέιτ του Τσάρλι Κερκ με νέους ανθρώπους που εμφανίζονται μπροστά του και ουρλιάζουν στο μικρόφωνο «Μου κάνεις κακό!», κι όταν τους ρωτάει γιατί, του απαντούν «Επειδή είσαι κατά των εκτρώσεων!», «Επειδή είσαι κατά της φυλομετάβασης!» κτλ. κτλ. Πώς μπορεί κάποιος να κάνει κακό σε κάποιον άλλον μόνο και μόνο με τις απόψεις του για διάφορα θέματα που απασχολούν την εποχή του; (περισσότερα…)

Περί Ενωμένης Ευρώπης

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Α.

Για να δοθεί νόημα στον όρο «Ενωμένη Ευρώπη», ανεξάρτητα από τα κράτη έθνη που μετέχουν σ’ αυτήν, κατά την άποψή μου απαιτούνται να τεθούν δύο πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι οποίες βεβαίως δεν είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη[1].

Η πρώτη αφορά στην αναζήτηση σειράς κριτηρίων στη βάση των οποίων θα συγκροτηθεί ή μπορεί να συγκροτηθεί η έννοια «ευρωπαϊκός λαός» ο οποίος οφείλει να αναγνωρίζεται όχι μόνο ως συγχρονικό Είναι, αλλά και ως αέναο, διαρκές και δομημένο εξουσιαστικό Γίγνεσθαι. Λαός υπάρχει και νοείται μόνον όταν το συνολικό συμπαγές πλήθος
συγκροτείται σ’ ένα ήδη δεδομένο σώμα, το οποίο δρα ως συλλογικός φορέας λήψης αποφάσεων που δεσμεύουν το σύνολο.

Ως μόνη πηγή της νέας εξουσίας, ο κυρίαρχος λαός θα πρέπει λοιπόν να μην είναι δυνατόν να εμφανίζεται ως φαντασιακά υποκαταστάσιμος από «άλλους» κυρίαρχους λαούς ή διασπάσιμος ή κατακερματίσιμος σε περισσότερους «υπο-λαούς». Ως ήδη δηλαδή συγκροτημένος στον ενικό, ο λαός θα κληθεί να συντάσσεται εσαεί στον ίδιο αριθμό και ο οποίος για να δράσει πρέπει να αναγνωρίζει ως τέτοιον τον εαυτό του. Η απόφαση για τα ποια κριτήρια θα χρησιμοποιηθούν για τη συγκρότηση της έννοιας Λαός, δεν μπορούν να θεωρηθούν αυτόδηλα[2].

Αποτελούν κατ’ εξοχήν πολιτικά κριτήρια εκφράζοντας κατά τρόπο αποφασιστικό τις εξουσιαστικές δυνάμεις της ιστορικής «στιγμής». Τα κριτήρια αυτά ποτέ δεν εμφανίζονται ως προερχόμενα από συγκεκριμένες εξουσιαστικές βουλήσεις. Ενδύονται εξ’ αρχής με τον
ηθικοκανονιστικό μανδύα νοηματοδοτώντας πράξεις με νέους συμβολισμούς. Μέχρι σήμερα η ΕΕ έχει αρνηθεί να προβεί σε τέτοιες διευθετήσεις αρνούμενη τον ουσιαστικό ρόλο του Πολιτικού.

Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά τον ορισμό των γεωγραφικών συνόρων της Ευρώπης εντός των οποίων θα δημιουργηθεί η Πολιτεία-Ευρώπη (με όποια μορφή διακυβέρνησης επιλεγεί) και θα συγκροτηθεί ο λαός ως μοναδική πηγή κυρίαρχης εξουσίας.

Εάν η συλλογική ταυτότητα ως στοιχείο που ενώνει τους ανθρώπους
ώστε να δεχθούν να συγκροτήσουν την έννοια «Ευρωπαϊκός Λαός» είναι η ψυχή του όλου εγχειρήματος, η ύπαρξη συγκεκριμένων ορίων και εδάφους αποτελεί το σώμα εντός του οποίου θα κατοικήσει η ψυχή και θα δημιουργηθεί ο «ευρωπαϊκός πατριωτισμός» νοούμενος ως προσπάθεια ανύψωσης, διεύρυνσης και υπεράσπισης των όποιων κατακτήσεων έχουν υπάρξει, υπάρχουν ή θα υπάρξουν για τον Ευρωπαϊκό Λαό. (περισσότερα…)

Με «δημοκρατικό» τρόπο: Η ρητορική του μικρότερου κακού

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

1.

Στο περιβάλλον της γερασμένης μετανεωτερικότητας, όπου η ιδεολογία ζει και βασιλεύει και τους ανθρώπους κυριεύει, παρά τα όσα αντίθετα λέγονται , η πολιτική ως κυβερνητικό φαινόμενο, δηλαδή ως άσκηση της εξουσίας και «διαχείριση» της κυριαρχίας από το πολιτικό προσωπικό των ελίτ, αδυνατεί να προκαλέσει την γνήσια εκδίπλωση συγκρουσιακών καταστάσεων που αποτελούν τον πυρήνα της Δημοκρατίας. Αυτό προφανώς οφείλεται στην απουσία εχθρού, πράγμα που εκφράζεται στην πλήρη κατανίκηση της πάλαι ποτέ οργανωμένης γνήσιας λαϊκής υποκειμενικότητας,

Το πολιτικό προσωπικό των ελίτ που ηγείται σήμερα στις χώρες του Δυτικού κόσμου όπου ανήκουμε και πρωτίστως μας ενδιαφέρει, μετριέται στην ικανότητα να «αλλάζει γήπεδο», να φαντάζεται και να εφευρίσκει νέες ευκαιρίες για «σύγκρουση», μέσω όμως των οποίων επιτυγχάνεται πάντοτε η «συναίνεση» που το εξυπηρετεί στα προκαθορισμένα επιθυμητά σημεία εντός του δεδομένου πλαισίου εξασφάλισης της κυριαρχίας του. Οι περίτεχνοι εκλογικοί νόμοι –πάντοτε σε πλειοψηφική κατεύθυνση– που συνεχώς εφευρίσκονται στο όνομα του αποστειρωμένου όρου της «κυβερνησιμότητας», σπρώχνει τον ψηφοφόρο να προβεί σε «χρήσιμες» επιλογές. Προφανώς αυτές οι «χρήσιμες επιλογές» συγκλίνουν προς το κέντρο, η κατάκτηση του οποίου στις χώρες της Δύσης αποτελεί το πραγματικό εκλογικό διακύβευμα. Άλλωστε αυτό εκφράζεται και από την εγκαθίδρυση στο κέντρο του συστήματος δύο πόλων: κεντροδεξιά – κεντροαριστερά στη θέση των τριών πόλων: δεξιά, κέντρο, αριστερά του πρόσφατου παρελθόντος[1].

Η πολιτική στο αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό φιλελεύθερο δημοκρατικό καθεστώς θεμελιώνεται στην ουσιαστική αδιαφορία της πλειονότητας των ενδιαφερομένων, χωρίς την οποία δεν υπάρχει δυνατότητα άσκησης πολιτικής. Η φθίνουσα συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες στην Ευρώπη με την πάροδο του χρόνου αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα. Υπ’ αυτή την έννοια θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι δομικό στοιχείο της πολιτικής σε αυτό το καθεστώς είναι κατ’ αρχάς η τέχνη να εμποδίζονται οι άνθρωποι από το να αναμειγνύονται σε ό,τι τους αφορά. (περισσότερα…)

«Ο επιστήμονας δεν υποκλίνεται δεξιά και αριστερά»: Μια ανέκδοτη επιστολή του Παναγιώτη Κονδύλη

Πηγή φωτογραφίας: Αιμίλιος Καλιακάτσος, facebook

*

Εισαγωγή-Μετάφραση Σωκράτης Βεκρής

Ο Stefan Breuer (1948) είναι ομότιμος καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου και εκ των σημαντικότερων μελετητών του βεμπεριανού έργου. Στο βιβλίο του Ανατομία της συντηρητικής επανάστασης (Anatomie der konservativen Revolution, 1993) επεξεργάστηκε με συστηματικό τρόπο ορισμένες βασικές θέσεις του Κονδύλη για τον συντηρητισμό. Στην επιστολή που ακολουθεί, την οποία παρουσιάζουμε για πρώτη φορά στη δημοσιότητα, ο Κονδύλης σχολιάζει εν συντομία μερικά βασικά πορίσματα του βιβλίου. Πέρα από ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις τεχνικής φύσεως, σημαντική είναι η διαπίστωσή του πως «κανείς δεν μπορεί να συγγράψει με επάρκεια γερμανική ιστορία, και γερμανική ιστορία ιδεών, αν δεν απαγκιστρωθεί από τα διάφορα μυθολογήματα και ιδεολογήματα περί γερμανικού ‘‘ξεχωριστού δρόμου’’». Κι αυτό διότι ο Κονδύλης υπήρξε, μεταξύ πολλών άλλων, ένας από τους δριμύτερους και συνεπέστερους πολέμιους κάθε θεωρητικού λόγου που, ρητώς ή αρρήτως, υποβαστάζεται από μια εξελικτικής υφής φιλοσοφία της ιστορίας. Θα ήταν ενδιαφέρον να εξεταστεί κάποτε πόσες διαφορετικές θεωρίες του 20ού αιώνα απέρριψε και εν συνεχεία κατέρριψε ο Κονδύλης με κύριο γνώμονα αυτό το κριτήριο.

Η επιστολή προς τον Μπρώυερ είναι η τρίτη και τελευταία ανέκδοτη επιστολή του Κονδύλη που εντοπίσαμε σε γερμανικά αρχεία και παρουσιάζουμε σε δική μας μετάφραση αυτόν τον Ιούλιο στο Νέο Πλανόδιον. Προηγήθηκε εκείνη προς τον ιστορικό Έρνστ Νόλτε και ακολούθησε μία ακόμη προς τον καθηγητή Michael Theunissen. Για την άδεια της δημοσίευσης, ευχαριστούμε θερμά για μία ακόμη φορά την κ. Μέλπω Κονδύλη-Μπούμπουλη.

Επιλέξαμε να συνοδεύσουμε την επιστολή με την μετάφραση μιας συνέντευξης που έδωσε ο Μπρώυερ στον Harald Dietz τον Δεκέμβριο του 2014 στo πλαίσιo πρωτοβουλίας του «Κύκλου Φίλων Παναγιώτη Κονδύλη» (Freundeskreis Panajotis Kondylis e.V.).

ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΒΕΚΡΗΣ
υποψήφιος διδάκτωρ φιλοσοφίας
των Πανεπιστημιών Βόννης και Σαιντ Άντριους

~.~ (περισσότερα…)

Botho Strauss, Ἡ διογκούμενη τραγωδία

*

Δραματουργός, πεζογράφος και δοκιμιογράφος, ο Μπότο Στράους ανήκει στις διαπρεπέστερες φωνές που ανέδειξε η γερμανική λογοτεχνία μεταπολεμικά. Εφέτος συμπληρώνει τα 80 του χρόνια. Με αφορμή την επέτειο, αναδημοσιεύουμε εδώ από το έντυπο ΝΠ (τχ. 3, 2015), το περίφημο (και εντελώς προφητικό, όπως ιδίως σήμερα διαπιστώνει κανείς) δοκίμιό του για την μισαλλοδοξία και τις ενδιάθετες ολοκληρωτικές τάσεις του Δυτικού φιλελευθερισμού. Το δοκίμιο πρωτοείδε το φως στο περιοδικό DER SPIEGEL, το 1993, πυροδοτώντας μια έριδα που ώς σήμερα δεν εννοεί εντελώς να κοπάσει.

