σατιρική ποίηση

Για τον Μανόλη Αναγνωστάκη με την ευκαιρία της εκατονταετηρίδας από τη γέννησή του

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Καθώς κοντεύουμε πια στο έβγα του Έτους Αναγνωστάκη και των ποικίλων τιμητικών εκδηλώσεων που το συνόδευσαν, προσωπικά συγκρατώ το παράδοξο. Ο προ της «σιωπής» ποιητής, αυτός που το έργο του κατακλείεται, όπως μας είπαν, με τον Στόχο, άντε και με το Περιθώριο ’68-’69, αυτός ο λάλος ποιητής, ο πολυδιαβασμένος και πολυμελετημένος και πολυτραγουδισμένος, επιγόνους σήμερα ποιητικούς δεν διαθέτει. Το ίχνος του στους στίχους που γράφονται στις μέρες μας είναι δυσδιάκριτο, αν υπάρχει καν. Με μία έννοια, ο τελευταίος σημαντικός μαθητής του, μεταστάς πια κι εκείνος, ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Αντιθέτως, ο μετά τη «σιωπή» Αναγνωστάκης, ο εν πολλοίς παραγνωρισμένος σατιρογράφος «Μανούσος Φάσσης» δηλαδή, και ο προσωπικός ανθολόγος της Χαμηλής φωνής, έχει και παραέχει συνεχιστές και επιγόνους. Μαζί του συνδέονται αναπόσπαστα οι δύο σημαντικότερες συλλογικές τάσεις της μετά το 1980 ποίησής μας: αφενός μεν, η επιστροφή των έμμετρων μορφών, αφετέρου δε, η αναβίωση της σάτιρας.

Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του πρωτοεκδίδεται (σε 3.000 αντίτυπα, παρακαλώ, που εξαντλήθηκαν γρήγορα) το 1987. Η Χαμηλή φωνή. Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς το 1990 (επίσης σε 3.000 αντίτυπα). Και η επιρροή που άσκησαν σε μια μεγάλη ομάδα νεώτερων ποιητών, αλλά και σε μερίδα των φιλολόγων και των μελετητών της παλαιότερης ποίησής μας, είναι προφανής. (περισσότερα…)

Σάτιρα και Καριοφίλι

*

Στον Θάνο Γιαννούδη

Γιώργο για σένα θα ζωστώ εκρηκτικά
Στην κάθε σάτιρα θα γίνω καμικάζι
Μην τους ακούς! Εσύ τα λες εκπληκτικά
Στείλε στο διάολο όποιον Πάτζετ δεν διαβάζει

Γιώργο θα γίνω σταυροφόρος – Μην μου σκας
Και τα προπύργια της σάτιρας θ’ αλώσω
Να σε χλευάζουν, είναι αβάσταχτος νταλκάς
Μα μην τα βάφεις μαύρα βρε, θα σε μαλώσω!

Γιώργο μην σκας! Και θα τους φάω τον λαιμό
Θα τους χτυπώ στο πάτωμα σαν τα χταπόδια
Εγώ για χάρη σου τους πάντες πολεμώ
Όλα τα πρόβατα, τα γίδια και τα βόδια

Γιώργο για σένα θα γενώ αρματολός
Θα κυνηγώ τη σάτιρα με καριοφίλι
Θέλει και ρώτημα; Δεν είσαι εσύ τρελός
Το λένε όλοι: Συγγενείς, γνωστοί και φίλοι

Μονάχα Πάτζετ! Κι όλοι οι άλλοι στην πυρά!
Να μείνουν μόνο ο Μπουκόφσκι κι ο Καβάφης
Κι άμα σε τσούζει Γιώργο, κλαίγε σιωπηρά
Κάνε κουράγιο Γιώργο, μαύρα μην τα βάφεις

Γι’ αυτό σου λέω πάρ’ τα όλα χαλαρά
Μην μουρτζουφλιάζεις αν τα νεύρα σου σού σπάνε
Τον εαυτό σου μην τον παίρνεις σοβαρά
Γιατί δεν ξέρουμε τα τέσσερα που πάνε

Γιώργο τι κάθεσαι κι ακούς τους κωμικούς;
Γιατί μαράζωσες στον ψόγο και την χλεύη
Εσύ μονάχα τους δικούς σου να ακούς
Κι όποιος σε κράζει είναι γιατί σε ζηλεύει

Μη δίνεις βάση στο τι λέει κάθε ντολμάς
Εσύ εκεί! Περήφανος σαν το λιοντάρι
Σαν Δον Κιχώτης για την Τέχνη πολεμάς
Κι εγώ σαν Σάντσος σου κρατάω το κοντάρι

Γιώργο κρατήσου, δώσε τόπο στην οργή
Και θα τους φάει – σ’ το υπογράφω – μαύρο φίδι
Γιατί της ποίησης είμαστε οι ιδαλγοί
Κι άμα θυμώσεις, σου συστήνω λίγο ξύδι

Άσ’ το ρε Γιώργο και ας πάει στην ευχή
Άσ’ το ρε Γιώργο να το πάρει το ποτάμι
Στον κάθε βάρβαρο ποιος δίνει προσοχή;
Άσ’ το, μην πούνε πως καβάλησες καλάμι

Γιώργο μην σκιάζεσαι! Σου λέω: C’est la vie
Πάντα υπάρχει κάποιος άσχετος να κράζει
Κάνε κι εσύ για μια φορά την παλαβή
Στο κάτω κάτω, λίγη πλάκα τι πειράζει

