*
Άγιος ή προδότης;
Το «αδύνατον» Μυθιστόρημα του Νίκου Σαμψών
γράφει η ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
[1/12]
~.~
Ο Νίκος Σαμψών είναι μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες μορφές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Οι οκτώ –και, κατά τον ίδιο, οι εννέα, που ο Κυριάκος Μαργαρίτης, συγγραφέας του φερώνυμου Σαμψών[1] τού πιστώνει παιγνιωδώς–, μέρες που ηγήθηκε της πραξικοπηματικής κυβέρνησης της Κύπρου σήμαναν την απαρχή μιας εθνικής τραγωδίας, της μεγαλύτερης μετά από εκείνην του 1922, που έμελλε να ολοκληρωθεί με την τουρκική επέλαση και την de facto διχοτόμηση της χώρας.
Ήδη ο Βασίλης Γκουρογιάννης, αγγίζοντας στο Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή (2009)[2] –ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της Μεταπολίτευσης– το ζήτημα των βετεράνων πολεμιστών της Κύπρου, είχε προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων. Υπενθυμίζω, ενδεικτικά, ότι η παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα διακόπηκε από ορδές κουκουλοφόρων, ενώ ο συγγραφέας του βιβλίου λοιδορήθηκε από ακροδεξιά έντυπα για εθνική μειοδοσία, αλλά και χρησιμοποιήθηκε εσφαλμένα από την Αριστερά ως εκφραστής εθνομηδενιστικών αντιλήψεων.[3] Αντιθέτως, αρθρώνοντας την οδύνη του για τον οριστικό ακρωτηριασμό της Μεγαλονήσου από τον εθνικό κορμό, ο Γκουρογιάννης θέτει σημαντικά ζητήματα συνειδήσεως σε ό,τι αφορά στην πρότερη μετοχή –εκόντων ακόντων– Ελλαδιτών πολεμιστών της Κύπρου στο Πραξικόπημα και, συναφώς, στις βαριές ευθύνες του στρατιωτικού καθεστώτος της Ελλάδας στην προδοσία της Κύπρου. Αν ο Γκουρογιάννης, δεκαέξι χρόνια πριν, προκάλεσε, φέρνοντας στο φως την ιστορία ενός ανθρώπου ψυχικά και σωματικά σακατεμένου, που εν τέλει δεν ήξερε εναντίον ποιων -δικών του ή ξένων- ήταν εντεταλμένος να πολεμήσει, χρειάζεται να πιστωθεί η αντίστοιχη τόλμη -ου μην η πρόκληση- στο βιβλίο του Μαργαρίτη υπό τον τίτλο Σαμψών, που καταπιάνεται ονομαστικά –και όχι πια συμβολικά και αφηρημένα– με έναν από τους κατεξοχήν πρωταγωνιστές της κυπριακής προδοσίας.
Για να γίνει αντιληπτός ο βαθμός στον οποίο ο Νίκος Σαμψών ταυτίστηκε στο συλλογικό συνειδητό των Κυπρίων με το ίδιο το Πραξικόπημα, αρκεί να αναφερθεί ενδεικτικά πως τα παιδιά του, Μίνα και Σωτήρης, έτυχαν σε παιδική ηλικία επίθεσης στο δημοτικό σχολείο που φοιτούσαν από ομάδα μαυροφορημένων γυναικών –μανάδων και συγγενών αγνοουμένων και πεσόντων– που τα περιέλουσαν, έναντι του χυμένου αίματος των οικείων τους, με κόκκινη μπογιά: «Είναι πολύ δύσκολο –καλώς ή κακώς– κάποιος να σου έχει φορτώσει την τραγωδία όλου του τόπου σου στον ώμο σου»,[4] δηλώνει σαράντα πέντε χρόνια μετά η κόρη του Νίκου Σαμψών, Μίνα. Ομολογώ προσωπικά πως, έχοντας μαζί μου το βιβλίο Σαμψών σε χώρους οικείων, διαβάζοντάς το αδηφάγα άμα τη δημοσιεύσει του από τον Ίκαρο, μόνο και μόνο ο τίτλος ή και η φωτογραφία του υπό αναφορά προσώπου στο εξώφυλλο προκαλούσε μορφασμούς, φορτισμένες συζητήσεις και αποτροπιασμό, ανασύροντας μνήμες και τραύματα των συνομιλητών μου, όπως και ενδοιασμούς γύρω από έναν πολλά επίφοβο αναθεωρητισμό, που αφορά τόσο στον συγγραφέα του βιβλίου όσο και στην υποφαινόμενη κριτικό. Όχι τυχαία, η κριτική τηρεί ακόμα ευλαβικά σιωπή γύρω από το Σαμψών,[5] παρότι κυκλοφορεί εδώ και δύο σχεδόν χρόνια, κι ενώ ο Μαργαρίτης έχει ήδη προχωρήσει στην έκδοση του Συμβάν 74 (2024),[6] γεγονός που καθιστά την παρούσα μελέτη την πρώτη και σε κάθε περίπτωση ανενδοίαστη προσέγγισή του.
