Επανάσταση 1821

«Ἄργειε νά ’λθῃ…»

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ φιλολογικὴ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

///

«Ἡ Ἑλλάδα πέθανε!» Εἶναι μιὰ φράση ποὺ ἀκούγεται συχνὰ στὴν Εὐρώπη ἀπὸ στόματα πολιτικῶν ἢ πνευματικῶν ἀνθρώπων τὸν καιρὸ τῆς Τουρκοκρατίας.  «Ἡ Ἑλλάδα δὲν ὑπάρχει πιά!».

Κι ἄξαφνα γίνεται τὸ θαῦμα. Ἡ Ἑλλάδα εἶναι ζωντανὴ καὶ μάχεται καὶ καταπλήσσει. Γιὰ ὅσους δὲν ἔχουν ἐξοικειωθεῖ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία, αὐτὴ τὴν ἱστορία τῶν ἐπλήξεων, τὸ πράγμα καταντᾶ σχεδὸν ἀπίστευτο.

Τί ἦταν, ἀλήθεια, ἐκεῖνοι ποὺ κάμανε τὴν ἐπανάσταση τοῦ ’21; Ἄνθρωποι πού ’χανε περάσει ὅλα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς τους στὴ σκλαβιά. Κι ὄχι μόνο οἱ ἴδιοι μὰ κι οἱ πατεράδες τους κι οἱ παπποῦδες τους καὶ μιὰ μακρότατη σειρὰ προγόνων ποὺ ἡ ἀρχή τους ἔφτανε ὣς τὰ μέσα τοῦ 15ου αἰώνα. Σκλάβοι, γιοὶ σκλάβων.

Τετρακόσια χρόνια εἶναι πολὺ μεγάλο διάστημα. Οἱ ξένοι εἴχανε πιστέψει πὼς ὁ λαὸς τούτης τῆς χώρας δὲ θὰ μποροῦσε νὰ βαστάξει τοὺς τέσσερεις αἰῶνες τῆς τυραννίας καὶ τοῦ πνευματικοῦ σκοταδιοῦ. Θὰ λύγιζε. Θὰ συμβιβαζότανε. Θὰ παραδέχουνταν πὼς ἔτσι ἤτανε καμωμένος ὁ κόσμος, πὼς οἱ ἄνθρωποι εἶναι πλασμένοι ἄλλοι γι’ ἀφέντες κι ἄλλοι γιὰ δοῦλοι καὶ πὼς ἡ δική τους μοῖρα τὸν εἶχε προορίσει γιὰ τὴν πικρὴ ζωὴ τῆς ὑποταγῆς. Θὰ ξεχνοῦσε ἀπὸ ποῦ ξεκίνησε, τί ἤτανε κάποτε καὶ πῶς βρέθηκε νὰ σκύβει τὴν πλάτη κάτω ἀπ’ τὸ μαστίγιο τοῦ Ἀσιάτη.

Ἡ πραγματικότητα ἀποδείχτηκε διαφορετική. Ὁ λαός μας ἔδειξε μιὰ σπάνια ἀντοχὴ καὶ μιὰ πεισματικὴ προσήλωση στὶς ρίζες του. Χωρὶς πολιτικὴ ἡγεσία καὶ χωρὶς πνευματικοὺς ὁδηγούς, τὸν πρῶτο καιρὸ ὕστερ’ ἀπὸ τὴ διάλυση τῶν ὑπολειμμάτων τῆς ἄλλοτε Μεγάλης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας,  συσπειρώνεται γύρω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴ μόνη δύναμη ποὺ ἄφησε ἀπείραχτη ὁ σκληρὸς ἀφέντης του. Ἀπ’ αὐτὴ ζητᾶ προστασία καὶ καθοδήγηση. Ἀργότερα θὰ προχωρήσει στὴν κοινοτικὴ ὀργάνωση καὶ στὴν προσπάθεια τοῦ φωτισμοῦ μὲ τὰ γράμματα. Καὶ σὰν ἀπὸ ἔνστιχτο κοιτάζει νὰ φυλάξει ὅ,τι κληρονόμησε ἀπὸ τοὺς πατεράδες του κι ὅ,τι τὸν ξεχώριζε ἀπὸ τὸν δυνάστη του.

Ἡ γλώσσα ποὺ μιλοῦσε, ὅσο κι ἂν δέχτηκε μερικὲς λέξεις ἀπὸ τὴ γλώσσα τοῦ καταχτητῆ, ἔμεινε πάντα ἡ ἴδια παλιὰ γλώσσα, αὐτὴ ποὺ κάποτε εἶχε δώσει τ’ ἀριστουργήματα τῆς λογοτεχνίας, τῆς φιλοσορίας καὶ τώρα γινόταν ἡ γλώσσα τοῦ πόνου, τοῦ καημοῦ καὶ τῆς ἐλπίδας του, ἡ γλώσσα τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν του. (περισσότερα…)

