κριτική

«Κλασσικοί» τελευταίας εσοδείας

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 08:25
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Διαβάζω πάντα με ενδιαφέρον για όλες αυτές τις λίστες που στήνονται εδώ και έξω: Τα 100 καλύτερα βιβλία του 21ου αιώνα, Τα 10 καλύτερα μυθιστορήματα της εποχής μας, Οι 20 κορυφαίοι συγγραφείς μετά το 1970, κλπ., κλπ… Και στις άλλες τέχνες, τις έχουσες μακρά παράδοση τουλάχιστον, τα ίδια.

Χρήσιμα είναι κάποτε όλα αυτά, ως δηλώσεις κριτικής προτίμησης. Σε ότι αφορά όμως την αντοχή της αξιολόγησης, ο κόπος είναι μάταιος. Κανόνες, έργα από τα λογιζόμενα «κλασσικά», ο καιρός μας δεν μπορεί να δώσει. Όχι επειδή δεν υπάρχουν κείμενα με αρετές συγκρίσιμες με εκείνες των κλασσικών του παρελθόντος – το ταλέντο ποτέ δεν στερεύει, αν δεν πάψει η καλλιέργειά του. Αλλά επειδή δεν υπάρχει η «περιρρέουσα ατμοσφαίρα», για να θυμηθώ τον Ροΐδη, που καταξιώνει και υψώνει τους «κλασσικούς». Ο παράγων χρόνος, προπάντων.

«Κλασσικό» είναι πάντα το έργο αναφοράς, που μας ελκύει ή μας απωθεί, αδιάφορο, αλλά πάντως είναι αδύνατο να αγνοήσουμε. Και που ως εκ της παρουσίας του απασχολεί διαρκώς όχι απλώς μια δράκα ή μια αγέλη afficionados, αλλά την ευρεία συλλογικότητα. Πού γίνεται επίκεντρο διαχρονικών συζητήσεων και παθών, σημείο προσανατολισμού, και θεμέλιο των κοσμοεικόνων μας.

Αυτού του είδους την καθοδηγητική, οιονεί θρησκευτική σημασία του έργου τέχνης, ο τωρινός ηδονικός ατομοκεντρισμός την έχει εξατμίσει. Τα έργα δεν είναι προορισμοί στους οποίους οι γενεές επανερχόνται διά βίου. Είναι πρόσκαιρες και ευκαιριακές στάσεις για την τάδε ή τη δείνα ομάδα, που δεν δεσμεύουν κανέναν άλλο πλην εκείνης και, το κυριότερο, δεν δημιουργούν συνήθως γραμμές κατιόντων, μαθητών ή επιγόνων.

Ποιος μαθητεύει εξάλλου σήμερα; Για το αυτοπραγματούμενο άτομο, και η ίδια η έννοια της διδαχής είναι προσβολή, πατρωνάρισμα ανεπιθύμητο της αυτογενούς του και ανυπέρθετης ανεξαρτησίας.

Και ακόμη, για ποια πάθη μιλάμε; Οι αγάπες μας ξεθυμαίνουν το ίδιο εύκολα με τα μίση μας. Έτσι μας θέλει ο εσωτερικευμένος καταναλωτισμός μας, να κορδωνόμαστε για τους πέντε-δέκα «κλασσικούς» τελευταίας εσοδείας που έχουμε στοιβάξει στο κομοδίνο μας, αλλά ανίκανους να δοθούμε, να αφοσιωθούμε σε κανέναν. Πώς να αντλήσουμε το μέγιστο από έναν συγγραφέα λοιπόν, ποιο βιβλίο έχει την ευκαιρία να μετρήσει πράγματι, όχι στην ατομική (σ’ αυτήν κι ένα φυλλάδιο διαφημιστικό μπορεί να φέρει τα πάνω-κάτω), αλλά στη συλλογική μας βιοπορία;

Όμως, όπως προείπα, το λάθος εδώ δεν είναι –δεν είναι αποκλειστικά, τουλάχιστον– των συγγραφέων. Κανείς συγγραφέας, όσο σημαντικός και αν είναι, δεν αντέχει την συνέκθεση με τους χιλιάδες άλλους κατώτερους που συνωστίζονται πλάι του. Στείλε τον Όμηρο ή τον Σαίξπηρ σε μια Διεθνή Έκθεση Βιβλίου και θα πάρεις έναν ακόμη γραφιά που ιδρώνει για να αποσπάσει λίγη προσοχή από τους παρατρεχάμενους. Για την Παλατινή Ανθολογία έχουν να πουν ότι μέσα της «αλληλοσυντρίβονται αριστουργήματα». (περισσότερα…)

Μια παγιωμένη δυστοπία: Για την κριτική στην Ελλάδα

*

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Στα «απόνερα» ενός ακόμα παροδικού παροξυσμού ως προς τα χαρακτηριστικά της κριτικής βιβλίων στην Ελλάδα, ανακυκλώθηκαν κοινότοπες πλέον διαπιστώσεις που ορίζουν και περιγράφουν μια παγιωμένη δυστοπία: παρακμιακοί μικρόκοσμοι στους οποίους συναθροίζονται ποιητές/τριες, λογοτέχνες και «κριτικοί» στο πλαίσιο ενός άμετρου δούναι και λαβείν, εγκωμιαστικοί σχολιασμοί για κάτω του μετρίου κείμενα, συνεχείς εκδουλεύσεις και ανταλλαγές ανάμεσα στις διαφορετικές συντεχνίες, υπερπαραγωγή κειμένων και διογκωμένες φιλοδοξίες αναγνώρισης σε ό,τι εκλαμβάνεται ως λογοτεχνικό/κριτικό πεδίο, «θρήνος και οδυρμός» για την ευτέλεια όσων παρατηρούνται, λογοτεχνικά βραβεία, συνεχόμενες εκδηλώσεις με απαγγελίες ποίησης, βιβλιοπαρουσιάσεις του συρμού όπου ανταλλάσσονται κολακευτικοί λόγοι, άχρωμες εταιρείες και συναθροίσεις παντός τύπου, «λογοτεχνικά περιοδικά» με σχεδόν την ίδια συντακτική ομάδα και πληθώρα αδιάφορων κειμένων από αυτούς/ες, μονογραφίες πρόχειρες και κακόγουστες.

