Ρώμη

Πετράρχης, Η Ομιλία της Στέψης

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

~.~

Ο Πετράρχης (1304-1374) έτρεφε από την πρώιμη νεότητά του την επιθυμία να καταξιωθεί, και μάλιστα μέσω ενός επισήμου τελετουργικού στέψης, ως δεσπόζουσα μορφή των γραμμάτων. Την επιθυμία του ερέθισε η αναπάντεχη αναβίωση του εθίμου της απόδοσης δημοσίων τιμών σε επιφανείς ποιητές στις αρχές του 14ου αιώνα. Τούτη η αναβίωση βασίστηκε σε μια μάλλον ισχνή κατανόηση των διασωθεισών μαρτυριών για τους ποιητικούς αγώνες που τελούνταν κατά τη διάρκεια των Καπιτωλίων. Σε κάθε περίπτωση, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το ενδιαφέρον που προκάλεσε σε όλη την Ιταλία, το καθοριστικό έναυσμα δόθηκε με τη βράβευση του ποιητή Αλμπερτίνο Μουσάτο από τις πανεπιστημιακές και διοικητικές αρχές της Πάδοβας, το 1315. Είναι γνωστό πόσο πολύκροτη κατέστη λίγο αργότερα η ματαίωση της επιθυμίας του Δάντη να λάβει αντίστοιχη τιμή από την πόλη της Φλωρεντίας. Για τον νεαρό Πετράρχη δε, έναν πρόσθετο ενθουσιασμό στην προοπτική να στεφθεί με το δάφνινο στεφάνι, γεννούσε η ομοηχία του ποθητού τροπαίου (Laurea) με το αειθρύλητο αντικείμενο του έρωτά του, τη Laura.

Ο Πετράρχης κινήθηκε πετυχημένα ώστε να του προταθεί, το 1340, η απόδοση δημόσιας καταξίωσης. Τούτο αποτελεί από μόνο του ένα παράδοξο, αφού ο ίδιος ήταν τότε μόλις 35 ετών, και δεν είχε ακόμα δημοσιεύσει ούτε ένα έργο από αυτά που θα καθιστούσαν, πράγματι, το όνομά του αθάνατο. Την πρόσκληση την κατέστησε μάλλον εφικτή η αρχαιογνωσία του, και η ιδιότητά του ως πολλά υποσχόμενου ποιητή. Ο ίδιος αναφέρει ότι προσκλήσεις για στέψη έλαβε τόσο από την πόλη του Παρισιού, όσο και από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο. Με προφανή τη συμβολική διάσταση, προτίμησε η στέψη να γίνει, (περισσότερα…)

Το τέλος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Από τις αρχές του 21ου αιώνα, όλα τα κράτη της Δύσεως και κατ’ εξοχήν οι ΗΠΑ περιήλθαν υπό την κυριαρχία μιας αλαζονικής ολιγαρχίας, με τους πολιτικούς να γίνονται, ο ένας μετά τον άλλο, υποτελείς της και τους λαούς απλώς να αγωνιούν για τον επιούσιο, να πληρώνουν φόρους και να τρέμουν το αύριο.

«Από τότε που το κράτος έπεσε στην εξουσία και την κυριαρχία λίγων ισχυρών ανδρών, οι βασιλιάδες και οι κυβερνήσεις έγιναν υποτελείς και οι λαοί και τα έθνη απλώς πληρώνουν φόρους. Όλοι οι υπόλοιποι, όσο δραστήριοι και άξιοι και αν είναι, είτε ευγενείς είτε πληβείοι, συγκροτούμε έναν όχλο χωρίς επιρροή, χωρίς βάρος, υποταγμένοι σε αυτούς στους οποίους, σε ένα ελεύθερο κράτος, θα ήμασταν αντικείμενο φόβου»

