ΝΠ | Δοκίμια

Ο ποιητής και ο όχλος

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ο Καρδιοκατακτητής των Δυτικών Επαρχιών του Τζων Μίλλινγκτον Συνγκ, έργο από τα κορυφαία της ιρλανδικής δραματουργίας, ιστορεί τις παράδοξες περιπέτειες ενός φαφλατά χωριάτη. Ο νεαρός πάνω στον επιδεικτικό του οίστρο καυχιέται δημοσίως ότι σκότωσε τον πατέρα του. Οπότε βλέπει να συμβαίνει το καταπληκτικό: να αποσπά γι’ αυτό τον θαυμασμό των συντοπιτών του, ιδιαίτερα το ερωτικό ενδιαφέρον των γυναικών.

Όταν το δράμα του Συνγκ πρωτανέβηκε στο Abbey Theatre του Δουβλίνου τον Γενάρη του 1907 προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση εθνικιστικών και θρησκευτικών κύκλων που κατακεραύνωσαν τον συγγραφέα και τους συντελεστές ως ανήθικους και δυσφημιστές της Ιρλανδίας. Για να ολοκληρωθούν οι παραστάσεις χρειάστηκε η παρέμβαση της αστυνομίας. Εκτεταμένα έκτροπα προκλήθηκαν και στην περιοδεία του Θεάτρου στις ΗΠΑ λίγα χρόνια αργότερα, στη Φιλαδέλφεια μάλιστα τα μέλη του θιάσου συνελήφθησαν προσωρινά. Η ιρλανδική διασπορά είχε φανεί κι εκείνη εξίσου λίγο ανεκτική με το κοινό της Μητρόπολης.

Ιδρυτής και διευθυντής του Abbey Theatre, καταστατικός σκοπός του οποίου ήταν ακριβώς η δημιουργία ιρλανδικού εθνικού θεάτρου και η πνευματική υποστήριξη του νησιού στον αγώνα του για την αποτίναξη της αγγλοκρατίας, ο ποιητής Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς συγκλονίστηκε από τη βιαιότητα των αντιδράσεων. Ιδίως από την ανικανότητα των συμπατριωτών του να διακρίνουν την αληθινή τέχνη από την κατηχητικού τύπου χρηστοήθεια.

Σε δύο επιγράμματά του γραμμένα εκείνη την περίοδο σαρκάζει σκληρά τον υποκριτικό πουριτανισμό του όχλου, τον οποίο σταθερά υποδαύλιζε ο πανίσχυρος καθολικός κλήρος, αλλά και την ανελεύθερη νοοτροπία που οι εχθροί της λογοτεχνίας καλλιεργούσαν στους κόλπους του πανεπιστημίου. (περισσότερα…)

Advertisement

Για την «Έξοδο με το άλογο» του Νικηφόρου Βρεττάκου

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Το βιβλίο αυτό αποτελέστηκε αρχικά από σπαράγματα στίχων που γράφτηκαν, καταπώς το συνήθιζε ο Βρεττάκος, πάνω σε πακέτα από τα τσιγάρα. Τα παρέδωσε ο ίδιος στον φίλο του λογοτέχνη Κούλη Ζαμπαθά που με τη σειρά του τα εμπιστεύτηκε στην κόρη του λέγοντάς της: «Αυτά είναι του Νικηφόρου μας, να τα φυλάξεις σαν τα μάτια σου». Η Φαίδρα Ζαμπαθά-Παγουλάτου τα έδειξε με κάποια αφορμή στον ποιητή και αργότερα τα παρέδωσε στο γιό του Κώστα Βρεττάκο για να τα εκδώσει. Η έκδοση απαίτησε μεγάλη προσπάθεια ανάγνωσης αν όχι αποκρυπτογράφησης από τον γιό του, γιατί το χειρόγραφο διαβαζόταν πολύ δύσκολα εξ ου και κάποια κενά όπου δεν ήταν δυνατόν να αποσαφηνιστεί η γραφή. Πρώτη δημοσίευση έγινε το 1959. Ακολούθησαν επανειλημμένες και αναθεωρημένες εκδόσεις (1955, 1964, 1971, 1981).

Στις πρώτες σελίδες της θαυμάσιας νεώτερης έκδοσης του έργου (Έξοδος με το άλογο, Ποταμός, 2008), υπάρχει κάτι σαν μότο ή ειδοποίηση του ποιητή όπου διαβάζουμε:

Χωρίς χρόνο
Χωρίς ησυχία
Τρέχοντας, πάντοτε τρέχοντας
ΕΓΡΑΦΑ

(5 Φεβρουαρίου-5 Μαΐου 1950)

Ούτε χρόνο, λοιπόν, είχε ο Βρεττάκος, ούτε ησυχία. Αλλά επιπλέον: ΕΓΡΑΦΕ πάντα τρέχοντας.

*

*

Στη σύνθεση αυτή επιβεβαιώνεται η ειδοποίηση του ποιητή για τον χρόνο, την ησυχία και το τρεχαλητό. Αλλά ακόμη και προπαντός επιβεβαιώνεται και κάτι άλλο: ο διονυσιασμός του, η αστείρευτη έμπνευσή του, ο καλπασμός της ψυχής που αποτυπώνεται σε στίχους. Αυτός ο διονυσιασμός δεν μας πάει πίσω στους αρχαίους, θα μπορούσε να ειπωθεί εκχριστιανισμένος αλλά θα μπορούσε ακόμη να ειπωθεί, όπως στην παρένθεση του τίτλου «ύμνος στη χαρά», μα έμμεσα και ύμνος στην αγάπη. Αυτό θα το εξηγήσω αργότερα. Τώρα ας πιάσουμε το αρχίνισμα, όπου χτυπούν καμπάνες. Ο ποιητής μιλάει για το τέλος της νύχτας και το φανέρωμα της ημέρας. Υπάρχει ένας ερωτηματικός στίχος: (περισσότερα…)

Αυγουστίνος, Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις [2/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το De utilitate credendi είναι το πρώτο έργο που έγραψε ο Αυγουστίνος (354-430) μετά τη χειροτόνησή του. Γράφτηκε περί το 391 και αποτελεί επιστολικό δοκίμιο που απευθύνεται στον παλιό του φίλο Ονοράτο. Ο αναγνώστης παραπέμπεται στη σύντομη εισαγωγή η οποία παρέχεται στη δημοσίευση του Α΄ μέρους των αποσπασμάτων του έργου.