Απ’ το ημερολόγιο ενός Φιλικού

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Κατά την ανακαίνιση της Οικίας Ζαμπελίων, για την δημιουργία του «Ζαμπέλιου Κέντρου Γραμμάτων και Τεχνών Δήμου Λευκάδας», ανευρέθη σε κρύπτη του ισογείου –εντός ασημένιας πεποικιλμένης θήκης– το ημερολόγιο του δικαστικού λειτουργού, μέλους της Φιλικής Εταιρείας και μετέπειτα δραματουργού, Ιωάννου Ζαμπελίου. Ο εργάτης που ανακάλυψε το πολύτιμο αυτό χειρόγραφο το εμπιστεύθηκε σε μένα, μιας κι ήταν στενότατος φίλος μου κι εγώ εργαζόμουν εκείνον τον καιρό στην Χαραμόγλειο Ειδική Λευκαδιακή Βιβλιοθήκη.

Για να παραλάβω το χειρόγραφο, θα έπρεπε να κατατεθεί επισήμως. Του πρότεινα να το παραδώσει στον υπεύθυνο του έργου και κατόπιν, αφού ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία, να περιληφθεί το πρωτότυπο ή αντίγραφό του στην Χαραμόγλειο.

Ομολογώ πως υπέκυψα στον πειρασμό να το φυλλομετρήσω κι έμεινα έκπληκτος απ’ το συναρπαστικό του περιεχόμενο. Αδυνατώντας ν’ αντισταθώ στην εσωτερική μου παρόρμηση, φωτοτύπησα μερικές σελίδες, εκείνες που με συνάρπασαν περισσότερο, και προέτρεψα τον φίλο μου να μην πει τίποτα σε κανέναν γι’ αυτό, πολύ δε περισσότερο πως το έφερε σ’ εμένα.

Εκείνος μού έδωσε τον λόγο του. Παρέδωσε το εύρημα σε κάποιον υπεύθυνο και συνέχισε την εργασία του. Σύντομα, όμως, το έργο διακόπηκε, όπως συμβαίνει πολλάκις στα έργα του δημοσίου τομέα. Όταν συνεχίστηκε η ανακαίνιση, ο υπεύθυνος είχε αντικατασταθεί. Κατά παρότρυνσή μου, ο φίλος μου ρώτησε τον αντικαταστάτη για την τύχη του ημερολογίου. Εκείνος δεν ήξερε τίποτα, πέραν του ότι ο προκάτοχός του εργάζονταν πλέον σε κατασκευαστική του εξωτερικού. Ήταν προφανές πως το χειρόγραφο είχε κάνει φτερά. Ίσως πωλήθηκε σε κάποιον συλλέκτη αντί αδράς αμοιβής. Ίσως το κράτησε ο ίδιος. Εξάλλου δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι το παρέλαβε. Καμία, πλην των φωτοτυπημένων σελίδων που βρίσκονται στην κατοχή μου και που σήμερα –μεταγραμμένες στην νέα ελληνική– δημοσιεύω εδώ, με κίνδυνο να κατηγορηθώ πως υπεξαίρεσα ολόκληρο το ημερολόγιο ή πως πρόκειται περί αποκυήματος της φαντασίας μου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν παραθέτω ούτε μία φωτοτυπημένη σελίδα του χειρογράφου, ώστε ν’ αποφύγω οποιαδήποτε νομική συνέπεια αν κατηγορηθώ για υπεξαίρεση, ισχυριζόμενος –σε μια τέτοια περίπτωση– πως η όλη υπόθεση είναι επινοημένη.

Κυρίες και κύριοι, σας παρουσιάζω –παραμονές της Εθνικής Παλιγγενεσίας– τις εκλεκτότερες πατριωτικές σελίδες που διάβασα ποτέ, τα σπαράγματα του χαμένου ημερολογίου του δικαστικού λειτουργού, μέλους της Φιλικής Εταιρείας και μετέπειτα δραματουργού, Ιωάννου Ζαμπελίου.

(περισσότερα…)

Η μοναρχία στην Ελλάδα

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Η συμπλήρωση πενήντα χρόνων αβασίλευτης δημοκρατίας, μετά την οριστική ως φαίνεται λύση του πολιτειακού ζητήματος, επιτρέπει πλέον μια νηφάλια αποτίμηση της μοναρχίας στη νεότερη Ελλάδα, στο πεδίο της ιστορικής πράξης και ως προς τα κοινωνικά της θεμέλια, πέραν των θεωρητικών απόψεων για τον θεσμό ή τη λαϊκή του απήχηση. Απήχηση που, όπως το αδιάβλητο (τουλάχιστον σε σχέση με όσα προηγήθηκαν κατά τον εικοστό αιώνα: 1924, 1935, 1946, 1973) δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 κατέδειξε, παρέμεινε υψηλή (σχεδόν 31%) παρά την πληθώρα πολιτικών λαθών και τις εθνικές κρίσεις που επανειλημμένα προκάλεσαν οι αποφάσεις της δυναστείας η οποία υπήρξε ο φορέας του θεσμού.