Αυτό το απόσπασμα δεν προέρχεται από μια πρόσφατη ομιλία του Ντόναλντ Τραμπ ή της Μαρίν Λεπέν, αλλά από τον Ρωμαίο συγγραφέα Σαλλούστιο (Η συνωμοσία του Κατιλίνα, 20). Μπορεί η δεξιά να έχει εμμονή με τους παραλληλισμούς μεταξύ της τρέχουσας μεταναστευτικής κρίσης και της μετανάστευσης των λαών τον 5ο αιώνα μ.Χ., όμως η εποχή μας δεν θυμίζει τόσο την ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όσο την παρακμάζουσα Ρωμαϊκή Δημοκρατία του 1ου αιώνα π.Χ., που έζησε ο Σαλλούστιος όταν η Ρώμη βυθιζόταν στην διαφθορά, την  εξαθλίωση, την ανεργία, την μαζική μετανάστευση, την διάλυση της οικογένειας, απώλεια ταυτότητας, την δημογραφική παρακμή, την παγκοσμιοποίηση (μεσογειακή τότε), την υποχώρηση της προγονικής θρησκείας και την έλευση ανατολίτικων λατρειών, για να μην αναφέρουμε τον φιλοσοφικό ηδονισμό, την χρηματοοικονομική κερδοσκοπία, τις ελίτ που απομονώνονταν από την πραγματικότητα, την απολιτική στάση από την πλευρά των μαζών, την βιοτική ανασφάλεια, τους ασύμμετρους πολέμους, την κουλτούρα του «άρτος και θεάματα». (περισσότερα…)

Το Ομοίωμα της Φύσης

Τοιχογραφία με ομοίωμα κήπου. Herculaneum, Πομπηία.
~.~

[[ ΠΕΡΙΦΡΑΚΤΟΙ ΤΟΠΟΙ ]]
από τον Γιάννη Παρασκευόπουλο

Κατά τον ιστορικό Πιερ Γκριμάλ, οι ρωμαϊκοί κήποι είναι η πραγμάτωση ενός ελληνικού ονείρου. Αυτή η διαπίστωση λαμβάνει χώρα, αρχικά, εξαιτίας του γεγονότος ότι η Αυτοκρατορία της Ρώμης ζει στην ηχώ του ελληνικού τοπίου. Η επαφή με τον ελληνικό γεωγραφικό χώρο, μετέτρεψε την κατάκτησή του σε οικειοποίησή του. Η Ρώμη κατάφερε να συστηματοποιήσει τις σκόρπιες σελίδες της ελληνικής κοσμοαντίληψης για τη φύση και τη σχέση του ανθρώπου μαζί της. Σκηνές της ομηρικής ποίησης όπως οι κήποι του Αλκίνοου και της Καλυψούς, η έννοια της Αρκαδίας, οι κήποι των φιλοσόφων, η λατρεία των Νυμφών καθώς και των “πρωτόγονων” και ζωόμορφων θεών, η βουκολική ποίηση της Σικελίας, υπήρξαν διασπασμένα στοιχεία στον ελληνικό κόσμο.

Η Ρώμη οικειοποιείται τα σπαράγματα αυτά μετατρέποντάς τα σε βάση για την δική της πολιτισμική ανάπτυξη. Ο κλασσικισμός, που γεννάται ως ένα σημείο αναφοράς στον ελλαδικό κόσμο, μετατρέπει αυτόν τον κόσμο σε ένα καλλιτεχνικό, θρησκευτικό και φυσικό τοπίο. Κατά αυτόν τον τρόπο, η Ρώμη μετέτρεψε τα απομονωμένα στοιχεία του ελλαδικού κόσμου σε ένα ομογενοποιημένο ελληνικό τοπίο. Αφού η ίδια έπαιξε τον ρόλο του διαύλου, η αναφορικότητα στο ελληνικό τοπίο θα κυριαρχήσει για τα επόμενα δυο χιλιάδες χρόνια στον Δυτικό κόσμο. Τα θέματα που δημιουργεί ο ρωμαϊκός κήπος θα επανεξεργάζονται διαρκώς και θα εμπλουτίζονται συνεχώς μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.

