σονέτο

Διπλά σονέτα

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

~.~

Τίποτε δεν αληθεύει χωρίς τ’ αντίθετό του.
MARTIN WALSER

*

1. Η ΚΟΥΚΛΑ

Είμαι μια κούκλα έγκλειστη σ’ ένα κουτί,
γερά δεμένη πάνω σ’ ένα ελατήριο.
Αραιά και πού κάποιος πατάει ένα κουμπί
κι έξω πετάγομαι μ’ ορμή, σαν σε ντελίριο.

Ποιος με κινεί ποτέ δεν έμαθα ή γιατί,
δεν ξέρω δύναμης ποιας είμαι το υποχείριο.
Απ’ την αρχή ήμουν κλεισμένη μέσα εκεί,
ιδού όλο κι όλο της ζωής μου το μυστήριο.

Κι εσύ μια κούκλα είσαι… Εσύ που με κοιτάς!
Κι εσύ στ’ ανάκτορο, κι εσύ στο καλυβάκι!
Ένα ελατήριο διά βίου καβαλάς
και με μια πόζα ξεπετάγεσαι μεμιάς
για να χορέψεις σαν σου ανοίγουν το καπάκι.
Γιατί, δεν ξέρεις. Κι έχεις πάψει να ρωτάς. (περισσότερα…)

Αρσενικό – Θηλυκό (Δύο σονέτα με ουρά)

*
Πολλοί ’ν’ οι δρόμοι πόχει ο νους.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

~.~

Η ουρά του σονέτου, Α΄

(υπνοπορεία)

Τον ύπνο σου κι απόψε θα διαρρήξω,
μετά των οργασμών την παραζάλη,
βαθιά στον λήθαργό σου να βουτήξω,
ν’ αναδυθώ μες στ’ όνειρό σου πάλι.

Στον κάθιδρο βραχνά σου να βογκήξω,
να νοιώσω της ονείρωξης την πάλη,
τον τύπον, λέει, των ήλων σου ν’ αγγίξω,
την όποια τύψη σου π’ ανθεί και θάλλει.

Να μπω στο πιο κρυμμένο θηλυκό σου,
να ’ρθω μαζί σου στην υπνοβασία,
να βρω χρησμούς στο παραμιλητό σου,

να γίνει ως την αυγή: δοκιμασία· (περισσότερα…)

Το πρώτιστο στη μάχη

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 03:25
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Βαυκαλίζεται η ΕΕ ότι αν ξοδέψει μερικές εκατοντάδες δισ. ευρώ σε εξοπλισμούς θα αντιμετωπίσει το αμυντικό της έλλειμμα, τώρα που οι Αμερικανοί του Τραμπ της στρέφουν την πλάτη. Αυτό που κανείς από τους ιθύνοντές της δεν θέλει να δει είναι ότι ο στρατός και τα όπλα του είναι πράγματα δευτερεύοντα. Το πρώτιστο στη μάχη είναι αυτό που παλιά ονομάζαμε πολεμικό φρόνημα, η στρατιωτική κουλτούρα δηλαδή με την πιο ευρεία της έννοια, που ξεκινάει από τη γαλούχηση των μικρών παιδιών, ιδίως των αγοριών, και φτάνει στην προβολή ιδεωδών όπως ο πατριωτισμός και η αυτοθυσία.

Για λόγους που δεν είναι της στιγμής, ο δυτικός λιμπεραλισμός από τη δεκαετία του 1960 και μετά προέγραψε σταδιακά αυτά τα ιδεώδη, δωρίζοντάς τα στην νεοδεξιά, και συντελώντας έτσι τα μάλα στη γιγάντωσή της. Αρκεί να δει κανείς τα σχολικά εγχειρίδια, και εδώ σε μας, για να το διαπιστώσει. Και αρκεί να τα αντιπαραβάλλει με τα ανάλογά τους σε κράτη όπως το Ισραήλ, η Ρωσσία, η Ουκρανία, η Τουρκία, η Κίνα. Ακόμη και η ίδια η έννοια «πολεμικό φρόνημα» σήμερα εκλαμβάνεται ως «φασιστική» – σε πλήρη αγνόηση της ιστορίας, αφού τον αληθινό φασισμό το πολεμικό φρόνημα των λαών της Ανατολής και της Δύσης ήταν που τον συνέτριψε…

