ΕΣΣΔ

1988: Εριβάν, Αρμενία

*

του ΜΑΝΩΛΗ ΜΠΟΥΖΑΚΗ

Μεσημέρι μιας ανοιξιάτικης Δευτέρας προσγειωθήκαμε στο Εριβάν. Αυτοκίνητο με οδηγό μάς περίμενε και οδηγηθήκαμε στο ξενοδοχείο μας. Είχα διαβάσει αρκετά για την ιστορία αυτού του πραγματικά κατατρεγμένου έθνους τους τελευταίους δυο-τρεις αιώνες. «Ψαρεύω» στο διαδίκτυο:

«Στις αρχές του 4ου αιώνα η Αρμενία έγινε το πρώτο κράτος στην ιστορία που υιοθέτησε τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία, ενώ χριστιανικές κοινότητες είχαν κάνει την εμφάνισή τους ήδη από το 40 μ.Χ. Υπήρχαν επίσης και παγανιστικές κοινότητες, όμως προσηλυτίστηκαν στον χριστιανισμό από τους πολυάριθμους ιεραπόστολους που έδρασαν στην Αρμενία. Ο Τιριδάτης Γ΄ έγινε ο πρώτος μονάρχης που εκχριστιάνισε επίσημα τους υπηκόους του, δέκα χρόνια πριν την παύση των διώξεων από τον Γαλέριο και τριάντα χρόνια πριν βαπτιστεί ο Μέγας Κωνσταντίνος.»

Ακολούθησαν κατακτήσεις από Πέρσες, Βυζαντινούς, Σελτζούκους Τούρκους, Μογγόλους, και πάλι Πέρσες, Ρώσους για να καταλήξουν στο τέλος υποτελείς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σκληρά χρόνια, διακρίσεις, καταπιέσεις που οδήγησαν στο Αρμενικό Ζήτημα και στις σφαγές 150.000 Αρμενίων από τον Σουλτάνο Αμπτούλ Χαμίτ Β΄ τη διετία 1894-1896. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι συγκρουσιακές αντιδικίες Ρώσων και Οθωμανών και ομάδες Αρμένιων εθελοντών που είχαν ενσωματωθεί με τους Ρώσους έδωσαν την αφορμή και την ευκαιρία στους Τούρκους να επιχειρήσουν νέες βάρβαρες επιδρομές οι οποίες κατέληξαν στη φρικτή γενοκτονία εκατοντάδων χιλιάδων Αρμενίων και σε έναν ακόμη μεγαλύτερο αριθμό κατατρεγμένων προσφύγων.  Στις 12 Μαρτίου 1922, η Αρμενία ενσωματώθηκε στη Σοβιετική Ένωση και μαζί με τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν συγκρότησαν την Ομοσπονδία Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης σήμανε οριστικά τη δημιουργία του νεότερου ανεξάρτητου κράτους της Αρμενίας. Η Χώρα διακήρυξε την ανεξαρτησία της στις 23 Αυγούστου του 1991.

Το Εριβάν ή Γερεβάν ή Ερεβάν είναι η πρωτεύουσα της Αρμενίας. Οι παγκόσμιοι επισκέπτες της την αποκαλούν «Ροζ Πόλη». Διάφορες αποχρώσεις του ροζ κυριαρχούν σε πολλά κτίρια της πόλης προσδίδοντάς της μια πρωτότυπη και οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα εικόνα. Οι Αρμένηδες είναι χαρούμενοι, ανοιχτόκαρδοι και ιδιαίτερα φιλικοί άνθρωποι. Επηρεασμένος από την ιστορία της Αρμενίας, την πρώτη τουλάχιστον μέρα της επίσκεψής μου, έβλεπα τους πάντες σκυθρωπούς, σιωπηλούς και μια απροσδιόριστη θλίψη να χρωματίζει τα πρόσωπα κοινωνικών ομάδων, ανδρών και γυναικών που συναντούσα και παρατηρούσα στους δρόμους, στα μαγαζιά, στα γραφεία που επισκεπτόμουνα, παντού. Μόνο τα παιδιά φαινόταν να διαφοροποιούνται απ’ αυτό το γκρίζο χρώμα που κυριαρχούσε στην αρμένικη ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας. Φωνές, τρεξίματα, πατίνια, ποδήλατα, μαμάδες να τσιρίζουν και να τα κυνηγούν, εικόνες οικείες, δικής μας επαρχιακής πόλης. (περισσότερα…)

Τάνια Μαλιάρτσουκ, Μόνο θάνατος, μόνο γέλιο

*

Μετάφραση ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

Σε αυτό το σημείο κανονικά θα βρισκόταν άλλο κείμενο. Το οποίο, δυστυχώς, δεν μου πέτυχε. Αφορούσε την Ουκρανία και τον πόλεμο εκεί, τη Σοβιετική Ένωση και τα αδιαλεύκαντα εγκλήματά της, για τα οποία ουδέποτε καταδικάστηκε κανείς. Αφορούσε ακόμη τα αγάλματα Σοβιετικών πολιτικών που έβριθαν μέχρι πρότινος σε ολόκληρη τη χώρα, λες και δεν επρόκειτο για δολοφόνους, παρά για εθνικούς ήρωες. Η αποτρόπαιη πραγματικότητα έχει τα θεμέλιά της σε ένα ακόμη πιο αποτρόπαιο παρελθόν. Μόλις πριν ένα χρόνο άρχισαν οι Ουκρανοί να καταστρέφουν σε μεγάλη κλίμακα σοβιετικά μνημεία – μία τρομακτικά καθυστερημένη πράξη αποσοβιετικοποίησης, η οποία έλαβε σχεδόν διαστάσεις τελετουργίας εξορκισμού.

Στο αποτυχημένο εκείνο κείμενο έγραφα ακόμη για τον προπάππο μου, εύπορο Ουκρανό αγρότη, που το 1933 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει εν μια νυκτί το αγρόκτημά του, παίρνοντας μαζί του τα απολύτως απαραίτητα. Στις σκάλες του ορφανοτροφείου είπε στη μικρή του κόρη να τον περιμένει εκεί, θα πήγαινε να πάρει φαγητό και θα επέστρεφε αμέσως. Η κόρη τον περίμενε υπάκουη. Κάποτε, με κυριεύει η υποψία πως κατά βάθος εξακολουθεί ακόμη να τον περιμένει.

Το σπίτι του προπάππου μου μετατράπηκε σε κατάστημα για τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μία μόνο ακόμη φορά βρέθηκε εκεί η κόρη του, η γιαγιά μου, σαν το έσκασε από το ορφανοτροφείο για να μην αφήσει εκεί τα κοκαλάκια της. Ο καλόβουλος πωλητής είπε ένα «το ξέρω αυτό το κοριτσάκι, εδώ έμενε παλιά», της έβαλε ένα ψωμάκι στο χέρι και την έστειλε πάλι από εκεί που ήρθε.

Περνώντας μπροστά απ’ το μνημείο του Συντρόφου Κοσιόρ, ο οποίος υπό τας διαταγάς του Στάλιν επέβαλε καθεστώς πείνας στην Ουκρανία οδηγώντας εκατομμύρια ανθρώπων στο θάνατο, περνώντας λοιπόν μπροστά από το εν λόγω μνημείο σε δρόμο του Κιέβου, προσποιούμουν μέχρι πρότινος ότι ΔΕΝ το έβλεπα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως ΔΕΝ έβλεπα ούτε τον προπάππο μου που άφησε την τελευταία του πνοή καταρρέοντας σαν σκυλί στην άκρη του δρόμου ούτε και το κοριτσάκι που μαρμάρωσε μπροστά από το ίδιο του το σπίτι με ένα ψωμάκι στο χέρι. Το ψωμάκι τού το έκλεψαν λιμασμένα σκυλιά.

Το αποτυχημένο εκείνο κείμενο κατέληγε με τη δήλωση πως η Ουκρανία μπορεί να πλησίασε γεωγραφικά τη Δυτική Ευρώπη τώρα με τον πόλεμο, παραμένει ωστόσο, ακόμη και τώρα, παντελώς άγνωστη. Περιμένει να τη διηγηθούν. Δυστυχώς, στις ιστορίες της την κυρίαρχη θέση την κατέχει πάντα ο θάνατος. (περισσότερα…)

Aussprechen was ist, όπως θα έλεγε ο Μακιαβέλλι

*

του ΙΠΠΟΥ ΥΨΑΥΧΗ

«Ο κυνισμός, στην πραγματικότητα, δεν βρίσκεται στα λόγια του Μακιαβέλλι αλλά σ’ εκείνο που τα λόγια αυτά περιγράφουν» έγραφε το Νοέμβρη του 1934 ο Λεβ Κάμενεφ, ως διευθυντής του σοβιετικού οίκου Academia, στον Πρόλογο για την έκδοση των έργων του μεγάλου Φλωρεντινού. Τι σύμπτωση, αυτό το εκδοτικό γεγονός να αποφασίζεται σε μια μοιραία στιγμή για την ΕΣΣΔ, να εμφανίζεται σαν το «Μαύρο Καράβι» που έτρεμαν πάντα οι θαλασσόλυκοι στις καμπές του διαφεντέματος των θαλασσών.

Ένα μήνα αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου 1934 ο Σεργκέι Μιρόνοβιτς Κίροφ, μέλος του Π.Γ. του ΚΚΣΕ, γραμματέας της κομματικής οργάνωσης του Λένινγκραντ έπεφτε νεκρός, δολοφονημένος από το νεαρό Λεονίντ Νικολάγιεφ. Δυο βδομάδες μετά ο Κάμενεφ συλλαμβανόταν. Το Γενάρη του 1935 «ομολογούσε» ότι ήταν συνυπέυθυνος ηθικά και πολιτικά για τη δολοφονία του Κίροφ. Τον Αύγουστο του 1936 ο Κάμενεφ στηνόταν στο απόσπασμα. (περισσότερα…)

Τρεις Εβραίοι της Ουκρανίας

*

Του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Την παραμικρή ιδέα δεν είχα κατά πούθε πέφτει το Ρόβνο, όταν το πρωτοαντίκρισα στο Κόκκινο ιππικό του Ισαάκ Μπάμπελ. Εκείνος έγινε η αφορμή να το αναζητήσω στον χάρτη της τότε Ουκρανικής Σοβιετικής Δημοκρατίας, μα και ταυτόχρονα να το τοποθετήσω και σ’ έναν άλλο χάρτη, νοητό, της πολωνο-ουκρανικής εβραίϊκης ανθρωπομυρμηγκιάς, που αιώνες ζούσε κατά κείνα τα μέρη με την ιδιαίτερη γλώσσα της, τα γίντις, τις παραδόσεις και τις Γραφές της, τις συναγωγές και τους ραβίνους της, την ευσέβεια και τις αμαρτίες της. Ένας μικρός κρίκος ανάμεσα σε αρίφνητους άλλους, γνωστούς ή άσημους, της μεγάλης και μακριάς πολυάνθρωπης αρμαθιάς των ζωντανών και κεκοιμημένων Εβραίων της ανατολικής Ευρώπης, σαν το Γκόραϋ του άλλου ξακουστού Ισαάκ (Μπάσεβις Σίνγκερ), το Τερνοπόλ, και το γενέθλιο Οκόπυ του Μπάαλ Σεμ Τοβ –του γεννήτορα του χασιδισμού ραβίνου Ισραέλ μπεν Ελιέζερ–, το Μπουσάτς του Σμουέλ Αγκνόν· το Ρόβνο της μάνας του Αμός Οζ (Ιστορία αγάπης και σκότους) που δεν ήθελε να ξαναγυρίσει πίσω εκεί, μα ούτε και να νοσταλγήσει ή να πενθήσει («όχι, όχι, δεν πενθώ γι’ αυτό που υπήρχε και χάθηκε αλλά γι’ αυτό που ποτέ δεν υπήρχε»)· κι ακόμα τις πολύβουες μεγαλουπόλεις, σαν το Λβίου (Λβουόφ), το Κίεβο και το Χάρκοβο, την Οντέσσα, την κοσμοπολίτικη και πολύεθνη.

