*
(Ευριπίδη, Ιππόλυτος, στ. 476)
Τα λευκά μου μαλλιά τα κρεμώ στη λεύκα μπροστά στο παράθυρό σου
τα βράδια που λικνίζονται αργά νανουρίζουν το άδειο σου κρεβάτι.
Εκεί δίπλα στεκόταν παλιά η φωνή μου
αγγελιαφόρος της μεσότητας, μικρή μου Φαίδρα.
Όλοι αξιώνονται την παρηγοριά μιας πίστης στο ξέφωτο
μετά το τέλος του δρόμου
Μονάχα εγώ φάνηκα τόσο σκληρή και την αρνήθηκα
Τώρα η λογική μ’ οδηγεί στην ποινή μου.
Τα ξανθά σου μαλλιά χωρίζουν μικρούς σβώλους χώμα σε δρόμους.
Ψάχνω φτερά από περιστέρια να σ’ τα πλέξω,
όπως όταν ήσουν μικρή
και βρίσκω μόνο το σχοινί στον λαιμό σου. (περισσότερα…)
Ειρήνη Καλτσά
Το πάζλ του Οδυσσέα
*
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ «ΣΩΣΤΟΥ»
Καθώς κοίταζε το πόμολο της πόρτας αναζήτησε μια τεθλασμένη χαρακιά στ’ αριστερά. Δε θυμόταν πώς είχε γίνει, αλλά ήταν το πρώτο που έψαχνε, όταν βρισκόταν μπροστά στην πόρτα. Τη βρήκε η προσμονή του πρώτα κι ύστερα το βλέμμα του.
Σχεδόν έξι χρόνια είχαν περάσει. Είχε φύγει θυμωμένος. Τον έπνιγε το δίκιο. Ήταν τη μέρα που είχε επιστρέψει ο μικρότερος αδελφός του. Τέσσερα χρόνια φευγάτος κι ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Πάντα ο κανακάρης που του τα δικαιολογούσαν όλα. Αυτός από την άλλη, πάντα ο ένοχος. Ο πρωτότοκος που του είχαν κλέψει την ευκαιρία του λάθους. Το «σωστό» είχε τρυπώσει σαν ασθένεια μέσα του. Ο μικρός είχε ζητήσει λεφτά από τον πατέρα και πήρε των ομματιών του.
Όσο έλειπε ο αδελφός του όλα ήταν σωστά. Κάθε πρωί ξεκινούσε ευλαβικά τη ρουτίνα του. Πήγαινε στη δουλειά του πατέρα του. Όλη μέρα μαζί. Στην αρχή, είχε ιδέες πολλές. Να προχωρήσει η επιχείρηση. Να εκσυγχρονιστεί. Μελετούσε, κατέστρωνε πλάνα. Φανταζόταν με χτυποκάρδι ότι θα τα παρουσίαζε στον πατέρα του κι εκείνος θα τον κοίταζε με περηφάνια. Κάθε φορά, κάτι έλειπε. Κάτι δεν είχε υπολογίσει σωστά. Με τόσο «σωστό» μέσα του και πάλι να μην μπορεί να φτάσει το «κατάλληλο», το «αποδεκτό».
Ο μικρός γύρισε μια μέρα απροειδοποίητα, όπως είχε φύγει. Δεν του παραπονέθηκε κανείς. Όλοι τον αγκάλιασαν με θέρμη. «Μας έλειψες», του είπαν. Τι είχε λείψει, λοιπόν; Το «λάθος». Αυτό που γίνεται αλλιώς Όταν επέστρεψε, το «λάθος» κατέλαβε και την πιο μικρή γωνιά της ζωής τους, σαν αέρας που ανοίγει με δύναμη ένα παράθυρο και εισβάλλει και στο πιο απόμερο σημείο. Τρύπωσε ακόμα και στα μάτια του πατέρα του και καθώς τον έβλεπε πώς κοίταζε τον μικρό κατάλαβε πως το «κατάλληλο» είχε επιτευχθεί.