Δεν είναι τυχαίο ότι παρά την οικονομική και τεχνολογική τους υπεροχή οι ΗΠΑ δεν έχουν νικήσει σε κανέναν από τους μείζονες πολέμους στους οποίους συμμετείχαν τις τελευταίες δεκαετίες. Ούτε βέβαια ότι η Ευρώπη, από την κρίση του Σουέζ και εντεύθεν, με την εξαίρεση ίσως του πολέμου στα Φώκλαντ, εκπαραθυρώνεται από παντού – τελευταία οι Γάλλοι από την υποσαχάρια Αφρική.

Ποιοι θα κληθούν να χειριστούν όλα αυτά τα πανάκριβα εξοπλιστικά «πακέτα», αυτό είναι το ερώτημα. Για την ώρα, οι Ευρωπαίοι ούτε τους τωρινούς αναιμικούς στρατούς τους δεν καταφέρνουν να στελεχώσουν…

///

Ο θεός αγάπη εστί, διδάσκει ο Ιωάννης. Και η αγάπη; Αδυναμία! τον συμπληρώνει, εκ πείρας, ο Μπρεχτ. Σημαίνει άραγε αυτό ότι ο Θεός της Αγάπης δεν μπορεί να είναι παρά εκ φύσεως αδύναμος; Πράγματι, «παντοαδύναμο» τον αποκαλεί σ’ έναν στίχο του ο Ηλίας Λάγιος.

(Ότι τον κόσμο ολόκληρο τον έφτιαξε η ανημπόρια ενός ερωτευμένου, τι όμορφη σκέψη ωστόσο…)

///

Ποιο υπήρξε ιστορικά το σημαντικότερο θέμα της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Αν το ερώτημα ακούγεται ερεθιστικό, ωχριά εμπρός στην απάντηση: η εκδίκηση.

Τι άλλο είναι η Ιλιάδα, αν όχι μια αρμαθιά εκδικήσεων; Οι Έλληνες εκδικούνται τους Τρώες, ο Μενέλαος τον Πάρη, ο Αχιλλέας τον Αγαμέμνονα, ο Αχιλλέας τον Έκτορα, κ.ο.κ., κ.ο.κ. Τι είναι η Οδύσσεια παρά η ιστορία μιας εκδίκησης; Του Ποσειδώνα εις βάρος του πολυμήχανου βασιλιά της Ιθάκης γιατί τύφλωσε τον προσφιλή του γιο Πολύφημο. Και μιας δεύτερης: του ίδιου του Οδυσσέα αυτή τη φορά κατά των Μνηστήρων. Ποιο είναι το θέμα της Ορέστειας, της Μήδειας, της Εκάβης, του Αίαντα, της Ηλέκτρας, τόσων και τόσων τραγωδιών; Ποιο είναι το θέμα των Ιερών Γραφών του μονοθεϊσμού, από τη σφαγή του Χρυσού Μόσχου ώς τις παραινέσεις του Κορανίου για την εξολόθρευση των ειδωλολατρών, αν όχι μια διαρκής εκδίκηση; Τι άλλο είναι η εκδίωξη των Πρωτοπλάστων, τι άλλο είναι η Κόλαση η ίδια, εκείνη των Χριστιανών ή του Δάντη, παρά η εκδίκηση του Θεού για την απείθεια των ανθρώπων; Τι άλλο μας αφηγούνται ο Άμλετ και ο Ληρ, ο Θούριος του Ρήγα και ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, τα Ανεμοδαρμένα Ύψη και ο Κόμης Μοντεχρίστος, το Έγκλημα και Τιμωρία και ο Μόμπυ Ντικ, η Φόνισσα και ο Καπετάν Μιχάλης, αν όχι μια σειρά εκδικήσεων μικρών και μεγάλων, ποθεινών και εμπράκτων, οριστικών και ματαιωμένων;

Είτε ως θεία δίκη είτε ως αυτοδικία προσωπική, η εκδίκηση είναι διαρκώς παρούσα στα λόγια των ανθρώπων. Ίσως επειδή η δικαιοσύνη είναι ισόποσα απούσα από τις πράξεις τους.

