Κώστας Χατζηαντωνίου

Ο Ζαν Πάουλ Ρίχτερ και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

~.~

Συμπληρώνονται φέτος 200 χρόνια από τον θάνατο του κορυφαίου πεζογράφου της ρομαντικής Γερμανίας, του Johann Paul Friedrich Richter (Βούνσιντελ 1763 – Μπαϊρόυτ 1825), γνωστότερου ως Ζαν Πάουλ, όπως ο ίδιος θέλησε να μείνει στην ιστορία των Γραμμάτων. Επιδιώκοντας σταθερά την σύνθεση επικού και λυρικού/μουσικού στοιχείου και την σύνδεση του ορατού με τα αόριστα ψυχικά βιώματα, αντιστρέφοντας τη σχέση της φωτεινής επιφάνειας με το εσωτερικό βάθος, ο Ζαν Πάουλ, ξεπερνώντας την διάκριση γεγονότος και αίσθησης αλλά και την δουλεία της μορφής, οδήγησε την ρευστή αμορφία του ρομαντικού μυθιστορήματος στα άκρα της.

Το εντυπωσιακό του ξεκίνημα με τις σατιρικές Δοκιμασίες της Γροιλανδίας και το δημοφιλές μυθιστόρημα Έσπερος ή 45 Μέρες με Σκύλους δεν του χάρισαν την πολυπόθητη αναγνώριση που επιθυμούσε. Ο Χέρντερ και ο Βήλαντ τον επαίνεσαν αλλά ο Γκαίτε και ο Σίλλερ έστεκαν ψυχροί ενώ και το αναγνωστικό κοινό έδειχνε διχασμένο. Κάποιοι τον σέβονταν απόλυτα κι άλλοι τον αντιμετώπιζαν με κούνημα του κεφαλιού και αδιαφορία.

«Βρήκε την υγειά του» αφήνοντας την Βαϊμάρη για το Βερολίνο όπου η βασίλισσα της Πρωσίας Λουίζα αποδείχθηκε ενθουσιώδης αναγνώστρια των έργων του. Αυτό ώθησε τον Ζαν Πάουλ να μετακομίσει μόνιμα στο Βερολίνο τον Οκτώβριο του 1800, όπου έγινε φίλος με τους αδελφούς Σλέγκελ και τους άλλους μεγάλους ρομαντικούς, τον Τικ, τον Σλάιερμαχερ, τον Φίχτε. Από το 1804 όμως εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο Μπαϊρόυτ όπου έζησε απομονωμένος ως τον θάνατό του. Παρά την απομόνωση όμως, ενέπνεε τις γερμανικές φοιτητικές αδελφότητες, τόσο για τον πατριωτισμό του όσο και για τις τολμηρές μεταφορές και τις λαβυρινθώδεις πλοκές των έργων του, στις οποίες ο Ζαν Πάουλ παρενέβαλλε στοχασμούς και ποιητικά ή φιλοσοφικά σχόλια που μαρτυρούν την αποστασιοποίησή του τόσο από τον διαφωτισμό όσο και από την μεταφυσική. Η πνευματώδης ειρωνεία του διανθιζόταν πάντα με απότομη πικρή σάτιρα και ο νηφάλιος ρεαλισμός του με τα πιο μεταμορφωτικά ειδύλλια. Έτσι, κατέληξε σε μια κοσμοθεωρία χωρίς ψευδαισθήσεις, σε συνδυασμό με την χιουμοριστική παραίτηση από κάθε διάθεση κατήχησης. Κέρδισε τελικά την υψηλότερη εκτίμηση μεταξύ των μεταγενέστερων ποιητών και δεν είναι τυχαίο ότι υπήρξε ο μόνος ποιητής του οποίου τα πλήρη έργα πήρε μαζί του στο Παρίσι ο Πάουλ Τσέλαν, στο έργο του οποίου είναι εμφανείς οι επιδράσεις. (περισσότερα…)

Χρήμα και λογοτεχνία στη Γαλλία του 19. αιώνα

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

~.~

Αν η Επανάσταση του 1789 καθόρισε την ιστορική εξέλιξη προς την απόλυτη επιβολή του χρήματος επί της εξουσίας, δηλαδή της οικονομίας επί της πολιτικής, στη Γαλλία, τουλάχιστον, αυτή η διαδικασία χρονολογείται αρκετούς αιώνες πίσω, αν λάβουμε υπόψη την εκτεταμένη εξαγορά αξιωμάτων και τίτλων από τις αρχές του 15ου αιώνα, όταν ο Λουδοβίκος ΙΒ΄ επέτρεψε στους πλούσιους να αναλάβουν σταδιακά τον κρατικό μηχανισμό. Γενικότερα, βέβαια, η λατρεία του χρυσού μόσχου διαπερνά όλα τα κοινωνικά και πολιτικά καθεστώτα: ήταν π.χ. η μοναρχία, δέσμια του υλισμού, αυτή που έδωσε το σύνθημα της υποταγής της ευγένειας στον πλούτο και στη διάλυση της οργανικής και συντεχνιακής μεσαιωνικής κοινωνίας. Και υπήρξε αρκούντως τυφλή και αυτοκαταστροφική η εκδίκηση των ευγενών: αυτοί ήταν που άναψαν την πυρά του διαφωτισμού στην οποία θα καίγονταν τα τελευταία τους προνόμια. Τούτων δοθέντων, το 1789 ήρθε μόνο για να άρει τα τελευταία εμπόδια στη βασιλεία της πλούσιας αστικής τάξης και να εγκαινιάσει έναν αιώνα στον οποίο, όπως θα συνοψίσει ο Αλέξις ντε Τοκβίλ, «η επιθυμία να πλουτίσει κανείς με κάθε κόστος, η αγάπη για το κέρδος, η αναζήτηση της ευημερίας και των υλικών απολαύσεων ήταν τα πιο μεγάλα πάθη».