Ο παραπάνω κατάλογος θα μπορούσε να γίνει περισσότερο λεπτομερής και να συνεχιστεί για πολλές σελίδες με την παράθεση μάλιστα ονομάτων, λίγο-πολύ γνωστών, και τη διαπίστωση ότι η κατάσταση αυτή παγιώνεται με όλο και πιο ισχυρούς τρόπους, δημιουργώντας τελικά ένα «γαϊτανάκι» υποκρισίας με διαφορετικές ιεραρχικές διαστρωματώσεις και ευτράπελα παιχνίδια εξουσίας από όσους έχουν μεγαλύτερο ή μικρότερο κύρος στις κριτικές αυθεντίες του χώρου. Δεν είναι επίσης λίγες οι φορές που στους κύκλους της τέχνης το ζητούμενο δεν έγκειται μόνο στην πώληση των βιβλίων και την ταυτοτική εγκαθίδρυση της ποιητικής ή κριτικής περσόνας αλλά και στην επιδίωξη μιας θέσης στον ακαδημαϊκό χώρο.

Κατά τις διαρκείς απόπειρες να απαντηθούν σε κάθε ιστορική φάση αοριστολογικά ερωτήματα ως προς το τι είναι τέχνη, λογοτεχνία, ποίηση και κριτική, τις περισσότερες φορές διεισδύει μια ποιμαντολογική αίσθηση, όπου ο καθένας προσπαθεί να τεκμηριώσει πληθώρα ιδιοτήτων: την εγγραμματοσύνη, την κριτική σύνθεση, τις γνώσεις, την εμπειρία, την εξειδίκευση στα κριτικά αιτούμενα. Στις ανταγωνιστικές και αναμενόμενες συγκρούσεις θεωρίας και πράξης εγείρονται λοιπόν ζητήματα πολιτικά και αισθητικά τα οποία συνδυάζονται με τη φουκωική έννοια την κυβερνησιμότητας. Και πιθανότατα σε μια συνθήκη με τα χαρακτηριστικά που κατονομάστηκαν σύντομα προηγουμένως ένα από τα ζητούμενα στα οποία πρέπει να επιμείνουμε και να διερευνήσουμε είναι πού τοποθετείται ο καθένας αναγνωστικά και προσωπικά απέναντί τους αλλά και τι ακριβώς μπορεί να γίνει σε ένα τοπίο με τέτοια χαρακτηριστικά. (περισσότερα…)

Εσχάτη Κρίση

*

Στον Θανάση Γαλανάκη

Αχ κριτικέ, που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις
Κι αντί να μου νομοθετείς έγινες παραβάτης
Που ήξερες τον Μπένγιαμιν, τον Βέμπερ από στήθους
Και ήσουνα υπόδειγμα αισθητικής και ήθους
Που έβρισκες τους άγνωστους και υποτιμημένους
Και έπλεκες εγκώμια και μοίραζες επαίνους
Που μια ζωή ολάκερη δεν είπες ένα ψόγο
Κι έρχεται κάθε μπαγλαμάς να σου ζητά τον λόγο;
Πού βούταγες στην ποίηση ίσαμε το μεδούλι
Πώς γίναν ίσα κι όμοια αφεντικά και δούλοι;
Εσύ που ’σουν ανάχωμα στη ποίηση που φθίνει
Και τώρα ψάχνεις μάταια να ρίξεις την ευθύνη
Αχ κριτικέ, ποιος θα βρεθεί για σένα να δακρύσει
Και ποιος την δόλια κριτική θα βγάλει απ’ την κρίση;
Και τώρα δίχως κριτικούς, ποιον θα ’χουμε Μεσσία
Να μας κουνά το δάχτυλο με τόση παρρησία
Για μας τους ματαιόδοξους, ποιος θα ’ρθει να μιλήσει;
Η κριτική της κριτικής ήταν κι αυτή μια λύση.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

*

*

*

H κριτική της κριτικής της κριτικής της κριτικής

*

του ΘΑΝΑΣΗ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

Κλειδωμένο μαγαζί:
εἴσοδος μόνο γιὰ μέλη,
κι’ ἂν τεντώσω τὸ σχοινὶ
τότε πάνω μου εἶχα βέλη.
ΜΑΝΙ

Ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἀνακυκλώνεται στὰ ἠλεκτρονικὰ καὶ ἔντυπα περιοδικὰ ἡ γνωστὴ ἱστορία τῆς κριτικῆς, τοῦ ποιός μπορεῖ ἢ δύναται νὰ τὴν ἀσκεῖ, γιατί τὴν ἀσκεῖ πολὺ ἢ λίγο, τί ἐπιδιώκει γράφοντάς την, κι’ ἄλλα παρόμοια ποὺ κρατᾶν σὲ φόρμα τοὺς ντόπιους ἑτοιμόπολεμους γραφιάδες. Μάλιστα, οἱ συζητήσεις αὐτὲς ἔρχονται στὴν ἐπιφάνεια κυρίως σὲ νεκρὲς περιόδους, λ.χ. λίγο μετὰ τὴ χριστουγεννιάτικη παύση ἢ κατὰ τὸ καλοκαίρι – πιθανότατα ἐπειδὴ ἡ ἀπουσία δράσης ἐνοχλεῖ τοὺς πάντοτε διψασμένους γιὰ κατάθεση ἀπόψεων καὶ νύξεων κριτικούς. Κάποιος κακόβουλος θὰ ἔλεγε ὅτι ἡ χρονία αὐτὴ συμπίπτει καὶ μὲ τὸν προκυφθέντα ἐλεύθερο χρόνο τῶν γραφόντων, οἱ ὁποῖοι –ἐλλείψει αὐτῶν τῶν ἴδιων περιστάσεων ποὺ στηλιτεύουν– αὐξάνουν τοὺς βαθμοὺς πρεσβυωπίας τους καὶ βλέπουν καλύτερα τὴν καμπούρα τοῦ ἄλλου. Παίρνω ἀποστάσεις ἀπὸ τὶς κακόβουλες Κασσάνδρες, ἂν καὶ ὁ μύθος τὶς δικαιώνει. Ὁπωσδήποτε, αὐτὸ θὰ ἦταν μιὰ σκέψη ἐκ τοῦ πονηροῦ, λίαν κακόβουλη καὶ διαβλητική. Μακριὰ ἀπὸ μένα αὐτά.

Στὸ κέντρο τῆς συζήτησης, λοιπόν, τίθεται μέσες-ἄκρες τὸ ἐρώτημα «ποιός ἀσκεῖ τὴν κριτική», τὸ ὁποῖο καλλωπίζεται μὲ τὴ μορφὴ τοῦ «πῶς ὀφείλει κανεὶς νὰ ἀσκεῖ τὴν κριτική», ἄσχετα ἂν τελικὰ τίποτα ἀπ’ τὰ δύο δὲν ἰσχύει  – ἀλλ’ αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε παρακάτω. Προσωπικά, ἂν καὶ δὲν βρῆκα διαθέσιμο εἰσιτήριο γιὰ τὴ συζήτηση, σκέφτηκα νὰ γράψω δυὸ-τρεῖς σκέψεις, ἀφοῦ ὅμως πρῶτα διευκρινίσω τὴ θέση μου – τὸ πλέον ἀναγκαῖο γιὰ τοὺς new age γραφιάδες «positionality». Ἂν λάβω ὐπόψιν τὸ πῶς ὁρίζεται ἡ κριτικὴ ἀπὸ τοὺς περισσότερους ποὺ τὴν ἀσκοῦν, τότε ἐπουδενὶ λόγῳ εἶμαι κριτικός. «Κρίνω» τείνει νὰ σημαίνει «διακρίνω», ἐντούτοις πέρα ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Jauss καὶ τοῦ Iser δὲν ξανάδα κάποιο πρόγραμμα σπουδῶν ποὺ νὰ βγάζει «κριτικούς» σκέτα· ὅσον ἀφορᾶ τὴν κριτικὴ τῇ εὐρείᾳ ἐννοίᾳ, ἀπ’ αὐτὰ ὑπάρχουν νὰ φᾶν κι’ οἱ κότες. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ ἰδιότητα αὐτὴ φαίνεται νὰ λαμβάνει διαστάσεις ἐπαγγελματικές, ἤτοι προκύπτει κατόπιν σπουδῆς, μαθητείας, τριβῆς καὶ ἐν γένει μὴ-ἐρασιτεχνικῆς ἐνασχόλησης. Κατ’ ἄλλους, οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἑπομένως ἡ ἰδιότητα τοῦ κριτικοῦ πρόκειται περὶ ἑνὸς beneficium. Δὲν πληρῶ προϋποθέσεις γι’ αὐτὴ τὴ δωρεά, οὔτε οἱ σπουδές μου μ’ ἔβγαλαν κριτικό, ἀλλὰ κάτι ἄλλο, ἑπομένως πάει αὐτό…  Ἐπιπλέον, βάσει τῶν πρόσφατων γραφομένων, ἰδίως ἡ «κριτικὴ τῆς κριτικῆς» ἀσκεῖται ἀπὸ τοὺς πλέον ἐπαΐοντες, τοὺς διαπιστευμένους, τοὺς ἔχοντες εἰσιτήριο βρὲ ἀδερφέ. Ὅπως ἔγραψα σαφῶς παραπάνω, δὲν βρῆκα εἰσιτήριο. Σὺν τοῖς ἄλλοις, δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ κρίνω οὔτε τὴν «κριτικὴ τῆς κριτικῆς», διότι αὐτὸ θὰ μὲ ἐπέστρεφε στὴ θέση τοῦ κριτικοῦ βάσει ἁπλῶν μαθηματικῶν ἀποκλεισμῶν. Ἔχοντας, ὡστόσο, τὴ βαθιὰ πίστη ὅτι ἡ κριτικὴ συνιστᾶ τεκμηριωμένη ἀρέσκεια/ἀπαρέσκεια μὲ τὴν παράλληλη –προαιρετικὴ ἐνίοτε– ἐπικουρικὴ χρήση ἐπιστημονικῶν μεθόδων –ἐὰν κι’ ἐφόσον μπορεῖ νὰ ὑπάρξει πλήρης ἐπαληθευσιμότητα–, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀναγκαία συνθήκη τῆς τριβῆς μὲ τὸ κρινόμενο προϊὸν ὡς προϊόν-και-μόνον (εἴτε εἶναι φαγητό, γλυκό, βιβλίο ἢ κριτικὸ κείμενο), θὰ ζητοῦσα τὴν ἄδεια νὰ ἐκφραστῶ παρακάτω ὡς κριτικὸς τῆς κριτικῆς τῆς Κριτικῆς τῆς κριτικῆς.

