ζωή

Βασικά δεδομένα

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

~.~

«Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει». Η βιογραφία του Ανθρώπου σε μια φράση.

///

Περίπου 73 χρόνια είναι το προσδόκιμο ζωής συνολικά στον κόσμο και περίπου 82 χρόνια στη χώρα μας και στην Ευρώπη. Πολλά ή λίγα; Εξαρτάται από το πόσο έχεις υποφέρει.

///

Συγνώμη Κύριε, εγώ τι φταίω αν ο Αδάμ έκανε τη μαλακία; Γιατί πρέπει να υποφέρουν και να πεθαίνουν δισεκατομμύρια για το λάθος του Πρώτου;

///

Ιδανικός τρόπος ζωής δεν υπάρχει. Όλοι τελούμε υπό τη διαρκή απειλή του πόνου, της αρρώστιας και του θανάτου. Ακόμα και οι καλύτερα προετοιμασμένες ζωές διατρέχουν κινδύνους. Το χειρότερο που μπορεί να κάνει κάποιος στον εαυτό του είναι να το παίζει άτρωτος και να κλείνει τα μάτια μπροστά στα βασικά δεδομένα της ύπαρξης.

///

Εφόσον υπάρχει ο θάνατος, όλες οι πράξεις μας πάσχουν από απόλυτη ματαιότητα. Είναι, όμως, αυτός λόγος να τα παρατήσουμε και να παραιτηθούμε; Όχι. Είναι λόγος να εξαντλήσουμε τα πάντα και να εξαντληθούμε αλλά όχι και να ξεφτιλιστούμε. Ο θάνατος μπορεί και πρέπει να λειτουργεί ως ηθικό φίλτρο όλων των πράξεων και όλων των αποφάσεών μας.

///

Σε αντίθεση, ίσως, με την κοινή αντίληψη, η αυτοκτονία δεν είναι σπάνια ή ασυνήθιστη επιλογή. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, κάθε σαράντα δευτερόλεπτα ένας άνθρωπος βάζει τέλος στη ζωή του. Προσωπικά απορρίπτω την αυτοκτονία ως λύση στο πρόβλημα της ματαιότητας αλλά ταυτόχρονα δεν έχω κανένα ακλόνητο επιχείρημα υπέρ της ζωής για κάποιον που δεν μπορεί πια να την αντέξει.

///

Τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ) είναι αποκαλυπτικά: στην Ελλάδα το 2024 καταγράφηκαν 128.259 θάνατοι και μόλις 69.675 γεννήσεις. Δηλαδή στη χώρα μας οι θάνατοι είναι σχεδόν διπλάσιοι από τις γεννήσεις. Το 2010 οι γεννήσεις ξεπερνούσαν τους θανάτους. Από το 2011 και μετά η εικόνα αντιστράφηκε οριστικά. Η Ελλάδα αργοπεθαίνει. Χωρίς συμβατικούς πολέμους αλλά με δόλιες μεδοθεύσεις το έθνος μας σταδιακά αφανίζεται.

///

Αν η μακροζωία είναι ο βασικός στόχος των περισσότερων ανθρώπων τότε πρέπει να δούμε τις συνταγές ζωής κάποιων που έφτασαν τα 110 και τα 120 χρόνια. Μελετώντας συνοπτικά τις βιογραφίες τους και τις δηλώσεις τους κατέληξα στο συμπέρασμα ότι με κάποιες διαφορές όλοι ομολογούν πως τρία ήταν τα βασικά δεδομένα του τρόπου ζωής τους. Λιτή ζωή και διατροφή, ήρεμη καρδιά και συμπόνια. Και τα τρία είναι δύσκολα αλλά όχι ανέφικτα. Αρκεί να έχει κάποιος το θάρρος να αντισταθεί στον καθιερωμένο τρόπο ζωής (χρήμα, επιτυχία κτλ) και να ζήσει σε μια απόσταση ασφαλείας από την υστερία της κοινωνίας. Είναι σχεδόν αδύνατο ή εξαιρετικά δύσκολο, αυτές οι προϋποθέσεις μακροζωίας να καλλιεργηθούν στο κέντρο μιας κοινωνίας που έχει ως βασικές αξίες ζωής την υλιστική υπερβολή, την ακατάσχετη κίνηση, τη μίμηση και την απληστία. (περισσότερα…)