Ένα από τα μεγαλύτερα ατυχήματα της νεότερης ελληνικής Ιστορίας αποτέλεσε ίσως η έλλειψη εθνικής δυναστείας, την εποχή που σε όλη την Ευρώπη η μορφή αυτού του πολιτεύματος εθεωρείτο αυτονόητη αρχή νομιμότητας. Μια έλλειψη η οποία υπήρξε απότοκος της γενικής καταστροφής της ελληνόφωνης ηγέτιδας τάξης, συνεπεία της διάλυσης της ανατολικής χριστιανορωμαϊκής αυτοκρατορίας, πριν αυτή εξελιχθεί φυσιολογικά, όπως συνέβη στη Δύση, προς τα νεώτερα εθνικά κράτη. Η τουρκοκρατία δεν απορφάνισε το υπόδουλο γένος μόνο από τη φυσική του αριστοκρατία ή τις προϋποθέσεις συγκρότησης εθνικής αστικής τάξης (όπως θα διαφανεί αργότερα), αλλά και από τη νόμιμη διαδοχή. Οι δύο αδελφοί και τυπικοί διάδοχοι του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου αποδείχθηκαν ανάξιοι των ιστορικών τους καθηκόντων, εκχωρώντας ο ένας στη Δύση και ο άλλος στον Σουλτάνο τα δικαιώματά τους, προκειμένου να παρατείνουν με κάποιαν άνεση τη θλιβερή ύπαρξή τους, θεωρώντας άνευ περιεχομένου την ιδέα της θυσίας, η οποία σφράγισε τη ζωή και τη δράση του αδελφού τους.

Όταν, μετά από αιώνες, έφτασε η ώρα της Επανάστασης και της Παλιγγενεσίας, οι λαϊκοί θρύλοι που ενίσχυαν το φρόνημα αντίστασης των Ελλήνων κατά την τουρκοκρατία, δεν είχαν σαφή αναφορά σε έναν υποψήφιο βασιλέα. Η δημοκρατική ιδέα άλλωστε ήταν κυρίαρχη στις διακηρύξεις αλλά και την ιδεολογία όλων των επαναστατών- πολιτικών, στρατιωτικών ή διανοουμένων. Δύο δυνητικοί υποψήφιοι για το Θρόνο, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και ο Ιωάννης Καποδίστριας, ήταν αδύνατο (όπως αποδείχθηκε) να γίνουν αποδεκτοί από τους επαναστάτες και εξέλιπαν πρόωρα. Ο πρώτος στα κελιά της Αυστροουγγαρίας (ενώ η Φιλική Εταιρία είχε εξοβελιστεί από κάθε αναφορά της επαναστατικής ηγεσίας) και ο δεύτερος από ελληνικά χέρια, και μάλιστα (τι ειρωνεία) από χέρια τα οποία είλκυαν την καταγωγή τους από το μετέπειτα «κάστρο» της μοναρχίας στη νεότερη Ελλάδα. (περισσότερα…)

Ο βράχος και το κύμα

*

Προς τον αξιότιμον πρόεδρον του εν Κερκύρα Πολιτικού Συλλόγου «Η Αναγέννησις»

Κύριε Πρόεδρε,

Η εικοστή πέμπτη Μαρτίου και η δεκάτη Οκτωβρίου, καίτοι απέχουσαι τεσσαράκοντα δύο έτη η μία από της άλλης ουχ ήττον συνταυτίζονται και συνδέονται εν τη ιστορία ημών τοσούτον, ώστε ήθελεν είναι αδύνατον να τας διαζεύξει τις χωρίς να διακόψει την τε συνέχειαν του παρελθόντος μετά του μέλλοντος και την ενότητα της ενεργείας, δι’ ης η ημετέρα φυλή προβαίνει εις τον προορισμόν αυτής, γενναίως παλαίουσα προς τα ανταγωνιζόμενα στοιχεία.

Αι ημέραι αύται υπάρχουσι καθιερωμέναι εν τη καρδία ημών. Ο δε λαός τας καθηγίασεν ήδη και τας κατέγραψεν εν ταις αιματηραίς δέλτοις του εθνικού μαρτυρολογίου, ούτε θέλει παύσει προσφέρων αυταίς, εν είδει θυμιάματος και ολοκαυτώματος, τας εμπνεύσεις και την λατρείαν του.

Η δημοτική ελληνική ποίησις υπήρξεν υπό την δουλείαν ο αχώριστος σύντροφος, η μόνη παρηγορία της τεθλιμμένης ψυχής του ημετέρου έθνους. Αείποτε πένθιμος, μελαγχολική, αλλ’ αείποτε πλήρης ζωής και ελπίδων, φέρει εστεμμένον το μέτωπον με κλάδους κυπαρίσσου και δάφνης, ως αν ήθελε να είπει προς ημάς τους μεταγενεστέρους ότι εκ των παθημάτων θέλει βλαστήσει η νίκη. Συνοδεύσασα πιστώς τον Έλληνα εν τοις διωγμοίς, εν τοις δεσμωτηρίοις, επί του πεδίου της μάχης, ουδέποτε εγκατέλειπεν αυτόν ορφανόν, μεμονωμένον κατά την σκληράν δοκιμασίαν τοσούτων αιώνων.