Μέσα στον 19ο αιώνα, ωστόσο, υπάρχει μια ιστορική περίοδος που καμμία άλλη δεν συγκρίνεται μαζί της (μιλούμε για τη Γαλλία πάντα) ως προς το πάθος για χρήμα, που γίνεται εμμονή, όχι απλώς κοινωνική νόρμα αλλά και κεφαλαιώδες λογοτεχνικό αντικείμενο. Στον αιώνα αυτόν των τραπεζιτών, των τοκογλύφων και των νεόπλουτων, που επέβαλε και στους συγγραφείς τον πνευματικό ζυγό του (το πνεύμα του χρήματος, τι τρομερή αντίφαση!), τον αιώνα κατά τον οποίο η Γαλλία γνώρισε δύο επαναστάσεις, δύο αυτοκρατορίες, δύο δημοκρατίες και δύο μοναρχίες, κομβική στάθηκε η περίοδος της Ιουλιανής Μοναρχίας (1830-1848), όταν ο κλάδος της Ορλεάνης για να στηρίξει την Παλινόρθωση και τον σφετερισμό της μοναρχικής νομιμότητας, παραδίδει όλη την εξουσία στην αστική τάξη. Είναι η εποχή που τα γράμματα αρχίζουν να καταβροχθίζονται από το χρήμα και γεννιέται η λαχτάρα του μπεστ σέλλερ προκειμένου οι εκδότες να πλουτίσουν και οι συγγραφείς να επιζήσουν. (περισσότερα…)

«Το ταξίδι» του Ερνέστου Ψυχάρη

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Όταν το 1888 στο αθηναϊκό τέλμα έπεφτε, εξαπολυμένο από το Παρίσι, βαρύ λιθάρι το Ταξίδι του Γιάννη Ψυχάρη, έργο με όσες αρετές και ελαττώματα χρειάζονταν για να αρχίσει ο μεγάλος αγώνας μιας γενιάς που με όπλο τη δημοτική γλώσσα θα πολεμούσε για τη λύτρωση από τις πνευματικές και πολιτικές τροχοπέδες ενός έθνους, ο συγγραφέας του δεν μπορούσε ασφαλώς να φανταστεί πως δεκαπέντε χρόνια αργότερα ο πρωτότοκος γιος του θα άρχιζε ένα άλλο «ταξίδι» που θα τον έβγαζε σε μια άλλη Πίστη, ξένη προς τον ορθολογισμό του πατέρα και κυρίως του παππού του, του περίφημου Ερνέστου Ρενάν. Κι ούτε φυσικά γινόταν να προβλέψει πως η περίφημη και προκλητική φράση «Χαίρουμαι να βλέπω ελληνικό στρατό», με την οποία έκλεινε το Ταξίδι, θα έπαιρνε μιαν άλλη εκδοχή χαράς όταν ο Ερνέστος Ψυχάρης θα παρατούσε κάθε επιστημονική φιλοδοξία για να σταδιοδρομήσει στον γαλλικό στρατό, βρίσκοντας σε αυτόν την οδό προς την αληθινή Γαλλία, την «πρώτη κόρη της καθολικής εκκλησίας». Και, αλίμονο, δεν περνούσε από τον νου του πως τόσο ο Ερνέστος όσο και ο δεύτερος γιος του, ο Μισέλ Ψυχάρης, θα εύρισκαν τον θάνατο στο σφαγείο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

~.~

Ερνέστος Σπυρίδων Ιωάννης Νικόλαος Ψυχάρης. Αυτό ήταν το πλήρες όνομα του πρωτότοκου γιου του Γιάννη Ψυχάρη και της Νοεμί Ρενάν (κόρης του κορυφαίου ιστορικού και εθνολόγου Ερνέστου Ρενάν) που γεννήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1883 στο Παρίσι και βαπτίστηκε δύο μήνες αργότερα, κατά το ορθόδοξο τυπικό. Όχι γιατί πατέρας ήταν ο Ψυχάρης αλλά γιατί το ζήτησε επιμόνως η προτεσταντικής καταγωγής μητέρα, η Νοεμί. Θα ακολουθούσαν ακόμη τρία παιδιά. Η Ενριέττ (1884-1972), που από τον γάμο της με τον ψυχίατρο Γκαμπριέλ Ρεβώ ντ’ Αλόν απέκτησε δυο γιους, τον γκωλικό στρατηγό Ζαν Γκαμπριέλ Ρεβώ ντ’ Αλόν και τον φιλόσοφο Ολιβιέ Ρεβώ ντ’ Αλόν, ο Μισέλ (1887-1917, βλ. παρακάτω) και η Κορνηλία (1894-1982), σύζυγος του νεοκλασικού συνθέτη Ρομπέρ Σιοάν. Παρά τα τέσσερα παιδιά, ο γάμος του Γιάννη Ψυχάρη και της Νοεμί Ρενάν δεν θα εξελισσόταν καλά. Μέχρι το τυπικό διαζύγιο το 1913, η σχέση τους θα είναι συμβατική και τα παιδιά θα ζουν κυρίως με τη μητέρα και τη γιαγιά τους.

Ζωηρό και μαχητικό παιδί ο Ερνέστος, σε διαρκή αντιπαράθεση με τον πατέρα του, αλλά και γενναιόδωρο (αναφέρεται ένα περιστατικό που χαρίζει το καινούργιο του παλτό σε φτωχό συμμαθητή του), όπως είναι φυσικό, μεγαλώνει μέσα σε περιβάλλον ιδεών, γραμμάτων και τεχνών καθώς είναι ισχυρό το αποτύπωμα του πατέρα και του παππού του αλλά και δύο ακόμη προσώπων, του προπάππου του, του ζωγράφου Άρι Σέφερ και της γλύπτριας γιαγιάς του Κορνηλίας Σέφερ. Οι πρώτες εκτός οικογενείας επιρροές, εξέχουσες μορφές της αντιμιλιταριστικής και αντικληρικαλιστικής διανόησης που επισκέπτονται το σπίτι του Ψυχάρη (Εμίλ Ζολά, Ζαν Ζωρές, Ζωρζ Κλεμανσώ) ενώ από τον σύζυγο της μαγείρισσας της οικογένειας, ένα μαχητικό ριζοσπάστη, θα γνώριζε πρώτη φορά τις σοσιαλιστικές ιδέες. (περισσότερα…)

«Παναγούδα: θαυμάσια τοποθεσία για τη σκήτη μας»