Κύρια ἀφορμὴ στάθηκε τὸ οἰκεῖο κείμενο τῆς Ἄννας Ἀφεντουλίδου στὸν Ἀναγνώστη. Λιγότερο δὲ ἐκεῖνο τῆς Βαρβάρας Ρούσσου, κυρίως λόγω τῆς μορφῆς του, μιᾶς καὶ τὰ εἴκοσι-ἐννέα εὔλογα ἐρωτηματικά του περισσότερο θέτουν ἐρωτήματα παρὰ ἀποφάνσεις πρὸς συζήτηση. (περισσότερα…)

Η κριτική του Σαραντάρη στους ποιητές

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Μην ανοίξης ποτέ το στόμα να πής την αλήθεια
Γιατί ξάφνου θ’ ανάψουν οι γύμνιες του κόσμου
Θα πιάσει φωτιά η λαίμαργη ανθρώπινη σκόνη!
Έργα, Β΄ τόμ., σελ. 82 (1935)

Εάν ισχύει αυτό που λέει ο Λορεντζάτος ότι η ποίηση συνιστά την «εσχατολογία της λογοτεχνίας» και εάν η σχέση του Σαραντάρη με την ποίηση είναι σχέση ζωής, τότε αξίζει να δούμε πως ο φιλόσοφος αυτός ποιητής κρίνει τους άλλους ποιητές. Αρχίζοντας από κάποιες γενικές προϋποθέσεις. Ο Σαραντάρης ξέρει την Ευρώπη, τη φιλοσοφία της και την ποίησή της. Είναι από τους σπάνιους εκείνους ανθρώπους με ανεπτυγμένη πολύ νωρίς αντιληπτικότητα και ευαισθησία. Ερχόμενος στην Ελλάδα απο την Ιταλία διαβάζει στα ελληνικά ποιήματα τα σημάδια της ευρωπαϊκής σφραγίδας ή επίδρασης, λόγου χάρη την απαισιοδοξία. Ασκημένος πάνω στους Ευρωπαίους αλλά μέσα από μια άλλη αίσθηση ζωής χριστιανικής απαίτησης, αρνείται την πρωτοκαθεδρία στην καλλιέργεια προσωπικού ύφους (πράγμα που προσάπτει στον Καβάφη), ειδικά όταν αυτό είναι σε βάρος μιας «ομιλίας», όπως λέει, που «να συμβαδίζει παράλληλα με τη λαλιά του λαού μας». Απαιτεί ένα βασανισμό του ποιητή, που να θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια του την υπόσταση, ή να το πω αλλιώς, να μην αφήνει περιθώρια αυταπάτης ή ωραιοπάθειας. Αυτό συνάδει με την πεποίθησή του ότι ο ποιητής χαρακτηρίζεται από προωθημένη αυτοσυνειδησία.

Πρέπει ακόμη να λάβουμε υπ’ όψη μας ότι ο Σαραντάρης στα 32 του έχει φύγει από τούτο τον κόσμο. Το έργο του κυοφορήθηκε και υλοποιήθηκε ουσιαστικά μέσα σε δώδεκα χρόνια, αν λογαριάσουμε ότι από τα είκοσι και μετά σχημάτισε στο χαρτί κείμενα απαιτήσεων αλλά και πλεονάσματα ψυχής. Παραμένει απορίας άξιον πώς ένας τόσο νέος άνθρωπος παρουσιάζει τέτοια ωριμότητα χωρίς να χάνει σε φρεσκάδα, χωρίς να γεροντοποείται αν μπορούμε να πούμε, χωρίς να απελπίζεται, παρ’ όλο που σε μερικά του ποιήματα καταγράφεται μια αβυσσαλέα μοναξιά. Όλες οι παραπομπές εδώ αναφέρονται στη δίτομη έκδοση της Βικελαίας Βιβλιοθήκης Ηρακλείου Κρήτης, που επιμελήθηκε με περισσή φροντίδα η φίλη Σοφία Σκοπετέα.

*

Ας δούμε λοιπόν πώς αντικρύζει ο άνθρωπος αυτός την ποίηση των άλλων, ελλήνων και ξένων και πως αυτή η στάση συνδυάζεται με τη γενικότερη θεώρηση της ζωής που περιέχει το έργο του.

Αραδιάζω μερικά ονόματα στο χαρτί: Μελισσάνθη, Καρέλλη, Παπατζώνης, Σαραντάρης. Ποιό είναι το κοινό τους σημείο; Για τους δύο τουλάχιστον είναι η πίστη, ή μια θρησκευτική διάσταση. Όμως ο Σαραντάρης, καθώς ετοιμάζεται να μιλήσει γι’ αυτούς, αρχίζει με τη φράση: «Ποιός σύγχρονος ποιητής μας έχει μια βίωση μέσα στην πίστη; Αναζητώ και δεν βρίσκω». (περισσότερα…)

«Ξέρετε καλά τι μάταιο πράμα είναι η κριτική»: Μια ανέκδοτη επιστολή του Νίκου Καζαντζάκη