~.~

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ

Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις

(Αποσπάσματα από τη δεύτερη ενότητα: §§14-36[1]

7. 14.  Τώρα θα προσπαθήσω να ολοκληρώσω αυτό που ξεκίνησα. Και χωρίς να προσπαθήσω να σου παραθέσω ανοιχτά την Καθολική πίστη, θα σoυ δείξω ότι, όσοι ενδιαφέρονται να εξετάσουν εξονυχιστικά τα μυστήρια της και μεριμνούν για την ψυχή τους, μπορούν να ελπίζουν στη θεϊκή εύνοια ενόσω προσπαθούν να βρουν την αλήθεια. Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι εκείνος που αναζητά την αληθινή θρησκεία είτε πιστεύει ήδη στην αθανασία της ψυχής -την οποία αυτή η θρησκεία χαρίζει-, είτε θέλει να βρει αυτήν την αθανασία στην ίδια τη θρησκεία. Επομένως, κάθε θρησκεία ορθώνεται για χάρη της ψυχής. […]

15 .  Ας υποθέσουμε ότι δεν έχουμε ακούσει ακόμη τον κατηχητή καμίας θρησκείας. Είναι, ας πούμε, για εμάς ένα καινούργιο θέμα έρευνας. Μα τότε θα αναζητήσουμε, θαρρώ, ανθρώπους που διδάσκουν το αντικείμενο, όποιο και αν είναι αυτό. […]

16 .  […] Την αλήθεια την κατέχουν μόνον λίγοι. Γνωρίζουμε λοιπόν ποια είναι η αλήθεια, όταν γνωρίζουμε με ποιους βρίσκεται. […] Kαι αν από την ίδια τη φύση της αλήθειας συνάγουμε ότι λίγοι την κατέχουν, αυτό δεν συνεπάγεται ότι γνωρίζουμε και ποιοι είναι αυτοί. Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε όταν υπάρχουν τόσο λίγοι που γνωρίζουν την αλήθεια, και οι οποίοι, μάλιστα, ελέγχουν το πλήθος δια της αυθεντίας τους, όμως από το πλήθος αυτό είναι μετρημένοι στα δάχτυλα εκείνοι που ξεγλιστρούν από την αυθεντία και φθάνουν να διαλευκάνουν τη μυστική αλήθεια; […]

8. 20.  Έχοντας θέσει αυτές τις βάσεις, οι οποίες, νομίζω, είναι τόσο θεμιτές ώστε να μου εξασφαλίσουν τη νίκη σε αυτήν την υπόθεση ενώπιόν σου όποιος και αν είναι ο αντίπαλός μου, θα σου εκθέσω όσο καλύτερα μπορώ ποιο μονοπάτι ακολούθησα όταν αναζητούσα την αληθινή θρησκεία με τη στάση που, όπως εξήγησα παραπάνω, πρέπει να αναζητείται. Όταν σε άφησα και διέσχισα τη θάλασσα[1], ταλαντευόμουν και ακροβατούσα: τι πρέπει να κρατήσω και τι να αφήσω; Και αυτή η αμφιταλάντευση φούντωνε μέσα μου κάθε μέρα και πιο πολύ. Έχοντας δε υπάρξει μαθητής εκείνου του άνδρα[2] του οποίου η άφιξη μας είχε διαμηνυθεί, όπως γνωρίζεις, ως ουρανόπεμπτη, αυτός δε ως προορισμένος να ξεκαθαρίσει όλες μας τις απορίες, έφθασα πια να συνειδητοποιήσω ότι τούτος, εάν εξαιρέσεις κάποια ευγλωττία, δεν διέφερε και πολύ από τους υπολοίπους. Εγκατεστημένος πια στην Ιταλία διαλογιζόμουν και αναρωτιόμουν βαθιά, όχι αν θα παρέμενα σε αυτή την αίρεση, στην οποία μετάνιωσα που είχα ενταχθεί, αλλά με ποιον τρόπο θα έβρισκα την αλήθεια, για την οποία ξέρεις καλύτερα από τον καθένα πόσο έχει στενάξει η καρδιά μου. Συχνά μου φαινόταν αδύνατο να τη βρω, και μέσα στον κλυδωνισμό των σκέψεών μου ένιωθα έλξη προς τους Ακαδημεικούς. Άλλοτε, πάλι, στον βαθμό που μπορούσα, έκανα ενδοσκόπηση βρίσκοντας παρηγοριά στη δύναμη του ανθρώπινου νου: του τόσο ζωηρού, του τόσο διεισδυτικού, του τόσο οξυδερκούς. Θεωρούσα πως, αν η αλήθεια παραμένει κρυμμένη από αυτόν, τούτο θα συμβαίνει μόνον επειδή το μέσο αναζήτησής της παραμένει κρυμμένο μέσα της, και πως είναι απαραίτητο να λάβουμε αυτό ακριβώς το μέσο από κάποια θεϊκή αυθεντία. Έμενε λοιπόν να διερευνήσω ποια θα ήταν αυτή η αυθεντία, αφού, σε συνθήκες οξύτατης διαφωνίας, όλοι επαγγέλλονται πως την κατέχουν και την παραδίδουν. […] (περισσότερα…)

Αυγουστίνος, Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις [1/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το De utilitate credendi είναι το πρώτο έργο που έγραψε ο Αυγουστίνος (354-430) μετά τη χειροτόνησή του. Γράφτηκε περί το 391 και αποτελεί επιστολικό δοκίμιο που απευθύνεται στον παλιό του φίλο Ονοράτο. Ο Αυγουστίνος υπήρξε για εννέα χρόνια ακροατής στην αίρεση των Μανιχαίων και είχε πείσει τον Ονοράτο να κάνει το ίδιο. Όταν γράφει το De utilitate credendi έχουν περάσει ήδη οκτώ χρόνια από τότε που αποστασιοποιήθηκε από τους Μανιχαίους και τουλάχιστον πέντε χρόνια από τη μεταστροφή του στον χριστιανισμό. Ο παλιός του φίλος, όμως, είχε παραμείνει στο πλευρό των Μανιχαίων. Με την επιστολή του ο Αυγουστίνος ελπίζει να πείσει τον Ονοράτο να αντιμετωπίσει πιο ευνοϊκά την καθολική διδασκαλία. Και για αυτό συζητά και απαντά σε, δύο βασικές κριτικές τοποθετήσεις των Μανιχαίων απέναντι στον καθολικό χριστιανισμό: α) την απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης (§§4-13) και β) την υπεράσπιση του πρωτείου της λογικής έναντι της αυθεντίας (§§15-35).

