*
γαλλική ποίηση
Charles Beaudelaire, «Θα ονειρευτώ ορίζοντες που κυανίζουν…»
*
Τοπίο
Αυθεντικά ειδύλλια θα ήθελα να πλάσω
και, σε όνειρο θαρρείς, με τα καμπαναριά κοντά μου,
ύμνους ιερούς καθώς ο αέρας φέρνει ώς τα αυτιά μου,
σαν αστρολόγος πλάι στον ουρανό να ξαποστάσω.
Τα χέρια στο πηγούνι μου, ψηλά από τη σοφίτα
θα δω το εργαστήριο όλο τραγούδι και φλυαρία,
καμπαναριά, φουγάρα, λες της πόλης τα ιστία,
και τους βαθιούς τους ουρανούς, αιώνιοι σαν να ήταν.
Είναι όμορφο, μες από τις ομίχλες να γεννιέται
το άστρο του γλαυκού, στο παραθύρι η λάμπα πλάι,
ποτάμι από κάρβουνο που στα ουράνια πάει,
και της σελήνης η αχνή σαγήνη να σκορπιέται.
Φθινόπωρα θα αντικρίσω, ανοίξεις, καλοκαίρια
κι όταν της χειμωνιάς χιόνια μονότονα απαντήσω,
παντού πόρτες, παράθυρα θα πρέπει να σφαλίσω
στη νύχτα τα παλάτια για να χτίσω τα αιθέρια.
Τότε θα ονειρευτώ ορίζοντες που κυανίζουν, (περισσότερα…)
Paul Verlaine, Περισυλλογή
*
Πιάσου απ’ το χέρι μου και μη μιλάς, έλα μαζί μου
κάτω από τον γιγάντιο δρυ, κει που πεθαίνει η αύρα,
στους στεναγμούς σου ας προστεθούν οι στεναγμοί οι δικοί μου
σαν το φεγγάρι που ακουμπά στα σύννεφα τα μαύρα.
Ασάλευτο το βλέμμα μας ας καρφωθεί στο χώμα.
Όχι με σκέψεις, με όνειρα. Και ό,τι θέλει ας γίνει!
Πεθαίνει, χάνεται η χαρά, σβήνει κι η αγάπη ακόμα,
και τα μαλλιά μας ο λυγμός του γκιώνη θα ομορφύνει.
Ας πάψουμε να ελπίζουμε. Αργά και μυστικά
του καθενός μας η ψυχή ας βυθιστεί βαθιά
μες στου ήλιου τον μειλίχιο και ακύμαντο χαμό.
Της νύχτας μη συλήσουμε την άπεφθη σιωπή:
απ’ του ύπνου ας μη σηκώσουμε τη γαληνή ηδονή
τη Φύση, αυτόν τον άγριο και αμίλητο θεό.
Μτφρ. Λάμπρος Λαρέλης
*
*
*
Τὰ ἐρωτικὰ σονέτα τῆς Λουίζας Λαμπὲ
*
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ἀπὸ τὸ βιβλίο
Λουίζα Λαμπέ, Τὰ ἐρωτικὰ σονέτα,
Μετάφραση – Εἰσαγωγὴ – Ἐπίμετρο Ξάνθος Μαϊντᾶς,
Νίκας, Ἰούλιος 2024.
Ποιοὶ λόγοι συντρέχουν ὥστε σημερινοὶ ἀναγνῶστες, ἀφοσιωμένοι στὴν ποίηση, νὰ στρέψουν τὸ φιλέρευνο βλέμμα τους καὶ νὰ σταθοῦν μὲ προσήλωση στὰ σονέτα καὶ τὶς ἐλεγεῖες, ἢ στὸ φιλοσοφικὸ ἔργο μιᾶς σχεδὸν ξεχασμένης ποιήτριας τοῦ 16ου αἰῶνα, ποὺ κάποτε δικαίως τῆς εἶχε δοθεῖ ὁ πολὺ τιμητικὸς τίτλος τῆς Λυωνέζας Σαπφῶς; Θὰ ἀποπειραθῶ νὰ δώσω, σὲ ὅ,τι ἀκολουθεῖ στὸν παρόντα τόμο, μιὰ ἀπάντηση γιὰ τὴν ἀξία τοῦ ἔργου τῆς Λουίζας Λαμπέ, γιὰ τὴν διαχρονικότητά του καὶ ἄρα γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἀγγίζουν, συγκινοῦν καὶ ἴσως συγκλονίζουν τὸν σημερινὸ ἀναγνώστη. Θὰ τὸ ἐπιχειρήσω ἔχοντας μεταφράσει στὰ ἑλληνικὰ τὰ εἴκοσι τέσσερα ἐρωτικὰ σονέτα της, ποὺ παρουσιάζονται στὸ πρῶτο μέρος ἀντικρυστὰ μὲ τὰ πρωτότυπα, καὶ μὲ τὸ ἐπίμετρο ποὺ ἀκολουθεῖ στὸ δεύτερο μέρος. Στὸ τελευταῖο ἀκολουθῶ τὸ ἔργο τῆς Γαλλίδας ποιήτριας, στὰ χρόνια τῆς Γαλλικῆς