*

Μεταγραφή-Σχολιασμός:
ΖΩΗ ΚΑΤΣΙΑΜΠΟΥΡΑ

Στα αποσπάσματα της αλληλογραφίας του Μάρκου Τσιριμώκου (τα οποία έφτασαν στα χέρια του συνθέτη Χάρη Βρόντου τα χρόνια της στρατιωτικής του θητείας, όταν ένας  συστρατιώτης του πληροφορήθηκε ότι τον ενδιέφεραν τα… γραμματόσημα) περιλαμβάνονται και πέντε επιστολές του Νίκου Καζαντζάκη. Ο παραλήπτης των επιστολών Μάρκος Τσιριμώκος γεννήθηκε στη Λαμία το 1872, σε οικογένεια με  πολιτική δραστηριότητα, και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και υπηρέτησε ως αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, μέχρι το 1914. Μετά ανέλαβε διοικητικές θέσεις (Νομάρχης Κέρκυρας, Γενικός Διοικητής Χίου) και, από το 1924 και μετά, έγινε Διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Ασχολήθηκε από νωρίς με τα γράμματα και συνεργάστηκε με  τα περιοδικά Τέχνη, Παναθήναια, Νέα Εστία, Γράμματα, Νουμάς, κ.ά. Το ποιητικό του έργο (κυρίως υπό το ψευδώνυμο Στέφανος Ραμάς) περιλαμβάνει αρκετές συλλογές παρνασσικής διάθεσης (Δεκατρία σονέτα, 1914, Εκ Βαθέων, 1927, Ώρες του Δειλινού, 1930,  Δεκάστιχα και βιλανέλες, 1933) και μεταφράσεις των Λεκόντ ντε Λιλ, Σέλλευ, Γκέτε, Χάινε (Ξένα Ποιήματα). Ασχολήθηκε και με μελέτες: Τα παλιά και τα καινούργια (1904), Λοξοί στρατοκόποι (1909), Αν είχαμε παιδεία ελεύθερη (1912), Ιστορία του Εκπαιδευτικού Ομίλου (1927), Ποιητική Τέχνη (1934). Κοινωνικά δραστήριος άνθρωπος, υπήρξε από τους ιδρυτές του κοινωνικού και εκπαιδευτικού συλλόγου «Εθνική Γλώσσα» (1905) και αργότερα του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» (1910). Πέθανε το 1939.

Ο Καζαντζάκης έγινε μέλος του περίφημου Εκπαιδευτικού Ομίλου το 1910, και με την υπόδειξη και την υποστήριξη του Ίωνα Δραγούμη,  γραμματέας του.[1] Μάλλον δεν υπήρχε από πριν γνωριμία με τον Τσιριμώκο, καθώς ο Καζαντζάκης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μόλις το 1910,  η συγκεκριμένη όμως στον Εκπαιδευτικό Όμιλο δείχνει να κράτησε, αρκετά θερμή, για αρκετά χρόνια.

Δεν έχω τη δυνατότητα να ερευνήσω στο αρχείο του Καζαντζάκη για αντίστοιχες επιστολές του Τσιριμώκου. Στο προσεχές έντυπο τεύχος του Νέου Πλανόδιου θα παρουσιάσω και τις πέντε σωζόμενες επιστολές του Καζαντζάκη. Στην παρούσα ανάρτηση προδημοσιεύεται μία εξ αυτών, η τρίτη κατά σειρά, με τον συνοδευτικό της σχολιασμό. Ακολουθείται η ορθογραφία και στίξη του συγγραφέα. – Ζ.Κ.

~.~

Επιστολή από το Γκόττεσγκαμπ

Gottesgab, 25-12-31

Αγαπητέμου κ. Τσιριμώκο,

Σίγουρα τα  «Σονέτα» Σας είναι το καλύτερο ωστόρα ποιητικό έργο Σας.

Σας χαίρουμαι, αληθώς, που, καθούμενος σε μια δημόσια υψηλή καρέκλα, DESABUSE[1] απ’ όλα, γιατί είδατε τα σύνορα που στενέβουν κ’ εξεφτελίζουν όλες τις ιδέες και τις φιλοσοφίες, κατορθόνετε να δουλέβετε με τόση τεχνική αρτιότητα και ψυχική αφοσίωση το βαθύτερο απ’ όλα τα παιχνίδια που βρήκε ωστόρα ο άνθρωπος – το στίχο.

Σας απόμεινε μονάχα – τελευταία Σας ανώτατη συντροφιά – το ιερό ζεβγάρι – η αγάπη κι ο θάνατος και με τις δυο αυτές υψηλές, αναπόφευκτες ανάγκες του ανθρώπου έχετε τη δύναμη και  παίζετε, κλαίγοντας, γελώντας και να τις θρονιάζετε εκεί που μονάχα τους αξίζει – στο στίχο.

(περισσότερα…)

Η μεγάλη απειλή

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΟΥΑΤΖΗ

Οι άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης και όταν ακόμη δεν εκφράζουν αντιεξουσιαστικές απόψεις, παραμένουν επικίνδυνοι και καταδιωκτέοι. Και μόνον η ιδιότητα του λογοτέχνη, του καλλιτέχνη, αποτελεί πρόκληση για το παγκόσμιο ισοπεδωτικό καθεστώς. Δεν μιλάω βεβαίως για τους καλλιτέχνες του συρμού, που παρασυρμένοι από το κύμα της ομογενοποίησης αναπαράγουν σκουπίδια που δεν οδηγούν κάπου τη σκέψη. Μιλάω για τους γνήσιους δημιουργούς που σκάβουν βαθιά με το έργο τους, σκέπτονται, αναζητούν, πάσχουν, παθιάζονται, συμπάσχουν και υπηρετούν πιστά την τέχνη τους.

Ας ακούγεται αστείο, το βιβλίο, το χρώμα, ο πηλός, το τελάρο, το ποίημα, το πεζογράφημα, η μουσική, όλα όσα φέρνουν κάτι νέο στον κόσμο, συνιστούν απειλή. Στον σύγχρονο κόσμο το να σκέφτεσαι, να προτείνεις, να μελετάς, να διερευνάς, αποτελεί έγκλημα κατά του καθεστώτος. Ό,τι οξύνει τη σκέψη των ανθρώπων, αποτελεί κίνδυνο για τον οδοστρωτήρα της, πανομοιότυπης πλέον διεθνώς, κουλτούρας που υπηρετεί και υπηρετείται από το σύστημα. Το «πολιτικώς ορθόν» είναι πανταχού παρόν και όποιος το αμφισβητήσει οδηγείται στην πυρά, ήτοι στην προσπάθεια αφανισμού λόγου, έργου, έως ύπαρξης.