Η ονοματοποιία των ρωμαϊκών κήπων είναι πολυσύνθετη και ανάλογως της χρονικής περιόδου λαμβάνει διαφορετικές ορολογίες που αντιστοιχούν στις λειτουργίες του κήπου. Η διαμόρφωση και η εξέλιξη του κήπου από θρεπτικό τόπο σε χώρο απόλαυσης και αναψυχής θα προεκτείνεται με βάση την ίδια την ανάπτυξη της ρωμαϊκής πολεοδομίας αλλά και της επέκτασης της αυτοκρατορίας. Όσο περισσότερο θα αναπτύσσεται η συνείδηση της ρωμαϊκής κουλτούρας, τόσο περισσότερο θα ενσωματώνει και στοιχεία από άλλους γεωγραφικούς τόπους. Όπως αναφέραμε, η ταυτότητα της Ρώμης στηρίζεται στον κλασσικό ελληνικό κόσμο. Όμως η Ρώμη γίνεται ταυτόχρονα και κληρονόμος του αχανούς ελληνιστικού κόσμου μέσα στον οποίο διάφοροι πολιτισμοί συνυπάρχουν. Ξένοι θεοί αλλά και εξωτικοί τρόποι θα ενσωματωθούν μέσα στο ρωμαϊκό μωσαϊκό.

Ο πρώτος κήπος που εμφανίζεται στην ιταλική χερσόνησο ονομάζεται heredium και ανταποκρίνεται στην αρχαιότερη μορφή κήπου που συναντούμε στην χερσόνησο. Είναι το περιβόλι των χωρικών που έχει ένα καθαρά λειτουργικό και θρεπτικό χαρακτήρα. Ο πρωτογενής ιταλικός κήπος τίθεται υπό την προστασία του Sylvanus, θεού της γονιμότητας της ιταλικής μυθολογίας. Μαζί με την οικειοποίηση της λατρείας των Lares των Ετρούσκων, οι Ρωμαίοι αναζητούν την θεϊκή προστασία των αγροκαλλιέργειών των. Οι Lares, ενσωματώνουν τα genius loci, τους δαίμονες ή πνεύματα που εποπτεύουν και φυλάνε συκγκεκριμένους τόπους. Για αυτό και οι Ιταλοί χωρικοί τοποθετούν αφιερωμένους βωμούς στους δαίμονες μέσα στο χώρο όπου διαμένουν και καλλιεργούν. (περισσότερα…)

Γιώργης Μανουσάκης, Οἱ κατακόμβες τοῦ Ἁγίου Καλλίστου

 

Ἐπιμέλεια Ἀγγελικῆς Καραθανάση-Μανουσάκη

Ἀπόγευμα. Ξεκινοῦμε μὲ τὸ λεωφορεῖο γιὰ μιὰ ἐπίσκεψη στὶς Κατακόμβες. Ἀκολουθοῦμε τὴν Ἀππία Ὁδό, τὸν πιὸ διάσημο ἀπὸ τοὺς μεγάλους ρωμαϊκοὺς δρόμους, ἔργο τοῦ τιμητῆ Ἄππιου Κλαύδιου Καίκου ποὺ τὴ διάνοιξε τὸ 312 π. Χ. γιὰ νὰ συνδέσει τὴ Ρώμη μὲ τὴν Καπύη. Ἀργότερα ὁ δρόμος ἐπεκτάθηκε ὣς τὸ Βρινδήσιο, τὸ σημερινὸ Μπρίντιζι, κι ἐξυπηρετοῦσε τόσο τοὺς ἐμπόρους ὅσο καὶ τὸ ρωμαϊκὸ στρατὸ στὶς γρήγορες μετακινήσεις του. Σὲ μερικὰ σημεῖα διατηρεῖ ἀκόμη τὴν ἐπίστρωση μὲ μεγάλες σκουρόχρωμες ἡφαιστειακὲς πλάκες μ’ ἀκανόνιστα σχήματα. Κατὰ μῆκος τῆς Ἀππίας Ὁδοῦ σταυρώθηκαν τὸ 71 π. Χ. οἱ ἕξι χιλιάδες ἐπαναστάτες δοῦλοι τοῦ Σπάρτακου.

Ἀπὸ τὸ λεωφορεῖο βλέπομε κάποιες ἐκκλησίες κοντὰ στὸ δρόμο. Κάποια ἀπ’ αὐτὲς πρέπει νά ’ναι ἡ Quo Vadis, Domine, χτισμένη ἐκεῖ πού, κατὰ τὴν παράδοση, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, φεύγοντας ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Καισάρων, στὸν καιρὸ τῶν διωγμῶν τοῦ Νέρωνα, συνάντησε τὸ Χριστὸ καὶ τόνε ρώτησε «Ποῦ πηγαίνεις, Κύριε;». Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Πηγαίνω στὴ Ρώμη, γιὰ νὰ ξανασταυρωθῶ». Κι ὁ πάντα εὐαίσθητος Πέτρος, γύρισε πίσω γιὰ νὰ ὑποστεῖ τὸ μαρτύριό του.

Κατεβαίνομε σὲ μιὰ μικρὴ πλατεία, ὅπου βρίσκονται σταματημένα κάμποσα τουριστικὰ λεωφορεῖα. Τὰ γκροὺπ ἔρχονται συγκροτημένα, παίρνουν τὸ καθένα τὸν ξεναγό του καὶ χάνονται. Ἐμεῖς περιμένομε. Εἴμαστε ἕξι Ἕλληνες –οἱ δυὸ Κύπριοι– κι ἤρθαμε χωρὶς ν’ ἀνήκομε σὲ καμιὰ μεγαλύτερη ὁμάδα. Ἕνας νεαρὸς μᾶς ρωτᾶ ἂν εἴμαστε Ἱσπανοί. Τοῦ ἀπαντοῦμε πὼς εἴμαστε Ἕλληνες. Μᾶς κάνει νόημα νὰ περιμένομε καὶ δὲ θ’ ἀργήσει. Ξανάρχεται μ’ ἕνα φορητὸ μαγνητόφωνο ὅπου κάποιος ἔχει ἠχογραφήσει τὴν ξενάγηση στὴ γλώσσα μας. Μπαίνει μπροστά, πατεῖ ἕνα κουμπὶ κι ἀρχίζει ἡ κάθοδος στὶς κατακόμβες τοῦ Ἁγίου Καλλίστου, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ ἀρχαιότερο, τὸ μεγαλύτερο καὶ τὸ πιὸ γνωστὸ χριστιανικὸ κοιμητήριο τῆς Ρώμης.

Σύμφωνα μὲ τὴν ἀκέφαλη φωνὴ ποὺ προπορεύεται ὑ/πάρχουν ἐδῶ 170 χιλιάδες τάφοι, σὲ διαδρόμους μάκρους εἴκοσι χιλιομέτρων, σὲ πέντε ἐπάλληλα πατώματα. Χωρὶς νὰ λογαριάσομε τὶς ἄλλες κατακόμβες –τῆς Δομιτίλλας, τῆς Πρίσκιλλας, τοῦ Ἁγίου Σεβαστιανοῦ, τοῦ Πραιτεξτάτου, τῆς Via Latina… Οἱ κατακόμβες πῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὸν διάκονο Κάλλιστο, δοῦλο ἀπελεύθερο, ποὺ ὁ πάπας Ζεφυρίνος τὸν εἶχε διορίσει προϊστάμενο τοῦ κοιμητήριου. Ὅταν ἐκεῖνος ἔγινε πάπας, ἀπὸ τὸ 217 ὣς τὸ 222 μ. Χ., ἔβαλε κι ἄνοιξαν κι ἄλλους τάφους.

Ἔχομε κατεβεῖ στὸ δεύτερο ἐπίπεδο τῶν κατακομβῶν κι ἀρχίζομε νὰ νιώθομε τὴν ὑγρασία τοῦ ὑπόγειου χώρου. Ὁ διάδρομος ποὺ ἀκολουθοῦμε στρίβει πότε δεξιά, πότε ἀριστερά, συχνὰ διακλαδίζεται, ἔτσι ποὺ ἔχεις τὴν ἐντύπωση πὼς βαδίζεις σ’ ἕνα λαβύρινθο, ὅπου χωρὶς τὸν ὁδηγὸ θἀ χανόσουν. Οἱ διάδρομοι φωτίζονται κατὰ διαστήματα ἀπὸ μικροὺς προβολεῖς. Εἶναι στενοί, καὶ στὰ δυὸ τοιχώματά τους ἔχουν σκαλιστεῖ στὴ μαλακὴ πέτρα οἱ ὀρθογώνιοι ὁριζόντιοι τάφοι, οἱ loculi, σὲ μακριὲς σειρές, ὣς πέντε ὁ ἕνας πάνω ἀπὸ τὸν ἄλλο. Μοιάζουν σὰν ἔπιπλα ποὺ τοὺς ἔβγαλαν τὰ συρτάρια. Μιὰ ὁλόκληρη πόλη νεκρῶν κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, μὲ τὶς πέτρινες πολυκατοικίες της. Κοιτάζεις ἀπὸ περιέργεια τὶς φωτιζόμενες θῆκες. Εἶν’ ἄδειες –τὸ πολὺ μὲ μιὰ χούφτα σκόνη στὸ βάθος τους.

Κατὰ διαστήματα οἱ διάδρομοι φαρδαίνουν καὶ παρεμβάλλονται τάφοι ποὺ ξεχωρίζουν. Εἶναι μεγαλύτεροι μὲ μιὰ καμάρα ἀπὸ πάνω τους: τὰ arcosolia. Κάποτε διακρίνονται παραστάσεις ζωγραφισμένες πάνω ἀπὸ τὴν ἁψίδα, ὅπως στὸν τάφο τῶν Πέντε Ἁγίων: Πέντε ἀνθρώπινες μορφές, ἀρκετὰ φθαρμένες ἀπὸ τὸ χρόνο καὶ τὴν ὑγρασία, ὄρθιες, μὲ τὰ χέρια ἀνοιχτὰ στὰ πλάγια, σὲ στάση δέησης. Μιὰ τέχνη λίγων χρωμάτων κι ἁπλῶν γραμμῶν, συγκινητικὴ στὴν ἀφέλειά της. Μὲ κάποια προσπάθεια μπορεῖς νὰ διαβάσεις καὶ τὰ ὀνόματα πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους, ποὺ εἶν’ ὅλα ἑλληνικά, ἂς εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες: DIONYSIA, NEMESIOS, PROCOPIOS, ELIODORA, ZOE, ARCADIA.

Μπροστὰ ἀπὸ τὴν καμάρα τοῦ τάφου τοῦ διάκονου Severus εἶναι στημένη σὲ μιὰ βάση μιὰ μαρμάρινη πλάκα μὲ πυκνὰ γράμματα. Γράφει πὼς ὁ κληρικὸς τοῦτος μὲ ἐξουσιοδότηση τοῦ πάπα Μαρκελλίνου (296-304), εἶχε στὴ διάθεσή του ἕνα διπλὸ cubiculum (νεκρικὸ θάλαμο), μὲ ἕνα arcosolium καὶ ἕνα φεγγίτη, γιὰ νὰ ἐξυπηρετεῖ ὡς τάφος τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν οἰκογένειά του. Στὴ συνέχεια ἡ ἐπιγραφὴ ὑπαινίσσεται τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἡ νέα Severa θὰ κεῖται σ’ αὐτὸν τὸν οἶκο τῆς εἰρήνης ἕως ὅτου ὁ Κύριος ἐπαναφέρει στὸ σῶμα της τὴν ἀθάνατον ψυχήν της.