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΩΑΝΤΩΝΙΟΥ

Στις 28 Νοεμβρίου 1914 ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Άγγελος Σικελιανός μετρούσαν ήδη δέκα μέρες στο Άγιον Όρος. Το προσκύνημα και η αναζήτηση ενός λυτρωτικού δρόμου που από καιρό η ψυχή τους ζητούσε (αξεδίψαστη από τη δόξα που είχαν προαναγγείλει ο Όφις και το κρίνο ή ο Αλαφροΐσκιωτος), τους είχε φέρει μάλλον απροσδόκητα εδώ. Τρεις μόλις ημέρες μετά την συγκλονιστική και για τους δυο γνωριμία τους στην Αθήνα, στις 12 Νοεμβρίου 1914, όπου ευθύς αναγνωρίστηκαν ως αδελφοί, σε μιαν εποχή που ένας ολόκληρος κόσμος γκρεμιζόταν (θυμίζω πως το φθινόπωρο εκείνο η Ευρώπη βυθιζόταν στο τέλμα ενός χωρίς προηγούμενο πολέμου), ένα λεύκωμα που τυχαία τράβηξε ο Καζαντζάκης από τη βιβλιοθήκη του Σικελιανού (αν πιστέψουμε τη μυθοποιημένη εκδοχή για την απόφαση του ταξιδιού, όπως στην «Αναφορά στον Γκρέκο» διαβάζουμε), τους είχε φέρει στο περιβόλι της Παναγιάς. Από τις 18 Νοεμβρίου που πήραν το καραβάκι για το Όρος (μετά από ένα τριήμερο στη Θεσσαλονίκη) ως τις 28 οι δύο νέοι φίλοι είχαν ήδη επισκεφθεί τις μονές Ιβήρων, Σταυρονικήτα και Παντοκράτορος.

Ξεκινώντας το πρωί της 28ης Νοεμβρίου από τη μονή Παντοκράτορος για να πάνε στην παρακείμενη (ρωσική τότε) σκήτη του Προφήτη Ηλία, το μονοπάτι τούς βγάζει στην Παναγούδα, στη δασώδη ασκητική περιοχή της Καψάλας, σε ένα ρημαγμένο κάθισμα της οποίας, πολλά χρόνια αργότερα (το 1979) επρόκειτο να εγκατασταθεί ο όσιος Παΐσιος. Η καταγραφή του Νίκου Καζαντζάκη (ο τίτλος που ήδη διαβάσατε) για εκείνη τη μέρα φαίνεται πως είναι μεταγενέστερη, γράφτηκε μάλλον όταν κοίταξε μετά από δεκαετίες ξανά το ημερολόγιό του, πάντως είναι πολύ πριν η εξηρτημένη από τη μονή Κουτλουμουσίου Παναγούδα πάρει την κατοπινή της δόξα εξαιτίας της παρουσίας του Παϊσίου. Σε μια απόληξη λοφίσκου, μέσα σε πυκνή βλάστηση, στον δρόμο από τις Καρυές προς την Ιβήρων, με το παλαιό εκκλησάκι του Γενέσιου της Θεοτόκου (εξ ου Παναγούδα), στη νοτιοανατολική γωνιά της καλύβης και μια πόρτα να βγάζει στην απλωταριά και τη μαγική θέα προς τις Καρυές, ήταν όντως «θαυμάσια τοποθεσία για τη Σκήτη» τους.

Δεν είναι αυτή η πρώτη ή η μόνη αναφορά του Καζαντζάκη στη φιλοδοξία για μια σκήτη. Από την πρώτη μέρα που βρέθηκαν στο Όρος, στις 19 Νοεμβρίου, στον δρόμο από τις Καρυές για τη μονή Ιβήρων, θαυμάζοντας το περιβάλλον, συνεπαρμένοι από το τοπίο αλλά και την ενδιάθετη μεταφυσική ροπή τους (που ξεκινά από την ασκητική αφοσίωση και φτάνει ως την επιθυμία για… ίδρυση θρησκείας), οι δύο φίλοι συζητούν την ιδέα της οργάνωσης μιας σκήτης. Την ιδέα την καταγράφει ο Καζαντζάκης για πρώτη φορά στην ημερολογιακή σημείωση εκείνης της ημέρας («Σκέψεις να χτίσομε μια σκήτη»), πριν προσθέσει λίγο παρακάτω: «Πρέπει να πάρομε μίαν απόφαση ριζική στη Μοίρα μας». Όταν βρεθούν δυο μέρες μετά στη μονή Σταυρονικήτα, βλέποντας το κοιμητήρι της μονής, ο Καζαντζάκης σημειώνει και πάλι: «Θαυμάσιο υπόδειγμα για τη σκήτη μου». Το αντίκρισμα της Παναγούδας είναι λοιπόν η τρίτη αναφορά για τη σκήτη. Και η τελευταία. Στις 29 Νοεμβρίου, το βράδυ, πριν κοιμηθούν στη μονή Καρακάλλου, συζητούν πλέον για κάτι πολύ σοβαρότερο: «για την ουσία της υπέρτατης επιθυμίας μας – να δημιουργήσουμε μια θρησκεία». Μια σκήτη φαντάζει πια χαμηλός στόχος. (περισσότερα…)

«Εμπρός, μη χάνεις πια καιρό, μάθε πώς να πεθάνεις»

*

Ο Κωστής Παλαμάς και η κόμισσα ντε Νοάιγ

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
( το Πρώτο Μέρος εδώ )

«Θα έπρεπε να γίνεις πάρα πολύ σκληρός για να μην περιπέσεις στη μαγεία αυτής της εξαιρετικής ποιήτριας με το φωτεινό μυαλό και το κρύο αίμα», έγραφε ο Αντρέ Ζιντ (Journal, 20 Ιανουαρίου 1910), κι όσο σκεπτικιστής κι αν είναι κάποιος, ο λόγος του Κωστή Παλαμά πως η ντε Νοάιγ είναι «ο μέγιστος των ζώντων ποιητών της Γαλλίας» (Εμπρός, 13 Απριλίου 1921), αρκεί για να προσέξουμε αυτή την ποιήτρια, όχι τόσο για τις τιμές που έλαβε (Μεγάλο Βραβείο Γαλλικής Ακαδημίας το 1921) ή για τον θαυμασμό που της απένειμαν μεγάλες μορφές του καιρού της (μιλήσαμε ήδη για τον Προυστ), όσο για τους λόγους που ο παθιασμένος λυρισμός, το αίσθημα της ευφορίας μέσα στη φύση και η κατασταλαγμένη ομορφιά που δοξάζει τη ζωή ακόμα και υπό τη σκιά του θανάτου, μπορούσε να συγκινεί ενώ ο μοντερνισμός γινόταν κυρίαρχος.