Μια ματιά στο γίγνεσθαι των ισχυρών μέσων ενημέρωσης, που κατακλύζουν την καθημερινότητα όλων στον πλανήτη, αρκεί για να επιβεβαιωθεί η πολιτιστική γύμνια στην οποία θέλουν να οδηγήσουν οι κρατούντες τους πολίτες, των οποίων η αξιοπρέπεια προ πολλού, θεωρείται είδος πολυτελείας και πρέπει να καθυποταχτεί. Δεν χρειάζεται ειδική γνώση, παρά μόνον να περιδιαβεί ο νους μας, το μέσο καταστολής της δημιουργικής σκέψης, που ονομάζεται «πληροφόρηση» και να αναρωτηθεί κάποιος ποιοι κατέχουν τα μέσα ενημέρωσης σήμερα, ποια το ποιοτικά χαρακτηριστικά των ιδιοκτητών τους σε επίπεδο καλλιέργειας, πολιτισμού. Επίσης το ποιοι υπηρετούν τα μέσα αυτά, δημοσιογράφοι, παραγωγοί κ.ά. Και ποιο αντιστοίχως το μορφωτικό και πολιτισμικό τους επίπεδο. Δυστυχώς, οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν συνείδηση της επίπτωσης του δημόσιου λόγου τους στους πολίτες. Σακατεύουν ανενδοίαστα τη γλώσσα, την αισθητική, πλήττουν με περίσσιο καμάρι το σώμα του πολιτισμού. (περισσότερα…)

Βιβλικοί, λογοτεχνικοί και προσωπικοί μύθοι

*

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Μαρία Βαχλιώτη
Κάλπη
Μελάνι, 2023

Η Κάλπη της Μαρίας Βαχλιώτη είναι μια σκηνοθετημένη καταβύθιση σε μια εσωτερική και κοινωνική τοπιογραφία, μια ανατομία της πάσχουσας ατομικής και συλλογικής ζωής, με οδηγό ένα πυκνό διακείμενο που στόχο έχει να φωτίσει την άσημη, αόρατη ζωή του καθεμέρα μέσα από την προβολή των μόνιμων καταβολών της. Ατομική και κοινωνική εμπειρία προβάλλονται μέσα από την συνομιλία τους με λογοτεχνικούς, αρχαιοελληνικούς, προσωπικούς μύθους και την ένθεσή τους σε ένα μεστό περικείμενο.

Για να κατανοήσει ο αναγνώστης τη συγγραφική πρόθεση, πρέπει να ανατρέξει στα δύο αρχικά και τα δύο ακροτελεύτια κείμενα της συλλογής, τιτλοφορούμενα «Προμηθέας» και «At last» τα πρώτα και «Επιμηθέας» και «At least» τα δεύτερα. Στο πρώτο, η τρύπα από τον αετό του Δία στο στήθος του ευεργέτη της ανθρωπότητας Προμηθέα ανάγεται σε οπή από όπου χαίνει το κενό του σύμπαντος και η σκόνη της Ιστορίας. Στο δεύτερο, πεζό αυτή τη φορά, κείμενο, η χαίνουσα οπή παίρνει τη μορφή μιας τραχειοστομίας στο λαιμό ενός πλανόδιου γέρου πωλητή κόμικς που συναντά στην παιδική ηλικία η αφηγήτρια και αποτελεί αφορμή για να κυλήσει ο μίτος της ιστορίας:

«κι αυτό ήταν τελικά το μόνο που ήθελα να πω, κάτι εντελώς ασήμαντο και αυστηρώς προσωπικό, που φυσικά δεν πρόκειται για ποίημα –σας ξεγέλασα– είναι η ύστατη προσπάθεια μιας τραχειοστομίας να βγει απ’ την ανυπαρξία της μετά από σαράντα καλοκαίρια, γιατί κάποια στιγμή πρέπει επιτέλους να κλείσουμε μ’ αυτά, γιατί είναι κι αυτή ακόμα η ζωή που χάσκει ανοιχτή, κι άλλη κόλαση που υπομονετικά μας περιμένει.»

Στα καταληκτικά ποιήματα, το λόγο παίρνει αρχικά ο Επιμηθέας που αποφαινόμενος για τη μοίρα των προσώπων της ιστορίας απομυθοποιητικά αποφαίνεται για τη μίζερη ζωή κάθε θνητότητας. Το κείμενο αυτό ακολουθεί το πεζό «At least», όπου η ποιήτρια, αποτίοντας φόρο τιμής στην αφηγήτρια γιαγιά της, καταλήγει κυκλικά: (περισσότερα…)

Η «Νέα Κριτική»: (Περι)γραφικά ήθη

*

του ΣΑΒΒΑ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ

Ένα σύντομο σημείωμα περί κριτικής που προέκυψε εντελώς αναπάντεχα. Καθώς διάβαζα σήμερα το πρωί ένα μεγάλο διεθνές θεατρικό περιοδικό έπεσε το μάτι μου επάνω στις «οδηγίες προς συγγραφείς» όπου έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι προτιμώνται κυρίως οι κριτικές που περιγράφουν (descriptive) μια παράσταση, παρά οι κριτικές που επικρίνουν ή αξιολογούν (judgemental – η λέξη που χρησιμοποιεί).

