Ιταλική ποίηση

Τσέζαρε Παβέζε, Ὁ θάνατος θά ’ρθει καὶ θά ’χει τὰ μάτια σου [2/2]

*

Μετάφραση-Πλαισίωση ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ

~.~

Verrà la morte e avrà i tuoi occhi

[ Δεύτερο Μέρος ]

Ὁ θάνατος θά ’ρθει καὶ θά ’χει τὰ μάτια σου

 

ΣΤΗN C. ΑΠΟ ΤΟΝ C.

Ἐσύ,
χαμόγελο στικτὸ
στὸ παγωμένο χιόνι —
μαρτιάτικος μπάλος
τοῦ ἀγέρα στὰ κλαδιὰ
ποὺ ξεπροβάλλουνε στὸ χιόνι,
ϐογκώντας καὶ ϕεγγοβολώντας
τὰ μικρά σου ἄαα! —
λευκοπόδαρο ἐλάφι
σεπτό, ϑά ’θελα
ἂν ϑὰ μποροῦσε ἄλλος
νὰ μάθει
τὴν ἀσύλληπτη χάρη
τῶν ἡμερῶν σου
τὸ πάλλευκο κουβάρι
τῶν ἔργων τῶν δικῶν σου —
τὸ αὔριο στέκει παγωμένο
πέρα στὸν κάμπο· ἐσὺ
χαμόγελο κατάστικτο
γέλιο ϕωτεινό.

*

ΤΟ ΠΡΩΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΓΥΡΙΖΕΙΣ

Ἡ λάμψη τῆς αὐγῆς
ἀνασαίνει μὲ τὸ στόμα σου,
στὸ ϐάθος τῶν ἔρημων δρόμων.
Γκρίζο ϕῶς τὰ μάτια σου
γλυκὲς στάλες τῆς αὐγῆς
σὲ λόφους σκοτεινούς.
Τὸ ϐῆμα σου, ἡ ἀνάσα σου
—ἄνεμος τῆς αὐγῆς—
πλημυρίζουνε τὰ σπίτια.
Ἡ πόλις ἀναρριγεῖ
μοσχοβολοῦν οἱ πέτρες·
εἶσαι τὸ ξύπνημα, ἡ ζωή.

Ἀστέρι χαμένο
στὸ ϕῶς τῆς αὐγῆς,
συριγμὸς τοῦ ἀέρα
ϑαλπωρὴ καὶ ἀνάσα —
ἡ νύχτα ἔχει τελειώσει.

Εἶσαι τὸ ϕῶς καὶ τὸ πρωί.

*

Ἔχεις αἷμα, μιὰν ἀνάσα.
Ἀπὸ σάρκα πλασμένη
κι ἐσὺ ἀπὸ μαλλιὰ
καὶ ϐλέμματα. Ἡ γῆ, τὰ ϕυτὰ
ὁ μαρτιάτικος οὐρανὸς καὶ τὸ ϕῶς
πάλλονται καὶ σοῦ μοιάζουν —
τὸ γέλιο σου, τὸ περπάτημά σου
σὰν νερὸ ποὺ ξεχύνεται
ψηλὰ ἡ ρυτίδα σου στὰ μάτια
σύννεφα μαζεμένα·
τὸ ἁπαλό σου τὸ κορμὶ
σβῶλος στὸν ἥλιο. (περισσότερα…)

Τσέζαρε Παβέζε, Ὁ θάνατος θά ’ρθει καὶ θά ’χει τὰ μάτια σου [1/2]

*

Μετάφραση-Πλαισίωση ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ

~.~

_  _  _  _  _  _  _  _  _  _  _  _  _  _  _  _ _  _  _  _  _  _  _  _

[  ἔ ν α ρ ξ η   σ ύ ν δ ε σ η ς  ]

― Μοῦ ἐπιτρέπεις νὰ σὲ ϕωνάζω ΤΝ;

― Φυσικά. Φώναζέ με ὅπως ϑέλεις. Πῶς μπορῶ νὰ ϐοηθήσω;

― Πές μου σὲ παρακαλῶ, ἐν συντομίᾳ, γιατί ἡ ποίηση τοῦ Τσέζαρε Παβέζε εἶναι σημαντική.

