Νίκος Κωσταγιόλας

Derek Walcott, Ο φάρος και άλλα ποιήματα

*

Μετάφραση Νίκος Κωσταγιόλας

~.~

Ο ΦΑΡΟΣ

I

Σαν μέσα σε φυσούνα φωτογράφου
η οροσειρά που βλέπει προς την πόλη
κεντράρει το ηλιοβασίλεμα, τραβάει ένα κορδόνι –
κι όλα μεμιάς τα φώτα της ανάβουν.

Το σετ των καρτ-ποστάλ του περιστρέφεις
–τρίζουν λιγάκι– μια πενηνταετία μπροστά:
ο φάρος, ένα νέφος
καϊκιών σε διάπυρα νερά,

κι αστέρια στίκτοντας τις συνεπείς τους θέσεις
πάνω απ’ το Κάστρις· ξεπατικωμένες
τελείες που ήταν να συνδέσεις
σε παιδικό βιβλίο, τώρα μόλις ενωμένες

λάμπα τη λάμπα ως τη Λα Πλας, τούτο το βράδυ
που η ανάσα του άσπρο ρούμι αναδίνει
κι έχει ένα βάδισμα κηδείας το σκοτάδι
που σαν την πόλη να προεκτείνει,

ώσπου το φως του προβολέα –η σελήνη–
σβέλτα περνώντας τ’ ανεμόδαρτα φιτίλια
των θαλασσοκλημάτων, να επιμείνει
στο μπαρ Νέα Ιερουσαλήμ, όπου τα χείλια

σε λίγο βρέχεις με ουίσκι. Αστέρες άλλοι
τις μάζες μοιάζει εσχάτως να ηλεκτρίζουν (περισσότερα…)

Πότισμα με φόντο όχι και τόσο μακρινό ατομικό μανιτάρι

*

Ω ναι,
παρόλη την οσκαρική κανονικότητα
οι τραγωδίες συμβαίνουν

Φωνή ἐν Ῥαμᾷ
Φωνή ἐν Γάζῃ
– της ιστορίας ένδοξα υψώματα
ανεστραμμένες τάφροι, χαρακώματα
και déjà vu ελιγμοί
όπου ενδημεί
κατά στοιβάδες το αίμα
κι ολοένα «θάλαττα» –τυφλός–
να κρώζει ο μαουνιέρης

7 Μαρτίου, νεκροί 83
24 Μαΐου, εβδομήκοντα και εννιά
2 Αυγούστου – στο σημείο διανομής
τροφίμων ξηλωμένο χέρι
μες στη σφιγμένη ακόμα χούφτα
ασπαίροντας το μάννα
– στον αιώνα πια δικό του

83, 79, 250.9
αριθμοί ξεδιάντροπα αστρογγύλευτοι
καθόλου για OCD
φανατικά εμπαίζοντας
τις πτώσεις, τις νευρώσεις
κι όμως να επενδύεις γιατί «απ’ τα ολότελα»
τανγκό χορεύοντας δήθεν με το Παράλογο
καθώς πισώπλατα σε μαχαιρώνει
απεγνωσμένα ανασύροντας λαχνούς
μ’ αυτούς να σκαν στα χέρια σου
γιατί η βρώμα που είχε βγει (πως τα ψηφία του π
στην όλη τους κρυψίνοια
κάποτε –έστω και με στον κρόταφο την κάννη–
θα μιλήσουν)
ήταν εν τέλει πτωμαΐνη
χίλιων οπτιμιστών
παρόλη την επιμελή ταρίχευση (περισσότερα…)

«Όστια» και άλλα ποιήματα

*

ΟΣΤΙΑ

Κόπιασα – ανήγγειλε στο απέραντο δωμάτιο· κόπιασα πολύ
τονίζοντας μια-μια τις συλλαβές
– μια απόπειρα να πείσει ή να επιπλήξει
ίσως με στόχο πάνω απ’ όλα τον εαυτό του –