Μέλημα του Αυγουστίνου είναι να καταδείξει την ανθρωπολογική, θεολογική και επιστημολογική χρησιμότητα (το όφελος, τα πλεονεκτήματα) της πίστης κατά τη διαδικασία της αναζήτησης -και εύρεσης- της αληθινής θρησκείας. Την αναζήτηση αυτή τη συνδέει και την εμπλουτίζει όχι μόνον με εμφανώς νεοπλατωνικές ιδέες, αλλά και με μια αυτοβιογραφική αναψηλάφηση που προοικονομεί τις διάσημες Εξομολογήσεις. Το κείμενο είναι, υπό μια έννοια, χαρακτηριστικά ρωμαϊκό αφού η λέξη-κλειδί του, η auctoritas («αυθεντία»), απουσιάζει τόσο ως όρος, αλλά εν πολλοίς και ως σύλληψη, από την ελληνική παράδοση. Αποτελεί κοινό τόπο στη Ρώμη ότι η αυθεντία οδηγεί στην πίστη. Πιστεύουμε, πρωτίστως, τα πρόσωπα, τις ομάδες, τους θεσμούς που διαθέτουν κύρος και αποτελούν για εμάς αυθεντίες. Ο Κικέρων, τα γραπτά του οποίου αποτελούν βασικό σημείο αναφοράς για τον Αυγουστίνο, ήταν εκείνος που έδωσε τις πιο κλασικές διατυπώσεις της αντίθεσης μεταξύ της ratio και της auctoritas. Για τον Αυγουστίνο, η φιλοσοφία διεκδικεί την πρώτη και υπόσχεται τη νόηση, ενώ η θρησκεία ξεκινά από τη δεύτερη, εδραιώνοντας την πίστη. Όμως, η λογική και ο νους πρέπει στην αρχή της διαδρομής να λάβουν τη θέση ικέτη και να ταπεινωθούν, αφού, δίχως την ισχυρή επίδραση της αυθεντίας και του δώρου της πίστης, είναι απολύτως αδύνατο να μυηθεί κανείς ορθά στην αληθινή γνώση του Θεού.

Στο πνεύμα της στήλης, η μετάφραση υποβάλλεται αρχικά ως «δοκιμή» και αποσπασματικά, στις δύο συναπτές αναρτήσεις της Μ. Πέμπτης και της Μ. Παρασκευής. Ολοκληρωμένη και στην τελική της απόδοση -όσο γίνεται να είναι τελική η απόδοση ενός τόσο απαιτητικού και διαχρονικού κειμένου- θα δημοσιευθεί στο 8ο τεύχος του περιοδικού Νέο Πλανόδιον, μαζί με μια εισαγωγή που θα ξεκλειδώνει κάποια από τα μυστικά του έργου και επαρκή σχολιασμό. Η μετάφραση αφιερώνεται στον Παντελή Μπασάκο, στη δροσερή σκιά της αυθεντίας του οποίου, έτη πολλά πριν, επιδόθηκα στη μελέτη του Αυγουστίνου.

~ . ~

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ

Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις

(Αποσπάσματα από την πρώτη ενότητα: §§1-13) [1]

1. 1.  Αν θεωρούσα, Ονοράτε, ότι o άνθρωπος o αιρετικός και ο άνθρωπος που πιστεύει τους αιρετικούς είναι ένα και το αυτό, θα επέλεγα τη σιωπή, αφήνοντας το ζήτημα μακριά από τη γλώσσα και τη γραφίδα μου. Είναι βέβαιο, όμως, πως υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο. Κατά τη γνώμη μου αιρετικός είναι εκείνος ο οποίος, επιδιώκοντας κάποιο πρόσκαιρο όφελος, ή, συχνότερα, επιδιώκοντας υπέρμετρη δόξα και περιωπή, είτε γεννά, είτε συμπαρατάσσεται με, ψευδείς και πρωτοφανείς δοξασίες. Εκείνος, από την άλλη, που πιστεύει ανθρώπους αυτού του είδους, έχει παραπλανηθεί από κάποιο ομοίωμα αλήθειας και ευσέβειας. Και επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, δεν θεώρησα σωστό να σου κρύψω τις απόψεις μου για τον τρόπο με τον οποίο βρίσκει και συγκρατεί κανείς την αλήθεια. Όπως σίγουρα θα θυμάσαι, η φλογερή μας αγάπη για την αλήθεια είναι κάτι που μας συνδέει από τα νεανικά μας χρόνια. Η αλήθεια, όμως, βρίσκεται πολύ μακριά από τον νου μωρόσοφων ανθρώπων, οι οποίοι, έχοντας βαδίσει πολύ, ή, πιο σωστά, έχοντας φάει τα μούτρα τους στο μονοπάτι των σωματικών πραγμάτων, θαρρούν ότι η πραγματικότητα εξαντλείται σε ό,τι γίνεται αισθητό μέσω των πέντε διάσημων ανταποκριτών του σώματος. Και οι εντυπώσεις ή εικόνες που έχουν λάβει από αυτούς τους ανταποκριτές, στροβιλίζονται μέσα τους ακόμη και όταν αυτοί πασχίζουν να απομακρυνθούν από τις αισθήσεις. Mε τούτον τον θανατηφόρο και απατηλότατο γνώμονα δε, τις αισθήσεις, φαντάζονται ότι ορθοτομούν τα άφατα και ενδότατα διαμερίσματα της αλήθειας. […] (περισσότερα…)

