*
ΜΟΥΣΑ ΑΝΤΑΡΤΙΣΣΑ
Πότε θα κάνει ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει
να πάρω το τουφέκι μου την όμορφη πατρόνα
να κατεβώ στον Ομαλό, ν’ ανέβω στην Αθήνα
τις κριτικές επιτροπές βραβείων ν’ ανταμώσω
όπου μοιράζουνε λεφτά στους ίδιους και στους ίδιους
ανάξιους κι ατάλαντους ωσάν τους εαυτούς των.
Μοιράζουν τον ιδρώτα μου, το αίμα του λαού μου
χωρίς ποτέ να κρίνονται, ποτέ να κυνηγιούνται.
Άλλωστε από ποιούς, εδώ, που όλα ξεπουλιούνται;
Μα σαν το σιδερένιο μου το βλέμμα μπρος τους δούνε
να δεις πώς θα ιδρώνουνε και πώς θα κατουριούνται
πίσω απ’ τα γραφεία τους, πώς θα μ’ εκλιπαρούνε
να συχωρέσω τ’ άδικο, την άτιμη δουλειά τους
λίγο προτού η καρέκλα τους γεμίσει απ’ τα σκατά τους
λίγο προτού να λερωθούν οι τοίχοι απ’ τα μυαλά τους.