/// (περισσότερα…)

Nord Stream I/II

*

Nord Stream I/II

Βάλαν μές στο πέλαγο μπουγάδα
για να πλύνουν κώλους και βρακιά,
κι αγκαλιάζει τώρα η σαπουνάδα,
μυριοπλόκαμη, κάθε στεριά.

Σκάν η μιά μετά απ’ την άλλη οι φυσα-
λίδες – Θέ-μου, τί γυαλιστερές!
Κι απο κάτω, πάντα φρέσκια, η πίσσα
περιμένει τους κολυμβητές.

«Κρίμα!» ο καρχαρίας αναστενάζει,
«Φρίκη!» συμφωνεί κι ο κοκοβιός.
Πρίν το νιώσουν οι ίδιοι, το μαράζι

κιόλας ο Μεγάλος Αδελφός
μές στα σπάραχνά-τους το διαβάζει.
Δέν τους κρύβει, δέν τους σώζει ο αφρός…

/// (περισσότερα…)

Τὰ ἐρωτικὰ σονέτα τῆς Λουίζας Λαμπὲ

*

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ἀπὸ τὸ βιβλίο
Λουίζα Λαμπέ, Τὰ ἐρωτικὰ σονέτα,
Μετάφραση – Εἰσαγωγὴ – Ἐπίμετρο Ξάνθος Μαϊντᾶς,
Νίκας, Ἰούλιος 2024.

