Τζέημς Ελλρόυ

«Νέα Κρόνακα»: Η γενεαλογία

*

Άγιος ή προδότης;
Το «αδύνατον» Μυθιστόρημα του Νίκου Σαμψών

γράφει η ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

[3/12]

~.~

Η Νέα Κρόνακα, σειριακό έργο τριάντα τριών τόμων με δεύτερό της μυθιστόρημα το έργο Σαμψών, προκύπτει ως ένα σύνθετο σχέδιο, το οποίο ανάγεται σε ποικίλες –κατά κύριο λόγο συνειδητές– επιρροές και αναγνωστικές επιδράσεις.[114] Στο παρόν κεφάλαιο γίνεται λόγος ειδικότερα για τα κείμενα ποικίλης γραμματειακής προέλευσης τα οποία πληροφορούν τη Νέα Κρόνακα αποκλειστικά ως προς το σχηματικό και αξονικό επίπεδο της σύλληψης. Συναφώς, εξ αυτών απορρέουν συγκεκριμένες και προσδιορίσιμες διακειμενικές σχέσεις σε διάφορα βιβλία του Κυριάκου Μαργαρίτη, εμπλουτισμένες από ένα κατά πολύ ευρύτερο δίκτυο-βιβλιοθήκη, οι οποίες χρήζουν κατά τόμο, θέμα και περίπτωση εξειδικευμένης συγκριτολογικής προσέγγισης. Ορισμένες από αυτές τις σχέσεις θα τύχουν περαιτέρω ανάλυσης, όπου προσφέρουν στην προσέγγισή μας του Σαμψών, σε ειδικότερες ενότητες της μελέτης.

2.1 Από το Χρονικό στην Κρόνακα: Λεόντιος Μαχαιράς

Η απαρχή της Νέας Κρόνακας σε ειδολογικό και πνευματικό επίπεδο χρειάζεται πρωτίστως να αναζητηθεί στο μεσαιωνικό χρονικό του Κύπριου χρονικογράφου Λεοντίου Μαχαιρά Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνακα, τουτέστιν Xρονικόν,[115] από το οποίο αντλεί τον τίτλο της.[116] Η πρόσβαση του Μαργαρίτη σε αυτό τελεί αδιαμφισβήτητα παλίμψηστη, καθότι τα πρωτεία της διάσωσής του από τη λήθη αποδίδονται στον Γιώργο Σεφέρη και την κυπριακή του συλλογή Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν (1955) (Ημερολόγιο Καταστρώματος, γ΄).[117] Το Χρονικό κατέστη έκτοτε, χάρη στη σεφερική κατάθεση, αιμοδοτικό της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής στο νησί. Παρότι στον ελλαδικό χώρο το Χρονικό δεν είχε καμιά ουσιαστική επίδραση,[118] γεγονός που, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι άσχετο με την πνευματική απομάκρυνση των Ελλαδιτών λογοτεχνών από την κυπριακή πραγματικότητα από το 1974 και εντεύθεν, έτυχε αξιοπρόσεκτης διεθνούς πρόσληψης από σημαντικούς Ευρωπαίους λογοτέχνες, όπως ο Ιταλός Γκαμπριέλε ντ’ Αννούντσιο,[119] ο Πολωνός Μέλχιορ Βανκόβιτς[120] και ο Βούλγαρος Αλεξάνταρ Κοστόφ.[121]

Το γεγονός ότι το Χρονικό είναι το πρώτο εκτενές πεζογράφημα σε διάλεκτο της υστερομεσαιωνικής ελληνικής[122] επιτρέπει στον Μαργαρίτη να διασυνδέσει την ιστορικότητα με την εντοπιότητα και, δι’ αυτής, την καθαυτό ελληνικότητα του κυπριακού χώρου.  Όχι χωρίς πικρία για την αφασία του ελλαδικού δημόσιου λόγου στα περί Κύπρου, αλλά και για την απαξίωση του ίδιου ως συγγραφέα, ο Μαργαρίτης επαναφέρει τον Μαχαιρά, για να ανακινήσει το ιστορικό ενδιαφέρον γύρω από τη γενέτειρά του, αλλά και για να εμβαθύνει ο ίδιος σε στοιχεία της εντοπιότητας τα οποία έχουν καθορίσει τη συγγραφική και πνευματική του ταυτότητα: (περισσότερα…)