πέρασα τριάντα έτη συναπτά
– ολόκληρο, δηλαδή, το απόγευμα –
βλέποντας τις κερασιές
στα μάγουλά μου να φυλλορροούν
θρέφοντας του δειλινού τα ολοκαυτώματα
δίχως να Τους δώσω τη χαρά
ενός καν μορφασμού

επιστράτευσα, αντιθέτως,
όλη μου την εγκράτεια να μη δω
τον ταριχευτή χρόνο να περνά
αργά μα σταθερά
μ’ ασήμι τα μαλλιά μου
– επένδυση αδρή
στο τρόπαιο που θα γίνω
στο σαλόνι του

μα πάνω απ’ όλα έβαλα τα δυνατά μου
να κατεβάσω ως τα θεμέλια του οισοφάγου μου
κείνο το «έχει ο Θεός» που σαν όστια
έσπρωξε στο πληγιασμένο στόμα μου
το κορίτσι με τα διάφανα, ακαταλόγιστα χέρια
– αφόρητα λίγη μου,
απέθαντη ελπίδα –
όταν στα χιλιάδες δέντρα
που φύτεψα χθες
είχαν ως το πρωί
φυτρώσει ή κρεμαστεί
ισάριθμες φθαρμένες σαμπρέλες
να κάνει κούνια
επάνω από τις τέφρες των ονείρων μου
– θυμίζοντας το καθρεφτάκι
όταν μας μούτζωναν παιδιά,
μανούλα στον νόμο του μπούμερανγκ –
μ’ αναγνωριστικό στο μπράτσο του
άστρο εβραϊκό
ένα κεφαλαίο Θήτα
ο Μέγας Ενεχυροδανειστής.

/// (περισσότερα…)

Robert Browning, Ο εραστής της Πορφυρίας

*

Νωρίς απόψε κόπιασε η βροχή
κι ο άνεμος, αγουροξυπνημένος,
μαδούσε απ’ την κακία του την κορφή
της γριάς φτελιάς και, μ’ όλο του το μένος,
τη λίμνη ανάδευε: μαρμαρωμένος

τον άκουγα ώσπου, ίδια αερικό,
γλιστράει η Πορφυρία μες στο καλύβι
κι αφού κλειδώνει έξω όλο το κακό
τα κάρβουνα ν’ ανασκαλέψει σκύβει
– το μέσα κι έξω κρύο μου συνετρίβη.

Θ’ απάλλασσε την ακριβή μορφή της
απ’ τον μανδύα της που ’σταζε, το σάλι
τα γάντια, το καπέλο –η στεγνή της
κόμη, λυτή, τον χώρο μου ν’ αγάλει–
στο πλάι μου, τέλος, για να προβάλει

με τ’ όνομά μου και να με καλέσει.
Άχνα δεν έβγαλα. Ωστόσο εκείνη
το χέρι μου περνά γύρω απ’ τη μέση
της και τον τρυφερό της ώμο γδύνει
κι ανάλαφρα προς τη μεριά μου κλίνει

το μάγουλό μου εκεί για ν’ αναπαύσει·
με τα ξανθά μαλλιά της με τυλίγει
και λόγια αγάπης πιάνει δίχως παύση – (περισσότερα…)

Ο Βλαδίμηρος αποκαλύπτει στον Εστραγκόν το τρικ

*

Το μυστήριο που φέρει κάθε τι
ήταν ανέκαθεν υπόθεση ενός κλείστρου
από την άδολη έκσταση ως την καχυποψία

Αν κοιτάξω προσεκτικά απ’ την κουπαστή
οι εξαίσιοι χρωματισμοί στον ουρανό
δεν είναι παρά έντεχνα διαρρυθμισμένα led
είναι τα κυκλοδίωκτα μάτια ενός αρθρόποδου
κλώθοντας στο σάλιο του τα μέλλοντα
κι είναι των μάντεων μάτια που αχρηστεύτηκαν
κι απ’ άλλη γη τον όλεθρο μ’ άβακες αριθμούν