Ποιοὶ λόγοι συντρέχουν ὥστε σημερινοὶ ἀναγνῶστες, ἀφοσιωμένοι στὴν ποίηση, νὰ στρέψουν τὸ φιλέρευνο βλέμμα τους καὶ νὰ σταθοῦν μὲ προσήλωση στὰ σονέτα καὶ τὶς ἐλεγεῖες, ἢ στὸ φιλοσοφικὸ ἔργο μιᾶς σχεδὸν ξεχασμένης ποιήτριας τοῦ 16ου αἰῶνα, ποὺ κάποτε δικαίως τῆς εἶχε δοθεῖ ὁ πολὺ τιμητικὸς τίτλος τῆς Λυωνέζας Σαπφῶς; Θὰ ἀποπειραθῶ νὰ δώσω, σὲ ὅ,τι ἀκολουθεῖ στὸν παρόντα τόμο, μιὰ ἀπάντηση γιὰ τὴν ἀξία τοῦ ἔργου τῆς Λουίζας Λαμπέ, γιὰ τὴν διαχρονικότητά του καὶ ἄρα γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἀγγίζουν, συγκινοῦν καὶ ἴσως συγκλονίζουν τὸν σημερινὸ ἀναγνώστη. Θὰ τὸ ἐπιχειρήσω ἔχοντας μεταφράσει στὰ ἑλληνικὰ τὰ εἴκοσι τέσσερα ἐρωτικὰ σονέτα της, ποὺ παρουσιάζονται στὸ πρῶτο μέρος ἀντικρυστὰ μὲ τὰ πρωτότυπα, καὶ μὲ τὸ ἐπίμετρο ποὺ ἀκολουθεῖ στὸ δεύτερο μέρος. Στὸ τελευταῖο ἀκολουθῶ τὸ ἔργο τῆς Γαλλίδας ποιήτριας, στὰ χρόνια τῆς Γαλλικῆς Ἀναγέννησης, τότε ποὺ σημαντικοὶ ἄνθρωποι, ὅπως ὁ Ραμπελαί, ὁ Μονταίνιος καὶ ὁ Ρονσάρ, ἔβγαζαν τὴν γαλλικὴ γλῶσσα ἀπὸ τὴν χαοτική της Βαβυλωνία καὶ στὴ Λυὼν μεσουρανοῦσε ἡ «Πλειάδα» τῶν γαλλικῶν γραμμάτων. Ἀκολουθεῖ ἡ σύντομη σκιαγράφηση τῆς ποίησης ποὺ προηγήθηκε τῆς Λ. Λαμπὲ καθώς καὶ τῆς ποίησης ποὺ ἕπεται χρονικάτοῦ ἔργου της. Γιὰ νὰ φανοῦν οἱ ἐπιδράσεις ποὺ δέχτηκε, ἀλλὰ κυρίως νὰ δειχθεῖ πόσο προχώρησε καὶ ξεχώρισε μὲ τοὺς δικούς της ποιητικοὺς δρόμους. Ἡ ποίησή της, κατεξοχὴν ἐρωτική, ἄφηνε πίσω της τὴν θρησκευτικὴ ἀλληγορία, τὸν φόβο καὶ τὴν ἐνοχὴ ποὺ διαπερνοῦσαν τὸ ἔργο ἀκόμη καὶ σύγχρονών της ποιητῶν. Καὶ μετέγραφε τὸ ἐρωτικὸ πάθος, τοὺς πόνους καὶ τὰ βάσανα σὲ πειθαρχημένο σονέτο ἢ ἐλεγεῖα, ἀπ’ ὅπου συχνὰ ξεπετάγονταν ἕνα παιγνιῶδες τρέμουλο ἢ καὶ τραύλισμα δημιουργῶντας ἕναν περίτεχνο ἑλιγμὸ ποὺ ἔδινε ξεχωριστὴ κατάληξη στὸ ποίημα καὶ ἐπιθυμητὴ δικαίωση στὴν μαχητικὴ ποιήτρια. Καὶ ὅλα αὐτὰ σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ δὲν τὸ εἶχε σὲ τίποτα νὰ ἐξυβρίσει καὶ νὰ τιμωρήσει σκληρὰ τὸ θάρρος καὶ τὴν γενναιότητα, ἰδιαίτερα ἂν προέρχονταν ἀπὸ γυναῖκα καὶ μάλιστα ποιήτρια.

Ἡ μετάφραση τοῦ ποιητικοῦ λόγου, ἰδιαίτερα τοῦ σονέτου, ἀποτελεῖ ξεχωριστὴ δοκιμασία γιὰ τὸν μεταφραστή, ἴσως μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτὴν τῆς δημιουργίας ἑνὸς πρωτότυπου ποιήματος, γιατί ἐνῷ σ’ αὐτὸ ὁ ρυθμὸς καὶ ἡ ρίμα εἶναι ἱκανὲς νὰ ἀναπτύξουν ἢ καὶ νὰ δημιουργήσουν τὸν νοηματικὸ λόγο καὶ τελικὰ νὰ ὁδηγήσουν στὸ ποίημα, ὅπου ἡ μορφὴ ἔχει κινήσει τὰ νήματα τῆς ποιητικῆς δημιουργίας, στὴν μετάφραση ἡ μορφὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει ἢ νὰ παραποιήσει τὸν λόγο ποὺ εἶναι δεδομένος ἀπὸ τὸ πρωτότυπο. Συνεπῶς εἶναι ἐκεῖ ποὺ μορφὴ καὶ λόγος ὄχι μόνο ἀλληλοεπιδροῦν καὶ συνεργάζονται, ἀλλὰ ἀνταγωνίζονται μεταξύ τους, γιὰ τὴν ἀκρίβεια χτυπιοῦνται καὶ ἀποζητοῦν λύσεις. Δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις πιστὴ μετάφραση, ἐπειδὴ τότε χάνοντας τὴ μορφὴ ἔχεις χάσει τὸ ποίημα. Ἴσως χρειάζεται νὰ ἀντικρίσεις χωρὶς μικροσκόπιο, ἀπὸ μεγαλύτερη ἀπόσταση, τὸν λόγο, καὶ ξεχωρίζοντας φράσεις νὰ ἐπιμείνεις, ἐνῷ τὴν ἴδια στιγμὴ μπορεῖ ν’ ἀναγκαστεῖς νὰ γυρίσεις τὴν πλάτη σὲ λέξεις. Μὰ ἂν αἰσθανθεῖς, ἔστω πρὸς στιγμή, πὼς ἀπομακρύνεσαι ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ ἔργο, νὰ ἐπανέρχεσαι καὶ νὰ διορθώνεις, μέχρις ὅτου κάτι φανεῖ στὴν μετάφραση ποὺ προσφέρει σχετικὴ ἱκανοποίηση. Χωρὶς ποτὲ νὰ λησμονήσεις τὶς σοφὲς παρακαταθῆκες ποὺ μᾶς ἔχει ἀφήσει ὁ Ἰγκὸρ Στραβίνσκυ: (περισσότερα…)