Δικαιούται λοιπόν και τώρα η δημοτική ποίησις, η φιλόστοργος αύτη αδελφή και συμμέτοχος των δεινών του ελληνικού έθνους παθημάτων, δικαιούται να συμμεθέξει και του σημερινού αγώνος.

Όπου προσπάθεια, σκοπόν έχουσα την ανέγερσιν και το μεγαλείον του Έλληνος, εκεί αύτη κατά δικαίωμα παρευρίσκεται, διότι εις αυτήν μόνην απόκειται να συντάξει τον επινίκιον ύμνον και να ψάλει το χαρμόσυνον άσμα, αφού δεν απηύδησε ποτέ θρηνωδούσα επί του τάφου τοσούτων ηρώων προς επισημοποίησιν των βασάνων και των μαρτυρίων.

Εν τω στιχουργήματι, όπερ λαμβάνω την τιμήν ν’ αφιερώσω προς υμάς, απεικονίζεται αλληγορικώς η πάλη και ο θρίαμβος του Ελληνισμού κατά της βαρβαρικής κατακτήσεως, του μεν πρώτου παριστανομένου ως κύματος αφροστεφούς, της δε δευτέρας ως πέτρας ισταμένης εν μέσω του πελάγους.

Δεχθείτε αυτό μετ’ ευμενείας, ουχί ως έργον αντάξιον του θέματος, αλλ’ ως ελάχιστον δείγμα του προς υμάς βαθυτάτου σεβασμού μου.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ

~.~

Ο βράχος και το κύμα

«Μέριασε, βράχε, να διαβώ», το κύμ’ ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Μέριασε! Μες στα στήθη μου, που ’σαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, μ’ εθέριεψε η κατάρα
του κόσμου που βαρέθηκε, του κόσμου που ’πε τώρα,
βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου ώρα.
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σὄγλειφα και σὄπλενα τα πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ’ εκοίταζες κι εφώναζες του κόσμου
να ιδεί την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα,
μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα,
και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο που ’θε’ κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη·
τα θέμελά σου τα ’φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό… Εξύπνησα λιοντάρι!…»

Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που ’ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Ολόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν,
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματ’ αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.

Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα
ν’ αντιβοά τρομαχτικά, χωρίς καν να ξυπνήσει
και σήμερ’ ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.

«Κύμα, τί θέλεις από με και τί με φοβερίζεις;
Ποιός είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;…
Όποιος κι αν είσαι, μάθε το: εύκολα δεν πεθαίνω».

«Βράχε, με λεν Εκδίκηση. Μ’ επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ’ ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά. Πέσε, προσκύνησέ με.
Εδώ, μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη.
Ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του Άδη μου τ’ αχνάρια…
Μ’ έκαμες ξυλοκρέβατο… Με φόρτωσες κουφάρια…
Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς… Το ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί, και τα παθήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη…
Μέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη·
καταποτήρας είμ’ εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
              γίγαντας στέκω εμπρός σου!»

Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντισε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λιώνει
              σα να ’ταν από χιόνι.
Επάνωθέ του εβόγκηξε, για λίγο αγριωμένη,
η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που ’ταν το στοιχειό κανείς παρά το κύμα
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.

[1863]

*

Μια σπουδαία ανθολογία

της ΔΗΜΗΤΡΑΣ Γ. ΜΠΕΧΛΙΚΟΥΔΗ

Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! Ο Αγώνας του 1821 στην ελληνική και ξένη ποίηση. Ανθολογία, Ανθολόγηση: Θανάσης Γαλανάκης – Μάνος Κουμής, Έρευνα υλικού, γενική φιλολογική επιμέλεια, υπομνηματισμός: Θανάσης Γαλανάκης, Κοσμήματα, επεξηγηματικά υπομνήματα: Ηρώ Νικοπούλου, Αθήνα, Τράπεζα Πειραιώς – Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος 2021.

Στα τόσα βιβλία που κυκλοφόρησαν τα τελευταία δύο χρόνια με αφορμή τη συμπλήρωση διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση του 1821 -μεταξύ των οποίων και αξιόλογες προτάσεις ανθολόγησης νεοελληνικής ποίησης σχετικής με το γεγονός- έρχεται να προστεθεί ένας εμβληματικός τόμος 967 σελίδων, ένας τόμος-περιέκτης ελληνικής και ξένης ποίησης αναφερόμενης στον Αγώνα του 1821. Πρόκειται για μια σπουδαία ανθολογία -οι λόγοι θα εξηγηθούν στη συνέχεια- που εκδόθηκε από την Τράπεζα Πειραιώς και το Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος.