Το γεγονός ότι το βιβλίο Σαμψών, εγγίζοντας εκδοτικά το όριο της θλιβερής επετείου των πενήντα χρόνων από το 1974, προκαλεί, ο Μαργαρίτης δείχνει να το γνωρίζει πολύ καλά: «Μη με διαβάζετε, αν έχετε άποψη»· «Μη με διαβάζετε, αν φοβάστε»· «Μα δεν γίνεται να ευχαριστήσεις τους πάντες. Είναι ΚΑΚΟ».[7] Αξίζει επ’ αυτού να αναφερθεί πως ο συγγραφέας προέρχεται από αγωνιστική οικογένεια του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα (1955–1959), καθώς ο αρχηγός του στρατιωτικού σκέλους της ΕΟΚΑ, Γεώργιος Γρίβας (Διγενής), όταν προσάραξε μυστικά στην Κύπρο για την προπαρασκευή της Επανάστασης, τον Νοέμβριο του 1954, φιλοξενήθηκε στο σπίτι του προπάππου του Μαργαρίτη, Νικολάου Αζίνα, μέλους του πρώτου πυρήνα της οργάνωσης και τομεάρχη Πάφου, στη Χλώρακα.[8] Στην οικία Αζίνα φυλάχθηκε και ο πρώτος οπλισμός που μεταφέρθηκε για τον αντιαποικιακό αγώνα μυστικά από την Ελλάδα στην Κύπρο. Τη γενναία διάσωση του Διγενή από Τούρκους αστυνομικούς, επιτελικούς των Βρετανών αποικιοκρατών, από την ευφυή γιαγιά του, Αναστασία Πενταρά (Αζίνα),[9] ο Μαργαρίτης εντάσσει στην αφήγηση τόσο στο Εννέα (2021)[10] όσο και στο Σαμψών,[11] αλλά και στο αυτοβιογραφικό του κείμενο Τζούμπιλι,[12] το οποίο κυκλοφόρησε εκτός εμπορίου. Στο σπίτι, περαιτέρω, της γιαγιάς Αναστασίας και του παππού Χαράλαμπου φιλοξενήθηκε αριθμός αγωνιστών καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Ο ίδιος ο συγγραφέας[13] ανάγει το σπίτι αυτό σε πυρήνα της πνευματικής του σκευής, συμπυκνούμενο στον ενωτικό αγώνα, τα παιδικά παιχνίδια και τις διηγήσεις, προείκασμα της προσέγγισής του της ζωής ως αφήγησης, αλλά και της αδιαπραγμάτευτης ένταξης της Κύπρου από μέρους του στην ελληνική ιστορικοπολιτισμική επικράτεια, σε ευθεία αντιδιαστολή, θα προσθέταμε, με έργα Κυπρίων συγχρόνων του (λ.χ. Σωφρόνης Σωφρονίου, Λουίζα Παπαλοΐζου,[14] Κωνσταντία Σωτηρίου,[15] Αντώνης Γεωργίου κ.ά.), τα οποία προάγουν τον αποδομητικό κυπριωτισμό.[16]
Το ζήτημα της οικίας Αζίνα έχει επίσης σημασία για την εισαγωγική αυτή τοποθέτηση, καθότι κυριάρχησε σε φλέγουσες αντιπαραθέσεις στο κυπριακό κοινοβούλιο από το 2018, και ειδικότερα κατά τις συζητήσεις γύρω από τον κρατικό προϋπολογισμό κατά τα έτη 2021–2022, περί της αποδέσμευσης κονδυλίου για την αγορά και τα έργα μετατροπής της από το Συμβούλιο Ιστορικής Μνήμης Αγώνα ΕΟΚΑ 1955–1959 (ΣΙΜΑΕ) σε ιστορικό μουσείο, ένεκα του κομβικού της ρόλου κατά τις προεπαναστατικές διεργασίες. Η περίοδος αυτή σημαδεύτηκε από παρωχημένη πολωτική ρητορική ανάμεσα σε «γριβικούς» και «μακαριακούς», τον Σύνδεσμο Δημοκρατικών Αντιστασιακών και τα εν Κύπρω υπολείμματα των υποστηρικτών του Πραξικοπήματος, την Αριστερά και την Ακροδεξιά, αλλά και από διαδηλώσεις και αντιδιαδηλώσεις υπέρ ή εναντίον του Γρίβα, που συνοδεύτηκαν από βανδαλισμούς στο κτίριο της Βουλής των Αντιπροσώπων. Μετά από δύο δεσμεύσεις του εν λόγω κονδυλίου κατόπιν σφοδρών αντιδράσεων, τον Δεκέμβριο του 2021 και τον Ιούνιο του 2022, η Βουλή των Αντιπροσώπων εν τέλει αποδέσμευσε το ποσό τον Νοέμβριο του 2022.
Η συζήτηση γύρω από τον οικίσκο Αζίνα προκάλεσε, περαιτέρω, τις σωβινιστικές κορώνες της κατοχικής ηγεσίας, η οποία προχώρησε το 2022 στην ανακαίνιση και επαναλειτουργία του λεγόμενου (και μοναδικού, εξ όσων γνωρίζω, στο είδος του στον κόσμο) «Μουσείου Βαρβαρότητας» στα κατεχόμενα, σε σπίτι στην κατεχόμενη Ομορφίτα, όπου, στη δίνη των γεγονότων της Τουρκανταρσίας (1963–1964), Τουρκοκύπρια βρέθηκε σφαγμένη στην μπανιέρα του σπιτιού της μαζί με τα τρία της παιδιά, γεγονός που καταχωρίστηκε από την τουρκική προπαγάνδα στα υποτιθέμενα «εγκλήματα μίσους» των Ελλήνων του νησιού εναντίον των Τούρκων.[17] Παρότι ο φωτογράφος της φρικιαστικής σκηνής, Αχμέτ Μπαράν, αποκάλυψε, ήδη το 1985, στον δημοσιογράφο Κώστα Γεννάρη πως το «έγκλημα της μπανιέρας» διαπράχθηκε από τον αξιωματικό της ΤΟΥΡΔΥΚ (Τουρκική Δύναμη Κύπρου) Νιχάλ Ιρχάν, ο οποίος δολοφόνησε τη γυναίκα και τα παιδιά του σε κατάσταση παραφροσύνης,[18] υποδεικνύοντας μάλιστα τον τρόπο με τον οποίο το γεγονός έτυχε εκμετάλλευσης από την τρομοκρατική οργάνωση ΤΜΤ,[19] προκειμένου να αποδοθεί προβοκατόρικα στους Έλληνες υπερασπιστές της Ομορφίτας κατά τα γεγονότα του ’63 (ήτοι στις δυνάμεις ασφαλείας του κράτους, κύρια δε στην οργάνωση ηγέτης της οποίας υπήρξε ο Νίκος Σαμψών, ο οποίος μετονομάστηκε από τους Τούρκους, ένεκα της σαρωτικής επικράτησής του, «ο Χασάπης της Ομορφίτας»[20]), το περιστατικό εξακολουθεί να αποτελεί μέχρι και σήμερα δομικό στοιχείο του τουρκικού μετα-αφηγήματος