«Τρεις εναντίον ενός» και άλλα σονέτα

*

ΣΤΑΓΟΝΑ

Μονάχα η θάλασσα του διάβρωνε τη θλίψη·
στο τραύμα το αίμα τού το ξέραινε τ’ αλάτι.
Ξάπλωνε το κορμί του στη νερένια πλάτη·
ήξερε· κείνη δεν θα τον εγκαταλείψει…

Παιδί ερωτεύτηκε το βότσαλο, το φύκι
την αχιβάδα που ανοιγόκλεινε τα χείλη·
το λάγνο κάλεσμα στο ξύπνημα του Απρίλη:
«Δώς’ μου τα μάτια σου να πλύνω από τη φρίκη…»

Εκεί τ’ ακούμπαγε τα μαύρα μυστικά του
κι αυτή τον βάφτιζε πάλι άνθρωπο· και πάλι·
και τού ’παιρνε μέχρι τον φόβο του θανάτου!

‘Ώσπου μία μέρα, μια μορφή στην υγρή αγκάλη·
ήταν του Αλέξανδρου του βασιλιά η γοργόνα!
Τα χέρια του άπλωσε και γίνηκε σταγόνα…

~.~

(περισσότερα…)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Τέσσερα σονέτα

*

Απόδοση ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

~.~

127

Το μαύρο στους παλιότερους δεν άρεσε πολύ,
κι αν άρεσε της ομορφιάς τ’ όνομα δεν του δίναν·
μα τώρα έχει του θρόνου της την πλήρη κατοχή,
οι νέοι σκηπτούχοι τ’ όμορφο το νόθευσαν, το αισχύναν.

Στο άσχημο η Τέχνη δάνεισε πρόσωπο νέο, πλαστό,
της Φύσης σφετερίστηκε τη νόμιμη εξουσία
και πια δεν έχει η ομορφιά όνομα ή ιερό
και μέσα στην ασέβεια ζει ή και στην ατιμία.

Έχει η κυρά μου ίσως γι’ αυτό σαν πένθιμα πουλιά
μάτια και φρύδια ολόμαυρα: για να πενθεί κι εκείνη
όσους αλαζονεύονται με κάλλη τεχνητά
και δυσφημούν την πλάση αυτή με την ψευδή τους φήμη.

Μα τόσο τούτο το βαρύ το πένθος τής ταιριάζει
που όλα τα χείλη έχουν να πουν: η ομορφιά έτσι μοιάζει. (περισσότερα…)

Θεοδόσης Βολκώφ, Έξι από «ΕΠ7Α»

*

11.