Κι όσα σου λέω, σου τα λέω φιλικά
Όπως μιλώ μόνο στους άσπονδούς μου φίλους
Που μοιάζουνε σαν Δον Κιχώτες τελικά
Και πολεμάνε μόνο πρόβατα και μύλους

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

*

Προσωπικός Παρνασσός

*

ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΜΙΛΗΣΕ

στον Δημήτρη Σολδάτο

Από θεούς, ήρωες, ανθρώπους
πάντοτε προτιμώ τους οργισμένους.
Αυτοί μόνο μου φαίνονται ευθείς και αυθεντικοί,
Του Ποσειδώνα το γινάτι, ας πούμε,
που για τον γιο του τον Πολύφημο
έστρωσε τον Λαερτιάδη στο κυνήγι
στα μάτια μου τον κάνει συμπαθή,
πατέρα αληθινά φιλόστοργο.
Ή η εκδίκηση του Σιδερά τού Βαίλουντρ
που τσάκισε όσους τόλμησαν
πάνω του να σηκώσουν χέρι –
μπορεί να ’ταν φρικτή αλλά φανερώνει
το αδούλωτό του πνεύμα.

Πάνω απ’ όλα όμως θαυμάζω
του Ιησού το ξέσπασμα μες στον Ναό
που πήρε μόνος κι έπλεξε ένα φραγγέλιο
κι όρμηξε στους εμπόρους και τους τοκογλύφους·
«και των κολλυβιστών εξέχεε το κέρμα»
μας λέει ο Ιωάννης,
«και τας τραπέζας ανέτρεψε» –
τι πράξη αξιομίμητη αυτή, «και τας τραπέζας»,
ιδίως στους καιρούς μας!

Αυτούς που αποστρέφομαι είναι τους καθωσπρέπει,
κάτι πολιτικάντες της φακής,
κάτι ιησουίτες φιλανθρωπιστές,
κάτι τραπεζορρήτορες χαρτογιακάδες παρασημοφόρους
μαικήνες ή τρεχέδειπνους, κάτι όρθια τούβλα
που αόκνως μάχονται υπέρ των αδυνάτων
κι έχουνε το μειδίαμα χαλκομανία στη φάτσα,
που το χειλάκι τους στάζει όλο μέλι κι έγνοια,
που όλο για το δίκιο σου λεν ότι βάζουν πλάτη –
και τα ίδια λεν και σ’ όλους τους εχθρούς σου.
Κι ακόμη, κάτι ποετάστρους και μποέμ
που κάνουνε καριέρα αντικομφορμιστή
και μάχονται δήθεν τα καθεστώτα
μα στο σινάφι είν’ όλο γαλιφιές
και δεν αφήνουνε αφίλητη ούτε μια
ποδιά κατουρημένη. (περισσότερα…)

Μικρή σάτιρα σε δύσκολους καιρούς

*

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΑΛΑΦΡΟΥ

Των νέων τούτων των καιρών, των όψιμων των χρόνων
(ξέρω, σας πέσανε βαριές πολύ οι γενικές)
της σοβαρής της έκφρασης, του αινίγματος των τόνων
τέκνα απομένουν άξια μονάχα οι ποιητές.

Της κρύπτης, του ανέλπιδου τ’ αέναο κυνήγι
(η τέχνη να κοιτά κανείς και κάτω απ’ το χαλί)
στο ευγενές αυτό το σπορ, το ξέρω, μείναν λίγοι
στον κόσμο μας τον κάλπικο – μα λίγοι και καλοί.

Το βλέμμα κάπως σκυθρωπό, τα πόδια σταυρωμένα
τα μάτια πίσω απ’ τους φακούς να στρέφουν στα βαθιά
και θραύσματα των σκέψεων που, ατάκτως ερριμμένα,
να ξοδευτούν προσμένουνε σε pixel και χαρτιά.

Hurrah ενδοσκόπηση! Και hurrah ελευθερία!
Και hurrah εν γένει καθετί που δείχνει σεβαστό.
Αλήθεια να ζητήσουμε σαφώς δεν είναι χρεία
σ’ ό,τι φτηνό που ξεπερνά τον δόλιο εαυτό.

Ας σμίξουμε ξανά λοιπόν στη νέα Αγορά μας
μαζί να εξορκίσουμε αυτά που ’ναι κακά:
Της στίξης το ανώφελο, το μέτρο, τα παλιά μας
– και προπαντός ό,τι ζητά τα μάτια ανοιχτά.

Ας σμίξουμε ξανά λοιπόν κι ύστερα να χαθούμε
σ’ ό,τι ο καθένας μας ζητά, σ’ αυτό που αγαπά.
Οι άμουσοι ας μας χτυπάν κι ας μας περιφρονούνε:
Οι στίχοι μας σαν βιαστικοί· μ’ αξίζουνε πολλά.

~.~

Γιάννης Μπελεσιώτης, Ὁ κύκλος τῶν (μεγάλων) χαμένων ποιητῶν καὶ ἄλλα ποιήματα

*

Ὁ κύκλος τῶν (μεγάλων) χαμένων ποιητῶν

Ὁ κύκλος τῶν μεγάλων χαμένων ποιητῶν
τὰ μέλη του ἀνακοίνωσε θ’ αὐξήσει
Τὸ ἔμαθα κι ἀμέσως τοὺς δήλωσα «παρὼν»
πρὶν μ’ ἄσχετους ἡ αἴθουσα γεμίσει

Ἀέρα τὰ μαλλιά μου φορᾶν ποιητικὸ
κι ἡ μούρη μου ἔχει πάρει μιὰ γκριμάτσα
(σὲ κάποιο ἀνθολόγιο τὴ βρῆκα σχολικὸ
μοῦ ἄρεσε, τὴν ἔβαλα γιὰ φάτσα)

Τὰ μάτια μου ἀπὸ τότε κοιτάζουν ἀπλανῆ
τὸ χέρι μου ἀγγίζει τὸ σαγόνι
μὲ τρόπο τέτοιο π’ ὅποιος μὲ δεῖ νὰ τοῦ φανεῖ
πὼς κάτι ὁ νοῦς μου ὑπέροχο σκαρώνει

Καὶ τό ’χω σιγουράκι – ὄχι νὰ παινευτῶ
τὴ θέση ὅμως τὴν ἔχω ἀγκαλιάσει
ἀρκεῖ μονάχα ἕνα τυχαῖο μου γραφτὸ
νὰ δείξει τὴ μεγάλη μου τὴν κλάση

Ὁ κύκλος ἔχει κλείσει κι ἀπέμεινα ἐκτός!
Στὴ θέα τοῦ καινούργιου δεδομένου
πικραίνομαι –δὲ λέω– γιατὶ εἶναι γεγονὸς
θὰ μ’ ἄρεσε ὁ τίτλος τοῦ χαμένου…

~.~ (περισσότερα…)

Πανδημία 2021

panic

Ηγέτες κορδωτοί και ζαρωμένα πλήθη,
κοπάδια ανθρώπινα στημένα στην ουρά,
απ’ τις οθόνες το κουκί και το ρεβύθι:
«Πες τους, γιατρέ, πως το εμβόλιο δεν πονά».

Πάνε δυο χρόνια που μαρμάρωσαν τα πάντα
(«καλέ, μας τσάκισε ο άτιμος ο ιός»),
μ’ ένα χαχάνισμα στ’ αυτιά («καλά σαράντα…»)
σύγκορμος τρέμει της Προόδου ο Υιός.

Μα πού ακούστηκε, ένα τοσοδούλι πλάσμα
κι εμπρός του πέφτουν οι λαοί του θανατά,
του υποδεκάμετρου ανεπαίσθητο ένα κλάσμα
που πίσω σέρνεται από εννιά μηδενικά.

Μόνο αποκούμπι μας η Σώτειρα Επιστήμη,
σταυροκοπιούνται στα κανάλια οι ευλαβείς.
—Ποιος είσαι, κύριε; Είσαι ειδήμων; Μη βλασφήμει!
Δικό σου χρέος έχεις ένα: να σωθείς.

—Α! μας χρειάζεται επειγόντως χαλινάρι…
—Οι αιρετικοί να παταχθούν ανηλεώς!
—Αδιανόητο ο καθείς να σουλατσάρει…
Στους ουρανούς χαμογελά ο τέως Θεός.

ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΡΕΛΗΣ

Εις συκοφάντην

~.~

ΕΙΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΝ

Είναι απ’ τα γέλια να κρατάς στ’ αλήθεια την κοιλιά σου :
με ψέγει ο Κακόκαρπος ότι τον έχω κλέψει.
Φίλος δεν έμεινε ή γνωστός που δεν τον έπιασε ήδη
με σου-σου-σου και ψου-ψου-ψου και τις γνωστές του κλάψες
για να του πει… ενός στίχου του πως βούτηξα τη δόξα !

Στα φόρα δεν κοτάει να βγει, τις τρέμει τις ντομάτες,
απ’ τη λαγουδοτρύπα του το ψέμα λιβανίζει.
Μα τέτοιος είναι, φταίει αυτός ;  Εγώ τα φταίω όλα
που ανέχτηκα τόσο καιρό τα χοιρινά του κόλπα.
Να μη σου πω, πάλι καλά που με διαβάλλει μόνο
(ούτε κι ο πρώτος είμαι δα ούτε κι ο τελευταίος)…
Για σκέψου λέει –ω βάι κι αλί– να μ’ είχε… μεταφράσει !

ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΡΕΛΗΣ

~.~

Περιμένοντας τους τουρίστας

 

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ

— Τι περιμένουμε στην αμμουδιά συναθροισμένοι;
Είναι να φθάσουν οι τουρίσται σήμερα.

— Γιατί στο Κοινοβούλιον μια τέτοια απραξία;
Τι κάθετ’ η κυβέρνησις και δεν εκδίδει νόμους;

— Γιατί θα φθάσουν οι τουρίσται σήμερα.
Τι νόμους η κυβέρνησις να εκδώσει;
Οι ίδιοι σαν φτάσουν θα μας πουν τι θέλουν.

— Γιατί ο Καταλληλότερος τόσο νωρίς σηκώθη
στου Ελ Βενιζέλος να σταθεί την πιο μεγάλη πύλη,
γιατί παλάμη άπλωσε σαν να ’ταν διακονιάρης;

— Γιατί θα φθάσουν οι τουρίσται σήμερα.
Κ’ ελπίζει μήπως τον προσέξει εκεί
κανένας ξεναγός των. Μάλιστα ετοίμασε
ένα λογύδριο να τον πει. Εκεί
τον έγραψε χίλια μύρια γλειψίματα.

— Γιατί και όλοι οι άρχοντες οι τοπικοί εβγήκαν
με ζήλον τόσον κ’ έπιασαν τες ρούγες, τες πλατείες·
γιατί γκαρσόνας φόρεσαν ποδίτσα με φιογκάκι
και ξεσκονόπανο κρατούν κ’ απ’ το πρωί γυαλίζουν·
γιατί μπρος στον καθρέπτην των προβάρουν ρεβεράντζες
που απ’ το πολύ το σκύψιμον τούς κόπηκεν η μέση;

Γιατί θα φθάσουν οι τουρίσται σήμερα·
και οι τουρίσται απαιτούν σέρβις και προθυμία.

— Γιατί οι ρεπόρτερ οι άξιοι δεν βγαίνουν στα κανάλια
να πουν πως η ανάπτυξις μάς τρέχει απ’ τα μπαντζάκια;

Γιατί θα φθάσουν οι τουρίσται σήμερα·
κ’ αυτοί απ’ την πάρλα προτιμούν την ηλιοθεραπεία.

— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία.
(Οι φάτσες οι υπουργικές τι πελιδνές που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα πλαζ και ξενοδοχεία,
κ’ όλοι γυρνούν στα σπίτια τους σαν φιδοδαγκωμένοι;

Γιατί ενύχτωσε αλλά τουρίσται δεν φανήκαν.
Και οι ειδήσεις που έφθασαν από την Αλβιόνα
λένε πως τους εκράτησε μακριά λοιμού τρομάρα
και πως τουρίσται φέτος πια δεν πρόκειται να ’ρθούνε.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς τουρίστας.
Το χαρτζιλίκι που άφηναν ήταν μια κάποια λύσις.

ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΡΕΛΗΣ

 

Θέρους ψόγος

*

ΘΕΡΟΥΣ ΨΟΓΟΣ

στὴν Αἰμιλία Ἰωαννίδου

Δὲν ξέρω ἐσεῖς τί λέτε πάντως, κύριοι,
μὰ ἐγὼ λατρεύω κρύο καὶ χειμῶνα
καὶ ἂν οἱ λόγοι μου ἠχοῦν μυστήριοι
σταθῆτε, σᾶς τὸ κάνω καὶ εἰκόνα.

Ἰδοὺ λοιπὸν τοῦ θέρους τὰ καμώματα
χωρὶς περιστροφὲς καὶ ἀποκρύψεις,
τὰ πάντα θὰ είπωθοῦνε μὲ ὀνόματα,
μὲ νούμερα, στοιχεῖα κι ἀποδείξεις.

Κινᾷς νὰ πᾷς στὴν θάλασσα χαράματα,
νὰ μὴ πετύχῃς κίνησι στὸν δρόμο,
μὰ εἶν’ αὐτὰ εὐχάριστα τὰ πράματα;
Διαλέγεις ἢ τὴν νύστα ἢ τροχονόμο;

Κι ἂς ποῦμε πὼς παρὰ τὸ μποτιλιάρισμα
κατάφερες νὰ φτάσῃς πρὶν τὴν μία∙
λοιπόν, σᾶς τὸ ἀφήνω, κύριοι, χάρισμα
αὐτὸ ποὺ ἀκολουθεῖ ἐν συνεχείᾳ.

Μπροστά σου τὸ ἀμμῶδες παλκοσένικο,
ἡ πλάζ, ἡ παραλία, οἱ όμπρέλλες,
Βαβὲλ ποὺ προσελκύει κάθε ἔνοικο
καὶ κάθε θεοπάλαβου τὶς τρέλες.

Ἄλλοι τὰκ τάκ, χτυπᾶνε τὰ μπαλλάκια τους
μ’ ἐκεῖνες τὶς ἀπαίσιες ῥακέττες
καὶ μὲς στὰ λουλουδᾶτα στενοβράκια τους
σκορποῦν τὸν πανικὸ μὲ πιρουέττες.

Ἄλλοι τὰ μπράτσα σφίγγουν καὶ τὰ στήθη τους
μπροστὰ ἀπὸ κυρίες καλλιπύγους
κι ὑπόσχονται οἱ μύες τους ἀμύθητους
τοὺς παφλασμοὺς τοῦ ὁρμονικοῦ τους σφρίγους.

Πιὸ πέρα ἀρχίζουν οἱ ἀπρέπειες:
μὲ τάπερ παραμάσχαλα κι ἐπ’ ἄμμου
ἀπολαμβάνουν πλήρως τὶς συνέπειες
οἱ σύζυγοι τοῦ εὐτυχοῦς των γάμου.

Ἀνάμεσα σὲ ἴχνη ἀπὸ πέλματα
ποικίλων μεγεθῶν ἀνὰ τὰς θῖνας
ἀκοῦς ἐνθουσιώδη παραγγέλματα
στὴν κλίμακα τῶν τόνων τῆς σειρήνας.

«Κωστάκη, στὰ ῥηχὰ καὶ μή ξανοίγεσαι,
γιατί φορᾷς μονάχα ἕνα μπρατσάκι;
Δὲν εἶναι ἡ στιγμὴ τώρα νὰ πνίγεσαι,
βγὲς ἔξω νὰ στὰ ψάλω ἕνα χεράκι!

Βασίλη, εἶναι τὸ λάδι στ’ αὐτοκίνητο
μὲ δείκτη προστασίας στὸ τριάντα»
λέγει ἡ κομψότατη μαντὰμ καὶ τείνει τὸ
κλειδὶ ποὺ ἔχει βγάλει ἀπὸ τὴν τσάντα.

Μὰ δὲν τελειώνει ἀκόμη τὸ σενάριο
ἀπ’τὰ ἠχεῖα, πές, ποιος μὲ φυλάγει;
Βαρᾷ ἕνα τὰμ – τὰμ ὑποσαχάριο
καὶ λείπουν μόνο τῆς φυλῆς οἱ μάγοι.

Κι ἂν τρέξω νὰ γλυτώσω μὲς στὰ κύματα
ἀλλίμονο! θὰ πέσω σὲ κηλῖδα:
παχύρρευστο τὸ στρῶμα ἀπὸ τὰ λύματα
λαδιῶν λογῆς γιὰ κάθ’ ἐπιδερμίδα.

Σὲ ὕδατα βαθιὰ καὶ καθαρώτερα
μὲ ζώνει μιὰ τρομάρα πιὸ μεγάλη:
κι ἂν κάποιο ἀπ’ αὐτὰ τὰ βρωμoκότερα
μοῦ κόψῃ ὅλο τὸ χέρι ἀπ’ τὴν μασχάλη;

Κι ἂν ξεπεράσω τὴν αἰγιαλίτιδα
καθὼς θὰ κολυμπῶ ἴδιος δελφίνι
(δὲν ἐκκινῶ καὶ βόρεια ἀπ’ τὴν Κρήτη δά!)
μοῦ λέτε, κύριοι, τότε τι θὰ γίνῃ;

Τὸ βλέπω τὸ κορμί μου τὸ νικέλινο,
ποὺ ἔχει σμιλευτῆ μὲ τόση χάρι,
σὲ μιᾶς ἀκταιωροῦ μὲ ἡμισέληνο
νὰ λιώνῃ τὸ πιὸ τρίσβαθο ἀμπάρι.

Θέρετρα λέτε ὑπάρχουνε καὶ ὄρεια.
Βεβαίως, συμφωνῶ καὶ ἐπαυξάνω,
μὰ νά καὶ κάτι σμήνη ἀπὸ πελώρια
κουνούπια σὰν Ῥαφὰλ ἐκεῖ ἀπάνω.

Μὰ πάλι καὶ στὴν κόλασι τῆς πόλεως
πῶς γίνεται κανεὶς νὰ παραμείνῃ;
Θὰ ἤμουν ἀσυγχώρητα ἐπιπόλαιος
ἂν ζοῦσα τόσους μῆνες στὸ καμίνι.

Ἀνάβουν πανταχόθεν τὰ τσιμέντινα
τοτὲμ τῶν ἐργολάβων κι ἐν ᾦ πρῶτα
μ’ ἐνδύματα κομψὰ τὸ σῶμα ἔντυνα
μὲ πνίγει τώρα αὐτὴ ἡ ῥεντικότα.

Ἱδρῶτα στάζει ὡς καὶ τὸ ἡμίψηλον
κι οἱ γκέτες μου κι αὐτὲς ἀκόμη ἱδρῶτα,
καὶ νά ποὺ ἀντικατέστησα τὸ ὕψιλον
καὶ γράφω τὸν ὑδρόβιο μὲ γιῶτα.

Ἂ ὄχι πιά! Τὸ θέρος δὲν λιμπίζομαι!
Χειμῶνες φέρτε μου, βροχὲς ἀβέρτα,
σ’ ἕνα βιβλίο μέσα νὰ βυθίζωμαι,
νὰ κάνω μακροβούτια στὴν κουβέρτα.

ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

Λάμπρος Λαρέλης, Κόμμα ελληνικό

mpost

 

 

 

 

 

 

 

 

~.~

 

ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ

Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα,
δέντρο που ξερίζωσαν του καιρού οι ανέμοι,
άφησέ με νά ’χω κάτι κι από σένα,
παρδαλή πατρίδα εξαχρειωμένη,
άφησε μαζί μου σουβενίρ να πάρω
για όσες πίκρες μού ’δωσες, κάθε σου χτικιό,
σουβενίρ της λέρας, της βλακείας καπάρο,
μόνο λίγο κόμμα, κόμμα ελληνικό.

Κόμμα αναστημένο μες στα βουρκονέρια,
κόμμα βουτηγμένο στην ψευτιά, στη φτήνια,
κόμμα ταϊσμένο με λογής ξεφτέρια,
κόμμα που σημαία το ’χουν τα σαΐνια,
γαλανό και πράσινο κι ερυθρό κοπάδι
που όλο ατσιδοσύνη ζέχνει κι εμετό,
κόμμα που την κάλπη του έστησε στον Άδη
κι ο Αρχηγός του ανέτειλε απ’ τον οχετό.

Κόμμα που όλα γύρω τα ’χει κάνει στάχτη,
που όσα όρθια στέκαν τά ’χει όλα γκρεμίσει,
τ’ άγια που έχει θάψει μέσα στην απάτη
κι έχει όλα τα τίμια στην κοπριά κυλήσει
από την Ακρόπολη ώς το Εικοσιένα,
που έχει κάνει σούργελο κάθε προκοπή,
κόμμα που ένα κόμισε δώρο στον καθένα:
αναγούλα κι όνειδος, πόζα και πομπή.

Το έμβλημά σου, κόμμα μου, πάνω στο ψυγείο
να κολλήσω θέλω, άθλιο θυμητάρι,
κι όταν θα σε βλέπω, μ’ ένα γέλιο κρύο
να χλευάζω ολόκαρδα την αισχρή σου χάρη.
Η δική σου η θέα να με αηδιάζει
κι όσο κι αν πεινάσω, όσο κι αν διψώ,
μια ματιά στην όψη σου λες θα με προστάζει
πίσω στην Ελλάδα να μην ξαναρθώ.

Κι αν το ριζικό μου –κωμικό το μαύρο–
άθελά μου κάποτε με γυρίσει πίσω,
τη στερνή μου εκδίκηση μέσα σου εγώ θά ’βρω
όλη αυτή τη βρώμα σου, κόμμα, αν αυγατίσω.
Μες στον σκουπιδώνα σου μόνο να πεθάνω,
τίποτα δεν ξέρω πιο λυτρωτικό,
να σαπίσω σύγκορμος στη σαπίλα επάνω,
κόμμα άθλιο πτώμα, πτώμα ελληνικό.

ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΡΕΛΗΣ

 

 

Οι Συγγραφείς και οι Συρραφείς: Μια επίκαιρη σατιρική ανθολογία

*

Έντεχνα Πάθη… Η μικρή αυτή σατιρική ανθολογία βάζει στο στόχαστρό της το απίθανο τσίρκο της λογοτεχνικής μας ζωής, τα κωμικά του επεισόδια (ιδίως αυτά των τελευταίων ημερών…) και τους διαβόητους πρωταγωνιστές τους. Γράφουν, κατ’ αλφαβητική σειρά, οι Γιάννης Κυριαζής, Λάμπρος Λαρέλης, Γιάννης Μπελεσιώτης (άλλως Στιχάκιας), Γιώργος Μπλάνας, Γιάννης Πατίλης, Νίκος Σαραντάκος και Δημήτρης Ε. Σολδάτος. Πλην εκείνων των Γ. Κυριαζή, Λ. Λαρέλη και Γ. Πατίλη, τα υπόλοιπα ποιήματα είναι ανέκδοτα ή έχουν παρουσιαστεί ώς τώρα μόνο σε κοινωνικά μέσα.

~.~

Γιάννης Κυριαζής

ΛΟΓΟΚΛΟΠΗΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ

Η έμπνευσή μου είναι λίγη
δεμένη η γλώσσα προ πολλού
μα υποτάσσομαι στα ρίγη
της φήμης μου του ποιητού.

Τι κι αν μια σκέψη δε διαθέτω
κι αν το χαρτί είναι καθαρό,
θα το γεμίσω εν χρόνω ευθέτω
με στίχους άλλων που θα βρω.

Είναι τα όρια μπερδεμένα
κρυπτομνησίας-λογοκλοπής…
Πριν να τα βρούνε, τα κλεμμένα
δικά μου κάνω, άνευ ντροπής.

Ποιήματα ολόκληρα, στιχάκια,
περικοπές και γνωμικά,
μεταφρασμένα ξένα αρθράκια:
αγύριστα και …δανεικά.

Κι άμα πρωτόλειο μου πέσει
στα χέρια, νέου δημιουργού,
θα λέω πάντα «δε μ’ αρέσει»
και θα τo κλέβω κι αυτουνού.

Άλλα αυτούσια θα τα παίρνω,
σ’ άλλα θα κάνω συρραφή
και από κάτω τους θα σέρνω
φαρδιά πλατιά υπογραφή.

Θα τα τυπώνω, θα τα εκδίδω,
θα με προβάλλουν, θα με υμνούν
μαθήματα θα παραδίδω ‒
κι όλοι θα με χειροκροτούν.

Θα ’ρθει κοινό να με θαυμάσει
ομιλητή των αιθουσών…
θα κάνουν τόπο να περάσει
ο ευνοημένος των Μουσών.

Μόνο τα βράδια στο σκοτάδι
νεκροί κι αγέννητοι ποιητές
θα με δικάζουνε ομάδι
που κλέβω φως απ’ τις σκιές…

Χρονοθύελλα, 2012

~.~

Λάμπρος Λαρέλης

ΣΕ ΚΡΙΤΙΚΟ ΚΑΘ’ ΟΛΑ ΣΥΝΕΠΗ

Οι λογοκλέφτες σού ’τανε καρφί στο μάτι,
με τους αγύρτες, α, δεν είχες κολιγιές,
ήσουν των κλόουν και των τρα-λα-λά ο φονεύς.
Τώρα ζαχάρωσες· σαν του Χατζηαβάτη
έγινε η γλώσσα σου κομψή και ντελικάτη
και γλυκογλείφει όσους πίκραινε ώς χθες.

Vita poetica, 2016

~ . ~

Γιάννης Μπελεσιώτης

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΑΝΑΠΟΔΙΑ

Δικά μου οι στίχοι από το αίμα μου παιδιά
Δικές μου οι σκέψεις που ’χω έντεχνα συ(γγ)ράψει
Έτυχε ωστόσο μια μικρή αναποδιά
Και κάποιος άλλος, πριν, τα έχει υπογράψει

Εγώ είμαι πάντα στη ζωή μου συνετός
Πριν γράψω κάτι, ασφαλώς, το διασταυρώνω
Λάθος με ψέγουν θα το δείξει ο καιρός
Αυτή τη σύνεση που είπα πριν πληρώνω

Δε βρίσκουν τόπο οι κεραυνοί στην ξαστεριά
Τι λόγο να ’χω ή ποιο κίνητρο να κλέψω
(Τα λέω ‒δεν παίζομαι!‒ με τέτοια σιγουριά
Που κινδυνεύω ώς κι εγώ να τα πιστέψω)

1.7.2020

~.~

Γιώργος Μπλάνας

ΣΟΝΕΤΟ (ΓΙΑ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙ ΔΙΕYΘΥΝΤΗ
ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΕΙΡΑΣ) ΤΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ

Αλίμονο σ’ εκείνους που θα δούνε
του βλαβερού τα μούτρα, όταν διαβάζει
τη νέα συλλογή τους και σπαράζει
το μπλάβο χείλι του· θα φοβηθούνε

και θ’ απορήσουν πώς μπορεί τ’ ωραίο
τέτοια ζημιά σε άνθρωπο να κάνει:
το μάτι από τη ζήλια σαν ροδάνι
τρελά να φέρνει βόλτες, το μοιραίο

να λες πως θα τον βρει απ’ ώρα σ’ ώρα.
Θάρρος! Για ενός ασήμαντου τη χάρη
να μη τους πάρει η μαύρη κατηφόρα

και πάψουνε να γράφουν. Το πουλάρι
που καμωνότανε πως ήταν, τώρα
θυμίζει ξεσαμάρωτο μουλάρι.

2019

~.~

Γιάννης Πατίλης

ΕΝΤΕΧΝΑ ΠΑΘΗ

Απ’ τα Μεγάλα Πάθη της Λογοτεχνίας
με γοητεύουν των Λογοτεχνών τα Πάθη
κρυφές (δημόσιες) σχέσεις του αλκοόλ τα βάθη
καταραμένο Άνθος της Κλεπτομανίας

Θρεμμένο από τους ψεκασμούς της Θεωρίας
δίνει ζωή (εκδοτική) σ’ όποιον ’μαράθη
γραμμάτων πόθος για ένα γρήγορο καλάθι
από την κούρα ντεμοντέ Πρωτοτυπίας

Μίδας μεταμοντέρνος με ό,τι ξένο πιάνει
ο Λογοκλόπος δεν μπορεί να συνταιριάξει
– θέλει δε θέλει ολοδικό του θα το κάνει!

Πάθος για Λίγους! Πανδημία αν δεν υπάρξει
μια εταιρεία λογοτεχνών να κλείσει στόματα
σ’ ένα Συνέδριο (δίχως κείμενα κι ονόματα)

Αύγουστος 2015
Από τη σειρά «Σονέτα με σημαία ευκαιρίας». Δημοσιεύτηκε
στον τόμο της Εταιρείας Συγγραφέων, Τα Πάθη στη Λογοτεχνία,
Εκδόσεις Καστανιώτη – Εταιρεία Συγγραφέων, 2016.

~.~

Νίκος Σαραντάκος

ΣΤΑΜΑΤΗΜΑ

Φίλος μου, λόγιος δεινός, για γλώσσα που ενδιαφέρεται,
ρωτούσε η λέξη «συγγραφεύς» πώς τάχα να προφέρεται.

Η έρρινη η προφορά η παραδεδομένη,
ραγδαία τώρα υποχωρεί και άρρινη απομένει.

Άλλοι προφέρουν «συγκραφεύς», σα νά ’λεγαν αγκράφα,
κάποιοι το λένε «συγραφεύς», λες κι έτσι θα το γράφαν.

Το δίλημμα έλυσε λαμπρά στο Βήμα συνεργάτης,
με μία μέθοδο σοφή, που κάποιοι είπαν απάτη.

Κείμενα παίρνει αγγλικά, τα στραβομεταφράζει,
κόβει δυο φράσεις από εδώ, εκεί μι’ ατάκα ράβει

Και το δυσκολοπρόφερτο αυτό το «συγγραφέας»
τώρα εκσυγχρονίστηκε κι έγινε «συρραφέας»!

facebook, 2.7.2020

~.~

Δημήτρης Ε. Σολδάτος

ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΚΛΕΒΕΙ Ο ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ;

Στον Κώστα Κουτσουρέλη

Γρίφο μεγάλο κληθήκαν οι ποιητές να λύσουν,
π’ ούτε ένας μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να λύσει.
Αν αποτύχουν, θα ’πρεπε για πάντα να σιωπήσουν
προτού το μέγα ερώτημα την σκέψη τους διαλύσει.

«Γιατί να κλέβει ο Βλαβιανός;» Ιδού η απορία!
Τι τον ωθεί στην πράξη αυτή; Τόσος μεγάλος κόπος
για να γραφτεί με γράμματα χρυσά στην Ιστορία
ουδόλως – φευ! – σαν ποιητής αλλά ως λογοκλόπος;

Εκεί, προς το δημοτικό, ξύλο πολύ είχε φάει
απ’ τον μπαμπούλα δάσκαλο, απ’ τα παιδιά στην μπάλα;
Στα νιάτα του χυλόπιτες; Να δοξαστεί ζητάει
κλέβοντας, όπως τού ’κλεψαν κι οι άλλοι όλα τ’ άλλα;

Γιατί να κλέβει ο Βλαβιανός, αφού τον ξεφωνίζουν
οι πάντες; Ή μην τάχατες αυτό ήθελε – ωιμένα:
οι πάντες τα βιβλία του πάντα να ξεφυλλίζουν
μετά δεούσης προσοχής να βρούνε τα κλεμμένα;

Γιατί να κλέβει ο Βλαβιανός; Ο Κώστας Κουτσουρέλης
στον «Φάκελο Λογοκλοπή», του Νέου Πλανοδίου,
την τρίχα σου σαν κάγκελο σηκώνει, θες δεν θέλεις –
βρίσκει περσότερες κλεψιές κι απ’ του… Βατοπεδίου!

Γιατί να κλέβει ο Βλαβιανός; Για πλάκα να Googl-άρεις
έναν και μόνον στίχο του, παίζει να είν’ κλεμμένος!
Γιατί να κλέβει ο Βλαβιανός; Το επώνυμό του αν πάρεις,
θα βρεις μια βλάβη! Πιθανόν να είναι και βλαμμένος;

Μπα! Ποιος βλαμμένος έδρεψε αμέτρητα βραβεία
για όλα όσα έκλεψε κι εκείνα που θα κλέψει;
Ποιος την δημοσιότητα την έκανε συμβία
τόσο, που ίσως το Νομπέλ κι εκείνο να το δρέψει;

Μα, ναι! Βλαμμέν’ είμαστε εμείς, που γράφουμε δικά μας
ποιήματα! Το σκέφτομαι πρώτη φορά μου, μάλλον:
αντί να σπάμε ολημερίς για στίχους τα μυαλά μας,
δεν θα ’ταν προτιμότερο να κλέβαμε των άλλων;

«Μα, Βλαβιανοί να γίνουμε;» θα με ρωτήσει κάποιος.
«Η Ιδέα της ποιήσεως ιερή κι όχι χυδαία!»
θα πει ένας άλλος, ηθικός – απ’ όλους ο πιο σάπιος.
Να κλέψουμε τον Βλαβιανό, ρε μάγκες, είν’ η ιδέα!

«Κι αν κλέβοντας τον Βλαβιανό, κλέψουμε κάποιον άλλο
που έκλεψε ο Βλαβιανός, δεν θα ’ναι αδικία;»
Ω, δεν το είχα αυτό σκεφτεί! Άσ’ το να πάει στο διάλο –
δεν κλέβεται ο Βλαβιανός, αυτή ’ν’ η μαλακία!

20.6.2020

*

*

*

Λάμπρος Λαρέλης, Μάρτιος 2021

Gianna

με τον τρόπο του W. B. Yeats

Ρίξαμε μπόι, λέτε πια… Διακόσια χρόνια,
καιρός πολύς η Ελευθερία να ριζώσει,
πολιτικάντες κι εργολάβοι και γκαρσόνια,
το έθνος τ’ αγέρωχο καιρός να ξεσαλώσει.
Τα πανηγύρια κι οι γιορτές ; χιονοστιβάδα !
για μια παράτα, μια ξεφάντωση ζούμ’ όλοι,
πόσο πιο πέρα δα να πάει η Νέα Ελλάδα,
χοντρή ξεβράκωτη μαϊμού με παρασόλι.

Κι όμως, στα ξεκινήματα φαντάζατ’ άλλοι·
άλλα αναστήματα, άλλοι τρόποι σάς τραβούσαν
κι όλο ανεμίζατε, σημαία τρισμεγάλη,
σκοπούς αλλιώτικους, άλλοι άθλοι σάς μεθούσαν
κι όχι τα φλας του ατσίδα ή του φοροφυγάδα,
κάθε σπονσόρισσας και σουρλουλούς το χρήμα :
μα έχει του Μάρτη εκείνου πια πεθάνει η Ελλάδα,
με τον Κανάρη κείτεται νεκρή στο μνήμα.

Λέτε γι’ αυτό λοιπόν ψηλά σε κάθε ράχη
οι καπετάνιοι τούς πασάδες πολεμήσαν ;
Ο Μάρκος έπεσε γι’ αυτό σ’ άνιση μάχη,
γι’ αυτό τον Διάκο μιαν αυγούλα τον θερίσαν,
τη Χιο την κάψανε γι’ αυτό μιαν αποφράδα,
γι’ αυτό ξεψύχησε ο Ρήγας στη στραγγάλη ;
Μα έχει πεθάνει πια εκείνη η πρώτη Ελλάδα,
μι’ άλλη, ξετσίπωτη, της πήρε το κεφάλι.

Γιατί και πίσω άμα γυρνούσανε τα χρόνια
κι όλους τους πάλι εδώ τους βλέπατε μπροστά σας,
πολιτικάντες, εργολάβοι και γκαρσόνια
εσείς θα μένατε στα πλάνα τα δικά σας :
σε ζωντανή μετάδοση από τον Καιάδα
θα τους «τιμούσατε» χειμώνα-καλοκαίρι.
Όμως δεν θέλει τις τιμές σας κείνη η Ελλάδα·
με τον Κανάρη έχει ταφεί και δεν σας ξέρει.

ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΡΕΛΗΣ