Κώστας Σημίτης

Πόσο «εθνικό» είναι το εθνικό μας πένθος; 

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

Καθημερινά, πεθαίνουν πάνω από 350-400 άνθρωποι στην Ελλάδα. Παρότι κάθε ζωή είναι μοναδική, δεν αισθανόμαστε λύπη για όλους. Επίσης η ανθρώπινη ψυχολογία αντιμετωπίζει μεγάλη δυσκολία να αισθανθεί λύπη για μεγάλους αριθμούς ανθρώπων που υποφέρουν και πεθαίνουν καθημερινά, όπως στην Παλαιστίνη και την Ουκρανία. Η ενσυναίσθησή μας μειώνεται καθώς αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων που υποφέρουν. Αυτό σημαίνει ότι ενώ μπορεί να αισθανθούμε έντονη συμπόνια για ένα μεμονωμένο άτομο, η ικανότητά μας να αισθανθούμε το ίδιο για μεγάλες ομάδες ανθρώπων μειώνεται σημαντικά.

Οι αντιδράσεις στον θάνατο κάποιων ανθρώπων, ειδικά δημόσιων προσώπων. για τη συντριπτική πλειοψηφία εξαρτώνται από την κληρονομιά που άφησαν πίσω τους – και, κυρίως, από το πώς οι πράξεις τους επηρέασαν τις ζωές μας. Ο θάνατος του Κώστα Σημίτη, όπως και εκείνος της Μάργκαρετ Θάτσερ, αποκάλυψε βαθιές ταξικές διαιρέσεις. Ενώ η πολιτική ελίτ και μέρος της σημιτικής διανόησης εκφράζουν σεβασμό, η λαϊκή βάση αντιδρά με οργή ή αδιαφορία.

Ο θάνατος της Μάργκαρετ Θάτσερ το 2013 προκάλεσε εκρηκτικές αντιδράσεις στη Βρετανία. Δεν θρήνησαν όλοι τη «Σιδηρά Κυρία». Πολλοί μάλιστα πανηγύρισαν. Το τραγούδι «Ding Dong! The Witch Is Dead» από τον Μάγο του Οζ έγινε σύμβολο της λαϊκής οργής. Ακούστηκε σε διαδηλώσεις και γιορτές, ενώ έφτασε στη 2η θέση των βρετανικών charts, μια σαρκαστική «απάντηση» στη θριαμβευτική ρητορική της πολιτικής ελίτ. Στις εργατικές γειτονιές, όπως το Μπρίξτον και το Μπάρνσλεϋ, πλήθη ξεχύθηκαν στους δρόμους τραγουδώντας και κρατώντας πανό που έγραφαν: «The Witch is Dead» (Η μάγισσα πέθανε). Πολλοί θυμούνταν τη σκληρή απορρύθμιση και το κλείσιμο των ανθρακωρυχείων που κατέστρεψαν τις κοινότητές τους. Στα χρόνια πριν τον θάνατό της, τα γήπεδα αντηχούσαν από το σύνθημα: «When Maggie Thatcher dies, we’re gonna have a party!» (Όταν πεθάνει η Μάγκι Θάτσερ, θα κάνουμε γιορτή!).

Στην Ελλάδα, ο θάνατος του Κώστα Σημίτη προκάλεσε ένα δίπολο αντιδράσεων φέρνοντας στο φως βαθιές κοινωνικές διαιρέσεις. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη κήρυξε τετραήμερο εθνικό πένθος. Η πολιτική ελίτ, μεγάλο μέρος της διανόησης και ορισμένα κεντροαριστερά κόμματα τον αποχαιρέτησαν με σεβασμό, εστιάζοντας στην «ευρωπαϊκή του κληρονομιά» – για την ακρίβεια μας κληρονόμησε το ευρώ, ένα ενιαίο νόμισμα εντελώς ακατάλληλο για τη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας. (περισσότερα…)

Πού οδήγησε το «εκσυγχρονιστικό» πείραμα της περιόδου 1996-2004

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Α.

Η πολιτική θεωρία που κυριάρχησε στην Ελλάδα την οκταετία 1996-2004 στηριζόταν στην έννοια του «εκσυγχρονισμού»[1]. Το περιεχόμενο της έννοιας αυτής τη συγκεκριμένη περίοδο συνίστατο στο να επέλθουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στην πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας με στόχο αυτή να πλησιάσει και τελικά να καταστεί ισάξια των υπολοίπων ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Στόχος του εκσυγχρονισμού ήταν η σύγκλιση με το φαντασιακό μοντέρνο που αντιπροσωπεύει η Δύση. Κατά συνέπεια η όλη προσπάθεια θα έπρεπε να λειτουργεί εντός του νεωτερικού-μοντερνιστικού πλαισίου, το οποίο κυριάρχησε για μια μεγάλη χρονική περίοδο στη Δύση με την επικράτηση της αστικής τάξης και με κύριο χαρακτηριστικό την επιβολή του εναρμονιστικού-συνθετικού σχήματος σκέψης.[2]

Ο εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μια μάχη της προόδου κατά της υστέρησης, του ορθολογισμού κατά του λαϊκισμού, του Διαφωτισμού κατά του σκοταδισμού, της ανεκτικότητας κατά της μισαλλοδοξίας, μέχρι την επίτευξη του «οικουμενικού οράματος»[3] του Διαφωτισμού.[4]

Οι ντόπιοι «εκσυγχρονιστές»[5] θεωρούν ότι η παραπάνω άποψη συνάδει στην πράξη, με την ολοκλήρωση του αστικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας, δεδομένου ότι ο μετασχηματισμός αυτός έχει παραμείνει ανολοκλήρωτος και ό,τι έχει συμβεί στην ελληνική κοινωνία δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια νόθα κατάσταση[6] η οποία χρειάζεται πάση θυσία να ξεπερασθεί. (περισσότερα…)

Στη σκιά του Σημίτη

*

Είκοσι σχεδόν χρόνια μετά την κυβερνητική του αφυπηρέτηση, δεκαπέντε σχεδόν χρόνια από την απαρχή της τωρινής σκοτοδίνης, αυτός ο τόσο ασυνήθιστος για τα ελληνικά μέτρα πολιτικός εξακολουθεί να εμπνέει τους ιθύνοντες νόες της χώρας της οποίας κάποτε ηγήθηκε – και όχι μόνον εκείνους.

Στα μάτια των πολλών, ο Σημίτης έμοιαζε πάντα «Ευρωπαίος» κι αυτό κολάκευε έναν λαό που ήθελε το ίδιο: να περνιέται για ό,τι δεν είναι. Τον είπαν «λογιστή» κι αυτό ήταν βολικό κι αβανταδόρικο σ’ έναν τόπο όπου κανείς δεν ξέρει να λογαριάζει. Τον είπαν «προτεστάντη» για να μπορούν όλοι γύρω του να ξεφαντώνουν ανέμελοι στο όργιο του παρασιτισμού και του λάιφ-στάιλ. Άνθρωπος τακτικός, συστηματικός, συνεπής, σοβαρός, δεν υπήρχε δευτερεύουσα αρετή που να μην την είχε. Ούτε όμως κύρια αρετή που να τη διέθετε. Τις μάχες που επέλεξε να δώσει, όλες τις κέρδισε: ευρώ, Ολυμπιάδα, ταυτότητες. Όμως όλες τους ήταν οι λάθος μάχες. Στο πραγματικό πεδίο της σύγκρουσης δεν εμφανίστηκε ποτέ.

Νους βραχυπρόθεσμος, έζεψε την άμαξα πριν από τ’ άλογα. Επέλεξε να αγνοήσει τα πρώτιστα, την παραγωγική αποσάθρωση, τη δημογραφική κατακρήμνιση, την παραλυσία του κράτους. Η σύγκρουση με τις δυνάμεις της καθυστέρησης, με το ίδιο του το κόμμα πρώτα απ’ όλα, θα ήταν ανελέητη, το κόστος τεράστιο. Προτίμησε λοιπόν την υπεκφυγή προς τα εμπρός. Διάλεξε για συμμάχους τούς εχθρούς. Αναγόρευσε το παραμύθι της ΟΝΕ σε πανάκεια. Καλλιέργησε την αυταπάτη ότι αρκεί κανείς να συμμορφωθεί στα κριτήρια των Βρυξελλών και όλα θα πάνε καλά. Πέταξε κι αυτός, όπως ο παλαιός Καραμανλής, τη χώρα στα βαθιά, με την προσδοκία να μάθει κολύμπι. Δεν είδε ότι τα βαθιά ήταν πισίνα υπερπολυτελούς ξενοδοχείου με ναυαγοσώστες, σωσίβια, ξαπλώστρες, κοκτέηλ για μέθυσους – και με πανάκριβο λογαριασμό.

Ο Σημίτης στάθηκε ωστόσο τυχερός. Αποσύρθηκε εγκαίρως, προτού η βόμβα σκάσει στα χέρια του και βγάλουν όλοι τα συμπεράσματά τους. Αυτοί που πήραν και έχουν ακόμη τη θέση του τον κάνουν σήμερα να μοιάζει χαμένη ευκαιρία. Γι’ αυτό και γίνεται πιστευτός όταν όπου σταθεί κι όπου βρεθεί διηγείται το γνωστό συναξάρι: για όσα έγιναν φταίνε οι μετέπειτα, οι διάδοχοι, οι άλλοι.

Οι απελπισμένοι του «εκσυγχρονισμού», τα ορφανά της «Κεντροαριστεράς», οι «φιλελεύθεροι» και οι «μεταρρυθμιστές» του Μαξίμου, τα ανεμομαζώματα της δανεικής ευμάρειας τον νοσταλγούν. Αλλά και άνθρωποι πολλοί, αξιόλογοι, καλόπιστοι αναπολούν ακόμη τις μέρες του, τρέχουν να φωτιστούν στη σκιά του. Αυτός, που υπήρξε ένα τόσο μεγάλο κομμάτι απ’ το πρόβλημα, τι ειρωνεία, μες στα ερείπια προβάλλει τώρα ως κομμάτι της λύσης που υποτίθεται είχαμε ήδη στα χέρια μας αλλά μάς γλίστρησε και όλο την κυνηγάμε.

«Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο», έγραφε και για κείνον στα 1997 ο Παναγιώτης Κονδύλης. Ο ίδιος θα το ’λεγε ίσως καλύτερα: «Αυτή είναι η Ελλάδα!»

ΚΚ

Δεύτερες τετραετίες


*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 06:23
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Στην ιστορία, τη λογοτεχνία, την προσωπική ζωή του καθενός αφθονούν: κάθε σελίδα μια προδοσία, κάθε κεφάλαιο μια συνωμοσία. Όμως υπάρχει πολύς, πάμπολυς κόσμος εκεί έξω που σε κάθε προσπάθεια της σκέψης να πάει λίγο πιο κάτω από την επιπολή (λέξη που σημαίνει επιφάνεια, εξ ου και το «επιπόλαιος», ρηχός, αβαθής) σου απαντά με αγανάκτηση: «συνωμοσιολογίες!» Και οι επαγγελματίες της αφέλειας ή της προπαγάνδας που κάνουν καριέρα ως «αντισυνωμοσιολόγοι», ως «ειδήμονες», ως «fact checkers», ως «διαφωτιστές» και δεν συμμαζεύεται, είναι λεγεώνα.

Το γιατί συμβαίνει αυτό το εξηγεί καλά εκείνο το απόφθεγμα του Κονδύλη για τους μικροαστούς, που «η πίστη στην ύπαρξη και πρακτικότητα των γενικώς αποδεκτών κανόνων της ηθικής τούς παρέχει ένα αίσθημα πρόσθετης ασφάλειας». Για τον μέσο άνθρωπο, τον «Ανθρωπάκο» του Φάλλαντα, η πίστη ότι μερικά πράγματα δεν γίνονται, απλώς και μόνο επειδή εκείνος τα θεωρεί αδιανόητα, είναι μια παρηγοριά, μια ψευδαισθητική αυτοδιαβεβαίωση ότι ελέγχει τα ανεξέλεγκτα, ότι το πλαστικό τιμονάκι που κρατάει σφιχτά στις ιδρωμένες παλάμες του, είναι η Μοίρα του. Κι ότι αυτός είναι ο αυτεξούσιος οδηγητής της.

~.~

Οι δεύτερες τετραετίες μεταπολιτευτικά ταυτίστηκαν με δεινά μεγάλα για τον τόπο. Η δεύτερη τετραετία του Ανδρέα Παπανδρέου (1985-89) σημαδεύτηκε από το σκάνδαλο Κοσκωτά, το σύνθημα «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα» και την εξευτελιστική φαρσοκωμωδία στο Ελληνικό, κατά την υποδοχή του σερνάμενου Αρχηγού μετά της ερωμένης. Η χώρα έκανε χρόνια να συνέλθει από το σοκ, οι θεσμοί έφτασαν στα όριά τους, την πολιτική αντιπαράθεση αντικατέστησαν οι πόζες της Μιμής και τα Ειδικά Δικαστήρια.

Η δεύτερη τετραετία Σημίτη (2000-2004) έμεινε στη συλλογική μνήμη συνδεδεμένη με τη δυσωδία της μίζας: Παπαντωνίου, Τσοχατζόπουλος, Τσουκάτος, Μαντέλης, Σήμενς και κομματικά ταμεία. Κάποια απ’ αυτά είχαν τις ρίζες τους ήδη στην πρώτη τετραετία, όπως και η αρπαχτή του αιώνα, το λεγόμενο «σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου», αλλά ήταν μόνο στη δεύτερη που έγιναν αντιληπτά. Ελάχιστοι από τους υπαιτίους τιμωρήθηκαν, και αυτοί συγκυριακά. Πάνω στην αναμπουμπούλα της χρεοκοπίας μας το 2010, χρησίμευσαν ως αποδιοπομπαίοι τράγοι για να τη βγάλουν καθαρή οι μεγάλοι ένοχοι.

Η δεύτερη τετραετία Καραμανλή ήταν… διετία: 2007-2009. Ξεκίνησε με έναν εκλογικό θρίαμβο παρότι η χώρα είχε γίνει αποκαΐδια το καλοκαίρι του ’07. Μερικοί νεοδημοκράτες είχαν καβαλήσει τόσο το καλάμι που δήλωναν δημοσίως ότι «σχεδιάζουν την τέταρτη τετραετία»! Την τρίτη την είχαν στο τσεπάκι πίστευαν. Ήταν όμως τόσο άθλια η διαχείριση των δημοσιοοικονομικών, τόσο γιγαντιαία η διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, ώστε με το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Αμερική, ο Ηγέτης ψυλλιάστηκε τη θύελλα και την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια διά των εκλογών. Και έπραξε σοφά, όπως αποδείχτηκε: η βόμβα έσκασε στα χέρια του διαδόχου του και τον σάρωσε – όπως όλους μας. (περισσότερα…)