Ἐμίλ Σιοράν, Τό δένδρο τῆς ζωῆς

*

Ἐπιμέλεια στήλης-Μετάφραση
ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ

Ὁ Ἐμίλ Σιοράν (ρουμανιστί Τσοράν) γεννήθηκε στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1911 στό Ρασινάρι της Ρουμανίας. Ριζοχώρι των Καρπαθίων. Θά ἀναπολεῖ πάντοτε τίς παλιές καλές ἡμέρες πού ἔζησε ἐκεῖ. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἐμιλιάν, ὀρθόδοξος ἱερέας. Ἡ μητέρα του, ἡ Ἐλβίρα, ἔκλινε πρός τήν ἀθεΐα. Τό 1922, ἕντεκα χρονῶν φοιτᾶ στό γερμανόφωνο Λύκειο τοῦ Σιμπίου, παρακείμενης πόλης. Περιφέρεται ἀσκόπως στά στενά σοκάκια. Πρῶτες κρίσεις ἀυπνίας. Πιθανῶς ἐκεῖ, στίς ροῦγες, «ἅρπαξε γιά πρώτη φορά τήν κακιά ἀρρώστια, τόν ἰό τῆς ἀλήθειας»… (Ἡ συνέχεια τοῦ εἰσαγωγικοῦ σημειώματος τῆς σειρᾶς, ἐδῶ).

Δέν εἶναι καλό γιά τόν ἄνθρωπο νά θυμᾶται συνεχῶς ὅτι εἶναι ἄνθρωπος. Τό νά ἐγκύπτει κανείς στόν ἑαυτό του εἶναι ἀρκούντως κακό∙ πόσω μᾶλλον νά ἐγκύπτει καί στό ἴδιο τό εἶδος μέ ἐμμονικό ζῆλο. Εἶναι σάν νά προσδίδει στίς αὐθαίρετες κακομοιριές τῆς ἐνδοσκόπησης μιά ἀντικειμενική βάση, μιά φιλοσοφική δικαιολόγηση. Ὅσο μασουλᾶμε τό ἐγώ μας, μποροῦμε νά προβάλλουμε τή δικαιολογία ὅτι ἔχουμε ὑποκύψει σέ μιά παραξενιά∙ ἀφ’ ἧς στιγμῆς ὅμως ὅλα τά ἐγώ ἀποβαίνουν τό ἐπίκεντρο μιᾶς ἀτέρμονης φλυαρίας, τότε ἁπλῶς γενικεύουμε, διά τῆς πλαγίας ὁδοῦ, τίς μειονεξίες τῆς δικῆς μας κατάστασης, ἀναδεικνύουμε σέ κανόνα, σέ καθολική περίπτωση, τό συμβεβηκός τῆς ὕπαρξής μας.

Πρῶτα ἀντιλαμβανόμαστε τήν ἀνωμαλία πού συνιστᾶ τό γυμνό γεγονός τοῦ ὑπάρχειν καί μόνο μετά ἐκείνη τῆς δικῆς μας συγκεκριμένης κατάστασης: ἡ ἔκπληξη πού δοκιμάζω ὅτι εἶμαι, προηγεῖται τῆς ἔκπληξης ὅτι εἶμαι ἄνθρωπος. Ὡστόσο, ὁ ἀσυνήθης χαρακτῆρας τῆς κατάστασής μας θά ἔπρεπε νά ἀποτελεῖ τό πρωταρχικό δεδομένο τῆς ἀμηχανίας μας: εἶναι λιγότερο φυσικό νά εἶσαι ἄνθρωπος παρά, ἁπλῶς, νά εἶσαι. Εἶναι κάτι πού τό αἰσθανόμαστε ἐνστικτωδῶς· ἐξ οὗ καί αὐτό τό ἡδονικό αἴσθημα πού βιώνουμε κάθε φορά πού στρεφόμαστε σέ ἄλλη ἀπό τόν ἑαυτό μας κατεύθυνση γιά νά συνταυτιστοῦμε μέ τόν μακάριο ὕπνο τῶν ἀντικειμένων. Εἴμαστε ἀληθινά ὁ ἑαυτός μας μόνο ὅταν δέν βρίσκουμε τίποτα γιά νά ταυτιστοῦμε, οὔτε κάν μέ τήν ἡμέτερη ἐξοχότητά μας. Ἡ κατάρα πού ἔχει πέσει πάνω μας βάρυνε κιόλας τόν πρῶτο μας πρόγονο, πολύ πρίν αὐτός στραφεῖ στό δένδρο τῆς γνώσης. Ἦταν δυσαρεστημένος μέ τόν ἑαυτό του, ἀκόμα ὅμως περισσότερο μέ τόν Θεό, τόν ὁποῖο ἀνεπίγνωστα ζήλευε· ἡ ἐπίγνωση ἦρθε χάρη στίς καλές ὑπηρεσίες τοῦ πειρασμοῦ, βοηθοῦ καί ὄχι δημιουργοῦ τῆς πτώσης. Πρό τῆς στιγμῆς αὐτῆς, ζοῦσε μέσα στήν προαίσθηση τῆς γνώσης, σέ μιά γνώση πού δέν εἶχε συναίσθηση τοῦ ἑαυτοῦ της, σέ μιά κίβδηλη ἀθωότητα πρόσφορη μόνο γιά τήν ἐκκόλαψη τῆς ζήλειας, αὐτῆς τῆς κακίας πού γεννᾶ ἡ συναναστροφή μέ ἐκείνους πού εἶναι καλύτεροι ἀπό ἐμᾶς· νά ὅμως πού τώρα ὁ πρόγονός μας πιάνει σχέσεις μέ τόν Θεό, τόν παρακολουθεῖ κρυφίως καί παρακολουθεῖται ἀπό αὐτόν. Τίποτα καλό δέν θά μποροῦσε νά προκύψει ἀπό κάτι τέτοιο.