το δε νερό
είναι κουστούμι ορειχάλκινο
δράκου κινεζικού
που η χορική του ανάδευση
από τους ένδον του Ιωνάδες
υποδύεται κυματισμούς
κι η όλη φαντασμαγορία εν γένει έγκειται
στο γεγονός πως δεν είχα αποχωριστεί
το δέντρο μου ποτέ έως τώρα
– παναπεί δεν ταξίδεψα
ουσιαστικά ποτέ

μας έταξαν μια θάλασσα ανεξάντλητη, Γκογκό
μα πόσο αφόρητα κατάκοπη στο βάθος
μια πλαδαρή, ταβανιασμένη αιωνιότητα
συνθηκολογημένη μες στους κύκλους της
– λύκος που απαρνήθηκε το αφροδίσιο
ρίσκο των δασών
για ένα γεμάτο πιάτο και την άδοξη
στέγη ενός σκυλόσπιτου –
τους ίδιους κι απαράλλακτους ανθίζοντας νεκρούς
μ’ έναν αλγόριθμο χαμάλη στα ηνία

(περισσότερα…)

Η ελληνική σεστίνα

*

Εισαγωγή και Καταγραφή
ΣΤΑΘΗΣ Α. ΚΙΣΣΑΜΙΤΗΣ

H σεστίνα είναι η πιο ιδιότυπη ίσως μορφή της ευρωπαϊκής ποίησης. Η επινόηση του είδους αποδίδεται στον Arnaut Daniel, Προβηγκιανό τροβαδούρο του 12ου αιώνα, αν και έχει υποστηριχθεί πως ο Ντανιέλ ανανέωσε απλώς μια ήδη προϋπάρχουσα φόρμα. Με τους επιγόνους του, κυρίως Ιταλούς μεταξύ των οποίων ο Δάντης και ο Πετράρχης, παγιώθηκε η κλασσική μορφή της σεστίνας όπως την γνωρίζουμε σήμερα. Από την Ιταλία το είδος εισήχθη σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και η Αγγλία, τον 16ο αιώνα. Τον ίδιο αιώνα εμφανίζονται και οι πρώτες σεστίνες στα ελληνικά, στις κυπριακές Ρίμες αγάπης. Τον 20ό αιώνα το είδος θα τραβήξει την προσοχή διάσημων ποιητών όπως ο Ezra Pound, ο T. S. Eliot και ο W. H. Auden, που θα το μεταχειριστούν με μεγάλη κάποτε ελευθεριότητα.

Στο θεμέλιό της η σεστίνα έχει την πυθαγόρεια-πλατωνική αριθμοσοφία: μαθηματικά και ποίηση εδώ συμπίπτουν στην Ιδέα της μορφής, της ιδεατής ευμορφίας του παντός. Βέβαια, για τους περισσότερους ποιητές το κίνητρο να ασχοληθούν με το είδος είναι η πρόκληση, η πρακτική δυσκολία της φόρμας. Όπως με τους αυτοσχεδιασμούς του Παγκανίνι, κάθε βιολιστής θέλει να δει αν μπορεί να αντεπεξέλθει.

Στην Ελλάδα –πλην σπάνιων εξαιρέσεων, πρωτίστως μεταφρασμάτων– σεστίνες θα ξαναγραφούν καθώς φαίνεται μόλις τη δεκαετία του 1990 κ.ε. από ποιητές όπως ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Γιώργος Κοροπούλης και ο Γιώργος Κεντρωτής. Η παρούσα καταγραφή περιλαμβάνει τις περισσότερες γνωστές στον γράφοντα ελληνικές σεστίνες, πρωτότυπες ή μεταγλωττισμένες. Σε μια πρώτη της μορφή παρουσιάστηκε προ δεκαετίας στη διαδικτυακή ανθολογία Νέοι Ήχοι στο Παμπάλαιο Νερό. Ευχαριστίες για τη βοήθειά τους οφείλω στον αείμνηστο Δημήτρη Αρμάο και τους κ.κ. Γιώργο Κεντρωτή και Ηλία Μαλεβίτη.