Ἀναγέννησης, τότε ποὺ σημαντικοὶ ἄνθρωποι, ὅπως ὁ Ραμπελαί, ὁ Μονταίνιος καὶ ὁ Ρονσάρ, ἔβγαζαν τὴν γαλλικὴ γλῶσσα ἀπὸ τὴν χαοτική της Βαβυλωνία καὶ στὴ Λυὼν μεσουρανοῦσε ἡ «Πλειάδα» τῶν γαλλικῶν γραμμάτων. Ἀκολουθεῖ ἡ σύντομη σκιαγράφηση τῆς ποίησης ποὺ προηγήθηκε τῆς Λ. Λαμπὲ καθώς καὶ τῆς ποίησης ποὺ ἕπεται χρονικάτοῦ ἔργου της. Γιὰ νὰ φανοῦν οἱ ἐπιδράσεις ποὺ δέχτηκε, ἀλλὰ κυρίως νὰ δειχθεῖ πόσο προχώρησε καὶ ξεχώρισε μὲ τοὺς δικούς της ποιητικοὺς δρόμους. Ἡ ποίησή της, κατεξοχὴν ἐρωτική, ἄφηνε πίσω της τὴν θρησκευτικὴ ἀλληγορία, τὸν φόβο καὶ τὴν ἐνοχὴ ποὺ διαπερνοῦσαν τὸ ἔργο ἀκόμη καὶ σύγχρονών της ποιητῶν. Καὶ μετέγραφε τὸ ἐρωτικὸ πάθος, τοὺς πόνους καὶ τὰ βάσανα σὲ πειθαρχημένο σονέτο ἢ ἐλεγεῖα, ἀπ’ ὅπου συχνὰ ξεπετάγονταν ἕνα παιγνιῶδες τρέμουλο ἢ καὶ τραύλισμα δημιουργῶντας ἕναν περίτεχνο ἑλιγμὸ ποὺ ἔδινε ξεχωριστὴ κατάληξη στὸ ποίημα καὶ ἐπιθυμητὴ δικαίωση στὴν μαχητικὴ ποιήτρια. Καὶ ὅλα αὐτὰ σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ δὲν τὸ εἶχε σὲ τίποτα νὰ ἐξυβρίσει καὶ νὰ τιμωρήσει σκληρὰ τὸ θάρρος καὶ τὴν γενναιότητα, ἰδιαίτερα ἂν προέρχονταν ἀπὸ γυναῖκα καὶ μάλιστα ποιήτρια.
Ἡ μετάφραση τοῦ ποιητικοῦ λόγου, ἰδιαίτερα τοῦ σονέτου, ἀποτελεῖ ξεχωριστὴ δοκιμασία γιὰ τὸν μεταφραστή, ἴσως μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτὴν τῆς δημιουργίας ἑνὸς πρωτότυπου ποιήματος, γιατί ἐνῷ σ’ αὐτὸ ὁ ρυθμὸς καὶ ἡ ρίμα εἶναι ἱκανὲς νὰ ἀναπτύξουν ἢ καὶ νὰ δημιουργήσουν τὸν νοηματικὸ λόγο καὶ τελικὰ νὰ ὁδηγήσουν στὸ ποίημα, ὅπου ἡ μορφὴ ἔχει κινήσει τὰ νήματα τῆς ποιητικῆς δημιουργίας, στὴν μετάφραση ἡ μορφὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει ἢ νὰ παραποιήσει τὸν λόγο ποὺ εἶναι δεδομένος ἀπὸ τὸ πρωτότυπο. Συνεπῶς εἶναι ἐκεῖ ποὺ μορφὴ καὶ λόγος ὄχι μόνο ἀλληλοεπιδροῦν καὶ συνεργάζονται, ἀλλὰ ἀνταγωνίζονται μεταξύ τους, γιὰ τὴν ἀκρίβεια χτυπιοῦνται καὶ ἀποζητοῦν λύσεις. Δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις πιστὴ μετάφραση, ἐπειδὴ τότε χάνοντας τὴ μορφὴ ἔχεις χάσει τὸ ποίημα. Ἴσως χρειάζεται νὰ ἀντικρίσεις χωρὶς μικροσκόπιο, ἀπὸ μεγαλύτερη ἀπόσταση, τὸν λόγο, καὶ ξεχωρίζοντας φράσεις νὰ ἐπιμείνεις, ἐνῷ τὴν ἴδια στιγμὴ μπορεῖ ν’ ἀναγκαστεῖς νὰ γυρίσεις τὴν πλάτη σὲ λέξεις. Μὰ ἂν αἰσθανθεῖς, ἔστω πρὸς στιγμή, πὼς ἀπομακρύνεσαι ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ ἔργο, νὰ ἐπανέρχεσαι καὶ νὰ διορθώνεις, μέχρις ὅτου κάτι φανεῖ στὴν μετάφραση ποὺ προσφέρει σχετικὴ ἱκανοποίηση. Χωρὶς ποτὲ νὰ λησμονήσεις τὶς σοφὲς παρακαταθῆκες ποὺ μᾶς ἔχει ἀφήσει ὁ Ἰγκὸρ Στραβίνσκυ: (περισσότερα…)
“στάζοντας μύρα μελανά” (ένα ταξίδι ελληνικό του «Μεθυσμένου καραβιού»)
*
του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ
Κάπου στο μακρινό ’78, εκεί στο γύρισμα από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο, μας αγόρασε (με γραμμάτια) ο πατέρας μου, από ένα πλανόδιο πλασιέ, την 20τομη Εγκυκλοπαίδεια του Γιοβάνη, καθώς η Αντιγόνη Μεταξά είχε προ πολλού εξαντλήσει τις δυνατότητές της. Έπεσα λοιπόν πάνω της και ξεκίνησα να την καταβροχθίζω, όχι αλφαβητικά, όπως αυξάνουν κι οι τόμοι, ούτε θεματικά ή άλλως πως αλλά όπως λάχαινε κάθε φορά. Άλλοτε στην τύχη κι άλλοτε, από αφορμή ένα λήμμα, ξεστράτιζα σε δρόμους άλλους κι από εκεί αλλού, μέχρι να κουραστώ. Σε κάποιαν από τις αδηφάγες περιπλανήσεις μου, έπεσα επάνω και στο λήμμα για τον Αρθούρο Ρεμπώ (τ. 18, σ. 83). Μου εντυπώθηκε ο πίνακας του Φαντέν-Λατούρ αλλά ακόμη περισσότερο αιχμαλωτίστηκε για τα μελλούμενα χρόνια ο νους μου από το Μεθυσμένο καράβι.
Τόσο πολύ χαράχτηκε μέσα μου που το είχα σχεδόν αποστηθίσει ολάκερο. Το σφρίγος κι εικονοποιητική ζωντάνια του Μεθυσμένου καραβιού με βρήκανε σε μια στιγμή που η ψυχή μου είχε ήδη ποντιστεί βαθιά μέσα στον λυρισμό. Είχα δε μείνει για καιρό με την ακλόνητη σιγουριά ότι αυτό ήταν όλο κι όλο το ποίημα, πλώρη-πρύμνη, ως την 14η στροφή, όπως την είχε η ανώνυμη μετάφραση της εγκυκλοπαίδειας. Έφτασα πια στο τέλος των λυκειακών χρόνων για να μάθω πως το μυθικό καράβι δεν ήταν τελικά τόσο μικρό, αλλά είχε εικοσιπέντε –αντί για δεκατέσσερα– τετράστιχα. Τότε ήταν κι η εποχή που διάβασα τον Ρεμπώ αλλά και τον αγάπησα περισσότερο. Αν κι ίσως βέβαια ν’ αγάπησα πάνω απ’ όλα τον μύθο που ’σερνε τ’ όνομά του, καθώς λευκή τ’ αφρού γραμμή, κυματιστή, που αφήνουν πίσω τους τα πλοία. Τώρα που ξανακοιτάζω πάλι εκείνη τη σελίδα της παλιωμένης μα ιλλουστρασιόν εγκυκλοπαίδειας, διαβάζω σαν σε φθαρμένη αρχαία επιγραφή και τις λέξεις: τυχοδιωκτικές περιπέτειες… πρωτόγονου αισθησιασμού, κι αναρωτιέμαι τι αχνάρι μπορεί και ν’ άφησαν στον εφηβικό μου ψυχισμό, τι αποτύπωμα μελλοντικό. Ας είναι…
Τα ποιήματα του Ρεμπώ συμπορεύονταν πλέον πλάϊ-πλάϊ με το αίνιγμά του, τις επιστολές και τις φωτογραφίες του, μα και την πεζή ζωή του σαν υπαλλήλου, (λαθρ)εμπόρου, εξερευνητή στην κοντινή μου Ανατολή. Και στα ταξίδια που ακολούθησαν, πάντα έψαχνα για τα ίχνη του, το καταγάλανο, φωτεινό του βλέμμα κάπου αφημένο, στου Άντεν τον ηλιοδαρμένο βράχο ή στου Χαράρ τα σοκάκια. Εκτός από του Γκάτσου όμως το μουσικό Καράβι, ψέλλιζε η μνήμη έντρομη και τις εικόνες τις οργιαστικά τρομακτικές, που κάποτε θωρούσα ως του Μεθυσμένου καραβιού την πρύμνη: (περισσότερα…)
ڤنتون → pantoum → παντούμ: Οι μεταμορφώσεις ενός είδους [1/2]
*
Μικρή εισαγωγή στο μαλαϊκό, ευρωπαϊκό και ελληνικό παντούμ,
μεταφραστική περιήγηση στους σημαντικούς του σταθμούς
και πρώτη χαρτογράφηση της διαδρομής του στην Ελλάδα [ 1/2 ]
~.~
του ΣΤΑΘΗ Α. ΚΙΣΣΑΜΙΤΗ
En un pantoum sans fin, magique et guérisseur
Bercez la Terre, votre soeur.
