Παραλλαγές οίκτου

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

1

Παρασκευή μεσημέρι. Στέκομαι έξω από μια τράπεζα. Περιμένω τη σειρά μου για το αυτόματο μηχάνημα. Με πλησιάζει ένας τύπος, κοντός, κοκαλιάρης. Τα πράσινα μάτια του είναι υγρά, γλαρωμένα, γυαλίζουν. Το βλέμμα του στάζει απόγνωση. Δεν μπορεί να κρατήσει σταθερό το κεφάλι του. Τρέμει. Μου λέει την ιστορία του. Η μάνα του μόλις βγήκε από το νοσοκομείο και δεν έχει είκοσι ευρώ για τη συμμετοχή στην ιατρική συνταγή για τα φάρμακα που πρέπει να πάρει. Μου δείχνει μια τσάντα με μικρές συσκευασίες ειδών ραπτικής – κλωστές, βελόνες ραψίματος και τα συναφή. Μου ζητά, σχεδόν απαιτεί, να τα αγοράσω όλα και να του δώσω είκοσι ευρώ. «Για τη μανούλα μου, για τα φάρμακά της» τονίζει με σοβαρότητα. Δεν με πείθει αλλά τον συμπονώ, καταλαβαίνω ότι κάποια δυστυχία τον έχει οδηγήσει σε αυτή την παράσταση. Του λέω να του δώσω 2 ευρώ και να πάρω μια συσκευασία. Βλέπω το βλέμμα του να σκοτεινιάζει. Επιμένει, θέλει οπωσδήποτε 20 ευρώ. Του λέω δεν γίνεται, δεν έχω. Απομακρύνομαι. Πλησιάζω στο μηχάνημα για να βάλω την κάρτα. Θέλω μόνο να δω το υπόλοιπο. Τον βλέπω με την άκρη του ματιού μου, προσπαθεί να δει την οθόνη. Βλέπω το υπόλοιπο και πάω να φύγω. Τον ακούω πίσω μου να λέει «έχεις, εσύ έχεις ρε πούστη!». Η φωνή του στάζει μίσος, μου προκαλεί αναστάτωση, αλλοιώνει τη συμπόνια, τη μετατρέπει σε κάτι λιγότερο κι από οίκτο. Δεν ξέρω τι είδε στην οθόνη. Μπορεί με τα υγρά θολωμένα μάτια του, τα δυο τελευταία μηδενικά του ποσού μετά το κόμμα να τα θεώρησε ακέραια και να νόμιζε ότι είχα στην τράπεζα 80.000 ευρώ.

2

Τον συναντούσα κάπου-κάπου στο δρόμο. Σακατεμένος απ’ τη ζωή, έσερνε κάτι λιωμένες σαγιονάρες χειμώνα καλοκαίρι. Ζητιάνευε πάντα με αγένεια και με ένα ύφος που σε έκανε να νοιώθεις ότι ήσουν υποχρεωμένος να του δώσεις κάτι. Όποτε είχα, του έδινα. Ένα βράδυ τον συνάντησα έξω από ένα πρακτορείο. Ήρθε κατά πάνω μου και με μια θεατρική κίνηση μου έδειξε την κοιλιά του. «Το βλέπεις; Κοντεύει να σπάσει! Αν δεν κάνω εγχείρηση θα πεθάνω!». Μιλούσε για μια κοίλη που φαινόταν πράγματι πολύ μεγάλη. Σκέφτηκα ότι μπορεί να ήταν ψέματα, ότι μπορεί να είχε βάλει κάτω από την μπλούζα του κάποιο ύφασμα ή κάτι άλλο. Η παρουσία του μου ήταν αφόρητη. Για να τον ξεφορτωθώ του έδωσα κάτι. Απομακρύνθηκε μονολογώντας και μουγκρίζοντας. Λίγο πιο κάτω τον είδα να βγάζει από τα ρούχα του ένα κόκκινο αντικείμενο και να το πετάει στο δρόμο. Το πήρε ο άνεμος, το σήκωσε. Ήταν ένα μικρό κόκκινο μπαλόνι. Χαμογέλασα πικρά βλέποντας το να χάνεται στον άδειο ουρανό. Προσπάθησα να καταλάβω ποια απόγνωση τον οδήγησε στη γελοιότητα και στο ψέμα, να βρω ένα ελάχιστο πρόσχημα οίκτου. Δεν μπόρεσα.

3

Κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ, σε μια καφετέρια στο κέντρο της πόλης. Μόνος, πίνω καφέ, βλέπω έξω, σκέφτομαι τα δικά μου. Και ξαφνικά – όπως γίνεται πάντα, ξαφνικά – ένας άντρας απροσδιόριστης ηλικίας εμφανίζεται στο απέναντι πεζοδρόμιο κι αρχίζει την παράσταση. Κρατά στα χέρια του ένα ροζ πλαστικό καροτσάκι, παιδικό, βρώμικο, διαλυμένο. Σταματά μπροστά σε μια βιτρίνα με καλλυντικά, σηκώνει τα χέρια ψηλά, ανεμίζει το καροτσάκι σαν σημαία, κάτι φωνάζει και φεύγει. Μετά από λίγο εμφανίζεται και πάλι χωρίς το καροτσάκι. Τον παρατηρώ. Φοράει μαύρο σκούφο και ένα ξεθωριασμένο τζιν μπουφάν σκισμένο στα χέρια. Το βλέμμα μου σταματά στα παπούτσια: κόκκινα, αθλητικά, ταλαιπωρημένα, ταπεινωμένα. Μετά βλέπω το πρόσωπό του: ο σκούφος είναι χαμηλά στα φρύδια, τα μάτια του δυο σκοτεινές τρύπες, όλο το υπόλοιπο πρόσωπο καλυμμένο με πυκνά γκρίζα γένια. Με μια θεατρική κίνηση βγάζει από την τσέπη του μπουφάν ένα κινητό. Αρχίζει να μιλάει ή κάνει πως μιλάει. Και όσο μιλάει χορεύει σαν γυναίκα, κουνώντας μέση και γοφούς. Ξαφνικά φωνάζει, ουρλιάζει, δεν καταλαβαίνω τι λέει. Μια παρέα δίπλα μου ξεσπάει σε γέλια – εκείνο το ξαφνικό γέλιο που κάποιες φορές δεν μπορείς να το καταπιείς μπροστά στο θέαμα κάποιου που τα ’χει χαμένα. Σε λίγο η παράσταση τελειώνει, τον βλέπω να φεύγει. Αναρωτιέμαι. Τι είναι αυτό που νοιώθω; Συμπόνια; Λύπηση; Το αίσθημα που γεννιέται από την επίγνωση της κοινής ανθρώπινης μοίρας; Φόβος ότι όλα είναι πιθανά για όλους; Ίσως κάτι απ’ όλα. Βλέπω τον άτυχο άντρα να χάνεται στο βάθος της νύχτας. Φαντάζομαι κάποιο παρασκήνιο. Κάποια πορεία θα τον οδήγησε μέχρι εδώ. Πίκρες, αποτυχίες, απόρριψη, μοναξιά, φτώχεια – μεγάλο το ρεπερτόριο του καημού και του πόνου. Μπορεί και κάποια χαλασμένα γονίδια. Που να βρεις άκρη. Τι συμπέρασμα να βγάλεις. Μόνο μην κρίνεις. Και μην ξεχνάς: κάποτε μπορεί να δίνεις εσύ μια θλιβερή παράσταση σε κάποιο πεζοδρόμιο και κάποιος άλλος να σε βλέπει με οίκτο και να γελά πίνοντας τον καφέ του.

*

*

*