Μάριο Αντρέα Ριγκόνι

Mario Andrea Rigoni, Μεταφυσική της ματαιότητας

*

Η ιστορία της ματαιότητας είναι η ιστορία του κόσμου. Η ίδια η δημιουργία δεν ήταν, σε όλη την έκταση και με όλες τις έννοιες του όρου, μια πράξη ύψιστης, απροσμέτρητης ματαιότητας; Ο Θεός δεν μπορούσε να δημιουργήσει τον κόσμο παρά μόνο έξω από τον εαυτό του, και ο κόσμος δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο έξω από εκείνον και, εφόσον ο κόσμος δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ Θεός, είναι και θα είναι πάντοτε μάταιος. Πώς θα μπορούσε να υπάρχει όχι μόνο το σύμπαν, μα κάθε ελάχιστο πράγμα, παρά μόνο μέσα στο κενό του Θεού; Πώς θα μπορούσε να ζει ο γάτος μου και πώς θα μπορούσα εγώ να είμαι διαφορετικός από αυτόν και να τον βλέπω να σκαρφαλώνει ανάμεσα στα φύλλα του σφενταμιού στον κήπο μου, παρά μόνο μέσα στο απόμακρο του Θεού;

Αν ο Θεός βρισκόταν πράγματι εδώ, αν εμείς βρισκόμασταν στην αγκαλιά του και εκείνος στη δική μας, δεν θα υπήρχε τίποτε άλλο παρά αυτός, μιας και το πεπερασμένο χάνεται στο άπειρο, το διαφορετικό στο όμοιο, με τον ίδιο τρόπο που ένα ξερό φύλλο εξαφανίζεται στη φωτιά. Μόνο στην απομάκρυνση βρίσκει χώρο το παιχνίδι του κόσμου και της γνώσης˙ αλλά, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, το παιχνίδι είναι επίσης αφοσιωμένο αιώνια στο ανεξήγητο. Οι Ωδές του Σολομώντος λένε πως δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθούν τα θαύματα της κτίσης γιατί όποιος θα μπορούσε να τα ερμηνεύσει, θα χανόταν και θα απόμενε μόνο η ερμηνεία. Είμαστε εκ φύσεως καταδικασμένοι στο άγνωστο, στο ψεύτικο και στο μάταιο. (περισσότερα…)

Στο βασίλειο της Κλειούς

*

του ΜΑΡΙΟ ΑΝΤΡΕΑ ΡΙΓΚΟΝΙ

Κάποιες μορφές ματαιότητας γειτνιάζουν με τον ηρωισμό. Γνωρίζουμε από τον Ηρόδοτο ότι πριν από τη μάχη των Θερμοπυλών ένας έφιππος ανιχνευτής που στάλθηκε από τον Ξέρξη προς αναγνώριση, για να κατασκοπεύσει το στρατόπεδο των Ελλήνων, είδε κατάπληκτος πως οι Σπαρτιάτες χτένιζαν αφοσιωμένοι, με ιδιαίτερη φροντίδα, τα μακριά μαλλιά τους πριν να πάνε προς τη σφαγή. Ήταν σίγουροι για το τέλος που θα είχαν, τόσο μεγάλη ήταν η δυσαναλογία των δυνάμεων: άλλωστε ο ίδιος ο βασιλιάς τους, ο Λεωνίδας, είχε προαναγγείλει πως εκείνο το βράδυ «θα δειπνούσαν στον Άδη».

Το επεισόδιο με έκανε πάντοτε να σκέφτομαι εκείνες τις κυρίες του γαλλικού 18ου αιώνα, που ήταν ικανές, όπως αφηγούνται οι Γκονκούρ, να σηκώνονται με το ζόρι από το κρεβάτι του ψυχορραγήματος και να καλλωπίζονται για τελευταία φορά, ώστε να «μην προκαλέσουν απέχθεια στον θάνατο».

*** (περισσότερα…)

Mario Andrea Rigoni, Αλληλογραφία με αγαπητή δεσποινίδα

*

Μάριο Αντρέα Ριγκόνι

Αγαπητή δεσποινίς Άμπρα,

μην αναρωτηθείτε πώς γνωρίζω το όνομά σας ούτε πώς κατάφερα να βρω τη διεύθυνση για να στείλω αυτό το γράμμα. Όταν θα το έχετε διαβάσει, ίσως και πριν φθάσετε στο τέλος, θα συνειδητοποιήσετε πως είναι περιττό το ερώτημα. Δεν υπάρχει τίποτε πιο εύκολο, πιστέψτε με, από το να εντοπίσει κανείς, αν το επιθυμεί, το όνομα και τη διεύθυνση ενός προσώπου˙ μέχρι και τον αριθμό του τραπεζικού λογαριασμού του. Επιπλέον, μένω σε ένα κτίριο που βλέπει στο δικό σας, σε διαμέρισμα (δεν σας λέω σε ποιον όροφο), από όπου φαίνεται τόσο η είσοδος όσο και τα παράθυρά σας. Το ερώτημα που πρέπει να θέσετε –ίσως πολύ περισσότερο θα έπρεπε να το θέσω εγώ– είναι άλλης φύσεως. Ας τα πάρουμε, όμως, με τη σειρά˙ μάλιστα, η απάντηση θα μπορούσε να βρίσκεται στο ίδιο το γράμμα, πιθανώς κρυμμένη ανάμεσα στις γραμμές.