Στὴν κρύπτη τῆς Ἁγίας Καικιλίας, στὸ βαθούλωμα τοῦ τάφου ἔχει τοποθετηθεῖ ἕνα ἀντίγραφο τοῦ ἀγάλματός της, ἔργου τοῦ γλύπτη Μαντέρνο. Στὸ πρώτο ἀντίκρυσμά του ξαφνιάζεσαι σὰ νὰ βρῆκες μπροστά σου τὸ πραγματικὸ σῶμα ἑνὸς νεκροῦ. Ἡ νεαρὴ Ρωμαία ποὺ πέθανε ἀπὸ τὰ βασανιστήρια, ὅπως κι ὁ μνηστήρας της, τὸ 230 μ. Χ. στὸ διωγμὸ τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλέξανδρου Σεβήρου, εἶναι ξαπλωμένη στὸ δεξὶ πλευρό, μὲ τὰ δυὸ χέρια σὰ δεμένα μπροστά, καὶ τὸ πρόσωπο γυρισμένο πρὸς τὸ ἔδαφος. Ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα ποὺ μοιάζει νὰ κοιμᾶται. Χωρὶς συγκεκριμένο πρόσωπο, σὰ νὰ συμβολίζει ὅλους τοὺς μάρτυρες τούτης τῆς ὑπόγειας πολιτείας.

Στὸν τοῖχο εἶναι ζωγραφισμένο τὸν 7ο αἰώνα τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, στὸν γνωστὸ μὲ τὰ μακριὰ μαλλιά, τὰ γένια καὶ τὸ φωτοστέφανο τύπο. Μπροστά του εἶναι τοποθετημένο ἕνα μικρὸ τραπέζι μὲ δυὸ κηροπήγια κι ἕναν χάλκινο Ἐσταυρωμένο.

Σὲ κάποιο σημεῖο τῶν κατακομβῶν εἶναι λαξευμένο ἕνα εὐρύχωρο παρεκκλήσι, ποὺ ἠ θολωτὴ στέγη κι οἱ δυὸ μακρὲς πλευρές του εἶναι χτισμένες μὲ ρωμαϊκὰ τοῦβλα. Τὸ δάπεδο εἶναι πλακόστρωτο καὶ στὰ πλάγια ἔχει μαρμάρινους κορινθιακοὺς κίονες μὲ λεπτὲς στριφτὲς ραβδώσεις. Ἐδῶ εἶναι θαμμένοι ἐννιὰ πάπες τοῦ 3ου αἰώνα, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους θανατώθηκαν κατὰ τοὺς διωγμούς. Εἶναι μὲ τὴ σειρὰ τῆς ἀρχαιότητάς τους ὁ Ποντιανός (230-235), ὁ Ἀντέρως (236), ὁ Φαβιανός (236-250), ὁ Λούκιος (253-254), ὁ Στέφανος ὁ Α’(254-257), ὁ Σίξτος ὁ Β΄ (257-259), ὁ Διονύσιος (259-268), ὁ Φέλιξ (269-274) κι ὁ Εὐτυχιανός (275-283). (Δὲν πρέπει, βέβαια, νὰ ξεχνοῦμε πὼς οἱ πάπες ἐκείνων τῶν χρόνων δὲν ἤτανε παρὰ ἁπλοὶ ἐπίσκοποι τῆς Ρώμης). Μπροστὰ ἀπὸ τοὺς τάφους των τοὺς λαξευμένους στοὺς τοίχους κρέμονται ἁπλὰ καντήλια.