~.~

Μετάφραση
ΠΕΤΡΟΣ ΓΙΑΤΖΑΚΗΣ

Κάποιος ποὺ αἰσθάνεται δέος ἐμπρὸς στὴν ἐλεύθερη κοινωνία, ἐνώπιον τοῦ μεγέθους καὶ τῆς ὁλότητάς της, ὄχι ἐπειδὴ κρυφὰ τὴν βδελύσσεται ἀλλά, ἀντιθέτως, ἐπειδὴ τρέφει μέγιστο θαυμασμὸ γιὰ τὶς τρομερὰ περίπλοκες διεργασίες καὶ διευθετήσεις της, γιὰ τὴν μεγαλειώδη καὶ εὐαίσθητη ὀργάνωση τοῦ κοινοῦ της βίου, ὁργάνωση ποὺ οὔτε ὁ πιὸ πολύπλευρος καλλιτέχνης, οὔτε ὁ πλέον χαρισματικὸς κυβερνήτης δὲν θα μπορούσε νὰ ἐπινοήσει ἢ νὰ διευθύνει. Κάποιος ποὺ παρακολουθεῖ σχεδὸν ἐμβρόντητος, γεμάτος σέβας, πῶς οἱ ἄνθρωποι, παρ’ όλη τὴν κακότητά τους στὸ βάθος, ἀντιπαρέρχονται ἐντέλει τόσο ἀνάλαφρα ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κι αὐτὸ δὲν σημαίνει τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὸ ὅτι μποροῦν νὰ συμβιοῦν μεταξύ τους. Ἐκεῖνος ποὺ παρατηρεῖ παντοῦ στὶς ὑποθέσεις καὶ στὶς κινήσεις τοὺς τὴν ἰσορροπία, τὴν χορευτικὴ ἑτοιμότητα, τὴν παιγνιώδη διάθεση, τὴν πανούργα ὑποκριτική, τὴν καλλιτεχνικὴ μανιέρα – γιατὶ βέβαια αὐτὴ ἡ συμβίωση πρέπει νὰ φαντάζει στὰ μάτια καθενός ἀποστασιοποιημένου παρατηρητῆ, ἐὰν δὲν ἔχει προσβληθεῖ ἀπὸ πολιτικὴ ἀσθένεια, πολὺ περισσότερο σὰν ἀσύλληπτο τέχνασμα παρὰ σὰν καζάνι ποὺ κοχλάζει, σὰν «κόλαση τῶν ἄλλων»…

Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως τοῦ φαίνεται τώρα σὰν νὰ ἀκούει τὶς συναρμογὲς στὰ θεμέλια νὰ τριζοβολοῦν, σὰν νὰ βλέπει ἀκόμη ἐμπρός του τοὺς ἔσχατους ποὺ κατόρθωσαν νὰ ξεφύγουν καὶ νὰ καταφύγουν κάτω ἀπὸ μιὰ στέγη, σὰν νὰ διαισθάνεται τὸ ἀδιόρατο σφάλισμα, τὸ σιγαλὸ κλείδωμα μιᾶς θύρας. Ἔπειτα, τὸ μόνο ποὺ ἀντιλαμβάνεται πιά, εἶναι τὸ ἠχηρὸ σπάσιμο τῶν σχοινιῶν, ὁ βίαιος χωρισμὸς τῶν χεριῶν ποὺ ἦταν μεταξύ τους πιασμένα, τὸ σπάσιμο τῶν νεύρων, ἡ διάρρηξη τῶν συμβολαίων, τῶν δικτύων καὶ τῶν ὀνείρων.

Πόσες μεταμορφώσεις ἐπιδέχεται πλέον τὸ Οἰκεῖο, ὁ κόσμος ποὺ διαπλάσαμε ἐμεῖς; Κατὰ τὰ φαινόμενα, καμία. Ἔχουμε εἰσέλθει στὴν στατικὴ σταθερότητα ἐνὸς αὐτορρυθμιζόμενου συστήματος. Εἴτε ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ δημοκρατία εἴτε μὲ μιὰ μορφὴ δημοκρατισμοῦ: ἂν πρόκειται γιὰ μοντέλο τῆς κυβερνητικῆς, γιὰ ἐπιστημονικὸ λόγο, γιὰ πολιτικοτεχνικὸ ὀργανισμὸ αὐτοεπιτήρησης, τοῦτο τὸ ἐρώτημα μένει νὰ ἀπαντηθεῖ στὸ μέλλον. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι αὐτὸ τὸ μόρφωμα ἔχει ἀνάγκη ἀδιαλείπτως, καθὼς φυσικὸς ὀργανισμός, τὴν ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερικὴ πίεση τοῦ κινδύνου, τοῦ ρίσκου, ἀκόμη καὶ τὴν παροδικὴ σοβαρὴ ἐξασθένιση, γιὰ νὰ συγκεντρώσει ἐκ νέου τὶς δυνάμεις του ποὺ τείνουν νὰ διασπαροῦν σὲ χίλιες δυὸ δευτερεύουσες κατευθύνσεις. Τὸ σύστημα αὐτὸ τῶν ἐργαλειακῶν ἐλευθεριῶν παραμένει μέχρι τοῦδε ἐκτὸς συναγωνισμοῦ, οὔτε ὁ ὁλοκληρωτισμὸς οὔτε ἡ θεοκρατία κατόρθωσαν ποτὲ νὰ μᾶς προσφέρουν κάτι ἀνώτερο πρὸς ὄφελος τῆς εὐημερίας τῆς πλειονότητας τῶν ἀνθρώπων. (περισσότερα…)

Παναγιώτης Κονδύλης, Ο «συντηρητισμός» ως σύγχρονο πολιτικό σύνθημα

*

Η εκτίμησή μας ότι ο συντηρητισμός είναι ένα σαφώς διακριτό, αναγνωρίσιμο και από μακρού περατωμένο κοινωνικoπνευματικό φαινόμενο της περιόδου κατά την οποία συντελέστηκε η μετάβαση από την societas civilis στον δυαδισμό κράτους και κοινωνίας, μπορεί να πιστοποιηθεί από το γεγονός ότι όσοι σήμερα καλούνται ή αυτοαποκαλούνται «συντηρητικοί», ελάχιστα κοινά έχουν με τους αρχικούς φορείς του ονόματος, αφού προσδίδουν στους παλαιούς συντηρητικούς κοινούς τόπους, όσο αυτοί παραμένουν ακόμη σε χρήση, νέο ουσιαστικά περιεχόμενο.