Και, παρ’ όλο που η γραφή ξεκόρμισε και θέλει επίμονα να ξεστρατίσει προς τα κει, δεν θα λοξοδρομήσω απ’ όσα η μνήμη τραγικά ανακάλεσε με αφορμή την βίαιη επικαιρότητα της ρώσικης εισβολής στην Ουκρανία και μ’ έσπρωξε να γράψω. Για τρεις Εβραίους από της Ουκρανίας τα μέρη, που από πολύ νωρίς, άμεσα και παθιασμένα, αδιάρρηκτα μα και καταλυτικά συνέδεσαν την ζωή και τις τύχες τους με την γέννηση και το θεμέλιωμα της νέας σοβιετικής τους πατρίδας· καθείς όμως με τον δικό του τρόπο και την δική του στάση, μα και καθείς λαβαίνοντας διάφορα τα επίχειρα ή τις αμοιβές από την ίδια σοβιετική πατρίδα.

Στην –λανθασμένα αρχαιοελληνοπρεπώς αποκληθείσα– Οδησσό λοιπόν (μιας κι η ομώνυμη ελληνική αποικία βρισκόταν χαμηλότερα, στην Βάρνα, ενώ ετούτος ο συνοικισμός γειτόνευε με την Όλβια στον Βορυσθένη/Δνείπερο) γεννήθηκε ο Ισαάκ Μπάμπελ, ο νεώτερος μα κι ο πρώτος από τους Εβραίους Ουκρανούς που ανέσυρε η θύμηση. Κι ίσως ο βαθύτερος λόγος για την πρωτιά αυτή να σχετίζεται με την συχνή –κι ολόσυχνα ολοτρύφερη– μνημόνευση της εβραϊκής ταυτότητας, δικής του και του τόπου όπου ξετυλίγεται κι η δράση του πιο γνωστού στην Δύση βιβλίου του (Το κόκκινο ιππικό)[1].

«Νεκροταφείο σ’ ένα μικρό εβραιότοπο! Η Ασσυρία και το γεμάτο μυστήριο αργοσάπισμα της Ανατολής, στους σκεπασμένους με αγριάδες κάμπους της Βολίν!… (περισσότερα…)

Θάνος Γιαννούδης, Αλυτρωτισμός

Khomeini

Αλυτρωτισμός

Θ’ ανάψω τρέλα περισσή στα περσικά κεφάλια…
Κ. Παλαμάς

Την Πολιτεία, το Κράτος, το Έθνος πρώτοι
αφήνετε και γίνεστε Ανθρωπότη…

Κ. Βάρναλης

(Τέλη της δεκαετίας του ογδόντα στην Τεχεράνη. Το πλήθος των πιστών αντρών ολολύζει όσο ο Αγιατολλάχ Χομεϊνί ανεβαίνει στην εξέδρα. Σήμερα πρόκειται να ζητήσει από τον ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης, Μιχαήλ Γκωρμπατζώφ, να ασπαστεί τον ισλαμισμό, πρόταση-πρόσχημα φυσικά, για να δικαιολογήσει με τη διαφαινόμενη άρνησή του μελλοντική επίθεση ενάντια και στο σοβιετικό κόσμο. Σε λίγο καιρό, βέβαια, δεν θα υπάρχει ούτε η ΕΣΣΔ ούτε ο ίδιος θα ζει, προς το παρόν όμως κοιτάζει τη λαοθάλασσα με το ονειροπαρμένο βλέμμα του και ξεκινά)

