γραφή

Η συμφορά τού να γράφει κανείς μυθιστόρημα

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

~

Η συμφορά τού να γράφει κανείς μυθιστόρημα

Κάποτε οι μυθιστοριογράφοι κάθονταν ήσυχα-ήσυχα κι έγραφαν την ιστορία τους, έσπρωχναν τους ήρωες τους στο μπαλκόνι κι αν ήθελαν ένα επιπρόσθετο μερίδιο δόξας έβαζαν και τον εαυτό τους, λιγάκι μεταμφιεσμένο, στα πρόσωπα της δράσης. Δεν το έκαναν όμως με ψευδενοχικές διαμαρτυρίες και κούφιες τύψεις ούτε με την κοκεταρία της άρνησης που υποκύπτει στο τραβάτε με κι ας κλαίω. Ο Γκαίτε και ο Ντίκενς, ο Χένρυ Τζαίημς, ο Μαρσέλ Προυστ και ο Τόμας Μαν, ασφαλώς ιδροκοπούσαν πάνω στο χαρτί, αναγνώριζαν όμως χωρίς τσιριμόνιες πως η απόλαυση υπερτερούσε του μόχθου και δεν έκρυβαν πως η λογοτεχνία ήταν για τη ζωή τους μιά ευλογία που τους εξασφάλιζε ηθικό κύρος και πνευματική καταξίωση.

Έκτοτε όμως τα πράγματα άλλαξαν — και αφού πέρασε η μόδα των καταραμένων συγγραφέων, ήρθε το κακέκτυπό της, η μόδα των βασανισμένων. Άνθρωποι που δεν έφαγαν σφαλιάρες, δεν έκαναν βαριές δουλειές και πληρώνουν άνετα το νοίκι τους, αισθάνονται την ανάγκη να περιφέρονται με κατεβασμένα μούτρα στα λογοτεχνικά στέκια και να διαδηλώνουν σε όλους τους τόνους τη δυστυχία που τους βρήκε διότι – άδικη μοίρα και σκληρή! – κατάντησαν συγγραφείς. Βεβαιώνουν ότι θέλουν να κατεβούν από τον λογοτεχνικό συρμό αλλά επειδή δεν έχουν βρει την προσήκουσα έξοδο, είναι αναγκασμένοι να σιγοπίνουν τη σαμπάνια τους στρογγυλοκαθισμένοι στην πρώτη θέση των καλλιτεχνικών ειδησαρίων ή σε τηλεοπτικά τραπέζια στα οποία – εννοείται – προσάγονται με το ζόρι.

Τελευταία μάλιστα, κάτω από τη μάσκα της αυθιστόρησης, της αυτομυθογραφίας, της ημερολογιακής ενδοσκόπησης ή όπως αλλιώς τέλος πάντων ονομάζουν τη συνήθεια να ξύνεις το κακάδι απ’ το κακό σπυρί οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας, τελευταία λέω, κυκλοφορούν ολόκληρα μυθιστορήματα με αποκλειστικό θέμα τη συμφορά τού να γράφει κανείς ένα μυθιστόρημα. Έτσι, ένας Ισπανός, όμορφος άντρας στον καιρό του, διάσημος και πολυμεταφρασμένος – δεν θ’ αναφέρω τ’ όνομά του επειδή φέρεται ενοχλημένος από την πολλή δημοσιότητα – έγραψε 350 σελίδες για να εκθέσει τη λογοτεχνία ως κακοήθη και μολυσματική νόσο. Μία αρρώστια λέει, που τον κατατρώει διαμέσου των πασχόντων ηρώων του, αλλά και από την οποία, παραδόξως, δεν θέλει να απαλλαγεί ούτε να απαλλάξει τους αναγνώστες από την περιγραφή των μαρτυρίων που τραβάει όταν αναγκάζεται να δίνει συνεντεύξεις με το κιλό, να εισπράττει παχυλές αμοιβές ή να καταχειροκροτείται σε διεθνή λογοτεχνικά συνέδρια. Τέτοια κακοτυχία! — τι να πω, τον λυπάμαι εκ βάθους καρδίας τον άνθρωπο. (περισσότερα…)

