Ιμμάνουελ Καντ

In profundum ή Για μία απολογητική του λάθους

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

~.~

Ο ερμηνευτικός κύκλος σε παραλλαγές

Μέσα στην ιστορία των ιδεών δεν είναι σπάνιες εκείνες οι περιπτώσεις όπου ένα φιλοσοφικό πρόβλημα τίθεται, εκφράζεται, γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας και τελικά επιλύεται (αν ποτέ «επιλύονται» θεμελιώδη φιλοσοφικά ζητήματα) εντός ενός συγκεκριμένου διανοητικού πλαισίου, με δεδομένο λεξιλόγιο και αναφορές, αγνοώντας ή παραβλέποντας ότι το ίδιο πρόβλημα, σε δομικά ομόλογη μορφή, έχει τύχει επεξεργασίας σε ένα παρακείμενο φιλοσοφικό πεδίο. Οι όροι ενδέχεται να παραλλάσσουν, αλλά μία εγκάρσια επισκόπηση πολλαπλών πεδίων προβληματισμού (ήδη πολυτέλεια σε εποχές διανοητικής υπερεξειδίκευσης) επιτρέπει να γίνει αντιληπτή η επανάληψη συγκεκριμένων δομικών μοτίβων κάτω από την επιφάνεια τον ορολογικών τριχοτομήσεων. Δίχως ένα τέτοιο εγκάρσιο βλέμμα, το ίδιο πρόβλημα μπορεί να ταλανίζει όσους εγκύπτουν πάνω του, κουβαλώντας συγκεκριμένα διανοητικά εργαλεία, ενώ έχει ήδη λυθεί λίγο παραδίπλα. Ή να εξαφανίζεται από τα ενδιαφέροντα του συρμού μίας εποχής για να αναφανεί πάλι, υπό μεταμφιεσμένη μορφή, σε μία μεταγενέστερη, η οποία μπορεί να ξεκινάει από το σημείο μηδέν, έχοντας λησμονήσει όλες τις προβληματικές που είχαν αναπτυχθεί γύρω του. Η στρουκτουραλιστική γλωσσολογία εμφανίστηκε κάποτε ως το απόγειο της διανοητικής εκλέπτυνσης σε όσους αγνοούσαν τα βασικά για τον μεσαιωνικό νομιναλισμό. Σε ένα διαφορετικό πεδίο, αυτό της γνωσιολογίας, τι κοινό μπορεί να έχει η προβληματική περί ερμηνευτικών οριζόντων του Γκάνταμερ με τη σημασιολογική θεωρία περί αλήθειας του Άλφρεντ Τάρσκι και με την παραδόξως διαφωτιστική γνωσιοθεωρία του Παναγιώτη Κονδύλη;

Όλη η προβληματική της ερμηνευτικής περιστρέφεται γύρω από ένα απλό ερώτημα. Πώς είναι δυνατό να ανασυγκροτήσει κανείς επιτυχώς το νόημα κειμένων (καταρχάς των βιβλικών) που ανήκουν σε άλλες εποχές ή εν γένει πολιτισμικών μορφωμάτων που προέρχονται από ριζικά ετερογενείς προς το βλέμμα του παρατηρητή κοινωνίες; Το διακύβευμα εδώ έγκειται στη δυνατότητα εύρεσης ενός αρχιμήδειου σημείου θέασης ώστε να επιτευχθεί μία «αντικειμενική» κατανόηση του άλλου. Εννοείται φυσικά ότι η εύρεση ενός τέτοιου σημείου αποδεικνύεται τελικά χίμαιρα, τουλάχιστον αν κάνεις δεν είναι διατεθειμένος απλώς να απορρίψει τη μία από τις δύο πλευρές που εξετάζονται αντιστικτικά ως παράλογη: είτε, δηλαδή, να οχυρωθεί πίσω από τις οικείες του κατηγορίες σκέψης, αντιμετωπίζοντας το άλλο ως α-νόητο, (περισσότερα…)

Το ωραίο και η τεχνητή νοημοσύνη [3/3]

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ   4

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

της ΛΑΡΙΣΣΑ ΜΠΕΡΓΚΕΡ

Εισαγωγή-Μετάφραση:
ΘΑΝΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΑΚΑΡΑΣ-ΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗΣ

~.~

|| η εισαγωγή και το πρώτο μέρος εδώ, το δεύτερο μέρος εδώ ||

~.~

4. Η τεχνητή νοημοσύνη, η ευχαρίστηση και το ωραίο

Τι μας διδάσκουν όλα αυτά για την τεχνητή νοημοσύνη; Μια λειτουργιστική προσέγγιση της ευχαρίστησης σαν αυτή που παρουσιάσαμε αρκετά πιο πάνω θα μπορούσε ίσως να αναγνωρίσει στην ΤΝ την δυνατότητα ευχαρίστησης. Μάλιστα, ο Νέιτζελ επισημαίνει ότι «λειτουργικές καταστάσεις, ή εμπρόθετες καταστάσεις, […] θα μπορούσαν να αναγνωριστούν σε ρομπότ ή αυτόματα που συμπεριφέρονται σαν άνθρωποι μολονότι δεν βιώνουν τίποτε ως εμπειρία» (Nagel 1974, σελ. 436). Ως υπόθεση εργασίας, θα πούμε ότι η ΤΝ θα μπορούσε να έχει παραστάσεις (κάτι για το οποίο δεν είμαι διόλου βέβαιη). Αν ένας υπολογιστής λάμβανε μια παράσταση ως ερέθισμα και, στη συνέχεια, είτε διατηρούσε τον εαυτό του στην τρέχουσα κατάσταση είτε παρήγε ένα κάποιο αντικείμενο ως απόκριση στο ερέθισμα, τότε, εφόσον ακολουθούσαμε τη λειτουργιστική εικόνα που εξαγάγαμε από τον ορισμό του Καντ για την ευχαρίστηση, θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε ότι ο υπολογιστής αυτός ευχαριστιέται. Ωστόσο, υποστήριξα ότι η επαρκής σύλληψη της ευχαρίστησης δεν είναι λειτουργική αλλά φαινομενολογική για τον Καντ. Υποστηρίζω ότι η ΤΝ δεν δύναται να βιώσει την ευχαρίστηση και το υποστηρίζω ευθέως, ως εξής: Η ΤΝ (στην παρούσα φάση της εξέλιξής της) καθορίζεται και περιγράφεται πλήρως, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, από τους νόμους της φυσικής επιστήμης. Οι νόμοι της επιστήμης είναι δεμένοι στο αντικειμενικό σημείο θέασης. Δεν καταδεικνύουν κανένα «να ’σαι κάπως» – αλλιώς θα ξέραμε πώς είναι να ’σαι νυχτερίδα αν μαθαίναμε τα πάντα για τις νυχτερίδες με όρους φυσικής επιστήμης.[1] Δεδομένου ότι η ευχαρίστηση, σύμφωνα με τον Καντ, χαρακτηρίζεται πρώτιστα από το πώς είναι κάποιος να την αισθάνεται –δηλαδή από τον φαινομενικό της χαρακτήρα–, η ΤΝ δεν μπορεί να νιώσει ηδονή. Ο Σένεκερ το θέτει ως ακολούθως: «Το να ’σαι υπολογιστής δεν είναι κάπως, και κατά συνέπεια, σε αντίθεση με την περίπτωση των όντων για τα οποία υπάρχει μια κάποια φαινομενική έσω (;) ζωή, το να βρίσκεται κάτι σε κατάσταση υπολογιστή δεν αποτελεί πνευματική κατάσταση» (Schönecker 2018, σελ. 78 κ.ε.). Αφού, λοιπόν, δεν είναι κάπως το «να ’σαι υπολογιστής», δεν υπάρχει το πώς «να αισθάνεσαι ηδονή» ως υπολογιστής. (περισσότερα…)

Το ωραίο και η τεχνητή νοημοσύνη [2/3]

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  #  4

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

της ΛΑΡΙΣΣΑ ΜΠΕΡΓΚΕΡ

Εισαγωγή-Μετάφραση:
ΘΑΝΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΑΚΑΡΑΣ-ΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗΣ

~.~

|| η εισαγωγή και το πρώτο μέρος εδώ ||

~.~

3. Ο Καντ, το υποκειμενικό και η ευχαρίστηση του ωραίου

Άραγε, η ευχαρίστηση που μας επιφυλάσσει το ωραίο είναι υποκειμενική υπό την έννοια του Νέιτζελ (ΥΝ);[1] Με άλλα λόγια: Άραγε, η κατά Καντ ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου έχει φαινομενικό χαρακτήρα και είναι δεμένη με ένα υποκειμενικό (ατομικό ή προσιδιάζον στο γένος) σημείο θέασης; Για να απαντήσουμε σ’ αυτές τις ερωτήσεις, πρέπει πρώτα να ρίξουμε μια ματιά στη γενικότερη ιδέα του Καντ περί της ευχαρίστησης.

3.1. Η ευχαρίστηση γενικά

Σύμφωνα με τον Καντ, η ευχαρίστηση είναι υποκειμενική με τη σημασία που ορίσαμε ως Υ4: δεν μπορεί να χρησιμεύσει στη γνώση. Ωστόσο, εξ αυτού δεν προκύπτει ότι όλες οι μορφές ευχαρίστησης είναι αυστηρώς προσωπικές [ιδιωτικές] ούτε ότι έχουν αυστηρώς προσωπική εγκυρότητα (Υ2). Άλλωστε, η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου και η ευχαρίστηση ενώπιον του αγαθού είναι διυποκειμενικώς έγκυρες και, αν μη τι άλλο, η πρώτη μπορεί χρησιμεύει ως  (προσδι)ορίζουσα βάσηγια υποκειμενικώς καθολικές κρίσεις (Υ3). Σε μια σύγχρονη οπτική, ίσως να φαίνεται προφανές ότι τα συναισθήματα είναι κατ’ εξοχήν περιπτώσεις φαινομενικών καταστάσεων.[2] Εντούτοις, δεν είναι διόλου δεδομένο ότι και στην περίπτωση του Καντ η ευχαρίστηση έχει φαινομενικό χαρακτήρα (ΥΝ).