Κανείς σχεδόν σημερινός «συντηρητικός» δεν επιζητεί να ανατρέψει τον θεμελιώδη χωρισμό κράτους και κοινωνίας (ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει), κανείς σχεδόν δεν αμφισβητεί την ισονομία ή τα «ανθρώπινα δικαιώματα» (κάθε άλλο μάλιστα), και κανείς σχεδόν δεν διανοείται να καταργήσει τα όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου ή νομιμότητας και ηθικής, τα οποία πρωτοχαράχτηκαν στον αγώνα κατά της societas civilis· ακόμη και οι σχέσεις ατόμου και ομάδας ή ζητήματα όπως η ελευθερία της πνευματικής δημιουργίας, λ.χ., κατανοούνται συνήθως από τους σημερινούς «συντηρητικούς» με τρόπο ολότελα διαφορετικό από εκείνον των υποτιθέμενων προδρόμων τους. Αν όμως τα πράγματα έχουν έτσι, τότε το πραγματικό μέλημα της επιστημονικής έρευνας δεν είναι να εξηγήσει την επιβίωση και διάρκεια του συντηρητισμού ως κοινωνικού φαινομένου, αλλά αντίθετα να καταστήσει κατανοητό γιατί ο συντηρητισμός ως έννοια παραμένει ακόμη σε χρήση, ποιες δηλαδή πολεμικές και ιδεολογικές ανάγκες ωθούν στην καταφυγή σ’ αυτόν.

Ας σημειωθεί εκ προοιμίου ότι η χρήση της έννοιας του συντηρητισμού από σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά ρευμάτα που ελάχιστη σχέση έχουν με τον συντηρητισμό ως ιστορικό φαινόμενο και μάλιστα βρίσκονται στους αντίποδές του, συσκοτίζει ακόμη περισσότερο τη φύση του τελευταίου. Έτσι, πάνω στο ιστορικό φαινόμενο του συντηρητισμού προβάλλονται θέσεις και επιθυμίες (κατά πολύ) μεταγενέστερες, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν έχουν σχέση μ’ αυτόν τον ίδιο αλλά με την (επίσης κατά πολύ μεταγενέστερη) χρήση της έννοιάς του. Το ότι σημερινοί «συντηρητικοί», που κατά κύριο λόγο αγωνίζονται ενάντια στον επαναστατικό «ολοκληρωτισμό», παρουσιάζουν τους αντεπαναστάτες της εποχής γύρω στο 1800 ως εκφραστές της δικής τους αντίληψης περί ελευθερίας, ενίοτε μάλιστα και ως υπερόπτες και επιφυλακτικούς θιασώτες του όψιμου φιλελευθερισμού, παρεμβάλλει χωρίς αμφιβολία σημαντικά προσκόμματα στην κατανόηση του συγκεκριμένου ιστορικού χαρακτήρα του συντηρητικού φαινομένου. (περισσότερα…)

Φιλελευθερισμός κατά δημοκρατίας

*

Με το πέρας του Ψυχρού Πολέμου, η φιλελεύθερη δημοκρατία φαινόταν να επικρατεί οριστικά. Οι σχετικές θριαμβολογίες επεσκίασαν για ένα διάστημα τις μεγάλες εσωτερικές αντιφάσεις αυτής της τελευταίας. Κατά μέρος τέθηκε το κρίσιμο ερώτημα: πόσο συμβατοί είναι μεταξύ τους ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία; Πώς συμβιβάζεται η αρχή του απαραβίαστου των ατομικών δικαιωμάτων και η αρχή της πλειοψηφίας;

H κλασσική αθηναϊκή δημοκρατία δεν αναγνώριζε ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα του ανθρώπου. Ο Δήμος, δηλαδή η εκάστοτε πλειοψηφία, έπαιρνε στην κυριολεξία κεφάλια – ενίοτε και σπουδαία, όπως στην περίπτωση του Σωκράτη. Κάποτε παραλογιζόταν κανονικά, όπως με τους στρατηγούς στη ναυμαχία των Αργινουσών που καταδικάστηκαν σε θάνατο από την Εκκλησία του Δήμου, επειδή εν μέσω τρομερής θαλασσοταραχής δεν κατάφεραν να περισυλλέξουν τους νεκρούς και τους ναυαγούς.

Ο ευρωπαϊκός φιλελευθερισμός πάλι, αυτός του 19ου αιώνα, όπως αποκρυσταλλώθηκε στη Βρετανία, αναγνώριζε μεν δικαιώματα ατομικά, για μια μερίδα του πληθυσμού τουλάχιστον, όχι όμως και τη δημοκρατική αρχή. Δικαίωμα ψήφου είχαν ελάχιστοι κι αυτοί έπρεπε να έχουν περιουσία. Οι βουλευτικές έδρες ήταν κατανεμημένες αυθαίρετα, το σύστημα ήταν στην ουσία ένα μείγμα εμπορικής τιμοκρατίας και κληρονομικής αριστοκρατίας. Γενικά, ο φιλελευθερισμός, και τα αμιγώς φιλελεύθερα κόμματα, ήταν πάντοτε υπόθεση των λίγων, μιας μικρής αλλά δυναμικής μειοψηφίας.

Η σύζευξη των δύο αυτών –κατά βάση αντίθετων– πολιτικών αντιλήψεων είναι σχετικά πρόσφατη υπόθεση. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ενώπιον της πρόκλησης που αντιπροσώπευε για εκείνα το σοβιετικό στρατόπεδο και η σοσιαλιστική ιδεολογία, τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα συναίνεσαν πράγματι στην αναδιανομή ενός σημαντικού μέρους του παραγόμενου πλούτου προς τα κάτω. Έτσι δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για ό,τι αποκλήθηκε χρυσός αιώνας της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

Το αργότερο από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 φάνηκε ότι η συναίνεση αυτή δεν μπορούσε να μακροημερεύσει. Η εξάντληση της μεταπολεμικής αναπτυξιακής έκρηξης μείωσε τον παραγόμενο νέο πλούτο, αυξάνοντας την ένταση των αγώνων κατανομής. Και η κατάρρευση του κομμουνιστικού αντίπαλου δέους το 1989 έπεισε τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα ότι μπορούσαν ατιμωρητί να αποστούν από τις παλαιότερες δεσμεύσεις τους προς τις λαϊκές τάξεις.

Το αποτέλεσμα ήταν η γιγάντωση της οικονομικής ανισότητας. Αν τη δεκαετία του ’90 το 45% της αύξησης του ΑΕΠ των ΗΠΑ κατέληγε στις τσέπες του 1% του πληθυσμού, επί Μπους του νεώτερου (2000-08) το ποσοστό έφτασε στο 65% και επί Ομπάμα εκτοξεύθηκε στο 93%. Σήμερα, στις ΗΠΑ η ανισοκατανομή του εισοδήματος είναι παρόμοια με εκείνη του 1929, στη δε Ευρώπη ο καπιταλισμός του Ρήνου και η ασφάλεια που παρείχε αποτελεί μακρινό παρελθόν.

Πολιτικά, το νέο αυτό ταξικό χάσμα καθυστέρησε πολύ να εκφραστεί. Ο λόγος ήταν ότι τα παλαιά εργατικά κόμματα της Ευρώπης μετά το 1990 μήδισαν ιδεολογικά και υιοθέτησαν το φιλελεύθερο αφήγημα του μονοδρόμου της παγκοσμιοποίησης. Η δε “Αριστερά” μεταλλάχθηκε βίαια και από προασπιστής των εργατικών στρωμάτων έγινε φιλανθρωπικό σωματείο προυντονικού τύπου, απ’ αυτά που κορόιδευε τόσο ο Μαρξ.

Άρχισε να συνηγορεί έτσι γενικά και αόριστα υπέρ των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων” και των ποικιλώνυμων “μειονοτήτων”, στρέφοντας την πλάτη στους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της. Έφτασε στο σημείο, μάλιστα, να υποστηρίζει ομάδες όπως οι μετανάστες, που όπως ήδη οι Μαρξ και Ένγκελς κατάγγελλαν, με την παρουσία τους υπονόμευαν ευθέως τη θέση των εργατικών στρωμάτων και συμπίεζαν το εισόδημά τους.

Εγκαταλειμμένα από τα παραδοσιακά τους κόμματα, τα στρώματα αυτά στράφηκαν εντέλει σε αντισυστημικές πολιτικές δυνάμεις με συγκεχυμένο ιδεολογικά πρόγραμμα, αλλά σαφή αντιφιλελεύθερο, αντιολιγαρχικό και δημεγερτικό λόγο. Η απόπειρα των κατεστημένων κομμάτων να ανασχέσουν την άνοδο των νέων αυτών αντιπάλων έλαβε ποικίλες μορφές έως τώρα (δυσφημιστικές εκστρατείες από τα συστημικά ΜΜΕ, ορθοπολιτική τρομοκρατία, καταγγελίες για “λαϊκισμό” και εργαλειοποίηση από τους «εχθρούς της Δύσης», λογοκρισία κ.ά.), αλλά δεν απέδωσε.

Το αργότερο με το βρετανικό δημοψήφισμα και τις εκλογές του 2016 στις ΗΠΑ οι αντισυστημικές δυνάμεις απέδειξαν ότι είναι ικανές να συγκεντρώσουν πίσω τους όχι μια μερίδα διαμαρτυρομένων, αλλά την δημοκρατική πλειοψηφία του πληθυσμού. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το φιλελεύθερο “Κέντρο” συρρικνώθηκε σε μειοψηφία. Όπως έδειξαν οι κιτρινογέλεκοι της Γαλλίας, ακόμη και εκεί όπου δεν κυβερνούν οι “λαϊκιστές”, οι ιδέες τους είναι κοινωνικά πλειοψηφικές.

Σήμερα, οι δημοκρατικές πλειοψηφίες και οι φιλελεύθερες μειοψηφίες στέκουν αντιμέτωπες σε όλα σχεδόν τα κρίσιμα ζητήματα: ελευθερία των αγορών, μετανάστευση και προσφυγικό, πολυπολιτισμικότητα και εθνική ταυτότητα, εξωτερική πολιτική και αντίληψη για την παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Συναφείς είναι και οι δύο τάσεις που παρατηρούμε στα πολιτικά συστήματα των Δυτικών χωρών.

Όπου οι φιλελεύθερες μειοψηφίες έχουν το πάνω χέρι έχουμε την αμφίπλευρη υπόσκαψη της δημοκρατικής αρχής: Όλο και πιο πολλές αποφάσεις μεταφέρονται είτε σε υπερεθνικά και εξωκρατικά είτε σε εσωτερικά και τεχνοκρατικά θέσμια, τα οποία εκφεύγουν του λαϊκού ελέγχου. Παράδειγμα των πρώτων είναι ο ευρωπαϊκός φεντεραλισμός, οι ποικιλώνυμες πολυμερείς εμπορικές συνθήκες, η θέση των κανόνων του διεθνούς δικαίου πάνω από αυτούς της εσωτερικής συνταγματικής τάξης. Παράδειγμα των δεύτερων, οι λεγόμενες Ανεξάρτητες Αρχές, ενίοτε και η Τρίτη εξουσία που στο όνομα του δικαιωματισμού τείνει να αγνοεί την διάκριση των εξουσιών και να νομοθετεί από της έδρας.

Όπου οι δημοκρατικές πλειοψηφίες επιβάλλονται έχουμε την αντίστροφη τάση: Μέτρα κατά του Τύπου και της ανεξαρτησίας των αγορών, ύψωση φραγμών στο ρεύμα του δικαιωματισμού ή και ευθεία καταγγελία του. Αποδυνάμωση της αυτοτέλειας της Δικαιοσύνης και έναν νέο συγκεντρωτισμό, ο οποίος συχνά προσωποποιείται στη μορφή ενός ισχυρού ανδρός που αναλαμβάνει την προάσπιση των συμφερόντων της μάζας (του λαού ή του έθνους) απέναντι στην επιβουλή των ολίγων (του κατεστημένου ή των ελίτ).

Αν η διελκυστίνδα αυτή συνεχιστεί, όπως όλα δείχνουν, η πόλωση θα κορυφωθεί οδηγώντας τις δύο αυτές τάσεις στα άκρα. Την μεν, εφόσον επικρατήσει, στην επιβολή μιας θεσμοποιημένης πλέον ολιγαρχίας, όπου στο όνομα των ατομικών ελευθεριών η βούληση της πλειοψηφίας θα καταπνίγεται εν τη γενέσει της. Την δε, στην επιβολή ενός νέου καισαρισμού που θα παρακάμπτει κατά το δοκούν τους θεσμούς στο όνομα των συμφερόντων του Δήμου. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το ιστορικό διακύβευμα των προσεχών αμερικανικών προεδρικών εκλογών, ο Ρουβίκωνας της σημερινής Δύσης δύο χιλιετίες μετά εκείνον της Ρώμης: ο Νοέμβριος του 2024 θα είναι το αποφασιστικό πρόκριμα για το πού θα κλίνει εντέλει η πλάστιγγα. Και στην μία και στην άλλη περίπτωση πάντως, η σύζευξη των δύο αυτών διαφορετικών πολιτικών ιδεωδών, του φιλελεύθερου και του δημοκρατικού, θα αποδειχθεί ολιγόζωη και συγκυριακή.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

*

Η αποχή ως επιλογή ελευθερίας

*

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ

Κάποιος είχε περιγράψει κάποτε την διαφορά μεταξύ αυταρχισμού και ολοκληρωτισμού ως εξής: Ένα αυταρχικό καθεστώς σε εμποδίζει να κάνεις αυτό που θέλεις. Ένας ολοκληρωτικό καθεστώς σε υποχρεώνει να κάνεις αυτό που δεν θέλεις.

Τα περισσότερα αυταρχικά καθεστώτα στην ιστορία ήθελαν να περιορίσουν τις ελευθερίες και τις επιλογές των πολιτών τους. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα όμως απαιτούσαν την μαζική κινητοποίηση και συμμετοχή, καθοδηγούμενη από τα πάνω φυσικά, ως μια διαρκή επιβεβαίωση της νομιμοποίησής τους. Οι πολίτες έπρεπε να είναι σε μόνιμη εγρήγορση, να συμμετέχουν σε ογκώδεις εκδηλώσεις, «αυθόρμητες» διαδηλώσεις ή, στην καθημερινότητά τους, σε συζητήσεις διαφωτισμού και να προσαρμόζουν την συμπεριφορά τους αναλόγως.

Βασικό χαρακτηριστικό των ολοκληρωτικών καθεστώτων ήταν η εκλογική διαδικασία, η κύρια ομοιότητά τους με την μαζική φιλελεύθερη δημοκρατία, τόσο ως επιλογής πολιτικού προσωπικού όσο, το κυριότερο, ως τελετουργία νομιμοποίησης. Η κρίσιμη διαφορά φυσικά είναι ότι στον ολοκληρωτισμό η κινητοποίηση γινόταν από και για ένα κόμμα. Στην μαζική φάση της φιλελεύθερης δημοκρατίας αντίθετα, η συνολική νομιμοποίηση του καθεστώτος προέκυπτε από το άθροισμα της κινητοποίησης από πολλά μαζικά κόμματα στις κοινωνικές τάξεις και στρώματα που εκπροσωπούσαν. Υπό αυτήν την έννοια, τα υψηλά ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές των φιλελεύθερων δημοκρατιών τον 20ό αιώνα δεν αποτελούσαν ψήφο εμπιστοσύνης μιας απροσδιόριστης «κοινωνίας» προς την «δημοκρατία» γενικώς και αορίστως. Ήταν επιβεβαίωση της αντιπροσωπευτικότητας αυτών των πολιτικών συστημάτων.

Δεν είναι τυχαίο ότι το σημερινό άγχος σχετικά με την εκλογική συμμετοχή ως δείκτη νομιμοποίησης των φιλελεύθερων καθεστώτων αναδύθηκε ακριβώς από την εποχή που τα κόμματα σταμάτησαν να παίζουν αυτόν τον ρόλο της εκπροσώπησης και μεταβλήθηκαν στην πράξη σε μηχανισμούς διαφημιστικής και μηντιακής υποστήριξης της προσωπικής πολιτικής καριέρας των στελεχών τους. Η εμμονή της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας με την μείωση της μαζικής συμμετοχής αποτελεί μάλιστα ιστορική ειρωνεία αν αναλογιστεί κανείς ότι στις απαρχές της τον 18ο-19ο αιώνα, κατά την αστική φάση της, η ίδια ήταν ένα κατεξοχήν ελιτιστικό σύστημα που περισσότερο φοβόταν την μαζικότητα παρά την ενθάρρυνε. (περισσότερα…)

Παναγιώτης Κονδύλης, Ο γερμανικός «ξεχωριστός δρόμος»

*

Εφέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια από τη γέννηση και 25 από τον θάνατο του Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998). Με την ευκαιρία της επετείου, το ΝΠ, για το οποίο το έργο του Κονδύλη στάθηκε εξ αρχής βασικό σημείο αναφοράς, θα αποθησαυρίσει στη διάρκεια του έτους έναν αριθμό κειμένων είτε του ιδίου του στοχαστή, είτε μελετητών του, Ελλήνων και ξένων, δημοσιευμένων παλαιότερα.

~.~

Παναγιώτης Κονδύλης

Ο γερμανικός «ξεχωριστός δρόμος»
και οι γερμανικές προοπτικές

Το ζήτημα των μελλοντικών γερμανικών προοπτικών δεν μπορεί να συζητηθεί ανεξάρτητα από το ζήτημα του λεγόμενου «ξεχωριστού δρόμου» των Γερμανών κατά το παρελθόν. Άλλωστε, οφείλουμε να αποδεχθούμε μια κάποια συνάφεια μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος άσχετα από το πώς ερμηνεύουμε τον όρο «ξεχωριστός δρόμος», έστω δηλαδή κι αν δηλώνουμε με αυτόν απλώς και μόνο εκείνη την ιστορική πορεία που ακολούθησαν άπαξ και υπό το κράτος της ανάγκης οι Γερμανοί και η οποία τους οδήγησε στις σημερινές συνθήκες θέτοντας συγχρόνως το πλαίσιο της μελλοντικής τους δράσης.

