Month: Μαΐου 2025

Η τάτσα και η σπουρτόλοη

*

Η τάτσα

«Εν τάτσα, κυρία, τούντο πράμαν μες στο κείμενον». Εθώρουν τον τζ̆ι έν επίστευκα στ’ αφκιά μου. «Εν πελλάρες τούντα πράματα που μας λαλείτε. Τζ̆αι τούντο σημαδούιν εν τάτσα, όπως τζ̆αι πολλά άλλα. Άμαν στάξει το παγωτόν πά’ στο παντελόνιν σου, τατσώννει σού το∙ άμαν παουρίζει ο τζ̆ύρης σου ούλλη μέρα τζ̆αι φκαίννεις να παίξεις με τους φίλους σου μες στον δρόμον τζ̆ι ακούουν ούλλοι τες παουρκές του, γίνεσαι η τάτσα της γειτονιάς∙ που επήα στο χωρκόν μας στα κατεχόμενα, εθώρουν τάτσες παντού: πά’ στα σπίθκια τζ̆αι τες εκκλησ̆ιές που τες σ̆σ̆ιπεθκιές τζ̆αι τες πόμπες∙ τούτη η κρεατοελιά που ’χω πά’ στην μούττην μου εν που γεννησιμιού μου –άδε τάτσαν πά’ στην φάτσαν μου!– τζ̆αι καμιά κορούα έν με θέλει∙ που επήεν τζ̆ι επαντρεύτην ο παππούς μου τζ̆είνην την Φιλιππινέζαν, ετάτσωσεν το σόιν μας. Τωρά εκατάλαβες, κυρία; Όι άνω τελεία∙ τάτσα».


τάτσα, η: λεκές∙ στίγμα
παουρίζω: ουρλιάζω
σ̆σ̆ιπεθκιά, η: πυροβολισμός

(περισσότερα…)

Τ’ ανυφαντοπάνια της ποιητικής του Δημήτρη Αρμάου

*

του ΠΑΝΟΥ ΣΤΑΣΙΝΟΥ

ΚΑΠΟΙΑ φορά   κάποιον καιρό   ἕνας ψαρὰς-ζωγράφος
  ῎Ελεγε ἀτός του «Καθετόσο
»Ψαρεύω στὰ νερὰ τούτης τῆς θάλασσας
  »Κι ἀνακαλύπτω τὴν Κακία της
»Μὰ πότε θὰ τὸ πάρω ἀπόφαση
  »Πῶς εἶναι θάλασσα-ἐγωίστρια;»
 
᾿Ετοῦτος ὁ ψαρὰς τὰ δίχτυα του
  Τὰ στόριζε περίφημα   ποὺ λὲν
Εἶχε τὰ τέλεια δίχτυα   ἰδεατὲς
  Πλεχτάνες γι᾿ ἄλλα ψάρια
Μὲ βλεφαρίδες καὶ σκιὲς
  Καὶ τὸν ἀρχαῖο κοπετὸ στὴν προστασία τους
 
Λοιπὸν αὐτὸς περιπλανήθηκε
  Στὴ φρυκτωρία τῶν τενάγων   τῶν παθῶν του
Οἱ δισυπόστατες φρικτές του ἐξαπάτησες
  Εἰσέλαυναν ἀργὰ-βουερὰ
Στὴν πνιγηρὴν εὐαισθησία του
  Καὶ προσπορίζονταν τὸ αἷμα καὶ τὴ νιότη του
Ἀνταποδίδοντας ὀδύνη
 
Ἀχά! δυσώνυμε ψαρά
  Οἱ ἀνυφαντάκοι ποὺ ζωγράφιζες σ᾿ ἀδράξανε.