«Ο ελληνικός λυρισμός προώρισται να κρατεί εν Γαλλία τα σκήπτρα», διαβάζουμε πάλι στο Εμπρός (8 Φεβρουαρίου 1921), στο κείμενο υπό τον τίτλο «Μια μεγάλη Γαλλοελληνίς ποιήτρια». Η φράση ακούγεται πομπώδης αλλά δεν είναι αστήρικτη αν συναφθεί με την παράδοση του Αντρέ Σενιέ (με μητέρα από την Κωνσταντινούπολη κι αυτός) και του Ζαν Μωρεάς, που επιτρέπουν στον συνεργάτη της εφημερίδας υπό το όνομα «Εμπροσθοφύλαξ» να χαρακτηρίζει την ντε Νοάιγ «ζωντανή ενσάρκωση τής ελληνογαλλικής πνευματικής ενώσεως», πριν απευθυνθεί στον Παλαμά (επίσης συνεργάτη της εφημερίδας) για να του ζητήσει να μεταφράσει, ως ο ενδεδειγμένος, την ποίηση της Νοάιγ,

«καθ’ όσον το πνεύμα του και το πνεύμα της κομήσσης ντε Νοάιγ συγγενεύουν πολυτρόπως και όχι μόνον κατά την εθνικήν των προέλευσιν. Διότι και η Νοάιγ, καθώς ο Παλαμάς, δεν ήντλησαν από την αρχαία Ελλάδα μόνον την αρμονία και την θαυματουργό εκείνη δύναμιν της συναδελφώσεως της τέχνης με την Ζωήν· εποτίσθησαν αμφότεροι από την φιλοσοφίαν της αρχαίας ποιήσεως ήτις έκαμε και τους δύο κορυφαίους πανθεϊστάς. Και οι δύο κατόρθωσαν να συνταυτίσουν το ποιητικό των Εγώ με τον Μέγα Πάνα, μέσα εις τα θελκτικά κύματα του οποίου διαλύονται με σφριγηλή ηδονή, χωρίς όμως, σύμφωνα πάντα με την αρχαίαν αντίληψιν, να χάνουν ούτε την ατομικότητα των ούτε και την προς την ζωήν  ορμήν».

Πράγματι. Η Νοάιγ μπορούσε να προσκυνά τη βομβαρδισμένη από τούς Γερμανούς μητρόπολη της Ρεμς («Σε είδα, ω ομορφιά που τίποτα δεν μπόρεσε να σε ατιμάσει, σε είδα πιο βασανισμένη και πιο σοφή… Ζωντανή και λεπτή και με τη σάρκα, όμοια τον έρωτα να εμπνέεις και τα δάκρυα… Ω κουρασμένο και ήσυχο πρόσωπο, μεγάλε μάρτυρα των σκέψεων, των μαστίγων και των πολιτισμών, ο κόσμος όλος σε υμνούσε μα η καρδιά σ’ αγαπούσε λιγότερο όταν δεν είχες τη τωρινή σου μορφή», μεταφράζει ο «Εμπροσθοφύλακας» από την έκδοση των «Αιώνιων Δυνάμεων» που πριν από λίγους μήνες είχε κυκλοφορήσει στη Γαλλία), και την ίδια στιγμή να στέκεται στο Βερντέν, μπροστά στους τάφους των νεκρών, χωρίς καμία παρατονία, καμιά κομπορρημοσύνη ή ιερόσυλες πομφόλυγες: «Διαβάτη, να είσαι φιλάργυρος εδώ σε φράσεις ή χειρονομίες. Στοχάσου, λάτρευε, προσκύνα και κρύβε ό,τι νιώθεις». (περισσότερα…)

«Ό,τι ρίχνει ο καιρός, το χέρι μου έρχεται να το ξανασηκώση»

*

Ο Κωστής Παλαμάς και η κόμισσα ντε Νοάιγ

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Έχει υποστηριχθεί βάσιμα ότι η ποιητική συνείδηση του Παλαμά διχάζεται ανάμεσα στη γυναίκα της αίσθησης και τη γυναίκα της ιδέας, στη γυναίκα της γης και τη γυναίκα τ’ ουρανού, στη γυναίκα της προσευχής και τη γυναίκα της λαγνείας. Ό,τι και όπως αν αγαπάει όμως ο Παλαμάς, το καρδιοχτύπι του έχει μιαν ένταση που τον κάνει να λυγίζει και θαμπωμένος υπακούει κι υποτάσσεται νικημένος, είτε από τη λάμψη της αγιοσύνης είτε από τη φλόγα του κορμιού. Το κείμενο του Κωνσταντίνου Τσάτσου υπό τον τίτλο Νεράιδες (Κ. Τσάτσος, Παλαμάς, σ. 36) είναι διαφωτιστικό για τον τρόπο που εντάσσονται σε αυτή την προσέγγιση τρεις γυναικείες μορφές, η Τρισεύγενη, η Μελένια και η Θεοφανώ. Υπάρχει ωστόσο μια μορφή, πραγματική και όχι πλαστική, που συνθέτει τις δύο εκδοχές σε μία τρίτη, ενιαία κι ίσως υψηλότερη. Μια γυναίκα που δεν είναι κάποια από τις περίφημες νεράιδες ή τις μούσες του και ούτε «καταλύτρα είναι αξήγητη κι αταίριαστη και ξένη, [που] ο λογισμός της αίνιγμα και τάφος η ομορφάδα της όσο κι αν αστράφτει» – πόσο μάλλον «προδότρα» για να θυμηθούμε το ποίημα Η Αφροδίτη στον Πυγμαλίωνα (Πολιτεία και Μοναξιά, Άπαντα, Ε΄, σ. 413).