Ἀπό παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε. Ἡ ἄνωθεν παραίνεση ἀποδεικνύεται λιγότερο ἀποτελεσματική ἀπό τίς κάτωθεν ὑποδείξεις: καλύτερος ψυχολόγος, τό φίδι θριάμβευσε. Ὁ ἄνθρωπος, ἐξάλλου, δέν εἶχε κάτι ἐναντίον τοῦ θανάτου· γυρεύοντας νά ἰσοφαρίσει τόν Δημιουργό του στό πεδίο τῆς γνώσης, καί ὄχι νά ἐξομοιωθεῖ μαζί του μέσω τῆς ἀθανασίας, καμιά ὄρεξη δέν εἶχε νά προσεγγίσει τό δένδρο τῆς ζωῆς, τοῦ ἦταν ἀδιάφορο· κι αὐτό φάνηκε νά τό ἀντιλαμβάνεται ὁ Γιαχβέ, ἀφοῦ δέν τοῦ ἀπαγόρευσε κάν τήν πρόσβαση σέ αὐτό: ποῖος ὁ λόγος ἄλλωστε νά φοβᾶται τήν ἀθανασία ἑνός ἀδαοῦς; Τό πρᾶγμα ἄλλαξε ὅταν ὁ ἀδαής στράφηκε καί στά δυό δένδρα, ἐποφθαλμιῶντας τόσο τήν ἀθανασία ὅσο καί τή γνώση. (περισσότερα…)

Περί τέχνης και ζωής


*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Για μεγάλο διάστημα, η νεώτερη τέχνη πορεύτηκε ανάμεσα στους δύο πόλους της αντικειμενικότητας και της υποκειμενικότητας που είχαν στη μέση για συντονιστή τον άνθρωπο-άτομο, με μερικές εξαιρέσεις όπως πάντα. Το γεγονός ότι κατά καιρούς, ή από μια ορισμένη χρονική στιγμή και ύστερα, είδαμε να μπαίνει μέσα στον έναν ή τον άλλο πόλο το συναίσθημα, ιδιαίτερα φορτισμένο, το υποσυνείδητο ή το ασυνείδητο, κάποιο ξεχωριστό πάθος ή μανία, κάποιοι ονειρικοί συνειρμοί και άλλα τέτοια, δεν σημαίνει ούτε έξοδο από την διπολικότητα, ούτε έξοδο από την πλαστή πραγματικότητα. Δεν μας μεταδίδεται κανένα ουράνιο ρίγος, καμιά θεοπρέπεια, καμιά νήψη, δεν ανοίγει κανένα παράθυρο και καμιά πύλη που να φέρνει το Φως ή να δείχνει το Φως, το Φως που υπερβαίνει όγκους, σχήματα, χρώματα.

Όταν η τέχνη δεν με φέρνει κοντά στο Φως, τί νόημα έχει να υποχρεώσω την ψυχή μου να αγαπήσει τα έργα της; Η σχέση που έχεις (ή που βρήκες) με τη ζωή σου υπαγορεύει ένα τέτοιο ερώτημα. Γιατί η Ζωή είναι δεμένη με το Νόημα και τον Λόγο, αλλά η τέχνη δεν θέλει να ακούσει για Νοήματα από τότε κυρίως που δίνει τη μάχη με τον ρασιοναλισμό, πράγμα που βέβαια έχει σημασία όταν δεν γίνεται παραλογισμός, αυτοσκοπός, «καθαρή τέχνη», ή καθαρή άρνηση. Η τέχνη σήμερα έπαψε να έχει σχέση με τη Ζωή, με το Νόημα, με το Λόγο, γιατί με αυτά έπαψε να έχει σχέση ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος πέταξε απ’ τη ζωή του και Νόημα και Λόγο και Πνεύμα για στην οίησή του επάνω θεώρησε πως του είναι άχρηστα. Στη θέση του Νοήματος έβαλε τα νοήματα, στη θέση του Λόγου τους λόγους της ατομικότητας και του αυθαίρετου (τον λέει ελεύθερο) συλλογισμού, στη θέση του Πνεύματος το πάθος ή τα πάθη και τα ορμέμφυτα (ασυνείδητα και ανεξέλεγκτα). (περισσότερα…)

Ανατομία της ματαιότητας

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

Κάθε απόπειρα εξωραϊσμού της ζωής είναι μασκάρεμα. Όλες οι καθιερωμένες δράσεις ισοδυναμούν με λήθη και απώθηση, νάρκωση και αποχαύνωση. Βιασύνη, άγχος, ιδρώτας, λαχάνιασμα, κόπωση, μίμηση, φιλοδοξίες, σχέδια, στόχοι: συμπτώματα μιας συλλογικής υστερίας που βυθίζει το εγώ μας στην αυταπάτη μιας αδιατάρακτης μονιμότητας, το εθίζει σε μια τυπική διαχείριση της ζωής και το καθιστά ανίκανο να στοχαστεί με θάρρος τα βασικά δεδομένα της ύπαρξης. Όμως οι απωθημένες αλήθειες κάποτε φανερώνονται. Μπορεί η είδηση ενός ξαφνικού θανάτου ή η αποκάλυψη μιας τερματικής ασθένειας να μας θυμίσει το αναπότρεπτο. Ή μπορεί κάποιο βράδυ η κούραση να έχει ασυνήθιστη κατάληξη. Μπροστά στον καθρέφτη, το είδωλό μας μάς κοιτάζει περίεργα. Η μάσκα ξεθωριάζει, το κρανίο αποκαλύπτεται: σύμβολο της ματαιότητας, τελική μορφή του μέλλοντός μας, υπαινιγμός θανάτου που διαρκεί όσο και το κοίταγμα. Το ίδιο φευγαλέα είναι και τα ερωτήματα. Γιατί υπάρχουμε; Τι νόημα έχει τόση κούραση; Προς τι όλα αυτά αφού κάποτε θα πεθάνουμε; Ενοχλητικά ερωτήματα. Τα απωθούμε ξανά. Τα προσπερνάμε και συνεχίζουμε. Ξεγελάμε τον εαυτό μας και περιμένουμε.

~~~

Υπάρχω σημαίνει υποφέρω, υπομένω, περιμένω. Το τέλος γνωστό: δεν υπάρχουν εκπλήξεις. Μόνο Ένας γλίτωσε αλλά το μυστικό το πήρε μαζί του. Ο άνθρωπος γεννιέται με τη σφραγίδα του θανάτου. Το επιχείρημα του σκελετού είναι ακλόνητο, όπως και το επιχείρημα της τέφρας. Άρα, κάθε ανθρώπινο εγχείρημα είναι μάταιο. Χιλιοειπωμένη και αυτονόητη, αυτή η παραδοχή δεν είναι απαισιόδοξη, είναι απλώς φυσιολογική. Και χρήσιμη. Όποιος την αποδέχεται ανεπιφύλακτα μπορεί να θεραπεύσει την ασθένεια της υπερβολικής σοβαρότητας που μας μετατρέπει σε γελοία θύματα της ματαιοδοξίας και της έπαρσης. Ίσως η μοναδική νίκη που μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος είναι να μη γίνει γελοίος, δηλαδή παράφορα και καταστροφικά σοβαρός. Μόνο όσοι δεν προσβάλλονται από την υστερία του ενθουσιασμού και της παθιασμένης σοβαρότητας διατηρούν πιθανότητες να κρατηθούν μακριά απ’ το κακό ή τουλάχιστον να αποφύγουν περιττά δράματα και ρεζιλίκια.