Ακόμη έχεις τ’ όνομα, την όψη
εκείνης που αγάπησε, κι ωστόσο
στα δυο τον χρόνο έχει κατακόψει,
σε πριν και σε μετά, κι αυτό με πόσο
μεγάλη μάνητα, φρικτό μαχαίρι –
το «ύστερα» το «πρώτα» δεν γνωρίζει
και το παρόν το παρελθόν δεν ξέρει.
Ποια είσαι πλέον δεν αναγνωρίζει
κι όσο κι αν προσπαθεί να διακρίνει
το πρόσωπό σου, κάτι να μαντέψει
απ’ τη ζωή που πλέον θα ’χεις γίνει
ανήμπορη εκπίπτει κάθε σκέψη
στις μνήμες τις παλιές παντού και πάλι.
Έφυγες για να γίνεις κάποια Άλλη.

~.~

14.

Είσαι η πληγή απ’ όπου αναβλύζει
ό,τι αγαθό σε μένα κι ό,τι αχρείο,
ό,τι κι αν με λευκαίνει ή με μαυρίζει,
το ένα που γεννά παντού το δύο,
τον διχασμό αξήγητο και πλήρη
σε σκέψη, βούληση, ένστικτο και πράξη,
το σχίσμα ώς τη ρίζα μου που εγείρει
μυριάδες αντιθέσεις για να υπάρξει.
Είσαι ο έρωτας κι η άρνησή του
κι ακόμα η ζωή κι ο θάνατός της,
το μνήμα του νεκρού κι η ανάστασή του,
το άσκοπο της φύσης κι ο παλμός της.
Και θα ’σαι πάντοτε το πρόσωπό Του,
εσύ Θεός – μα και τ’ αντίθετό Του.

~.~ (περισσότερα…)

Γιώργος Παλαβράκης, Τρία σονέτα

Τρία σονέτα

Εκμυστήρευση
Σύντομος εσωτερικός μονόλογος με φανταστικό κοινό την Αθηνά

Μακάρι να μπορούσες, καλή μου Αθηνά,
να αισθανθείς τη λύπη που πάντα κουβαλώ,
να δεις πως τη ζωή μου η τύχη προσπερνά
και στα σκαλιά του βίου διαρκώς κατρακυλώ.

Τι φταίει πραγματικά που άλλαξε ο κόσμος
και πια κανείς δεν είναι λιγάκι προσηνής
σταμάτησα να ψάχνω, με κούρασε ο δρόμος·
απόμεινα υπηρέτης μιας τέχνης ταπεινής.

Φοβάμαι μήπως τώρα με παρεξηγήσεις,
μην φαίνεται πως πέφτω θύμα κάποιας πλάνης.
Οδύρομαι μονάχος, θέλω εξηγήσεις

που βρέθηκα αδίκως σε ιστό αράχνης.
Βαρέθηκα να βλέπω χέρια που αρπάζουν,
που στήνουνε καρτέρι και σοδειές ρημάζουν.

Σβηστές οθόνες
Στον Θάνο Γιαννούδη

Τους νέους μην υποτιμάς ποτέ σου, Θάνο,
τα μέτρα είναι στην ψυχή τους χαραγμένα.
Μην πας μακριά αλλά κοίταξε και δες εμένα·
παιδεύομαι πολύ μα το σονέτο φτιάνω.

Σ’ απελπισιάς καιρούς, στα δύσκολα επάνω
φαντάζουν όλα είδωλα θρυμματισμένα.
Τα σπίτια μένουν χαμηλά κι ερειπωμένα·
ωστόσο, τη σιγή διακόπτει ένα πιάνο.

Είν’ εύκολο μια ιδέα ποίημα να γίνει
αν, πράγματι, ακολουθήσεις τους κανόνες.
Το ζήτημα μονάχα είναι τι θα μείνει

σαν κάποτε μεμιάς παρέλθουν οι αιώνες
και καταλάβουμε πως πια το έργο φθίνει,
πως τέλειωσε νωρίς και σβήσαν οι οθόνες.

