Στήλες | Δοκιμές (από τον Φώτη Παπαγεωργίου)

Σκοπός της στήλης «Δοκιμές» είναι να καταστήσει προσβάσιμα στο ευρύ κοινό, για πρώτη φορά στα ελληνικά, κλασικά κείμενα και αποσπάσματα της λατινικής και λατινογενούς γραμματείας. Κορφολογεί, εισάγει, μεταφράζει και σχολιάζει ο Φώτης Παπαγεωργίου.

Πετράρχης, Η Ομιλία της Στέψης

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

~.~

Ο Πετράρχης (1304-1374) έτρεφε από την πρώιμη νεότητά του την επιθυμία να καταξιωθεί, και μάλιστα μέσω ενός επισήμου τελετουργικού στέψης, ως δεσπόζουσα μορφή των γραμμάτων. Την επιθυμία του ερέθισε η αναπάντεχη αναβίωση του εθίμου της απόδοσης δημοσίων τιμών σε επιφανείς ποιητές στις αρχές του 14ου αιώνα. Τούτη η αναβίωση βασίστηκε σε μια μάλλον ισχνή κατανόηση των διασωθεισών μαρτυριών για τους ποιητικούς αγώνες που τελούνταν κατά τη διάρκεια των Καπιτωλίων. Σε κάθε περίπτωση, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το ενδιαφέρον που προκάλεσε σε όλη την Ιταλία, το καθοριστικό έναυσμα δόθηκε με τη βράβευση του ποιητή Αλμπερτίνο Μουσάτο από τις πανεπιστημιακές και διοικητικές αρχές της Πάδοβας, το 1315. Είναι γνωστό πόσο πολύκροτη κατέστη λίγο αργότερα η ματαίωση της επιθυμίας του Δάντη να λάβει αντίστοιχη τιμή από την πόλη της Φλωρεντίας. Για τον νεαρό Πετράρχη δε, έναν πρόσθετο ενθουσιασμό στην προοπτική να στεφθεί με το δάφνινο στεφάνι, γεννούσε η ομοηχία του ποθητού τροπαίου (Laurea) με το αειθρύλητο αντικείμενο του έρωτά του, τη Laura.

Ο Πετράρχης κινήθηκε πετυχημένα ώστε να του προταθεί, το 1340, η απόδοση δημόσιας καταξίωσης. Τούτο αποτελεί από μόνο του ένα παράδοξο, αφού ο ίδιος ήταν τότε μόλις 35 ετών, και δεν είχε ακόμα δημοσιεύσει ούτε ένα έργο από αυτά που θα καθιστούσαν, πράγματι, το όνομά του αθάνατο. Την πρόσκληση την κατέστησε μάλλον εφικτή η αρχαιογνωσία του, και η ιδιότητά του ως πολλά υποσχόμενου ποιητή. Ο ίδιος αναφέρει ότι προσκλήσεις για στέψη έλαβε τόσο από την πόλη του Παρισιού, όσο και από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο. Με προφανή τη συμβολική διάσταση, προτίμησε η στέψη να γίνει, (περισσότερα…)

Πέτρος Ράμους, Για το ότι υπάρχει μόνον μία μέθοδος κατάρτισης μιας επιστήμης [2/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

~.~

ΠΕΤΡΟΣ ΡΑΜΟΥΣ

Για το ότι υπάρχει μόνον μία μέθοδος κατάρτισης μιας επιστήμης

[ 2/2  ]

Ας επικεντρωθούμε τώρα στο κύρος και στη μέθοδο του Γαληνού και ας προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τη διδασκαλία ενός τόσο σημαντικού άνδρα. Διότι από όλους τους σχολιαστές του Αριστοτέλη για τους οποίους μίλησα στο πρώτο βιβλίο, κανείς δεν υπερέχει, κατά τη γνώμη μου, του Γαληνού. Του αρμόζουν ύψιστοι έπαινοι. Το πνεύμα του είναι μοναδικό. Η δε ευγλωττία του, παρόλο που φαντάζει νεανική και υπέρ το δέον ‘ασιατική’ και παρατραβηγμένη, για εκείνους, πάντως, που έχουν να διαθέσουν τον χρόνο, δεν αποδεικνύεται δυσάρεστη. Η ενδελέχειά του στη συγγραφή είναι μοναδική, μα, πάνω από όλα -και αυτό το τιμώ απεριόριστα- τη φιλοσοφική του στάση διακρίνει ένας πηγαίος και αχειραγώγητος ζήλος: προτάσσει τον σκοπό των πραγμάτων, διακρίνει μεταξύ της χρηστικότητας των τεχνών καθώς και της τελικής ευχαρίστησης και αλήθειας προς την οποία συντείνουν. Ακολουθώντας τη γραμμή μιας επιχειρηματολογίας, όχι μόνον θα συστήσει θερμά αυτό που βρίσκεται σε συμφωνία με την αρετή, μα, πιστός στην ίδια επιχειρηματολογία, θα ασκήσει δριμεία κριτική και σε ό,τι συνδέεται με μια ροπή προς το σφάλμα. Θέτει στο στόχαστρό του προηγούμενούς του φιλοσόφους που πίστεψαν προπετώς πολλές θεωρίες και φαντασιοκοπίες τις οποίες είχαν απλώς διαβάσει ή ακούσει. Τούτοι δεν μπήκαν στον κόπο να εξετάσουν εάν όσα διάβαζαν ή άκουγαν είναι αληθή, ούτε τα αντιπαρέβαλαν με κριτήρια της αλήθειας όπως η αίσθηση και η εμπειρία.

Ωστόσο, παρόλο που υπήρξε τόσο σημαντικός φιλόσοφος σε τόσα πράγματα, πρέπει να εξετάσουμε τι δίδαξε ο Γαληνός ως προς τη μέθοδο. Διότι κάνει ενίοτε λόγο για μέθοδο, άλλοτε για θεωρία -όπως ο Σιμπλίκιος- και άλλοτε για διδασκαλία σχετικά με την τάξη. Ας επικεντρωθούμε στην ουσία και όχι στην ορολογία που χρησιμοποιεί. Πιστεύω, λοιπόν, ότι, από τη στιγμή που βρει κανείς την ύλη μιας ολόκληρης τέχνης -τους ορισμούς, τους κανόνες, τις διαιρέσεις της-, έχουν δε αποκρυσταλλωθεί όλες οι βασικές παραδοχές και έχει κριθεί ποια ακριβώς είναι η ύλη αυτής της τέχνης, η επιστημονική και έντεχνη διάταξη αυτής της ύλης μπορεί να επιτευχθεί με έναν και μόνον τρόπο: ξεκινώντας από εκείνα που είναι πρότερα και γνωριμότερα κατά τη φύση. Με την άδειά σου, εγώ αυτό το αποκαλώ ‘μέθοδο’. Εάν τώρα εσύ, θεωρώντας ότι ως προς τον όρο ‘μέθοδος’ αλλά και ως προς τον ορισμό του, επιθυμείς να παρουσιάσεις τον Γαληνό ως αντίπαλό μου, τονίζοντας ότι τούτος εισήγαγε ποικίλους τρόπους διάταξης μιας τέχνης, εγώ ξεκάθαρα το αρνούμαι. Για να αποφύγουμε όμως μια διαφωνία που θα στρέφεται απλώς γύρω από τον όρο, θεωρώντας ότι ο Γαληνός μπορεί να εννοούσε κάτι διαφορετικό από αυτό που εννοούμε εμείς, επίτρεψέ μου να προσδιορίσω το θεμέλιο της αντιπαράθεσης. Εσύ επικαλείσαι την αυθεντία του Γαληνού· εγώ θα επικεντρωθώ στη βάση της διαφωνίας.

Ας εξετάσουμε, λοιπόν, πώς, κατά τη γνώμη σου, ορίζει ο Γαληνός τι είναι ‘μέθοδος’: «εγώ ισχυρίζομαι», λέει, «ότι θα είσαι σε θέση να βρεις την αλήθεια των υπό διερεύνηση πραγμάτων εάν πρώτα αναγνωρίσεις την αρχή του δρόμου που οδηγεί σε αυτήν· γιατί αν χάσεις την αρχή, θα περιπέσεις σε πολλά λογικά σφάλματα. Με τα ίδια δε κριτήρια με τα οποία βρήκες την αρχή, θα βρεις το δεύτερο και το τρίτο έρεισμα, καθώς και όλα όσα έπονται»[1]. Τη μέθοδο που εξηγώ εδώ, φαίνεται, λοιπόν, να περιέγραψε ο Γαληνός στο ξεκίνημα του ένατου βιβλίου του Περί των Ιπποκράτους και Πλάτωνος δογμάτων. Ο ίδιος ορισμός επαναλαμβάνεται λίγο αργότερα στο ίδιο βιβλίο, εκεί όπου αναφέρεται η παρατήρηση του Ιπποκράτη πως για να κατανοηθεί τι χαρακτηρίζει το πρόσωπο ενός ανθρώπου που νοσεί, πρέπει αυτό να αντιπαραβληθεί με το πρόσωπο ενός ανθρώπου υγιούς. Σημειώνει, λοιπόν, ο Γαληνός: (περισσότερα…)

Πέτρος Ράμους, Για το ότι υπάρχει μόνον μία μέθοδος κατάρτισης μιας επιστήμης [1/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

~.~

Για να κατανοήσει κανείς την ιδεοϊστορική σπουδαιότητα της επεξεργασίας της έννοιας της μεθόδου από τον Πέτρο Ράμους (1515-1572) πρέπει να παραμερίσει πρώτα τον δημοφιλή εκείνο μύθο που θέλει τον Ντεκάρτ να εγκαινιάζει τάχα μία νέα εποχή στη φιλοσοφία πραγματευόμενος πρώτος και διεξοδικά την έννοια αυτή. Ο όρος μέθοδος εισάγεται στη φιλοσοφία ήδη από τον Πλάτωνα και συνδέεται πρωτίστως με τη θεμελίωση της διαλεκτικής· απαντά δε έκτοτε ευρέως τόσο στη φιλοσοφική παράδοση όσο και σε άλλες επιστήμες, έως τη βαθιά ύστερη αρχαιότητα. Ο όρος σήμαινε, όπως σε κάποιο βαθμό και σήμερα, τον «έντεχνο», δηλαδή τον συστηματικό, εγνωσμένο, έλλογο τρόπο προσέγγισης ενός ζητήματος (ή ενός συνόλου ζητημάτων), καθώς επίσης και τη σύνοψη ή τη βράχυνση των διαφόρων δρόμων ή οδηγιών για τη διαπίστωση του αληθούς και την άφιξη στον ποθητό γνωστικό προορισμό. Πολύ πιο σπάνια σηματοδοτούσε τον τρόπο οργάνωσης ενός ολόκληρου κλάδου του επιστητού. Η συζήτηση περί μεθόδου κορυφώνεται στον Γαληνό (129-περ.216), ο οποίος χρησιμοποιεί τον όρο πάνω από πεντακόσιες φορές, ενώ απασχολεί έντονα και όλους σχεδόν τους συγγραφείς της φιλοσοφικής σχολιαστικής παράδοσης. Στη Δύση, πρώτος ο Βοήθιος εισκομίζει τον όρο methodus, έναν όρο ο οποίος, παρόλο που δεν υιοθετείται στις μεσαιωνικές λατινικές μεταφράσεις του Αριστοτέλη, αξιοποιείται ευρέως στη σχολαστική γραμματεία.

Αναφέραμε ήδη ότι ο όρος συνδέθηκε πρωτίστως με την τέχνη της διαλεκτικής. Στο πρώτο βιβλίο των Τοπικών ο Αριστοτέλης γράφει χαρακτηριστικά: «τοῦτο δ’ ἴδιον ἢ μάλιστα οἰκεῖον τῆς διαλεκτικῆς ἐστιν· ἐξεταστικὴ γὰρ οὖσα πρὸς τὰς ἁπασῶν τῶν μεθόδων ἀρχὰς ὁδὸν ἔχει»[1]. Στη μέση και ύστερη σχολαστική περίοδο, η διαλεκτική (ως Λογική) θεωρείται, πράγματι, η «τέχνη των τεχνών» (ars artium), η «επιστήμη των επιστημών» (scientia scientiarum), καθώς μπορεί να αξιοποιηθεί για να εξετάσει τις βάσεις των «μεθόδων» όλων των υπολοίπων επιστημών. Στον μεσαιωνικό νου, βέβαια, το πρόσημο παραμένει αυτονόητα αριστοτελικό, και οποιαδήποτε συζήτηση περί μεθόδου δεν αξιοποιείται σθεναρά προς χάριν μιας διακριτής ή σημαίνουσας ανακατεύθυνσης της θεμελίωσης ή του περιεχομένου της φιλοσοφικής σκέψης. Όταν, όμως, οι ανθρωπιστές του 15ου αιώνα, με πρωτεργάτη τον Λορέντσο Βάλλα (περ. 1407-1457), ρίχνονται στη μάχη της αναβάθμισης της ρητορικής σε κορωνίδα των τεχνών, και παρόλο που αποφεύγουν αρχικά ως σχολαστικό και εξεζητημένο τον όρο methodus, επεκτείνουν αποφασιστικά το περικείμενο της σχετικής συζήτησης ως εξής: για να αποκαθηλωθεί η διαλεκτική, πρέπει να αποδειχθεί ότι η ρητορική παρέχει μια ασφαλέστερη βάση θεμελίωσης των τεχνών από την αντίπαλό της. Με άλλα λόγια, η ρητορική πρέπει να αναδειχθεί σε τελική εγγυήτρια για τον εξής απλό λόγο: εκείνη κομίζει ακριβώς αυτό που κατά βάθος απαιτείται, δηλαδή, μια ανεκζήτητη, ταχυβάδιστη, ορθή πορεία (processus, via, ratio) αρτίωσης και διδασκαλίας των τεχνών. Τη σπερματική ιδέα του Βάλλα αναπτύσσουν ο Ρούντολφ Αγκρίκολα (1444-1485) και ο Γιοχάννες Στουρμ (1507-1589), με το έργο των οποίων είναι εμφανώς εξοικειωμένος και ο Πέτρος Ράμους (1515-1572). Περί το 1540 δε, το ζήτημα της μεθόδου (ο ορισμός της, η σπουδαιότητά της, ο αποδεκτός αριθμός έγκυρων «μεθόδων», η ακριβής λειτουργία που μια μέθοδος επιτελεί κ.ά.) έχει ήδη ανασκαλευτεί αισθητά ανά την Ευρώπη, εξέλιξη η οποία συνδέεται επίσης με την εκδοτική και πνευματική δραστηριότητα της εποχής -ενδεικτικά και μόνον: διάχυση του πλατωνισμού, εμφάνιση του προτεσταντισμού, επανεξέταση των θεμελίων της παιδαγωγικής, δημοτικότητα της αντισχολαστικής διαλεκτικής γραμματείας, εκδόσεις του γαληνικού corpus,  εκδόσεις της ελληνικής σχολιαστικής παράδοσης κ.ά.

(περισσότερα…)

Ο θρήνος της Μαρίας

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Η δημοτικότητα του Θρήνου της Μαρίας (Planctus Mariae) μαρτυρείται από μια εξαιρετικά πλούσια χειρόγραφη, εκδοτική και μεταφραστική παράδοση. Πέρα από τα εκατοντάδες χειρόγραφα του έργου τα οποία διασώζονται σε ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες, το κείμενο γνώρισε τουλάχιστον 29 εκδόσεις από το 1467 έως το 1568. Ταυτόχρονα, κατά τον 14ο και 15ο αιώνα εμφανίζονται πολλές μεταφράσεις του, και μάλιστα σε πολλές γλώσσες: τα Αγγλικά, τα Αγγλονορμανδικά, τα Γαλλικά, τα Ολλανδικά, τα Ιταλικά και τα Οξιτανικά. Επιπροσθέτως, εκτενή τμήματα του έργου παραφράστηκαν ή μεταφέρθηκαν αυτούσια σε πολυάριθμα κείμενα της ευρύτερης «γραμματείας του Πάθους», όχι μόνον στα λατινικά, μα και στην καθομιλουμένη. Με άλλα λόγια, ο Θρήνος στάθηκε ένα από τα δημοφιλέστερα κείμενα του ύστερου Μεσαίωνα, κι η δημοτικότητά του συνεχίστηκε αμείωτη κατά την Αναγέννηση.

Ο τίτλος του έργου παραδίδεται σε διάφορες παραλλαγές ενώ, κατά μια σύμβαση συνήθη στη χριστιανική γραμματεία, η σύνταξή του αποδόθηκε ψευδώς σε συγγραφείς μεγαλύτερου κύρους. Ως δημιουργός του φερόταν κατεξοχήν ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ, μα το κείμενο αποδόθηκε επίσης στον Άνσελμο, ακόμα και στον Αυγουστίνο. Περί τα μέσα του 20ου αιώνα ταυτοποιήθηκε με βεβαιότητα ο πραγματικός συντάκτης. Πρόκειται για τον Ογέριο (†1214), αββά της κιστερκιανής μονής του Λοκέντιο, το ίδιο το όνομα του οποίου επίσης παραδίδεται σε διάφορες παραλλαγές: Ogerius, Oglerius, Oglerus και Occlesius. Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα των Ομιλιών προς Έπαινο της Αγίας Θεοτόκου.

Για τον μεσαιωνικό μοναστικό νου, ιδίως της ώριμης και ύστερης περιόδου, η αφήγηση του Πάθους στα ευαγγέλια φάνταζε κοντολογιογραμμένη. Αναπτύχθηκε μια ευρύτατη λατρευτική γραμματεία αφηγηματικής, θεατρικής ή ποιητικής ανάπτυξης και παρατεταμένου στοχασμού επί των επεισοδίων του Πάθους η οποία, με όχημα τον ευσεβή συναισθηματισμό, επέτρεπε την πληρέστερη δυνατή ταύτιση και ένωση με τον Πάσχοντα. Προς το τέλος του 12ου αιώνα, διαμορφώνεται και μια διακριτή λογοτεχνική παράδοση που εστιάζει στη συμ–πάσχουσα Μαρία. Ο Θρήνος του Ογέριου δίνει αποφασιστική ώθηση στην παράδοση αυτή.

Στο κείμενο αναπτύσσεται ένας ιδιότυπος διάλογος μεταξύ του στοχαζόμενου και της ίδιας της Μαρίας, με την τελευταία να καλείται να περιγράψει τον πόνο και τον θρήνο που την κυρίευσαν στο διάστημα από την σταύρωση του Ιησού έως και την ταφή του (το διαλογικό σχήμα δεν τηρείται έως τέλους, και το κείμενο καταλήγει σε τριτοπρόσωπη αφήγηση). Ο Θρήνος εντυπωσιάζει με την παραστατικότητα και τη δραματική του υπερβολή. Αντί για μια Μαρία εχέθυμη, ο Ογέριος περιγράφει μια μητέρα της οποίας ο θρήνος εξωθείται στα άκρα, λαμβάνει δε ξεκάθαρα ερωτικά χαρακτηριστικά – σε ένα σημείο, μάλιστα, ο συγγραφέας διερωτάται για (και υπερασπίζεται, ασφαλώς, την) ευσέβεια του θρήνου της. Εξυφαίνεται η εικόνα μιας Μαρίας σχεδόν υστερικής, που θέλει να οδηγηθεί στον θάνατο μαζί με τον αγαπημένο της, γίνεται κατακόκκινη καθώς φιλά το χώμα που ποτίζεται με το αίμα του, ακριβοποθεί και διεκδικεί μέχρις εσχάτων το σώμα του. Η μητέρα πενθεί με τρόπο που οδηγεί τον περίγυρό της να λυπάται περισσότερο για εκείνη, παρά για τον θάνατο του Χριστού.

(περισσότερα…)

Φίλιππος Μελάγχθων, Ευγλωττίας εγκώμιο

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το Ευγλωττίας εγκώμιο παρουσιάστηκε το 1523 από τον Φίλιππο Μελάγχθωνα, στενό συνεργάτη του Λούθηρου, στο πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης, όπου δίδασκε Ελληνικά από το 1518. Στην παράδοση του αντισχολαστικού ανθρωπισμού του Βάλλα, του Αγκρίκολα και του Έρασμου, η declamatio του Μελάγχθωνα εξαίρει τον ρόλο των ανθρωπιστικών σπουδών, και ιδιαιτέρως της ρητορικής, στην κατάκτηση της καλλιέργειας και τη διασφάλιση του πολιτισμένου βίου.

Ο Μελάγχθων αρχικά αμφισβητεί τον δογματικό διαχωρισμό ευγλωττίας και ορθής έκφρασης. Το να εκφράζεται κανείς σωστά δεν είναι η βάση στην οποία επιστοιβάζεται απλώς, ως πολυτέλεια σχεδόν, η δεινότητα λόγου, η «ευγλωττία». Τουναντίον, το να εκφράζεται κανείς σωστά συνδέεται άρρηκτα με την ευγλωττία, την ουσία της οποίας ο Μελάγχθων συνοψίζει στον όρο elegantia, ήτοι τη μεθοδική και έντεχνη καλαισθησία γλώσσας και νοήματος.

Την κατάκτηση της καλαισθησίας καθιστούν δυνατή η μελέτη, η μίμηση και η κριτική κατανόηση του λόγου των κλασικών συγγραφέων. Ύψιστα πρότυπα λόγου θεωρεί ο Μελάγχθων τους ποιητές (πρωτίστως) μα και τους ιστορικούς της αρχαιότητας. Εξυμνεί μάλιστα ιδιαιτέρως την πρακτική εξάσκηση στην παραγωγή λόγου, έναντι της παθητικής υπαγόρευσης και απομνημόνευσης.

Η αμέλεια των ανθρωπιστικών σπουδών και η άγνοια της αρχαίας γραμματείας σηματοδοτούν γενικευμένη αμάθεια και πρωτογονισμό. Τα βέλη του στρέφει ο Μελάγχθων κυρίως στον σχολαστικισμό, ο οποίος ευνόησε την παρανόηση των αυθεντικών νοημάτων του Ευαγγελίου και τη διαστροφή της θεολογίας σε ανυπόφορη τιποτολογία. Με την αναζωογόνηση της μελέτης της υψηλής γραμματείας, δίνεται επιτέλους η ευκαιρία να αποκατασταθεί η ενδεδειγμένη τάξη (ordo) της μάθησης: στην ευγλωττία θα στηριχθούν αξιόπιστα οι δεσπόζουσες επιστήμες της φιλοσοφίας, της νομικής και της θεολογίας.

~.~

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΜΕΛΑΓΧΘΩΝ

Ευγλωττίας εγκώμιο  [1]

Ακριβώς όπως ο Ησίοδος θρηνεί που οι θνητοί αγνοούν πόση ωφέλεια μπορεί να κρύβουν η μολόχα και ο ασφόδελος[2] –ωσάν να ήταν άχρηστα βότανα– έτσι θρηνούμε κι εμείς, κι όχι για πρώτη φορά, που οι νέοι αγνοούν πόση σημασία έχουν οι τέχνες του λόγου στη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης καλλιέργειας. Τούτες, βέβαια, φαινομενικά δεν παρέχουν καμία ωφέλεια από εκείνες τις οποίες είθισται να επικροτούν τα πλήθη, κι όμως, η χρησιμότητά τους για τους ανθρώπους ξεπερνά οποιαδήποτε άλλη. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα, πουθενά, στο σύνολο των πραγμάτων, που να προσφέρει μεγαλύτερη ευεργεσία στους θνητούς από αυτήν την κατηγορία τεχνών. Ωστόσο, καθώς οι νέοι αγνοούν τη σπουδαιότητά τους, το αποτέλεσμα είναι να τις περιφρονούν και να τις απαξιώνουν, χάνοντας το κίνητρο να αφιερώσουν τον κόπο που απαιτείται για να εκπαιδευθούν κατάλληλα σε αυτές. Είναι εξαιρετικό να σε αποκαλούν φιλόσοφο, υπέροχο να ακούς έναν νομομαθή, και αυτές τις μέρες κανένας τίτλος δεν προκαλεί περισσότερο τον έπαινο του πλήθος από εκείνον του θεολόγου· αλλά τις τέχνες του λόγου όλοι τις καταφρονούν, όπως καταφρονούσαν άλλοτε τους Μεγαρείς[3]. (περισσότερα…)

Πολιτσιάνο, Επιστολή προς τον Μπαρτολομέο Σκάλα

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Από τον Μάιο έως τον Δεκέμβριο του 1479, ο Λαυρέντιος ο Μεγαλοπρεπής επέτρεψε στον ευνοούμενό του Άντζελο Πολιτσιάνο, εικοσιπεντάχρονο τότε, να διαμείνει στην προσωρινά άδεια Βίλα των Μεδίκων στο Φιέζολε. Κατά πάσα πιθανότητα τον Ιούνιο, ο Πολιτσιάνο ολοκλήρωσε εκεί την εμβληματική λατινική μετάφραση του Εγχειριδίου του Επίκτητου. Αν και είχε ήδη προηγηθεί η μετάφραση του Εγχειριδίου από τον Περόττι το 1450, η τελευταία πρέπει να διανεμήθηκε σε πολύ στενό κύκλο, είναι δε πολύ πιθανόν ο Πολιτσιάνο να την αγνοούσε. Άμεση γνώση της μετάφρασης του Πολιτσιάνο έλαβε ο Μπαρτολομέο Σκάλα, Καγκελάριος της Φλωρεντίας. Απευθυνόμενος στον Πολιτσιάνο, ο Σκάλα άσκησε κριτική στα «ασαφή», «ανεδαφικά» και «ψευδή» στωικά παραγγέλματα που αναπτύσσει στο Εγχειρίδιον ο Επίκτητος. Την κριτική του Σκάλα τη γνωρίζουμε σήμερα μόνον μέσα από τις αναφορές που κάνει ο ίδιος ο Πολιτσιάνο στη διάσημη απαντητική επιστολή του, η οποία υπογράφεται την 1η Αυγούστου. Για την υπεράσπιση του Επίκτητου απέναντι στον Σκάλα, ο Πολιτσιάνο αντλεί έμπνευση από το έργο του Σιμπλίκιου Εξήγησις εις το του Επικτήτου Εγχειρίδιον. Ακολουθώντας τον Σιμπλίκιο, προσφέρει μια συγκρητιστική, πλατωνίζουσα ερμηνεία των παραγγελμάτων του Επίκτητου, θεωρώντας ότι ο στωικός φιλόσοφος αντιλαμβάνεται το σώμα ως «εργαλείο» της ψυχής, κατά το υπόδειγμα του ‘πλατωνικού’ Αλκιβιάδη.

Ο Πολιτσιάνο θεωρούσε την επιστολογραφία υψηλή λογοτεχνική δραστηριότητα, θέτοντας απαιτήσεις ευγλωττίας που ξεπερνούσαν εκείνες των συγχρόνων του. Δεν είναι τυχαίο ότι, επί δύο αιώνες, οι συλλογές των επιστολών του γνώρισαν πολυάριθμες εκδόσεις σε όλη την Ευρώπη. Ο Έρασμος, χαρακτηριστικά, θεωρούσε την επιστολογραφία του Πολιτσιάνο ανώτερη κάθε άλλου συγγραφέα των νεότερων χρόνων. Στην επιστολή αυτή προς τον Σκάλα, ο Πολιτσιάνο υιοθετεί ένα ύφος κομψής εμφατικότητας, απαντώντας εύστοχα και ευσύνοπτα στις αιτιάσεις του Καγκελάριου.

~.~

ΠΟΛΙΤΣΙΑΝΟ

Επιστολή προς τον Μπαρτολομέο Σκάλα
σε υπεράσπιση του στωικού φιλοσόφου Επίκτητου [1]

Αγαπητέ μου Σκάλα, φαίνεται πως δεν αρκείσαι στο να εκτελείς τα καθήκοντα ενός γενναίου στρατιώτη και ενός ατρόμητου στρατηγού, αλλά, με τη χαρακτηριστική σου σχολαστικότητα, δεν επιτρέπεις και στους νεοσύλλεκτούς σου να μαραζώσουν στη σχόλη και την οκνηρία. Αντιθέτως, τους καλείς να εγκαταλείψουν τη σκιερή σκηνή για το σκονισμένο πεδίο, το ιδροκόπημα του πεδίου ασκήσεων και τα γυμνάσια, θεωρώντας ότι ολόκληρο το σώμα των στρατιωτών υπάγεται στη δική σου και μόνον δικαιοδοσία.

Από την πλευρά μου, πίστευα ότι είχα κάνει αρκετά μεταφράζοντας τον Επίκτητο από τα Ελληνικά. Αλλά τώρα με ξεσηκώνεις, σημαίνοντας τη σάλπιγγα για μάχη, να τον υπερασπιστώ κιόλας. Επομένως, όπως λέει ο Οράτιος,

σ’ αυτόν και κάθε άλλο πόλεμο πρόθυμα θα συγκρουστώ                                  
με μόνη ελπίδα την εύνοιά σου να κερδίσω[2]. (περισσότερα…)

Ρούντολφ Αγκρίκολα, Για τη γέννηση του Χριστού

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Την ομιλία Για τη γέννηση του Χριστού (De nativitate Christi) την εκφώνησε ο Rudolph Agricola (1443-1485) τα Χριστούγεννα του 1484, ενώπιον ενός ακαδημαϊκού κοινού στη Χαϊδελβέργη, λίγους μήνες πριν από τον πρόωρο θάνατό του. Ο Αγκρίκολα, κορυφαίος θεωρητικός της ρητορικής τέχνης, είχε συντάξει πριν από λίγα χρόνια το De inventione dialectica (Περί της διαλεκτικής ευρέσεως), έργο που επρόκειτο να αποτελέσει το βασικό εγχειρίδιο (ρητορικής) διαλεκτικής κατά τον 16ο αιώνα. Η χριστουγεννιάτικη ομιλία του 1484 συντάσσεται με εμφανή την προσπάθεια να εφαρμοσθούν η τέχνη και η μέθοδος τις οποίες είχε περιγράψει ο Αγκρίκολα στο εγχειρίδιό του. Και δίκαια θεωρείται όχι μόνον η κορυφαία του ομιλία, μα και λεπτούργημα της ρητορικής του 15ου αιώνα.

Το βασικό ερώτημα του κειμένου είναι απλό: με ποια λόγια, αναρωτιέται ο Αγκρίκολα, μπορεί κανείς να περιγράψει τη χαρμοσύνη που προκαλεί η γέννηση του Χριστού; Τη δυσκολία να απαντηθεί το ερώτημα την πλάθει εξηγώντας, με κλιμάκωση μοναδική, πόσο ξεχωριστό έργο θείας οικονομίας αποτελεί η ενανθρώπηση. Για τον Αγκρίκολα, η γέννηση του Χριστού αποτελεί έργο πιο σπουδαίο και από τη Δημιουργία, ανώτερο και από την Ανάσταση, λαμπρότερο και από το χάρισμα της αιώνιας ζωής. Με πλατωνικής έμπνευσης εικονοποιΐα αποτυπώνει πόσο θαυμαστό είναι ότι ο υπέρτατος Θεός καταδέχθηκε μια ασύλληπτη μεταβολή: να θέσει τον Υιό του στο πεδίο της φθαρτής φύσης και να ενστερνιστεί ο Υιός τη μορφή του δημιουργήματος που ήθελε να εξιλεώσει. Ο ακατάληπτος Λόγος του Θεού γίνεται πλάσμα του οποίου ο Λόγος συνίσταται σε κλάματα. Το έργο αυτό υπερβαίνει σε καλοσύνη κάθε άλλη ενέργεια του Θεού. Ακόμα περισσότερο θαυμαστό είναι αυτό εάν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες της γέννησής του: ενισχύοντας περαιτέρω την ταπείνωσή του, ο βασιλεύς των βασιλέων γεννιέται στην ερημιά, φασκιώνεται με κουρέλια κι έχει για παραστάτες ένα βόδι κι ένα γαϊδουράκι.

Όσο αδύνατον είναι να βρει κανείς τα λόγια να υμνήσει αυτήν τη χαρά, άλλο τόσο αδύνατον είναι και να σιωπήσει. Με οδηγούς τους αγγέλους, οι άνθρωποι δεν έχουν παρά να επαναλάβουν με όλη τη δύναμη της φωνής και της ψυχής τους τον αγγελικό ύμνο: δόξα ν ψίστοις Θε κα π γς ερήνη, ν νθρώποις εδοκία.

~.~

ΡΟΥΝΤΟΛΦ ΑΓΚΡΙΚΟΛΑ

Για τη γέννηση του Χριστού [1]

Σοφότατοι άνδρες, αποτελεί πανάρχαιη παράδοση η γενέθλια ημέρα κάθε ανθρώπου να γιορτάζεται· γιορτάζεται στο οικογενειακό περιβάλλον για τους απλούς πολίτες, αλλά για τους ηγεμόνες και τους επιφανείς άνδρες γιορτάζεται με ομοψυχία και χαρά που εκδηλώνονται δημόσια, με τη συμμετοχή λαών και επαρχιών. Ανέκαθεν οι άνθρωποι πίστευαν πως η ημέρα αυτή πρέπει να τιμάται σαν επίσημη γιορτή και η χαρά να ανανεώνεται κάθε χρόνο. Πρόκειται, άλλωστε, για την ημέρα που έδωσε στον κάθε άνθρωπο το χάρισμα του φωτός και της ζωής, που άνοιξε το δρόμο σε όλες τις υπόλοιπες, και μας έδωσε τη δυνατότητα να δεχθούμε όλα τα αγαθά που απολαμβάνουμε στη ζωή. Οι άνθρωποι θεωρούσαν, λοιπόν, πως πρέπει να τιμούν με πολύ περισσότερη χαρμοσύνη και σεβασμό την ημέρα στην οποία γεννήθηκε κάποιος άνδρας εξέχων και μεγάλου διαμετρήματος. Είναι, φυσικά, πολύ πιο σπουδαίο και όμορφο να ωφελείς την κοινή ζωή και σωτηρία των πολλών, παρά απλά να ζεις. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, οι πιο ασήμαντοι άνθρωποι γεννιούνται μόνον για να πεθάνουν, και η ημέρα της γέννησής τους ανέτειλε μόνον για να σβήσει με τη δύση. Όμως εκείνη την ημέρα που έφερε στο φως κάποιον άνθρωπο περίλαμπρο, κάποιον που ήταν προς το κοινό συμφέρον να γεννηθεί, δεν θεωρούσαν ότι πρέπει να τη βλέπουν σαν μια ημέρα η οποία, όπως όλες οι άλλες, διήρκεσε από την ανατολή έως τη δύση, αλλά σαν μια ημέρα που έπρεπε να υπερισχύσει κατά κράτος έναντι των πολλών ετών που ακολούθησαν, και, ει δυνατόν, να διαφυλαχθεί λαμπρή, λουσμένη σε αιώνιο φως, χωρίς να τη σκιάζει η υπεισέλευση καμίας νύχτας. (περισσότερα…)

Έρασμος του Ρόττερνταμ, Ο Ιούλιος αποκλεισμένος από τον Παράδεισο [2/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Τον Φεβρουάριο του 1513 πεθαίνει ο πάπας Ιούλιος Β΄, ο πιο διαβόητος και κακόφημος ποντίφικας μιας εποχής περικλεούς παπικής παντοκρατορίας. Έναν χρόνο μετά τον θάνατο του αρειμάνιου πάπα, άρχισαν να κυκλοφορούν στα κρυφά, χειρόγραφα αντίτυπα ενός ανώνυμου διαλόγου πρωτοφανούς ανευλάβειας απέναντι στο πρόσωπο του. Ο ξεκαρδιστικός διάλογος κατέληξε να φέρει παραδοσιακά τον τίτλο «Ο Ιούλιος αποκλεισμένος από τον παράδεισο». Στο έργο, ο Ιούλιος λογομαχεί με τον Άγιο Πέτρο μπροστά στις πύλες του παραδείσου, διότι ο πρώτος βικάριος του Χριστού δεν είναι ούτε στο ελάχιστο διατεθειμένος να επιτρέψει σε έναν τόσο διεφθαρμένο διάδοχό του να εισέλθει στους ουρανούς. […]

Η συνέχεια του εισαγωγικού σημειώματος και το Α΄ Μέρος της μετάφρασης εδώ.

~.~

ΕΡΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΡΟΤΤΕΡΝΤΑΜ

Ο Ιούλιος αποκλεισμένος από τον Παράδεισο

 

Μέρος Β΄

Πέτρος. Αλλά αν ο Χριστός είχε κάνει το ίδιο, τότε αυτή η εκκλησία, για την οποία είσαι τόσο περήφανος που την κυβέρνησες, δεν θα υπήρχε τώρα. Και δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατόν ο άνδρας που χαίρεται να αποκαλείται Βικάριος του Χριστού να βαδίζει σε τόσο διαφορετικά μονοπάτια από εκείνον. Εξήγησέ μου, τώρα, με ποιο τέχνασμα κατάφερες να αποτρέψεις εκείνη τη «σχισματική» -όπως την αποκάλεσες- σύνοδο.

Ιούλιος. Πολύ καλά, λοιπόν, θα σου πω. Μόνον φρόντισε να με ακούσεις προσεκτικά. Παρόλο που ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός (αυτό είναι το όνομά του, αν και στην πραγματικότητα ο άνθρωπος αυτός με έχει δυσκολέψει ελάχιστα[1], και λιγότερο από κάθε άλλον) είχε συγκαλέσει με κάθε επισημότητα τη σύνοδο, εντούτοις τον κατάφερα να υποχωρήσει -δεν θα σου πω τι μεθόδους χρησιμοποίησα. Πάντως παρόμοιες μεθόδους χρησιμοποίησα για να μεταπείσω ορισμένους καρδιναλίους. Τούτοι είχαν θέσει σε ισχύ τη σύνοδο με δημόσια πρακτικά, ωστόσο εγώ τους έκανα να τα ανακαλέσουν με τη βοήθεια δικηγόρων και μαρτύρων.

Πέτρος. Μα γίνεται αυτό;

Ιούλιος. Γιατί να μην γίνεται, αφού το εγκρίνει ο ανώτατος ποντίφικας; Αν το θέλει αυτός, ο όρκος δεν είναι όρκος, μιας και έχει όλη τη δύναμη να απαλλάξει κάποιον από τη δέσμευσή του. Βέβαια, για να είμαι απολύτως ειλικρινής, στην προκειμένη περίπτωση το παρατράβηξα, αλλά δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Αντιλαμβανόμουν ξεκάθαρα τι θα γινόταν: θα βρίσκονταν ορισμένοι να πουν ότι αντιμετώπιζα κακόπιστα τη σύνοδο, ιδίως αφού τούτη είχε συγκληθεί κατά τρόπο που δεν με απέκλειε. Άλλωστε, με είχαν προσκαλέσει και μου είχαν ζητήσει να προεδρεύσω. Άκου, λοιπόν, τι τέχνασμα χρησιμοποίησα. Ακολουθώντας το παράδειγμα των προκατόχων μου, ανήγγειλα με τη σειρά μου σύνοδο, προφασιζόμενος ότι ο χρόνος και ο τόπος που είχαν επιλεγεί ήταν ακατάλληλοι. Συγκάλεσα άρον άρον σύνοδο στη Ρώμη[2], θεωρώντας ότι δεν θα ερχόταν κανείς που να μην ήταν φιλικά διακείμενος προς τον Ιούλιο, ή, τουλάχιστον κανείς που θα του εναντιωνόταν (τους το είχα διαμηνύσει αυτό με πολλούς τρόπους) και ευθύς όρισα νέους καρδιναλίους που θα συμβάδιζαν με τα σχέδιά μου.

Πνεύμα. …μιλάμε για τα μεγαλύτερα λαμόγια… (περισσότερα…)

Έρασμος του Ρόττερνταμ, Ο Ιούλιος αποκλεισμένος από τον Παράδεισο [1/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Τον Φεβρουάριο του 1513 πεθαίνει ο πάπας Ιούλιος Β΄, ο πιο διαβόητος και κακόφημος ποντίφικας μιας εποχής περικλεούς παπικής παντοκρατορίας. Έναν χρόνο μετά τον θάνατο του αρειμάνιου πάπα, άρχισαν να κυκλοφορούν στα κρυφά, χειρόγραφα αντίτυπα ενός ανώνυμου διαλόγου πρωτοφανούς ανευλάβειας απέναντι στο πρόσωπο του. Ο ξεκαρδιστικός διάλογος κατέληξε να φέρει παραδοσιακά τον τίτλο «Ο Ιούλιος αποκλεισμένος από τον παράδεισο». Στο έργο, ο Ιούλιος λογομαχεί με τον Άγιο Πέτρο μπροστά στις πύλες του παραδείσου, διότι ο πρώτος βικάριος του Χριστού δεν είναι ούτε στο ελάχιστο διατεθειμένος να επιτρέψει σε έναν τόσο διεφθαρμένο διάδοχό του να εισέλθει στους ουρανούς.

Το 1517 εμφανίζεται η editio princeps, και το έργο γνωρίζει έντεκα εκδόσεις μέσα σε διάστημα μόλις τριών ετών. Για το έργο μιλά σύσσωμη η ανθρωπιστική Ευρώπη και οι εικασίες, φυσικά, για την ταυτότητα του συγγραφέα πληθαίνουν. Το ευρύ αναγνωστικό κοινό, όμως, υιοθετεί σχεδόν άμεσα την πιο εύλογη υπόθεση. Ο συγγραφέας δεν ήταν άλλος από τον πιο πολυδιαβασμένο και επιδραστικό διανοούμενο της εποχής: τον Έρασμο του Ρόττερνταμ. Ο ίδιος ο Έρασμος, πάντως, αποκηρύσσει επανειλημμένως και δημοσίως το έργο και διατυμπανίζει όπου σταθεί κι όπου βρεθεί ότι δεν το έχει συντάξει εκείνος. Σε χρόνους κατά τους οποίους η dictio erasmica αποτελούσε το απόλυτο πρότυπο πρόζας σε όλη την Ευρώπη, θα ήταν εύκολο να πιστέψει κανείς ότι το έργο γράφτηκε κατά μίμηση του Έρασμου, και όχι από την ίδια την πένα του Ολλανδού ανθρωπιστή. Ωστόσο, αν και η συζήτηση περί της πατρότητας του έργου συνεχίζεται έως και σήμερα, ελάχιστοι είναι πια εκείνοι που αμφισβητούν -ιδίως μετά την κριτική έκδοση του 2013- ότι η διαίσθηση των πρώτων αναγνωστών ήταν απολύτως ορθή: το έργο το συνέταξε πράγματι ο Έρασμος από το 1513 έως το 1514 στην Αγγλία, προορίζοντάς το για έναν πολύ στενό και έμπιστο κύκλο φίλων ανθρωπιστών. Eίναι δε βέβαιο ότι δεν επιμελήθηκε ο ίδιος την πρώτη του έκδοση, τρία χρόνια αργότερα. Το διάστημα πάντως αυτό ήταν αρκετό για να μεταβάλει ριζικά την πρόσληψη και ερμηνεία του διαλόγου. Ένα έργο που γράφτηκε με εμφανώς κωμική διάθεση και με σκοπό να αποτυπώσει ανάγλυφα -και ακραία- τα ιδεώδη του χριστιανικού ανθρωπισμού και της επιστροφής στην ecclesia primitiva, τυπώνεται τελικά όταν άρχεται η άνοδος του προτεσταντισμού και φθάνει να ερμηνεύεται και να αξιοποιείται ως ανελέητο σφυροκόπημα της Ρώμης και του παπισμού.

Στον διάλογο λαμβάνουν μέρος τρεις μορφές: ο Πέτρος, ο Ιούλιος και το «Πνεύμα»-προστάτης του Ιουλίου. Το Πνεύμα παρεμβάλλει κυρίως σκωπτικά σχόλια εναντίον του Ιουλίου, αλλά δεν μετέχει ουσιαστικά στον διάλογο. Τούτος αναπτύσσεται ως αυστηρός «έλεγχος» του Ιουλίου από τον Πέτρο, με τον Έρασμο να μας χαρίζει μια πρώτης τάξης ανάλυση των κινήτρων και των ενεργειών ενός πάπα που οδήγησε όλη την Ευρώπη σε πόλεμο. Η αναπαράσταση των διαφορών των δύο ανδρών μέσα στον διάλογο είναι ανεπανάληπτη και καταλήγει στο μόνο δυνατό αποτέλεσμα: την απολάκτιση του Ιουλίου από τη βασιλεία των ουρανών.

Η μετάφραση του έργου θα δημοσιευθεί στο ΝΠ σε δύο συναπτές αναρτήσεις, στις 7 και 8 Δεκεμβρίου.

(περισσότερα…)

Γκωτιέ του Σατιγιόν, Καθώς φεύγει η χειμωνιά

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Στη Γαλλία του 12ου αιώνα, διαμορφώνεται και ανθίζει ένα απολύτως ευδιάκριτο είδος λυρικού ποιήματος, η pastourelle (παστορέλα). Τις πολυάριθμες pastourelles που έχουν διασωθεί τις συνδέει λιγότερο η μορφή και πολύ περισσότερο το περιεχόμενο, αφού όλες αφηγούνται επί της ουσίας το ίδιο επεισόδιο. Έχουμε μπει στην άνοιξη και ένας άνδρας ευγενικής καταγωγής (συνήθως ένας ιππότης) περιπλανιέται στην εξοχή. Αργά τη νύχτα ή τη χαραυγή συναντά εκεί μια άγνωστή του βοσκοπούλα, νεαρή και πανέμορφη. Θαμπωμένος από την ομορφιά της, ο άνδρας βάζει σκοπό να την πείσει να του δοθεί. Οι προσπάθειές του έχουν άλλοτε αίσια και άλλοτε άδοξη κατάληξη.

Λίγες πρέπει να ήταν οι pastourelles που γράφτηκαν στα λατινικά και ελάχιστες έχουν διασωθεί. Ανάμεσα σε αυτές, όμως, οπωσδήποτε ξεχωρίζει η σύνθεση «Καθώς φεύγει η χειμωνιά» (Declinante frigore) του Γκωτιέ του Σατιγιόν (Gautier de Châtillon, περ. 1135-1200), ενός εκ των κορυφαίων ποιητών του 12ου αιώνα. Δεξιοτέχνης του μέτρου, ο Γκωτιέ συντάσσει το ποίημα σε 7 στροφές, 7 στίχων και 7 συλλαβών, με δισύλλαβη ομοιοκαταληξία (ΑΑΒΑΑΒΑ). Πρωτοτυπεί καθώς η pastourelle του συνομιλεί φανερά με μια κλασική πηγή: τους οβιδιανούς Amores. Στην ίδια την αφήγηση δε, ξεφεύγει πάλι από τον κανόνα, αφού περιγράφει τη νεαρή Γλυκερία (Glycerium / Γλυκέριον) ωσάν να τη γνωρίζει προτού τη συναντήσει και με λόγια που δεν θα ταίριαζαν σε βοσκοπούλα. Ως κληρικός-ποιητής, επίσης, ο Γκωτιέ δεν κυνηγά πιεστικά τη Γλυκερία. Τουναντίον, εκείνη φαίνεται να ανταποκρίνεται πρόθυμα στο κάλεσμά του. Και, αν και ο ίδιος εξέρχεται νικητής, αφήνει να εννοηθεί ότι μπορεί τελικά να ήταν εκείνος που έπαιξε εξαρχής το παιχνίδι της πονηρής Γλυκερίας.

(περισσότερα…)

Βοήθιος, Για την καθολική πίστη

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Από τις πέντε σύντομες θεολογικές πραγματείες (Opuscula sacra) του Βοήθιου που ο Διάκονος Ιωάννης (πιθανώς ο ίδιος Ιωάννης που ανήλθε στον παπικό θρόνο το 523) εξέδωσε ως σύνολο, η τέταρτη, εκείνη, δηλαδή, στην οποία αποδίδεται συχνά ο τίτλος «Για την καθολική πίστη» (De fide catholica), υπήρξε έως πρότινος η λιγότερο μελετημένη. Παρόλες τις ενστάσεις που εκφράστηκαν –και εκφράζονται αραιά ακόμα και σήμερα– για τη γνησιότητά της, την τελευταία παραδέχονται πια οι περισσότεροι ερευνητές. Από την αναψηλάφηση δε του έργου προκύπτουν διαρκώς νέα σημεία πρωτοτυπίας και ζωηρού θεολογικού ενδιαφέροντος.

Εικάζεται ότι είναι το παλαιότερο από τα opuscula sacra, γραμμένο κοντά στο 512. Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια σε ποιους απευθυνόταν –ενδεχομένως σε έναν στενό κύκλο μαθητών και φίλων–, πάντως το έργο αποτελεί μια διαυγή, εύγλωττη και υποδειγματικά αφαιρετική σύνοψη της καθολικής πίστης, και μάλιστα από δύο σκοπιές. Η πρώτη είναι εκείνη του περιεχομένου της. Στο έργο ο Βοήθιος συμπλέκει έντεχνα και διακριτικά την ιστορική αφήγηση με την εννοιολογική υποτύπωση του καθολικισμού. Όχι μόνον συνοψίζει τη δομή και τα βασικά επεισόδια της θείας οικονομίας, αλλά φροντίζει να τα αναπλάσει με την επιβοήθεια μιας επάλληλης –και σχεδόν αθόρυβα φιλοσοφικής– εξήγησης που έχει πάντοτε νεοπλατωνικό (αυγουστίνειο) πρόσημο. Η δεύτερη σκοπιά είναι εκείνη του προσδιορισμού των κριτηρίων θεμελίωσης της ίδιας της καθολικής πίστης. Ο Βοήθιος αποσαφηνίζει τα ερείσματά της (αυθεντία της Γραφής, πατερική-οικουμενική διδασκαλία και γεωγραφική διασπορά), για να καταδείξει την ανωτερότητα της διδασκαλίας της καθολικής εκκλησίας και για να οριοθετήσει τις αιρετικές παραδοχές.

 ~.~

ΒΟΗΘΙΟΣ

   Για  την  καθολική  πίστη [1]

Τη χριστιανική πίστη διαχέει η αυθεντία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ωστόσο, αν και η Παλαιά Διαθήκη περιλάμβανε στα κείμενά της αναφορές του ίδιου του ονόματος του Χριστού και προεξήγγελλε την έλευση εκείνου που πιστεύουμε ότι γεννήθηκε από την Παρθένο, είναι φανερό ότι η εξάπλωση της πίστης στα πέρατα του κόσμου χρονολογείται από τη θαυματουργή παρουσία του ίδιου μας του Σωτήρα και ύστερα.

Τώρα, αυτή η θρησκεία μας που ονομάζεται χριστιανική και καθολική, θεμελιώνεται κυρίως στις ακόλουθες παραδοχές: προ πάντων των αιώνων, δηλαδή πριν πλαστεί ο κόσμος, και, έτσι, πριν υπάρξουν όλα εκείνα στα οποία μπορεί να αποδοθεί η ιδιότητα του χρόνου, υπήρχε η θεϊκή ουσία του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, κατά τρόπο τέτοιο ώστε να αποκαλείται ο Πατήρ ‘θεός’, ο Υιός ‘θεός’ και το Άγιο Πνεύμα ‘θεός’, χωρίς να αποτελούν τρεις θεούς αλλά έναν. (περισσότερα…)

O Φώτης Παπαγεωργίου και το ΝΠ στο ραδιόφωνο του 9,84

*

Φιλοξενούμενος του σταθμού Αθήνα 9,84, ο Φώτης Παπαγεωργίου μίλησε σήμερα για την μεταφραστική στήλη «Δοκιμές» που εδώ και ενάμιση χρόνο περίπου επιμελείται στο ηλεκτρονικό  Νέο Πλανόδιον. Σκοπός των «Δοκιμών» είναι να καταστήσει προσβάσιμα στο ευρύ κοινό, για πρώτη φορά στα ελληνικά, κλασικά κείμενα της λατινικής και λατινογενούς γραμματείας, στην πλήρη τους έκταση ή αποσπασματικά. Αυγουστίνος, Λορέντσο Βάλλα, Μποναβεντούρα, Νεύτων, Γιοχάννες Κέπλερ, Κασσάνδρα Φεντέλε, Λεονάρντο Μπρούνι, Βερνάρδος του Κλαιρβώ είναι μερικοί μόνο από τους συγγραφείς που έχουν έως σήμερα ανθολογηθεί, σχολιαστεί και μεταφραστεί. Και έπεται συνέχεια!

Η συνομιλία του Φώτη Παπαγεωργίου με τον Φίλιππο Παππά από το 10:30 περίπου.

*