Καθώς σήμερα η έννοια του γερμανικού «ξεχωριστού δρόμου» χρησιμοποιείται κυρίως αρνητικά, το ζήτημα της συνάφειας μεταξύ γερμανικού παρελθόντος και μέλλοντος δεν τίθεται μόνο με ιστορική αλλά και με πολιτική πρόθεση. Έχουμε επομένως να κάνουμε εδώ με μια εργαλειοποίηση της αντίληψης εκείνης που παρουσιάζει τον γερμανικό «ξεχωριστό δρόμο» ως αδιέξοδο και παραπλανητικό, εργαλειοποίηση που υποκινείται από όσους επιδιώκουν να στρέψουν τις γερμανικές προοπτικές προς συγκεκριμένη, κανονιστικά καθορισμένη κατεύθυνση. Έτσι οι προοπτικές αυτές επηρεάζονται πράγματι από τον γερμανικό «ξεχωριστό δρόμο» – όχι όμως από τον γερμανικό «ξεχωριστό δρόμο» με την αντικειμενική ιστορική έννοια που εξηγήσαμε παραπάνω, αλλά από τη θεωρία του «ξεχωριστού δρόμου» που αποτελεί πολιτικό όπλο. Άλλωστε δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε ότι η θεωρία του «ξεχωριστού δρόμου» θα μπορούσε να έχει διαφορετική επίδραση. Γιατί, όπως δείχνει η αναδρομή στην ιστορία του όρου, όλες οι εκδοχές της είχαν εξαρχής πολεμικά κίνητρα και γίνονταν αντίστοιχα αντιληπτές. Όμως ως καθαρή πολεμική η θεωρία αυτή μπορεί να γίνει κατανοητή μόνον αν μέσω της επιστημολογικής και ιστορικής κριτικής αποκτήσουμε επίγνωση του γεγονότος ότι οι θεμελιώδεις παραδοχές της είναι αβάσιμες.

Προτού επιχειρήσουμε αυτή την κριτική στα στενά περιθώρια που έχουμε εδώ στη διάθεσή μας, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η θέση περί γερμανικού «ξεχωριστού δρόμου» δεν είχε πάντοτε τη σημερινή αρνητική χροιά και ότι η θετική εκδοχή της, όπως και η αρνητική, είχε τις καταβολές της τόσο στη Γερμανία όσο και στο εξωτερικό. Η θετική εκδοχή υπήρξε η αρχική και μπορούμε να την ανιχνεύσουμε ήδη στις αποφάνσεις εξεχόντων Γερμανών στοχαστών του 18ου αιώνα, με τις οποίες ζητούσαν να περιγράψουν την ειδοποιό διαφορά του γερμανικού πνεύματος έναντι της «Δύσης» και να συνεισφέρουν έτσι στη διάπλαση της γερμανικής εθνικής συνείδησης. Μπορούμε να καταρτίσουμε έναν μακρύ κατάλογο ονομαστών συγγραφέων που εγκωμιάζουν σε υψηλότατους τόνους την εν μέρει φιλοσοφική και μεταφυσική, εν μέρει αισθητική και παιδευτική υπεροχή των προϊόντων της γερμανικής σκέψης απέναντι στον «ρηχό» δυτικό Διαφωτισμό. Οι φρικαλεότητες της περιόδου της Τρομοκρατίας κατά τη Γαλλική Επανάσταση ερμηνεύθηκαν συχνά ως αναγκαίο επακόλουθο του Διαφωτισμού αυτού του είδους και φάνηκε να επιβεβαιώνουν την αυτάρεσκη αντίληψη ότι η υψηλότερου επιπέδου παιδεία τους προστάτευσε τους Γερμανούς από τέτοιες απάνθρωπες πράξεις. Όσοι Γερμανοί μετά το 1750 περίπου εξέφρασαν τέτοιες απόψεις για τη «Δύση», και προ πάντων για τους Γάλλους γείτονες, ήταν συνήθως λόγιοι με φιλελεύθερο και ουμανιστικό φρόνημα, που όμως εμπρός στην τότε συγκεχυμένη πολιτική κατάσταση του γερμανικού έθνους δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν μια εθνική ταυτότητα παρά μόνο στο πολιτισμικό πεδίο και με τη σχηματική περιχαράκωση έναντι ενός γείτονα, του οποίου η ακτινοβολία και ο πλούτος τούς γεννούσε ανάμικτα συναισθήματα. Για τους λόγους αυτούς, θα ήταν εσφαλμένο και άδικο να δούμε στις δηλώσεις τους εκείνες έναν κακό οιωνό και να παραγνωρίσουμε εντελώς ανιστόρητα τον ψυχολογικό και ιδεολογικό μηχανισμό, μέσα από τον οποίο συντελείται η αποκρυστάλλωση κάθε εθνικής συνείδησης. Εξάλλου, σχεδόν κανείς δεν παρεξηγούσε τότε τη στάση αυτή των Γερμανών. Καθώς η ξηρά και η θάλασσα ήταν υπό την κυριαρχία άλλων, παραχωρήθηκε ευχαρίστως στους Γερμανούς, όπως το είχε κατανοήσει ήδη ο μεγάλος ποιητής, η βασιλεία των ουρανών, δηλαδή το βασίλειο ενός πολιτισμού χτισμένου πάνω σε ιδέες και ιδεώδη, ενώ τους αναγνωρίστηκε μετ’ επαίνων το προβάδισμα στους μακράν της πολιτικής τομείς. Μάλιστα, την αυτοεκτίμηση των Γερμανών λογίων και καλλιτεχνών τη συμμερίζονταν ευρέα στρώματα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και τη γερμανική θετική εκδοχή της θεωρίας του «ξεχωριστού δρόμου» ήρθε από νωρίς να συνδράμει μια άλλη, προερχόμενη από το εξωτερικό. Γάλλοι και Άγγλοι θιασώτες των ρομαντικών-αντεπαναστατικών ιδεών εξιδανίκευαν τους Γερμανούς, επειδή τάχα έμειναν αμόλυντοι από την επιρροή του «ρηχού» διαφωτισμού και την καπιταλιστική μέθη, μένοντας πιστοί στα όσια και ιερά. Ο θαυμασμός για τις γερμανικές επιδόσεις στα πεδία των κλασσικών γραμμάτων αλλά και των φυσικών επιστημών ήρθε αργότερα να συνοδεύσει αυτές τις συμπάθειες και ο λόγος για τον «λαό των Στοχαστών και των Ποιητών» έγινε παροιμιώδης. (περισσότερα…)

Τι μας διδάσκει το Ισραήλ

*

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ

Το Ισραήλ συνταράσσεται από τεράστιες σε όγκο μαζικές διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης Νετανιάχου και των μεταρρυθμίσεων που εκείνη προωθεί με σκοπό τον στενότερο έλεγχο και την αποδυνάμωση του ανεξάρτητου συνταγματικού δικαστηρίου έναντι της εκτελεστικής εξουσίας. Οι μεταρρυθμίσεις περιέχουν τόσο ιδεολογικό πρόσημο, καθώς τα θρησκευτικά και εθνικιστικά κόμματα στον συνασπισμό του Νετανιάχου βλέπουν το δικαστήριο σαν προπύργιο της φιλελεύθερης και κοσμικής ελίτ του κράτους Ισραήλ, όσο και προσωπική ιδιοτέλεια, καθώς ο ίδιος ο Νετανιάχου ελέγχεται δικαστικά για μεγάλες υποθέσεις διαφθοράς.