Δεν θα έδινα σημασία εάν το περιοδικό αυτό ήταν μια αδιάφορη, μικρή σε εμβέλεια έκδοση χωρίς κάποιο εκτόπισμα. Όπως δεν θα έδινα σημασία εάν η θέση του περιοδικού ήταν μια μεμονωμένη τοποθέτηση. Όμως συμβαίνει το διαμετρικά αντίθετο. Το περιοδικό βρίσκεται, όπως και πολλά άλλα, στην καρδιά του πνεύματος της εποχής. Είναι ένα καταξιωμένο περιοδικό με πολύ σπουδαίους και επιδραστικούς θεατρανθρώπους στη διεύθυνση του και οι θέσεις που εκφράζει αφορούν πάρα πολλούς. Φυσικά και δεν πρόκειτα για κεραυνό εν αιθρία.

Εδώ και καιρό η τάση αντικατάστασης του κριτικού λόγου από έναν ανώδυνο, περιγραφικό λόγο γίνεται ολοένα και εντονότερη. Ζούμε σε μια ιστορική στιγμή όπου ναι μεν όλοι θέλουν να κάνουν ομελέτα (με τα δικά τους υλικά), όμως κανείς δεν θέλει να σπάσει αυγά. Και σκέφτομαι: Υπάρχει κριτικός λόγος χωρίς τη δυνατότητα (και την «επικινδυνότητα») κάποιας κριτικής τοποθέτησης; Κι αν ναι, ποιος αλήθεια κερδίζει με τον αφανισμό, την αποδυνάμωση, την «ενοχοποίηση» ή την απαξίωσή του και τι; Μήπως κερδίζουμε περισσότερη δημοκρατία; Περισσότερη ισότητα; Περισσότερη δικαιοσύνη; Περισσότερη ελευθερία έκφρασης; Περισσότερο σεβασμό; Τι, τέλος πάντων;

Και το πιο περίεργο: Γιατί άραγε η τάση αυτή βρίσκει τόσους υποστηρικτές ανάμεσα στους καλλιτέχνες του θεάτρου; Τι θα κερδίσουν εάν εξαφανιστεί ή ισοπεδωθεί ο κριτικός λόγος; Θα γίνουν καλύτεροι; Σοφότεροι; Δημιουργικότεροι; Πώς φαντάζονται άραγε ότι μπορεί να σφυρηλατηθεί ο εποικοδομητικός διάλογος του κριτικού με την καλλιτεχνική κοινότητα; Με τις περιλήψεις, τις περιγραφές ή τα εγκώμια; (περισσότερα…)

Φιλολογίζουσα κριτική, απλοϊκές προσεγγίσεις

*

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Από το 1976 ο Στέφανος Ροζάνης έγραφε για τις απλουστευτικές ερμηνείες στο έργο του Διονύσιου Σολωμού, διερωτώμενος:

«Ειλικρινά δεν γνωρίζω τι απόμεινε από τον Διονύσιο Σολωμό. Ένα έργο κομματιασμένο, αγωνιακό έγινε βορά των φιλολόγων. Πάτησαν επάνω στο ακρωτηριασμένο σώμα, αγνόησαν τον ποιητή, γέμισαν χιλιάδες άγονα χαρτιά και πήγαν έτσι να στήσουν μια μαρτυρία νεκρή […] [1]».

Η χρονολογία δεν λειτουργεί ως νοσταλγική υπενθύμιση αρχειακού υλικού ενός από τους κομβικούς σύγχρονους φιλοσόφους και βασικό πρόσωπο των Σημειώσεων. Αντίθετα, σημειώνεται ως ενδεικτική αναφορά που επιτονίζει τη σύζευξη ιστορικότητας και πολιτικού από το χθες στο σήμερα, αφού κάνει κριτική στους φιλολογίζοντες κριτικούς, καθώς και στην αυθαίρετη οικειοποίηση των κειμένων χωρίς συγκροτημένο κριτικό λόγο.

Έκτοτε αυτό που επισημάνθηκε στο προηγούμενο απόσπασμα, νομίζω πως σήμερα παρατηρείται σε πολλά κείμενα, ποιητές και συγγραφείς. Στο ίδιο μοτίβο, στις σύγχρονες λογοτεχνικές συνθήκες εντοπίζονται απανωτές απλοϊκές προσεγγίσεις για όλους όσοι παγιώθηκαν ως εμβληματικά πρόσωπα στη λογοτεχνία και την ποίηση, με συνεχόμενες μονοφωνικές αναπαραγωγές κοινών ερμηνευτικών προσεγγίσεων, ακαδημαϊκών ή άλλων.

Για παράδειγμα, το άνοιγμα του αρχείου Καβάφη από το Ωνάσειο Ίδρυμα οδήγησε σε νέα μαζική παραγωγή κειμένων για τον ποιητή και το έργο του σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να επιτονιστεί πως κάθε συντάκτης/συντάκτρια λειτουργεί ως γνώστης/γνώστρια του έργου του. Σαφώς και το φαινόμενο δεν είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, καινούριο. Το έχουν επισημάνει επανειλημμένα πληθώρα στοχαστών και διανοουμένων[2]. Εδώ δεν χωράν μελοδραματικοί θρήνοι ή ηθικιστικές προτροπές για την αγιογραφία προσώπων ή έργων που «κακοποιούνται» από τις λογοτεχνικές συντεχνίες. Τα διάφορα καλλιτεχνικά κυκλώματα υπήρχαν και ενισχύονταν ποικιλοτρόπως από τις απαρχές της λογοτεχνίας. Ας μνημονεύσουμε μόνο τις περίτεχνες κινήσεις του Μιχαήλ Ψελλού στις κριτικές του συνθετικές περιδινήσεις, προκειμένου να επιβιώσει μέσα από αχανείς μηχανορραφίες. (περισσότερα…)

Το ένστικτο της μίμησης και η ελληνική επαρχία

*

του ΜΙΧΑΛΗ ΒΙΡΒΙΔΑΚΗ

τὸ τὲ γὰρ μιμεῖσθαι σύμφυτον τοῖς ἀνθρώποις
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Περὶ ποιητικῆς