Το ίδιο βράδυ, έφυγε ξαφνικά. Δούλεψε σκληρά. Μόνος. Όλα από την αρχή. Ανακάλυψε το «κατάλληλο» σχέδιο. Εφάρμοσε τα πλάνα του που πέτυχαν. Έβγαλε χρήμα με ουρά μα με τους δικούς του ξέκοψε οριστικά. Ούτε κουβέντα. (περισσότερα…)
Μωβ, φίδι, καρέκλα
*
ΜΩΒ, ΦΙΔΙ, ΚΑΡΕΚΛΑ: 3 ΛΕΞΕΙΣ
Υπάρχει ένας πλανήτης όπου εξορίζονται όσοι έχουν χάσει τον προορισμό τους πάνω στη γη. Χθες, έφτασε στον πλανήτη μια ΜΩΒ μπάλα. Έπαιζε με αυτήν στην εξοχή ένα κορίτσι με κόκκινα μαλλιά, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του ένα ΦΙΔΙ. Το κορίτσι τρόμαξε τόσο, ώστε η μπάλα τού έφυγε από τα χέρια και έπεσε στο ποτάμι. Έτσι, κατέληξε στον πλανήτη με τους απόκληρους.
Σήμερα πάλι, έφτασε στον πλανήτη μία ΚΑΡΕΚΛΑ. Καθόταν σε αυτή με τις ώρες ένας παππούς μόνος και του άρεσε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο ένα κορίτσι με κόκκινα μαλλιά που έπαιζε με μια μωβ μπάλα. Το πρωί, όμως, ο παππούς πέθανε. Η καρέκλα άδειασε και κατέληξε στον πλανήτη των παρείσακτων. Δεν είχε πια προορισμό.
///
ΤΑ ΑΠΟΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ
Είναι κάτι λέξεις που περισσεύουν, που δεν έχουν τόπο να σταθούν. Παράταιρες για το νόημα, παράφωνες για το μέτρο. Γυρεύουν τόπο να σταθούν, να βρουν την αναπνοή τους μα όλο τις διώχνει το κύρος του ποιητή, η σοβαρότητα του στίχου.
Πώς να το κάνουμε; Είναι κατώτερες των περιστάσεων. Γκρεμίζονται απ’ την άκρη αυστηρών κοκκάλινων γυαλιών που κρέμονται με την κομψή αλυσιδίτσα τους πάνω στα στέρνα μεσόκοπων κριτών.
Βαριές κι ανεπιτήδευτες, ακατάλληλες για τα σαλόνια των αναγνώσεων, τις κομψές σελίδες των εκδόσεων, επαίτες μιας μικρής γωνιάς μέσα σε ποιήματα λαμπρά σαν καλογυαλισμένα πατώματα όπου χορεύουν ακκιζόμενα, άδεια σαρκία, οι περίτεχνες λέξεις.
Λέξεις υπό διωγμόν που καταδιώκουν την αλήθεια. (περισσότερα…)
Αίθουσα αναμονής
*
ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ
Μήτε που ξέρω πόσον χρόνο έχω περάσει εδώ περιμένοντας. Κάθε λίγο βγαίνει από τις πόρτες κάποιος και φωνάζει ονόματα. «Όλα πήγαν καλά». «Ήταν δύσκολα, αλλά μην ανησυχείτε!».
Ενδιάμεσα βγαίνουν τα φορεία. Τα οδηγούν στη λεωφόρο του διαδρόμου και ύστερα παίρνουν τις εξόδους για τους θαλάμους όπου βεβαιώνεται πάνω σε χαρτιά με σφραγίδες το αμετάκλητο του θεραπευτικού τεμαχισμού. Ο χειρουργημένος δε θυμάται. Μόνο πονά. «Αλλά για λίγο», του λένε.
Ακόμα να με φωνάξουν.
Ξάφνου ανοίγουν οι πόρτες και βγαίνει άλλο ένα φορείο. Μα αυτό δε λοξοδρομεί. Έρχεται κατά πάνω μου δίχως κανένας να το σπρώχνει. Πάνω είμαι εγώ με μάτια ορθάνοιχτα και με φωνάζω με το όνομά μου.
—Πώς πήγε η εγχείριση;
—Πήγε καλά. Δες εδώ! Πήρα μαζί μου αυτή τη σάρκα την κομμένη. Δε μου έκανε καρδιά να την πετάξω σαν άρρωστη και περιττή. (περισσότερα…)
Να σας τον τυλίξω ή θα τον φάτε εδώ;
*
της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΛΤΣΑ
Ο Βαγγέλης είναι 39 Μαΐων ή, για την ακρίβεια, Απριλίων και εργάζεται ως ντελιβεράς στο σουβλατζίδικο: «Καλύτερα σουβλάκι παρά παξιμαδάκι», τίτλος εμπνευσμένος από το επάγγελμα του πατέρα του ιδιοκτήτη, ο οποίος ήταν νεκροθάφτης και ως εκ τούτου στωικός φιλόσοφος.