Στη «Βαρκαρόλα τοῦ Ψαρᾶ-Ζωγράφου» (Βίαιες Ἐντυπώσεις, ύψιλον: 2009, σ. 325), σκοντάφτω στο καταληκτικό δίστιχο: «Ἀχά! δυσώνυμε ψαρά / Οἱ ἀνυφαντάκοι ποὺ ζωγράφιζες σ’ ἀδράξανε.». Λέξη αν μη τι άλλο λιγοφορεμένη, οι «ανυφαντάκοι» μού φανερώνονται μόλις ανατρέξω στην παλιότερη εκδοχή του ποιήματος (βλ. «Ἡ Βαρκαρόλα τοῦ Ψαρᾶ-Ζωγράφου» στον τόμο Ποιήματα ΙΙ [1979-1984], Gutenberg: 1985, σ. 22). Εκεί το δίστιχο έχει ως εξής: «(Ἀχά! δυσώνυμε ψαρά· / σ’ ἀδράξανε οἱ ἀράχνες πού ζωγράφιζες).» Ακαριαία ανακαλώ ένα άλλο —απ’ τα μικρά του αυτό— ποίημα του Αρμάου, όπου συναντάται επίσης το εν λόγω αρθρόποδο ζωγραφισμένο: «Ἐλέησέ μας       Κύριε / Τὰ παιδάρια // Ζωγραφίζουμε ἀράχνες.» (Βίαιες Ἐντυπώσεις, «Μικρὸς Παρακλητικός», σ. 170). Εδώ οι αράχνες δεν σαρκώνονται και δεν επιτίθενται — ίσως εξαιτίας ακριβώς της αφέλειας και του ερασιτεχνισμού των καλλιτεχνούντων ποιητικών υποκειμένων… Κάνοντας ο Αρμάος τις «αράχνες» «ανυφαντάκους», για ν’ αποφύγει την επανάληψη της διατύπωσης, κατορθώνει μια ισχυρότερη αντήχησή της: η ίδια εικόνα επιστρέφει κάμποσες σελίδες μετά (διότι οι Βίαιες Ἐντυπώσεις δεν είναι συγκεντρωτική συλλογή ποιημάτων αλλά Βιβλίο Στίχων) ενισχυμένη, εμπλουτισμένη με μια λέξη σημαντικά βαρύτερη· δεν είναι τυχαίο πως απαλείφονται και οι παρενθέσεις της αρχικής εκδοχής. Η λέξη παίρνει, εδώ, τα ηνία και καθίσταται σημαντικότερη από την ενέργεια. Αφού οι «αράχνες», λοιπόν, απαλείφθηκαν, και μαζί τους και η παρήχηση με το ρήμα «αδράξανε», αυτό εκτοπίζεται στο τέλος του στίχου. Σε μια υποσημείωση της ανάλυσής του επί του «Μικρού Παρακλητικού» (βλ. Ἀναγνωστικὸ τῶν Βίαιων Ἐντυπώσεων τοῦ ποιητῆ Δημήτρη Ἀρμάου, Gutenberg: 2018, σ. 33), ο Α. Κ. Χριστοδούλου επισημαίνει την ενδεχόμενη ετυμολογική συγγένεια «αράχνης» και «ἄρκυος» (διχτυού), θεωρώντας πως ο Αρμάος την «εκμεταλλεύεται»· παρ’ ότι ομολογώ πως δυσκολευόμουν να συμμεριστώ την οπτική αυτή στο πλαίσιο του «Μικρού Παρακλητικού», στη «Βαρκαρόλα τοῦ Ψαρᾶ-Ζωγράφου» είναι σαφές και πως και πώς την εκμεταλλεύεται. Χάρη στην αναστροφή του τελευταίου στίχου, δε, δημιουργούνται δύο παράλληλες διατυπώσεις: «τὰ δίχτυα του / Τὰ στόριζε» (σττ. 7-8) και «Οἱ ἀνυφαντάκοι ποὺ ζωγράφιζες» (στ. 21). Ο ένας στίχος παραλλάσσει τον άλλον νοηματικά, εναλλάσσοντας, σε κάθε μια απ’ τις δύο παραλλαγές, μία λέξη κοινή και μία καθόλου κοινή, με χιαστί μεταξύ τους τρόπο· σταυροβελονιά. Ακόμα και οι «φριχτές εξαπάτησες» της πρώτης εκδοχής (που έπαιζαν με τα «δίχτυα» και τις «πλεχτάνες») γίνονται εδώ «φρικτές», ώστε να παρηχούν με τη «φρυκτωρία» — κι έτσι ν’ ανακτάται η χαμένη παρήχηση του τέλους… (περισσότερα…)

Σάπιο νερό και άλλες τερτσίνες

*

ΣΑΠΙΟ ΝΕΡΟ

Βαστώ μιαν ανάσα φωτιά στο πνευμόνι·
φελλοί στα ρουθούνια, στο στόμα πανί.
Η σάρκα μου αλέθεται, σπάζει, παλιώνει

