Στήλες | Μάταιες πράξεις (από τον Γιώργο Ταρασλιά)

Οι «Μάταιες πράξεις» δεν είναι παρά μια συλλογή υπενθυμίσεων. Διηγήματα, στοχασμοί, διαγνώσεις, μικρές αυτοβιογραφικές ιστορίες, κάθε λογής γλωσσικές απόπειρες που υπενθυμίζουν, αν όχι τη «χαρά της ματαιότητας», τουλάχιστον τη χρησιμότητά της.

Η κοινοτοπία των τάφων

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

1

Η είδηση ήταν πρωτοσέλιδο σε τοπική εφημερίδα. «Νεκρός σε τροχαίο ο γιος γνωστού επιχειρηματία της περιοχής μας».

Η κηδεία θα γινόταν στις τρεις. Δεκέμβρης μήνας. Δυνατός βοριάς, κρύο ανελέητο. Δεν είχα καμιά όρεξη  να βγω έξω. Και μόνο η σκέψη του έξω μου προκαλούσε ρίγος. Προτιμούσα τη θαλπωρή του γραφείου. Η παγωνιά ξυπνούσε μέσα μου ενοχλητικές αναμνήσεις. Θα πήγαινα όσο πιο αργά μπορούσα, να προλάβω την τελευταία πράξη. Αναπάντεχο φινάλε για τον Μάριο. Μόλις τριάντα δύο χρονών. Σκοτώθηκε επί τόπου. Η συνοδός του, μια ρωσίδα, άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο. Υπερβολική ταχύτητα, αλκοόλ πάνω από το όριο, οι επίσημες εξηγήσεις. Η εφημερίδα έγραφε για «χρήση κοκαΐνης». Η σπορ μερσεντές έγινε μια άμορφη μάζα, τσαλακώθηκε σαν κουτάκι αναψυκτικού. Μόλις που την είχε αγοράσει με λεφτά κερδισμένα από τις επενδυτικές συμβουλές μου. Και μετά, μια λάθος κίνηση. Μια στιγμή απροσεξίας ή αλαζονείας. Και να το αποτέλεσμα. Μια θέση στο χώμα. Δυο τετραγωνικά στο νεκροταφείο, στην ανατολική μεριά της πόλης. Δίπλα στη θάλασσα. Κάπου εκεί ήταν θαμμένος κι ο γέρος μου. Ό,τι είχε απομείνει.

Κατά τις δύο χτύπησε το τηλέφωνο. Η Νίκη, η γραμματέας μου. Τρυφερή η φωνή της, όπως πάντα. Με ενημέρωσε πως ήταν ο Στάθης στη γραμμή, ο πιο ιδιότροπος και μίζερος πελάτης μου. Με τίποτα δεν ήταν ευχαριστημένος. Νόμιζε πως το χρηματιστήριο έδινε τσάμπα  λεφτά. Όταν βγάζαμε γρήγορα και καλά κέρδη με έκανε θεό. Με την πρώτη αναποδιά και τα ξαφνικά γυρίσματα της αγοράς άρχιζε τον εξάψαλμο. Δεν άντεχε να βλέπει ένα κόκκινο ποσοστό στο χαρτοφυλάκιο του ούτε για μια μέρα. Δύσκολη περίπτωση αλλά μεγάλο κεφάλαιο. Και απόλυτα συνεπής στις προμήθειες του, σ’  αυτό δεν είχα παράπονο. Το συμφέρον ήταν αμοιβαίο. Από καθαρά επαγγελματικής πλευράς θα ήταν λάθος στην παρούσα φάση να διακόψω τη συνεργασία.  Εκείνη  όμως την ώρα ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που ήθελα να μιλήσω.  Έπρεπε όμως. Για χάρη του σχεδίου μου τέτοιοι συμβιβασμοί ήταν αυτονόητοι. Το σχέδιο. Η Πειθαρχία. Οι στόχοι. Τέτοιες λέξεις όριζαν την ζωή μου. Ήμουν αυτές οι λέξεις. (περισσότερα…)