Για την ποιητική σύνθεση

*

Στον πυρήνα της ποιητικής σύνθεσης κοιμάται μια κοινοτοπία: να λες κάτι, που πάει να πει, να ονομάζεις. Ένα από τα στοιχεία που διακρίνουν τον πεζό από τον ποιητικό λόγο είναι η τροπικότητα αυτού που λες, με άλλα λόγια, το πώς. Ακούγεται συχνά (ή υπονοείται) σε σχέση με την ποίηση ότι δεν έχει σημασία το τι λες, αλλά το πώς το λες, μια συνέπεια που, ενώ την κυοφορούσε ο Ρομαντισμός ήδη από τη γέννησή του, θα την αποδίδαμε κυρίως στον Μοντερνισμό, ο οποίος δημιούργησε περισσότερες φυλακές παρά ελευθερίες. Τι σημαίνει όμως να ονομάζεις κάτι; Θα λέγαμε ότι η ονοματοδοσία συνεπάγεται μια εγκατάλειψη, ή καλύτερα ότι είναι αυτή η εγκατάλειψη: είναι παράδοξο, αλλά τελικά ονομάζω σημαίνει σωπαίνω οριστικά· ακόμη περισσότερο σημαίνει γίνομαι ένας άλλος. Φυσικά στο πλαίσιο της συγγραφής αυτό εφαρμόζεται στην κλίμακα της σχετικότητας: η εγκατάλειψη των ονομάτων προκαλεί την προσκόλληση σε αυτά, καθώς μας κρύβουν το επόμενο όνομα, που στην έκταση του απόλυτου θα ήταν το όνομα του θεού. Άραγε όμως κάθε ποίημα δεν είναι μια προσπάθεια να ονομάσουμε τον θεό, να κλείσουμε μέσα σε μία λέξη (το ποίημα) ολόκληρο τον κόσμο; Και αν ονομάζω σημαίνει εγκαταλείπω, δεν είναι άραγε στόχος καθενός η οριστική ρήξη με τον κόσμο, η πλήρης απουσία του, η οποία θα σήμαινε ότι το υποκείμενο της εγκατάλειψης έχει γίνει ο κόσμος απών; Μια απόλυτη μόνωση που περιλαμβάνει ολόκληρο τον κόσμο: το βρέφος.

Επανερχόμαστε στην τροπικότητα: μολονότι αυτή είναι κατά κάποιον τρόπο οι αισθήσεις με τις οποίες αντιλαμβανόμαστε το ποιητικό σύμπαν, είναι άχρηστη δίχως το σύμπαν. Το να λες κάτι δεν είναι κοινοτοπία σε μια εποχή που περιλαμβάνει οτιδήποτε εκτός από το περιεχόμενο. Είναι δυστυχώς μια επανάσταση. Δεν είναι ότι αυτές οι εξάρσεις τεχνικής δεν μας συγκινούν: αντιθέτως, πάσχουμε από νευρικό χασμουρητό. Ο Τσέχωφ κάπου έλεγε ότι αντλούσε τα θέματά του κυριολεκτικά από κάθε τι: ακόμη και μια καρέκλα. Θα έπρεπε όμως να είναι η δική του καρέκλα, όχι με πραγματικά υλικούς όρους, αλλά η καρέκλα αυτή που την είχε επενδύσει με ολόκληρο το είναι του, που την είχε φάει και την κυοφορούσε. Η υλική διάσταση όπως την εννοούμε εδώ, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, είναι το μέγιστο στην τέχνη, γιατί αυτή είναι σάρκα. Μπορεί ο Ρεμπώ να έγραψε για τη θάλασσα δίχως να την είχε δει, προηγουμένως όμως ταξίδεψε σε αυτήν όπως ακριβώς το μεθυσμένο καράβι του. Και αυτό δεν είναι μόνο φαντασία, η οποία άλλωστε πλησιάζει περισσότερο την ύλη όπως εννοείται συνήθως, όπως και το πνεύμα. Θα πιστέψετε ότι παραδοξολογούμε, αλλά σας βεβαιώνουμε πως το πνεύμα είναι περισσότερο ύλη από τη σάρκα. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι η σάρκα είναι, ενώ το πνεύμα το καταφέρνει αυτό μόνο μέσω της μίμησης, που είναι ύλη. Η σάρκα όχι φυσικά ως κρέας που περιβάλλει κόκαλα, αλλά ως πράξη, ως παρουσία, κάτι που κατά τη γνώμη μας λείπει κυρίως από τον Μοντερνισμό και μετά. Γιατί σε αυτό το διάστημα η ποίηση στις καλύτερές της στιγμές είναι πνεύμα, δηλαδή παριστάνει τη σάρκα. Στις κακές της στιγμές δεν είναι τίποτα από τα δύο. Μας ενδιαφέρουν όμως οι καλές, κυρίως γιατί μέσα σε αυτές έχουμε φυλακιστεί. Επειδή είναι σημαντική και η πρακτική πλευρά του προβλήματος, πιστεύουμε ότι πρέπει να πιάσουμε το νήμα από την αρχή, δηλαδή τον Ρομαντισμό.

Αν κάποτε αυτός επαναστάτησε εναντίον του Νεοκλασικισμού, εμείς πρέπει να βρούμε διέξοδο από τον Ρομαντισμό, ο οποίος ακόμα ηγεμονεύει μέσω των απογόνων του (και των αποκλίσεών του), αλλά ως κακέκτυπο αυτού που κάποτε υπήρξε. Όχι αφορίζοντας, αλλά ως κληρονόμοι και συνεχιστές. Αν μας επιτρέπετε: θα πρέπει να γίνουμε πιο ρομαντικοί από τους ρομαντικούς.

Αλέξανδρος Σάντο Τιχομίρ

*

Η άτεχνη μεταφυσική της τεχνητής νοημοσύνης

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Στις 16 Φεβρουαρίου του 1946 το πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας παρουσίασε στο ευρύ κοινό και στον τύπο της εποχής τον ENIAC, έναν από τους πρώτους υπολογιστές και τον πρώτο τέτοιο με την καθιερωμένη πλέον σημασία του (υλοποιούσε εσωτερικά τη λεγόμενη αρχιτεκτονική φον Νώυμαν και ήταν πλήρως προγραμματιζόμενος). Ζύγιζε τριάντα τόνους και άνετα θα καταλάμβανε όλα τα δωμάτια ενός μεγάλου, σύγχρονου διαμερίσματος. Ήταν ένα άλλο χαρακτηριστικό του όμως που τράβηξε την προσοχή των δημοσιογράφων. Ο ENIAC είχε τη δυνατότητα να υπολογίσει την τροχιά ενός βλήματος σε λιγότερο χρόνο απ’ αυτόν που θα διαρκούσε η ίδια η τροχιά (το παράδειγμα με τις τροχιές βλημάτων δεν ήταν βέβαια τυχαίο, εφόσον ο ENIAC είχε σχεδιαστεί ακριβώς για τέτοιους σκοπούς στα πλαίσια της εμπλοκής των Η.Π.Α. στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Ήταν τέτοια η εντύπωση που προκάλεσαν οι υπολογιστικές δυνατότητες του ENIAC ώστε δεν ήταν σπάνιες οι αναφορές περί ενός «ηλεκτρονικού εγκεφάλου».