Ο Βαγγέλης είναι ένας σύγχρονος νέος με παραδοσιακές καταβολές. Τελεί μνημόσυνο ανυπερθέτως κάθε χρόνο στους εκλιπόντες Καζαντζίδη-Παντελίδη, αλλά, όταν γνωρίζει καινούργια άτομα –και δη γυναίκες– ισχυρίζεται ότι αγαπά τη ραπ. Έχει μάθει και τα ονόματα δύο συγκροτημάτων από τον δεκατετράχρονο ανηψιό του και είναι κομπλέ.
Στην ερωτική του ζωή, ο Βαγγέλης υπήρξε επανειλημμένως το θήραμα γυναικών που ήθελαν να τον παντρευτούν. Εξαιτίας όλων αυτών των τραυματικών εμπειριών απέκτησε τη λεγόμενη «φοβία του τυλίγματος», την οποία και δεν κατάφερε να ξεπεράσει αν και ακολουθώντας τις συμβουλές της ψυχολόγου του, εκτέθηκε για ένα τρίμηνο στις εξαιρετικά στρεσογόνες συνθήκες του τυλίγματος σουβλακίων και γύρου ως άλλη ψυχολογική ομοιοπαθητική μέθοδο. Τα χέρια του έτρεμαν κάθε φορά που τύλιγε το σουβλάκι με την πίτα.Με τον γύρο, άγνωστο γιατί, ένιωθε κάπως καλύτερα. Ίσως επειδή ο γύρος τού άρεσε περισσότερο. Από όλη αυτή την τραυματική εμπειρία, ο Βαγγέλης αποκόμισε δεκαεφτά επιπλέον κιλά που προστέθηκαν στα 108 που ήδη κουβαλούσε. (περισσότερα…)
Ιστορίες των αριθμών
~.~
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ
Κάθε απόγευμα, ο Γιάννης ανοίγει το βιβλίο των μαθηματικών. Κοιτάζει τους αριθμούς και του φαίνεται ότι φτιάχνουν ιστορίες. Να εδώ ένα 5 είναι ένας πολεμιστής με προτεταμένο όπλο που περιμένει πίσω από ένα συρματόπλεγμα που κάνει ένα Χ μπροστά του. Λίγο πιο πέρα ένα 9 κρύβεται κυρτωμένο κάτω από μια ρίζα. Βλέπει τους χαρακτήρες της ιστορίας μα δεν μπορεί να τη διαβάσει.
Οι συμμαθητές του είναι στο φροντιστήριο την ίδια ώρα. Τους λέει ότι κάνει ιδιαίτερο. Δε θέλει να πει ότι του το ξέκοψαν οι γονείς του ότι λεφτά για φροντιστήριο δεν υπάρχουν. Γελάει μόνος του με τη σκέψη. Μήπως δεν είναι αυτή η ώρα ένα ιδιαίτερο μάθημα στρατηγικής;
Στο σχολείο, τα πρωινά, κάθεται στο τελευταίο θρανίο και κρυφοκοιτάζει το κινητό του. Παρακολουθεί την αλλαγή των λεπτών. Όταν τον ρωτάνε οι καθηγητές, ζητάει να του επαναλάβουν την ερώτηση. Έτσι, για να κερδίσει χρόνο και ας ξέρει ότι δεν μπορεί να απαντήσει. Να νιώθει ότι έχει λόγο σε κάτι από όσα γίνονται γύρω του.
Το βράδυ, χαζεύει λίγο σε κανένα παιχνίδι. Δεν ξέρει αν θέλει να τρέξει ο χρόνος και να τελειώσει το μαρτύριο της Γ΄ Λυκείου ή να κυλήσει αργά και να αργήσει η ώρα που θα βρεθεί μπροστά το τετράδιο των Πανελληνίων. Φοβάται ότι μέχρι τότε και οι τελευταίοι στρατιώτες του θα έχουν παραδοθεί.
Μερικές φορές, τα βράδια, πάει και κάθεται στην άκρη της λεωφόρου και χαζεύει τα αυτοκίνητα που τρέχουν. Φαντάζεται ότι είναι τα τανκς του. Μπαίνει μέσα σε ένα και όλος ο δρόμος γίνεται πεδίο μάχης. Αυτός απλώνει τους πολεμιστές του, τα 6 και τα 2 και τα αυτόματα όπλα του τα πλην και φτιάχνει μια ιστορία καταδική του που την καταλαβαίνει και την ορίζει. Και τότε μόνο νιώθει ότι ζει τη ζωή τη δική του την αληθινά δικαιωμένη και δίκαιη.