Η ανθολόγηση των περιεχομένων πραγματοποιήθηκε από τους φιλολόγους Θανάση Γαλανάκη και Μάνο Κουμή, ο πρώτος μάλιστα εργάστηκε στην έρευνα, τον υπομνηματισμό και τη φιλολογική επιμέλεια του τόμου. Τα κοσμήματα επέλεξε η εικαστικός Ηρώ Νικοπούλου, η οποία συνέθεσε και τα επεξηγηματικά τους υπομνήματα, που απαντώνται στο εικονογραφικό παράρτημα κοσμημάτων (σσ. 939-951).Το έργο αυτό είναι αφιερωμένο «στη μνήμη όλων εκείνων, Ελλήνων και Ξένων, που αγωνίστηκαν για την Ελευθερία της Ελλάδας», αφιέρωση λιτή και περιεκτική. Τα προλογικά σημειώματα των Γεωργίου Χατζηνικολάου, Προέδρου Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας Πειραιώς, Χρήστου Μεγάλου, Διευθύνοντος Συμβούλου της Τραπέζης, Ξάνθου Μαϊντά, Προέδρου του “Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος” και των ανθολόγων προσφέρουν στον αναγνώστη επαρκέστατη πληροφόρηση σχετικά με τους στόχους και τη λογική  σχεδιασμού και υλοποίησης του φιλόδοξου αυτού εγχειρήματος.

(περισσότερα…)

Μια ποιητική ανθολογία-σταθμός για την Επανάσταση του 1821

της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΩΣΤΙΟΥ

Ένας απολύτως νόμιμος επιστημονικά τρόπος διερεύνησης ενός θέματος στη διαχρονική του ποιητική αποτύπωση είναι γνωστό πως μπορεί να ξεκινήσει από μια θεματική ανθολογία, εφόσον υπάρχει. Παρά την αποδεκατιστική λογική που αναπόφευκτα διέπει εκ προοιμίου κάθε ανθολογία, η θεματική ανθολογία δίνει μια αξιόπιστη χαρτογράφηση του θέματος και συνιστά όχι μόνον δημοφιλές ανάγνωσμα αλλά και πολύτιμο εργαλείο για τους ειδικούς: ένα αρχείο, όπου εγγράφεται παράλληλα με το θέμα και η δυναμική του. Γι’ αυτό και οι ανθολογίες κατατάσσονται στα λεγόμενα έργα αναφοράς.

Στην περίπτωση του 1821, έως το επετειακό έτος 2021 είχαν εκδοθεί δύο ανθολογίες: Το 1821 στην ελληνική ποίηση, που επιμελήθηκε ο ποιητής Ηλίας Γκρης (2011 και εμπλουτισμένη επανέκδοση το 2020), και Η ποίηση της Ελληνικής Επανάστασης 1821. Δημοτικό τραγούδι – Νεοέλληνες ποιητές από τον Σολωμό και τον Κάλβο μέχρι σήμερα, που επιμελήθηκε ο συγγραφέας Κώστας Σταμάτης και εκδόθηκε το 2020. Ξεφυλλίζοντας, λοιπόν, τις ανθολογίες τι μπορεί κανείς να διαπιστώσει; Πρώτα απ’ όλα ότι η ελληνική επανάσταση αποτελεί διαχρονική πηγή ποιητικής έμπνευσης. Από τα σύγχρονα του Αγώνα δημοτικά τραγούδια, έως σήμερα, ο αγώνας των Ελλήνων για την ελευθερία όχι μόνον δεν έχασε τη δυναμική του, αλλά στην πορεία συχνά προσέλαβε τις διαστάσεις ενός θαύματος, οι πρωταγωνιστές του οποίου συμβολοποιήθηκαν, ενώ τα γεγονότα που το καθόρισαν μετατράπηκαν από χώρους δράσης σε λογοτεχνικούς τόπους. Επιπλέον, οι πρώτοι επώνυμοι ποιητές που συνέδεσαν το όνομά τους με την ελληνική επανάσταση, ο Κάλβος και ο Σολωμός, μετατράπηκαν από ποιητικό διακείμενο σε ποιητική ύλη συνώνυμη του αγώνα για την ελευθερία. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η ανάγκη διερεύνησης ή και επαναπροσδιορισμού της ελληνικής ταυτότητας εργαλειοποίησε το 1821 αναδεικνύοντας την εθνεγερτική του δράση. Από τον μεσοπόλεμο και εξής η ελληνική επανάσταση υφίσταται ποικίλους μετατονισμούς και συχνά μετατρέπεται σε απόλυτο μέγεθος με βάση το οποίο κρίνεται το παρόν ή το πρόσφατο παρελθόν. Το 1821 ενέπνευσε όχι μόνον ελεγείες ή ποιήματα δοξαστικά της επανάστασης, της ελευθερίας και άλλων μετωνυμιών του υψηλού, αλλά και ποιήματα ειρωνικά ή σατιρικά με στόχο την κριτική του ήθους της σύγχρονης εποχής. Πινακοθήκη «προσωπογραφιών» ιστορικών προσώπων που υπήρξαν πρωταγωνιστές της Επανάστασης και αποτέλεσαν σηματωρούς στην εξέλιξη της ελληνικής ταυτότητας, αρχείο των γεγονότων που σημάδεψαν την εξέλιξη του Αγώνα, αλλά και αντηχείο ανθρώπινων αδυναμιών, παθών ή και σκοτεινών πλευρών του ξεσηκωμού, οι ανθολογίες αποτελούν ιδεολογικό βαρόμετρο της κάθε εποχής συντηρώντας την ιστορική μνήμη και την πρόσληψή της.