για τα γεγονότα του ’63 στην Κύπρο,[21] επί του οποίου στηρίζεται και συντηρείται διαχρονικά το αφήγημα της διχοτόμησης: «Εάν η ελληνοκυπριακή διοίκηση θέλει να δείξει στη νέα γενιά τι έχει κάνει ο δολοφόνος τρομοκράτης των Τ/κ [=Τουρκοκυπρίων] Γρίβας, θα τους συμβούλευα να δουν το μουσείο βαρβαρότητας στη βόρεια Λευκωσία»,[22] δήλωσε προκλητικά, άμα τη αποδεσμεύσει του κονδυλίου από τη Βουλή, ο λεγόμενος «Υπουργός Εξωτερικών» του ψευδοκράτους, Ταχσίν Ερτουγρούλογλου. Χαρακτηριστική επ’ αυτού, ως γράφει θαρραλέα ο αντικαθεστωτικός Τουρκοκύπριος δημοσιογράφος Σενέρ Λεβέντ, είναι και η άρνηση του ψευδοκράτους να επιστρέψει την είσοδο των παιδιών του Σαμψών στα κατεχόμενα, όπου θεωρούνται «ανεπιθύμητα πρόσωπα».[23]
Την προβοκάτσια της «μπανιέρας» αποκάλυψε επίσης ο Λεβέντ σε πρωτοσέλιδο της τουρκοκυπριακής εφημερίδας Afrika («Το έγκλημα της μπανιέρας», 2 Ιανουαρίου 2015),[24] ενώ σε μεταγενέστερο δημοσίευμα ο ίδιος σχολιάζει το βιβλίο Bir Sır Adam (Ένας άνδρας μυστήριο) του πρώην μέλους της ΤΜΤ Ιλτέρ Κιρμιζί, όπου πιστοποιείται, ανάμεσα σε άλλα εγκλήματα της οργάνωσης, πως τη διαταγή να μεταφερθούν τα πτώματα στην μπανιέρα έδωσε ο ανταποκριτής της τουρκικής εθνικιστικής εφημερίδας Milliyet, ειδικός σε θέματα Κύπρου και αξιωματικός του Τμήματος Πληροφοριών της Τουρκίας Ομέρ Σαμί Τζιοσάρ.[25]
Αναπόφευκτα, οι ενωτικές καταβολές του Μαργαρίτη, καίτοι άγνωστες στο ευρύ κοινό, εντούτοις ιδιαίτερα ορατές στο Εννέα, προκάλεσαν ατυχείς κριτικές και παρασκηνιακές συζητήσεις σε λογοτεχνικούς κύκλους στην Κύπρο, ταυτίζοντας ανυποψίαστα τον συγγραφέα και ερήμην του θεολογικού και θεωρητικού του πλαισίου με ακροδεξιές, μεταπραξικοπηματικές επαναφορές της ιδεολογίας της Ένωσης, αγνοώντας περαιτέρω ότι ο Μαργαρίτης τάχθηκε ανοικτά υπέρ του άκρως αμφιλεγόμενου και συντριπτικά καταψηφισθέντος από την ελληνική κυπριακή πλευρά Σχεδίου Ανάν κατά την πολωτική εν Κύπρω περίοδο του δημοψηφίσματος (2004). Υποστηρίζοντας αρχικά, ως προς τις διεργασίες επίλυσης του Κυπριακού, τη γραμμή Γλαύκου Κληρίδη, ιδρυτή του Δημοκρατικού Συναγερμού (ΔΗΣΥ), του οποίου τους εθνικούς χειρισμούς δεν επικρότησε τελικά ούτε και το –μετέπειτα και δι’ αυτό διασπασμένο– κόμμα του, έπειτα την υποψηφιότητα του δευτέρου τη τάξει στην τότε ιεραρχία του ΔΗΣΥ, Αλέκου Μαρκίδη, ο οποίος, παρότι στις κρίσιμες περί Ανάν προεδρικές εκλογές του 2003 υπέβαλε υποψηφιότητα ως ανεξάρτητος, δεν παρουσίαζε καμιά απολύτως διαφωνία ως προς την αβασάνιστη αποδοχή του σχεδίου, ο Μαργαρίτης τάχθηκε υπέρ των φωνών του «ΝΑΙ», που οδήγησαν την εθνικόφρονα –πλην, παραδόξως, ανεξαρτησιακώς τοποθετούμενη– παράταξη της Δεξιάς στη μεγαλύτερη ταυτοτική κρίση της ιστορίας της. Όχι τυχαία, το γεγονός της υποστήριξης από μέρους του συγγραφέα του Σχεδίου Ανάν τού κόστισε σε προσωπικό επίπεδο την αποστασιοποίησή του από φοιτητικούς κύκλους όσο και από τον μαχητικό διανοούμενο Γιώργο Καραμπελιά.[26]
Αν ο τόμος Εννέα, που ιστορεί τη θυσία των εννιά απαγχονισθέντων αγωνιστών της ΕΟΚΑ, έτυχε παρασκηνιακά μιας άκρως ιδεοληπτικής πρόσληψης του Μαργαρίτη στη Μεγαλόνησο, το βιβλίο Σαμψών αναμφίβολα προκαλεί παρόμοιου τύπου αντιδράσεις.[27] Αυτές έρχονται να προστεθούν στην ήδη υπάρχουσα, πολυετή αμηχανία της κριτικής απέναντι στον πεζογράφο, οφειλόμενη κατά κύριο λόγο σε εγγενείς αδυναμίες της ίδιας της κριτικής –κάτι που δεν εξαιρεί και την ακαδημαϊκή κριτική–, την αξιοπρεπή αποχή του συγγραφέα από τις δημοσιοσχετιστικές πρακτικές ομοτέχνων του, την παραδοσιακή κατίσχυση στον χώρο του πολιτισμού στη Μεταπολίτευση, στην Ελλάδα και την Κύπρο, την κριτική, την πολιτιστική σύνταξη, τη συγγραφή, τους θεατρικούς δημιουργούς και φορείς, τη μουσική κ.ά., αριστεριζουσών αντιλήψεων, παρεμφερώς την εκμηδένιση της λογοτεχνικής αξίας έναντι της πολιτικής των κειμένων, τη σπανιότητα της κριτικής που να προέρχεται από αντικειμενική διάθεση εποπτείας και όχι από επιβεβλημένη επίκληση στον ναρκισσισμό του κριτικού ή τη σχέση του με ισχυρούς εκδοτικούς οίκους, ομοίως για τις βραβειοδοτήσεις, την εκδοτική εμπορευματοποίηση και στυγνή εκμετάλλευση των συγγραφέων, πλην των εχόντων μαζικά (qua πολιτικά) ακροατήρια, και την ανυπαρξία επιστημονικής κριτικής –πλην επιφυλλιδογραφίας– γύρω από τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή, απέναντι σε έναν συγγραφέα εμβριθέστατο, υψηλής αισθητικής, γλωσσικού αισθητηρίου, γραμματειακής κατάρτισης, ιστορικής και φιλοσοφικής αντίληψης, διειδολογικών, διαθεματικών και συγκριτολογικών προεκτάσεων πρωτοφανών στη νεοελληνική παραγωγή.