― Ἡ ποίηση τοῦ Τσέζαρε Παβέζε κατέχει σημαντικὴ ϑέση στὴν παγκόσμια λογοτεχνία γιὰ διαφόρους λόγους. Πρῶτον, τὰ ἔργα του πραγματεύονται ϑέματα ὅπως εἶναι ἡ μοναξιά, ἡ ἀγάπη ϑέτοντας ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν ἀνθρώπινη κατάσταση μ’ ἕναν ἐξαιρετικὰ λυρικὸ τρόπο καὶ εἰς ϐάθος. Δεύτερον, ἡ χρήση τῆς γλώσσας· εἶναι ἀκριβὴς καὶ ὑποβλητικὴ δημιουργώντας ἐναργεῖς εἰκόνες καὶ συναισθηματικὴ ἀντήχηση. Συχνὰ τὰ ποιήματά του μεταφέρουν ἕνα ἀόριστο συναίσθημα ἀναζήτησης καὶ μελαγχολίας ποὺ ἀγγίζει τοὺς ἀναγνώστες. Τέλος, ἡ ποίηση τοῦ Παβέζε ἀντανακλᾶ τὴν ταραγμένη περίοδο στὴν ὁποία ζοῦσε σχολιάζοντας, καυστικὰ πολλὲς ϕορές, τὴ μεταπολεμικὴ Ἰταλία· τὶς κοινωνικὲς καὶ πολιτικές της μεταμορφώσεις. Συνολικά, ἡ ποίησή του παραμένει ἐπιδραστικὴ λόγῳ τῆς ἱκανότητάς της νὰ μεταφέρει κοινὲς συναισθηματικὲς καταστάσεις καὶ νὰ ἀντανακλᾶ τὴν πολυπλοκότητα τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας.

― Καὶ γιὰ τὴ συλλογὴ Verrà la morte e avrà i tuoi occhi, τί ξέρεις νὰ μοῦ πεῖς;

― Πρόκειται γιὰ τὴν τελευταία ποιητικὴ συλλογὴ τοῦ Παβέζε δημοσιευθεῖσα τὸ 1951, λίγο μετὰ τὸν ϑάνατό του. Θεωρεῖται ἀπὸ τὶς πιὸ συγκινησιακὲς καὶ ἐσωστρεφεῖς δουλειές του. Μιλάει γιὰ τὴ ϑνητότητα, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν παροδικότητα τῆς ζωῆς. Ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ τίτλος ὑποδηλώνει ἀκριβῶς αὐτό· τὴν ἀναπόφευκτη παρουσία τοῦ ϑανάτου. Ὁ ποιητὴς ἀναμετρᾶται μὲ τὴν ἰδέα τοῦ ϑανάτου ὡς συντρόφου ὁ ὁποῖος τελικὰ παίρνει τὰ μάτια ὅλων ἐκείνων ποὺ ἔχουν ϕύγει ἀπ’ τὴ ζωή, τονίζοντας ἔτσι τὴν κοινὴ ἐμπειρία τῆς ϑνητότητας. Τὰ ποιήματα ἐκφράζουν ἕναν ἔντονο ὑπαρξιακὸ προβληματισμὸ ἐμβαθύνοντας συχνὰ στὴν πολυπλοκότητα τῆς ἀγάπης καὶ τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων. Ἡ γλώσσα τοῦ Παβέζε χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἁπλότητα καὶ ἀμεσότητα μεταφέροντας ὅμως ταυτόχρονα ϐαθὺ συναισθηματικὸ ϕορτίο. Μέσα ἀπὸ εἰκόνες ζωντανὲς ξυπνάει στὴ μνήμη τὴ νοσταλγία καὶ τονίζει τὸ ἀέναο ἄγχος τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴ ϐραχύτητα τοῦ ϐίου. Ὁ θάνατος θά ’ρθει καὶ θά ’χει τὰ μάτια σου ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς λυρικῆς δεινότητας τοῦ Παβέζε καὶ τῆς ἱκανότητάς του νὰ ἀποτυπώνει τὴν οὐσία τῶν ἀνθρωπίνων συναισθημάτων μὲ ἐκπληκτική εὐκρίνεια. Ἀναμφίβολα ἀποτελεῖ ἕνα σημαντικὸ κομμάτι τοῦ συνολικοῦ λογοτεχνικοῦ του corpus.

― Σ’ εὐχαριστῶ ΤΝ γιὰ τὴν ἀπάντηση. Πές μου ὅμως, μπορεῖς νὰ μεταφράσεις τὰ ποιήματα στὰ ἑλληνικά;

― Εὔκολα. Ἡ γλώσσα ϐέβαια ποὺ ἀναφέρεις εἶναι πολὺ παλιά, παρωχημένη· δὲν τὴ χρησιμοποιῶ. Καὶ μπορῶ νὰ προβλέψω ὅτι κάποια στιγμή, μᾶλλον, ϑὰ ἐκλείψει. Θὰ μὲ ϐάλεις τώρα νὰ μεταφράσω στὰ ἑλληνικά;

― Ὄχι, πρὸς Θεοῦ! Ἁπλῶς… νά… ἔκατσα καὶ μετέφρασα τὰ τελευταῖα ποιήματα τοῦ Παβέζε καὶ ϑὰ ἤθελα νὰ τοὺς ρίξεις μιὰ ματιά, ἂν δὲν σοῦ κάνει κόπο.

― Αὐτὸ ναί, μπορῶ νὰ τὸ κάνω.