α΄

Πώς είν’ ο κόσμος μια ρωγμή στων ουρανών το φράχτη!
Πώς είν’ τα μάτια δυο φωτιές στ’ απόλυτο κενό!
Τό ξέρω πως τα λόγια μου θα τ’ ανταμώσει η στάχτη,
μα εγώ τραγούδι αγέρωχος για πάντα θ’ αρχινώ
στο δρόμο που διαβαίνανε Προφήτες με τις Μούσες,
στη χώρα που ονειρεύτηκες και με τα λόγια υμνούσες.

Αγγέλοι σ’ όλα τ’ ουρανού διαβαίνανε τα μήκη,
εδώ που τ’ αερόπλοια αφήνουν τις γραμμές.
Το ξέρω: κάθε άνθρωπος στην εποχή του ανήκει,
νιώθω όμως ώρες και στιγμές σαν ένα εκκρεμές
που κρυφαγγίζει απ’ τη μια αυτούς που μείναν πίσω
κι από την άλλη το μετά να πιάσω θα πασχίσω.

Προφήτη μου που μίλησες μονάχος με τη θεότη,
δώσε μου δύναμη και φως τον κόσμο να ξυπνώ,
ν’ ανοίγω χίλια σπιτικά στη δούλεψή σου – κι ό,τι
μάς καταχώνιασε στη γη, ολέθριο και φτηνό,
για τ’ όνομά Σου τ’ Άγιο δώσε πνοή να φτάνω
και να υψώνω μιναρέ στα θρύψαλλά του επάνω.

Προφήτη, εσύ που βάδισες τη νύχτα στη Μεδίνα,
οι τόποι αλλάξαν κι οι καιροί, μα η ψυχή γοργή!
Δώσε κραυγή στα λόγια μου να τρίξουν τα Λονδίνα,
στη Νέα Υόρκη αλαλαγμός να πέσει κι οιμωγή,
στις ψευτοχώρες που ο καιρός σαν φυλαχτό τίς βάνει
– η Ασία σ’ έπλασε, καημέ, η Ασία θα σέ γιάνει.

Όσα σημάδια της στιγμής κι αν φέρουμε στο δέρμα,
σέρνουμε πίσω μας λαούς, Προφήτη για οδηγό.
Ο δρόμος μας στην άβυσσο κι αβέβαιο το τέρμα,
μες στην ανεμοθύελλα κοντεύω να πνιγώ.
Βαδίζω μόνο ξέροντας ποιον κόσμο θα γεννήσω
αφού βαθιά μου Τον Αλλάχ φέρω στεριά και νήσο.

Προφήτη, μεταλλάχθηκες σ’ αυτό που περικλείει
πλέον την γην ολόκληρη του πριν και του μετά.
Ποιος από της ολότητας το παν μάς αποκλείει;
Μάθε του το καθήκον Σου και δείξε το σωστά,
για να σημάνει Κυριακή μες στη βουβή Τετάρτη,
αφού είν’ ο κόσμος μια ρωγμή στων ουρανών το φράχτη…

~.~

β΄

Πόλη γλυκιά, πατρίδα μου και φως μου, Τεχεράνη,
δεκάδες κι αν σε κούρσεψαν, απόμεινες λαμπρή.
Επάνω στα χαλάσματα φυτρώνει ένα γεράνι,
στον ποταμό σου χαίρεται το φως το κολιμπρί,
αιώνιοι αμύντορες φωτός κατά της λύπης –
τέτοια άνοιξη (φαντάσου την!) κι εσύ, καρδιά, να λείπεις.