~.~ (περισσότερα…)
Η κιβωτός του Πρωτεσίλαου
*
Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΥ
Ο Πρωτεσίλαος έφτιαχνε ένα καράβι από αρμυρίκια και έβαζε μέσα τις ιστορίες που σκαρφάλωναν σαν σκιές πάνω στους τοίχους τα βράδια, το καθρέφτισμα από τα μεγάλα μάτια του στο ποτάμι και ένα κάστρο κόκκινο στη λάμψη από τις φλόγες. Μέσα στην κιβωτό του όσα θα φτιάχνανε τα αντάξια μελλούμενα, τον έρωτα και το κλέος από το κούρσος της Τροίας.
Και όταν η κιβωτός του έφτασε στην Τροία, με μια δρασκελιά ο Πρωτεσίλαος κατέβηκε στον Άδη. Η κιβωτός του τη νύχτα ψάχνει ένα λιμάνι θεσσαλικό και ακόμη δεν το βρήκε. Αυτή είναι η μοίρα κάθε κιβωτού με τα αντάξια μελλούμενα.
Μην ψάχνεις την αιτία στον Πρωτεσίλαο.
«οὐ γὰρ ἐγὼ τούτων αἴτιος, ἀλλ᾽ ἡ Μοῖρα καὶ τὸ ἐξ ἀρχῆς οὕτως ἐπικεκλῶσθαι». Λουκιανού, Νεκρικοί διάλογοι.
~.~
ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΣΥΜΠΟΝΙΑΣ
Είναι το τρίτο βράδυ που δεν έχει ύπνο η Φαίδρα. Κάθεται κάτω από τη βελανιδιά και πλέκει τα χέρια της σφιχτά . Μες στον νου της είναι μια θάλασσα που ανεβαίνει πάνω σε νησιά και τα καταπίνει και όμως, δε χορταίνει.
Από τη βελανιδιά πέφτει ένα φύλλο στη θάλασσα. Έχει μέσα του κάτι φλέβες με συλλαβές που σμίγουν απελπισμένα και φτιάχνουν το «ε» και το «ρω».
Το φύλλο βγαίνει σε μια στεριά στον βορρά. Σε μια αυλή η Σόνια τινάζει από το φόρεμά της τη σκόνη της πλήξης. Κάθεται σε μια καρέκλα ίσα ίσα στην άκρη. Ένοχη που ξαποσταίνει. Με φταίξιμο του έρωτα και αυτή. Μέσα στον νου της ένα δάσος τρέχει κοντανασαίνοντας.
Το φύλλο της βελανιδιάς ορμά εμπρός και τρέμουνε οι φλέβες του. Πετάγονται τα «ε», τα «ρω», τα » ή επί τας». Δεν είναι άλλο από τον έρωτα ή το θάνατο. Και αν ο πρώτος σε αρνηθεί, τότε ο άλλος σε συμπονά. Το φύλλο είναι μια τρυφερή σπονδή στον Ιππόλυτο και στον Αστρόφ. Δεν τους ρωτά. Την ξέρει την απάντηση. Να μπορούσε μόνο να κόψει τις φλέβες με τα γράμματα και να επιστρέψει ένα νανούρισμα στον κόσμο. Στη θάλασσα της Φαίδρας. Στο δάσος της Σόνιας.
~.~
ΑΝΤΙΧΘΩΝ *
(Η Αντι-Γη)
ἐπειδὴ τέλειον ἡ δεκὰς εἶναι δοκεῖ καὶ πᾶσαν περιειληφέναι τὴν τῶν ἀριθμῶν φύσιν, καὶ τὰ φερόμενα κατὰ τὸν οὐρανὸν δέκα μὲν εἶναί φασιν, ὄντων δὲ ἐννέα μόνον τῶν φανερῶν διὰ τοῦτο δεκάτην τὴν ἀντίχθονα ποιοῦσιν.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Μετά τα φυσικά
Στον Αντίχθονα ξημέρωσε. Θητεία φωτός. Μαζεύονται στα σπίτια οι άνθρωποι και κοιμούνται βαθιά με ανοιχτά παράθυρα να βηματίζει το φεγγάρι στα όνειρα. Ούτε που συλλαμβάνει ο νους τους ότι είναι σε έναν κόσμο ανάποδο, με ανεστραμμένη τάξη. Στη γη νύχτα του ήλιου.