Από τις ποικίλες επετειακές εκδηλώσεις για το 1821, έγινε φανερό ότι η ποιητική διαχείριση των αγωνιστών από εποχή σε εποχή και από γενιά σε γενιά είναι αποκαλυπτική του τρόπου με τον οποίο διαμορφώθηκε και διαμορφώνεται η εθνική συνείδηση και ιδίως η σχέση παρόντος-παρελθόντος. Η πρόσφατη ενασχόλησή μου με την ποιητική διαχείριση του Μακρυγιάννη σε ποιήματα του 20ού αιώνα με έφερε ως μελετήτρια στην πιο πρόσφατη ποιητική ανθολογία για το 1821 με τον εμβληματικό τίτλο Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! και υπότιτλο Ο αγώνας του 1821 στην ελληνική και ξένη ποίηση, την οποία και θα σας παρουσιάσω.

148 Έλληνες και 43 ξένοι ποιητές περιλαμβάνονται στις 967 σελίδες μιας τυποτεχνικά άψογης και εξαιρετικά καλαίσθητης ανθολογίας η οποία αποτελεί καρπό δύο χρόνων συστηματικής εργασίας των δύο υποψηφίων διδακτόρων Νεοελληνικής φιλολογίας του ΕΚΠΑ, του Θανάση Γαλανάκη και του Μάνου Κουμή, και, επίσης, λεπτουργημένης εικαστικής επεξεργασίας από την Ηρώ Νικοπούλου του «Εικονογραφημένου παραρτήματος κοσμημάτων», όπου, επιπλέον, περιλαμβάνονται 30 πλούσια λήμματα και 32 σχέδια όπλων, ενδυμάτων και καθημερινών αντικειμένων των αγωνιστών του Εικοσιένα. Όπως επισημαίνουν οι ανθολόγοι στον Πρόλογο, κριτήρια για την επιλογή των ποιημάτων στάθηκαν «αφενός η ποιότητα και αφ’ ετέρου η αντιπροσωπευτικότητα των ανθολογούμενων κειμένων». Η δομή της ανθολογίας είναι γραμμική, με χρονολογικές/γραμματολογικές ενότητες, ξεκινώντας από τη δημοτική ποίηση έως το παρόν. Τα ποιήματα επιλέχθηκαν από μια δεξαμενή 1.500 ποιημάτων, την οποία συγκρότησαν σε πρώτη φάση οι ανθολόγοι και η οποία απόκειται στο Ίδρυμα Τάκη Σινόπουλου που, σε συνεργασία με την Τράπεζα Πειραιώς, ανέλαβε την έκδοση. Η δεξαμενή αυτή είναι ιδιαίτερα πολύτιμη για τους μελετητές και καλό θα ήταν σε μια δεύτερη φάση να δημοσιευτεί ένας κατάλογος αυτών των ποιημάτων.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η βούληση των ανθολόγων να ισορροπήσουν ανάμεσα στα δύο κριτήρια της αισθητικής και της αντιπροσωπευτικότητας, σε συνδυασμό με μια τρίτη παράμετρο που σχολιάζεται στον Πρόλογο: την ισότιμη εξέταση των ποιημάτων που συχνά έδωσε προτεραιότητα σε μια ήσσονα ποιητική φωνή προκειμένου να φανεί η εμβέλεια της Επανάστασης. Ιδίως στην περίπτωση του 19ου αιώνα και της μεταπολεμικής περιόδου στον 20ό αιώνα έχουν συμπεριληφθεί αρκετοί άγνωστοι ποιητές με ένα ή περισσότερα ποιήματά τους. Το γεγονός είναι ιδιαίτερα χρήσιμο όχι μόνον διότι διασώζονται και ποιητικές φωνές που δεν γνωρίζουμε, αλλά και διότι έτσι αποκαλύπτεται η ακτινοβολία ενός θέματος δομικού για τη διαμόρφωση της ταυτοτικής αυτοσυνειδησίας του ελληνικού λαού. Ασφαλώς, η διαχρονική αποτύπωση του θέματος στη διάρκεια των 200 ετών δείχνει και την ποικιλία των στάσεων, εκτιμήσεων και ερμηνευτικών προσεγγίσεων και πρόσληψης προσώπων, γεγονότων και ιδεών. Η ίδια αρχή διέπει και την ξενόγλωσση ποίηση: Στην ανθολογία έχουν περιληφθεί και φιλελληνικές φωνές όχι μόνο ποιητών ήδη γνωστών, αλλά και λιγότερο γνωστών, από όλη σχεδόν την Υφήλιο. Σ’ αυτό το τμήμα της ανθολογίας αξιομνημόνευτη είναι η συμβολή του Ξάνθου Μαϊντά, Προέδρου του Ιδρύματος Τάκη Σινόπουλου, ο οποίος συνέβαλε και στην ανθολόγηση ορισμένων Ελλήνων και ξένων ποιητών και του Συμεών Σταμπουλου ο οποίος μετέφρασε γερμανόφωνα ποιήματα. Εδώ οφείλω να μεταφέρω την πληροφορία του επιμελητή της έκδοσης ότι εμπνευστής του εγχειρήματος υπήρξε ο Γιάννης Πατίλης, ο οποίος βοήθησε στα μετόπισθεν.