Παρά την υπαρκτή υπερβολή αυτών των χαρακτηρισμών, θα ήταν ωστόσο προπέτεια να διαβάσει κανείς τις τότε αντιδράσεις απλά ως ένα ακόμα δείγμα δημοσιογραφικής εντυπωσιοθηρίας. Την αμέσως επόμενη δεκαετία μετά το ντεμπούτο του ENIAC θα εισαγόταν στο επιστημονικό λεξιλόγιο ο όρος «τεχνητή νοημοσύνη». Όχι από τους δημοσιογράφους, αλλά από τους ίδιους τους επιστήμονες της νεοαναδυόμενης τότε επιστήμης της πληροφορικής. Ο σκοπός τους ήταν τόσο μεγαλεπήβολος όσο αφήνει να εννοηθεί ο όρος: η αναβίωση της παλιάς εκείνης φιλοδοξίας του Λάιμπνιτς περί κατασκευής μιας καθολικής άλγεβρας του Λόγου μέσω της αναγωγής του σε μηχανικά διατυπώσιμους κανόνες. Κλεισμένοι στα εργαστήριά τους, οι ειδικοί επιστήμονες πιθανότατα δεν είχαν ούτε τον χρόνο ούτε την διάθεση να ασχοληθούν με τον Λάιμπνιτς. Ακόμα κι εν αγνοία τους όμως, συνέχιζαν πάνω στον δρόμο που αυτός είχε διανοίξει πριν μερικούς αιώνες, όταν ο Ορθός Λόγος είχε αρχίσει να ξυπνάει ξανά μετά από τον παρατεταμένο του ύπνο κάτω από το βαρύ πάπλωμα της θεολογίας. Βασιζόμενοι στην αναλογία (που οι ίδιοι διέβλεπαν) μεταξύ των ηλεκτρονικών διακοπτών – τρανζίστορ των υπολογιστών και των εγκεφαλικών νευρώνων θα έθεταν στον εαυτό τους τον στόχο να κατασκευάσουν μηχανές που «πραγματικά θα σκέφτονταν». Το εγχείρημα αυτό τελικά θα κατέρρεε εντυπωσιακά τα επόμενα χρόνια όταν και έγινε αντιληπτό το μέγεθος των δυσκολιών που ανέκυψαν για την επίλυση ακόμα και των απλούστερων προβλημάτων που θα όφειλε να μπορεί να αντιμετωπίσει μια «σκεπτόμενη» μηχανή. Όπως ήταν φυσικό, μαζί με την επιστημονική αλαζονεία, στέρεψαν και τα χρηματοδοτικά κονδύλια. Το εγκεφαλογράφημα της τεχνητής νοημοσύνης εκφυλίστηκε σε μια επίπεδη γραμμή για αρκετά χρόνια πριν εμφανίσει πρόσκαιρα κάποια σημάδια ζωής τη δεκαετία του 1980. Για να πέσει πάλι σε κωματώδη αδράνεια για το υπόλοιπο του 20ού αιώνα. Και για να ανανήψει για μια ακόμα φορά τα τελευταία χρόνια, γνωρίζοντας ένα νέο κύμα επενδύσεων και υπερφίαλων (ξανά) υποσχέσεων.

Έχοντας την πικρία από τους πρώτους «χειμώνες της τεχνητής νοημοσύνης», οι εμπλεκόμενοι επιστήμονες εμφανίζονται πλέον λιγότερο επιρρεπείς προς τη μεγαλαυχία, τουλάχιστον όσον αφορά σε πιο οριακά, φιλοσοφικά ζητήματα. Οι φιλοδοξίες τους εστιάζονται σ’ ένα πιο πρακτικό επίπεδο, δίχως αυτό να σημαίνει ότι είναι απαλλαγμένες από το στοιχείο της υπερβολής και της (με μαρξιανή έννοια) ιδεολογίας· η μόνιμη επωδός περί επικείμενης εξαφάνισης της ανθρώπινης εργασίας αποτελεί ένα μόνο δείγμα. Οι περισσότερο φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναζητήσεις του κλάδου έχουν βρει καταφύγιο πίσω από τον όρο «Γενική Τεχνητή Νοημοσύνη», με τον οποίο υποδηλώνεται η έρευνα περί της δυνατότητας κατασκευής «πραγματικά σκεπτόμενων» μηχανών, σε αντιπαραβολή με την πιο στενή έννοια της τεχνητής νοημοσύνης όπου το ζητούμενο είναι η κατασκευή «έξυπνων» αλγορίθμων για πιο πρακτικούς σκοπούς και ανεξαρτήτως του αν αυτοί παρουσιάζουν κάποια ομοιότητα ή αναλογία προς την ανθρώπινη σκέψη. (περισσότερα…)