Τι χρειαζόμαστε έναν κόσμο αντίστροφο; Γιατί να μη μας φτάνει η γη κι επιθυμούμε και το αντίθετό της; Ίσως γιατί έτσι επανορθώνεται η έλλειψη. Αποκαθίσταται η αρμονία. Τι θα ήταν ο κόσμος χωρίς το αντίθετό του; Και ας μην γνωρίζεις τι είναι ποιο. Ούτε αν ζεις στον κόσμο ή στο αντίθετό του.
* Ο πυθαγόρειος φιλόσοφος Φιλόλαος υποστήριξε την άποψη ότι υπάρχει ένας πλανήτης στον αντίποδα της γης, μη ορατός από τη γη.
ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΛΤΣΑ
*
Το ταμείο
*
Ήταν λίγο μετά τις τρεις, όταν μπήκε στην καφετέρια. Δεν είχε πολύ κόσμο τέτοια ώρα. Διάλεξε ένα από τα τραπέζια κοντά στη τζαμαρία. Νύσταζε πολύ. Είχε πάνω από έναν μήνα που δεν μπορούσε να κοιμηθεί τα βράδια. Κοιμόταν για λίγο το χάραμα και την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Παρ’ όλα αυτά δεν ήθελε να αλλάξει τη ρουτίνα της υπόλοιπης ημέρας. Πριν την καφετέρια είχε πάει στο σουπερμάρκετ. Είχε διαλέξει το ταμείο με τη μεγαλύτερη ουρά, για να έχει όσο γίνεται περισσότερο χρόνο να παρατηρήσει τους ανθρώπους που περίμεναν. Πριν από αυτόν ήταν μια γυναίκα γύρω στα σαρανταπέντε με σκουροκόκκινα μαλλιά. Κατά την προσφιλή του συνήθεια, άρχισε να φτιάχνει την ταυτότητά της. Ίσως τη λένε Μαίρη. Εργάζεται σε δημόσια υπηρεσία και πήγε στο σουπερμάρκετ μεσημέρι Παρασκευής για τα ψώνια της εβδομάδας. Έχει δύο παιδιά. Τα τρόφιμα για το πρωινό και το δεκατιανό στο καρότσι της ήταν πολλά για ένα παιδί και λίγα για τρία. Άραγε τι θα σκεφτόταν αν ήξερε ότι αυτός ήταν κατάσκοπος της καθημερινότητάς της;
Παρήγγειλε έναν εσπρέσο μέτριο. Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Αναστασία, η γραμματέας του εκδότη του. Πήρε να του θυμίσει την ομιλία του στο καφέ του εκδοτικού οίκου την επόμενη Τετάρτη. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του οίκου. Η τελευταία του συλλογή διηγημάτων είχε βγει την προηγούμενη χρονιά και είχε πάει πολύ καλά. Ήταν η τέταρτη συλλογή που είχε εκδώσει μέσα σε επτά χρόνια. Όχι κι άσχημα. Τον άλλο μήνα θα γινόταν τριανταεννέα. Νέος ακόμη ή και όχι τόσο πλέον.
Ένιωθε ότι είχε φτάσει στο τέλος ενός δρόμου. Δεν είχε άλλο. Οι μικρές ιστορίες σαν να μην μπορούσαν πλέον να στεγάσουν όλα όσα ήθελε να γράψει. Κάτι έμενε ακάλυπτο, ανείπωτο. Από καιρό τον πολιορκούσε η σκέψη της συγγραφής ενός μυθιστορήματος. Στην αρχή της καριέρας του το φοβόταν. Σαν να ήταν μια μάχη για την οποία δεν είχε ακόμη ούτε τα κατάλληλα όπλα ούτε το ανάλογο θάρρος. Τώρα όμως ίσως είχε έρθει η ώρα της αναμέτρησης.
Έβγαλε το σημειωματάριό του. Αποφάσισε ότι αυτή θα ήταν η αρχή της προετοιμασίας για αυτή τη μάχη. Έγραψε: «Παρασκευή, 15.29». Σκέφτηκε να το κάνει 30, αλλά μετά αποφάσισε να κρατήσει την ακρίβεια του 9. Σημαδιακός αριθμός, όπως αυτή η εκκρεμότητα του 9 στην ηλικία του. Θα άρχιζε τώρα αμέσως, το πρώτο του μυθιστόρημα.