Παρόμοιες επιφυλάξεις όχι μόνο απέναντι στο λογοτεχνικό, αλλά και το δοκιμιακό έργο του Μαργαρίτη, με αναφορά στις ογκωδέστατες εργασίες του υποδομής για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη[28] και τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη,[29] έχω αντιμετωπίσει προσωπικά σε αριθμό δημόσιων διαλέξεων και επιστημονικών ανακοινώσεών μου στην Κύπρο, την Ελλάδα και τον αγγλοσαξονικό χώρο από ακαδημαϊκούς κύκλους οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται τις μελέτες αυτές ως φιλοσοφικές και θεολογικές, κριτικά διεισδυτικές, εννοιολογικές και εκ του σύνεγγυς επίσης συμβολές στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, εμμένοντας σε φορμαλιστικά κριτικά πλαίσια. Αυτές οι αντιδράσεις παραπέμπουν περαιτέρω σε αχρείαστο επιστημολογικό ρήγμα ανάμεσα στη θεολογία και τον ακαδημαϊσμό. Σε τούτα θα προσέθετα τις επιφυλάξεις ή και τα συμπλέγματα παλαιοακαδημαϊκών να αναγνωρίσουν την ευφυία και τη δυναμική νέων λογοτεχνών και κριτικών που ξεχωρίζουν στο πλαίσιο της γενιάς τους, καθώς και την αντίσταση των ιδίων απέναντι στον ίδιο τον λόγο ύπαρξης της μελέτης της σύγχρονης λογοτεχνίας –προ της υποτιθέμενης καθολικής και κατά κύριο λόγο μετά θάνατον καταξίωσής της–, έπειτα, σε ό,τι αφορά ειδικότερα στον Μαργαρίτη, τον παραδοσιακό πουριτανισμό της Ορθόδοξης κριτικής, παρά τις ανανεωτικές ανάσες που κόμισε η θεολογία του ’60, που δείχνει να αποστρέφει το βλέμμα σε ό,τι αφορά, ενδεχομένως, στην ελευθερία που λαμβάνει ο πεζογράφος στην παράσταση της εκκλησιαστικής ένωσης και θεανθρώπινης κοινωνίας διά της ερωτικής –και ιδία της σεξουαλικής– μεταφοράς. Στην περίπτωση του Μαργαρίτη, με την εξαίρεση του πρόωρα χαμένου ακαδημαϊκού θεολόγου Χρυσόστομου Σταμούλη,[30] η Ορθόδοξη κριτική λάμπει διά της απουσίας της.
Δεδομένου του εν Κύπρω τεταμένου ιδεολογικού κλίματος, την ειλικρινή αγωνία του συγγραφέα απέναντι στο εγχείρημα μιας αφήγησης γύρω από τον Νίκο Σαμψών εκφράζει επανειλημμένα στο βιβλίο ο φόβος του αφηγητή μήπως η ιστόρησή του εκληφθεί ως νομιμοποίηση της πραξικοπηματικής, αλλά και της διά βίου, όπως παρουσιάζεται, εγκληματικής δράσης του προσώπου. Σε συνέντευξή του ο Μαργαρίτης αναφέρεται χαριτολογώντας ακόμα και σε ενδεχόμενο… λιθοβολισμού του στην Πλατεία Ελευθερίας (κυπριακό αντίστοιχο της Πλατείας Συντάγματος),[31] ενώ το διαρκές δίλημμα περί ανάληψης ή μη του σαμψώνειου συγγραφικού εγχειρήματος εκφράζει σωρευτικά στο βιβλίο:
Ποιος μου το επέβαλε, στ’ αλήθεια να έρθω ως εδώ; Έπρεπε; [32]
Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα έπρεπε να έρθω ως εδώ, μέχρι τέλους, για να πω τη συντέλεια. Ούτε τώρα αισθάνομαι βέβαιος: έπρεπε; [33]
Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο αφηγητής του Σαμψών γνωρίζει πολύ καλά –και δομεί στην παραδοξότητα αυτή το βιβλίο του– πως εδώ έχουμε να κάνουμε με «ένα αδύνατον κείμενο».[34] Ο ίδιος ο συγγραφέας, ενίοτε ανερυθρίαστα και παιγνιωδώς κι άλλοτε με άκρως απολογητικό ύφος, καθώς προοικονομεί τη συγγραφή μυθιστορημάτων του που θα ακολουθήσουν -για τον Γρίβα, τον Γιωρκάτζη, τον Μακάριο και άλλους-,[35] ευελπιστεί ότι όλες οι δυσαρεστημένες από την προσέγγισή του παρατάξεις στην Κύπρο, στο τέλος της ημέρας, θα πειστούν ότι το εγχείρημά του δεν αφορά σε μια ορισμένη πολιτική ή κομματική επιταγή. Έναντι αυτής, ο Μαργαρίτης υπακούει σε μια εκκλησιαστική έκκληση στο πλαίσιο του μετα-μυθιστορηματικού, θεολογικού του σχεδίου Νέα Κρόνακα, το οποίο επιθυμώ, διά της χρήσης προβληματισμών που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της νεοελληνικής