Gottfried Benn, Η προβληματική της ποιητικότητας

*

Επιμέλεια στήλης – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

~.~

Το θέμα του ποιητή και του συγγραφέα, της ουσίας τους, της κατάστασής τους και των αμοιβαίων τους σχέσεων, έγινε πρόσφατα και επανειλημμένα αντικείμενο λογοτεχνικής συζήτησης, και μάλιστα σχεδόν πάντα με το νόημα ότι παρήλθε η εποχή για τον ποιητή, στη θέση του ήλθε ένα άλλο φαινόμενο. Μέχρι και στις ύψιστες πνευματικές θέσεις επεκτάθηκε η συζήτηση αυτή, και προς τα κάτω σε διάφορα επίπεδα μέχρι την περιοχή των κάπως απλών οργάνων που απαιτούν έναν καθαρά κομματικό χαρακτήρα της καλλιτεχνικής έκφρασης. Έπειτα, στο περιοδικό τούτο, έκαμε ο Φλάκε μερικές παρατηρήσεις που έχουν θεμελιώδη χαρακτήρα. Δεν αποδίδει καμιά σημασία στην ποίηση, το μυθιστόρημα είναι ανώτερό της. Το μυθιστόρημα είναι πολύ περιεκτικότερο, νομίζει, είναι πιο πολύ η φωνή της εποχής, οι σύγχρονοι άνθρωποι μπορούν μόνο με τα μέσα του να αναπαρασταθούν. Αυτή η αιώνια αναζήτηση του ποιητικού, δηλώνει! Οι κοινωνικές προϋποθέσεις για την ποιητική συντεχνία δεν υφίστανται πια διόλου, δεν είναι πια πιστευτές, κάθε μέρα και λιγότερο. Παρατηρεί ακόμη: «Η ποιητικότητα κατανοείται αφ’ εαυτής όπως και η ηθικότητα, δεν είναι ανάγκη να την εκφράζει κανείς σε κάθε αράδα, αρκεί να βρίσκεται ανάμεσα στις αράδες». Τούτο το τελευταίο θα πρέπει συνεπώς μάλλον να το κατανοήσομε έτσι, ώστε το έργο τέχνης που άφησε, παραδείγματος χάριν, ο Ρίλκε να μπορούσε να βρει θέση και στα σύγχρονα μυθιστορήματα, «ανάμεσα στις αράδες», αν κατόρθωνε κάποιος να το παρεμβάλει εκεί. Ο Φλάκε μιλά έπειτα για το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στον ποιητή και στο παρόν. Τέλος χρησιμοποιεί μια λέξη, βέβαια όχι για την ποίηση ως τέτοια αλλά για ένα από τα εκφραστικά της μέσα, τον στίχο, που είναι πολύ σημαντική, λέει: αρχαϊκός. Κοινό σε όλες αυτές τις εργασίες, εκφράσεις και παρατηρήσεις είναι ότι δεν γίνεται εντελώς σαφές τι ακριβώς εννοούν στην πραγματικότητα: τον ποιητή ή την ποιητικότητα, τον λυρικό ή τη λογοτεχνία, κάτι θεματικό ή κάτι μεθοδικό, το έργο ή την ίδια τη διαδικασία του δημιουργείν. Η παρούσα εργασία εξ αρχής δεν στρέφεται σε αξιολογικές αποτιμήσεις μεταξύ των επιμέρους μορφών της τέχνης, ούτε περιγράφει τον ποιητή στην κοινωνική του παρουσία και στην ιστορική εξέλιξη, παρά αναλαμβάνει την προσπάθεια να συλλάβει με μια νέα υπόθεση την ποιητικότητα ως έννοια και ως Είναι και να την εντοπίσει ως φαινόμενο πρωταρχικού χαρακτήρα εντός της βιολογικής διαδικασίας.

Οι γνώμες που αναφέρθηκαν στην αρχή θα μπορούσαν, αν συνοψισθούν, να χαρακτηριστούν ως η κοινωνιολογική θεωρία της ποιητικότητας. Ως θεμέλιό της υπόκεινται οι ακόλουθοι συλλογισμοί γενικότερης φύσης. Ζούμε σε μιαν εποχή συλλογικών σχηματισμών, ευρέα στρώματα του πληθυσμού είναι οργανωμένα σε ενώσεις που κατά κανένα τρόπο δεν σημαίνουν μόνο έναν κοινωνικό ή διεκδικητικό συνασπισμό, αλλά πνευματική διάρθρωση, τάξη σχετική με τη νοοτροπία. Όλα τούτα τα στρώματα έχουν αποδεχθεί μια κατ’ αρχήν αισιόδοξη κοσμοθεωρία που αποβλέπει στο τεχνικά βέλτιστο αποτέλεσμα, που θεωρεί ότι τα δεινά εξαρτώνται κατ’ αρχήν από τους θεσμούς και είναι θεραπεύσιμα, και γι’ αυτό ευλόγως και δικαίως απαιτεί μια τέχνη που ανταποκρίνεται στη νοοτροπία της, υιοθετεί τις τάσεις της, με την κυριολεκτική σημασία διασκεδάζει τον χρόνο μέχρι την εκπλήρωση των οικονομικών της ελπίδων. Μια κατ’ αρχήν πραγματιστική και θετική στάση, η οποία άλλωστε και κατά αξιοσημείωτο τρόπο διόλου δεν θεμελιώνεται ούτε περιορίζεται πολιτικά ή κοινωνικά, αντιθέτως, όσο ψηλότερα βρίσκονται αυτή τη στιγμή οι πνευματικοί άνθρωποι, τόσο περισσότερο παρατηρεί κανείς στις εκφράσεις τους μια δηλωμένη κλίση προς την ευφροσύνη και τη διαύγεια, μιαν εκπλήσσουσα κατάφαση της ζωής, μιαν απροσδόκητη πίστη στη γνώση, μια νεανικότητα, έτοιμη να εξορίσει όλους εκείνους που τα βλέπουν όλα μαύρα, στο περίφημο χθόνιο στοιχείο να αντιπαραθέσει το ορθολογικό ως υψηλότερη τάξη, και ό,τι είναι σκοτεινό, να το αρνηθεί ως φούμαρα, δημαγωγία και απαισιοδοξία που παίζει τη φλογέρα.