Εγκώμιο στις ωμοπλάτες

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

~

Εγκώμιο στις ωμοπλάτες

Όλα τα μέρη του γυναικείου σώματος έχουν εξυμνηθεί δεόντως αλλά ενώ πολλοί παρατηρούν με ζώπυρο ενδιαφέρον τις ωμοπλάτες που εξέχουν από ένα ξώπλατο φόρεμα ή διακρίνονται κάτω από λεπτό σάλι, λίγοι αποπειρώνται να γράψουν γι’ αυτές και ελάχιστοι καλλιτέχνες έχουν επιμείνει στην αισθητική τους ιδιοσυστασία. Οι ωμοπλάτες εντούτοις, αμέσως μετά τη γέφυρα του λαιμού που ενώνει το κεφάλι με το κορμί, είναι το πρώτο σημείο αποβίβασης του βλέμματος στη σωματική ήπειρο. Η ανάγλυφη γεωμετρία τους, ημιτελώς τριγωνική, συνδυάζοντας την ένταση της ακμής με την ηδύτητα της καμπύλης προδιατυπώνει τον χάρτη των επικείμενων ανακαλύψεων. Οι ωμοπλάτες χαρίζουν στους βραχίονες το ιδιαίτερο κινητικό τους ύφος και αποτελούν το ιδεώδες αντίδωρο για τα μαλλιά που ξεχύνονται πάνω τους. Το ρίγος που διατρέχει τη σπονδυλική στήλη ξεκινώντας από τις λαγόνες για να φτάσει σερπετό ως τον αυχένα κυλάει ανάμεσά τους. Τα υπερήφανα τόξα τους δίνουν τη δεσπόζουσα γραμμή στη έγερση του παραστήματος και το σφρίγος τους προικοδοτεί όλους τους τεταμένους χορούς από το τάνγκο ως το φλαμένκο. Οι στίλβουσες ωμοπλάτες είναι τα προγεφυρώματα της ανυπότακτης ομορφιάς. (περισσότερα…)

Ένας προβληματισμός πάνω στις μεταμορφώσεις της γραφής

*

της ΒΕΡΑΣ ΧΑΤΖΗ

Σε διάσημη σειρά διάσημης πλατφόρμας παροχής συνδρομητικών διαδικτυακών τηλεοπτικών υπηρεσιών εκτυλίσσεται ο κάτωθι διάλογος, με πρωταγωνιστές μια άκρως γοητευτική επιχειρηματία μέσης ηλικίας και τον κατά πολύ νεώτερο —με καλλιτεχνική φυσιογνωμία— σύντροφό της. Η επιχειρηματίας αγωνιά για το εάν και κατά πόσο ένα λαοφιλές έντυπο μέσο θα έχει συμπεριλάβει τη νεοσύστατη εταιρεία της —δομημένη βέβαια στη βάση του διαδικτυακού κόσμου και των μέσων δικτύωσης— και την ίδια στη λίστα με τις καλύτερες και πιο επιδραστικές επιχειρηματικές προσωπικότητες, όταν με έκπληξη και περίσσεια δυσαρέσκεια διαπιστώνει ότι ο στόχος της δεν επετεύχθη. Τότε ο σύντροφός της, σε μια προσπάθεια παρηγοριάς, της αναφέρει: «Ποιος διαβάζει έντυπα πια;» Η επιχειρηματίας, οργισμένη, ανταπαντά: «Όσοι είναι σημαντικοί».

Στον αντίλογο αυτό μου φάνηκε αίφνης ότι συνοψίστηκε ένα από τα πιο ουσιώδη σύγχρονα δίπολα περί γραφής: έντυπη versus ηλεκτρονική. Παρά την καθολική κυριαρχία του ηλεκτρονικού στο σύνολο των εκφάνσεων που αφορούν στην καθημερινή ατομική και συλλογική μας υπόσταση, υπάρχει ένας σχεδόν “δυσπρόσιτος” χώρος, ο οποίος ανθίσταται στην ολική επικράτεια του ψηφιακού· και αυτός δεν είναι, βέβαια, άλλος από τον χώρο της γραφής και δη της λογοτεχνικής. Εστιάζοντας στην τελευταία, αξίζει να διερευνηθεί ο βαθμός ανταπόκρισης της σύγχρονης λογοτεχνικής δημιουργίας και των εκφραστών της στα νέα τεχνολογικά μέσα και στις δυνατότητες που προσφέρει η ηλεκτρονική γραφή.

Υπερκειμενική ποίηση και πεζογραφία, κινητική / οπτική ποίηση, εγκαταστάσεις computer art, προγράμματα συζήτησης, διαδραστική μυθοπλασία, μυθιστορήματα/ διηγήματα σε μορφή διαδικτυακών αναρτήσεων, ποιήματα / πεζά παραγόμενα από γεννήτριες κειμένων, συλλογική γραφή[1], μικροκείμενα που αναρτώνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι οι βασικότερες μορφές νέων ηλεκτρονικά παραγόμενων λογοτεχνικών δημιουργημάτων. Παρά το γεγονός ότι αρκετοί από τους παραπάνω όρους προκαλούν ένα αίσθημα ανοικείωσης ακόμα και στο σημερινό αναγνωστικό κοινό, αξίζει να αναφερθεί ότι η βασική αλλαγή που επέφερε η επονομαζόμενη ηλεκτρονική λογοτεχνία αφορά στο μέσο και όχι στην ίδια τη γραφή. Παραφράζοντας τον Marshall McLuhan και την καίρια διαπίστωσή του ότι «το μέσο είναι το μήνυμα» οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ναι μεν τα υπερμέσα επαναπροσδιορίζουν τον οπτικό και εννοιολογικό χώρο της γραφής, ωστόσο τα παραγόμενα κείμενα εξακολουθούν να διαλέγονται δημιουργικά με τα κανονικοποιημένα λογοτεχνικά είδη και να φέρουν στοιχεία από το έντυπο παρελθόν τους. Μια σελίδα υπερκειμένου φαντάζει ως ένα “τυπικά” οργανωμένο, σε έντυπη μορφή, διήγημα / μέρος μυθιστορήματος μέχρις ότου ο αναγνώστης φτάσει στη λέξη-«θερμό»[2] σημείο και κληθεί να αποφασίσει αν θα συνεχίσει τη γραμμική ανάγνωση ή αν θα μεταβεί μέσω του υπερσυνδέσμου σε άλλη σελίδα με λεκτικό, οπτικό ή ηχητικό περιεχόμενο. Ένα έργο αναρτημένο στο Facebook ή το Twitter, που πληροί τη βασική προϋπόθεση των εν λόγω μέσων για συντομία στις δημοσιεύσεις, μοιάζει με ένα μικροδιήγημα, συνοδευόμενο ίσως με εικονικό υλικό, που θα μπορούσαμε να διαβάσουμε σε οποιαδήποτε έντυπη συλλογή, αν δεν υπήρχαν τα likes, τα σχόλια των αναγνωστών με τις συνακόλουθες απαντήσεις του δημιουργού και η δυνατότητα διαμοιρασμού (share) του έργου· πληροφορίες που συνοδεύουν την ανάρτηση, αναδιαμορφώνουν την αλληλεπίδραση συγγραφέα και αναγνώστη, καθιστώντας τη πιο διαδραστική, και θέτουν νέα δεδομένα στην πρόσληψη και αναγνωστική ανταπόκρισή μας προς το έργο. Ακόμα και η ψηφιακή οπτική ποίηση δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα στην απόδοση και αναπαράσταση του έργου από τα ποιήματα του Mallarmé, τα καλλιγράμματα του Apollinaire, έργα των ντανταϊστών, του Lemaître, αλλά και των εκπροσώπων της «συγκεκριμένης ποίησης»[3]. Αντίστοιχο ζήτημα ανακύπτει και από την ορολογία που χρησιμοποιείται για να αποδοθούν τα συστατικά γνωρίσματα της ηλεκτρονικής λογοτεχνικής γραφής a contrario με την έντυπη. Διακρίνεται, λοιπόν, αφενός η σταθερή, αναλλοίωτη, γραμμική, διαυγής, με αιτιώδεις νοηματικές σχέσεις και με κύρος έντυπη γραφή και, αφετέρου, η ευπροσάρμοστη, μεταβλητή, ασταθής, μη γραμμική ή πολυγραμμική, ανοιχτή, χωρική, με υλικότητα, χωρίς διαύγεια και αιτιότητα ηλεκτρονική γραφή. Ο συσχετισμός έντυπου και ψηφιακού καταλήγει με τους όρους του Bolter σε μία αντίστιξη κέντρου και παρεκβάσεων, σταθερότητας και παλινωδίας[4]. (περισσότερα…)