θεολογίας, έπειτα εργαλείων της συγκριτικής γραμματολογίας και της επισταμένης –και επιβεβλημένης, εξ αντικειμένου– αναφοράς στο ιστορικό εν Κύπρω πλαίσιο, όπως και πραγματολογικών περί τον Μαργαρίτη στοιχείων, να θέσω στο επίκεντρο της παρούσας ανάλυσης. Ταυτόχρονα, η μελέτη αυτή, στη συνέχεια δύο προγενέστερων,[36] φιλοδοξεί να καταστήσει το έργο του Μαργαρίτη πιο προσβάσιμο, παρέχοντας ερμηνευτικά κλειδιά που θα επιτρέψουν την ευαναγνωσία και την πρόσληψή του πέρα από επιφανειακές αναγνώσεις, διευκολύνοντας επίσης τη βέλτιστη κριτική του προσέγγιση, μακριά από τις τρέχουσες παρανοήσεις. Παράλληλα, επιθυμεί να καταδείξει την ποιότητα του μαργαρίτειου κειμένου μέσα από τις συγκριτολογικές του συνιστώσες, αναμετρούμενου επάξια με μείζονα κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, εξετάζοντας πώς αυτά δομούν γενεαλογικά ή πληροφορούν ποικιλοτρόπως και εμπλουτίζουν σημειωτικά το έργο του. Τέλος, διερευνώντας τα συμβολικά νήματα και τη συγκριτική, κυρίως, υποδομή του συγγραφέα, επιθυμώ να επιστήσω την κριτική προσοχή σε ένα έργο που δεν έτυχε της υποδοχής που του άξιζε, μιλώντας για μια παραγωγή είκοσι οκτώ συνολικά χρόνων, έναντι υπερβάλλουσας προβολής της οποίας τυγχάνουν, επί παραδείγματι, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα, άλλοι ομήλικοί του και ενίοτε συντοπίτες του λογοτέχνες.
///
[1] Κυριάκος Μαργαρίτης, Σαμψών, Ίκαρος, Αθήνα 2023, 412–413.
[2] Βασίλης Γκουρογιάννης, Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή, Μεταίχμιο, Αθήνα 2009.
[3] Βλ. και Γιώργος Καραμπελιάς, «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή: Θύελλα γύρω από ένα βιβλίο», Άρδην-Ρήξη, 26 Σεπτεμβρίου 2009, ημερ. τελευτ. πρόσβ. 26 Μαΐου 2025, https://ardin-rixi.gr/archives/9803.
[4] Πέτρος Μελαΐσης, Μίνα Σαμψών και Σωτήρης Σαμψών, «Σπάζουν τη σιωπή τους Σωτήρης και Μίνα και μιλούν για “μαγειρεμένο” πόρισμα – “Ο Ν. Σαμψών πλήρωσε για τα λάθη όλων”», Το Thema Online, 23 Iουλίου 2019, ημερ. τελευτ. πρόσβ. 25 Μαΐου 2024, https://www.tothemaonline.com/Article/187555/spazoyn-th-siwph-toys-swthrhs-kai-mina-kai-miloyn-gia-%E2%80%98mageiremeno%E2%80%99-porisma-%E2%80%93-%E2%80%98o-n-sampswn-plhrwse-gia-ta-lathh-olwn%E2%80%99-%E2%80%93-video.
[5] Η καθαυτό κριτική βιβλίου απουσιάζει ηχηρά, εξαιρουμένης της έξοχης βιβλιοκριτικής της φιλολόγου και ποιήτριας Παναγιώτας Λάσκαρη, «Κυριάκος Μαργαρίτης, “Σαμψών”, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2023», Ποιείν, 12 Μαΐου 2024, ημερ. τελευτ. πρόσβ. 14 Ιουνίου 2025, https://www.poiein.gr/2024/05/12/κυριάκος-μαργαρίτης-σαμψών-εκδ-ίκα/, όπως επίσης των συνεντεύξεων που έδωσε ο ίδιος ο συγγραφέας για το βιβλίο: Κυριάκος Μαργαρίτης και Γιώργος Σαββινίδης, «Κυριάκος Μαργαρίτης: Επιδίωξη της συγγραφής είναι η κατορθωμένη σιωπή», Ο Φιλελεύθερος, 24 Δεκεμβρίου 2023, ημερ. τελευτ. πρόσβ. 17 Νοεμβρίου 2024, Κυριάκος Μαργαρίτης: Επιδίωξη της συγγραφής είναι η κατορθωμένη σιωπή | Φιλελεύθερος | Philenews. Κυριάκος Μαργαρίτης και Διονύσης Μαρίνος, «Κυριάκος Μαργαρίτης: “Ο Φάκελος της Κύπρου έχει υποστεί ένα καταστροφικό μοντάζ, λείπουν οι πιο κρίσιμες σκηνές”», Bookpress.gr, 13 Δεκεμβρίου 2023, ημερ. τελευτ. πρόσβ. 9 Μαρτίου 2024, https://bookpress.gr/sinenteuxeis/ellines/19034-kyriakos-margaritis-o-fakelos-tis-kyprou-exei-ypostei-ena-katastrofiko-montaz-leipoun-oi-pio-krisimes-skines. Κυριάκος Μαργαρίτης και Ανδρέας Σταματόπουλος, «Σαμψών–Κυριάκος Μαργαρίτης», Αποκαλυπτικά και επίκαιρα, 6 Ιουνίου 2024, Βεργίνα Τηλεόραση, ημερ. τελευτ. πρόσβ. 24 Νοεμβρίου 2024, https://www.youtube.com/watch?v=DWK7CVynik8.
[6] Κυριάκος Μαργαρίτης, Συμβάν 74, Ίκαρος, Αθήνα 2024.
[7] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 198, 147, 296.
[8] Βλ. Νικόλαος Χ. Πενταράς, Πίσω από τα γεγονότα: Βιωματικές αναμνήσεις της Αναστασίας Αζίνα Πενταρά, Οσελότος, Αθήνα 2011.
[9] Ό.π., 62–64.
[10] Κυριάκος Μαργαρίτης, Εννέα, Ίκαρος, Αθήνα 2021, 98.
[11] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 102–103.
[12] Κυριάκος Μαργαρίτης, Τζούμπιλι: Απόλογος 1996-2001, Κέντρο Τεχνών Κίμωνος, Πάφος 2021, 31.
[13] Μαργαρίτης, Εννέα, ό.π. (σημ. 10), 98, 253, 276, 312, 361–362. Μαργαρίτης, Τζούμπιλι, ο.π. (σημ. 12), 31–32.
[14] Βλ. σχετ. Δήμητρα Δημητρίου, «“Εγίνηκα, μανά”: Το Βουνί, Λουίζας Παπαλοΐζου», Ο Αναγνώστης, 25 Μαρτίου 2023, https://www.oanagnostis.gr/eginika-mana-to-voyni-loyizas-papalo-zoy-tis-dimitras-dimitrioy/.
[15] Βλ. σχετ. Δήμητρα Δημητρίου, «Η διεκδίκηση της Αντιγόνης: Για την Πικρία χώρα της Κωνσταντίας Σωτηρίου», Cadences (Απρίλιος 2020), 74–89.
[16] Για το ιδεολόγημα του νεοκυπριωτισμού στο πολιτισμικό και λογοτεχνικό πεδίο, βλ. ενδ. Demetra Demetriou, «Identity Politics and the Cyprus Issue», Eastern Mediterranean Policy Note, τχ. 49 (Απρίλιος 2020), 1–6. Δήμητρα Δημητρίου, «“Το πνευματικό νυστέρι”: Κυπριακή διάλεκτος, ιδεολογία και το εθνικό δίλημμα: Η περίπτωση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη», Νέα Ευθύνη, τχ. 56–57 (Ιανουάριος-Ιούνιος 2022), 40–56. Γιώργος Κεχαγιόγλου και Λευτέρης Παπαλεοντίου, Ιστορία της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία 2010, 575. Παντελής Βουτουρής, Η ιδεολογική κατασκευή μιας νεοκυπριακής λογοτεχνίας, ανάτυπο από το περ. Πλανόδιον, τόμ. ΙΒ΄, τχ. 51, Αθήνα 2011. Σάββας Παύλου, Η καταπίεση της ελληνικής γλώσσας στην Κύπρο, Αιγαίον, Λευκωσία 2023. Σάββας Παύλου, «Η κυπριακή ιδιαιτερότητα και οι ιδεολογικές χρήσεις της», Άρδην-Ρήξη, 16 Οκτωβρίου 2011, https://ardin-rixi.gr/archives/195767. Παναγιώτης Κ. Περσιάνης, Η νομιμοποίηση του κυπριακού κράτους, Κυπροέπεια, Λευκωσία 2004, 142–145, 174–176.
[17] Περισσότερα για την τουρκική προπαγάνδα σε σχέση με τα γεγονότα του ’63, βλ. Γιάννης Κ. Λάμπρου, Ιστορία του Κυπριακού: Τα χρόνια μετά την Ανεξαρτησία, Επιφανίου, Λευκωσία, 32024, 111–115. Με αναφορά σε πολλές τουρκικές πηγές, βλ. Κώστας Γεννάρης, Εξ ανατολών, Καστανιώτης, Αθήνα 2001. Μαρτυρία Τουρκοκυπρίου, πρώην μέλους της διχοτομιστικής ΤΜΤ: Αρίφ Ταχσίν, Η άνοδος του Ντενκτάς στην κορυφή, μτφρ. Θανάσης Χαρανάς, Διαφάνεια, Αθήνα 2001. Contra Rauf R. Denktash, The Cyprus Triangle, Κ. Rustem & Brother, Λονδίνο 1988, 27, 65, 69, 75, ο οποίος παρουσιάζει τον Σαμψών ως σχεδιαστή, κατά τα λεγόμενά του, «της πλήρους εξόντωσης» των Τουρκοκυπρίων κατά την περίοδο 1963–64, ενώ ταυτόχρονα «δικαιωματικά», κατά τη γνώμη του, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο εξαιτίας και μόνο της ανάληψης της προεδρίας από τον «δολοφόνο της ΕΟΚΑ», όπως τον αποκαλεί, Νίκο Σαμψών.
[18] Κίνηση για Ελευθερία & Δικαιοσύνη στην Κύπρο, Αιματηρή αλήθεια/Bloody Truth, δίγλωσση έκδοση, χ.ε., Λευκωσία 2009, 66–69.