JULES LAFORGUE
Εξαιτίας ενός τυπογραφικού λάθους ενδεχομένως, το μαλαϊκό «παντούν», είδος ποιητικό που στην Ελλάδα συνδέεται συνήθως με το όνομα του Γιώργου Σεφέρη, έγινε γνωστό στην Ευρώπη ως «παντούμ». Η λέξη απαντά πρώτη φορά το 1829, στις επισημειώσεις των Ανατολίτικων, συλλογής ποιημάτων του Βίκτωρος Ουγκώ. Εκεί ο νεαρός αλλά ήδη διάσημος Γάλλος παραθέτει ένα δείγμα, στην πεζή μετάφραση που του είχε προμηθεύσει ένας οριενταλιστής της εποχής, ο Ernest Fouinet (1799-1845), που κι αυτός το είχε βρει στο βιβλίο ενός άλλου μελετητή, του Ιρλανδού William Marsden. Είναι το, έκτοτε, περίφημο «Les papillons jouent a l’entour sur leurs ailes» – «Kupu-kupu terbang melintang» στα μαλαϊκά.
Το αν ο Ουγκώ επενέβη στη μετάφραση του Φουινέ δεν το ξέρουμε, δεν φαίνεται πιθανό ωστόσο. Ο ίδιος ο Φουινέ ήταν πολυγραφότατος ποιητής, το πρώτο έργο του μάλιστα ήταν ένα έπος για την Καταστροφή των Ψαρών το 1824. (Θυμίζω ότι και τo Les Orientales του Ουγκώ είναι έργο αφιερωμένο στην Ελληνική Επανάσταση. Είναι οι καιροί ακόμη που για τους Γάλλους η Ανατολή –l’Orient– ξεκινάει από τα οθωμανοκρατούμενα Βαλκάνια και φτάνει ώς τη Θάλασσα της Ιαπωνίας). Το βέβαιο είναι ότι το ερέθισμα που θα προκύψει θα αποδειχθεί αναπάντεχα γόνιμο. Πολλοί από τους γνωστότερους ποιητές του γαλλικού 19ου αιώνα, από τον Γκωτιέ ώς τον Μπωντλαίρ και από τον Βερλαίν ώς τον Λαφόργκ, θα γοητευθούν και θα συνθέσουν δικά τους παντούμ.
Ιδίως η σχολή των παρνασσιστών, στον αγώνα της κατά της υστερορομαντικής χαλάρωσης του στίχου, είδε στο παντούμ ένα καλοδεχούμενο πρότυπο μορφικής αυστηρότητας. Σ’ αυτό συνετέλεσε βέβαια το ότι το ποίημα «του» Ουγκώ ανήκει σε μια περίτεχνη, σχεδόν εξεζητημένη παραλλαγή του είδους, το λεγόμενο αλυσιδωτό παντούν (pantun berkait). Κατά την παραλλαγή αυτή, ο δεύτερος και τέταρτος στίχος κάθε στροφής επαναλαμβάνονται ως πρώτος και τρίτος της επομένης, επωδική ανακύκληση που δίνει ρυθμικό άκουσμα συγγενικό με εκείνο της βιλανέλλας ή του ροντώ. (περισσότερα…)
Λουίζ Λαμπέ, Πέντε Σονέτα
ΛΟΥΪΖ ΛΑΜΠΕ
ΣΟΝΕΤΑ
(Μτφρ. Ξάνθος Μαϊντάς)
VIΙ
Καλά το ξέρεις, ό,τι έμψυχο πεθαίνει
όταν από το σώμα η ψυχή χωρίσει.
Το σώμα είμαι, είσαι η ψυχή κι όλη η ζήση,
λοιπόν που βρίσκεσαι ζωή μου λατρεμένη; (περισσότερα…)