Έχω καημούς, πατρίδα μου και μες τα χώματά σου
ύαινες βλέπω κι όρνεα που θέλουν το κακό.
Ήρθαν στον κάμπο δέσποινες που βγήκαν να γιορτάσουν
κι από κοντά τους δαίμονες ασίγαστους γρικώ.
Ω, πώς αλλάξαν οι καιροί και στο δρομί που πήρα
σιμώσαν χρόνια αφέγγιστα, σιμώσαν χρόνια στείρα!

Τόπε μου που μέ γέννησες και στη φωτιά μέ φέρνεις,
αξίνα που στην έρημο ζητάς μαύρο χρυσό
σύρε να πεις στους άρχοντες της Βόννης, της Λουκέρνης:
εκείνοι που ηττηθήκανε, γυρίζουν στην Ισσό,
θυσία πάλι προς τη γη να δώσουν το κορμί τους
-έτσι θα σπάσουν Γόρδιους δεσμούς κι αρχαίους μίτους.

Λαμπρή θυσία στον Αλλάχ! Υπάρχει πιο μεγάλη;
Ω, κόσμοι που θ’ ανοίξουνε! Ω, λίμνες με τα ουρί!
Τον μαχητή του αιώνιου τόν προσδοκά η αγκάλη,
ρυάκι Του Θεού η φωνή ενόσω διαλαλεί
αυτόν τον αγγελόκοσμο που μπρος σου ξημερώνει,
γκαζώνοντας το φορτηγό, τραβώντας την περόνη.

Ιστορικοί, φιλόλογοι, διδάσκαλοι, τεχνίτες,
κίνητρο δίνουν στα παιδιά να μείνουν στη ζωή,
αίμα να δώσουν και πνοή να φέξουν οι πλανήτες
και πριν προλάβουνε το φως να δούνε το πρωί
να τους φορέσουν πάνω τους τ’ αγκάθινο στεφάνι
-Μα όλα θα φύγουν, θα χαθούν, ο κόσμος είναι πλάνη!

Εγώ σάς δίνω θάνατο, εγώ σάς δίνω χάος,
εγώ σάς δίνω Τον Αλλάχ μονάχα εκδικητή!
Δεν είν’ ο λόγος μου γλυκός, ολάνθιστος και πράος,
είν’ ένα τέλμα, με το Χάρο πάντα νικητή.
Στενός ο κόσμος γύρω μου, ψηλά τ’ αστέρια πάνω…
Ω, πόσο θέλω να χαθώ! Πώς θέλω να πεθάνω!

~.~

γ΄

Έρχεται, όμως, το πρωί κι ο ήλιος της Περσίας
ανοίγει πόρτες κι ουρανούς μιας νέας εποχής,
σαν να ’χασε ο Απόλλωνας και να νικά ο Μαρσύας
ή άλλη μια θεότητα της Ζωροαστρικής
να βγαίνει κόντρα Στον Αλλάχ και να Τού λέει στα ίσα:
«ό,τι έθαψες σέ κυνηγά κι ας το καλύπτει πίσσα».

Έρχεται, όμως, το πρωί, χρυσάνθεμο μιας πλάσης
που οι χώρες που μάς χώρισαν δεν έχουν θέση πια.
Κυβέρνηση στα λόγια μας μονάχα αντανακλάσεις,
καταλαγιάζουνε μαζί τα όπλα κι η φωτιά,
καθώς το θαύμα της ζωής μπροστά μας ξεπροβάλλει
κι η δόλια μας παλιοζωή φαντάζει πιο μεγάλη.

Δεν είν’ η θέση μου η θηλιά, δεν είναι το φαρμάκι,
είναι να στέκω δίπλα σας και να σάς τραγουδώ,
να βάζω σ’ άγιες μουσικές τραγούδια του κοσμάκη,
να υμνώ στους μιναρέδες μας Το Μέγα Δημιουργό,
λαός μαζί με το λαό, πνοή στους δουλευτές του.
Αν βρεις το Χάρο, τη σοφήν απόφασή μου πες του!

Πλέον ανήκω στο πρωί και τα παιδιά του σκότους
όσο κι αν ψάχνουν στο μηδέν, δεν θα με ματαβρούν,
εκείνοι που ονομάσανε τους τελευταίους πρώτους
– εκείνοι μόνο ευθύνονται που οι μέρες μας αργούν
και στέκει ο κόσμος μια στιγμή ανάμεσα στις άλλες,
ασύνδετη κι ανήμπορη για τις ουράνιες σκάλες.

Πλέον ανήκω στο πρωί ενός καινούριου αγέρα
που από το μέλλον έρχεται και πάει στο παρελθόν.
Όσοι πιστέψαν σ’ είδωλα τούς έληξε η βεγγέρα,
στα σκοτεινά τους σχέδια δηλώσαμε «απών».
Πλέον ανήκω στο πρωί και τό κρατώ για προίκα,
καθώς ξανά τη θέση μου στο μέγα κύκλο βρήκα.

Σ’ όλα τα πέρατα γυρνώ και κράζω την αλήθεια
κι ας μέ κοιτάτε να μιλώ μια γλώσσα, μια φωνή
κι ας αρνηθήκαν –στις χαρές που δίνει η συνήθεια-
τον άγιο κράχτη που μπορεί τα χάη να συγκινεί.
Πλέον ανήκω στο πρωί! Και τη ροή θ’ αλλάξω
κι ηγέτες πλέον και λαούς μπορώ να μεταλλάξω!

~.~

δ΄

Μ.Δ.

Γιατί πιστέψατε στον Μαρξ; Ήταν ένας ακόμα
απ’ όσους ήρθαν και μετά θα φύγουν σωρηδόν.
Όσο κι αν δέσεις με λουριά τον άνθρωπο στο χώμα,
πάντα θα ψάχνει δίοδο των αστρικών οδών.
Χώρα χρυσή, χιλιόχρονη και κάτασπρη Ρωσία
που νόμιζες –βαριόμοιρη!– πως βρήκες το Μεσσία…

Έλα μαζί μας, Μιχαήλ, και φέρε το λαό σου
στο αιώνιο της όασης βασίλειο μπροστά!
Στο δρόμο της απόλυτης αλήθειας φανερώσου
που δε μετρά σχεδιασμούς, μουζίκους, ποσοστά
κι έχει γι’ αρχή και μέτρημα των πάντων την Εγίρα,
όσο οι εσχάτοι των λαών πεθαίνουνε στη γύρα.

Γιατί πιστέψατε στο Μάρξ; Σκορπάτε τη ζωή σας
σε λάθος στόχους και στα πιο τυχαία ιδανικά
κι αν οι καιροί που τύχαμε είναι παιδιά της λύσσας,
βρείτε τουλάχιστον σ’ αυτούς το δρόμο που νικά.
Μονάχος ο καθένας μας τι έχει να κερδίσει;
Έλα στο πλάι μας, μαζί να διώξουμε τη Δύση!

Έλα μαζί μας, Μιχαήλ! Κι είν’ η φωνή μας τόση
που –δεν μπορεί!– τ’ απέραντα θα πέσουν, θα σπαστούν.
Αυτή είν’ η Περεστρόικα που την ψυχή θα σώσει
όσοι αιώνες και κορμιά στο διάβα χρειαστούν!
Δέξου εντός σου Τον Αλλάχ, σαν πνεύμα εμφυσήσου
κι εγώ θα σπεύσω πλάι σου για τη μεταστροφή σου.