[19] TMT (Türk Mukavemet Teşkilatı· ελλ. Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης): Τουρκοκυπριακή τρομοκρατική οργάνωση, ιδρυθείσα το 1958, κατόπιν απόφασης του Γενικού Επιτελείου της Τουρκίας, ελεγχόμενη, εκπαιδευόμενη στρατιωτικά και εξοπλιζόμενη από την Τουρκία, υπό τη σιωπηρή υποστήριξη των Βρετανών αποικιοκρατών, έχοντας ως αρχικό στόχο το Σχέδιο Επανάκτησης της Κύπρου, έπειτα τον «συμβιβασμό» της με τη διχοτόμηση. Κατά τα έτη 1958–1963 έσπειρε τον φόβο και το μίσος εντός της τουρκικής μειονότητας απέναντι στους Έλληνες του νησιού με αισχρές προβοκάτσιες, στα χρόνια της Ανεξαρτησίας προετοίμασε κι εκτέλεσε ως βραχίονας του τουρκικού κράτους την Τουρκανταρσία του 1963–64, έπειτα προπαρασκεύασε το προγεφύρωμα για την τουρκική εισβολή του 1974, στην οποία συνέδραμε καθοριστικά, καθοδηγώντας τους εισβολείς, που δεν γνώριζαν τις περιοχές, και παρέχοντας έμψυχο (χιλιάδες μουτζαχεντίν) και άψυχο υλικό. Για μια συνολική προσέγγιση της ΤΜΤ, βλ. Σπύρος Αθανασιάδης, Φάκελος ΤΜΤ, χ.ε., Λευκωσία 1998, με κύριο σώμα ερεύνης τις τουρκικές πηγές. Βλ. και τη μελέτη του Ταχσίν, Η άνοδος του Ντενκτάς, ό.π. (σημ. 17), πρώην μέλους της οργάνωσης.
[20] Λεπτομερώς για τα γεγονότα της Ομορφίτας, βλ. Σπύρος Παπαγεωργίου, Από την Ζυρίχην εις τον Αττίλαν, τόμ. Α΄, Η ταραγμένη Δημοκρατία και η σύγκρουσις με τους Τούρκους (1959-1964), Επιφανίου, Λευκωσία [1980], 239–244). Μακάριος Δρουσιώτης, Η πρώτη διχοτόμηση: Κύπρος 1963-1964, Αλφάδι, Λευκωσία 2005, 138–140. Κώστας Χατζηαντωνίου, Κύπρος 1954-1974: Από το έπος στην τραγωδία, Ιωλκός. Αθήνα 2007, 113. Λάμπρου, Ιστορία του Κυπριακού, ό.π. (σημ. 17), 109. Σε αντίθεση με την τουρκική μυθολογία περί σφαγών στην Ομορφίτα, αμερικανικές πηγές αναφέρουν μόλις δεκαεπτά νεκρούς από τα επεισόδια, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους (στο Δρουσιώτης, Η πρώτη διχοτόμηση, ό.π., 139), ενώ εκατοντάδες Τούρκοι άμαχοι και κυρίως γυναικόπαιδα, μεταφέρθηκαν από την ομάδα του Σαμψών υπό ασφάλεια στον ελληνικό τομέα: Παπαγεωργίου, Από την Ζυρίχην εις τον Αττίλαν, ό.π., 244. Γλαύκος Κληρίδης, Η κατάθεσή μου, τόμ. Α΄, Αλήθεια, Λευκωσία, 1988, 244. Μάχη, 27 Δεκεμβρίου 1963, 1 και 6. Ελευθερία, 29 Δεκεμβρίου 1963, 6. Χαραυγή, 28 Δεκεμβρίου1963, 5. Οι δε Τούρκοι αιχμάλωτοι της συνοικίας Κουμσάλ, στην καρδιά του τουρκικού τομέα της Λευκωσίας, την περίφημη ημέρα του «εγκλήματος της μπανιέρας» παραδόθηκαν σώοι και αβλαβείς, «χωρίς να τους πειράξουν έστω και μία τρίχα», ως εμφαίνει ο Σενέρ Λεβέντ, «24 Δεκεμβρίου 1963», Πολίτης, 18 Νοεμβρίου 2024, ημερ τελευτ. πρόσβ. 18 Αυγούστου 2025, https://www.politis.com.cy/apopseis/stiles/865190/24-dekemvrioy-1963. Περαιτέρω, στην επιστολή του προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Κύπρου στα Ηνωμένα Έθνη Ζήνων Ρωσσίδης δηλώνει πως στην Ομορφίτα οι Τούρκοι κατέλαβαν σπίτια Ελλήνων διά της βίας, αφότου δολοφόνησαν τις γυναίκες και τα παιδιά που βρίσκονταν μέσα, γεγονός το οποίο έτυχε αναφοράς, σύμφωνα με την ίδια επιστολή, και στον διεθνή Τύπο (βλ. «Παράρτημα Η΄» στο Κληρίδης, Η κατάθεσή μου, ό.π., 506–508). Σχετικά με την πολιορκία και τον κίνδυνο σφαγών που διέτρεξαν ελληνικές συνοικίες στην Ομορφίτα, βλ. επ. Χατζηαντωνίου, Κύπρος 1954-1974, ό.π., 130. Τον κίνδυνο που διέτρεξαν εκατοντάδες ελληνικές οικογένειες στην περιοχή της Ομορφίτας, του Τράχωνα και της Νεάπολης από Τούρκους στασιαστές καταγράφει ακόμα και το εκφραστικό όργανο της κυπριακής Αριστεράς Χαραυγή, 25 Δεκεμβρίου 1963, 1 και 6· 27 Δεκεμβρίου 1963, 1. Το ίδιο έντυπο αναφέρεται στη βάναυση δολοφονία της δωδεκάχρονης Γεωργίας Βενιζέλου στην Ομορφίτα (Χαραυγή, 27 Δεκεμβρίου 1963), καθώς και σε 400 Τουρκοκύπριους «πρόσφυγες» και όχι «αιχμαλώτους», οι οποίοι φιλοξενήθηκαν σε συνθήκες ασφάλειας στο Καϊμακλί (Χαραυγή, 28 Δεκεμβρίου 1963, 5). Μελέτες, τέλος, αναδεικνύουν την εκδίωξη ελληνικών οικογενειών από την περιοχή ήδη από το 1958 και την εξαναγκαστική μεταφορά οικογενειών Τουρκοκυπρίων υπό την πίεση της εξτρεμιστικής τουρκικής οργάνωσης ΤΜΤ, προκειμένου να επιβληθεί η ομοσπονδοποίηση της Κύπρου, όπερ και εγένετο, και οι εξ αυτής απορρέουσες αποσχιστικές αξιώσεις της Άγκυρας, διά της δημιουργίας ισχυρών και αμιγώς τουρκικών εθνοτικά θυλάκων. Βλ. σχετ. Nancy Crawshaw, The Cyprus Revolt, George Allen & Unwin, Λονδίνο 1978, 304. Γεννάρης, Εξ ανατολών, ό.π. (σημ. 17), 213–218.