~.~

Η σεστίνα στην τυπική της μορφή αποτελείται από έξι εξάστιχες στροφές ανομοιοκατάληκτες που ακολουθούνται από μία τρίστιχη, γνωστή ως envoi ή tornada. Στην πρώτη της μορφή, όπως παρουσιάστηκε από τον Ντανιέλ, η σεστίνα είχε τους στίχους των στροφών της δεκασύλλαβους, εκτός από τον πρώτο κάθε στροφής, ο οποίος αποτελείτο από επτά συλλαβές. Ωστόσο κατά την μετέπειτα καλλιέργεια του είδους ο αριθμός των συλλαβών και το μέτρο των στίχων ποικίλλουν. Από τις άλλες παραλλαγές, αναφέρουμε εδώ την πετραρχική διπλή σεστίνα, και τις σεστίνες που είναι γραμμένες σε ελεύθερο στίχο.

(περισσότερα…)

Γιώργου Μπλάνα, τροπαιοφόρου

*

«Πηγαίνετε, κι ονειρευτείτε ότι είστε μάγοι»
μας ξεπροβόδισες, φυσώντας τον καπνό
απ’ το τσιγάρο σου. Ένα σιρίτι μαύρο
κηλίδωνε τον δείκτη – καπνιστή σημάδι,
ή του σαλού του Θεού ποινή σάρκα καμένη,
δροσιάς κουφάρι, των θαυμάτων του πνοή.

Τώρα που είσαι ένα με την κοσμική πνοή
εκείνο το «κι ονειρευτείτε ότι είστε μάγοι»
πώς ξεκλειδώνεται; Υπόθεση καμένη
από χέρι. Ποιος να διαβάσει τον καπνό
απ’ τα δαφνόφυλλα, ν’ αδράξει ένα σημάδι
απ’ τις τεφρές ακτές; Όλα δύουν στο μαύρο,

κάθε γραμμή, ματιού λαβή. Ναι, το ίδιο μαύρο
με τη φωνή σου που ως την ύστατη πνοή
πάλεψες μάταια να ξηλώσεις, σα σημάδι
κρυμμένο, ριζικό με χάχανα που οι μάγοι
στα σπλάχνα φύτεψαν του κόσμου, όλο καπνό
να μην αλυσοδένεται. Σε γη καμένη

βαδίζει ο άνθρωπος – ναι, ολότελα καμένη –
κι ο ποετάστρος ένα ψωραλέο μαύρο
σκυλί που ψάχνει μες στην τέφρα, στον καπνό
σκαλίζοντας, μυρίζοντας για μια πνοή
ζωής, ένα άνθος – άστρο που ατενίσαν μάγοι
διαθήκη απαντοχής, αλάθητο σημάδι.

Μα, αλίμονο, της προκοπής τι σόι σημάδι
κανείς ν’ αντλήσει από μήτρα χαροκαμένη,
από έναν κόσμο κίβδηλο; Ποιοι πόθοι μάγοι,
χίμαιρες, άτες ποιες αινίττονται στο μαύρο
μια ανάπαυλα, σε μέλλον νήνεμο πνοή,
μια βάτο άκαυστη παρ’ όλο τον καπνό;

Κι όμως, μες σ’ όλη τη σβουνιά και τον καπνό,
εσύ ανοξείδωτος, κι ας σ’ έβαλαν σημάδι,
υψώθηκες στερνή φορά, την πικρή πνοή
του κόσμου βδέλλα να ρουφήξεις, Νέα Καμένη
για ν’ ανατείλει ωραιωμένος απ’ τον μαύρο
κρατήρα του κορμιού σου. Τώρα ξέρω, οι μάγοι

από το τίποτα – καπνό κι ύλη καμένη –
σημάδι αφήνουν ανεπούλωτο στο μαύρο
πνοή να μπάζει, ανέλεο φως: Τέτοιοι οι μάγοι!

