ξένη πεζογραφία

Ο έρωτας αρχή και κατάληξη: Στον αστερισμό του Αντρέ Γκορζ

*

του ΝΙΚΟΥ ΣΓΟΥΡΟΜΑΛΛΗ

Στον Μιχάλη Μαλανδράκη

Κλείνοντας σφιχτά στο αριστερό του χέρι την παλάμη της Ντορίν ―τόσο σφιχτά ώστε οι αρθρώσεις των κοκάλων καθαρά να διαγράφονται―, και περνώντας το δεξί του χέρι γύρω από τη μέση της ―κινήσεις σίγουρες, θαρραλέες, αποφασιστικές― ο Αντρέ μοιάζει να μην πολυπιστεύει ό,τι συμβαίνει γύρω του ― σαν να ζει υπό το κράτος άλλων νόμων, μιας άλλης, ολότελα άγνωστης σε ’μας δικαιοσύνης: το μόλις ορατό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα κλειστά, μαγκωμένα του χείλη, το όρθιο, σφιγμένο του σώμα, τα χτενισμένα με επιμέλεια προς τα πίσω μαλλιά μαρτυρούν επιφύλαξη, προδίδουν ανασφάλεια ― αισθήματα που εντείνονται αν παρατηρήσουμε την αντίθετη στάση της Ντορίν: η κόμη της, ανακατωμένη, μουσκεμένη από τον ιδρώτα ή από το ψιλόβροχο, πέφτει άναρχα στον ώμο, στο μέτωπό της διακρίνονται κολλημένες τούφες, ενώ το χαμόγελό της, πλατύ, ολόγιομο, αφήνει να δειχτούν τα πάλλευκά της δόντια, τα οποία σχεδόν αγγίζουν το πιγούνι του Αντρέ. Η Ντορίν παραδίδεται στη στιγμή, ενδίδει στο κάλεσμα, καταφάσκει στην επιθυμία, το σώμα της αυτό δείχνει· ο Αντρέ, αντίθετα, έχει στάση επιφυλακτική, δυσπιστεί, επώδυνα ερωτήματα τον βασανίζουν ― το παραδέχεται άλλωστε και ο ίδιος απευθυνόμενος στη Ντορίν: «Τι ενδιαφέρον μπορεί να έβρισκες σε έναν απένταρο Austrian Jew;»[1] (περισσότερα…)

«Παράγουμε ασταμάτητα παρελθόν. Είμαστε εργοστάσια παρελθόντος»

*

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Georgi Gospodinov, Χρονοκαταφύγιο
μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Ίκαρος, 2021
«Παράγουμε ασταμάτητα παρελθόν. Είμαστε εργοστάσια παρελθόντος […] Δεν πρέπει να υπάρχουν κάπου εργοστάσια ανακύκλωσης του παρελθόντος; Μήπως να ανακυκλώνεται ανάποδα προς κάποιο μέλλον, έστω και σε δεύτερη χρήση; Πάρε να ’χεις ερωτήσεις» (σ. 141)

Στο Χρονοκαταφύγιο ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ συνομιλεί με το έργο του Ζέμπαλντ, επαναθέτοντας κριτικά ερωτήματα για τη μνήμη και την ιστορία, καθώς και τα όρια των ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων στις προσλήψεις του έθνους και των μνημονικών κατασκευών. Τα μυθοπλαστικά χαρακτηριστικά του βιβλίου οδηγούν στη διαρκή διατύπωση καυστικών πολιτικών σχολίων για την έννοια της προόδου, της ζωής και του θανάτου. Ο συγγραφέας διαφοροποιείται παράλληλα από τον Ζέμπαλντ στις αφηγηματικές τεχνικές του ή —για να είμαστε πιο ακριβείς— εξελίσσει αυτές τις αφηγηματικές πρακτικές, αξιοποιώντας και επικαιροποιώντας συνθετικά ό,τι θα μπορούσε να οριστεί ως μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, απαλλαγμένο όμως από τις αρνητικές νοηματοδοτήσεις του όρου. Το φιλοσοφικό δοκίμιο συναντά την κριτική θεωρία, το μυθιστόρημα την ποίηση, η αποσπασματική ή άλλοτε αποφθεγματική μορφή την έννοια του αρχείου, ο ρεαλισμός την κριτική ιστοριογραφία της Ευρώπης του 20ού και 21ου αι., καθώς και μπορχεσιανά μοτίβα.

Επιπλέον, πολυφωνικά στο βιβλίο εναλλάσσονται διαφορετικές αφηγήσεις για το παρελθόν, οι οποίες επιτονίζουν την υποκειμενική ερμηνεία των αφηγητών, φέρνοντας στο προσκήνιο διαφορετικές στιγμές από τα ιστορικά δρώμενα του 20ού αιώνα. Με όλους αυτούς τους τρόπους ο συγγραφέας πολυσυλλεκτικά “δοκιμάζει” τα όρια της γραφής και επομένως και της αναγνωστικής πρόσληψης, διατηρώντας, όπως γίνεται σε κάθε βιβλίο του, τα ερωτήματα και τις προοπτικές για το μέλλον των ανθρώπινων συμβάντων σε ανοιχτή διαπραγμάτευση. Όπως δηλώνεται εξαρχής ως αρχικό μότο μόνο τα επινοημένα πρόσωπα στο μυθιστόρημα είναι αληθινά. Έτσι στη λογοτεχνική μυθοπλασία προκαλούνται ταλαντώσεις από τον συγγραφέα στο δίπολο αληθινό-ψεύτικο. (περισσότερα…)