Ανατομία της ματαιότητας

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

Κάθε απόπειρα εξωραϊσμού της ζωής είναι μασκάρεμα. Όλες οι καθιερωμένες δράσεις ισοδυναμούν με λήθη και απώθηση, νάρκωση και αποχαύνωση. Βιασύνη, άγχος, ιδρώτας, λαχάνιασμα, κόπωση, μίμηση, φιλοδοξίες, σχέδια, στόχοι: συμπτώματα μιας συλλογικής υστερίας που βυθίζει το εγώ μας στην αυταπάτη μιας αδιατάρακτης μονιμότητας, το εθίζει σε μια τυπική διαχείριση της ζωής και το καθιστά ανίκανο να στοχαστεί με θάρρος τα βασικά δεδομένα της ύπαρξης. Όμως οι απωθημένες αλήθειες κάποτε φανερώνονται. Μπορεί η είδηση ενός ξαφνικού θανάτου ή η αποκάλυψη μιας τερματικής ασθένειας να μας θυμίσει το αναπότρεπτο. Ή μπορεί κάποιο βράδυ η κούραση να έχει ασυνήθιστη κατάληξη. Μπροστά στον καθρέφτη, το είδωλό μας μάς κοιτάζει περίεργα. Η μάσκα ξεθωριάζει, το κρανίο αποκαλύπτεται: σύμβολο της ματαιότητας, τελική μορφή του μέλλοντός μας, υπαινιγμός θανάτου που διαρκεί όσο και το κοίταγμα. Το ίδιο φευγαλέα είναι και τα ερωτήματα. Γιατί υπάρχουμε; Τι νόημα έχει τόση κούραση; Προς τι όλα αυτά αφού κάποτε θα πεθάνουμε; Ενοχλητικά ερωτήματα. Τα απωθούμε ξανά. Τα προσπερνάμε και συνεχίζουμε. Ξεγελάμε τον εαυτό μας και περιμένουμε.

~~~

Υπάρχω σημαίνει υποφέρω, υπομένω, περιμένω. Το τέλος γνωστό: δεν υπάρχουν εκπλήξεις. Μόνο Ένας γλίτωσε αλλά το μυστικό το πήρε μαζί του. Ο άνθρωπος γεννιέται με τη σφραγίδα του θανάτου. Το επιχείρημα του σκελετού είναι ακλόνητο, όπως και το επιχείρημα της τέφρας. Άρα, κάθε ανθρώπινο εγχείρημα είναι μάταιο. Χιλιοειπωμένη και αυτονόητη, αυτή η παραδοχή δεν είναι απαισιόδοξη, είναι απλώς φυσιολογική. Και χρήσιμη. Όποιος την αποδέχεται ανεπιφύλακτα μπορεί να θεραπεύσει την ασθένεια της υπερβολικής σοβαρότητας που μας μετατρέπει σε γελοία θύματα της ματαιοδοξίας και της έπαρσης. Ίσως η μοναδική νίκη που μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος είναι να μη γίνει γελοίος, δηλαδή παράφορα και καταστροφικά σοβαρός. Μόνο όσοι δεν προσβάλλονται από την υστερία του ενθουσιασμού και της παθιασμένης σοβαρότητας διατηρούν πιθανότητες να κρατηθούν μακριά απ’ το κακό ή τουλάχιστον να αποφύγουν περιττά δράματα και ρεζιλίκια.

~~~

Βρήκα καταφύγιο στα βιβλία όπως άλλοι βρίσκουν καταφύγιο στο χρήμα, άλλοι στο αλκοόλ και άλλοι σε κάθε λογής εξαρτήσεις. Χρήσιμο ή καταστροφικό, κάθε στήριγμα έχει τη δική του ιστορία. Εύκολος τρόπος να εξηγήσουμε το πώς οικοδομεί ο καθένας τις αυταπάτες του δεν υπάρχει. (περισσότερα…)

Το τελευταίο χάραμα

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

Ο άνθρωπος μεθάει «επειδή» πεθαίνει.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ, ΠΕΡΙ ΜΕΘΗΣ

Στο χωριό σπάνια επιστρέφω. Μόνο σε δύσκολους καιρούς τα βήματά μου με γυρίζουν πίσω. Ξαναγυρνάμε κάποτε εκεί όπου πονέσαμε περισσότερο. Ίσως για να βρούμε απαντήσεις σε παλιά ερωτήματα ή για να αναμετρηθούμε με φόβους που ποτέ δεν ξεπεράσαμε ή για να κλείσουμε λογαριασμούς με ένα παρελθόν που μας ακολουθεί όπως η σκιά το σώμα.

Οι τελευταίες βουλευτικές εκλογές ήταν μια καλή αφορμή για να ανέβω στο χωριό και να επισκεφτώ τον τάφο της μάνας μου και του πατέρα μου όπου είχα χρόνια να πάω.

Ήταν φθινόπωρο. Πήρα το λεωφορείο λίγο μετά τις δώδεκα το μεσημέρι. Μετά από ώρες βροχής ο ουρανός έμοιαζε χλωμός, κουρασμένος. Τα σύννεφα είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν. Κατά διαστήματα ψιλόβρεχε τρυφερά, διακριτικά, μια βροχούλα σαν ψίθυρος που μιλούσε για λύτρωση και συμπόνια.

