Άγιον Όρος

«Παναγούδα: θαυμάσια τοποθεσία για τη σκήτη μας»

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΩΑΝΤΩΝΙΟΥ

Στις 28 Νοεμβρίου 1914 ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Άγγελος Σικελιανός μετρούσαν ήδη δέκα μέρες στο Άγιον Όρος. Το προσκύνημα και η αναζήτηση ενός λυτρωτικού δρόμου που από καιρό η ψυχή τους ζητούσε (αξεδίψαστη από τη δόξα που είχαν προαναγγείλει ο Όφις και το κρίνο ή ο Αλαφροΐσκιωτος), τους είχε φέρει μάλλον απροσδόκητα εδώ. Τρεις μόλις ημέρες μετά την συγκλονιστική και για τους δυο γνωριμία τους στην Αθήνα, στις 12 Νοεμβρίου 1914, όπου ευθύς αναγνωρίστηκαν ως αδελφοί, σε μιαν εποχή που ένας ολόκληρος κόσμος γκρεμιζόταν (θυμίζω πως το φθινόπωρο εκείνο η Ευρώπη βυθιζόταν στο τέλμα ενός χωρίς προηγούμενο πολέμου), ένα λεύκωμα που τυχαία τράβηξε ο Καζαντζάκης από τη βιβλιοθήκη του Σικελιανού (αν πιστέψουμε τη μυθοποιημένη εκδοχή για την απόφαση του ταξιδιού, όπως στην «Αναφορά στον Γκρέκο» διαβάζουμε), τους είχε φέρει στο περιβόλι της Παναγιάς. Από τις 18 Νοεμβρίου που πήραν το καραβάκι για το Όρος (μετά από ένα τριήμερο στη Θεσσαλονίκη) ως τις 28 οι δύο νέοι φίλοι είχαν ήδη επισκεφθεί τις μονές Ιβήρων, Σταυρονικήτα και Παντοκράτορος.

Ξεκινώντας το πρωί της 28ης Νοεμβρίου από τη μονή Παντοκράτορος για να πάνε στην παρακείμενη (ρωσική τότε) σκήτη του Προφήτη Ηλία, το μονοπάτι τούς βγάζει στην Παναγούδα, στη δασώδη ασκητική περιοχή της Καψάλας, σε ένα ρημαγμένο κάθισμα της οποίας, πολλά χρόνια αργότερα (το 1979) επρόκειτο να εγκατασταθεί ο όσιος Παΐσιος. Η καταγραφή του Νίκου Καζαντζάκη (ο τίτλος που ήδη διαβάσατε) για εκείνη τη μέρα φαίνεται πως είναι μεταγενέστερη, γράφτηκε μάλλον όταν κοίταξε μετά από δεκαετίες ξανά το ημερολόγιό του, πάντως είναι πολύ πριν η εξηρτημένη από τη μονή Κουτλουμουσίου Παναγούδα πάρει την κατοπινή της δόξα εξαιτίας της παρουσίας του Παϊσίου. Σε μια απόληξη λοφίσκου, μέσα σε πυκνή βλάστηση, στον δρόμο από τις Καρυές προς την Ιβήρων, με το παλαιό εκκλησάκι του Γενέσιου της Θεοτόκου (εξ ου Παναγούδα), στη νοτιοανατολική γωνιά της καλύβης και μια πόρτα να βγάζει στην απλωταριά και τη μαγική θέα προς τις Καρυές, ήταν όντως «θαυμάσια τοποθεσία για τη Σκήτη» τους.

Δεν είναι αυτή η πρώτη ή η μόνη αναφορά του Καζαντζάκη στη φιλοδοξία για μια σκήτη. Από την πρώτη μέρα που βρέθηκαν στο Όρος, στις 19 Νοεμβρίου, στον δρόμο από τις Καρυές για τη μονή Ιβήρων, θαυμάζοντας το περιβάλλον, συνεπαρμένοι από το τοπίο αλλά και την ενδιάθετη μεταφυσική ροπή τους (που ξεκινά από την ασκητική αφοσίωση και φτάνει ως την επιθυμία για… ίδρυση θρησκείας), οι δύο φίλοι συζητούν την ιδέα της οργάνωσης μιας σκήτης. Την ιδέα την καταγράφει ο Καζαντζάκης για πρώτη φορά στην ημερολογιακή σημείωση εκείνης της ημέρας («Σκέψεις να χτίσομε μια σκήτη»), πριν προσθέσει λίγο παρακάτω: «Πρέπει να πάρομε μίαν απόφαση ριζική στη Μοίρα μας». Όταν βρεθούν δυο μέρες μετά στη μονή Σταυρονικήτα, βλέποντας το κοιμητήρι της μονής, ο Καζαντζάκης σημειώνει και πάλι: «Θαυμάσιο υπόδειγμα για τη σκήτη μου». Το αντίκρισμα της Παναγούδας είναι λοιπόν η τρίτη αναφορά για τη σκήτη. Και η τελευταία. Στις 29 Νοεμβρίου, το βράδυ, πριν κοιμηθούν στη μονή Καρακάλλου, συζητούν πλέον για κάτι πολύ σοβαρότερο: «για την ουσία της υπέρτατης επιθυμίας μας – να δημιουργήσουμε μια θρησκεία». Μια σκήτη φαντάζει πια χαμηλός στόχος. (περισσότερα…)

Παραλειπόμενα τ΄ Άη Νικόλα

*

Πρόδρομες σημειώσεις μιας παράλληλης ανάγνωσης των αγιορειτικών ημερολογίων του Ν. Καζαντζάκη & του Ά. Σικελιανού

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Χάρη στην πρόσφατη εκδοτική επιμέλεια και τον κόπο της Χριστίνας Ντουνιά και της Παρασκευής Βασιλειάδη, έχουμε πια στα χέρια μας το ―από ετών πολλών επιποθούμενο― αγιορείτικο ημερολόγιο του Νίκου Καζαντζάκη ώστε να συμπληρώσει τη ματιά μας στις αγιορείτικες εμπειρίες του αδελφικού ζεύγους Σικελιανού-Καζαντζάκη.[1] Το ταξίδι τους στο Άγιον Όρος πραγματοποιήθηκε από τις 14 Νοεμβρίου ώς τις 22 Δεκεμβρίου 1914 (στις 23/12 έβγαιναν από το Άγ. Όρος για τη Θεσσαλονίκη). Με αφορμή την χθεσινή γιορτή του αγίου Νικολάου (ημέρα ονομαστικής γιορτής του Καζαντζάκη άλλωστε) θα παραθέσω ένα σύντομο σημείωμα σχετικά με τις αντίστοιχες καταγραφές αυτής της ημέρας, από μια συνολικότερη (εν εξελίξει) μελέτη των δυο αυτών ημερολογιακών καταγραφών. (Κι ως εκ τούτου θα περιοριστώ μόνο σε επιμέρους συμπεράσματα που εξάγονται από αυτές μόνον τις καταγραφές).

Πρώτα απ’ όλα ας παραθέσω τις ημερολογιακές εγγραφές των δυο ταξιδιωτών. Ξεκινώ με του Σικελιανού (Το Αγιορείτικο Ημερολόγιο, εισ.-επιμ. Ιωάννα Κωνσταντουλάκου-Χάντζου, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1988, σ. 201-205):

Σκήτη Καυσοκαλυβίων,
6 Δεκεμ. 914,
Ἁγίου Νικολάου.
 
Ἐπισκεφτόμαστε τοὺς
ξυλογλύπτες.
Ὁ ἕνας μὲ τὰ γκρίζα
μάτια.
Ὁ ἄλλος ξυπνώντας
ἀπ᾽ τὸν ὕπνο, ἁπαλό-//
τατος, ὠχρός,, μὲ τὰ
γένια σὰν μετάξι γύρω
ἀπὸ μυτερὸ πρόσωπο,
καὶ βαθιὰ παρθενικὰ
μάτια. Τὸ χέρι του
εἶναι ἁπαλὸ σὰν κέρι-
νο, ἀλαφρὸ σὰν ἀν-
τίδωρο.
Πηγαίνομε ἔπειτα
Στὸν ξυλογλύπτη Ἀρ-
σένιο, πού ᾽κανε τὸ//
ἐγκόλπιο τῶν Καρυῶν,
τὴ Δευτέρα Παρουσία.
Αὐτοδίδακτος· ἄρχισε
ἀπὸ μικροὺς ἄξεστους
σταυρούς. Δούλεψε
15 χρόνια τὴ Δευτέρα
Παρουσία. Σὲ κάθε
πρόσωπο ἔδωκε ἔκ-
φραση. Στὴν ὄψη του
ἔχει σταλαγμένο τὸ
φῶς τῆς ἐργασίας.//
Στὸ μικρό του δωμά-
τιο, ὅλα τὰ σὐνεργα
τῆς τέχνης του.
Οἱ ἀρχὲς τοῦ ἔργου
ébauche.
Τὸ κοτσύφι του.
Τρώει σμυρτιὰ ἀπ᾽
τὸ χέρι, κουκκὶ
κισσοῦ, ζυμάρι.
Μιὰ πίστη στὸ ἄνθρωπο.
Μαῦρο γυαλιστερό.//
Τὴ νύχτα, ἡσυχία. Ξανα-
θυμοῦμαι τὸν Πανσέληνο
στὴ βεράντα τῶν Ἰωασα-
φαίων. Βαθύτατη
συνείδηση τῆς ἠθικῆς μου
ἀνάτασης στὸ ἔργο ποὺ
δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ βρεῖ
μιὰ ἠχώ. Ὅ λ ο μ ο υ
τ ὸ ἔ ρ γ ο π ι ὰ σ τ ε ρ ε ω μ έ ν ο
σ τ ὴ θ έ λ η σ η, ὡ ς σ ὲ β ρ ά-
χ ο, α ἰ ώ ν ι α.  

(περισσότερα…)