Το πλαίσιο για όλες αυτές τις γνώμες, στάσεις, νοοτροπίες σχηματίζει πολύ έντονα η έννοια της εποχής, έπειτα εκείνη του αιώνα, σπάνια ή ποτέ, σε αντίθεση με προηγούμενες περιόδους, η έννοια του λαού, τέλος περιλαμβάνοντας το Όλον, ο σημερινός ευρωπαϊκός τύπος της ανθρώπινης φυλής, τον οποίο νομιμοποιεί μια σειρά πνευματικών περιόδων που μπορούν να ελεγχθούν βάσει ντοκουμέντων. Το μέτρο μετρήσεως είναι, με μια λέξη, ο πολιτιστικός τύπος, μια έκφραση που δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε παραπάνω από τον τύπο του μέσου όρου, τον οποίο δημιούργησε ο περασμένος αιώνας. (περισσότερα…)

Ἕνας ἥρωας καὶ μία ἐποχὴ (Ἀλεξὰντρ Πούσκιν: Εὐγένιος Ὀνέγιν)

*

του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Ἡ γνωριμία μὲ τὰ μεγάλα ἔργα τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας μᾶς κάνει πιὸ πλούσιους συναισθηματικὰ καὶ μᾶς ἀνοίγει παράθυρα πρὸς παρθένα, γιὰ μᾶς, τοπία.  Γι’ αὐτὸ χρεωστοῦμε εὐγνωμοσύνη στὸ διαλεχτὸ ἠθοποιὸ καὶ διανοούμενο, τὸν κ. Νίκο Παπακωνσταντίνου, ποὺ μετάφερε στὰ ἑλληνικὰ ἕνα ἀπὸ τ’ ἀριστουργήματα τῆς ρωσικῆς φιλολογίας τοῦ περασμένου αἰῶνα, δυσκολοπλησίαστο ὣς τὰ τώρα ἀπὸ τοὺς περισσότερους, ἐξ αἰτίας τῆς γλώσσας του: τὸν Εὐγένιο Ὀνέγιν τοῦ Πούσκιν.[1]

Τὸ ἔργο τοῦτο λογαριάζεται ἀπὸ πολλοὺς κριτικοὺς σὰν τὸ καλύτερο τοῦ μεγάλου Ρωμαντικοῦ. Εἶν’ ἕνα ἀφηγηματικὸ ποίημα ἢ πιὸ καλὰ ἕνα ἔμμετρο μυθιστόρημα ἁπλωμένο σ’ ὀχτὼ κεφάλαια καὶ χωρισμένο σὲ δεκατετράστιχες στροφές, μὲ στίχους αὐστηρὰ πειθαρχημένους στὸ μέτρο καὶ στὴν ὁμοιοκαταληξία.

Ἐπιφανειακὰ πρόκειται γιὰ κάποια ἐρωτικὴ ἱστορία, ὄχι καὶ τόσο ἀσυνήθιστη. Πίσω ὅμως ἀπὸ τούτη τὴν ἐπιφάνεια ζωντανεύει μιὰ ὁλόκληρη ἐποχὴ καὶ μιὰ κοινωνία: οἱ πρῶτες δεκαετίες τοῦ 19ου αἰῶνα κι ὁ κόσμος τῆς ρωσικῆς ἀριστοκρατίας.

Ἡ κεντρικὴ μορφὴ τοῦ ποιήματος, ποὺ δίνει τ’ ὄνομά της στὸν τίτλο τοῦ ἔργου, εἶν’ ἕνας τυπικὸς ρωμαντικὸς ἥρωας μὲ βυρωνικὴν ἀπόχρωση. Νέος, γοητευτικός, μορφωμένος, ἔξυπνος, ἄστατος κι ἠθικὰ ἀδίσταχτος. Δὲν ἀσχολεῖται μὲ τίποτα. Ξοδεύει τὴ ζωή  του στὰ σαλόνια καὶ στὰ θέατρα τῆς Πετρούπολης, ὅπου διαπρέπει μὲ τὰ χαρίσματά του ‒καὶ μὲ τὰ ἐλαττώματά του. Ἔχει γνωρίσει ὅλες τὶς ἠδονὲς κι ἔχει χορτάσει τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς φιλαρέσκειας καὶ τῆς ὑποκρισίας, τῆς χαριτόλογης κενότητας καὶ τοῦ ραφιναρισμένου πάθους. Σ’ ἡλικία ποὺ οἱ ἄλλοι ἀρχίζουνε τὴ ζωή τους, ὁ Ὀνέγιν ἔχει γίνει κιόλας ἕνας κουρασμένος, ἀηδιασμένος καὶ σκληρὸς κυνικός. (περισσότερα…)

Υπόλοιπα συγκέντρωσης

*

του ΓΙΑΝΝΗ ΛΕΙΒΑΔΑ

Η ποίηση όσο είναι απροκάλυπτη άλλο τόσο είναι διαφαινόμενη. Κάθε ποίηση προϋποθέτει τη δημιουργία μίας γλώσσας η οποία είναι καίρια, σημαντική, διότι είναι μοναδική. Αντιστοίχως σε κάθε προσωπική γλώσσα έκφρασης εκτός ποίησης η μοναδικότητα είναι ίδιον ενός εκφραστή και όχι ενός ποιητή.

Βρισκόμαστε σε μεταίχμιο νεωτερικών συμφορήσεων και πρωτοποριακών  παρερμηνειών. Κατ’ εμέ σήμερα γίνεται προσπάθεια να αποχαρακτηριστεί η ποιητική τέχνη και να μετατραπεί σε εύτακτο μέρος της κοινωνικής κανονικότητας, αποκτώντας θεσμική αναγνώριση. Η ανάγκη προσεταιρισμού είναι κεφαλαιώδης. Φυσικό επακόλουθο λοιπόν η εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος ακαταρτισίας και ημιμάθειας, με τους ημιμαθείς να εγκαλούν τους ακατάρτιστους και τους ακατάρτιστους να επιτίθενται στους ημιμαθείς. Αμφότεροι γράφουν κείμενα για όλα τα γούστα και καλώς τα γράφουν, έχουν τη σημασία τους, δεν αντιλέγω, η ποίηση όμως μα δεν είναι για όλα τα γούστα, η ποίηση δεν ανταποκρίνεται στο γούστο κανενός, η ποίηση δεν αφορά κανένα γούστο, δεν αιτιολογείται σε ομοφροσύνη.  Απεναντίας, η παύση του γούστου θα μπορούσε να είναι ένας καλός ορισμός της, η ολοκλήρωση μιας τέτοιας παύσης θα είχε πολλά να προσφέρει στην απανταχού ερμηνευτική.