Για μια κάθαρση της βουλγάρικης ψυχής

Μιροσλάβ Πένκοφ, Ανατολικά της Δύσης (μετάφραση: Άκης Παπαντώνης), Αθήνα, Αντίποδες, 2016

 της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Διαβάζοντας το Ανατολικά της Δύσης του Μιροσλάβ Πένκοφ, διερωτάται κανείς: Μπορεί ένα βιβλίο να σώσει έναν ολόκληρο λαό; Αυτό τουλάχιστον φαίνεται να πιστεύει ο συγγραφέας του και τούτη η στάση, στις εποχές που ζούμε, είναι μάλλον ένα επίτευγμα από μόνη της. Mετά την εκκωφαντική πτώση του ανατολικού μπλοκ και τη Βουλγαρία να διάγει ακόμα σε μια παρατεταμένη κρίση –οικονομική, πολιτική, κοινωνική, ηθική– η συγγραφική τάση είτε για μομφή είτε για νοσταλγία είτε για παρελκυστική ιδεολογική τοποθέτηση παραμένει. Χωρίς να πέφτει σε καμιά από τις παραπάνω παγίδες, ο Πένκοφ κατορθώνει με το πρώτο βιβλίο του (2012) να ξεδιπλώσει αβίαστα και διαυγώς το σύγχρονο καθολικό βίωμα των Ανατολικών Βαλκανίων με μια γραφή ρεαλιστική και συνάμα αισιόδοξη. Με τις γρήγορης πλοκής και πιθανοφανείς μέσα στην εξωφρενικότητά τους ιστορίες του, ο συγγραφέας δίνει ένα έργο αρχετύπως πολιτικό: για τη σχέση του ανθρώπου με τον συνάνθρωπο και την πατρίδα, στο οποίο υπονοείται η μομφή, όπου και αν χρειάζεται, και εκφράζεται χωρίς διστακτικότητα η νοσταλγία, όπου αυτή αντανακλαστικά και αυτονόητα ανθρωπίνως υπάρχει.

(περισσότερα…)

Γραμματικές πόλεων και ανθρώπων

 Επανανοηματοδοτώντας τη γλώσσα, τον χώρο και τις ανθρώπινες περιπλανήσεις

Ίταλο Καλβίνο
2009
Οι αόρατες πόλεις
Μτφρ.: Ανταίος Χρυσοστομίδης
Αθήνα: Καστανιώτης

Jűrgen Buchmann
2019
Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ
Μτφρ.: Συμεών Γρ. Σταμπουλού
Αθήνα: Gutenberg

~.~

«Πρέπει να οργανώσουμε ολόκληρη τη γλωσσική επικράτεια».

(Βιττγκενστάιν, 2007, Στοχασμοί, μτφρ.: Κωστής Μ. Κωβαίος, Αθήνα: Στιγμή, σ. 31)

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Στον καιρό της πανδημίας διαπιστώνεται με όρους υλικούς, αυτό που διατυπώνεται επανειλημμένα σε διαφορετικά είδη κειμένων: όσο κι αν οι άνθρωποι πορεύονται, θεωρώντας αυτονόητα ένα πλήθος πραγμάτων, τα αυτονόητα δεν υπήρχαν και δε θα υπάρξουν ως αμετακίνητες και ακλόνητες οντότητες. Αντίθετα, όλα βρίσκονται σε διαρκή διαπραγμάτευση ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τις αλληλεπιδράσεις, με τη γλώσσα να ορίζει τους διαλόγους και τα διλήμματα για τον κόσμο, τις σχέσεις, τη διαμόρφωση ταυτοτήτων, την επιθυμία, τη μνήμη και τη λήθη. (περισσότερα…)

Ρέυμοντ Κάρβερ, Καθεδρικός ναός

 

μετάφραση Έλλη Κούσουλα

Ένας τυφλός, παλιός φίλος της γυναίκας μου, ερχόταν να μείνει για ένα βράδυ στο σπίτι μας. Η γυναίκα του είχε πεθάνει. Κι έτσι επισκεπτόταν τους συγγενείς της νεκρής γυναίκας του στο Κονέτικατ. Τηλεφώνησε στη γυναίκα μου από τα πεθερικά του. Κανονίστηκε. Θα ερχόταν με τρένο, πέντε ώρες ταξίδι, και η γυναίκα μου θα τον συναντούσε στον σταθμό. Είχε να τον δει από το καλοκαίρι που δούλευε για αυτόν στο Σηάτλ πριν από δέκα χρόνια. Αλλά είχε κρατήσει επαφή με τον τυφλό. Γράφανε κασέτες και τις στέλνανε ο ένας στον άλλον. Δεν ήμουν ενθουσιασμένος με την επίσκεψή του. Δεν ήταν κάποιος που ήξερα. Και το ότι ήταν τυφλός με ενοχλούσε. Η άποψή μου για τους τυφλούς προερχόταν από το σινεμά. Στις ταινίες, οι τυφλοί κινούνταν αργά και δεν γελούσαν ποτέ. Μερικές φορές τους οδηγούσαν εκπαιδευμένοι σκύλοι. Ένας τυφλός στο σπίτι μου δεν ήταν κάτι που περίμενα με χαρά. (περισσότερα…)