ΝΙΚΟΣ ΚΩΣΤΑΓΙΟΛΑΣ

*

*

*

*

Νίκος Κωσταγιόλας, Έξι ποιήματα από το «Σαν άλλος Σαούλ»

*

Τα τοπία αντιστέκονται στους ξένους

Τα παροξυσμικά τζιτζίκια
το παλίμψηστο σταυρών στ’ ανώφλι, το ρόπτρο
κι η τυφλωτική ρομφαία φωτός
στο χώρισμα των μαστών μιας Θεοτόκου
που καρφώνεται

Μουγκρητό εξάτμισης και ύστερα σκαλιά, πολλά σκαλιά μαρμάρινα κι έπειτα ξύλινα σωρό, μ’ έναν ιδρώτα να κατασκηνώνει εκεί στον κρόταφο. «Πρόσεχε», μου ’πες, «το πάνω πάνω σκαλοπάτι έχει λασκάρει». Με τα κανιά μου δρασκελώντας έφτασα στην κάμαρα.

Πάνω στον κομό η εικόνα της κι ένα κερί λιπόσαρκο. Φευγάτο το φιτίλι. Ο αέρας γνώριμος, οξύς, τραύλιζε νότες της κλεισούρας. Έσκυψα και προσκύνησα. Μου χαμογέλασε σαν τότε. Ύστερα κουβέντα: «Πώς πέρασες;», «τι έκανες;», «πού  χ ά θ η κ ε ς ;». Έσυρα για τον κήπο, με βλέμμα απλανές, φυγαδευμένο. Ήξερα.

Το χώμα άγονος πηλός και κάποιοι τζίντζιροι. Έκανες να τους τσακώσεις μα ψυλλιάστηκαν και πέταξαν μακριά. Οι υμένες των φτερών τρίζαν σαν χόβολη. «Τίποτα δεν σου χαρίζεται σ’ αυτόν τον τόπο», έκρωξα κι όρμησα στη δημοσιά σωστό ελατήριο. Αγρίμι.

39°36’56.4″N 19°54’23.4″E

*

Πρόοδος

Παραστάσεις κυνηγιού στην Αλταμίρα·
φωτιά, συνοικισμοί
σπορές και θερισμοί
πόλεμοι σωρό
για Ελένες, χωρίς Ελένες·
χαλκός, σίδηρος, χάλυβας και λοιπά κράματα,
τώρα αφθονία πυριτίου και 3D printing

Σπίτια από λάσπη, άχυρο και τερακότα,
πέτρα ή μάρμαρο, από ξύλο –ύλη σχετικά φθηνή–
από μπετόν αρμέ και πλεξιγκλάς

Θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση,
υπολογιστής, τάμπλετ
λοιπές χεριού προεκτάσεις
youtube και pornhub

Θεοί σε οργασμό προπάντων:
πρώτα χθόνιοι
κατόπιν επουράνιοι
άλλοτε πολλοί, άλλοτε λίγοι
–το μεροκάματο ας τσουλά–

Ξάφνου εις αληθινός και μόνος
κατ’ εικόνα και ομοίωσιν πλασμένος
βολικός και φιλεύσπλαχνος
–εσχάτως εκλείπει κι αυτός,
ασθμαίνει η πίστη από των bit τον πακτωλό·
μετά τρελαίνεται–

Άνθρωπος η μόνη σταθερά
μες στη φρενήρη τύρβη
της προόδου

Άνθρωπος; (περισσότερα…)