Βεβαίως ο ορισμός της ποίησης, της κριτικής, κτλ, επαναπροσδιορίζεται ατελώς, ή ορθότερα, αποκαθίσταται ατελώς. Μα ο αποχαρακτηρισμός, ο οποίος ευρύτερα ανθεί, δεν έχει σχέση με τον επαναπροσδιορισμό. Η κριτική παραμένει εγκλωβισμένη στην ηθικο-κοινωνική παραμυθολογία του μοντέρνου συντηρητισμού του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, όχι εντελώς αδικαιολόγητα εφόσον τα εκδιδόμενα κυμαίνονται μεταξύ  εκφωνητικών παροξυσμών και στιχοδρομιών. Η σύγχρονη ελληνική ποίηση όσο και η ξένη, κρίνονται με βάση μία περίκλειστη συλλογιστική, η οποία συνοδεύεται από χαμηλό πήχη πρόσληψης και ανάγνωσης. Για ν’ αναγνωρίσει κανείς μία σημαντικότατη περίπτωση θα πρέπει να έχει ήδη αναγνωρίσει άλλες εξίσου σημαντικές ή έστω σημαντικές περιπτώσεις.

Το πολύκροτο άλμα πάνω απ’ το βάραθρο της ερμηνείας,  επικροτείται, προς το παρόν, μόνο σε δύο περιπτώσεις, στην προθεσιακή δυναμική που μπορεί να εκφράσει κάποιος γι’ αυτό ή στην πραγματοποίησή του υπό την προϋπόθεση πως ο άλτης βελτιώνει το πλεονέκτημα μιας επαγωγής προς τα πίσω μα όχι μιας απομάκρυνσης προς τα εμπρός, προς τα άλματα που θα χρειαστεί να γίνουν κατόπιν. Εάν δεν αναγνωρίζεται η ανάγκη επόμενων αλμάτων, το άλμα αυτό δεν χρειάζεται να γίνει κι αν γίνει είναι ανούσιο. (περισσότερα…)

 Δημήτρης Αρμάος: H ποιητική πραγμάτωση του υποκειμένου

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ

Und wenn es uns glūckt,
Und wenn es sich schickt,
So sind es Gedanken.
ΓΚΑΙΤΕ *

1. Παράγραφοι ημερολογίου

Ο προστιθείς γνώσιν προσθήσει άλγημα
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ

Παραθέτω δίκην εισαγωγής το «Πρωινό εμβατήριό» του: «Όχι δεν έχω γεννηθεί για τη μελαγχολία / Ώρα να πάψει ετούτο το μονότονο τραγούδι ετών / Υπάρχει έξω από μένανε ο καιρός / και πάνω απ’  τον καιρό που μόνο φθείρεται / Το θαύμα των σωμάτων / Ό,τι πνευματικότερο χάρισε ο ουρανός / Στα πλάσματα που κλαίνε για να παίζουν» (βλ. Βίαιες Εντυπώσεις, σελ. 315).

Στα μέσα του 2000 άρχισα να αλληλογραφώ με τον Δημήτρη Αρμάο. Μου είχε στείλει στο Χονγκ Κονγκ, όπου την ίδια ακριβώς χρονιά είχα διοριστεί Γενικός Πρόξενος,  το Μυθολόγημά του. Ήταν ένα ιδιαίτερα προσεγμένο ανάτυπο από το τεύχος 30 του περιοδικού Πλανόδιον, που είχε ήδη κυκλοφορηθεί από τον Δεκέμβριο τoυ 1999. Η συστηματική, υποδειγματική καλλιγραφία, η οποία διάρθρωνε τις επιστολές του, συμβάδιζε απολύτως με τη συνειδητή άσκηση της τέχνης αυτής από τους Κινέζους. Έτυχε να ζήσω και να εργαστώ πάνω από οκτώ χρόνια σε μια χώρα όπου η αποτύπωση των ιδεογραμμάτων συνιστούσε ανέκαθεν όψη του ιερού. Θυμάμαι ακόμη έντονα ότι μου ερχόταν στο νου αυτομάτως η αδιάπτωτη φροντίδα που έδειχνε ο Δημήτρης Αρμάος στην παράταξη των γραμμάτων του αλφαβήτου μας στις επιστολές του, όταν έβλεπα  συνδαιτημόνες μου να συναγωνίζονται ορισμένες φορές στην απόδοση εμβληματικών σινικών χαρακτήρων, σε ειδικές περγαμηνές που έστρωναν σε καθαρά τραπέζια, μετά τη λήξη των επισήμων δείπνων.

Αρκετά χρόνια αργότερα συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. Εκτός των άλλων, μας ένωνε και η πάγια προτίμηση στις εκδόσεις Ύψιλον, όπου το 2009 είδανε το φως της δημοσιότητας η άψογα επιμελημένη από τον ίδιο συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, οι Βίαιες Εντυπώσεις των ετών 1975-2007. Ήδη το 2008 είχε εκδοθεί από τον ίδιο οίκο η ποιητική μου συλλογή Ν, όπως Νοσταλγία. Βλεπόμασταν αραιά αλλά πάντα υπήρχε μια ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων για ό,τι μας ενδιέφερε. Το 2014 μου πρότεινε μάλιστα να εξετάσω το ενδεχόμενο ανεβάσματος επιλογών από εμβληματικά θεατρικά έργα της αρχαίας μας παράδοσης στην Ινδονησία, όπου τότε ήμουν Πρέσβης, σε συνεργασία με δικούς μας φορείς και πολιτιστικούς οργανισμούς της κύριας χώρας διαπίστευσής μου. Όταν ήλθα για σύντομο χρονικό διάστημα στην Αθήνα, συναντηθήκαμε στο καφενείο του Ιανού. Μου γνώρισε τότε την ηθοποιό Κερασία Σαμαρά, η οποία είχε εκδηλώσει έντονο ενδιαφέρον. Η ίδια είχε ετοιμάσει τη συναφή αίτηση και τον προγραμματισμό των εκδηλώσεων, μαζί με το πιθανολογούμενο κόστος τους. Συγκρατώ ότι ο Δημήτρης Αρμάος διατηρούσε πάντα τον ίδιο ενθουσιασμό για ό,τι τον αφορούσε. Η ευγένεια της ορμής συναγωνιζόταν σε τακτ την ομολογούμενη ποιότητα της ομιλίας του. Μιλούσε όπως έγραφε: τονίζοντας κατάλληλα την αρμόδια συλλαβή, απέδιδε ρυθμούς και απαραίτητες σημασίες. (περισσότερα…)