Μέσα το λεωφορείο άδειο – εγώ, ο οδηγός και άλλοι δυο άνθρωποι. Κάτι έλεγαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα, συνωμοτικά, σχόλια που είχα την απατηλή εντύπωση ότι με αφορούσαν. Μου φαινόταν πως τίποτα δεν είχε αλλάξει στη ζωή μου από την παιδική μου ηλικία. Όλα έμοιαζαν στάσιμα και στα πενήντα μου ένοιωθα σαν προέκταση ενός παιδιού που κοίταζε τον κόσμο απορημένο, αμήχανο, ανήμπορο να καταλάβει οτιδήποτε.

Το εκλογικό κέντρο ήταν στο δημοτικό σχολείο. Έξι χρόνια είχα περάσει στις αίθουσες, στους διαδρόμους και στην αυλή του αλλά οι αναμνήσεις μου ήταν ελάχιστες. Ποιοι ήταν οι συμμαθητές μου σε κάθε τάξη; Ποιοι ήταν οι δάσκαλοί μου; Τι είχε απομείνει από τόσα μαθήματα και τόσα διαβάσματα; Τι έκανα στα διαλείμματα; Μόνο το γενικό περίγραμμα κάποιων εικόνων θυμόμουν. Μέσα στο γκρίζο τοπίο της μνήμης μου ξεπρόβαλλαν θαμπές παραστάσεις, σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες που κάποτε πρέπει να ήταν γεγονότα, ζωή, κίνηση, σώματα, χρώματα, δάκρυα, χαμόγελα, ζωντανή ύπαρξη μέσα στη θαλπωρή της σάρκας και του αίματος. (περισσότερα…)

Το Σύνδρομο του Καλιγούλα και τα όρια της εξουσίας

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

«Αφού γεννήθηκες θνητός, άνθρωπε, μην έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου».
ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ
«Ο θάνατος – ως σκέψη, φόβος, όριο του μέλλοντος, σαρδόνιος γέλως – αναστατώνει τη ζωή γιατί γελοιοποιεί τα ερείσματά της… είναι το ισχυρότερο αντίδοτο της έπαρσης».
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ

Γνωστός με το προσωνύμιο Καλιγούλας, ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας Γερμανικός (12 μ.Χ. – 41 μ.Χ.) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 37 μ.Χ. έως το 41 μ.Χ. Η ταραχώδης ζωή του και η διαταραγμένη προσωπικότητά του μελετήθηκαν από ιστορικούς της εποχής και έγιναν αντικείμενο λογοτεχνικής, θεατρικής και κινηματογραφικής δημιουργίας στην διάρκεια του εικοστού αιώνα.

Ιδιαίτερη θέση ανάμεσα σε αυτές τις δημιουργίες κατέχει το θεατρικό έργο Καλιγούλας του Αλμπέρ Καμύ στο οποίο ο Αλγερινογάλλος νομπελίστας συγγραφέας δίνει τη δική του ερμηνεία για την παθολογία της εξουσίας και την σχέση της με τα άλυτα υπαρξιακά ζητήματα του ανθρώπου: το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης, την απουσία νοήματος, το αγωνιώδες αίνιγμα του θανάτου.

Χτυπημένος από το θάνατο της αδελφής του ο Καλιγούλας συνειδητοποιεί τα όρια της εξουσίας του και τον παραλογισμό της ανθρώπινης ζωής που χωρίς εξήγηση κατατείνει αβοήθητη προς τον θάνατο. Πανίσχυρος στη ζωή, ξαφνικά νοιώθει τελείως ανίσχυρος ενώπιον του θανάτου. Όλα όσα ακολουθούν είναι συμπτώματα ενός ανθρώπου της εξουσίας που αδυνατεί να δεχτεί τα θανάσιμα δεδομένα της ύπαρξης. Μοιραία καταλήγει στην τρέλα, την αυτοδιάλυση, την καταστροφή των άλλων. Άνθρωπος που αδυνατεί να γίνει Θεός, ενσάρκωση μιας ακραίας μεγαλομανίας, καταστρέφει και αυτοκαταστρέφεται. (περισσότερα…)

Παραλλαγές οίκτου

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

1

Παρασκευή μεσημέρι. Στέκομαι έξω από μια τράπεζα. Περιμένω τη σειρά μου για το αυτόματο μηχάνημα. Με πλησιάζει ένας τύπος, κοντός, κοκαλιάρης. Τα πράσινα μάτια του είναι υγρά, γλαρωμένα, γυαλίζουν. Το βλέμμα του στάζει απόγνωση. Δεν μπορεί να κρατήσει σταθερό το κεφάλι του. Τρέμει. Μου λέει την ιστορία του. Η μάνα του μόλις βγήκε από το νοσοκομείο και δεν έχει είκοσι ευρώ για τη συμμετοχή στην ιατρική συνταγή για τα φάρμακα που πρέπει να πάρει. Μου δείχνει μια τσάντα με μικρές συσκευασίες ειδών ραπτικής – κλωστές, βελόνες ραψίματος και τα συναφή. Μου ζητά, σχεδόν απαιτεί, να τα αγοράσω όλα και να του δώσω είκοσι ευρώ. «Για τη μανούλα μου, για τα φάρμακά της» τονίζει με σοβαρότητα. Δεν με πείθει αλλά τον συμπονώ, καταλαβαίνω ότι κάποια δυστυχία τον έχει οδηγήσει σε αυτή την παράσταση. Του λέω να του δώσω 2 ευρώ και να πάρω μια συσκευασία. Βλέπω το βλέμμα του να σκοτεινιάζει. Επιμένει, θέλει οπωσδήποτε 20 ευρώ. Του λέω δεν γίνεται, δεν έχω. Απομακρύνομαι. Πλησιάζω στο μηχάνημα για να βάλω την κάρτα. Θέλω μόνο να δω το υπόλοιπο. Τον βλέπω με την άκρη του ματιού μου, προσπαθεί να δει την οθόνη. Βλέπω το υπόλοιπο και πάω να φύγω. Τον ακούω πίσω μου να λέει «έχεις, εσύ έχεις ρε πούστη!». Η φωνή του στάζει μίσος, μου προκαλεί αναστάτωση, αλλοιώνει τη συμπόνια, τη μετατρέπει σε κάτι λιγότερο κι από οίκτο. Δεν ξέρω τι είδε στην οθόνη. Μπορεί με τα υγρά θολωμένα μάτια του, τα δυο τελευταία μηδενικά του ποσού μετά το κόμμα να τα θεώρησε ακέραια και να νόμιζε ότι είχα στην τράπεζα 80.000 ευρώ. (περισσότερα…)

Ψυχροί συλλογισμοί

*

Ενώπιον του τάφου τα πάντα ακυρώνονται – σχεδόν τα πάντα.

 

Τι μένει από μια ανθρώπινη ζωή; Σχεδόν τίποτα. (Επιμένω να γράφω τη λέξη «σχεδόν» γιατί δεν είναι εύκολο να πιστέψω ότι η ζωή δεν έχει απολύτως κανένα νόημα).

 

Να νοιώθεις ξαφνικά, μπροστά στον τάφο του άλλου, ότι είσαι ένα τίποτα, ενώ λίγο πριν, έξω απ’ το νεκροταφείο, ένοιωθες πως είσαι τα πάντα – αυτή κι αν είναι επίγνωση!

 

Κάποτε θα πεθάνω, θα ξεχαστώ, θα είναι σα να μην υπήρξα ποτέ – αυτό είναι όλο.

 

Σκέφτομαι τον θάνατό μου: θα μου λείψει το μέλλον που δεν έζησα.

 

Οι προσευχές παρηγορούν αλλά δεν σώζουν. (περισσότερα…)

Ένα στραβό χαμόγελο

*

Η κλήση που δέχτηκα ένα χειμωνιάτικο βράδυ ήταν απρόσμενη. Ένας παλιός φίλος ήθελε να βρεθούμε. Δεν έφερα αντίρρηση – είχα καλές αναμνήσεις. Μου εξήγησε με ειλικρίνεια την κατάσταση. Ήθελε λίγη παρέα, κάποιον να μιλήσει. Τους τελευταίους μήνες η μάνα του πάλευε με τον καρκίνο.

Είπα στη γυναίκα μου ότι θα βγω. Ανησύχησε. Είχε απαγόρευση κυκλοφορίας. Με παρακάλεσε να συμπληρώσω το χαρτί εξόδου, «έτσι, για μάτια του κόσμου, σε περίπτωση που πέσεις σε έλεγχο». Της είπα όχι. Δεν επέμενε, ήξερε τις απόψεις μου. Βγήκα στη νύχτα, στην έρημη πόλη.

Το σπίτι του φίλου ήταν κοντά – πέντε λεπτά απ’ το δικό μας. Τον αντίκρισα με τη μάσκα στο πρόσωπο. Απέφυγε τη χειραψία. Δεν είπα τίποτα. Έφτιαξε καφέ και καθίσαμε στο σαλονάκι. Κάθισε σε απόσταση και κατέβασε τη μάσκα στο σαγόνι. Άρχισε να μου λέει τα δικά του.

«Από τη γλώσσα ξεκίνησε, το πιστεύεις;» μου είπε, ανήμπορος ακόμα να το δεχτεί, να το πιστέψει, σαν να μην μπορούσε να καταλάβει πώς και γιατί η αρρώστια είχε ξεκινήσει από κει, από τη γλώσσα. (περισσότερα…)

Μια γενναιόδωρη γυναίκα

*

Στα τριάντα μου ένοιωθα σιγά-σιγά να λυγίζω, εθισμένος στην παραίτηση, προδομένος απ’ τον εαυτό μου, ξεχασμένος απ’ όλους. Ήταν μια ακόμα περίοδος ανέχειας και φτώχειας – χειμώνας, με ένα επίδομα ανεργίας 360 ευρώ, πολεμούσα να κρατήσω πεντέξι κατοστάρικα στην άκρη για να ξεγελώ τον εαυτό μου και να μπορώ να πάω σε γιατρό αν κάτι σοβαρό γινόταν. Φίλοι, γνωστοί, συνάδελφοι, όλοι εξαφανισμένοι – τόσες κλήσεις αναπάντητες και κάτι τυχαίες συναντήσεις που γίνονταν υποσχέσεις που ποτέ δεν τηρήθηκαν. Δεν επέμενα – είχα και μια αξιοπρέπεια. Μακαρόνια, ψωμί, αυγά, καφές και μια φορά τη βδομάδα ένα κιλό φτηνή τροφή για τις γάτες της γειτονιάς – τίποτε άλλο δεν αγόραζα. Τα ρούχα μου μιλούσαν από μόνα τους – η φτώχεια δεν κρύβεται.

Όλη μέρα έμενα κλεισμένος στο σπίτι και το βράδυ, αν ο καιρός το επέτρεπε, έκανα μεγάλες, άσκοπες βόλτες. Αλλά ο χειμώνας ήταν σκληρός, ανελέητος, επίμονος – βροχές και κρύα εναλλάσσονταν και το κλείσιμο στο σπίτι κάποια βράδια κόντευε να με τρελάνει. Έβλεπα τηλεόραση, χανόμουν σε ρεμβασμούς, μετρούσα τις στιγμές που χάνονταν, αναρωτιόμουν γιατί ζούσα, μου φαινόταν παράξενο που υπήρχε ο κόσμος. Είχα και κάτι βιβλία, ήταν μια παρηγοριά, αλλά ήτανε στιγμές που κοίταζα γύρω μου το δωμάτιο και φούσκωναν μέσα μου δάκρυα που δεν τ’ άφηνα να κυλήσουν.

Τα βράδια κατέβαινα και τάιζα τις γάτες, σχεδόν στα κρυφά – είχαμε και κάποιους που δεν τις ήθελαν στη γειτονιά. Ανάμεσα στ’ άλλα ο ύπνος μου είχε γίνει άστατος, χαοτικός. Είχα δοκιμάσει όλα τα ωράρια ύπνου και το βιολογικό μου ρολόι ήταν στα πρόθυρα της καταστροφής. Κοιμόμουν στις έξι το πρωί και ξυπνούσα στις δύο το μεσημέρι. Ή από τις δώδεκα το μεσημέρι μέχρι το βράδυ στο κρεβάτι και μετά όρθιος όλη νύχτα μέχρι αργά το πρωί. Κάποιες μέρες κοιμόμουν με δόσεις και δεν ήξερα τι μου γινόταν. Σωματικά τις περισσότερες μέρες ήμουν ράκος και ένα πλάκωμα στο στήθος δυσκόλευε την αναπνοή και έκανε το μυαλό μου να πλέκει σενάρια ξαφνικού επικείμενου θανάτου. Τα βράδια που ο καιρός ήταν υποφερτός και έβγαινα έξω όλο και κάτι περίεργο εμφανιζόταν μπροστά μου, από τύπους που έψαχναν σεξ στα όρθια σε κάποιο πάρκο μέχρι και ένα νεαρό παιδί που το έβλεπα να μιλά με τους τοίχους – την πρώτη φορά νόμιζα πως έκανα λάθος αλλά τις επόμενες φορές που τον συνάντησα σιγουρεύτηκα ότι πράγματι μιλούσε με τους τοίχους. (περισσότερα…)