Πρέπει να ξέρετε πως μια ξαφνική απόλυση –από εκείνες που σήμερα τρομοκρατούν πολύ κόσμο, αλλά που στην περίπτωσή μου συνοδεύτηκε και από μια μεγάλη αποζημίωση και από μιαν αξιοπρεπή σύνταξη, κάτι το οποίο όντως με εμποδίζει να παραπονιέμαι!– με έφερε στην αξιοζήλευτη κατάσταση να αφιερώνω όλο τον χρόνο μου σε έναν απλό σκοπό: την παρατήρηση του κόσμου. Θα σας φανεί παράξενο, όμως δεν μου είχε συμβεί ποτέ πριν. Για ποιον λόγο; Είναι απλό: ήμουν πολύ απασχολημένος. Εσείς, που κάθε πρωί ξυπνάτε στις επτά γιατί στις οκτώ πρέπει να είστε στο δικαστήριο και καμιά φορά καταλήγετε να μακιγιάρεστε στο αυτοκίνητο, μπορείτε να με καταλάβετε. (περισσότερα…)

Αποχαιρετισμός στον Μάριο Αντρέα Ριγκόνι

Mario Andrea Rigoni (Asiago, 2.6.1948 – Montebelluna, 15.10.2021)

~.~

Στις αληθινές φιλίες –ένα από τα θαύματα της ζωής–
λάμπει ένα αμυδρό φως αιωνιότητας: μόλις γινόμαστε φίλοι
και φαίνεται σαν να ήμασταν από πάντα.

MARIO ANDREA RIGONI, «Fondi di cassetto», 2019

Ανάμεσα στις τόσες πολλές φράσεις, αναμνήσεις και συναισθήματα που αναδύονται από τη φιλία μου με τον Μάριο, σκέφτομαι αυτόν τον αφορισμό του, τόσο αντιπροσωπευτικό του χαρακτήρα του και των όσων ο ίδιος ήταν ικανός να σου εμπνεύσει από την πρώτη κιόλας συνάντηση. Αξιαγάπητος, γενναιόδωρος, ευγενής, συμπονετικός, αυθόρμητος και γλυκός σαν παιδί.

Από το 2014 έως σήμερα τον συνάντησα τέσσερις φορές, συχνά μαζί με τη σύζυγό του Λουίζα, στο Μιλάνο, στην Πάντοβα και στην Ελλάδα. Διατηρούσαμε μια αδιάλειπτη επικοινωνία, γραπτή, τηλεφωνική, ακόμη και μέσω skype, μέχρι τις τελευταίες μέρες. Είχα την τιμή και την τύχη να μεταφράσω στα ελληνικά μια επιλογή από αφορισμούς και ποιήματά του, και πρόσφατα τη συλλογή διηγημάτων Η σκοτεινή όψη των πραγμάτων (Loggia, 2021), την οποία πρόλαβε να δει.

Τούτα τα φτωχά, ασυνάρτητα λόγια μου δεν επαρκούν, γιατί ο Μάριο Αντρέα Ριγκόνι ήταν ένα σπάνιο ον. Εδώ αισθάνομαι την ανάγκη να ανατρέξω στα λόγια του αγαπητού φίλου κινηματογραφιστή Τζόννυ Κονσταντίνο, ο οποίος γνώρισε τον Μάριο τον Γενάρη του 2020 και έγραψε ένα υπέροχο κείμενο για την συνάντησή τους εκείνη («In compagnia di Rigoni», Il primo amore, 31.1.2020): «Η συνάντηση με τον Μάριο Αντρέα Ριγκόνι είναι από εκείνες που, στα περιορισμένα όρια μιας ύπαρξης βιωμένης μες στη φωτιά του πάθους, καθιερώνει ένα πρότερον και ένα ύστερον».

Ο Μάριο έφυγε την 15η Οκτωβρίου, μέρα που γιορτάζεται η Αγία Τερέζα της Άβιλα, προστάτιδα των συγγραφέων, μια μυστικίστρια που πιθανόν θα ενέπνεε στον Μάριο άλλο ένα απαστράπτον ποίημα σαν εκείνα που μας άφησε τελευταία.

ΜΑΡΙΑ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ

~.~

~.~

Μάριο Αντρέα Ριγκόνι, Δύο διηγήματα (μτφρ. Μαρία Φραγκούλη)

Mario Andrea Rigoni

 

Ο άνδρας στο αναπηρικό καροτσάκι

Στη ζωή χρειάζεται να στηριζόμαστε σε κάτι, αλλιώς βουλιάζουμε. Ισχύει ίσως περισσότερο γι’ αυτόν, μα στην πραγματικότητα ισχύει για όλους, έλεγα: είναι απλώς ζήτημα τρόπου και βαθμού. Πόσα χρόνια, τώρα πια, ο Τάνο ήταν καταδικασμένος στο αναπηρικό καροτσάκι; Είκοσι, τριάντα; Ήταν οπωσδήποτε τόσα που, κάθε καλοκαίρι, ενώ κατέβαινα από το αυτοκίνητο και ξεφόρτωνα τις αποσκευές, σηκώνοντας το κεφάλι προς τον οικισμό κουρνιασμένο κατακόρυφα στη θάλασσα, έβλεπα το κοντόχοντρο περίγραμμά του να διαγράφεται ακίνητο στην ανοιχτή πόρτα –προστατευμένη μόνο από μια πράσινη πλαστική τέντα– του σπιτιού του, μικροσκοπικού σαν παιχνίδι. (περισσότερα…)