~~~

Βρήκα καταφύγιο στα βιβλία όπως άλλοι βρίσκουν καταφύγιο στο χρήμα, άλλοι στο αλκοόλ και άλλοι σε κάθε λογής εξαρτήσεις. Χρήσιμο ή καταστροφικό, κάθε στήριγμα έχει τη δική του ιστορία. Εύκολος τρόπος να εξηγήσουμε το πώς οικοδομεί ο καθένας τις αυταπάτες του δεν υπάρχει. (περισσότερα…)

Γιατί υπάρχει ζωή;

*

Από τα τρία Μεγάλα Ερωτήματαγιατί υπάρχει κόσμος; γιατί υπάρχει ζωή; γιατί υπάρχει συνείδηση;») μόνο το δεύτερο είναι πράγματι ενδιαφέρον. Το πρώτο («γιατί υπάρχει κόσμος;») δεν επιδέχεται απάντηση συμβατή με τις νοητικές μας δυνατότητες. Είτε ο κόσμος είναι κτιστός είτε άκτιστος, είτε γεννιέται από ένα Πρώτο Κινούν είτε από τους κόλπους του Μηδενός, στην ουσία κάθε απόκριση μας είναι ασύλληπτη – καταπώς η έννοια του θεού· η κοσμολογία καταλήγει αδήριτα στην θεολογία.

Το τρίτο ερώτημα («γιατί υπάρχει συνείδηση;») είναι το πιο εύκολα απαντήσιμο. Όπως δείχνει η επικράτηση του homo sapiens sapiens στον πλανήτη, υπό ορισμένες συνθήκες η συνείδηση είναι ασφαλώς εξελικτικό πλεονέκτημα – βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, αυτά τα 200.000 χρόνια που υπάρχουμε εμείς, οι άμεσοι πρόδρομοι και οι κοντινότεροι συγγενείς μας. Όπως ακριβώς τα δυνατά νύχια στους δεινοσαύρους ή το ασπόνδυλο σώμα στους τριλοβίτες (είδη που κυριάρχησαν για διάστημα ασύγκριτα μεγαλύτερο απ’ ό,τι ώς σήμερα ο άνθρωπος). Ότι από τα ένα ώς τέσσερα δισεκατομμύρια έμβια είδη που έζησαν στην γη, ή απ’ τα εκατομμύρια που ενδεχομένως ζουν σήμερα, ο άνθρωπος φαίνεται να είναι το μόνο είδος που ανέπτυξε συνείδηση, μοιάζει να ευνοεί μιαν εξήγηση βασισμένη στην «ανθρωπική αρχή», την μοναδικότητα του ανθρώπου δηλαδή. Όμως είναι στο πλαίσιο της στατιστικής πιθανότητας. Αν μάλιστα το είδος μας με την συμπεριφορά του οδηγεί στην μαζική εξάλειψη του εαυτού του και γενικά της ζωής στον πλανήτη, όπως λένε οι βιολόγοι (ανθρωπόκαινο, έκτη μαζική εξάλειψη…), έχουμε ίσως μιαν απάντηση και στο ερώτημα γιατί δεν έχουμε ανακαλύψει κάποια άλλη νοήμονα ζωή στο σύμπαν: η συνείδηση είναι βιολογικό γνώρισμα αυτοκαταστροφικό. (Οι ποιητές, βέβαια, έχουν φτάσει στο ίδιο συμπέρασμα πολύ νωρίτερα.)

Το μόνο ερώτημα που μένει συνεπώς σημαντικό και επείγον είναι το μεσαίο: γιατί υπάρχει ζωή; Γιατί ο Κόσμος (ή τα συνώνυμά του: ο Θεός, ο Χρόνος, η Ενέργεια, η Ύλη, το κοσμογόνο Μηδέν) δεν αρκούνται στην φαντασμαγορία των ήλιων και των αστερισμών, στα περιδινούμενα πάλσαρ και ηλεκτρόνια, στους αέριους ή βραχώδεις πλανήτες, στην αλφαβήτα των χημικών στοιχείων, στις λάβες των ηφαιστείων και στους πάγους των κομητών, στην παγχρωμία του φωτός και στην τυφλότητα του διαστημικού σκότους, γιατί δεν επαναπαύονται στην άτρωτη αιωνιότητα των ακτινοβολιών και των εσχάτων σωματιδίων; (περισσότερα…)