Παράδοξο συνθετικό αφήγημα

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Νίκος Κωσταγιόλας,
Σαν άλλος Σαούλ (ένα σατυρικό δράμα),
Εκάτη, 2023

Ο παράξενος τίτλος της πρώτης συλλογής του Ν. Κωσταγιόλα προαναγγέλλει ένα παράδοξο συνθετικό αφήγημα που θέλει να είναι πολλά πράγματα μαζί. Πρώτον, μια μυθιστορία επιστροφής στη ρίζα της καταγωγής που ισούται με πηγή αυτοπροσδιορισμού και αφετηρία επανεφεύρεσης μιας αυθεντικής ταυτότητας. Πράγματι, ως άλλος Σαούλ, το κύριο πρόσωπο του έργου αναβλέπει κάτω από το αποκαλυπτικό φως της ελληνικής γης μετά από την άγονη περιπλάνηση σε ξένα χώματα. Ταυτόχρονα, είναι και αυτοβιογραφία. Πίσω από τα διάφορα προσωπεία βρίσκεται ο ίδιος ο ποιητής που αυτοβιογραφείται αφηγούμενος την προσωπική πορεία προς μια αυτεπίγνωση αναγκαία για την επιβίωση. Τρίτον, αποτελεί ένα δοξαστικό στο μυθοποιημένο χώρο της πνευματικής αφετηρίας που ορίζεται από τη θάλασσα, τον ήλιο, την ηθική παρακαταθήκη του γενέθλιου κόσμου. Τέλος, τη σύνθεση διατρέχει και μια ερωτική ιστορία που συμπλέει με την υπαρξιακή καταβύθιση. Καταβύθιση που θέλει να αποβεί ανάδυση, ανάταση, μύηση, κάθαρση.

Η πολλαπλή αυτή στόχευση αντικατοπτρίζεται, αρχικά, στην περίπλοκη δομή του έργου. Το κείμενο μιμείται χαλαρά τη μορφική σύμβαση του αρχαίου δράματος και αυτό αποτυπώνεται και στην τιτλοφόρηση κάποιων επιμέρους ενοτήτων (π.χ. πάροδος, στάσιμα, παράβαση, έξοδος). Δεύτερον, στον επιμερισμό του λόγου σε τέσσερις φωνές: ενός αφηγητή, και τριών άλλων συμβολικών μορφών, του «Εφήμερου», του Σειληνού και του Χορού των Σατύρων. Η σκυτάλη περνά –όχι πάντοτε με τακτή σειρά– από την αποστασιοποιημένη και εν πολλοίς ρεαλιστική διήγηση του αφηγητή, στον πεζότροπο λόγο του Εφήμερου για να απογειωθεί στη λυρική φωνή του Σειληνού και στα χορωδιακά στάσιμα του Χορού των Σατύρων, που πλαισιώνει τα παραπάνω, άλλοτε σε λυρική ύψωση άλλοτε σε απόπειρα σκωπτικού σχολιασμού. Η πολλαπλότητα, τρίτον, αποτυπώνεται και στην συνύπαρξη χριστιανικών, παγανιστικών, λογοτεχνικών και αρχαιοελληνικών συμβολισμών. Ο Εφήμερος προέρχεται από τον «αυτόχειρα ένοικο μιας βελανιδιάς στον έβδομο κύκλο της Κόλασης» του Δάντη, εκεί που μεταξύ άλλων κολάζονται μεταμορφωμένοι σε δέντρα όσοι αφαίρεσαν οι ίδιοι τη ζωή τους. Ο Σειληνός είναι ταυτόχρονα και ένα είδος δαντικού Βιργιλίου που εδώ δεν ξεναγεί τον ποιητή στην κόλαση αλλά στην περιδιάβαση στον κόσμο των θνητών. Το διονυσιακό, το ιερό, το υπερβατικό και το εμπράγματο καλούνται να συνδράμουν στην υπαρξιακή κρίση του αφηγητή-ποιητή. (περισσότερα…)

Εξαγγελίες ενός θαρραλέα αιρετικού

του ΝΙΚΟΥ ΚΩΣΤΑΓΙΟΛΑ

Πάει κι ο αρχάγγελος να κόψει μήλο
κι αποκρίνεται το φύλλο
Paradiso, paradiso
στο ώριο περιβολάκι και
στον απάνω κόσμο χαλαστής είναι ο άνθρωπος.