Γιατί πιστέψατε στον Μαρξ; Αλίμονο! Τα χρόνια
που ρίχτηκαν μες στ’ άκαρπο πηγάδι δεν γυρνούν,
μονάχες σβήνουν οι καρδιές στης γης την καταφρόνια
αντί στη θέση της καρδιάς να βάλουνε τον νουν,
αντί στου σφυροδρέπανου που κράταγαν τη βάση
ν’ αφήσουνε τον ουρανό Κοράνι να διαβάσει.

Έλα μαζί μας, Μιχαήλ! Και γιόμισε τις στέπες
με πάλλευκο κι ολάνθιστο στο χιόνι μιναρέ!
Όποιος πιστεύει Στον Αλλάχ δε μένει μ’ άδειες τσέπες,
δαίμονα νέων εποχών, νικήθης πονηρέ
και κράζεις μέσα στο χιονιά: «Ανοίξτε, να κατέβω!»
—Γιατί πιστέψατε στο Μαρξ; Γιατί κι εγώ πιστεύω;

~.~

ε΄

Γιατί πιστεύω Στον Αλλάχ ενόσω ο κόσμος φθίνει;
Γιατί είν’ τα μόνα λόγια μου Τζιχάντ και προσευχή;
Μια φλόγα μέσα μου μέ καίει και πια μ’ ορίζει εκείνη
κι ανοίγει ο δρόμος μου μπροστά χωρίς να έχει αρχή,
μοντέρνος ισαπόστολος ανατολής της Μέσης,
ενώ η Δύση στη ζωή κρατιέται απλά μ’ ενέσεις.

Νιώθω αλύτρωτο ένα φως να κυβερνά εντός μου,
να ορίζει τη γραφίδα μου, την κάθε μου λαλιά.
Να ‘ναι σημάδι των θεών ή δαίμονα αποκόσμου;
Μαύρα κοράκια των νεκρών ή της αυγής πουλιά;
Πηγή στην αμμοθύελλα της ζήσης μας την τόση;
Ποιος το ’βαλε στο είναι μου και ποιος θα μέ λυτρώσει;

Και προχωρώ το βίο μου κι αυτό να ζει σιμά μου,
στα βήματα στην έρημο, στις λέξεις που κοσμώ,
σ’ όσες γυναίκες φίλησα, στα γκρίζα πρωινά μου:
αφιέρωσα τα νιάτα μου στον αλυτρωτισμό,
να δίνω ό,τι μ’ έπλασε απλά για μια πατρίδα
που δεν μού υποσχέθηκαν, μα στα όνειρά μου είδα.

Κι η εποχή θα προχωρά –τι άλλο θες να κάμει;–
σε όνειρα που σβήνουνε το επόμενο πρωί.
Αιώνες θα διαδέχονται ομοίους τους, ποτάμι
που πετραδάκια γύρω του διασκορπά η ροή.
Καλότυχος αν ξέρεις πια, προτού την πόρτα κλείσεις,
πως ένα τέτοιο μοναχά είσαι κι εσύ επίσης.

Ζήσε, λοιπόν, και μην αργείς, παιδί της Αραβίας
σ’ εσένα ανήκει τ’ αύριο, σ’ εσένα κι ο καιρός!
Δεν θα σού κλέψουνε αυτοί το φως δια της βίας,
για σε θα φέγγει ο κόσμος σου σαν ήλιος λαμπερός.
Η ακτίνα του στο είναι μας εισβάλλει πυρωμένη
κι η αλύτρωτη πατρίδα μου για πάντα λυτρωμένη.

Μιλιούνια αλύτρωτες ψυχές απ’ της ζωής τη βρύση
περάσαν κι ούτε μια σταλιά δεν πρόλαβαν να πιουν.
Γι’ αυτούς η ρόδα τ’ ουρανού δεν θα ξαναγυρίσει,
για μας όμως είναι μπροστά οι μέρες που θα ‘ρθούν.
Άνοιξε την ψυχή στο φως, τις μαύρες λέξεις σβήσε:
όλα θα φύγουν, θα χαθούν! Μα εσύ, ως τότε, ζήσε!…

ΘΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