Ιστορίες των αριθμών

~.~

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ

Κάθε απόγευμα, ο Γιάννης ανοίγει το βιβλίο των μαθηματικών. Κοιτάζει τους αριθμούς και του φαίνεται ότι φτιάχνουν ιστορίες. Να εδώ ένα 5 είναι ένας πολεμιστής με προτεταμένο όπλο που περιμένει πίσω από ένα συρματόπλεγμα που κάνει ένα Χ μπροστά του. Λίγο πιο πέρα ένα 9 κρύβεται κυρτωμένο κάτω από μια ρίζα. Βλέπει τους χαρακτήρες της ιστορίας μα δεν μπορεί να τη διαβάσει.

Οι συμμαθητές του είναι στο φροντιστήριο την ίδια ώρα. Τους λέει ότι κάνει ιδιαίτερο. Δε θέλει να πει ότι του το ξέκοψαν οι γονείς του ότι λεφτά για φροντιστήριο δεν υπάρχουν. Γελάει μόνος του με τη σκέψη. Μήπως δεν είναι αυτή η ώρα ένα ιδιαίτερο μάθημα στρατηγικής;

Στο σχολείο, τα πρωινά, κάθεται στο τελευταίο θρανίο και κρυφοκοιτάζει το κινητό του. Παρακολουθεί την αλλαγή των λεπτών. Όταν τον ρωτάνε οι καθηγητές, ζητάει να του επαναλάβουν την ερώτηση. Έτσι, για να κερδίσει χρόνο και ας ξέρει ότι δεν μπορεί να απαντήσει. Να νιώθει ότι έχει λόγο σε κάτι από όσα γίνονται γύρω του.

Το βράδυ, χαζεύει λίγο σε κανένα παιχνίδι. Δεν ξέρει αν θέλει να τρέξει ο χρόνος και να τελειώσει το μαρτύριο της Γ΄ Λυκείου ή να κυλήσει αργά και να αργήσει η ώρα που θα βρεθεί μπροστά το τετράδιο των Πανελληνίων. Φοβάται ότι μέχρι τότε και οι τελευταίοι στρατιώτες του θα έχουν παραδοθεί.

Μερικές φορές, τα βράδια, πάει και κάθεται στην άκρη της λεωφόρου και χαζεύει τα αυτοκίνητα που τρέχουν. Φαντάζεται ότι είναι τα τανκς του. Μπαίνει μέσα σε ένα και όλος ο δρόμος γίνεται πεδίο μάχης. Αυτός απλώνει τους πολεμιστές του, τα 6 και τα 2 και τα αυτόματα όπλα του τα πλην και φτιάχνει μια ιστορία καταδική του που την καταλαβαίνει και την ορίζει. Και τότε μόνο νιώθει ότι ζει τη ζωή τη δική του την αληθινά δικαιωμένη και δίκαιη.

~.~

Ο ΒΩΜΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Υπάρχει ένας βράχος στη θάλασσα, βωμός της σιωπής. Εκεί απιθώνουν ευλαβικά οι μύστες τα σφάγια των λέξεων. Ανεβαίνει στον ουρανό η ευωδιά από το θυμίαμα της σιωπής. Τόσο μεθυστική, ώστε κανείς δε θέλει να την αποχωριστεί.

Κάθεται εκεί ο ικέτης με τα χέρια του αγκιστρωμένα στον βωμό μέχρι να τον απομακρύνουν βίαια οι κήρυκες των συναναστροφών. Και καθώς τον οδηγούν περίλυπο πίσω στην πλατεία των λόγων με το συγκεντρωμένο πλήθος, κοιτάζει πίσω του τον βωμό και αυτή η στροφή του προς τα εκεί είναι η μόνη αλήθεια που καταφέρνει να συναντήσει σε όλον του τον βίο.

~.~

ΟΣΤΡΑΚΙΣΜΟΣ

Όταν ο φόβος γίνεται αβάσταχτος, γυρεύει κι αυτός ένα όστρακο. Οι άλλοι γράφουν ονόματα ποικίλα. Μα αυτός γράφει πάντα το δικό του. Την ξενιτιά την παίρνει δώρο πικρό από το χέρι του. Και όταν πίσω επιστρέφει, πάλι σε ξενιτιά γυρίζει και ένα νέο, τον ίδιο, οστρακισμό χαράζει στο θραύσμα της ζωής του.

~.~

ΤΑ ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΑ

«Δεν έχεις πληρώσει τα κοινόχρηστα», μου είπες.

Δεν ξέρω ποιος τα έβγαλε και αν είναι δίκαια μοιρασμένα. Ανάλογα με την ιδιοκτησία του καθενός. Δεν ξέρω πια ούτε ποια είναι τα κοινά για τα οποία πληρώνω.

Ξέρω ότι πληρώνω για το καθάρισμα της σκάλας. Πέντε όροφοι μέχρι το νοιάξιμο. Και για τη συντήρηση του καυστήρα. Να ζεσταίνει τα κρύα σώματά μας το καύσιμο των αναμνήσεων. Και για το φως ακόμη στην είσοδο των ολιγόλογων συζητήσεων. «Έχει μείνει καθόλου αρακάς από χθές»; «Δεν ξέρω. Για δες».

Λέω πως δεν ήταν καλή ιδέα η αντιπαροχή και πως όταν γκρεμίζεις κάτι, μπορεί πάλι ερείπιο να χτίσεις πάνω του.

Όσο για τα κοινόχρηστα, δε βρίσκω τίποτε που να είναι κοινής χρήσης εκτός από την ταράτσα της σιωπής. Εκεί που δε μας πειράζει να καθόμαστε μαζί. Ας πληρώσουμε γι’ αυτή. Στη μέση τα κοινόχρηστα.

ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΛΤΣΑ

*

*