κι αλέθει: φορέματα, δείπνα, ηδονή.
Γωνιές σκαληνών ανεκπλήρωτων λειαίνω
να γίνουνε τσέρκια, δακτύλιοι στιλπνοί·

κυλάνε μακριά μου και πίσω ξεμένω,
σαν πάσσαλος μοιάζω μπηγμένος στη γη.
Και ποιο είν’ ενός πάσσαλου το πεπρωμένο;

Να στέκει. Το σώμα του όλο πληγή·
μ’ αγκίστρια και σύρμα τα μέλη μπλεγμένα·
λιγότερος μένει από δύση σ’ αυγή

καθώς η σκουριά τα ’χει κανονισμένα…
Φορές σαν διαβαίνω από έλη κοντά
–σαν τραύματα χάσκουν κακοφορμισμένα–

η εικόνα σε κάποια απορία απαντά:
«Ποια είμαι; Ποιας βίο διάγω;» Τι κρίμα
εδώ ο εαυτός σου να σε συναντά

στις λάσπες του βούρκου… Αβάδιστο βήμα
σ’ αργό σημειωτόν ξοδεμένο, νωθρό· (περισσότερα…)

Γενοκτόνοι δημοκράτες

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 05:25
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Όπως ήδη οι αρχαίοι σφαγείς της Μήλου, έτσι και οι τωρινοί σφαγείς της Γάζας γελοιοποιούν παντελώς τον επίμονο ισχυρισμό ότι οι δημοκρατίες τάχα μου υπερέχουν ηθικά από τα λοιπά πολιτικά καθεστώτα. Η δημοκρατία όμως είναι πρώτα πρώτα κράτος, πάει να πει εξουσία. Και ο φέρων την εξουσία, όποιος και αν είναι αυτός, είτε μονήρης τύραννος είτε δήμος ολόκληρος, υπόκειται στους ίδιους διαχρονικούς πειρασμούς: η ισχύς του είναι συνήθως ευθέως ανάλογη της αυθαιρεσίας του. Ηθική νομιμοποίηση η εξουσία μπορεί να αντλήσει όχι από τον τύπο του πολιτεύματος, αλλά από ένα κριτήριο εντέλει εξωπολιτικό: τη δικαιοσύνη. Ο Σολομών και ο Αριστείδης ήταν άνδρες που η ιστορία τούς αποκάλεσε δίκαιους επειδή υπάκουαν σ’ έναν τέτοιο ηθικό γνώμονα. Ο Νετανιάχου και αυτοί που τον έφεραν και τον κρατούν στην γενοκτονική του εξουσία δεν είναι παρά η ενσάρκωση εκείνου του παλιού εφιάλτη της Χάννας Άρεντ. Ότι δηλαδή θα ’ρθει κάποτε καιρός που μια πλειοψηφία θα αποφασίζει δημοκρατικά να εξολοθρεύσει όποια μερίδα του πληθυσμού κρίνει χρήσιμο. (περισσότερα…)

Το ναρκισσιστικό τραύμα

*

του ΛΕΥΤΕΡΗ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Στην προ σοσιαλ μήντια εποχή, το μεγαλύτερο ακροατήριο ενός μέσου ανθρώπου ήταν 10-20 άτομα, δηλαδή η παρέα του, οι συνάδελφοι του, άντε και λίγοι παραπάνω σε κάποια κοινωνική εκδήλωση. Αν μιλάμε απλώς για την ορατότητά του, ας πούμε και λίγους παραπάνω, έστω περίπου 50-100 άτομα σε έναν γάμο, μια φορά τον χρόνο. Με τα σόσιαλ μήντια ο μέσος άνθρωπος έχει εύκολα από 1.000-10.000 άτομα ακροατές-θεατές, ένα σίγουρα πολύ πιο μεγάλο και πιο απόμακρο κοινό σε σχέση με τον πραγματικό του κύκλο και δη ένα καθημερινό κοινό, που τον παρακολουθεί 24/7. Αν είναι και λίγο ωραίος/-α, από αυτό και μόνο φτάνει εύκολα τα 100.000 άτομα.