Όλο και πιο δραστήρια εμφανίζεται τελευταίως η συζήτηση γύρω από το ζήτημα της κριτικής [1], το κατά πόσο αυτή βρίσκεται σε εγρήγορση ή σε ύπνωση, το κατά πόσο ενίοτε υπερβαίνει τα όρια μιας καλώς εννοούμενης (μοιραίας) μεροληψίας, κ.ο.κ. Ελαφρυντικά, βεβαίως, για φαινόμενα κριτικής αδράνειας μπορούμε, αν θέλουμε, να προφασιστούμε ουκ ολίγα, πλην λίγο έως πολύ γνωστά: τον εκδοτικό πληθωρισμό, ο οποίος καθιστά ακόμα και τον πλέον χαλκέντερο κριτικό άμοιρο συστηματικής παρακολούθησης του χώρου, το γεγονός ότι οι Έλληνες μάλλον περισσότερο γράφουμε παρά διαβάζουμε, την (εν πολλοίς δικαιολογημένη) απουσία φίλτρων από μεριάς της ασθμαίνουσας εκδοτικής τάξης, κ.τ.λ. Αποτέλεσμα, όπως είναι φυσικό, της κριτικής εγκράτειας είναι το μεγαλύτερο μέρος της εκδοτικής παραγωγής να περνάει παντελώς απαρατήρητο, με τα θύματα συχνά να περιλαμβάνουν και έργα μείζονα, τα οποία καταλήγουν ως χλωρά να καίγονται μαζί με τα ξερά, με την εκτίμησή τους να αναβάλλεται, στην καλύτερη σε χρόνο δευτερεύοντα – στη δε χειρότερη επ’ αόριστον. Ακόμα, βέβαια, και σε περίπτωση που ο κριτικός εμφανίζεται πάνοπλος απέναντι στα κάθε λογής προσκόμματα, τουλάχιστον όσον αφορά στην καίρια ενημέρωση, η τύχη ενός βιβλίου, άμα τη εκδόσει του, κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη είναι. Ανατρέχοντας (μεταξύ άλλων και προς επιβεβαίωση της διαχρονικότητας του φαινομένου) στο μακρινό 1990 λ.χ., εποχή όπου το δύον άστρο του Οδυσσέα Ελύτη – το έργο του οποίου μάλλον πρόσφορο παρά απωθητικό είναι απέναντι στην κριτική, έστω και για τοποθετήσεις επιφανειακές ή στερεότυπες – θα δώσει, κατά την τελευταία δεκαετία του βίου του, τις μέγιστες λάμψεις του, απηχώντας τις εκρήξεις supernova, περιπτώσεις κριτικής δυστοκίας γύρω από έργα σημαντικά πλην ιδιόρρυθμα όπως π.χ. ο Μικρός ναυτίλος, ακόμα και τέσσερα και πλέον χρόνια μετά την δημοσιοποίησή του, ήδη ελέγχονται [2]. «Πρόκειται για ένα είδος κριτικού δισταγμού, που είναι κάπως φυσικό να γεννούν οι μεγάλες ποιητικές συνθέσεις; Ή μήπως πρόκειται για μια μορφή κριτικής θρασύτητας, ίσως και ανωριμότητας, το να αναμετρηθεί κανείς πρόωρα και βιαστικά με τα μείζονα έργα του ποιητικού λόγου;», διαβάζουμε – εικασίες εύλογες.