Εφιάλτης

Δεν κελαηδούνε τα πουλιά στην μπόρα,
τα σήμαντρα πια πένθιμα χτυπούνε,
περαστικοί αδιάλειπτα ρωτούνε
τι μέλλει να συμβεί κακό στη χώρα.

Η θύελλα ζυγώνει απ’ ώρα σ’ ώρα
τα δέντρα από τον άνεμο λυγούνε,
τα βήματα σαν κρόταλα ηχούνε
και πλησιάζουν τα παιδιά μας τώρα.

Βαριόμοιροι, περίτρομοι γυρνούμε
να περισώσουμε τα υπάρχοντά μας,
σε καταφύγια να προστατευτούμε

να μην ξοφλήσει αίφνης η γενιά μας.
Από εφιάλτη ζοφερό ξυπνούμε
μα ήδη έχουν σπάσει τα φτερά μας.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΑΒΡΑΚΗΣ


Ο Γιώργος Παλαβράκης γεννήθηκε στα Τρίκαλα (Θεσσαλίας) το 1992. Σπούδασε Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Παράλληλα με τα φιλολογικά έχει εργαστεί αρκετά χρόνια ως μουσικός. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά.

Γιώργος Παπασταθόπουλος, Τρία σονέτα

 

ΤΑ ΚΟΛΙΜΠΡΙ

Σκάβουνε το χαράκωμα οι φαντάροι
για να προφυλαχθούν απ’ τον εχθρό,
έξω πετούν το χώμα με το φτυάρι
γύρω απ’ το χαράκωμα σωρό! (περισσότερα…)

Γιάννης Πατίλης, Milano si sente N.Y.

Γιάννης Πατίλης

Milano si sente N.Y.

μνήμη Σέρζιο Μπάσι
Ἰταλοῦ ρὸκ τραγουδιστῆ, θύμα τοῦ covid-19
Κρέμα τῆς Λομβαρδίας, 16.03.20

Νέα Ὑόρκη τότε ὅλα θυμίζαν,
καὶ στὸ δικό σου, Σέργιε, τὸ Μιλάνο,
στὸ ἔδικτο ὅπως τῶν Μεδιολάνων,
νέας Γενιᾶς τὰ ὄνειρα ἀνθίζαν,

ἐνῶ τῆς Μαντουνίνας σου χρυσίζαν
φιλιὰ ψηλὰ ἀπ’ τὸ Ντουόμο ἀπάνω
ποὺ ἀπὸ τῆς καρδιᾶς τ’ ἀνεμοπλάνο
σκόρπιζε στοὺς φτωχοὺς τοὺς δίχως ρίζα.

Καὶ τώρα ποὺ λυθήκανε οἱ ὅρκοι,
σὲ σύνορα κλειστά, σπίτι μαράζι,
μὲ θάνατο ποὺ παίρνει μαῦρα μέτρα

φέρετρα ἀπὸ τοῦ κόβιντ τὴ φαρέτρα,
ἡ μοίρα τῆς Γενιᾶς μας, Σέργιε, μοιάζει
ἀκόμη πιὸ πολὺ στὴ Νέα Ὑόρκη.

[ἀπὸ τὴ σειρὰ Σονέτα μὲ σημαία εὐκαιρίας]

 

Θοδωρής Αρσένης, Σονέτα

Felix-Lorioux-French-Illustrator-children-books-illustration (13)

Η ΝΥΧΤΑ

Τη νύχτα κρύβομαι στα όνειρά μου
και πάντα σκέψεις μου θα ανασύρω,
να δω σαν πόσες ωριμάζουν γύρω
από τη μουσική του πενταγράμμου.

Πριν αφεθεί η σκέψη στα χαρτιά μου,
τη νύχτα, που οι στίχοι ρίχνουν κλήρο,
θα προσπαθήσω απ’ όλους να εγείρω
τον στίχο που θα φέρει στου θαλάμου

το άδειο μου κρεβάτι περασμένες
μορφές, σε χρόνο πλέον ενεστώτα
συνωμοσίες στο χαρτί γραμμένες.