Επομένως, αυτός που έχει ανάγκη την προσοχή θα καρφωθεί αρκετά εύκολα. Θα αναρτήσει απόψεις που νιώθει ότι είναι πλειοψηφικές και άρα αποδεκτές ή αναρτήσεις που ενέχουν επίδειξη αρετής (virtue signaling), θα προβάλλει τα επιτεύγματά του, κάποιοι/-ες θα απευθυνθούν στα σεξουαλικά ένστικτα που διεγείρονται εύκολα και αυτόματα, αλλά με κόστος στην υπόληψη κλπ.

Γενικώς, ο άνθρωπος μπαίνει πολύ περισσότερο στον πειρασμό της διεκδίκησης της προσοχής γιατί υπάρχει το κοινό που δημιουργεί την ψευδαίσθηση του δημοσίου ρόλου (parasocial craving). Συνέπεια αυτού είναι η απώλεια της αυθεντικότητας και η υπηρέτηση ενός ρόλου για ένα απόμακρο κοινό που κάνει το άτομο να ξεχνά με ποιον θέλει πραγματικά να μιλήσει και να αλληλεπιδράσει ουσιαστικά.

Έτσι, τα άτομα με έντονη την ανάγκη της προσοχής πέφτουν πολύ εύκολα στην παγίδα της διαρκούς αναζήτησής της, κάτι που δεν καταλαβαίνουν ούτε οι ίδιοι, αλλά πολλές φορές ούτε και το ακροατήριο, επειδή ακριβώς αυτό έχει κανονικοποιηθεί ως φαινόμενο. Ο ψυχαναλυτής Χάιντς Κόχουτ το ονομάζει «ναρκισσιστικό τραύμα», δηλαδή όποιον δεν τον «έβλεπαν» ως παιδί, προσπαθεί διαρκώς ως ενήλικας να τον δουν, κάτι που ουδέποτε χορταίνει. Πράττει συνεχώς με έγνοια το κοινό του, με το να προβάλλει συνεχώς ό,τι θεωρεί πλεονέκτημά του ή ό,τι βλέπει πως πιάνει ψάρια. (περισσότερα…)

Οίκαδε

*

ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΜΕ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑ | 29.v.25
Κείμενα – Φωτογραφίες ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

*

ΟΙΚΑΔΕ

Επιστροφή. «Στο τέλος τα βαριέσαι όλα τα υψιπετή», λέει ο Τζέημς Μέριλ (1926-1995) κι αποχωρείς ήρεμα. Επιστρέφεις, λοιπόν, στην ταπεινή τοπική χλωρίδα. Εδώ ο άνθρωπος σπανίως επεμβαίνει ή διαμορφώνει ή κατευθύνει. Η φύση διατηρεί την ελευθερία της και όλον τον εγγενή ρομαντισμό της. Σε υποδέχεται με την εύγλωττη σιωπή της. Κι εσύ δεν έχεις άλλο να πεις, παρά να επαναλάβεις τα λόγια του Γουάγκ Γουέι (699-761): «θα βραδιάσει και θα είμαι μόνος ανάμεσα στα χορτάρια μου» και θα συμπληρώσεις τις σκέψεις σου με τον στίχο του Γκέοργκ Τράκλ (1887-1914) «γίνομαι ένας ίσκιος στα μακρινά σκοτεινιασμένα χωριά». Ας σχηματίσουμε ξανά στο τηλέφωνο τον αριθμό της ποίησης κι ας την καλέσουμε. Πάντα έχω τον φόβο μήπως κάποτε δεν ακούσει την κλήση.

*

* (περισσότερα…)

ΗΠΑ: Η οικονομία γίνεται όλο και πιο ταξική

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Η αμερικανική οικονομία εξαρτάται όλο και περισσότερο από το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού. Με όλες τις προβλέψιμες συνέπειες όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ και την προκαλούμενη δυσαρέσκεια για τις αυξανόμενες ανισότητες, η οποία με τη σειρά της τροφοδοτεί τον λαϊκισμό σε έναν διαρκή φαύλο κύκλο.

Το συμπέρασμα προέρχεται από μελέτη της Moody’s Analytics[1], η οποία βασίζεται σε στοιχεία της Fed. Σύμφωνα με την έρευνα, το 10% του πληθυσμού που κερδίζει τουλάχιστον 250.000 δολλάρια τον χρόνο είναι υπαίτιο τώρα για το 49,7% των δαπανών που πραγματοποιούν οι Αμερικανοί καταναλωτές, δηλαδή το ήμισυ του συνόλου. Αγοράζει είδη πολυτελείας, πραγματοποιεί ακριβές διακοπές, ίσως σπίτια, οδηγούμενο από κέρδη στο χρηματιστήριο ή από την ανατίμηση της ακίνητης περιουσίας που έχει ήδη υπό την κατοχή του. Μόνο από τον Σεπτέμβριο του 2023 έως τον Σεπτέμβριο του 2024, αύξησε τις αγορές κατά 12%. Αντιθέτως όλα τα άλλα κοινωνικά στρώματα, δηλαδή η μεσαία και εργατική τάξη, παρουσιάζουν μείωση των καταναλωτικών δαπανών τους. (περισσότερα…)

Νύχτες του Ιουλίου 2025 – Το Πρόγραμμα

*

ΝΥΧΤΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ 2025

Το Θέατρο Κυδωνία και το περιοδικό Νέο Πλανόδιον, για ένατη συνεχή χρονιά εφέτος, διοργανώνουν στον ΑΙΘΡΙΟ ΧΩΡΟ του Θεάτρου στα Χανιά, Υψηλαντών 12, αλλά και σε επιλεγμένους χώρους εκτός θεάτρου, τις Νύχτες του Ιουλίου.

Και αυτό το καλοκαίρι, οι φίλοι και οι επισκέπτες μας θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν έναν ευρύ κύκλο εκδηλώσεων που περιλαμβάνει συζητήσεις, περιπατητικές διαλέξεις, τιμητικές βραδιές και εκδηλώσεις μνήμης, παραστάσεις, συναυλίες και προβολές.

Φιλοξενούμενοι μας εφέτος διακεκριμένοι συγγραφείς και καλλιτέχνες. Ανάμεσα στους οποίους ο ζωγράφος Χρήστος Μποκόρος, ο σκηνοθέτης Στέλιος Χαραλαμπόπουλος, οι συνθέτες Φίλιππος Τσαλαχούρης και Νίκος Ξυδάκης, η ηθοποιός Όλια Λαζαρίδου, η δημοσιογράφος Λαμπρινή Θωμά, οι συγγραφείς Γιώργος Συμπάρδης και Ηλίας Μαλεβίτης, η θεατρολόγος Ειρήνη Μουντράκη κ.ά.

Το εφετινό μας πρόγραμμα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων μια συζήτηση αφιερωμένη στην πλανητική πολιτική καθώς συμπληρώνεται το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, μια μουσικοθεατρική παράσταση αφιερωμένη στο έργο της μεγάλης Αμερικανίδας ποιήτριας Έμιλυ Ντίκινσον, προβολή μιας σημαδιακής ταινίας του ελληνικού βωβού σινεμά συνοδεία ζωντανής μουσικής, προβολή ενός πρόσφατου και ομόφωνα επαινεμένου από την κριτική ιστορικού ντοκυμανταίρ και συζήτηση με τον δημιουργό του, τις καθιερωμένες περιπατητικές μας διαλέξεις, που αυτή τη φορά διοργανώνονται υπό τύπον σεμιναρίου και έχουν ως θέμα τους το ελληνικό βλέμμα στην τέχνη, καθώς επίσης δύο θεατρικές παραστάσεις σκηνοθετημένες από τον Μιχάλη Βιρβιδάκη: ένα θεατρικό αφιέρωμα στον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη και ένα πανόραμα μονολόγων και σκηνών από το Κρητικό Αναγεννησιακό Θέατρο αλλά και αποσπασμάτων από την ποίηση εκείνης της εποχής.

///

ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 

Δευτέρα 30 Ιουνίου, Ανοιχτή Πρόβα

Στούντιο Υποκριτικής

Κρητικό Αναγεννησιακό Θέατρο

ΣΚΗΝΕΣ, ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ
ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΑΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΕΚΕΙΝΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ (14ος – 17ος αι.)
κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο,
κάνει και κλαίσι και γελούν τα μάτια των αθρώπω
Ερωτόκριτος, Α 889-890

Ο Μιχάλης Βιρβιδάκης, ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας, παρουσιάζει την δουλειά του ως δάσκαλος ηθοποιών. Παρουσιάζει επί σκηνής ένα πανόραμα μονολόγων και σκηνών από το Κρητικό Αναγεννησιακό Θέατρο αλλά και αποσπασμάτων από την ποίηση εκείνης της εποχής, επικεντρώνοντας την προσοχή του σε κορυφαία έργα συγγραφέων όπως οι Βιτσέντσος Κορνάρος, Γεώργιος Χορτάτσης, Μάρκος Αντώνιος Φώσκολος, Μπεργαδής κ.α. Συμμετέχουν νεότεροι και παλαιότεροι μαθητές του εργαστηρίου του.

Είσοδος ελεύθερη

*** (περισσότερα…)

Τόλμα δ᾽ ἐρῶσα…

*

(Ευριπίδη, Ιππόλυτος, στ. 476)

Τα λευκά μου μαλλιά τα κρεμώ στη λεύκα μπροστά στο παράθυρό σου
τα βράδια που λικνίζονται αργά νανουρίζουν το άδειο σου κρεβάτι.
Εκεί δίπλα στεκόταν παλιά η φωνή μου
αγγελιαφόρος της μεσότητας, μικρή μου Φαίδρα.
Όλοι αξιώνονται την παρηγοριά μιας πίστης στο ξέφωτο
μετά το τέλος του δρόμου
Μονάχα εγώ φάνηκα τόσο σκληρή και την αρνήθηκα
Τώρα η λογική μ’ οδηγεί στην ποινή μου.
Τα ξανθά σου μαλλιά χωρίζουν μικρούς σβώλους χώμα σε δρόμους.
Ψάχνω φτερά από περιστέρια να σ’ τα πλέξω,
όπως όταν ήσουν μικρή
και βρίσκω μόνο το σχοινί στον λαιμό σου. (περισσότερα…)

Steve Sem-Sandberg, Μια νύχτα με τον Χόλαν (και άλλους επισκέπτες)

*

Ακουστικές μνήμες   Επιστρέφω στην Πράγα μαζί με τον ποιητή και τον νυχτακουστή. Ξέρετε τι είναι ένας νυχτακουστής; Νυχτακουστής είναι κάποιος που αφουγκράζεται διαρροές νερού, όλα όσα αποβάλλει μια μεγάλη πόλη. Ακριβώς αυτός ο νυχτακουστής πηγαίνει στο πόστο του στις δέκα το βράδυ και φεύγει ξανά το πρωί, στην ώρα αιχμής, στις έξι ή επτά. Η νύχτα είναι σαφώς η πιο κατάλληλη ώρα για κάποιον που θέλει να αφουγκραστεί διαρροές, όπως τα σαββατοκύριακα είναι προτιμότερα από τις εργάσιμες και ο χειμώνας από το καλοκαίρι. Άλλωστε, μια διαρροή δεν είναι κάτι που απλώς το πιάνεις με τα αυτιά σου στα καλά καθούμενα: απαιτεί κριτική ικανότητα, εμπειρία και μια καλή δόση τύχης. Ο νυχτακουστής ανοίγει το κάλυμμα του υπονόμου, κατεβάζει τον αισθητήρα του και ακούει. Τα αυτιά του ακούν βουητά και νερό να κυλάει σε σωλήνες και αγωγούς δικτύου· μερικές φορές ακούγονται μόνο τικ τακ, όπως ο χτύπος μικρών ρολογιών. Άλλοτε μπορείς να ακούσεις ολόκληρα κτίρια να τραγουδούν, μια ηχητική δόνηση παρόμοια με εκείνες που εμφανίζονται στο κάλυμμα μιας βάρκας ή στον σιδερένιο οπλισμό ενός εργοταξίου όταν κάνει κρύο και φυσάει. Σε αυτό το επάγγελμα αναπτύσσεις την ακοή σου. Ο νυχτακουστής μπορεί να ακούσει άνδρες να αγκαλιάζουν τις γυναίκες τους, να χτυπούν τα παιδιά τους ή να φωνάζουν στοργικά τα σκυλιά τους· μπορεί να ακούσει απορροφητήρες κουζίνας να βουίζουν, πλυντήρια να περιστρέφονται, πόρτες να τρίζουν και να χτυπούν με δύναμη. Μερικά πράγματα ενδεχομένως να τα περιφρονεί, μερικά να τον ελκύουν: είναι μέρος του επαγγέλματος. Ωστόσο, το σημαντικό είναι οι διαρροές, να τις εντοπίσει, να σταματήσουν να στάζουν έστω για λίγο. «Ούτε μια νύχτα χωρίς μια γερή διαρροή», αυτό είναι το μότο του. Την περασμένη εβδομάδα ανακάλυψε μια μεγάλη διαρροή στην περιοχή Λίμπενι. Δεκαπέντε χιλιάδες λίτρα νερού τη μέρα έσταζαν από ένα απλό ενοικιαζόμενο διαμέρισμα, και ο σπιτονοικοκύρης δεν το είχε καν παρατηρήσει. Υπάρχουν επιφανειακές διαρροές, όπως εκείνες που φαίνονται και ακούγονται, και εσωτερικές διαρροές, ακριβώς όπως στους ανθρώπους υπάρχουν τραύματα που φαίνονται και όσα χρειάζονται ένα εκπαιδευμένο μάτι –ή αυτί– για να τα ανιχνεύσει. Αν μέσα σε έναν χρόνο ο νυχτακουστής τύχει να βγει σε σύνταξη, θα έχει σαράντα χρόνια στο επάγγελμα και θα έχει δει και ακούσει τα περισσότερα· όμως γι’ αυτόν τον λόγο δεν θα σταματήσει να ακούει. Έτσι όπως κάθεται ευθυτενής στην καρέκλα, θα προσπαθήσει να συλλάβει τον πιο φευγαλέο ψίθυρο που περνά μέσα από το αυτί του, αλλά του λείπει το σημαντικότερο: ένα μοτίβο μέσα στο οποίο θα υφάνει τους ήχους. Η ζωή μάς εγκαταλείπει πάντα όταν βρισκόμαστε στη μέση της. Σε αντίθεση με ό,τι πίστευε ο Γιαν Άμος Κομένιους, ο λαβύρινθος δεν ανοίγει όταν πλησιάζουμε στο τέλος του: πεθαίνουμε στη μέση μιας ανάσας, με φωνές που κραυγάζουν ακατανόητες λέξεις στα αυτιά μας. (περισσότερα…)

Ο μαγικός κόσμος των πουλιών

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Ξύπνησε από τιτιβίσματα πουλιών. Πετάρισε τα μάτια κοιτώντας τριγύρω: στο κουρτινόξυλο, στο κομοδίνο, στο κρεβάτι, πουλιά… Κόκκινα, κίτρινα, μαύρα, γαλάζια, λευκά, σταχτοπράσινα, σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς, πουλιά… Με μικρές και μεγάλες φτερούγες, με περίεργες ουρές, με παράξενα ράμφη, με αλλόκοτες και μελωδικές φωνές, πουλιά… Άλλα τον κοίταζαν από μακριά, μερικά πλησίασαν κοντύτερα, κάποια κάθισαν στους ώμους του, στο στήθος, στα χέρια, πουλιά…

Έκλεισε τα βλέφαρα και σκέφτηκε:

«Όνειρο, βλέπω όνειρο! Τώρα θ’ ανοίξω τα μάτια και θα έχουν εξαφανιστεί».

Τινάχτηκε, λες και ξύπναγε από εφιάλτη. Ξαναντίκρισε τριγύρω πουλιά, παντού πουλιά…

Ιπτάμενοι εισβολείς απ’ το πουθενά, πτερόεντες επισκέπτες απ’ το ανεξήγητο κοίταζαν με τα στρογγυλά ματάκια τους. Τα κοίταζε κι αυτός.

«Καλημέρα!» ακούστηκε μια βραχνή φωνή δίπλα του.

Τρόμαξε! Του μιλούσε ένας παπαγάλος.

«Άι, στο καλό!» είπε δυνατά.

«Στο καλό!» είπε κι ο παπαγάλος.

«Θα τρελαθώ!» ψέλλισε ο άνθρωπος.

«Μα γιατί;» μίλησε πάλι ο παπαγάλος.

«Τι έκανε λέει; Μιλάς κανονικά; Οι παπαγάλοι επαναλαμβάνουν εκείνα που ακούν, δεν μιλούν σαν άνθρωποι!»

«Μα, δεν μιλώ σαν άνθρωπος, εσύ μιλάς σαν παπαγάλος!»

Ο άνθρωπος έμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο. Κατόπιν κούνησε το κεφάλι πέρα-δώθε κάμποσες φορές, λες κι ήθελε να βεβαιωθεί πως το μυαλό του ήταν στην θέση του.

«Καλά, γιατί κάνεις έτσι;» είπε ένας κούκος που κάθονταν στο κομοδίνο.