Αναφέρομαι στην Άννα Ελιζαμπέτ Μπασαράμπα (Μπιμπέσκο-Μπρανκοβάν), πιο γνωστή ως κόμισσα ντε Νοάιγ (Noailles), μία από τις επιφανέστερες μορφές της γαλλικής λογοτεχνίας το πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα που αγαπήθηκε πολύ και στην Ελλάδα του ’20, κυρίως χάρη στον Παλαμά. Η Άννα ντε Νοάιγ (1876-1933) υπήρξε η μόνη γυναίκα ποιήτρια που απέσπασε στη Γαλλία της εποχής της τις υψηλότερες δημόσιες τιμές. Παρά τη μερική λήθη, η οποία επήλθε μετά τον θάνατό της, κρίσεις σύγχρονες επιβεβαιώνουν ότι εκείνη η αναγνώριση υπήρξε επάξια. Με πολύπλευρο έργο, ύστατη λάμψη ρομαντισμού τον καιρό που επελαύνει πλέον ο μοντερνισμός, παρά το χάσμα περιεχομένου και μορφής που χαρακτηρίζει την ποίησή της –καθώς δυναμικές έννοιες και εικόνες προσπαθούν να διαλύσουν μια δομή που παραμένει σε μεγάλο βαθμό κλασική– η Άννα ντε Νοάιγ, σε διάλογο με ολόκληρη τη γαλλική λογοτεχνική παράδοση και με παράλληλη πηγή έμπνευσης τον ελληνικό πανθεϊσμό και τη νιτσεϊκή σκέψη, κατάφερε να οικοδομήσει ένα πρωτότυπο ποιητικό όραμα. Το ποιητικό της σώμα, που θα μπορούσε να περιγραφεί με διονυσιακούς όρους, ερωτικό, εκστατικό, αισθησιακό, παιγνιώδες και μερικές φορές βίαιο, ήταν πάντα σφραγισμένο από ένα τραγικό υπόγειο ρεύμα που έγινε πιο εμφανές προς το τέλος της ζωής της.

Γεννημένη στο Παρίσι (15 Νοεμβρίου 1876), στην Boulevard de La Tour-Maubourg 22, η Άννα ντε Νοάιγ ήταν κόρη του Ελληνορουμάνου πρίγκιπα Γριγκόρι Μπιμπέσκο Μπρανκοβάν (1827-1886) και της Ελληνίδας Ραλλούς Μουσούρου (1848-1923). Ο Γριγκόρι Μπιμπέσκο ήταν γιος του πρίγκιπα της Βλαχίας Γκεόργκε Μπιμπέσκο (από οικογένεια βογιάρων της Κραϊόβα) και της Φαναριώτισσας Ζωής Μαυροκορδάτου. Η επίσης Φαναριώτισσα μητέρα της Άννας, η Ραλλού Μουσούρου (αξιόλογη πιανίστρια στην οποία ο Παντερέφσκι αφιέρωσε αρκετές από τις συνθέσεις του), ήταν κόρη του αξιωματούχου της οθωμανικής αυτοκρατορίας Κωστάκη Μουσούρου και της Άννας Βογορίδη. Ο Κ. Μουσούρος, πρέσβης στην Αθήνα και αργότερα στο Λονδίνο, είναι κυρίως γνωστός από το επεισόδιο με τον βασιλέα Όθωνα που παρ’ ολίγον να οδηγήσει σε ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1847. Απώτερη καταγωγή των Μουσούρων ήταν η Κρήτη. Εκεί γεννήθηκε ο επιφανής λόγιος της Αναγέννησης Μάρκος Μουσούρος, καθηγητής στην Πάδοβα στις αρχές του 16ου αιώνα κι από τους πρώτους εκδότες στην Ιταλία αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Η Άννα δήλωνε περήφανη γιατί καταγόταν από την Κρήτη, εκφράζοντας τη λύπη της που λόγοι υγείας εμπόδιζαν το ταξίδι της εκεί (Άπαντα Κ.Π., ΙΓ΄, 323). (περισσότερα…)

Και θα υπάρχει…

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Ένα πρωί του 1978, σε μια από τις πρώτες τους «κοπάνες», τέσσερις μαθητές της Δευτέρας Γυμνασίου βρέθηκαν στο σπίτι ενός απ’ αυτούς (του Ιορδάνη Τρ.), όπου μέχρι το μεσημέρι άκουγαν παλιούς δίσκους του Στέλιου Καζαντζίδη. Λίγες ημέρες μετά, ένα από τα παιδιά εκείνης της παρέας, αυτός που γράφει τούτες τις γραμμές, αγόραζε έναν από τους πρώτους του δίσκους βινυλίου. Το περίφημο 33 στροφών lp «Υπάρχω» έπαιζε για μέρες σ’ ένα σπίτι που ως τότε ακούγονταν Θεοδωράκης, Χατζιδάκις και Αττίκ.

Ουδέποτε υπήρξα οπαδός μιας άκαμπτης αντικειμενικής αισθητικής αλλά ούτε με έπεισαν ποτέ οι φυγόπονες θεωρίες της πλαδαρής υποκειμενικότητας. Στην περίπτωση του Στέλιου Καζαντζίδη, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει σοβαρά ότι μιλούμε για ένα αδιανόητο μέγεθος φωνής, όμοιο του οποίου δεν γνώρισε ο ελληνικός εικοστός αιώνας. Στον περί ου ο λόγος δίσκο, σε ένα τραγούδι με τίτλο «Τι θέλεις από μένανε» (στο οποίο ο Καζαντζίδης, σχεδόν «αναιρώντας» την κεντρική… διακήρυξή του, τραγουδά «για σένα δεν υπάρχω πια»), μπορεί κανείς να ακούσει πώς αλλάζει διαρκώς μουσικές κλίμακες χωρίς να παίρνει ανάσα ενώ η φωνή του εκτινάσσεται με απίστευτο τρόπο από τον βυζαντινό πλάγιο ήχο σε οκτάβες βαρύτονου όπερας. Πέρα από την φωνή όμως. Στον Καζαντζίδη έχουμε τη ρητή αποτύπωση της ιωνικής μας ψυχής που ο κόμπος του λυγμού της πνιγόταν και ποτέ δεν έγινε κλάψα (όπως εύκολα και άκριτα κάποιοι νόμισαν) αλλά ένα σιωπηλό, σχεδόν ανέκφραστο δάκρυ. Γνωρίζω πως κάποιοι χαμογελούν και μόνο με το άκουσμα της λέξης «ψυχή». Προτιμούν πιο εγκεφαλικούς όρους, ακόμη και αυτοί που εμπιστεύονται τη ζωή τους σε ψυχ-αναλυτές και ψυχ-ιάτρους. (περισσότερα…)

Ο τελευταίος αρματωλός: Βαλαωρίτης – Ροΐδης, ένας εγκάρδιος διάλογος

*

To 2024 συμπληρώθηκαν δύο αιώνες ακριβώς από τη γέννηση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (1824-1879). Στον ποιητή του Αστραπόγιαννου και του Φωτεινού αφιερώνει το ΝΠ κάποιες από τις ακροτελεύτιες αναρτήσεις της επετειακής αυτής χρονιάς. Γράφουν ο Κώστας Χατζηαντωνίου, η Έφη Πολίτη και ο Κώστας Κουτσουρέλης.