Όπως και να το κάνουμε νοιώθει κανείς περήφανος μπροστά στις υποκριτικές επιδόσεις των μαθητών του. Ακόμα και εδώ, στον νότο της ελληνικής επαρχίας, όπου κανένας Αθηναίος κριτικός θεάτρου δεν μας κάνει την τιμή να ταξιδέψει πλέον για να αξιολογήσει αυτές τις προσπάθειες, καμιά περισπούδαστη τηλεοπτική εκπομπή δεν αφιερώνει χρόνο γι’ αυτές τις παραστάσεις, καμιά εφημερίδα, ούτε καν το δημοσιογραφικό της τμήμα, δεν ασχολείται με το θέατρο στην επαρχία, λες και όλοι, ομοθυμαδόν, είναι απολύτως σίγουροι ότι το ένστικτο της μίμησης έχει το αποκλειστικό προνόμιο να αναφύεται μόνον στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Αθήνας και οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια εκτός του κλεινού άστεως είναι, ως εκ τούτου, εκ των προτέρων καταδικασμένη στην αδιαφορία τους.

Για την αντίληψη όλων αυτών το ένστικτο της μίμησης είναι δηλαδή κάτι σαν τα λαχανάκια Βρυξελών ή τη μαστίχα της Χίου όπου ο τόπος παραγωγής αποτελεί εγγύηση για την ποιότητα του προϊόντος! Πόσο γελάω όταν διαβάζω τις κατά τα άλλα σοβαροφανείς αναλύσεις, από τους ίδιους αυτούς ανθρώπους, δημοσιογράφους και κριτικούς, για την υπερπληθώρα των θεατρικών παραστάσεων στην Αθήνα ή για τον κορεσμό των θεατρικών χώρων, ή για την απελπισία του θεατή που δεν ξέρει σε ποια παράσταση να πρωτοτρέξει, όταν με τη στάση τους είναι φανερό ότι δεν κάνουν τίποτα άλλο, παρά να λιβανίζουν την ίδια αυτή υπάρχουσα κατάσταση για την οποία διατείνονται ότι διαφωνούν! Γιατί ερωτώ, πώς θα αποσυμφορηθεί το κλεινόν άστυ, πώς ένας νέος καλλιτέχνης να επιλέξει ως έδρα του μια επαρχιακή πόλη όταν η καλλιτεχνική παραγωγή της ελληνικής επαρχίας, ακόμα και τα πιο λαμπρά παραδείγματα που έχει να επιδείξει, είναι καταδικασμένα σήμερα στην αφάνεια και στην αδιαφορία εκ μέρους της επίσημης κριτικής και της κρατικής αντίληψης για το θεατρικό γίγνεσθαι στην υπόλοιπη Ελλάδα; (περισσότερα…)

Η εντυπωσιοθηρία της “κριτικής” και η Έμιλυ Ντίκινσον

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Την Άβυσσο δεν γίνεται
με αέρα να σφραγίσεις

Στις ομιλίες του στο Χάρβαρντ, μιλώντας για την ποιητική μετάφραση ο Μπόρχες, με τη βαθιά ειρωνική γλώσσα που εμποτίζει τη σκέψη και το έργο του, έλεγε πως έβρισκε όμορφες τις κατά λέξη μεταφράσεις, στις οποίες αναγνώριζε θεολογική την προέλευση από τις μεταφράσεις της θεόπνευστης, αλάθητης Βίβλου, και ταυτόχρονα εξυμνούσε «μια από τις πιο όμορφες και περίφημες αγγλικές μεταφράσεις», τη μετάφραση των Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Χαγιάμ από τον Φιτζέραλντ. Ένα δηλαδή ολωσδιόλου και παντελώς άλλο έργο από το πρωτότυπο, ομολογώντας πως «μια μετάφραση δεν κρίνεται ποτέ λεκτικώς». Ο Κώστας Κουτσουρέλης στην πρόσφατη μετάφραση 120 ποιημάτων της Ντίκινσον (Κίχλη, 2023) , διαφωνώντας με τον πασίγνωστο αφορισμό του Φροστ για τη μετάφραση της ποίησης, εξαρχής δηλώνει πως

όπως έλεγε ο Ιωσήφ Μπρόντσκι, «ποίηση είναι ό,τι κερδίζεται στη μετάφραση», όχι ό,τι ενδεχομένως έχει χαθεί. Στέκεται το ελληνικό κείμενο μόνο του, ως ποίημα αυτοτελές και αυτόφωτο; Αυτό ενδιαφέρει. Αν όχι, κανένα δεκανίκι δεν θα το σώσει.

Την νέα αυτή μετάφραση της Ντίκινσον από τον Κουτσουρέλη ψέγει και επικρίνει σε σημείωμά της η Τίνα Μανδηλαρά, στη στήλη για το βιβλίο στη LiFO, με τίτλο «Όταν η Ντίκινσον θυμίζει στις μεταφράσεις της Βάρναλη και Τσιφόρο» [sic], μαζί με τη μετάφραση του Αρτύρ Ρεμπώ από τον Βασίλη Πατσογιάννη. Ο σχολιασμός που ακολουθεί αφορά μονάχα το επικριτικό σημείωμά της προς τη μετάφραση της Ντίκινσον, που όπως μαρτυρά κι ο τίτλος του αποτελεί και τον ουσιαστικό στόχο της επίκρισής της. Δεν αποσκοπώ εδώ σε ενδελεχή κριτική αξιολόγηση της μιας ή της άλλης μετάφρασης, επιθυμώ απλά να σχολιάσω και να κρίνω μόνον τα όσα διάβασα. (περισσότερα…)