Θυμήθηκε την πρώτη φορά που τον επισκέφθηκε η επιθυμία, η ανάγκη μάλλον της συγγραφής. Ήταν δέκα ετών περίπου και διάβαζε ένα εικονογραφημένο βιβλίο για την αργοναυτική εκστρατεία. Είχε θυμώσει που ο Ιάσονας έκλεψε το χρυσόμαλλο δέρας. Είχε καιρό που αυτό κειτόταν αναπαυτικά πάνω στη βελανιδιά, που έλαμπε στο πρωινό φως. Πάνω του φώλιαζαν πουλιά κι αυτό είχε αγκαλιάσει απαλά τα κλαδιά κι έβρισκε εκεί τη ζεστασιά του σώματος από όπου το είχαν βίαια αποκολλήσει. Έπαψε να είναι ανολοκλήρωτο, ελλιπές. Πόσο ήθελε να δώσει φωνή στη χρυσή προβιά! Μα δεν το έκανε. Θα το έκανε τώρα ίσως. Θα ξανάγραφε τη ζωή που δεν πήρε. Από κάπου πρέπει να αρχίζει κάποιος. (περισσότερα…)
Τέσσερις μήνες
*
Ανοίγει τον υπολογιστή να χαζέψει λίγο. Τα μάτια του πέφτουν στην ημερομηνία. Τέταρτη μέρα σήμερα. Αν δεν ήταν εκείνος ο ηλίθιος που συνόδευσε τον αδελφό του στο νοσοκομείο και κυκλοφορούσε χωρίς μάσκα, δε θα έμπαινε σε καραντίνα. Τώρα θα ήταν στη δουλειά. «Ποια μέρα να είναι σήμερα»; σκέφτεται. Πέμπτη. Τώρα θα είχε εφημερία. Εδώ που τα λέμε λίγη ξεκούραση την ήθελε. Μόνο που πρέπει κάθε μέρα να βάζει θερμόμετρο να βλέπει αν κάνει πυρετό. Άσε την καραντίνα για δυο εβδομάδες.
12:22. Τέτοια ώρα είναι ήσυχα στην εντατική. Όλο το εικοσιτετράωρο είναι ήσυχα, αλλά μετά τις 10:30 το βράδυ ακούγεται κι η πατημασιά μυρμηγκιού που λέει ο λόγος. Τόση ησυχία! Δε μαθαίνει ποτέ τα ονόματα όσων περνάνε από εκεί μέσα. Δεν ξέρει αν είναι επειδή φοβάται ή για πρακτικούς λόγους. Μήπως μένουν για πολύ; Ή πάνε σε κανονικό θάλαμο ή σε νεκρικό. Έχει το δικό του σύστημα. Δίνει στον καθένα το όνομα ενός μήνα. Ξεκινά από τον Μάρτιο και μετράει τα κρεβάτια με τη σειρά. Διάλεξε τον Μάρτιο, επειδή στις 12 Μαρτίου είναι τα γενέθλιά του. Όταν έφυγε από το νοσοκομείο, για να μπει σε καραντίνα, στην εντατική ήταν ο «Μάιος», ο «Ιούλιος», ο «Αύγουστος» και ο «Νοέμβριος». Τρεις εποχές. Σκέφτεται ότι λείπει ο χειμώνας. Ο επόμενος που θα μπει στο θάλαμο θα ήταν καλό να μπει σε ένα μήνα του χειμώνα, έτσι για την τάξη .
Ο «Μάιος» είναι ο πιο ηλικιωμένος από όλους. 85 χρόνων. Έχει μανία με τα γυαλιά του. Όλο ζητάει να του τα φέρουν. «Τι θα δεις με τα γυαλιά;» του είπε μια μέρα. «Να εδώ μία νοσοκόμα έχει το ίδιο χρώμα με τα μάτια της μάνας μου ή της γυναίκας μου, αλλά δεν είμαι βέβαιος∙ αυτό ψάχνω να δω». Σκέφτεται πώς θα ήταν ο «Μάιος» στην ακμή του. Τον φαντάζεται με λεπτό μουστάκι να βλασταίνει πάνω από τα χείλη του και να σκαλώνουν εκεί οι σταγόνες της θάλασσας το καλοκαίρι. Θα έχει και φωτογραφία ασπρόμαυρη, δίπλα στη θάλασσα, με φαρδιά παντελόνια σαν τεντόπανα σφιχτά δεμένα στη μέση με πέτσινη ζώνη. Δίπλα του, άλλοι δυο νέοι και δυο κορίτσια. Γελάνε και έχουν σγουρά μαλλιά. Να δεις που θα τα τύλιγαν το βράδυ με κορδέλες από παλιό φθαρμένο νυχτικό. Τώρα που το σκέφτεται, στη φωτογραφία θα μπορούσε να είναι κι η «Νοέμβριος» από απέναντι. Κοντά στα χρόνια του είναι κι