Επανερχόμενοι στο σήμε (περισσότερα…)

ڤنتون → pantoum → παντούμ: Οι μεταμορφώσεις ενός είδους [2/2]

*

Μικρή εισαγωγή στο μαλαϊκό, ευρωπαϊκό και ελληνικό παντούμ,
μεταφραστική περιήγηση στους σημαντικούς του σταθμούς
και πρώτη χαρτογράφηση της διαδρομής του στην Ελλάδα  [ 2/2 ]

~.~

του ΣΤΑΘΗ Α. ΚΙΣΣΑΜΙΤΗ

Για την γενική εισαγωγή στο παντούμ/παντούν, βλ. το πρώτο μέρος της παρούσας μελέτης. Όπως προσημειώνεται εκεί, η καταγραφή των ελληνικών παντούμ που ακολουθεί σε αυτό το δεύτερο μέρος δεν είναι εξαντλητική, περιλαμβάνει δε 28 εν συνόλω ποιήματα. Σε κάθε παντούμ υποσημειώνεται η πρώτη δημοσίευση εφόσον έγινε δυνατόν να εντοπιστεί· όπου υπάρχει νεώτερη έκδοση, χρησιμοποιείται αυτή ως πηγή. — Σ.Α.Κ.

~.~

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Η Λάμια

Τ’ όνομά μου Λαμπετώ η Γελούσα,
είμαι η Λάμια του ξολοθρεμού,
τρέφω το τραγούδι σαν τη Μούσα,
λάμπω σαν τον άγγελο του Θεού.

Είμαι η Λάμια του ξολοθρεμού,
βάι στα γερατειά κι οϊμέ στα νιάτα!
Λάμπω σαν τον άγγελο του Θεού,
κλάφτε όποιον μ’ απάντησε στη στράτα.

Βάι στα γερατειά κι οϊμέ στα νιάτα!
Τα χρυσά μου ανήσυχα μαλλιά
—κλάφτε όποιον μ’ απάντησε στη στράτα—
χάιδιο ονείρου και πνιμού θηλιά.

Τα χρυσά μου ανήσυχα μαλλιά
τα χτενίζω νύχτα, φως και φίδια,
χάιδιο ονείρου και πνιμού θηλιά
και μια τρίχα από τ’ αποχτενίδια.

Τα χτενίζω νύχτα, φως και φίδια,
στους αγαπημένους τί κακό!
Και μια τρίχα από τ’ αποχτενίδια
σπέρνει θέρμη και θανατικό. (περισσότερα…)

Ντέρεκ Ουώλκοτ, Ποιήματα

*

Μετάφραση ΝΙΚΟΣ ΚΩΣΤΑΓΙΟΛΑΣ

Από το «Ο Τυχερός Ταξιδευτής» (1982)

Εποχή Φασματικής Ειρήνης

Και τότε όλα των πουλιών τα έθνη σήκωσαν μαζί
το δίχτυ το πελώριο των σκιών τούτης της γης
μέσα σε διάλεκτους πολυπληθείς, γλώσσες που τιτιβίζανε
γαζί-γαζί, ραφή-ραφή συρράπτοντάς το. Εξάγνισαν
απάτητες πλαγιές από σκιές θεόρατων πεύκων
οδούς εσπερινές από σκιές γυάλινων πύργων
και κάποιο του αστέως περβάζι που το εύθραυστο φυτό του
να ριγώνει επέμενε – με το δίχτυ ν’ ανυψώνεται βουβό, βουβά και των πουλιών
τα ξεφωνήματα εωσότου
σούρουπο πια ή εποχή, κακοκαιρία ή παρακμή δεν κυβερνούσε
μονάχα η πάροδος φωτός φασματικού,
που ούτε κι η πιο ακονισμένη σκιά να κόψει δεν τολμούσε. (περισσότερα…)