[21] Ενδεικτικότατα, η τουρκική κυβέρνηση, διά των Πρωθυπουργού Ισμέτ Ινονού, Υπουργού Εξωτερικών Φεριντούν Ερκίν και Προέδρου, Στρατηγού Τζεμάλ Γκιουρσέλ, στις 25 Δεκεμβρίου 1963 αναφερόταν, σε διεθνή της διαβήματα, σε «γενοκτονία των Τουρκοκυπρίων». Βλ. ενδ. Νέαρχος Νεάρχου (επιμ.), Άπαντα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, τόμ. Στ΄, Ιανουάριος 1963-4 Μαρτίου 1964, Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, Λευκωσία 1996, 317.
[22] «Οργή στα κατεχόμενα για μουσείο Γρίβα. “Θα τους συμβούλευα να δουν το μουσείο βαρβαρότητας”», Cyprus Times, 7 Νοεμβρίου 2022, ημερ. τελευτ. πρόσβ. 5 Μαΐου 2024, Οργή στα κατεχόμενα για μουσείο Γρίβα. «Θα τους συμβούλευα να δουν το μουσείο βαρβαρότητας» | Cyprus Times.
[23] Σενέρ Λεβέντ, «Τα παιδιά του Σαμψών», Πολίτης, 5 Αυγούστου 2019, ημερ. τελευτ. πρόσβ. 25 Μαΐου 2025, https://www.politis.com.cy/apopseis/312092/ta-paidia-tou-sampson.
[24] Βλ. Έυη Μουρούζη, «Την προπαγάνδα της “μπανιέρας” ξεσκεπάζει η Afrika», ΡΙΚ News, 2 Ιανουαρίου 2015, ημερ. τελευτ. πρόσβ. 17 Νοεμβρίου 2024, Την προπαγάνδα της «μπανιέρας» ξεσκεπάζει η Africa (rik.cy). Σενέρ Λεβέντ, «Βάλτε και το μπάνιο χωρίς αίματα στο Μουσείο Βαρβαρότητάς σας», Πολίτης, 19 Αυγούστου 2022, ημερ. τελευτ. πρόσβ. 17 Νοεμβρίου 2024, https://www.politis.com.cy/apopseis/stiles/511509/valte-kai-to-banio-choris-aimata-sto-moyseio-varvarotitas-sas.
[25] Σενέρ Λεβέντ, «Το έγκλημα στο μπάνιο που δεν διαλευκάνθηκε (2)», Πολίτης, 7 Νοεμβρίου 2022, ημερ. τελευτ. πρόσβ. 18 Αυγούστου 2025, https://www.politis.com.cy/apopseis/stiles/549437/to-egklima-sto-banio-poy-den-dialefkanthike-2.
[26] Μαργαρίτης, Τζούμπιλι, ό.π. (σημ. 12), 126.
[27] Βλ. επ. το σχόλιο της Λάσκαρη, «Κυριάκος Μαργαρίτης», ό.π. (σημ. 5), η οποία επισημαίνει, αφενός, το βαρύτατο ιστορικό τραύμα –το οποίο απολήγει σε πλήρη απώθηση– , που συνιστά η Κύπρος για το συλλογικό συνειδητό ή ασυνείδητο του Νεοέλληνα («τις ανοιχτές πληγές της [Κύπρου] που, από αμηχανία και ενοχή, συνωθούμε στη λέξη “Κυπριακό”»), και, αφετέρου, το ιστορικό ναρκοπέδιο που συνιστά το μαργαρίτειο εγχείρημα, κατά τρόπο που οι ποικίλες ιδεολογικές εντάξεις ή συμπάθειες τείνουν να το απορρίψουν εκ προοιμίου: «Αφού, λίγο πολύ, όλοι μας έχουμε δίκιο, μήπως το βιβλίο αυτό είναι καταδικασμένο να μείνει αδιάβαστο ή μισοδιαβασμένο και αδιάβατο;».
[28] Κυριάκος Μαργαρίτης, Το μεγάλο ελληνικό μυθιστόρημα: Ο υπαρξιακός ρεαλισμός στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Αρμός, Αθήνα 2021.
[29] Κυριάκος Μαργαρίτης, Φοντάνα Αμορόζα: Ποίηση και ποιητική του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, Αρμός, Αθήνα 2020.
[30] Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, Φάγαμε ήττα: Κείμενα για τον αυτοεγκλωβισμό της Ορθοδοξίας, Αρμός, Αθήνα 2021, 121–134.
[31] Μαργαρίτης και Σαββινίδης, «Επιδίωξη της συγγραφής είναι η κατορθωμένη σιωπή», ό.π. (σημ. 5).
[32] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 14.
[33] Ό.π., 13.
[34] Ό.π. Όπου δεν αναφέρεται το αντίθετο, οι υπογραμμίσεις στα παραθέματα από την πρωτεύουσα και δευτερεύουσα βιβλιογραφία απαντούν στο πρωτότυπο.
[35] Ό.π., 435.
[36] Δήμητρα Δημητρίου, «Εννέα: Το Χρονικό της αιωνιότητας», Culturebook, 15 Φεβρουαρίου 2023, https://culturebook.gr/grafeio-pezografias/meletes-dokimia/ennea-to-hroniko-tis-aioniotitas-tis-dimitras-dimitriou/. Δήμητρα Δημητρίου, «Συντυχιά: Κυριάκος Χαραλαμπίδης-Κυριάκος Μαργαρίτης», ανακοίνωση στο επιστημονικό συνέδριο «Κυριάκος Χαραλαμπίδης: Ο ποιητής, ο κριτικός, ο φιλόλογος», Εταιρεία Κρητικών Σπουδών – Ίδρυμα Καψωμένου, Αλικιανός Χανίων, 21–23 Ιουλίου 2023.
///
*
*
*