///

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Το 1877 ο πενηντατριάχρονος Αριστοτέλης Βαλαωρίτης υποπτευόταν βάσιμα (λόγω της κακής υγείας του), πως βρισκόταν κοντά στο πρόωρο τέλος της πολυτάραχης ζωής του. Μετά από μια λαμπρή πορεία που τον καταξίωσε ως εθνικό ποιητή, μετά από μια ισχυρή κοινοβουλευτική παρουσία (που τελείωσε απροσδόκητα το 1868, όταν με δύο γροθιές απάντησε, μέσα στη Βουλή, στις ύβρεις του ιδιόρρυθμου Κεφαλλήνα Χ. Τυπάλδου Ιακωβάτου), ο Βαλαωρίτης είχε αποσυρθεί στη Μαδουρή, απ’ όπου παρακολουθούσε με αγωνία τη νέα έξαρση του ανατολικού ζητήματος. Η επανάσταση στην Ερζεγοβίνη, οι σφαγές κι ο επικείμενος ρωσοτουρκικός πόλεμος αναθερμαίνουν και τις ελπίδες των Ελλήνων αλύτρωτων. Την ίδια χρονιά ωστόσο, μια άλλη «διαμάχη» (ως συνήθως αναίμακτη) ξεσπά στην Αθήνα.

Η αφορμή ήταν ο δραματικός αγώνας που είχε προκηρύξει ο Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός». Η εισήγηση του Ροΐδη, εκ μέρους της επιτροπής κρίσεως (που αναγνώστηκε στην αίθουσα του Συλλόγου, στις 19 Μαρτίου 1877), ήταν πως κανένα από τα δώδεκα κρινόμενα έργο δεν ήταν άξιο όχι του βραβείου αλλά ούτε καν επαινετικής μνείας. «Ούτε σπινθήρ ποιήσεως υπάρχει, ούτε ίχνος, ουδέ σκιά», ήταν η καταλυτική απόφανση του εισηγητή. Επεξηγώντας τη θέση αυτή, ο Ροΐδης έκανε λόγο για την έλλειψη ποιητικής ζωής, η οποία οφειλόταν, όπως σημείωνε, στο γεγονός ότι η Ελλάς

«τα μεν πάτρια ήθη απηρνήθη, του δε διανοητικού βίου των νεωτέρων εθνών εισέτι δεν μετέχει, ουδέ την εμπνέουσαν τους ποιητάς αυτών νόσον του αιώνος νοσεί, την έλλειψιν δηλαδή και την δίψαν του ιδανικού (…) Η ποίησις παρά μεν τοις αρχαίοις ήτο άνθος νεότητος και υγείας, σήμερον δε εν Ευρώπη είναι εξάνθημα οργανισμού νοσούντος, θρήνος πάσχοντος ανθρώπου».

Δεδομένου, λοιπόν, ότι η νεώτερη Ελλάδα ούτε στη μια κατάσταση ούτε στην άλλη βρισκόταν, πώς να υπάρξει σπουδαία ποίηση; (περισσότερα…)

Διευρεύνηση της ελληνικής και ευρωπαϊκής αυτοσυνειδησίας

 

Κάποιες σκέψεις για το Αγκριτζέντο
του Κώστα Χατζηαντωνίου

~.~

του ΒΑΣΙΛΗ ΖΗΛΑΚΟΥ

σὺν τοῖσδ᾽ ἱκετῶν ἐγχειριδίοις
ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Ικέτιδες

Όταν ο συγγραφέας μας επισκέφτηκε πρώτη φορά την Ιταλία και τη Σικελία το 2008, η πρώτη γραφή του Αγκριτζέντο είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Η δεύτερη γραφή πραγματοποιήθηκε μεταξύ του 2008 και του 2009, έτος της πρώτης έκδοσης του βιβλίου από τις ιστορικές Εκδόσεις Ιδεόγραμμα.

Θυμάμαι τον Χρήστο Δάρρα να μου αναγγέλλει το 2011 το χαρμόσυνο γεγονός της βράβευσης του Κώστα Χατζηαντωνίου από την Επιτροπή Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βρισκόμασταν στην οδό Ιπποκράτους. Φορούσε λευκό βελούδινο παντελόνι κι ένα πράσινο πουκάμισο από κασμίρι, ύφασμα σπάνιο για πουκάμισο. Ήταν βαρήκοος και μιλούσε πάνω απ’ τη φωνή μου. Ο δυνατός αέρας σκορπούσε τα λόγια του. Τα ίσια, μεταξένια του μαλλιά είχαν χώρισμα στη μέση. Έμοιαζαν με δύο μακριά λευκά πανιά που τα χτυπούσε με λύσσα ο μαΐστρος στα ανοικτά της Άνδρου. Ο τρόπος που τα είχε χτενισμένα, σε συνδυασμό με τα μικρά μαύρα μάτια του, τη σταρένια επιδερμίδα του, τα ψηλά ζυγωματικά και την ελαφρώς γαμψή μύτη τον έκανε να μοιάζει με Αζτέκο βασιλιά. Τον άφησα ύστερα από λίγο. Περπάτησα ως την οδό Μαυρομιχάλη. Ο Χριστόφορος Λιοντάκης κατέβαινε τον δρόμο κρατώντας δύο τσάντες με φρούτα από τη λαϊκή της Καλλιδρομίου. Έστριψε στη Ναυαρίνου. Ήταν Σάββατο; Ναι, ήταν Σάββατο. Κατάφερα να πιάσω εκείνο το ακατάπαυστο και βάναυσο να το άκουγες μμμ… μμμ… πίσω απ’ τα κλεισμένα χείλη. Τότε δεν μπορούσα ακόμη να καταλάβω από πού ερχόταν αυτή η εγγαστρίμυθη «γλώσσα». Θύμιζε άρρωστο και εγκαταλελειμμένο παιδί που τραβά χωρίς οίκτο τα νύχια του. Τώρα γνωρίζω. Την χτίζει σιγά σιγά ο χρόνος, όταν παίζει πεσσούς και κλέβει τους κόσμους των ανθρώπων, ενώ η Περσεφόνη, που ζει έξι μήνες πάνω από τη γη και έξι από κάτω, παράπονο δεν έχει.