Τη νύχτα πάντοτε, καθώς τα φώτα
θα σβήσουνε και έρχονται με λέξεις
για σίτιση οι πρωινές ορέξεις.

~.~

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΜΟΣ

Εκείνα που με κόπο έχεις γράψει
και μοιάζουν με το έργο κάποιας μαίας
θα ταξιδεύουνε σαν Οδυσσέας,
από τα βάθη του για να ξεθάψει

το νόστο, όταν ξέρει πως θα πάψει
να βασανίζεται· μα της αυλαίας
η έναρξη θ’ αρχίσει πάλι και ας
θα έχουνε τα πάντα πια ξεβάψει.

Γιατί τ’ αδημονεί σαν Πηνελόπη
ο αναγνώστης. Όμως, όσα είδες
δε θα τ’ αναγνωρίζει και οι κόποι

νομίζεις παν χαμένοι, σαν ελπίδες.
Αλλά αμετακίνητο κρεβάτι,
δες, τα κοινά βιώματα εισπράττει.

~.~

ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ

Εικόνα δύο μήλων.

Σαν εκλογή θεάς, ωραίας, στέκει
και τ’ άλλο γειτνιάζει με το χώμα,
εκεί απ’ όπου ξεκινά το σώμα
χωρίς κανένα ρούχο αιδούς να πλέκει.

Μα η ομοιότητα τα περιπλέκει.
Σε δίλημμα θα βρίσκεται το στόμα,
γιατί το δήγμα δε γνωρίζει ακόμα,
αν όφις ή θεά τα διαπλέκει.

Αν πρέπει όμως κάποιο να δαγκώσει,
η πείνα όλους τους φόβους υπερβαίνει,
για να διαλέξει εκείνο που, απ’ όση

ψυχή υπάρχει, λίγο τη βαραίνει,
καθώς το σώμα δεν αιχμαλωτίζει
σε πρόσταγμα θεού που δε λυγίζει.

~.~

Ο ΘΗΡΕΥΤΗΣ

Το χέρι που με τάισε ρωτάω,
γιατί για μένα ήταν μία πείνα,
αλλά και αίνιγμα, όλα εκείνα
που με την τρυφερότητα ζητάω.

Σαν βρέφος που ζητά ξανά το πράο
μιας μάνας αίσθημα τον πρώτο μήνα
και ξεχωρίζει τη θηλή. Ξεκίνα
απ’ την αρχή εσύ, παρακαλάω.

Τα δάχτυλα στα χείλη μου θα έχεις
να νιώθω την τραχύτητα για γεύση,
γιατί γνωρίζω πως σαν λύκος τρέχεις

κι εγώ πια προσπαθώ να μη νοθεύσει
ο έρωτας με ψίχουλα την πλάνη
και γίνω θηρευτής που πάντα χάνει.

~.~

ΕΡΩΤΙΚΟ

αἰ δὲ δῶρα μὴ δέκετ’, ἀλλά δώσει,
αἰ δὲ μὴ φίλει, ταχέως φιλήσει…
Σαπφώ

Η νύχτα αυτή εμένα καίει τόσο,
καθώς κρυφά μου είπε η Αφροδίτη
να δω γοργά πώς μ’ έλκεις σαν μαγνήτη
και τόσα ηδέα λόγια να αρθρώσω.

Ο ύπνος, που σε έχει πάρει ωστόσο,
μου δίνει λέξεις και με το γραφίτη
θα γράψω ό,τι βλέπω απ’ τον φεγγίτη,
το στάσιμο φεγγάρι θα σκοτώσω.

Τα βλέφαρά σου άρα θα ανατείλουν;
ή μάταια θα ξαγρυπνώ για σένα
χωρίς τα χείλη ένα φιλί να στείλουν.

Φευ, δεν αφήνεις τ’ όνειρο για μένα
και η δική μου η έξαψη, η μεγάλη,
το χάραμα δε θα ‘χει πια προβάλει.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΡΣΕΝΗΣ