θεολογία

Λεκτικά πολεμοφόδια, θεολογικές γομώσεις

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 09:25
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Τι σημαίνει ιδεολογική ηγεμονία; Να εξαναγκάζεις και τον εχθρό σου ακόμη να χρησιμοποιεί τη δική σου γλώσσα, τις δικές σου έννοιες, τη δική σου ρητορική.

Ο Παναγιώτης Κονδύλης εντοπίζει την συμβολική οριστικοποίηση της ήττας του Ancien Régime στην υιοθέτηση από τους αριστοκράτες απολογητές του της γλώσσας του κοσμικού διαφωτισμού. Γύρω στα 1800, ακόμη και οι οπαδοί της ελέω θεού μοναρχίας επιχειρηματολογούν κοσμικά και πεφωτισμένα. Αν θέλουν να ακουστούν, δεν μπορούν να κάνουν κι αλλιώς…

Η εξαέρωση της αριστεράς δηλώνεται καθαρά μετά το 1989 με τη νέα ρητορική των σοσιαλιστικών και εργατικών κομμάτων: εγκαταλείποντας την ταξική ανάλυση και την κριτική κατά του πλούτου, οι διάφοροι Μπλαιρ αρχίζουν να πιθηκίζουν το φιλελεύθερο ζαργκόν περί «ευκαιριών» και «ατελεύτητων δυνατοτήτων» του καπιταλισμού.

Σήμερα, ζούμε μια παρόμοια ιστορική στιγμή. Σε μια κυκλική κίνηση, το φιλελεύθερο ζαργκόν ξαναδίνει τη θέση του στην ωμή θεολογία. Δεν υπάρχει θέση για πολιτική λεπτολογία και ανάλυση. Στην κονίστρα δεν πολεμούν πλέον σκληρά συμφέροντα ή εξωραϊσμένες προσδοκίες: γιγαντομαχούν αυτοπροσώπως το Αγαθό και το Πονηρό, οι μάρτυρες και οι εγκληματίες, ο Θεός και οι εχθροί του.

Φυσικά οι ΗΠΑ, η Δύση ολόκληρη, έχουν μακρά παράδοση στην εκκοσμίκευση της θεολογικής γλώσσας του μεσσιανισμού. Όλα τα πολιτικά κινήματα των Νέων Χρόνων είναι μασκαρεμένες θρησκείες. Όμως αυτή η νέα πολιτική η ασκούμενη ουσιαστικά από του άμβωνος είναι ποιοτικά ένα σημείο καμπής.

Ήδη ο γουοκισμός και η πολιτική ορθοέπεια άνοιξαν τον δρόμο προς αυτή την αποκοσμίκευση της πολιτικής και έγιναν άθελά τους η Κερκόπορτα για την εν θριάμβω επιστροφή των ιεροκηρύκων. Οι δικαιωματιστές, μεθυσμένοι από την ισχύ τους, έφτιαξαν μια γλωσσική Ιερά Εξέταση όπου, κατά το πρότυπο της παλαιάς βλασφημίας των θείων, μια και μόνο λέξη κάποτε αρκούσε για να στείλει κάποιον απευθείας στο κολαστήριο. Θυμίζω το προφητικό Ανθρώπινο στίγμα του Φίλιπ Ροθ.

Τώρα λαμβάνουν τα επίχειρα. Διότι τα λεκτικά τους πολεμοφόδια όσο κι αν είναι θεολογικής γομώσεως, απέναντι στην γνήσια, την γυμνή, την φωναχτή θεολογία είναι ανίσχυρα. Τι να σου κάνει η διαρκής δαιμονολογία κατά της «ακροδεξιάς», όταν οι άλλοι σου μιλούν ευθέως για τον Σατανά τον ίδιο; (περισσότερα…)

Simone Weil, Άτακτες σκέψεις σχετικά με την αγάπη του Θεού

 

*

Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1962 στο ομότιτλο βιβλίο της Σιμόν Βέιλ, απ’ όπου προέρχεται και το δοκίμιο που αναρτήσαμε στο Νέο Πλανόδιον στις 18.7.2025. Αποσπάσματά του περιελήφθησαν υπό άλλη μορφή στο έργο της Περιμένοντας τον Θεό. Το πιθανότερο είναι ότι συντάχθηκαν εν πλω, κατά το ταξίδι της προς τη Νέα Υόρκη.

Μετάφραση: Χρίστος Κρεμνιώτης

~.~

Ανά πάσα στιγμή, υλικό και ουσία του ίδιου του είναι μας αποτελεί η αγάπη που ο Θεός τρέφει για εμάς. Η δημιουργός αγάπη του Θεού που μας κρατά στη ζωή, δεν είναι μόνο άφθονη γενναιοδωρία αλλά και αυταπάρνηση και θυσία. Όχι μόνο τα πάθη αλλά και η δημιουργία είναι αυταπάρνηση και θυσία, εκ μέρους του Θεού. Τα πάθη του αποτελούν μόνο το αποκορύφωμα. Ήδη ως δημιουργός, ο Θεός, «αδειάζει» από τη θεότητά του, παίρνει τη μορφή ενός δούλου, υποτάσσεται στην ανάγκη, «κατεβαίνει». Η αγάπη του είναι εκείνη που συντηρεί τα πάντα, που τα «κρατά» στην ύπαρξη, μιαν ύπαρξη ελεύθερη και αυτόνομη, όντων διαφορετικών από τον Ίδιο, διαφορετικών από το καλό: κατώτερων του καλού. Από αγάπη, τα εγκαταλείπει στη δυστυχία και την αμαρτία: δίχως αυτήν την εγκατάλειψη, δεν θα υπήρχαν. Η παρουσία του θα τους στερούσε την ύπαρξη με τον ίδιο τρόπο που η φλόγα καίει μία πεταλούδα.

Η θρησκεία διδάσκει ότι ο Θεός δημιούργησε όντα διαφορετικών, σε σχέση με την τελειότητά του, βαθμίδων μετριότητας. Εμείς, τα ανθρώπινα πλάσματα, διαπιστώνουμε ότι βρισκόμαστε στο έσχατο όριο εκείνο μετά από το οποίο ο Θεός δεν είναι δυνατόν ούτε να γίνει αντιληπτός ούτε να αγαπηθεί.

Κάτω από εμάς υπάρχουν μόνο τα ζώα, είμαστε τόσο μέτριοι και τόσο μακριά από τον Θεό, όσο μπορεί να είναι μόνο ένα έλλογο δημιούργημα. Και αυτό είναι μεγάλο προνόμιο. Ο Θεός είναι εκείνος που διανύει τη μεγαλύτερη διαδρομή για να έρθει ως εμάς, είναι εκείνος που διανύει το μεγαλύτερο τμήμα της απόστασης που μας χωρίζει από εκείνον. Αφού λάβει και μεταμορφώσει τις καρδιές μας, τότε είμαστε εμείς εκείνοι που θα πρέπει να βαδίσουμε περισσότερο ωσότου φτάσουμε σε αυτόν. Η αγάπη είναι ανάλογη της απόστασης και τανάπαλιν.

Η αγάπη που οδήγησε τον Θεό να έρθει ως εμάς –δημιουργήματα τόσο μακριά από αυτόν– είναι ασύλληπτη για τις δικές μας ικανότητες. Χάρη σε αυτήν την ασύλληπτη αγάπη κατεβαίνει ως εμάς. Εξαιτίας αυτής, ανυψωνόμαστε έως εκείνον. Είναι η ίδια αγάπη εκείνη που μας ανεβάζει ως αυτόν και εκείνη που αυτός ενέπνευσε σε εμάς, όταν κατέβηκε αναζητώντας μας. Η αγάπη που τον ώθησε να μας δημιουργήσει τοποθετώντας μας τόσο μακρυά από τον ίδιο. Τα πάθη του δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά ανεξάρτητα από τη δημιουργία. Η ίδια μου η ύπαρξη, όπως η ύπαρξη του καθενός από εμάς, αποτελεί έναν σπαραγμό του Θεού, έναν σπαραγμό που είναι ταυτόσημος με την αγάπη. Όσο μεγαλύτερη είναι η ελεεινότητά μου, τόσο πιο έκδηλη είναι η αγάπη που με κρατά στην ύπαρξη. (περισσότερα…)

Simone Weil, Σημειώσεις επάνω στην αγάπη του Θεού

*

Μετάφραση Χρίστος Κρεμνιώτης

~.~

Από εμάς εξαρτάται η άρνηση να προσφέρουμε την αγάπη μας σε ψεύτικες θεότητες, όχι η πίστη μας στον αληθινό Θεό.

Πρώτα απ’ όλα, δεν θα πρέπει να πιστεύουμε πως το μέλλον είναι φορέας ενός τέτοιου αγαθού το οποίο θα κατευνάσει απολύτως τη λαχτάρα μας για ευτυχία. Τα επερχόμενα, είναι φτιαγμένα από το ίδιο υλικό με το παρόν.

Είναι γνωστό πως ο πλούτος, η ισχύς, η εκτίμηση, οι γνώσεις, η αγάπη εκείνων που νοιαζόμαστε, η καλοτυχία εκείνων για τους οποίους ενδιαφερόμαστε και τα τοιαύτα, δεν μπόρεσαν ποτέ να μας ικανοποιήσουν πραγματικά. Ωστόσο επιμένουμε πεισματικά να πιστεύουμε πως, την ημέρα εκείνη που θα έχουμε «κάτι περισσότερο» απ’ ο,τι τώρα, θα είμαστε επιτέλους ευτυχισμένοι. Το πιστεύουμε διότι λέμε ψέματα στους εαυτούς μας. Πράγματι, εάν συλλογιζόμασταν έστω και λίγο σοβαρά, θα καταλαβαίναμε αμέσως πως κάτι τέτοιο, δεν είναι αλήθεια.

Παρομοίως, όταν υποφέρουμε εξαιτίας κάποιας ασθένειας ή λόγω της ανέχειας, οποτεδήποτε τέλος πάντων είμαστε δυστυχισμένοι, έχουμε ταυτοχρόνως την πεποίηθηση πως την ημέρα που θα εκλείψει η αιτία της οδύνης μας, θα βρούμε και πάλι την ευτυχία. Όμως και πάλι, από τα βάθη μας, κάποια φωνή ακούγεται να ψιθυρίζει πως αυτό δεν είναι αλήθεια και πως, όταν θα συνηθίσουμε και την απουσία τη οδύνης, τότε και πάλι θα ξεκινήσουμε να επιθυμούμε κάτι άλλο. (περισσότερα…)

Ο θρήνος της Μαρίας

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Η δημοτικότητα του Θρήνου της Μαρίας (Planctus Mariae) μαρτυρείται από μια εξαιρετικά πλούσια χειρόγραφη, εκδοτική και μεταφραστική παράδοση. Πέρα από τα εκατοντάδες χειρόγραφα του έργου τα οποία διασώζονται σε ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες, το κείμενο γνώρισε τουλάχιστον 29 εκδόσεις από το 1467 έως το 1568. Ταυτόχρονα, κατά τον 14ο και 15ο αιώνα εμφανίζονται πολλές μεταφράσεις του, και μάλιστα σε πολλές γλώσσες: τα Αγγλικά, τα Αγγλονορμανδικά, τα Γαλλικά, τα Ολλανδικά, τα Ιταλικά και τα Οξιτανικά. Επιπροσθέτως, εκτενή τμήματα του έργου παραφράστηκαν ή μεταφέρθηκαν αυτούσια σε πολυάριθμα κείμενα της ευρύτερης «γραμματείας του Πάθους», όχι μόνον στα λατινικά, μα και στην καθομιλουμένη. Με άλλα λόγια, ο Θρήνος στάθηκε ένα από τα δημοφιλέστερα κείμενα του ύστερου Μεσαίωνα, κι η δημοτικότητά του συνεχίστηκε αμείωτη κατά την Αναγέννηση.

Ο τίτλος του έργου παραδίδεται σε διάφορες παραλλαγές ενώ, κατά μια σύμβαση συνήθη στη χριστιανική γραμματεία, η σύνταξή του αποδόθηκε ψευδώς σε συγγραφείς μεγαλύτερου κύρους. Ως δημιουργός του φερόταν κατεξοχήν ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ, μα το κείμενο αποδόθηκε επίσης στον Άνσελμο, ακόμα και στον Αυγουστίνο. Περί τα μέσα του 20ου αιώνα ταυτοποιήθηκε με βεβαιότητα ο πραγματικός συντάκτης. Πρόκειται για τον Ογέριο (†1214), αββά της κιστερκιανής μονής του Λοκέντιο, το ίδιο το όνομα του οποίου επίσης παραδίδεται σε διάφορες παραλλαγές: Ogerius, Oglerius, Oglerus και Occlesius. Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα των Ομιλιών προς Έπαινο της Αγίας Θεοτόκου.

Για τον μεσαιωνικό μοναστικό νου, ιδίως της ώριμης και ύστερης περιόδου, η αφήγηση του Πάθους στα ευαγγέλια φάνταζε κοντολογιογραμμένη. Αναπτύχθηκε μια ευρύτατη λατρευτική γραμματεία αφηγηματικής, θεατρικής ή ποιητικής ανάπτυξης και παρατεταμένου στοχασμού επί των επεισοδίων του Πάθους η οποία, με όχημα τον ευσεβή συναισθηματισμό, επέτρεπε την πληρέστερη δυνατή ταύτιση και ένωση με τον Πάσχοντα. Προς το τέλος του 12ου αιώνα, διαμορφώνεται και μια διακριτή λογοτεχνική παράδοση που εστιάζει στη συμ–πάσχουσα Μαρία. Ο Θρήνος του Ογέριου δίνει αποφασιστική ώθηση στην παράδοση αυτή.

Στο κείμενο αναπτύσσεται ένας ιδιότυπος διάλογος μεταξύ του στοχαζόμενου και της ίδιας της Μαρίας, με την τελευταία να καλείται να περιγράψει τον πόνο και τον θρήνο που την κυρίευσαν στο διάστημα από την σταύρωση του Ιησού έως και την ταφή του (το διαλογικό σχήμα δεν τηρείται έως τέλους, και το κείμενο καταλήγει σε τριτοπρόσωπη αφήγηση). Ο Θρήνος εντυπωσιάζει με την παραστατικότητα και τη δραματική του υπερβολή. Αντί για μια Μαρία εχέθυμη, ο Ογέριος περιγράφει μια μητέρα της οποίας ο θρήνος εξωθείται στα άκρα, λαμβάνει δε ξεκάθαρα ερωτικά χαρακτηριστικά – σε ένα σημείο, μάλιστα, ο συγγραφέας διερωτάται για (και υπερασπίζεται, ασφαλώς, την) ευσέβεια του θρήνου της. Εξυφαίνεται η εικόνα μιας Μαρίας σχεδόν υστερικής, που θέλει να οδηγηθεί στον θάνατο μαζί με τον αγαπημένο της, γίνεται κατακόκκινη καθώς φιλά το χώμα που ποτίζεται με το αίμα του, ακριβοποθεί και διεκδικεί μέχρις εσχάτων το σώμα του. Η μητέρα πενθεί με τρόπο που οδηγεί τον περίγυρό της να λυπάται περισσότερο για εκείνη, παρά για τον θάνατο του Χριστού.

(περισσότερα…)

Φίλιππος Μελάγχθων, Ευγλωττίας εγκώμιο

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το Ευγλωττίας εγκώμιο παρουσιάστηκε το 1523 από τον Φίλιππο Μελάγχθωνα, στενό συνεργάτη του Λούθηρου, στο πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης, όπου δίδασκε Ελληνικά από το 1518. Στην παράδοση του αντισχολαστικού ανθρωπισμού του Βάλλα, του Αγκρίκολα και του Έρασμου, η declamatio του Μελάγχθωνα εξαίρει τον ρόλο των ανθρωπιστικών σπουδών, και ιδιαιτέρως της ρητορικής, στην κατάκτηση της καλλιέργειας και τη διασφάλιση του πολιτισμένου βίου.

Ο Μελάγχθων αρχικά αμφισβητεί τον δογματικό διαχωρισμό ευγλωττίας και ορθής έκφρασης. Το να εκφράζεται κανείς σωστά δεν είναι η βάση στην οποία επιστοιβάζεται απλώς, ως πολυτέλεια σχεδόν, η δεινότητα λόγου, η «ευγλωττία». Τουναντίον, το να εκφράζεται κανείς σωστά συνδέεται άρρηκτα με την ευγλωττία, την ουσία της οποίας ο Μελάγχθων συνοψίζει στον όρο elegantia, ήτοι τη μεθοδική και έντεχνη καλαισθησία γλώσσας και νοήματος.

Την κατάκτηση της καλαισθησίας καθιστούν δυνατή η μελέτη, η μίμηση και η κριτική κατανόηση του λόγου των κλασικών συγγραφέων. Ύψιστα πρότυπα λόγου θεωρεί ο Μελάγχθων τους ποιητές (πρωτίστως) μα και τους ιστορικούς της αρχαιότητας. Εξυμνεί μάλιστα ιδιαιτέρως την πρακτική εξάσκηση στην παραγωγή λόγου, έναντι της παθητικής υπαγόρευσης και απομνημόνευσης.

Η αμέλεια των ανθρωπιστικών σπουδών και η άγνοια της αρχαίας γραμματείας σηματοδοτούν γενικευμένη αμάθεια και πρωτογονισμό. Τα βέλη του στρέφει ο Μελάγχθων κυρίως στον σχολαστικισμό, ο οποίος ευνόησε την παρανόηση των αυθεντικών νοημάτων του Ευαγγελίου και τη διαστροφή της θεολογίας σε ανυπόφορη τιποτολογία. Με την αναζωογόνηση της μελέτης της υψηλής γραμματείας, δίνεται επιτέλους η ευκαιρία να αποκατασταθεί η ενδεδειγμένη τάξη (ordo) της μάθησης: στην ευγλωττία θα στηριχθούν αξιόπιστα οι δεσπόζουσες επιστήμες της φιλοσοφίας, της νομικής και της θεολογίας.

~.~

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΜΕΛΑΓΧΘΩΝ

Ευγλωττίας εγκώμιο  [1]

Ακριβώς όπως ο Ησίοδος θρηνεί που οι θνητοί αγνοούν πόση ωφέλεια μπορεί να κρύβουν η μολόχα και ο ασφόδελος[2] –ωσάν να ήταν άχρηστα βότανα– έτσι θρηνούμε κι εμείς, κι όχι για πρώτη φορά, που οι νέοι αγνοούν πόση σημασία έχουν οι τέχνες του λόγου στη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης καλλιέργειας. Τούτες, βέβαια, φαινομενικά δεν παρέχουν καμία ωφέλεια από εκείνες τις οποίες είθισται να επικροτούν τα πλήθη, κι όμως, η χρησιμότητά τους για τους ανθρώπους ξεπερνά οποιαδήποτε άλλη. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα, πουθενά, στο σύνολο των πραγμάτων, που να προσφέρει μεγαλύτερη ευεργεσία στους θνητούς από αυτήν την κατηγορία τεχνών. Ωστόσο, καθώς οι νέοι αγνοούν τη σπουδαιότητά τους, το αποτέλεσμα είναι να τις περιφρονούν και να τις απαξιώνουν, χάνοντας το κίνητρο να αφιερώσουν τον κόπο που απαιτείται για να εκπαιδευθούν κατάλληλα σε αυτές. Είναι εξαιρετικό να σε αποκαλούν φιλόσοφο, υπέροχο να ακούς έναν νομομαθή, και αυτές τις μέρες κανένας τίτλος δεν προκαλεί περισσότερο τον έπαινο του πλήθος από εκείνον του θεολόγου· αλλά τις τέχνες του λόγου όλοι τις καταφρονούν, όπως καταφρονούσαν άλλοτε τους Μεγαρείς[3]. (περισσότερα…)

Ρούντολφ Αγκρίκολα, Για τη γέννηση του Χριστού

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Την ομιλία Για τη γέννηση του Χριστού (De nativitate Christi) την εκφώνησε ο Rudolph Agricola (1443-1485) τα Χριστούγεννα του 1484, ενώπιον ενός ακαδημαϊκού κοινού στη Χαϊδελβέργη, λίγους μήνες πριν από τον πρόωρο θάνατό του. Ο Αγκρίκολα, κορυφαίος θεωρητικός της ρητορικής τέχνης, είχε συντάξει πριν από λίγα χρόνια το De inventione dialectica (Περί της διαλεκτικής ευρέσεως), έργο που επρόκειτο να αποτελέσει το βασικό εγχειρίδιο (ρητορικής) διαλεκτικής κατά τον 16ο αιώνα. Η χριστουγεννιάτικη ομιλία του 1484 συντάσσεται με εμφανή την προσπάθεια να εφαρμοσθούν η τέχνη και η μέθοδος τις οποίες είχε περιγράψει ο Αγκρίκολα στο εγχειρίδιό του. Και δίκαια θεωρείται όχι μόνον η κορυφαία του ομιλία, μα και λεπτούργημα της ρητορικής του 15ου αιώνα.

Το βασικό ερώτημα του κειμένου είναι απλό: με ποια λόγια, αναρωτιέται ο Αγκρίκολα, μπορεί κανείς να περιγράψει τη χαρμοσύνη που προκαλεί η γέννηση του Χριστού; Τη δυσκολία να απαντηθεί το ερώτημα την πλάθει εξηγώντας, με κλιμάκωση μοναδική, πόσο ξεχωριστό έργο θείας οικονομίας αποτελεί η ενανθρώπηση. Για τον Αγκρίκολα, η γέννηση του Χριστού αποτελεί έργο πιο σπουδαίο και από τη Δημιουργία, ανώτερο και από την Ανάσταση, λαμπρότερο και από το χάρισμα της αιώνιας ζωής. Με πλατωνικής έμπνευσης εικονοποιΐα αποτυπώνει πόσο θαυμαστό είναι ότι ο υπέρτατος Θεός καταδέχθηκε μια ασύλληπτη μεταβολή: να θέσει τον Υιό του στο πεδίο της φθαρτής φύσης και να ενστερνιστεί ο Υιός τη μορφή του δημιουργήματος που ήθελε να εξιλεώσει. Ο ακατάληπτος Λόγος του Θεού γίνεται πλάσμα του οποίου ο Λόγος συνίσταται σε κλάματα. Το έργο αυτό υπερβαίνει σε καλοσύνη κάθε άλλη ενέργεια του Θεού. Ακόμα περισσότερο θαυμαστό είναι αυτό εάν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες της γέννησής του: ενισχύοντας περαιτέρω την ταπείνωσή του, ο βασιλεύς των βασιλέων γεννιέται στην ερημιά, φασκιώνεται με κουρέλια κι έχει για παραστάτες ένα βόδι κι ένα γαϊδουράκι.

Όσο αδύνατον είναι να βρει κανείς τα λόγια να υμνήσει αυτήν τη χαρά, άλλο τόσο αδύνατον είναι και να σιωπήσει. Με οδηγούς τους αγγέλους, οι άνθρωποι δεν έχουν παρά να επαναλάβουν με όλη τη δύναμη της φωνής και της ψυχής τους τον αγγελικό ύμνο: δόξα ν ψίστοις Θε κα π γς ερήνη, ν νθρώποις εδοκία.

~.~

ΡΟΥΝΤΟΛΦ ΑΓΚΡΙΚΟΛΑ

Για τη γέννηση του Χριστού [1]

Σοφότατοι άνδρες, αποτελεί πανάρχαιη παράδοση η γενέθλια ημέρα κάθε ανθρώπου να γιορτάζεται· γιορτάζεται στο οικογενειακό περιβάλλον για τους απλούς πολίτες, αλλά για τους ηγεμόνες και τους επιφανείς άνδρες γιορτάζεται με ομοψυχία και χαρά που εκδηλώνονται δημόσια, με τη συμμετοχή λαών και επαρχιών. Ανέκαθεν οι άνθρωποι πίστευαν πως η ημέρα αυτή πρέπει να τιμάται σαν επίσημη γιορτή και η χαρά να ανανεώνεται κάθε χρόνο. Πρόκειται, άλλωστε, για την ημέρα που έδωσε στον κάθε άνθρωπο το χάρισμα του φωτός και της ζωής, που άνοιξε το δρόμο σε όλες τις υπόλοιπες, και μας έδωσε τη δυνατότητα να δεχθούμε όλα τα αγαθά που απολαμβάνουμε στη ζωή. Οι άνθρωποι θεωρούσαν, λοιπόν, πως πρέπει να τιμούν με πολύ περισσότερη χαρμοσύνη και σεβασμό την ημέρα στην οποία γεννήθηκε κάποιος άνδρας εξέχων και μεγάλου διαμετρήματος. Είναι, φυσικά, πολύ πιο σπουδαίο και όμορφο να ωφελείς την κοινή ζωή και σωτηρία των πολλών, παρά απλά να ζεις. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, οι πιο ασήμαντοι άνθρωποι γεννιούνται μόνον για να πεθάνουν, και η ημέρα της γέννησής τους ανέτειλε μόνον για να σβήσει με τη δύση. Όμως εκείνη την ημέρα που έφερε στο φως κάποιον άνθρωπο περίλαμπρο, κάποιον που ήταν προς το κοινό συμφέρον να γεννηθεί, δεν θεωρούσαν ότι πρέπει να τη βλέπουν σαν μια ημέρα η οποία, όπως όλες οι άλλες, διήρκεσε από την ανατολή έως τη δύση, αλλά σαν μια ημέρα που έπρεπε να υπερισχύσει κατά κράτος έναντι των πολλών ετών που ακολούθησαν, και, ει δυνατόν, να διαφυλαχθεί λαμπρή, λουσμένη σε αιώνιο φως, χωρίς να τη σκιάζει η υπεισέλευση καμίας νύχτας. (περισσότερα…)

Μάρ Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, Ὀκτώ Ὕμνοι τοῦ Παραδείσου

*

Μετάφραση-Εἰσαγωγή: Νατάσα Κεσμέτη

Εἰς Μνημόσυνον Δημητρίου Β. Τριανταφυλλίδη (1959-2024)

Ὁ Μάρ Ἐφραίμ, ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος, πολυγραφότατος ὕμνογράφος καί θεολόγος τοῦ 4ου αἰῶνα, τιμᾶται σέ ὁλόκληρο τόν χριστιανικό κόσμο. Ἀνακηρυγμένος ἀπό τούς ρωμαιοκαθολικούς ὡς Δάσκαλος τῆς Ἑκκλησίας, εἶναι ἰδιαιτέρως προσφιλής στήν Ὀρθόδοξη Συριακή Ἐκκλησία. Ἔγραψε ποικίλους ὕμνους, ποιήματα καί ὁμιλίες σέ στίχους, ὅπως ἐπίσης βιβλικές ἑρμηνεῖες σέ πεζό. Οἱ ἐργασίες του αὐτές, πού ἔχουν ἐπίσης χαρακτηρισθεῖ ὡς «πρακτική θεολογία», ἀποτελοῦσαν θεμελιακά ἔργα σέ ταραγμένους καιρούς. Ἦσαν τόσο δημοφιλῆ ὥστε, αἰῶνες μετά τήν κοίμησή του, χριστιανοί συγγραφεῖς έξέδιδαν ψευδεπίγραφα ἔργα μέ το ὄνομά του. Ἡ μεγάλου εὔρους μαρτυρία του φανερώνει τήν πρώιμη μορφή τῆς χριστιανοσύνης, στήν ὁποία οἱ ἰδέες τῆς Δύσης δέν ἔπαιζαν κανένα σημαίνοντα ρόλο. Ἔχει ἀναγνωριστεῖ ὡς ὁ πιό σημαντικός ἀπό ὅλους τούς Πατέρες τῆς Συριακῆς Ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης.

Ὁ σερ Σεμπάστιαν Μπρόκ, παγκόσμια αὐθεντία στά ἀφορῶντα τήν ἀραμαϊκή γλώσσα καί τήν συριακή γραμματεία, ἔχει δώσει μιάν ἔξοχη εἰσαγωγή ὡς πρός τόν τρόπο σκέψης τοῦ Μάρ Ἐφραίμ. Εἰδικά γιά τούς Ὕμνους τοῦ Παραδείσου ὀφείλεται νά τονιστεῖ ὅτι μᾶς μαθαίνει πῶς νά βλέπουμε τήν πραγματικότητα ὄχι μέ τά μάτια ἑνός ἑλληνιστῆ, ἀλλά μέ τά μάτια κάποιου ἀνήκοντος στήν ὁμάδα τῶν ἀρχαίων λαῶν: ἀπογόνων τοῦ Σήμ (γιοῦ τοῦ Νῶε) στήν Ἐγγύς Ἀνατολή καί τήν Ἀφρική, καί ἔχοντος σημιτική νοοτροπία. Πράγμα πού σημαίνει ὅτι στήν ἑλληνιστική ἀντίληψη προτεραιότητα εἶχε ἡ Μορφή, ἡ ὁποία καί ἀποτελοῦσε τό Πραγματικό. Δέν γνωρίζουμε ἄν ὁ Μάρ Ἐφραίμ θά συμφωνοῦσε ἤ ὄχι. Αὐτό ὅμως πού βλέπουμε στόν Ἐφραίμ δέν εἶναι Μορφές ἀλλά Σύμβολα. Ἐπιπλέον συχνά μετακινεῖ ται ἀπό τό ἀτομικό στό συλλογικό. Ἀκριβῶς στο σημεῖο αὐτό ὁ Σεμπάστιαν Μπρόκ διευκρινίζει:

Για τήν σημιτική νοοτροπία τῶν βιβλικῶν συγγραφέων καί τῶν Σύρων ποιητῶν, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, εἶναι πάρα πολύ ἁπλή καί εὔκολη ἡ μετακίνηση ἀπό το συλλογικό στό ἀτομικό, καί ἀπό το ἀτομικό στό συλλογικό.

Ἔτσι, ἀναφορικά μέ τόν Παράδεισο στούς Ὕμνους τοῦ Παραδείσου, ἰσχυρίζεται ὅτι γιά τήν συριακή παράδοση ὁ Παράδεισος ἦταν ἡ κατοικία/διαμονή τοῦ ἱεροῦ χρόνου, σύμφώνως μέ τήν μετάφραση τοῦ miqqedem (πρός τήν Ἀνατολή) ὡς «ἀπό τήν ἀρχή/ ἐξ ἀρχῆς». Στήν συνέχεια ὁ Μπρόκ συνδέει με αὐτήν τήν θεμελιακή ἀντίληψη ἄλλες τοπολογικές λεπτομέρειες τοῦ Ἐφραίμ, ὅπως τά ἑξῆς: το παραδείσιο βουνό εἶναι κυκλικό, κυκλώνει τή Μεγάλη Θάλασσα· ὁ Κατακλυσμός ἔφτασε μόνο μέχρι τούς πρόποδές του, ὅπου εἶναι ἐγκατεστημένος ἕνας φράχτης (syaga) φρουρούμενος ἀπό τά Χερουβείμ. Τό Δέντρο τῆς Γνώσεως εἶναι στά μισά τοῦ δρόμου πρός τά ἄνω. Κι αὐτό εἶναι τό ὅριο (σημεῖο) τό ὁποῖο ὁ Ἀδάμ και ἡ Εὔα, προφανῶς μετά θάνατον, δέν μποροῦσαν νά ὑπερβοῦν.