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο Νετανιάχου φαίνεται να κάνει πίσω στις μεταρρυθμίσεις του. Όποια και αν είναι η εξέλιξη των πραγμάτων όμως, βλέπουμε να παίζεται στο Ισραήλ ένα σενάριο ανάλογο με αυτό άλλων χωρών όπου, σύμφωνα με το κατεστημένο αφήγημα, συγκρούεται η «φιλελεύθερη δημοκρατία» με τον «ακροδεξιό λαϊκισμό». Προσπάθειες ποδηγέτησης της δικαστικής εξουσίας είχαμε άλλωστε και σε άλλες χώρες με εθνικιστικές κυβερνήσεις όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι διαδηλωτές στο Ισραήλ παρελαύνουν με πλακάτ που δείχνουν τον Νετανιάχου παρέα με τα δυο άλλα φαντάσματα του «εθνολαϊκισμού», τον Τραμπ και τον Πούτιν.

Πέρα από τον λαό στους δρόμους, στις μεταρρυθμίσεις Νετανιάχου αντιτίθεται και το σύνολο των ελίτ του Ισραήλ, από τα μεγαλύτερα συνδικάτα και τα πανεπιστήμια (που κήρυξαν απεργία) ώς την πανίσχυρη γραφειοκρατία της χώρας, καθώς είδαμε μέχρι και παραιτήσεις του υπουργού άμυνας και διπλωματών. Έντονη υποστήριξη στους διαδηλωτές δείχνει και ο δυναμικός τομέας τεχνολογίας του Ισραήλ, η «Σίλικον Βάλεϋ» της χώρας, παρότι η ανάπτυξή της οφείλει πολλά στην οικονομική πολιτική του Νετανιάχου τις προηγούμενες δεκαετίες.

Οι ιδιαιτερότητες του Ισραήλ όμως δείχνουν και άλλα πράγματα που η φιλελεύθερη ρητορεία περί «δημοκρατίας» και «εξισορρόπησης των εξουσιών» μάλλον αποκρύπτει. Το Ισραήλ είναι μια συναρπαστική χώρα που έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια. Η πόλωση στην ισραηλινή κοινωνία δεν μπορεί να κατανοηθεί εκτός του πλαισίου αυτών των αλλαγών. Και η Ευρώπη και η Ελλάδα πρέπει να αντλήσουν μαθήματα από την περίπτωση του Ισραήλ. (περισσότερα…)

Ελεύθερος χρόνος και φιλελεύθερη δημοκρατία

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Ένα από τα βασικά κριτήρια που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να μετρηθεί το βάθος και το εύρος των Δυτικών «φιλελεύθερων δημοκρατιών» είναι, αναμφισβήτητα, η ύπαρξη ελεύθερου χρόνου για τους πολίτες. Είναι αδύνατον στον οποιοδήποτε να συμμετάσχει ως πολίτης στα δρώμενα της δημοκρατίας, δηλαδή να ασχοληθεί με τα πολιτικά ζητήματα αν συγχρόνως δεν έχει τον απαιτούμενο ελεύθερο χρόνο.

Οι λόγοι είναι προφανείς: Οι σύγχρονες βιοτικές ανάγκες και οι σχέσεις που αυτές παράγουν υποχρεώνουν τον σημερινό άνθρωπο να «μοχθεί» τόσες πολλές ώρες ημερησίως ώστε είναι αδύνατη η ενασχόλησή του με οτιδήποτε άλλο.

Σκεφτείτε ότι η καθημερινή ζωή του Αθηναίου πολίτη στην αρχαία Αθήνα, του εντελώς απαλλαγμένου από τον μόχθο και την εργασία, ήταν φορτωμένη από τόσες έγνοιες λόγω των πολιτικών δραστηριοτήτων του που του απορροφούσαν τόσο πολύ χρόνο, ώστε οι φιλόσοφοι πρόσθεσαν και το νόημα της ελευθερίας ως απαλλαγή από την πολιτική δραστηριότητα (σχολή)[1].

Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι ένας από τους τρεις τρόπους ζωής (βίοι) οι οποίοι αφορούν στο ωραίο και όχι στο αναγκαίο ή στο ωφέλιμο και που μπορεί να επιλεγεί από ελεύθερους ανθρώπους (ελεύθερους από τις όποιες βιοτικές ανάγκες) είναι η ζωή η οποία αφιερώνεται στα ζητήματα της πόλεως, όπου η υπεροχή γεννά ωραίες πράξεις[2].

Σήμερα ζούμε σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό οικονομικό και κοινωνικό σύστημα στο οποίο η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων είναι αναγκασμένοι να εργάζονται οι ίδιοι και μάλιστα με τη μορφή της εξαρτημένης εργασίας για να καλύπτουν τις ανάγκες επιβίωσης και όχι μόνο. Παρόλα αυτά όμως η έννοια της Δημοκρατίας είναι ουσιωδώς συνυφασμένη με την ιδιότητα του πολίτη και της αποφασιστικής του συμβολής στη διακυβέρνηση του θεσμικού υποκειμένου το οποίο αναγνωρίζει ως κυρίαρχο και συνεπώς συμμετέχει.

Η αναφορά στη δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας γίνεται συνεπώς όχι ως μηχανιστικό παράδειγμα προς μίμηση αλλά για λόγους ανάδειξης των βασικών – στοιχειωδών προϋποθέσεων που απαιτούνται, στις σημερινές συνθήκες, ώστε να λειτουργεί η δημοκρατία και όχι η δημοκρατική ρητορεία[3] όπως συμβαίνει σήμερα σε όλες τις δυτικού τύπου δημοκρατίες. (περισσότερα…)