Στὴν κρύπτη τῆς Λουκίνας διατηρεῖται ἀρκετὰ καλὰ ἡ νωπογραφία ἑνὸς Καλοῦ Ποιμένος ζωγραφισμένου μὲ καστανὸ καὶ κίτρινο χρῶμα. Μὲ τὸ ἕνα του χέρι κρατᾶ μπροστὰ ἀπὸ τὸ στῆθος του τὰ πόδια τοῦ ἀρνιοῦ καὶ μὲ τ’ ἄλλο ἕναν κάδο. Δυὸ πρόβατα στέκονται δεξιὰ κι ἀριστερά του.

Σ’ ἕναν ἄλλο τοῖχο, ποὺ ὁ ἄσπρος σουβᾶς του ἔχει πέσει κατὰ ἕνα μεγάλο μέρος, εἰκονίζεται τὸ Εὐχαριστιακὸ Δεῖπνο. Στὸ ἡμικυκλικὸ τραπέζι κάθονται ἑφτὰ ἀνθρώπινες φιγοῦρες, ὅμοιες ἡ μιὰ μὲ τὴν ἄλλη, ἐνῶ στὶς δυὸ μεριὲς τῆς τράπεζας εἶναι ἀκουμπισμένα χάμω δέκα μεγάλα καλάθια μὲ ψωμιά.

Στὴ σπασμένη πλάκα ἑνὸς τάφου εἶναι χαραγμένο τὸ μονόγραμμα . Τοῦτο τὸ ἁπλό, ἄτεχνο σημάδι, εἶναι πιὸ συγκινητικὸ κι ἀπὸ τὶς σχεδὸν παιδικὲς κάποτε τοιχογραφίες. Ἐκφράζει τόση πίστη, τόση βεβαιότητα. Φαντάζομαι τὸν λιθοξόο νὰ χτυπᾶ μὲ τὴ σμίλη ὥρα τὸ μάρμαρο γιὰ νὰ σκαλίσει τοῦτες τὶς τρεῖς διασταυρούμενες εὐθεῖες μὲ τὸ μικρὸ  κύκλο στὴν ἄκρη τῆς μεσιανῆς. Δὲν ἐχάραζε δυὸ γράμματα, ἔθετε τὴ σφραγίδα τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γι’ αὐτὸν ἴσως μαρτύρησε ὁ «κεκοιμημένος». Ὁ Θεὸς ὑπόγραφε μὲ τὸ χέρι του ὅτι ὁ νεκρὸς παραδόθηκε στὴν αἰωνιότητα. Ἀσφαλισμένο τὸ σῶμα του στὸ κοίλωμα τοῦ τοίχου περιμένει τὸν ἦχο τῆς σάλπιγγος.

ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

 

Σ.τ.Ε.: Τὸ κείμενο προέρχεται ἀπὸ τὶς σελίδες 279-285 τοῦ Α΄ τόμου τοῦ ἀνέκδοτου δίτομου χειρόγραφου  (πρώτης γραφής, με μικρές διορθώσεις) βιβλίου τοῦ συγγραφέα μὲ τὶς ταξιδιωτικὲς ἐντυπώσεις ἀπὸ δύο ταξίδια μας στὴν Ἰταλία μὲ πλοῖο καὶ πούλμαν τὰ καλοκαίρια τοῦ 1987 καὶ τοῦ 1996· ἄρχισε νὰ τὶς γράφει τὸ καλοκαίρι τοῦ 1997 σὲ λυτὰ φύλλα (σχήματος Α5). Ὁ Α΄ τόμος (φύλλα-σελίδες 367) περιλαμβάνει ἐντυπώσεις ἀπὸ Ἀγκώνα, Ρίμινι, Ραβέννα, Μέστρε, Βενετία, Μπολώνια, Φλωρεντία, Ρώμη καὶ ὁ Β΄ τόμος (φύλλα-σελίδες 261) ἀπὸ τὴν Κάτω Ἰταλία: Καλαβρία, Μεγάλη Ἑλλάδα, Σικελία, Νάπολη, Πομπηΐα, Κάπρι.