αυτή. Είναι γεννημένη κοκέτα, πάντως. Τη βλέπει πώς σιάζει τα μαλλιά της με τα χέρια, όταν μπαίνει ο γιατρός. Και το νυχτικό της δεν είναι βαμβακερό λουλουδάτο. Είναι λευκό με δαντέλα στο άνοιγμα του λαιμού. Άκου λευκό με δαντέλα! Τη φαντάζεται στη φωτογραφία του «Μαΐου» στο κέντρο, με το κεφάλι γερμένο λίγο στο πλάι, το δεξί πόδι λυγισμένο σαν τρυφερός βλαστός κι ένα καπέλο να καθορίζει το φως στο πρόσωπό της. Το απόβραδο, πριν φύγει η παρέα από την παραλία, φαντάζεται τον «Μάιο» να της βάζει κρυφά στο χέρι ένα λευκό βότσαλο κι επάνω να έχει γράψει κάτι, αλλά τι άραγε; (περισσότερα…)
Οι ζωές των λέξεων και άλλες ιστορίες
*
ΕΠΙΣΗΣ
Το «επίσης» είναι μια λέξη που ποτέ δεν αξιώθηκε το πρωτείο, ποτέ δε βρέθηκε στην αφετηρία, ποτέ δεν όρισε τίποτε. Πάντα ακόλουθος πιστός, πάντα αναμένει την άφιξη του πρώτου νοήματος , για να ορίσει τον εαυτό της σε σχέση μ’ αυτό. Η πιο μεγάλη φιλοδοξία της η μη επανάληψή της. Ο πιο μεγάλος φόβος της μη μείνει να κρέμεται στην άκρη της φράσης σαν τραγούδι που του έκοψαν τις τελευταίες νότες και τρέχει κουτσαίνοντας πάνω στα πλήκτρα , σαν να μη φτάνει η στέγη των λέξεων να την προστατέψει από τη βροχή και να μουλιάζει εκεί αβοήθητη στο απροσδιόριστο, στο ημιτελές.
— . —
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑΤΟΚΙΒΩΤΙΟ
Έχει ένα μικρό τραπέζι στην άκρη του καθιστικού. Εκεί ακουμπά τη λίστα με τα ψώνια, τα αποτελέσματα των εξετάσεων (το ζάχαρο στα όρια), το τετράδιο που γράφει κάθε μέρα τις δουλειές (σουπερμάρκετ, τηλέφωνο στον υδραυλικό). Εκεί αφήνει και κάτι χαρτάκια με κομμένα μέλη λέξεων, τραυματίες από πολέμους του σημειωματάριου και ένα κλειδί από ένα γραμματοκιβώτιο από ένα σπίτι όπου έμενε παλιά.
Μερικές φορές ψάχνει τον αφαλό της κλειδαριάς στα συρτάρια των συναδέλφων στη δουλειά και άλλες θέλει να βάλει το κλειδί μέσα στα μάτια των διπλανών του στο μετρό και να ξεχυθούν τα γράμματα από μέσα τους.
Και πιο πολύ σκέφτεται τους λογαριασμούς που στοιβάζονται στο γραμματοκιβώτιο και απαιτούν την εξόφλησή τους. Φτάνουν στο σπίτι και το κυκλώνουν ψηλά μέχρι τη στέγη. Και τότε το κλειδί γίνεται μια αχρείαστη πρόφαση. (περισσότερα…)
«Ο όγκος» και άλλες ιστορίες
της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΛΤΣΑ
~ . ~
Ο ΟΓΚΟΣ
Χθες έμαθε τα αποτελέσματα. Δεν είναι μόνος. Έμαθε πως μαζί του μένει ένας όγκος. Συγκάτοικος αξεχώριστος. Όπου αυτός μαζί και ο όγκος. Μήτε τον βλέπει μήτε τον ακούει. Όμως, του είπαν ότι είναι εκεί. Ο όγκος πάλι τον ακούει και τον βλέπει. Τι να σκέφτεται άραγε; Και πώς ενώ ζουν μαζί βλέπουν άλλους κόσμους;
Άραγε και ο όγκος ένιωθε τόσο μόνος όσο εκείνος και βγήκε από τα μέσα του, για να του κάνει παρέα; Να είναι εχθρός ή φίλος;
Το πρωί στο μετρό κανείς δεν παρατήρησε τον όγκο. Και στη δουλειά κανένας δεν τον είδε. Κι όμως κάτι θα έπρεπε να είχαν δει. Πάντα μυρίζονται οι άλλοι τον μοναχό άνθρωπο. Θα έπρεπε να έχουν δει ότι δεν είναι πια μόνος.
ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΞΗΣ
Στην αρχή, είσαι το αθώο νεογέννητο. Με ενθουσιασμό, με βεβαιότητες αμέριμνες. Θα λειτουργούν όλα, όπως τα λέει το εγχειρίδιο με τις οδηγίες χρήσης. Ύστερα, κάτι ψυχανεμίζεσαι: απρόσμενη δυσλειτουργία. Μα αυτό είναι ο κανόνας. Ο αληθινός τρόπος λειτουργίας είναι ο λαθεμένος.
«Θα κάνω τη διαφορά», μονολογείς με πάθος, με ασύνετη πεποίθηση. «Μπορώ».
Μετά, τα ερείσματα που υπολόγιζες αποδεικνύονται πλάνες· προσωπικές κι άλλων πριν από σένα που κατάλαβαν ότι το εγχειρίδιο των οδηγιών είναι εκούσια και μεθοδικά ακατάλληλο, παραπλανητικό.
Λίγο μετά, η παραίτηση. Το μηχάνημα ούτε αντικαθίσταται ούτε τροποποιείται ούτε καταστρέφεται. «Παρ’ το απόφαση. Αυτή είναι η μόνη ζωή για σένα.»
Στο τέλος, η συνθηκολόγηση. Δεν έχει άλλο εγχειρίδιο. Δεν έχει άλλη ζωή. Κι εγώ με τους άλλους. Το λάθος είναι το σωστό.
Τέλος της ιστορίας.
Στην αρχή, είσαι το αθώο νεογέννητο… (περισσότερα…)
Ειρήνη Καλτσά, Η καρδιά της αντιλόπης και άλλες ιστορίες
*
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΛΟΠΗΣ
Τρίτη ώρα μαθηματικά. Δεν καταλαβαίνω Χριστό. Τις δύο πρώτες ώρες έκθεση μ’ εκείνη τη μαλάκω και τώρα μαθηματικά. Ο κύριος Νίκος μου ’χει πει θα με βοηθήσει. Κάθισε στο κενό του προχθές να μου εξηγήσει την άσκηση, αλλά και πάλι δεν κατάλαβα. Τι σκατά έχω στο κεφάλι μου;
Ο πατέρας μου πήγε το Σάββατο στην ενημέρωση στο φροντιστήριο. Είχε ένα ύφος εγκαρτέρησης. Στεκόταν προσοχή λες και τον είχαν σταματήσει οι μπάτσοι για έλεγχο στην εθνική. Και σαν ταπεινωμένος μού φάνηκε.
Θύμωσα μαζί του. Αυτός ρίχνει μπινελίκια στη δουλειά και δεν υπολογίζει κανέναν κι εδώ κάθεται λες και περιμένει στην ουρά στο συσσίτιο.
«Τι τους κοιτάς έτσι;» θέλω να του πω. Μα ύστερα ντρέπομαι που είμαι εγώ ο φταίχτης κι ας μην ξέρω το γιατί, αφού διαβάζω φέτος κι ας είναι όλα πουτάνα στο κεφάλι μου.
Όταν γυρίσαμε σπίτι με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που με προσπερνούσε. Κοίταζε κάτι στον τοίχο απέναντι. Εκεί που είχαμε παλιά μια φωτογραφία μου από το Νηπιαγωγείο μα εδώ και χρόνια υπάρχει μόνο ένα μικρό σημάδι. Μόνο από πολύ κοντά και αν το ξέρεις το βλέπεις. Λες να το βλέπει από τόσο μακριά;
«Όλοι οι καθηγητές σου μού έκαναν παράπονα. Δε διαβάζεις αρκετά. Άσε πια στο σχολείο. Εκεί δημιουργείς και προβλήματα. Τι θα κάνεις; Βλέπεις πόσο δύσκολα τα βγάζουμε πέρα με τόσα φροντιστήρια κι εσύ πέρα βρέχει».
Σ’ ένα ντοκιμαντέρ που είχα δει παλιά, μια αγέλη λιονταριών κυνηγούσε επίμονα μια αντιλόπη, την κύκλωσε κι έπεσε επάνω της και την ξέσκιζε. Αυτή η εικόνα μου ήρθε. Τα δάκρυα του ζώου στα μάτια μου στάθηκαν μα ξάφνου οργή με κατέλαβε. (περισσότερα…)