Ενδέχεται κανείς να υποστηρίξει ότι ο Καντ έχει μια λειτουργική αντίληψη της ευχαρίστησης. Αντλώ εδώ από τον Λέβιν, όπου διαβάζουμε ότι «οι λειτουργιστικές θεωρίες υποστηρίζουν ότι η ταυτότητα μιας πνευματικής κατάστασης ορίζεται από τις αιτιακές σχέσεις που αναπτύσσει με τα αισθητηριακά ερεθίσματα, με τις άλλες πνευματικές καταστάσεις καθώς και με τη συμπεριφορά» (Levin 2018, παρ. 3).[3] Με μια πρώτη ματιά, ο ορισμός του Καντ για την ευχαρίστηση στην παρ. 10 της Τρίτης Κριτικής φαίνεται να ταιριάζει με αυτή τη λειτουργιστική εικόνα:

«Η συνειδητότητα περί της αιτιότητας μιας παράστασης σε σχέση με την κατάσταση του υποκειμένου, προκειμένου ακριβώς αυτό να διατηρηθεί σε αυτή την κατάσταση, μπορεί εδώ να ορίσει γενικώς αυτό που λέγεται ευχαρίστηση· αντίθετα προς το άνω, η αποστροφή είναι η παράσταση η οποία περιέχει τη βάση για τη μεταστροφή της κατάστασης των παραστάσεων προς το αντίθετό τους (ήτοι να εμποδιστούν ή να εξαλειφθούν).» (KU, AA 05: 220)

Στο ακόλουθο απόσπασμα της Πρώτης Εισαγωγής, σκιαγραφείται μια παρόμοια εικόνα της ευχαρίστησης:

«Η ευχαρίστηση είναι μια κατάσταση του νου όπου μια παράσταση βρίσκεται σε συμφωνία με τον εαυτό της, ως βάση είτε για να διατηρηθεί αυτή η κατάσταση ως έχει (γιατί η κατάσταση στην οποία οι δυνάμεις του νου αμοιβαία ενισχύονται η μια την άλλη εντός μιας παράστασης τείνει να διατηρείται) είτε για να παραχθεί το αντικείμενο της.» (EEKU, AA 20: 230 f.) (περισσότερα…)

Το ωραίο και η τεχνητή νοημοσύνη [1/3]

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  #  4

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

Εισαγωγή-Μετάφραση:
ΘΑΝΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΑΚΑΡΑΣ-ΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗΣ

To άρθρο της Larissa Berger (γεν. 1988), ερευνήτριας στο Forschungsinstitut für Philosophie του Αννοβέρου, «Περί του υποκειμενικού, του ωραίου και της τεχνητής νοημοσύνης: Μια καντιανή προσέγγιση», πρωτοδημοσιεύτηκε το 2022 στον τόμο Kant and Artificial Intelligence, που επιμελήθηκαν οι Hyeongjoo Kim και Dieter Schönecker (De Gruyter Verlag). Ορμώμενη από την αισθητική φιλοσοφία του Ιμμάνουελ Καντ, η Λαρίσσα Μπέργκερ διερευνά επισταμένα και συστηματικά  τη σχέση μεταξύ της τεχνητής νοημοσύνης και του συναισθήματος της ευχαρίστησης, το οποίο συνοδεύει την καλαισθητική εμπειρία, ως μια πτυχή του γενικότερου ζητήματος της σχέσης μεταξύ τεχνητής νοημοσύνης και ανθρώπινης ύπαρξης.

Η φιλοσοφία του Καντ είναι ένας κλασσικός τόπος βαθιάς και συστηματικής πραγμάτευσης του ερωτήματος σε τι συνίσταται η ανθρωπινότητα. Ως γνωστόν, ο Καντ συνόψισε σε τρία καίρια ερωτήματα την αποστολή της φιλοσοφίας: «Τι μπορώ να γνωρίσω;», «Τι πρέπει να πράξω;» και «Σε τι μπορώ να ελπίσω;». Κάθε ένα από αυτά τα ερωτήματα καλύπτει μια διαφορετική περιοχή της φιλοσοφίας, όπως τη μεταφυσική, τη γνωσιοθεωρία και την ηθική, και μόνο η ενδελεχής απάντηση σε αυτά φέρνει σε πέρας την αποστολή της φιλοσοφίας. Όμως, ο Καντ  δήλωσε επίσης ότι αυτά τα τρία ερωτήματα μπορεί να θεωρηθούν πως υπάγονται και αναφέρονται σε ένα τέταρτο ερώτημα που τα συμπερικλείει, δηλαδή στο ερώτημα «Τι είναι ο άνθρωπος;». Κατ’ επέκταση, η ανθρωπολογία είναι η έκφανση εκείνη της φιλοσοφίας που συμπεριλαμβάνει όλες τις επιμέρους περιοχές. Την επικέντρωση αυτήν της καντιανής φιλοσοφίας γύρω από το ερώτημα  «Τι είναι ο άνθρωπος;» αποδίδει επιδέξια η πραγμάτευση της Λαρίσσα Μπέργκερ.

