Οδυσσἐας Ελύτης

Ποζάροντας για την αιωνιότητα

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 11:25
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

«Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία».

Η περιγραφή είναι, βέβαια, του Παύλου Νιρβάνα, από το ιστορικό της περίφημης φωτογράφησης του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στη Δεξαμενή το 1906, το δημοσιευμένο στη Νέα Εστία το 1933, 22 χρόνια δηλαδή μετά τον θάνατο του εικονιζόμενου. Ο Νιρβάνας τη θεωρούσε τότε μοναδική, αγωνιούσε μήπως χαθεί για τους μεταγενέστερους η μορφή του μεγάλου διηγηματογράφου, και εκθέτει σε μάκρος πώς τον κατάφερε να του «ποζάρει». Έκτοτε έχουν έρθει στο φως μερικές ακόμη μεταγενέστερες, μια με τον Βλαχογιάννη το 1908 και δυο τρία πορτραίτα. Όμως η φωτογραφία του Νιρβάνα είναι πασίγνωστη, έχει πια ταυτιστεί με την εικόνα του Σκιαθίτη συγγραφέα, έχει σε μεγάλο βαθμό διαπλάσει τη μυθολογία που τον συνοδεύει. Ο φωτογράφος είχε δίκιο, τέτοια ευτυχία ο φακός πολύ σπανίως προσφέρει.

Η πρώτη εικόνα του Σολωμού που διαθέτουμε, δεν θα μπορούσε να διαφέρει περισσότερο. Είναι ένας πίνακας (η φωτογραφική μηχανή δεν είχε ακόμη εφευρεθεί) εκ των χειρών του Νικολάου Κουτούζη, ζωγράφου, σατιρικού ποιητή και ιερωμένου Επτανήσιου (1741-1813). Είναι ένα πορτραίτο του 1799 ή του 1800 που δείχνει τον ποιητή, που είχε γεννηθεί την άνοιξη του 1798, σε βρεφική ηλικία. Σε αντίθεση με το σκυμμένο βλέμμα του 55χρονου Παπαδιαμάντη, ο ολιγόμηνος Σολωμός κοιτάζει κατάματα τον θεατή με μια παράδοξη σοβαρότητα. Το κορμάκι του φασκιωμένο αλλά ευθυτενές, τα μαλλιά του σε στυλ αυτοκρατορικό, ναπολεόντειο, το πρόσωπο εκφραστικό, μεγαλίστικο, με μια μελαγχολία αλλιώτικη από εκείνη των νηπίων, λες και ο εικονιζόμενος γνωρίζει ότι ποζάρει κι εκείνος για την αιωνιότητα. (περισσότερα…)

Σκέψεις πάνω στην πολιτική διάσταση της ποίησης

*

του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΛΑΤΑΝΙΩΤΗ

Η ποίηση είναι πολιτική όταν στοχάζεται πάνω στη σχέση του ατόμου με το σύνολο, όταν εκφράζει τη ρήξη ή την ενότητα, όταν θεωρεί τη μοίρα του όλου μέσα στη διαχρονία και τη συγχρονία του. Η ποίηση είναι πολιτική όταν ο άξονας περιστροφής της είναι η πράξη. Ενάρετη ή κακή, η πράξη εντός του κοινωνικού πλαισίου ορίζει την πολιτική υπόσταση του ατόμου. Αυτός που απέχει από τη δράση, όχι μόνο τοποθετείται εκτός του πολιτικού ιστού, αλλά ακυρώνει την οποιαδήποτε ταυτότητα. Και η ταυτότητα είναι μνήμη και η μνήμη είναι το σύνολο, ή αλλιώς το άθροισμα των παραγόντων που ορίζουν το είναι του ατόμου. Με άλλα λόγια, η πολιτική είναι μια φυσική οντολογία. Αλλά ποιος είναι ο λόγος της ποίησης σε όλα αυτά;

Λένε ότι κάθε ποίημα είναι μια πολιτική πράξη. Κι όμως, μπορώ να σκεφτώ πολλά ποιήματα που αρνούνται τον πολιτισμό, που επιλέγουν τη φυγή προς τη δήθεν αρχαϊκή κατάσταση του ανθρώπου, που, με άλλα λόγια, ακυρώνουν την έννοια της πολιτείας. Ρεμπώ, Λωτρεαμόν, Τρακλ είναι μερικοί μόνο από τους ποιητές που αρνήθηκαν την ενσωμάτωση, αιχμαλωτίστηκαν από το όνειρο. Αυτή η άρνηση καθιστά την ποίησή τους μη πολιτική; Νομίζω πως όχι. Γιατί αποτελεί μέρος του διαλόγου για την πολιτεία: η άρνηση δεν είναι σιωπή, δεν είναι απραξία. Ακόμη και η φυγή είναι πολιτική. Είναι μια δήλωση με πολιτικό πρόσημο. Σίγουρα, όμως, δεν είναι μια συμμετοχική στάση. Οι πολιτικοί ποιητές πρέπει να ιδωθούν ως αρχιτέκτονες του μέλλοντος της πολιτείας. Κρίνοντας το παρόν, ελέγχοντας το παρελθόν, καταφάσκουν σ’ ένα νέο μέλλον. Η πολιτική ποίηση, λοιπόν, σ’ αυτό το δοκίμιο εξετάζεται περισσότερο ως κατάφαση προς την πολιτεία και τις προϋποθέσεις της.

Κι εδώ ακριβώς προκύπτει το πρόβλημα: μεγάλο μέρος της πολιτικής ποίησης είναι απλώς μια κριτική του παρόντος. (περισσότερα…)

Η κριτική του Σαραντάρη στους ποιητές

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Μην ανοίξης ποτέ το στόμα να πής την αλήθεια
Γιατί ξάφνου θ’ ανάψουν οι γύμνιες του κόσμου
Θα πιάσει φωτιά η λαίμαργη ανθρώπινη σκόνη!
Έργα, Β΄ τόμ., σελ. 82 (1935)

Εάν ισχύει αυτό που λέει ο Λορεντζάτος ότι η ποίηση συνιστά την «εσχατολογία της λογοτεχνίας» και εάν η σχέση του Σαραντάρη με την ποίηση είναι σχέση ζωής, τότε αξίζει να δούμε πως ο φιλόσοφος αυτός ποιητής κρίνει τους άλλους ποιητές. Αρχίζοντας από κάποιες γενικές προϋποθέσεις. Ο Σαραντάρης ξέρει την Ευρώπη, τη φιλοσοφία της και την ποίησή της. Είναι από τους σπάνιους εκείνους ανθρώπους με ανεπτυγμένη πολύ νωρίς αντιληπτικότητα και ευαισθησία. Ερχόμενος στην Ελλάδα απο την Ιταλία διαβάζει στα ελληνικά ποιήματα τα σημάδια της ευρωπαϊκής σφραγίδας ή επίδρασης, λόγου χάρη την απαισιοδοξία. Ασκημένος πάνω στους Ευρωπαίους αλλά μέσα από μια άλλη αίσθηση ζωής χριστιανικής απαίτησης, αρνείται την πρωτοκαθεδρία στην καλλιέργεια προσωπικού ύφους (πράγμα που προσάπτει στον Καβάφη), ειδικά όταν αυτό είναι σε βάρος μιας «ομιλίας», όπως λέει, που «να συμβαδίζει παράλληλα με τη λαλιά του λαού μας». Απαιτεί ένα βασανισμό του ποιητή, που να θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια του την υπόσταση, ή να το πω αλλιώς, να μην αφήνει περιθώρια αυταπάτης ή ωραιοπάθειας. Αυτό συνάδει με την πεποίθησή του ότι ο ποιητής χαρακτηρίζεται από προωθημένη αυτοσυνειδησία.

Πρέπει ακόμη να λάβουμε υπ’ όψη μας ότι ο Σαραντάρης στα 32 του έχει φύγει από τούτο τον κόσμο. Το έργο του κυοφορήθηκε και υλοποιήθηκε ουσιαστικά μέσα σε δώδεκα χρόνια, αν λογαριάσουμε ότι από τα είκοσι και μετά σχημάτισε στο χαρτί κείμενα απαιτήσεων αλλά και πλεονάσματα ψυχής. Παραμένει απορίας άξιον πώς ένας τόσο νέος άνθρωπος παρουσιάζει τέτοια ωριμότητα χωρίς να χάνει σε φρεσκάδα, χωρίς να γεροντοποείται αν μπορούμε να πούμε, χωρίς να απελπίζεται, παρ’ όλο που σε μερικά του ποιήματα καταγράφεται μια αβυσσαλέα μοναξιά. Όλες οι παραπομπές εδώ αναφέρονται στη δίτομη έκδοση της Βικελαίας Βιβλιοθήκης Ηρακλείου Κρήτης, που επιμελήθηκε με περισσή φροντίδα η φίλη Σοφία Σκοπετέα.

*

Ας δούμε λοιπόν πώς αντικρύζει ο άνθρωπος αυτός την ποίηση των άλλων, ελλήνων και ξένων και πως αυτή η στάση συνδυάζεται με τη γενικότερη θεώρηση της ζωής που περιέχει το έργο του.

Αραδιάζω μερικά ονόματα στο χαρτί: Μελισσάνθη, Καρέλλη, Παπατζώνης, Σαραντάρης. Ποιό είναι το κοινό τους σημείο; Για τους δύο τουλάχιστον είναι η πίστη, ή μια θρησκευτική διάσταση. Όμως ο Σαραντάρης, καθώς ετοιμάζεται να μιλήσει γι’ αυτούς, αρχίζει με τη φράση: «Ποιός σύγχρονος ποιητής μας έχει μια βίωση μέσα στην πίστη; Αναζητώ και δεν βρίσκω». (περισσότερα…)

Mια απέραντη τσιμεντάδα

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 07:23
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ενάμιση αιώνα έζησε ο Δημοτικός Κήπος των Χανίων, έργο του θρυλικού Ρεούφ Πασά, με το χώμα του. Όχι πια. Η τελευταία «ανάπλαση» απέδωσε ό,τι αποδίδουν συνήθως οι αναπλάσεις στην Ελλάδα του 21ου αιώνα: μια απέραντη τσιμεντάδα… Δεντράκια φυλακισμένα, χοντρά μπετονένια στηθαία, μια ασπράδα εκτυφλωτική που αντανακλά τον ήλιο και τη θερμότητα και ειδικά αυτές τις μέρες διώχνει τους πάντες. Ακόμη και το χαλίκι του ιστορικού Καφενείου κάτω από τα πυκνόφυλλα δέντρα σαρώθηκε, τσιμέντο κι εκεί. Ακόμη και η παλιά κρήνη ενόχλησε και ξηλώθηκε. Πολλά δέντρα κόπηκαν κι όσα απέμειναν κλαδεύτηκαν ανηλεώς. Πώς το έγραφε ο Σεφέρης στις Μέρες του; «Προκόβουμε καταπληκτικά».

*

*

~.~ (περισσότερα…)