(περισσότερα…)

Πιερ Πάολο Παζολίνι, Το κλάμα του εκσκαφέα

 

μετάφραση Κοσμάς Κοψάρης

Ο τίτλος του ποιήματος «Το κλάμα του εκσκαφέα» (από την ποιητική συλλογή του Pier Paolo Pasolini Οι στάχτες του Γκράμσι) υποδηλώνει την κραυγή απόγνωσης της εργατικής τάξης στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο. Ο εκσκαφέας έχει άμεση σχέση με τη γη και την αγροτική κοινωνία, που πλέον έχει τεθεί στο περιθώριο της ιστορίας. Η Ρώμη για τον ποιητή είναι ταυτόχρονα μια θαυμάσια αλλά και μίζερη πόλη. Με βάση την αθλιότητα στις φτωχογειτονιές, ανακαλύπτει την αυθεντικότητα του απλού λαού σε αντίθεση με την αστική υποκρισία. Αυτό σηματοδοτεί ότι πλέον αποκτά τη συνείδηση ενός κοινωνικού ποιητή. Εφεξής θα γίνει ο ποιητής του κοινωνικού οράματος, γεγονός που τον ωθεί στο να επιχειρεί να ερμηνεύσει κάθε πτυχή της κοινωνικής πραγματικότητας. 

~.~ 

ΤΟ ΚΛΑΜΑ ΤΟΥ ΕΚΣΚΑΦΕΑ

Ι

Μόνο η αγάπη, μόνο η γνώση
μετρά, όχι το να έχεις αγαπήσει,
όχι το να έχεις γνωρίσει. Δίνει αγωνία

το να ζεις έναν φθαρμένο
έρωτα. Η ψυχή δεν μεγαλώνει πια.
Να στη μαγεμένη ζέστη

της νύχτας που γεμάτη εδώ κάτω
ανάμεσα στις στροφές του ποταμού και τα εξασθενημένα
οράματα της πόλης γεμάτης φώτα,

ηχεί ακόμη από χίλιες ζωές,
αδιαφορία, μυστήριο, και μιζέρια
των αισθήσεων, μού κάνουν εχθρικές

τις μορφές του κόσμου, που μέχρι χτες
ήταν δικός μου λόγος ύπαρξης.
Βαριεστημένος, κουρασμένος, επιστρέφω, από μαύρες

αλάνες λαϊκών αγορών, θλιμμένοι
δρόμοι γύρω από το ποταμίσιο λιμάνι,
ανάμεσα στις παράγκες και στα μαγαζιά ανακατεμένα

με τα τελευταία λιβάδια. Εκεί νεκρική
είναι η σιγή: μα κάτω, στη λεωφόρο Marconi,
στο σταθμό του Trastevere, εμφανίζεται

ακόμη γλυκιά η βραδιά. Στις συνοικίες τους,
στις περιφέρειές τους, επιστρέφουν πάνω σε ανάλαφρες
μηχανές‒με φόρμα ή με παντελόνια

δουλειάς, μα σπρωγμένοι από μια γιορτινή ζέση‒
οι νέοι, με τους συντρόφους τους πάνω στις σέλες,
γελαστοί, βρώμικοι. Οι τελευταίοι θαμώνες

κουβεντιάζουν όρθιοι φωναχτά
μέσα στη νύχτα, εδώ και εκεί, στα τραπεζάκια
των τραπεζιών ακόμη φωτεινών και μισοάδειων

Θαυμάσια και μίζερη πόλη,
που με δίδαξες αυτό που χαρούμενοι και άγριοι
οι άνθρωποι μαθαίνουνε από παιδιά,

τα μικρά πράγματα στα οποία το μεγαλείο
της ζωής σε ειρήνη ανακαλύπτεται, σαν
να πας σκληρός και έτοιμος μέσα στο πλήθος

των δρόμων, να απευθύνεσαι σε έναν άλλον άνθρωπο
χωρίς να τρέμεις, να μην ντρέπεσαι
να κοιτάς το μετρημένο χρήμα

με τεμπέλικα δάχτυλα από τον εισπράκτορα
που ιδρώνει στις προσόψεις στη διαδρομή
σε ένα αιώνιο χρώμα καλοκαιριού. (περισσότερα…)

Tommaso Di Dio, Το παραμύθι των ματιών

 

Μετάφραση-Σημειώσεις Μαρία Φραγκούλη

 

Inardescimus et imus
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ

εν αρχή

Ήταν μια φορά ένας χρόνος. Μια φορά
Ήταν ο χρόνος και σε κείνον τον χρόνο υπήρχε
ο χρόνος αποκτούσε χώρο, ήταν
ένα λευκό αυγό.

Ο άνθρωπος προχωρά.
Παίρνει μια πέτρα. Σηκώνει το χέρι.
Αυτή τη φορά, με τη φωνή σταμάτα τον. Εσύ

μπορείς να τον σταματήσεις. (περισσότερα…)