Η εμπειρία ενώπιον του ωραίου είναι μια από τις πολλές πτυχές που απαντάει στο ανωτέρω ερώτημα, καθότι αυτή χαρακτηρίζεται από το συναίσθημα της ευχαρίστησης, το οποίο βιώνει ο άνθρωπος μέσα από έναν συγκεκριμένο «φαινομενικό» χαρακτήρα – χαρακτήρα που καταδεικνύει με ενάργεια η καντιανή αισθητική φιλοσοφία. Οι υπολογιστές και η τεχνητή νοημοσύνη, αποφαίνεται η Μπέργκερ, δεν δύνανται να έχουν συναισθήματα φαινομενικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί υποστηριχθεί ότι βιώνουν την εμπειρία της αισθητικής ευχαρίστησης, ανεξάρτητα από το πόσο μπορούν να προσιδιάσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά – κάτι που λειτουργιστικές και αναγωγιστικές προσεγγίσεις σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη αποτυγχάνουν να δείξουν. Ακόμα κι αν μια τεχνητή νοημοσύνη παρουσιάσει όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ακόμα κι εκείνα της συγκίνησης μπροστά στο ωραίο και μπροστά στην τέχνη, αυτό δεν αρκεί για να πούμε ότι έχουμε ενώπιόν μας ένα τεχνητό πλάσμα το οποίο απέκτησε πια συνείδηση. Έτσι, στα βήματα του John Searle, με το περίφημο «κινέζικο δωμάτιο» (1980), και του Frank Jackson, με το «δωμάτιο της Μαίρης, της υπερεπιστήμονος» (1982 & 1986), η Μπέργκερ προσπαθεί να φτάσει φαινομενολογικά στα μύχια της ιδιότυπα ανθρώπινης εμπειρίας. Σ’ αυτό το άρρητο πεδίο, εντοπίζει κάτι το αμιγώς ανθρώπινο, κάτι που δεν φαίνεται να μπορεί να το φτάσει η τεχνητή νοημοσύνη. Η φιλοσοφία του Καντ αναδεικνύει ότι η εμπειρία ενώπιον του ωραίου είναι μια ιδιότυπα ανθρώπινη εμπειρία και ότι η καλαισθητική συγκίνηση που τη χαρακτηρίζει αποτελεί ένα οριακό σημείο – ένα σημείο όπου η μυχιότητα του ανθρώπινου υποκειμένου είναι θεμελιώδης, πάλλουσα και, προς το παρόν, μοναδική.

Υποθέτουμε ότι  η άνοδος των νευρωνικών δικτύων και η συνεχής βελτίωσή τους θα απαιτεί, στο άμεσο μέλλον, όλο και πιο ενδελεχή, και μάλιστα πυρετώδη, μελέτη τέτοιων ζητημάτων. Η εμφατική, πλέον, παρουσία της τεχνητής νοημοσύνης θα κάνει εκ των πραγμάτων όλο και περισσότερους στοχαστές να διερευνήσουν τα όρια της ανθρωπινότητας και τα ειδοποιά της γνωρίσματα, όσο αυτά μένουν απόρθητα.

(περισσότερα…)

Immanuel Kant, Ανθρωπολογία από άποψη πραγματιστική

*

Σχολιασμός – Μετάφραση
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

~.~

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η Ανθρωπολογία από άποψη πραγματιστική (Anthropologie in pragmatischer Hinsicht), επιλεγμένα αποσπάσματα της οποίας παρουσιάζουμε με τη σημερινή ανάρτηση,  είναι το τελευταίο έργο του Ιμμάνουελ Καντ το οποίο εξέδωσε ο ίδιος (1798). Προέκυψε από τα μαθήματα που παρέδιδε ο Καντ για το αντικείμενο τούτο στο Πανεπιστήμιο της Καινιξβέργης (Königsberg, το σημερινό Κaliningrad), από το έτος 1772/73 έως το 1795/96, στηριζόμενος στα καλύτερα συγγράμματα εμπειρικής Ψυχολογίας και πρακτικής Φιλοσοφίας της εποχής του, αλλά και στις απέραντες γνώσεις του στα πεδία των επιστημών και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, αρχαίας και νεότερης. Η σημασία και η αξία του έργου αναγνωρίζεται καθολικά και διεθνώς, όχι μόνο μέσα στα όρια της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας, αλλά και στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών. Θεωρείται από τα θεμελιακά έργα του κλάδου της Ανθρωπολογίας, και μάλιστα τόσο της φιλοσοφικής όσο και της εμπειρικής και επιστημονικά τεκμηριωμένης. Ως προς το περιεχόμενό του, καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τους κλάδους της φιλοσοφικής Ανθρωπολογίας, της Ηθικής, της Ψυχολογίας, εν μέρει και της Κοινωνιολογίας.

Αλλά τι είναι η Ανθρωπολογία από άποψη πραγματιστική;[1] Ο παρακάτω Πρόλογος του έργου[2] επεξηγεί με επάρκεια το ερώτημα αυτό, αλλά δεν περιττεύουν μερικές διευκρινίσεις. Σε αντιδιαστολή προς μια μονάχα θεωρητική, αφηρημένη ή μεταφυσική πραγμάτευση των ζητημάτων των σχετικών με τον άνθρωπο, η πραγματιστική Ανθρωπολογία, όπως την εννοεί ο Καντ, έχει στόχο κυρίως πρακτικό, δηλ. να συμβάλλει στην καθοδήγηση των πράξεων και στην επίτευξη των στόχων που θέτει κάποιος. Ειδικότερα όμως έχει και στόχο πραγματιστικό με το νόημα να συμβάλλει στο κοινό όφελος και στην ευδαιμονία όλων, καθώς «το ανθρώπινο γένος οφείλει και δύναται να γίνει το ίδιο ο δημιουργός της ευτυχίας του» (Ανθρωπολογία, 7:328).  Σ’ ένα γράμμα του προς τον προσφιλή μαθητή του, ιατρό Marcus Herz (το 1773), γράφει ότι η Ανθρωπολογία αποβλέπει στο «να αποκαλύψει τις πηγές όλων των επιστημών [που ασχολούνται με] τα ήθη, με την ικανότητα των συναναστροφών, και με τη μέθοδο της εκπαίδευσης και διακυβέρνησης των ανθρώπων, άρα με όλα όσα είναι πρακτικά».

Ειδικότερα, η Ανθρωπολογία αποτελεί το εμπειρικό υπόβαθρο και σύστοιχο, δηλ. το εμπειρικό και εφαρμοσμένο μέρος της πρακτικής και ηθικής φιλοσοφίας. Εκθέτει την εμπειρική Ψυχολογία, στηριγμένη σε διεξοδική ανάλυση των ψυχικών ή πνευματικών ικανοτήτων του ανθρώπου: των γνωστικών ικανοτήτων, του συναισθήματος της ηδονής ή ευχαρίστησης και της δυσαρέσκειας ή λύπης, καθώς και του επιθυμητικού ή της θέλησης. Παρουσιάζει εκτεταμένες αναλύσεις των διαφορετικών «χαρακτήρων» (χαρακτηριστικών) των ιδιοσυγκρασιών, των φύλων, των λαών και των φυλών με αφάνταστη πληθώρα περιγραφών και παρατηρήσεων, οι οποίες στηρίζονται λ.χ. στην ιστορία, στη λογοτεχνία και στην εμπειρία. Τέλος, προσφέρει μια σύνοψη της φιλοσοφίας της ιστορίας του Καντ. Η Ανθρωπολογία προσφέρει εκτεταμένο και ανεκτίμητο υλικό για μια νέα προσέγγιση και κατανόηση του ανεξάντλητου κριτικού έργου του. Δίχως υπερβολή, αποτελεί, στην ωριμότερη ώρα του Διαφωτισμού, τον κορυφαίο πρόδρομο και πρωτοπόρο της εμπειρικής θεμελίωσης των κοινωνικών επιστημών και των «επιστημών του ανθρώπου». Σε αντίθεση με τη συχνά στριφνή και δύσβατη γλώσσα των συστηματικών κύριων έργων του Καντ, η Ανθρωπολογία είναι γραμμένη σε μια γλώσσα πολύ πιο γλαφυρή, ζωντανή και κατανοητή. Σωστά λέει ο Ε. Π. Παπανούτσος (βαθύς γνώστης του Καντ και, με τον τρόπο του, Νεοκαντιανός ο ίδιος) ότι ο σοφός δάσκαλος της Καινιξβέργης «άμα ήθελε, μπορούσε να γράφει (όπως άλλωστε και μιλούσε στις παραδόσεις του) όχι μόνο με εμβρίθεια, αλλά συνάμα με χάρη και χιούμορ».[3]

(περισσότερα…)

Ιωάννα Τσιβάκου, Περίπλους στις Ακτές του Νοήματος (Προδημοσίευση)

*

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από το υπό εκτύπωση βιβλίο της Ιωάννας Τσιβάκου Περίπλους στις Ακτές του Νοήματος (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης). Η συγγραφέας θεωρεί πως η θεωρητική σκέψη από την αυγή των Νέων Χρόνων κι ύστερα, έως σήμερα, εποχή της ψηφιακής τεχνολογικής έκρηξης, είναι συνυπεύθυνη με τις αντικειμενικές συνθήκες του καπιταλισμού για την έκπτωση του κοινωνικού νοήματος από ενεργειακή δύναμη έμπλεη αξιακού περιεχομένου σε μέσον προωθητικό της λειτουργικότητας των κοινωνικών φαινομένων. Προς απόδειξη αυτού, στο πρώτο μέρος της συγγραφής παρακολουθεί την πορεία του νοήματος προς τη λειτουργοποίησή του, όπως αυτή αποτυπώνεται σε μεγάλα έργα της κοινωνικής οντολογίας. Στο δεύτερο μέρος εντρυφά σε θέματα της τεχνολογίας πληροφοριών και στην εμπέδωση πλέον ενός λειτουργικού νοήματος και, κατ’ επέκταση, ενός λειτουργικού πολιτισμού. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί περιληπτικό σκιαγράφημα του πρώτου μέρους.

~.~

Με τη θεωρία των κοινωνικών δικτύων έφθασε σχεδόν στο τέλος του ο περίπλους μας στις ακτές του νοήματος μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, με σκαρί παλιό μεν, αγέραστο δε, καλαφατισμένο με την οπτική της κοινωνικής οντολογίας και με πηδάλιο που τραβά συνεχώς προς τον ορίζοντα μιας σκέψης και δράσης ελκυόμενες από το ιδεώδες της λειτουργίας. Επιχειρήσαμε να δείξουμε την ευθύνη της θεωρητικής σκέψης για τη λειτουργοποίηση του νοήματος μέχρι σχεδόν τα τέλη του 20ού αιώνα, χωρίς βεβαίως να εισέλθουμε στην επίδραση των κοινωνικών συνθηκών για τη στροφή της σκέψης από τη μεταφυσική προς την κοινωνική οντολογία και, προφανώς, στα αίτια που έστρεψαν τη θεωρία από την ανίχνευση της ουσίας και της υπόστασης των όντων, στη διερεύνηση των κοινωνικών οντοτήτων και στο νόημα που τις συγκρότησε.

Στη σύντομη αναδρομή μας, αφού αφήσαμε πίσω μας μεταφυσικές αντιλήψεις, προσεγγίσαμε θεωρίες που επεξεργάστηκαν στο πλαίσιο ενός διαδικαστικού ολισμού τις κοινωνικές σχέσεις και το νόημα.

Διαπιστώσαμε, πως σε κάθε προσπάθεια της κοινωνικής οντολογίας να εντοπίσει το στοιχειακό δεδομένο της κοινωνίας, σε κάθε θεωρητική πραγμάτευση των κοινωνικών οντοτήτων, προκειμένου να αναδειχθεί είτε το βασικό συστατικό τους είτε ο κυρίαρχος ρόλος τους στη σύσταση της κοινωνικής πραγματικότητας, στο βάθος ήταν το είδος του νοήματος ─ως περιεχομένου και μορφής─ που επιστράτευε ο θεωρητικός για να ερμηνεύσει τη διαμόρφωση και εξέλιξη του κοινωνικο-ιστορικού. Γύρω από τον άξονα του νοήματος περιεστράφη σε κάθε ιστορική περίοδο η κοινωνική ζωή. Κάθε της έκφανση, κάθε φάση του πολιτισμού μας, αξιοποιεί το νόημα για να δώσει μορφή και περιεχόμενο στα πράγματα που όχι μόνο μας περιβάλλουν, αλλά ορίζουν τον χώρο και τον χρόνο εντός του οποίου εμείς οι ίδιοι συγκροτούμαστε ως ανθρώπινα υποκείμενα και ως κοινωνία.

Το ενδιαφέρον της πραγματείας για το νόημα, όπως δηλώθηκε ήδη από την αρχή, εντοπίστηκε στην εξελικτική του πορεία: πώς από νόημα προτρεπτικό για μια ζωή άξια να τη βιώνει η ανθρώπινη ύπαρξη, άρα από νόημα ηθικό/αξιακό, όπως το συνέλαβε και το επεξεργάστηκε η μεταφυσική σκέψη, μετατράπηκε σε νόημα λειτουργικό, υποκινητικό της επίτευξης αντικειμένων χρήσης, ικανών να προσφέρουν χαρά αλλά και να αιχμαλωτίζουν τη ζωή στη δική τους ουσία, ήτοι, στη δική τους χρηστικότητα.

Αρχίζοντας με τον Σπινόζα, είδαμε πώς η δυτική σκέψη προχώρησε στην εποχή της εγκοσμιότητας και της εξατομίκευσης. Ο σπινοζικός άνθρωπος προβάλλει ως άτομο, παρότι εξακολουθεί να μην θεωρείται αυτόνομη ύπαρξη παρά θεϊκό δημιούργημα, προικισμένο με τις θείες ιδιότητες της σκέψης αλλά και της έκτασης (ήτοι του σώματος). Ο Θεός από υπερβατική ιδέα γίνεται φύση, εγκόσμια δύναμη, ικανή να πλημμυρίζει με το φως της τα ανθρώπινα όντα. Μπορεί οι σχέσεις ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα να είναι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε σώματα και ιδέες, οι οποίες αποτελούν αντανάκλαση της θείας φύσεως, όμως συχνά οδηγούνται σε αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις∙ κι αυτό, διότι, ενώ το ανθρώπινο πνεύμα ─και συνεπώς το νόημα που το διακατέχει─, μέσω της θεϊκής καταγωγής του, ωθεί τον άνθρωπο στην ενατένιση του αγαθού, το σώμα τον ωθεί προς μια ζωική παρόρμηση για τη διατήρηση της βιολογικής του συνθήκης. Μέσα από τη διαπάλη νου – σώματος, διαμορφώνεται το ανθρώπινο νόημα, ένα μίγμα θεϊκού πνεύματος και ανθρώπινης όρεξης, διαποτισμένου ωστόσο από λειτουργικούς σκοπούς. (περισσότερα…)

Immanuel Kant, Τέχνη και ιδιοφυΐα

A1463-Web-Immanuel-Kants-philosophy-of-architecture

*

Ανθολόγηση-Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

~.~

Σε ένα έργο των καλών τεχνών πρέπει να έχομε συνείδηση ότι είναι τέχνη και όχι φύση· και όμως θα πρέπει η σκοπιμότητα στη μορφή του να φαίνεται τόσο ελεύθερη από κάθε καταναγκασμό αυθαίρετων κανόνων ως εάν ήταν προϊόν μονάχα της φύσης.

~ . ~

Η φύση ήταν ωραία, όταν φαινόταν συγχρόνως σαν τέχνη· και η τέχνη μπορεί να ονομασθεί ωραία μόνον αν έχομε συνείδηση ότι είναι τέχνη και εν τούτοις μας φαίνεται σαν φύση.

~ . ~

Οι καλές τέχνες είναι τέχνες της ιδιοφυΐας.

~ . ~

Ιδιοφυΐα είναι το τάλαντο (το φυσικό χάρισμα) που παρέχει τον κανόνα στην τέχνη. Επειδή το ίδιο το τάλαντο, ως έμφυτη δημιουργική ικανότητα του καλλιτέχνη, ανήκει στη φύση, θα μπορούσαμε επίσης να εκφρασθούμε με τον ακόλουθο τρόπο: Ιδιοφυΐα είναι η έμφυτη πνευματική καταβολή (ingenium), μέσω της οποίας η φύση παρέχει τον κανόνα στην τέχνη.

~ . ~

Καθένας συμφωνεί σε τούτο, ότι η ιδιοφυΐα είναι εντελώς αντίθετη στο πνεύμα της μιμήσεως. Καθώς όμως η μάθηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μίμηση, γι’ αυτό δεν μπορεί ούτε η μεγαλύτερη προδιάθεση ή έφεση (ικανότητα) για μάθηση ως τέτοια να θεωρείται ιδιοφυΐα. Για τούτο μπορεί κάποιος να μάθει πολύ καλά όλα όσα εξέθεσε ο Νεύτων στο αθάνατο έργο του, τις Αρχές της φυσικής φιλοσοφίας, όσο κι αν χρειαζόταν ένας μεγάλος νους για να ανακαλύψει κάτι τέτοιο· όμως δεν μπορεί κανείς να μάθει να γράφει σπουδαία ποίηση, όσο διεξοδικές και αν είναι όλες οι οδηγίες για την ποίηση και όσο έξοχα και αν είναι τα πρότυπά της. Η αιτία είναι ότι ο Νεύτων θα μπορούσε να παρουσιάσει όχι μονάχα στον εαυτό του αλλά και σε κάθε άλλον τελείως εποπτικά και με διαυγή τρόπο, ώστε να τον παρακολουθούν, όλα τα βήματά του που έπρεπε να κάμει από τα πρώτα στοιχεία της Γεωμετρίας μέχρι τις μεγάλες και βαθειές ανακαλύψεις του· αλλά κανένας Όμηρος ή Βήλαντ δεν μπορεί να δείξει πώς φανερώνονται στο κεφάλι του οι ευφάνταστες, συνάμα όμως και βαθυστόχαστες ιδέες του, επειδή δεν το γνωρίζει ούτε ο ίδιος και για τούτο δεν μπορεί να το διδάξει ούτε στους άλλους.

~ . ~

Οι ιδέες του καλλιτέχνη διεγείρουν παρόμοιες ιδέες του μαθητή του, όταν η φύση τον έχει προικίσει με παρόμοια αναλογία πνευματικών δυνάμεων. Τα πρότυπα των καλών τεχνών είναι συνεπώς τα μόνα καθοδηγητικά μέσα, ώστε να τις παραδώσομε στους μεταγενεστέρους. (περισσότερα…)

Immanuel Kant, Ομορφιά και τέχνη

*

Ανθολόγηση-Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

~.~

Η νύχτα είναι υψηλή, η μέρα ωραία.

~.~

Ο νους είναι υψηλός, η ευστροφία ωραία. Η τόλμη είναι υψηλή και μεγάλη, η πονηρία μικρή αλλά ωραία. Η προσοχή, είπε ο Κρόμγουελ, είναι η αρετή του ηγέτη. Η φιλαλήθεια και η ειλικρίνεια είναι απλοϊκή και ευγενής, ο αστεϊσμός και το ευγενικό κομπλιμέντο είναι λεπτά και ωραία. Η ευπρέπεια είναι η ομορφιά της αρετής. Ο ανιδιοτελής ζήλος στην υπηρεσία είναι ευγενής, η ευταξία και η ευγένεια είναι ωραίες. Οι υψηλές ιδιότητες εμπνέουν σεβασμό αλλά οι ωραίες αγάπη. Οι άνθρωποι που το αίσθημά τους στρέφεται κυρίως προς το κάλλος, αναζητούν τους ειλικρινείς, σταθερούς και σοβαρούς φίλους τους, μόνο στην ανάγκη· αλλά για την παρέα διαλέγουν εκείνον τον αστείο, ευπρεπή και ευγενικό που είναι κατάλληλος για τη συντροφιά. Κάποιους τους εκτιμούμε τόσο πολύ, ώστε μόλις που μπορούμε να τους αγαπήσομε. Εμπνέουν θαυμασμό αλλά είναι τόσο πολύ ανώτεροί μας, ώστε να μην τολμούμε να τους προσεγγίσομε με την οικειότητα της αγάπης.

~.~

Τα υψηλά αισθήματα στα οποία αίρεται καμιά φορά η συνομιλία σε μια συντροφιά υψηλού επιπέδου, πρέπει να διαλύονται ενδιάμεσα σε εύθυμα αστεία, και οι χαρές και τα γέλια πρέπει να σχηματίζουν με τη συγκινημένη και σοβαρή έκφραση μιαν ωραία αντίθεση που εναλλάσσει αβίαστα τα δύο αυτά είδη των αισθημάτων. Η φιλία χαρακτηρίζεται κυρίως από το γνώρισμα του υψηλού, ενώ ο γενετήσιος έρωτας από εκείνο του ωραίου. Ωστόσο, η τρυφερότητα και ο βαθύς σεβασμός προσδίδουν στον έρωτα μιαν ορισμένη αξιοπρέπεια και ένα ύψος, ενώ τα γοητευτικά αστεία και η οικειότητα εξυψώνουν στο αίσθημα τούτο το χρώμα του ωραίου. Η τραγωδία διακρίνεται από την κωμωδία ιδίως κατά τούτο: στην τραγωδία συγκινείται το αίσθημα για το υψηλό, στην κωμωδία για το ωραίο. Στην πρώτη φανερώνονται η μεγαλόψυχη θυσία για το καλό των άλλων, η τολμηρή αποφασιστικότητα στους κινδύνους και η δοκιμασμένη πίστη. Εδώ η αγάπη είναι μελαγχολική, τρυφερή και γεμάτη σεβασμό· η δυστυχία των άλλων προκαλεί αισθήματα συμπάθειας στο στήθος του θεατή και κάνει τη μεγαλόψυχη καρδιά του να χτυπά για τη δυστυχία του ξένου. Συγκινείται τρυφερά και συναισθάνεται την αξιοπρέπεια της δικής του φύσης. Αντιθέτως, η κωμωδία παρουσιάζει λεπτές μηχανορραφίες, παράξενες περιπλοκές και επιτήδειους που καταφέρνουν να ξεγλιστρήσουν, χαζούς που εξαπατώνται, ανέκδοτα και γελοίους χαρακτήρες. Εδώ η αγάπη δεν είναι τόσο κατηφής, αλλά εύθυμη και οικεία. Εν τούτοις, όπως σε άλλες περιπτώσεις έτσι και σε αυτές, μπορεί το ευγενές να συνδυασθεί σε κάποιο βαθμό με το ωραίο.

~.~

Ευχάριστο ονομάζει κανείς ό,τι τον ικανοποιεί· ωραίο ό,τι απλώς του αρέσει· καλό ό,τι εκτιμάται, εγκρίνεται, δηλαδή σε ό,τι θέτομε μιαν αντικειμενική αξία.

~.~

Καλαισθησία είναι η ικανότητα κρίσεως ενός αντικειμένου βάσει μιας αρέσκειας ή απαρέσκειας χωρίς κανένα συμφέρον. Το αντικείμενο μιας τέτοιας αρέσκειας λέγεται ωραίο.

~.~

Ωραίο είναι εκείνο που αρέσει κατά την αποτίμησή του και μόνο (άρα όχι μέσω της εντυπώσεως των αισθήσεων σύμφωνα με μιαν έννοια της διάνοιας). Από τούτα συνάγεται αφ’ εαυτού ότι θα πρέπει να αρέσει χωρίς οποιοδήποτε συμφέρον. (περισσότερα…)