Πέρα από τη συμπερίληψη στην έκδοση και φιλελληνικής ποίησης ένα βασικό στοιχείο στο οποίο η ανθολογία αυτή οφείλει τη μοναδικότητά της είναι η φιλολογική συνείδηση που διέπει το όλο εγχείρημα, γεγονός που την καθιστά επιπλέον χρήσιμη και για τους ειδικούς, τους μελετητές της λογοτεχνίας. Όπως μας πληροφορεί ο Θανάσης Γαλανάκης, επιμελητής αυτού του εξαιρετικά απαιτητικού εκδοτικού εγχειρήματος, «η ποικιλομορφία των συγγραφέων, των ποιητικών τους φωνών και των ίδιων των ποιημάτων γέννησε την ανάγκη μιας ενδελεχούς επιμέλειας». Τα γλωσσικά και πραγματολογικά υπομνήματα που συνοδεύουν το κάθε ποίημα, και η βιβλιογραφική καταγραφή της πηγής από την οποία αυτό αντλήθηκε, πέρα από τον τεράστιο μόχθο που προϋποθέτουν καθιστούν την ανθολογία πολύτιμο εργαλείο. Το “διευρυμένο” γλωσσικό υπόμνημα, που μερικές φορές περιλαμβάνει και λέξεις που δύσκολα θα θεωρούσε κανείς άγνωστες, εξηγείται κατά τον επιμελητή από το γεγονός ότι η έκδοση δικαίως φιλοδοξεί να περιλάβει στους δυνητικούς αναγνώστες της τις νεότερες γενιές αλλά και τους Έλληνες της διασποράς. Έχοντας εμπειρία της προϊούσας γλωσσικής αφασίας των νεότερων γενιών, δηλώνω ότι πείθομαι απολύτως από την επισήμανσή του.

Στην άψογη τυποτεχνική εμφάνιση του τόμου, ως επιπλέον στοιχείο καλαισθησίας αλλά όχι μόνον, έρχεται να προστεθεί η εικονογράφηση με έργα από τον χώρο της ελληνικής και φιλελληνικής ζωγραφικής, τα οποία έχουν λειτουργική σχέση με ανθολογημένα ποιήματα. Στην ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και το πλούσιο εικαστικό και πραγματολογικό Παράρτημα της Ηρώς Νικοπούλου που ολοκληρώνει τον τόμο.

Επιπλέον, έχοντας χρησιμοποιήσει την ανθολογία όχι απλώς ως αναγνώστρια αλλά και ως μελετήτρια οφείλω να παρατηρήσω πως θα διευκόλυνε ένα ευρετήριο των ονομάτων προσώπων και τόπων: δεδομένης μάλιστα της μεγάλης έκτασης του τόμου, το ευρετήριο ονομάτων θα είναι ένας αποτελεσματικός πλοηγός στις 967 σελίδες. Κατανοώ ότι η έκδοση δεν ήταν δυνατόν να επιβαρυνθεί με το ευρετήριο, αλλά θεωρώ απαραίτητη την εκ των υστέρων συγκρότησή του και την αυτοτελή δημοσίευσή του.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η βιβλιογραφία εμπλουτίστηκε με ένα πολύ σημαντικό βιβλίο αναφοράς, το οποίο μπορεί να χαίρεται ο αναγνώστης της ποίησης και να εμπιστεύεται ο ειδικός μελετητής· ένα μεγαλειώδες βιβλίο αντάξιο του υψηλού θέματος και terminus post quem από την άποψη ότι οι ανθολόγοι του μέλλοντος, αν θελήσουν να συγκροτήσουν μια νέα ανθολογία για το 1821, θα χρειαστεί να εργαστούν, μακάρι με την ίδια ευσυνειδησία, ευρηματικότητα και ενδελέχεια, “από εκεί και πέρα”.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΩΣΤΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ


Σημ.: Το κείμενο αυτό αποτέλεσε εναρκτήρια ομιλία με θέμα «Οι ανθολογίες ως αρχείο της πρόσληψης του 1821», σε διαδικτυακή ημερίδα με τίτλο «Το ’21 μετά το ’21. Λογοτεχνικές αναπαραστάσεις και ιστορική μνήμη», που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Πατρών σε συνεργασία με το Ίδρυμα Τοπάλη στις 20.11.2021.

Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Γενέθλιος Μελαγχολία

Γενέθλιος μελαγχολία

Ἐννιὰ σημεῖα γιὰ μιὰν ἐθνικὴ ἐπέτειο

του ΘΑΝΑΣΗ ΓΑΛΑΝΑΚΗ
 
1. Ξυπνῶντας χθὲς νωρὶς τὸ πρωὶ στὴν Ἑλλάδα τῶν 200 ἐτῶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση, ἔνιωσα μιὰ μελαγχολία ἀσύμβατη μὲ τὸ πανηγυρικὸ κλίμα. Μιὰ μελαγχολία σὰν κι’ ἐκείνη ποὺ συνοδεύει πολὺ κόσμο τὶς ἡμέρες τῶν γενεθλίων του, ὅταν συνειδητοποιεῖ κανεὶς ὅτι ἡ ἑορτὴ τῆς συμπλήρωσης ἑνὸς παρελθόντος διαστήματος, τὴν ἴδια στιγμὴ σηματοδοτεῖ τὴν ὅλο καὶ μεγαλύτερη προσέγγιση τοῦ τέλος, τοῦ θανάτου. Ἐκδηλώσεις, πανηγυρικοί, παρελάσεις καὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ γίνουν, μ’ ἕναν ὅμως μεγάλο ἀπόντα: ἐμᾶς, τὸν ἁπλὸ λαό, τὸν βασικὸ πρωταγωνιστὴ κάθε μεγάλου συμβάντος τοῦ ἑλληνισμοῦ, ποὺ βρίσκει τὴ θέση του στὸ σπουδαιότερο μνημεῖο τῆς χώρας, αὐτὸ τοῦ Ἄγνωστου Στρατιώτη – κι’ ἂς εἴμαστε πλέον ἀνάξιοι τοῦ μνημείου αὐτοῦ, λαμβάνοντας ὑπόψιν τὶς παραχωρήσεις μας καὶ τὴν ἀπεμπόληση τοῦ ἀγωνιστικοῦ μας πνεύματος.
 
 
(περισσότερα…)

1821 : Το θείο χέρι που φλόγα κράταε κι ευλόγα

*

Πρόλογος-Ανθολόγηση-Σχόλια
ΞΑΝΘΟΣ ΜΑΪΝΤΑΣ

Το να συνεορτάσουμε τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 χωρίς καμία επίμονη ματιά στη σημερινή κοινωνία μας, μόνο ως φολκλόρ και γελοιότητα μπορεί να ακουστεί. Αν και αυτό δεν απέχει πολύ από τις σημερινές κυβερνητικές επιλογές και επιδιώξεις.

Δεν έχουν περάσει πολλές δεκαετίες που οι εορταστικές εκδηλώσεις της 25ης Μαρτίου είχαν αποκλειστικά τον χαρακτήρα της εθνοπατριωτικής υποκρισίας, όπου οι μετεμφυλιοπολεμικοί ηγέτες του τόπου στις βροντώδεις ανοησίες τους μαγάριζαν, όταν τα έπιαναν στο στόμα τους, καί το Έθνος των Ελλήνων καί την πτωχή Πατρίδα. Και φυσικά το άλλο άκρο καιροφυλακτούσε. Στα χρόνια της μεταπολίτευσης και της ευτυχισμένης μας ένταξης στην Ευρώπη, με την υπόσχεση της καταναλωτικής ευμάρειας ―της μόνης υπόσχεσης που μπορούσε να δοθεί σε πιστό υποτελή― ήρθαμε αντιμέτωποι με το αντιδιαμετρικό αίσχος. Εθνοαποδόμηση αντί για εθνοπατριωτισμό. Στο σωρό της αποδομητικής επιχειρηματολογίας τους, το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο αλλά όχι το μόνο, εμφανίζεται με το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού και την ιδιαίτερη αναφορά του στο ’21. Αντί λοιπόν για κριτική σκέψη, αντί για συνεχή θεώρηση και αναθεώρηση, αντί για τίμια στάση απέναντι στο γεγονός μιας μεγάλης επανάστασης, είχαμε την ευκολία της αποδόμησης. Και μάλιστα όπως αυτή υπαγορευόταν και υπάκουα μεταφερόταν στην ελληνική πολιτική και πανεπιστημιακή ζωή, από τα ακαδημαϊκά επιτελεία ιδιαίτερα της αγγλικής ιστορικής σχολής. Μαζί στην προσπάθεια αυτή υπήρξαν οι νεοφιλελεύθεροι μιμητές ό,τι ξένου και οι δήθεν προοδευτικοί του θολού διεθνισμού. Απόπειρα τελικά, μιας αεθνικής πολιτικής που έδειχνε να συγκλίνει με οτιδήποτε άνοιγε, χωρίς όρους και όρια, σύνορα και πόρτες στα επαχθέστερα των σύγχρονων συμφερόντων. Η Δημοκρατία αναιρούταν μέσα στις ίδιες τις Δημοκρατίες. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, κάθε χρόνο γιορτάζαμε την ημέρα της Εθνικής Παλιγγενεσίας. Α ρε Μακρυγιάννη, να μας βλέπεις, να μας φτύνεις και πάλι ν’ ανοίγουν και να αιμορραγούν οι εφτά πληγές σου. (περισσότερα…)