Επιστρέφω. Ως το 2024 το βιβλίο του Κώστα Χατζηαντωνίου έχει μεταφραστεί στην Ιταλία, την Σερβία, την Πολωνία, την Κροατία, την Αλβανία και την Σλοβενία. Τον Ιούνιο του 2024 το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε σε νέα, επιμελημένη έκδοση από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Ωστόσο η αξεπέραστη έκδοση του Χρήστου Δάρρα εξακολουθεί να κατέχει περίοπτη θέση στη μνήμη μας. Είναι η μονοτυπία, είναι η «υψηλή» θωριά της σελίδας, είναι τέλος το χαρτί της «Αθηναϊκής» που χρησιμοποιήθηκε για την εκτύπωση του σώματος. Ένα χρόνο μετά την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος το 2009, το τελευταίο κατάστημά που το διέθετε ακόμη στην αγορά με άλλη ονομασία, ο Διονυσόπουλος επί της οδού Αθηνάς θα κατέβαζε ρολά. Χαρτί αφράτο σαν την κίτρινη γη της Σικελίας και θερμό στην αφή. Όταν το αγόραζες έπαιρνες μαζί σου και τη μόνιμη μυρωδιά του γέροντα. Τέτοια ήταν η σαγήνη του χαρτιού και του τσιγάρου στις παλιές αποθήκες. (περισσότερα…)

Η μοναρχία στην Ελλάδα

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Η συμπλήρωση πενήντα χρόνων αβασίλευτης δημοκρατίας, μετά την οριστική ως φαίνεται λύση του πολιτειακού ζητήματος, επιτρέπει πλέον μια νηφάλια αποτίμηση της μοναρχίας στη νεότερη Ελλάδα, στο πεδίο της ιστορικής πράξης και ως προς τα κοινωνικά της θεμέλια, πέραν των θεωρητικών απόψεων για τον θεσμό ή τη λαϊκή του απήχηση. Απήχηση που, όπως το αδιάβλητο (τουλάχιστον σε σχέση με όσα προηγήθηκαν κατά τον εικοστό αιώνα: 1924, 1935, 1946, 1973) δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 κατέδειξε, παρέμεινε υψηλή (σχεδόν 31%) παρά την πληθώρα πολιτικών λαθών και τις εθνικές κρίσεις που επανειλημμένα προκάλεσαν οι αποφάσεις της δυναστείας η οποία υπήρξε ο φορέας του θεσμού.

Ένα από τα μεγαλύτερα ατυχήματα της νεότερης ελληνικής Ιστορίας αποτέλεσε ίσως η έλλειψη εθνικής δυναστείας, την εποχή που σε όλη την Ευρώπη η μορφή αυτού του πολιτεύματος εθεωρείτο αυτονόητη αρχή νομιμότητας. Μια έλλειψη η οποία υπήρξε απότοκος της γενικής καταστροφής της ελληνόφωνης ηγέτιδας τάξης, συνεπεία της διάλυσης της ανατολικής χριστιανορωμαϊκής αυτοκρατορίας, πριν αυτή εξελιχθεί φυσιολογικά, όπως συνέβη στη Δύση, προς τα νεώτερα εθνικά κράτη. Η τουρκοκρατία δεν απορφάνισε το υπόδουλο γένος μόνο από τη φυσική του αριστοκρατία ή τις προϋποθέσεις συγκρότησης εθνικής αστικής τάξης (όπως θα διαφανεί αργότερα), αλλά και από τη νόμιμη διαδοχή. Οι δύο αδελφοί και τυπικοί διάδοχοι του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου αποδείχθηκαν ανάξιοι των ιστορικών τους καθηκόντων, εκχωρώντας ο ένας στη Δύση και ο άλλος στον Σουλτάνο τα δικαιώματά τους, προκειμένου να παρατείνουν με κάποιαν άνεση τη θλιβερή ύπαρξή τους, θεωρώντας άνευ περιεχομένου την ιδέα της θυσίας, η οποία σφράγισε τη ζωή και τη δράση του αδελφού τους.

Όταν, μετά από αιώνες, έφτασε η ώρα της Επανάστασης και της Παλιγγενεσίας, οι λαϊκοί θρύλοι που ενίσχυαν το φρόνημα αντίστασης των Ελλήνων κατά την τουρκοκρατία, δεν είχαν σαφή αναφορά σε έναν υποψήφιο βασιλέα. Η δημοκρατική ιδέα άλλωστε ήταν κυρίαρχη στις διακηρύξεις αλλά και την ιδεολογία όλων των επαναστατών- πολιτικών, στρατιωτικών ή διανοουμένων. Δύο δυνητικοί υποψήφιοι για το Θρόνο, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και ο Ιωάννης Καποδίστριας, ήταν αδύνατο (όπως αποδείχθηκε) να γίνουν αποδεκτοί από τους επαναστάτες και εξέλιπαν πρόωρα. Ο πρώτος στα κελιά της Αυστροουγγαρίας (ενώ η Φιλική Εταιρία είχε εξοβελιστεί από κάθε αναφορά της επαναστατικής ηγεσίας) και ο δεύτερος από ελληνικά χέρια, και μάλιστα (τι ειρωνεία) από χέρια τα οποία είλκυαν την καταγωγή τους από το μετέπειτα «κάστρο» της μοναρχίας στη νεότερη Ελλάδα. (περισσότερα…)

Το τέλος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Από τις αρχές του 21ου αιώνα, όλα τα κράτη της Δύσεως και κατ’ εξοχήν οι ΗΠΑ περιήλθαν υπό την κυριαρχία μιας αλαζονικής ολιγαρχίας, με τους πολιτικούς να γίνονται, ο ένας μετά τον άλλο, υποτελείς της και τους λαούς απλώς να αγωνιούν για τον επιούσιο, να πληρώνουν φόρους και να τρέμουν το αύριο.