(περισσότερα…)

Κριτικά σχόλια στο κείμενο του Διονύσιου Σκλήρη για τον Χρήστο Γιανναρά

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Αγαπητέ Διονύση

Μου δίνεις την αφορμή, μια και δεν έγραψα τίποτε για την πρόσφατη εκδημία του φίλου Χρήστου Γιανναρά, να διευκρινίσω κάποια σημεία σχετικά με ορισμένες πλευρές του έργου του αλλά και τις κρίσεις που περιέχει το δικό σου κείμενο. Είναι αλήθεια, ότι δεν μπορεί κανείς σε λίγες σελίδες να καλύψει τα θέματα, καθώς ο Χ.Γ. απλώθηκε σε ποικίλες περιοχές όχι μονάχα θεολογικές αλλά και φιλοσοφικές και πολιτικές. Ωστόσο, μένω μέσα στις δικές σου προκείμενες.

Πολλοί, όπως κι εσύ, υπογραμμίζουν το γεγονός ότι ο Χ.Γ. διηύρυνε την θεολογική περιοχή όπως ίσως κανείς άλλος στα χρόνια του, και άνοιξε διάλογο ουσίας με φιλοσόφους και θεωρητικούς Έλληνες και προπαντός ξένους. Αλλά υπάρχουν ζητήματα. Εδώ και χρόνια όταν γίνεται λόγος για Θεολογία με κεφαλαίο ή μικρό γράμμα, το βάρος πέφτει στην επιστημονική θεολογία και τους επιστήμονες θεολόγους παρά το γεγονός ότι έγινε προσπάθεια από πρόσωπα όπως ο Ν. Νησιώτης, ο Π. Νέλλας, και γενικότερα η λεγόμενη θεολογία του 60 να «γυρίσουμε» στην πατερική θεολογία και να εμπνευστούμε από αυτήν προωθώντας μια αποκατάσταση νοημάτων και σημασιών που στο πέρασμα των αιώνων είχαν παρανοηθεί, παραμορφωθεί ή διαστρεβλωθεί. Υπογράμμιζαν έτσι τη σημασία της αποκαλυπτικής θεολογίας και του χαρίσματος. Και συνέδεαν την θεολογία με το εκκλησιαστικό γεγονός.

Ο Χ.Γ. παρά το ότι διαλέχθηκε με σειρά Δυτικοευρωπαίων φιλοσόφων, και μάλιστα με τον Χαϊντέγγερ, δεν άφησε στο περιθώριο ούτε λησμόνησε την περίπτωση Διονυσίου του Αρεοπαγίτη και τον αποφατισμό του (βλέπε και το βιβλίο του Χαιντέγγερ και Αρεοπαγίτης) που έτσι κι αλλιώς συνδέεται με το σύνολο των πατερικών θεωρήσεων. (περισσότερα…)

Ο Χρήστος Γιανναράς ως στοχαστής της εποχής του

*

του ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΚΛΗΡΗ

Το ενδιαφέρον στη σκέψη του Χρήστου Γιανναρά είναι η μετάβαση από τη φιλοσοφία στη θεολογία και αντιστρόφως, αλλά και στην πολιτική θεωρία, την πολιτισμική κριτική, καθώς και στη φιλοσοφική θεματοποίηση του Νέου Ελληνισμού. Θα προσπαθήσουμε να τον εξετάσουμε ως έναν στοχαστή της εποχής του με τη διπλή έννοια, δηλαδή ως καθοριζόμενο από την εποχή του, αλλά και ως αναπτύσσοντα έναν στοχασμό ιδιάζοντα για την εποχή του, σε διάλογο με άλλους σημαντικούς φιλοσόφους και στοχαστές.

Ο Χρήστος Γιανναράς ως φαινομενολογικός θεολόγος «από τα κάτω»

Ως προς τη θεολογία μια μεγάλη δυναμική στη σκέψη του Χρήστου Γιανναρά έγκειται στο ότι κάνει θεολογία «από τα κάτω», αφορμώμενος από τη συγκεκριμένη εμπειρία. Βοήθησε σε αυτό η σπουδή του στη φαινομενολογική φιλοσοφική παράδοση, η οποία από τον Έντμουντ Χούσσερλ και μετά πρεσβεύει έναν τρόπο του φιλοσοφείν όπου η συνείδηση είναι «ριγμένη στα πράγματα». Είναι αξιοσημείωτο ότι η φαινομενολογία στον 19ο αιώνα ξεκίνησε από μία ανανεωμένη μελέτη του Αριστοτέλους από τον Φραντς Μπρεντάνο, η οποία οδήγησε τον Χούσσερλ στο να θέλει να υπερβεί το δίπολο ιδεαλισμού και υλισμού. Για τον λόγο αυτό η φαινομενολογική συνείδηση δεν είναι ούτε παμπεριεκτική και παντοδύναμη με κίνδυνο οντολογικής μοναξιάς, όπως στον ιδεαλισμό, ούτε προϊόν της ύλης, όπως στον υλισμό, αλλά είναι μία ρίψη μέσα στα πράγματα. Ο Γιανναράς θα πραγματοποιήσει με τη σειρά του μια συνάντηση της φαινομενολογίας με τον Αριστοτέλη, αλλά περισσότερο με τον Αριστοτέλη, όπως έχει ερμηνευθεί από τους χριστιανούς Πατέρες της Ανατολής. Η αφόρμηση της σκέψης στον Γιανναρά είναι πάντα η συγκεκριμένη εμπειρία, με ένα αριστοτελικό θάμβος να υπερκεράζει την υπαρξιστική ναυτία, ενώ η φαινομενολογική επ-οχή (δηλαδή θέση εντός παρενθέσεων κάθε πραγματολογικής πληροφορίας) τον κάνει να αναστέλλει τη γνώση εξ αποκαλύψεως που προσφέρουν τα χριστιανικά δόγματα «άχρις καιρού». Τη νιτσεϊκή έννοια της αυθυπερβάσεως τη συνέδεσε με τον έρωτα ως σχέση εκ των ένδον εκστατική, ως αγάπη μετ’ επιτάσεως ή ως «ἔφεσιν πλήρους ὀντότητος» κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, δηλαδή ως επιθυμία για εύρεση μιας πληρέστερης εκδοχής της ύπαρξής μας στο μέλλον. Ο Γιανναράς ήταν έτσι ένας πολύ ιδιαίτερος θεολόγος, καθώς δεν προσπαθούσε να επιβάλει εξαρχής τη δογματική ή τη γνώση εξ αποκαλύψεως ή ακόμη κάποιο εσχατολογικό όραμα, αλλά άρχιζε πάντα εξ αποριών. Βέβαια οι απορίες αυτές μπορεί να πληρούνταν από μια χριστιανική αριστοτελίζουσα μεταφυσική ίσως πιο γρήγορα από ό,τι θα επιθυμούσε ένας δυτικός φαινομενολόγος της εποχής μας, αλλά το γεγονός παρέμενε ότι η γραφή του με το ιδιάζον λογοτεχνικό ύφος της ξεκινούσε από συναρπαστικές θέσεις αποριών και αδιεξόδων. (περισσότερα…)

Τύχες του στοχασμού στη σημερινή Ελλάδα [1/3]

*

Ποιες είναι οι τύχες του στοχασμού στη σημερινή Ελλάδα; Ακούγεται ο λόγος της φιλοσοφίας, των κοινωνικών επιστημών, της θεολογίας, των ανθρωπιστικών σπουδών στη δημόσια σφαίρα; Πώς προσλαμβάνεται και από ποιους, διεξάγεται ουσιαστικός διάλογος πάνω τους, ποια είναι η επιρροή των ιδεών που διακινούνται;

Αυτά ήταν τα θέματα που τέθηκαν στη δημόσια συζήτηση για τη «Σκέψη στην Ελλάδα σήμερα» που διεξήχθη στις 16 Ιουλίου στον Αίθριο Χώρο του Θεάτρου Κυδωνία, στις εφετινές «Νύχτες του Ιουλίου». Εισηγητές ήταν ο Κώστας Ανδρουλιδάκης, ο Σωτήρης Γουνελάς και η Ιωάννα Τσιβάκου και συντονιστής της συζήτησης ο Κώστας Κουτσουρέλης. Την εισήγηση του Κ. Ανδρουλιδάκη που δημοσιεύουμε παρακάτω, θα ακολουθήσουν προσεχώς οι ομιλίες των άλλων δύο συνεισηγητών.   —  ΝΠ

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗ 

Υπάρχει ένα είδος πολυάσχολων στη Ρώμη, που τρέχουν
εδώ κι εκεί καταϊδρωμένοι, έχουν σαν ασχολία τους
την απραξία, ασθμαίνουν χωρίς λόγο, κι ενώ κάνουν
πολλά δεν κάνουν τίποτα.
ΦΑΙΔΡΟΣ, Ανέκδοτα κατά τον τρόπο του Αισώπου  [1]
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε
— ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά»

Τα ερωτήματα που τέθηκαν ως αφετηρία για τη συζήτησή μας είναι: Ποιες είναι οι τύχες του στοχασμού στη σημερινή Ελλάδα; Ακούγεται ο λόγος της φιλοσοφίας, των κοινωνικών επιστημών, της θεολογίας, των ανθρωπιστικών επιστημών στη δημόσια σφαίρα; Πώς προσλαμβάνεται και από ποιους, διεξάγεται ουσιαστικός διάλογος, ποια είναι η επιρροή των ιδεών που διακινούνται;

Το θέμα μας ταυτίζεται ουσιαστικά με το θέμα της πνευματικής κατάστασης της χώρας μας στην εποχή μας – ένα πραγματικά τεράστιο πλέγμα θεμάτων, το οποίο έχει απασχολήσει κατά καιρούς τους πνευματικούς ανθρώπους και που εδώ μόλις μπορούμε να θίξουμε.[2] Επειδή τα θέματα τούτα είναι βέβαια μεγάλα και σύνθετα, θεώρησα σκόπιμο να τα ξεχωρίσω στα ακόλουθα ειδικότερα ερωτήματα.

1) Υπάρχει στοχασμός στη σημερινή Ελλάδα;   

Ο Κώστας Αξελός, στο νεανικό βιβλίο του Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας (1954), θεωρεί ότι: «Η σύγχρονη Ελλάδα δεν απέκτησε σκέψη· κι ακόμη περισσότερο της λείπει μια πολύ αρθρωμένη γλώσσα».[3] Με τη λέξη «σκέψη», ο Αξελός εννοεί κυρίως: φιλοσοφία πρωτογενή και συστηματική, και δεν έχει άδικο. Εδώ πρέπει να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στη συστηματική φιλοσοφία και στον στοχασμό ή τη σκέψη με μιαν ευρύτερη (ουσιαστική) έννοια, όπως εκφράζεται λ.χ. στο δοκίμιο, στη λογοτεχνία, στο θέατρο και αλλού. Αλλά τι εννοούμε με τις λέξεις «σκέψη» και «στοχασμός»; Με επίγνωση ότι το θέμα είναι σύνθετο, θα πρότεινα: η έλλογη θέση ερωτημάτων και η προσπάθεια αναζήτησης απαντήσεων σε ζητήματα και προβλήματα που υπερβαίνουν την ικανοποίηση των αμέσων βιοτικών και πρακτικών αναγκών του ανθρώπου· που υπερβαίνουν τα φυσικά ένστικτα και τις αισθήσεις. Σύμφωνα με την κλασική διατύπωση του Καντ:

«Ο Λόγος μέσα σ’ ένα πλάσμα είναι η ικανότητα να επεκτείνει τους κανόνες και τις προθέσεις της χρήσης όλων των δυνάμεών του πολύ πέρα από [το σημείο που φτάνει] το φυσικό ένστικτο, και δεν γνωρίζει όρια στις απόπειρές του. Αλλά ο ίδιος δεν ενεργεί ενστιγματικά· χρειάζεται δοκιμές, άσκηση και διδαχή, για να προχωρεί σιγά-σιγά από τη μια βαθμίδα της νόησης στην άλλη».[4] (περισσότερα…)

Βοήθιος, Για την καθολική πίστη

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Από τις πέντε σύντομες θεολογικές πραγματείες (Opuscula sacra) του Βοήθιου που ο Διάκονος Ιωάννης (πιθανώς ο ίδιος Ιωάννης που ανήλθε στον παπικό θρόνο το 523) εξέδωσε ως σύνολο, η τέταρτη, εκείνη, δηλαδή, στην οποία αποδίδεται συχνά ο τίτλος «Για την καθολική πίστη» (De fide catholica), υπήρξε έως πρότινος η λιγότερο μελετημένη. Παρόλες τις ενστάσεις που εκφράστηκαν –και εκφράζονται αραιά ακόμα και σήμερα– για τη γνησιότητά της, την τελευταία παραδέχονται πια οι περισσότεροι ερευνητές. Από την αναψηλάφηση δε του έργου προκύπτουν διαρκώς νέα σημεία πρωτοτυπίας και ζωηρού θεολογικού ενδιαφέροντος.

Εικάζεται ότι είναι το παλαιότερο από τα opuscula sacra, γραμμένο κοντά στο 512. Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια σε ποιους απευθυνόταν –ενδεχομένως σε έναν στενό κύκλο μαθητών και φίλων–, πάντως το έργο αποτελεί μια διαυγή, εύγλωττη και υποδειγματικά αφαιρετική σύνοψη της καθολικής πίστης, και μάλιστα από δύο σκοπιές. Η πρώτη είναι εκείνη του περιεχομένου της. Στο έργο ο Βοήθιος συμπλέκει έντεχνα και διακριτικά την ιστορική αφήγηση με την εννοιολογική υποτύπωση του καθολικισμού. Όχι μόνον συνοψίζει τη δομή και τα βασικά επεισόδια της θείας οικονομίας, αλλά φροντίζει να τα αναπλάσει με την επιβοήθεια μιας επάλληλης –και σχεδόν αθόρυβα φιλοσοφικής– εξήγησης που έχει πάντοτε νεοπλατωνικό (αυγουστίνειο) πρόσημο. Η δεύτερη σκοπιά είναι εκείνη του προσδιορισμού των κριτηρίων θεμελίωσης της ίδιας της καθολικής πίστης. Ο Βοήθιος αποσαφηνίζει τα ερείσματά της (αυθεντία της Γραφής, πατερική-οικουμενική διδασκαλία και γεωγραφική διασπορά), για να καταδείξει την ανωτερότητα της διδασκαλίας της καθολικής εκκλησίας και για να οριοθετήσει τις αιρετικές παραδοχές.

 ~.~

ΒΟΗΘΙΟΣ

   Για  την  καθολική  πίστη [1]

Τη χριστιανική πίστη διαχέει η αυθεντία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ωστόσο, αν και η Παλαιά Διαθήκη περιλάμβανε στα κείμενά της αναφορές του ίδιου του ονόματος του Χριστού και προεξήγγελλε την έλευση εκείνου που πιστεύουμε ότι γεννήθηκε από την Παρθένο, είναι φανερό ότι η εξάπλωση της πίστης στα πέρατα του κόσμου χρονολογείται από τη θαυματουργή παρουσία του ίδιου μας του Σωτήρα και ύστερα.

Τώρα, αυτή η θρησκεία μας που ονομάζεται χριστιανική και καθολική, θεμελιώνεται κυρίως στις ακόλουθες παραδοχές: προ πάντων των αιώνων, δηλαδή πριν πλαστεί ο κόσμος, και, έτσι, πριν υπάρξουν όλα εκείνα στα οποία μπορεί να αποδοθεί η ιδιότητα του χρόνου, υπήρχε η θεϊκή ουσία του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, κατά τρόπο τέτοιο ώστε να αποκαλείται ο Πατήρ ‘θεός’, ο Υιός ‘θεός’ και το Άγιο Πνεύμα ‘θεός’, χωρίς να αποτελούν τρεις θεούς αλλά έναν. (περισσότερα…)

Χαῖρε Θαλασσινό Ἄστρο

*

Εἰσαγωγή-Μετάφραση: ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

Ἡ πατρότητα τοῦ μεσαιωνικού ὕμνου Ave maris stella ἀποδίδεται, ἀνάμεσα σέ πολλούς ἄλλους, στόν Ἅγιο Βερνάρδο τοῦ Κλαιρβώ (1090-1153) ὁ ὁποῖος ἔγραψε ὡραιότατες διευκρινίσεις καί παραινέσεις, σχετικές μέ τό θεοτοκωνύμιο maris stella-θαλασσινό ἄστρο. Ἡ λατινική ἐκδοχή τοῦ ὕμνου ἰχνηλατεῖται ἀνάμεσα στόν ὕστερο 6ο αἰῶνα μ.Χ. καί τόν πρώιμο 9ο, καί τό ὄνομα παραλλάζει ἀπό ἄστρο τῆς θάλασσας σέ ἄστρο τοῦ ὠκεανοῦ, προσωνύμιο ἀπό τά ἀρχαιότερα καί πλέον δημοφιλῆ τῆς Μαρίας.

Τό ποίημα τοῦ 15ου αἰῶνα πού ἀποδίδω ἐδῶ εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπό τόν ἀρχαῖο ὕμνο· τό χειρόγραφο πιθανολογεῖται ὅτι φτιάχθηκε σέ ἕνα Καρθουσιανό μοναστήρι τοῦ Γιορκσάιρ ἤ πιό βόρεια στό Λινκολνσάιρ. Ἂποτελεῖ θερμό ἐγκώμιο καί ἐξομολογητική εὐχή, θυμίζοντας τήν πολύ πιό ἐκτεταμένη, καί, ἀπό κάθε ἄποψη εὐρύτερη καί ἰσχυρότερη Ἐξομολογητική εὐχή πρός τήν Θεοτόκο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (14ος αἰώνας). Κατορθώνει ὅμως τό ὀλιγόστιχο ἐγκώμιο νά εἶναι ταυτοχρόνως θεολογικό. Ἐν ὀλίγοις, πρόκειται γιά θεολογικά λογάκια, ὅπως θά ἔλεγε ὁ δικός μας Παπατσώνης.

Ἡ κύρια καί ἐπικρατοῦσα μεταφορά γιά τήν Μαρία, πού ἐνέπνευσε Ἀνατολή καί Δύση ὅσο καμία ἄλλη γυναίκα, εἶναι αὐτή τοῦ καθοδηγητικοῦ Ἄστρου τῆς θάλασσας: ὄχι μόνον γιά τούς ναυτικούς ἀλλά ὅλους ἐμᾶς τούς ναυσιπλόους καί ποντουμένους σάλῳ βιωτικῶν κυμάτων (Μέγας Παρακλητικός). Ἀκολουθεῖ ἡ μεταφορά τῆς Πύλης τοῦ Παραδείσου, παρομοίως μέ τό Πύλη Ἐπουράνιε, πού ἀκοῦμε στόν δικό μας Ὄρθρο, ἤ ἀπό τήν Β΄ Στάση τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου τό: Χαῖρε Παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον, καί ἀλλοῦ ἄλλα.

(περισσότερα…)