«Από τότε που το κράτος έπεσε στην εξουσία και την κυριαρχία λίγων ισχυρών ανδρών, οι βασιλιάδες και οι κυβερνήσεις έγιναν υποτελείς και οι λαοί και τα έθνη απλώς πληρώνουν φόρους. Όλοι οι υπόλοιποι, όσο δραστήριοι και άξιοι και αν είναι, είτε ευγενείς είτε πληβείοι, συγκροτούμε έναν όχλο χωρίς επιρροή, χωρίς βάρος, υποταγμένοι σε αυτούς στους οποίους, σε ένα ελεύθερο κράτος, θα ήμασταν αντικείμενο φόβου»

Αυτό το απόσπασμα δεν προέρχεται από μια πρόσφατη ομιλία του Ντόναλντ Τραμπ ή της Μαρίν Λεπέν, αλλά από τον Ρωμαίο συγγραφέα Σαλλούστιο (Η συνωμοσία του Κατιλίνα, 20). Μπορεί η δεξιά να έχει εμμονή με τους παραλληλισμούς μεταξύ της τρέχουσας μεταναστευτικής κρίσης και της μετανάστευσης των λαών τον 5ο αιώνα μ.Χ., όμως η εποχή μας δεν θυμίζει τόσο την ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όσο την παρακμάζουσα Ρωμαϊκή Δημοκρατία του 1ου αιώνα π.Χ., που έζησε ο Σαλλούστιος όταν η Ρώμη βυθιζόταν στην διαφθορά, την  εξαθλίωση, την ανεργία, την μαζική μετανάστευση, την διάλυση της οικογένειας, απώλεια ταυτότητας, την δημογραφική παρακμή, την παγκοσμιοποίηση (μεσογειακή τότε), την υποχώρηση της προγονικής θρησκείας και την έλευση ανατολίτικων λατρειών, για να μην αναφέρουμε τον φιλοσοφικό ηδονισμό, την χρηματοοικονομική κερδοσκοπία, τις ελίτ που απομονώνονταν από την πραγματικότητα, την απολιτική στάση από την πλευρά των μαζών, την βιοτική ανασφάλεια, τους ασύμμετρους πολέμους, την κουλτούρα του «άρτος και θεάματα». (περισσότερα…)

Το Hallowe’en και οι ρίζες του στον κέλτικο κόσμο

Jakob Schikaneder, All Soul’s Day, 1888

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Το Hallowe’en ήρθε στα καθ’ ημάς, δυστυχώς, με τον τρόπο που έρχονται όλα από τις ΗΠΑ: εκφυλισμένο. Όμως το Hallowe’en (ή All Hallows’ Even, All Saints’ Eve: Παραμονή των Αγίων Πάντων στο δυτικό εορτολόγιο), είναι μια υπέροχη γιορτή που έχει βαθιές ρίζες στον κέλτικο χριστιανισμό καθώς είναι η πρώτη μέρα του Allhallowtide, τριήμερου το οποίο περιλαμβάνει την Αγρυπνία (31 Οκτωβρίου), τη γιορτή των Αγίων Πάντων (1 Νοεμβρίου) και τη γιορτή των προαπελθόντων την 2α Νοεμβρίου, ημέρα που επέχει τη θέση του δικού μας Ψυχοσάββατου.

Από αμνημονεύτων χρόνων, αυτό το τριήμερο είχε συνδεθεί με ιστορίες φαντασμάτων και ανεγερθέντων νεκρών. Καθιερώνοντας την Ημέρα των Αγίων Πάντων την 1η Νοεμβρίου, η Δυτική Εκκλησία θα υιοθετήσει μια αρχαία παγανιστική παράδοση μετατρέποντάς την από ημέρα που τιμώνταν οι νεκροί πρόγονοι της κοινότητας και φανερώνονταν οι θεοί του κάτω κόσμου, σε μέρα τιμής όλων των αγίων αλλά και μνημοσύνου για τις ψυχές που αναχώρησαν πρόσφατα ή διώκονται όπου γης.

Πώς γιόρταζαν όμως οι Κέλτες αυτή την ημέρα που την ονόμαζαν Samhain, Samain ή Samuhin (δηλαδή Συνάντηση) και σηματοδοτούσε την έναρξη του νέου ποιμενικού έτους; Τη νύχτα αυτή, πριν από την 1η Νοεμβρίου, λάμβανε χώρα μια από τις τέσσερις πιο σημαντικές γιορτές στον κελτικό κόσμο. Ήταν μια νύχτα μεγάλου κινδύνου, όπου οι άνθρωποι ήταν πνευματικά ευάλωτοι καθώς σημειώνονταν τελετουργίες μαντικής και μαγείας με στόχο την αποτροπή της κακής τύχης και την εξασφάλιση της βοήθειας του Άλλου κόσμου. Στην Ιρλανδία, ο Dagda (ο «σοφός και δίκαιος» θεός που φέρει επίσης το όνομα Eochu Ollatir Ruadrofessa) ενώνεται με τη θεά Morigu, βασίλισσα των φαντασμάτων και του κάτω κόσμου, τη θεά η οποία, πριν από τη μεγάλη μάχη στο Magh Tuireadh του έδωσε τις οδηγίες, ώστε επικεφαλής των Tuatha Dé Danann να επιβληθεί στη χώρα.

Κοινό έθιμο των Κελτών στην Ιρλανδία, τη Σκωτία και την Ουαλία ήταν να ανάβουν φωτιές στους λόφους για να κρατούν μακριά τις «νεράιδες» και τις «μάγισσες», που έχουν πάρει τη θέση των κακών πνευμάτων των ειδωλολατρικών χρόνων. Ο σκοπός των πυρκαγιών του Hallowe’en ήταν να «κάψουν τις μάγισσες». Στην περιοχή του Αμπερντήν, αγόρια χόρευαν γύρω από την φωτιά τραγουδώντας: Gie’s a peat t’burn the witches! Στη συνέχεια, οι στάχτες διασκορπίζονταν προσεκτικά σε όσο το δυνατόν ευρύτερη περιοχή. Στο Balmoral, την εποχή της βασίλισσας Βικτωρίας, μια μεγάλη φωτιά άναβε μπροστά από το κάστρο, ακριβώς έξω από την κύρια είσοδο και γκάιντες παρέλαυναν γύρω του, ενώ νεαροί κουβαλούσαν ως ομοίωμα το κεφάλι μιας «μάγισσας», της διάσημης Shandy Dann. Αυτή η «μάγισσα» στη συνέχεια καταδικαζόταν και καιγόταν υπό τις επευφημίες των παρευρισκομένων. Στο τέλος της τελετής, οι χωρικοί πήγαιναν για κυνήγι, μέσα στη νύχτα, κυνηγώντας τη μυθική μαύρη γουρούνα. (περισσότερα…)