Ο άνθρωπος γούρλωσε τα μάτια.

«Ονειρεύομαι, αυτό είναι! Δεν έχω ξυπνήσει ακόμα… Κοιμάμαι όρθιος! Σε λίγο θα μου πει κι ο κούκος πως δεν μιλάει ανθρωπινά, αλλά πως εγώ κάνω “κούκου κούκου”».

«Ε, ναι, εσύ κάνεις “κούκου κούκου”. Πού είναι το περίεργο;»

«Πού είναι το περίεργο που μιλάω κουκίσια; Πού είναι το περίεργο;»

«Δεν μιλάς μόνον κουκίσια και παπαγαλίσια», είπε ένα κοράκι που κάθονταν στο κουρτινόξυλο, «μιλάς και κορακίσια και κουκουβαγίσια! Και γενικά μιλάς όλες τις γλώσσες των πουλιών!»

«Μιλάω… όοολες τις γλώσσες των πουλιών;»

«Ναι, όοολες!» επιβεβαίωσε κι ένα μεγάλο ξωτικό πουλί, με τεράστιο ράμφος και κιτρινοπράσινες φτερούγες. (περισσότερα…)

Κύματα, και άλλα κύματα

 *

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

To σύγχρονο σχολείο δεν είναι εκείνο το πριν πεντηκονταετίας. Δραστικές αλλαγές στην κοινωνία το έχουν διαμορφώσει αντίστοιχα. Δεν είναι ένα σχολείο αυταρχικό, με την αδιαμφισβήτητη εξουσία του διδάσκοντος, με μια χωροταξική διαμόρφωση που υπέβαλλε τον σεβασμό προς έναν υπεράνω κριτικής θεσμό, με τους αυστηρά κωδικοποιημένους τρόπους επικοινωνίας διδασκόντων και διδασκομένων, με την απόμακρη και ακαδημαϊκή διδακτέα ύλη, για να μείνουμε μόνο σε κάποιες χτυπητές διαφορές. Στη γαλλική ταινία Ο καλός καθηγητής (Pas des vagues) του Τεντύ Λoυσσί-Μοντέστ όλα αυτά είναι αισθητά αλλά και δεν προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση σε όσους έχουν πάρει το απολυτήριό τους τα τελευταία, ας πούμε, σαράντα χρόνια.

Πριν προχωρήσουμε, μπορούμε να μείνουμε λίγο στην αμφισημία του τίτλου: αν δεν είναι αμφίσημος (προς ποιες κατευθύνσεις άραγε;), αποδίδει μήπως κάποια εύσημα στον πρωταγωνιστικό ρόλο της ταινίας, έστω και κατά ειρωνικό τρόπο; Δύσκολο να αποφανθούμε. Πάντως ο πρωτότυπος τίτλος, που μεταφράζεται «τα κύματα», έχει μια πιο κατανοητή και ανιχνεύσιμη μεταφορική σημασία: τα κύματα είναι η συνεχής αναταραχή που διακρίνει τις σχέσεις των συμμετεχόντων στη σχολική κοινότητα, τις συνεχείς δονήσεις απέναντι στις οποίες κυρίως οι διδάσκοντες θα πρέπει ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να αντεπεξέλθουν και τις οποίες πρέπει να απορροφήσουν. Αυτή η κινούμενη άμμος μεταξύ μαθητών στην εφηβεία, μαθητών που προσέρχονται στη σχολική τάξη κουβαλώντας τα σημάδια του δυσλειτουργικού οικογενειακού τους περιβάλλοντος, την ευθιξία των συμπλεγμάτων τους, και διδασκόντων που, στην καλύτερη περίπτωση, προσπαθούν να προσεγγίσουν τους μαθητές και να κάνουν τη διδασκαλία τους περισσότερο βιωματική και ευχάριστη, μια κινούμενη άμμος δηλαδή που καλύπτει επικίνδυνα το χάσμα των γενεών, τη διαφορά μορφωτικού επιπέδου και τη διαφορά της χρήσης του πολιτιστικού κεφαλαίου: για τους μαθητές η διδακτέα ύλη μπορεί να είναι μια υποχρεωτική αγγαρεία που θα τους οδηγήσει σε μια στοιχειώδη κατοχύρωση, ενώ για τους διδάσκοντες μπορεί να είναι ένα «πάθος ζωής», αλλά και η κάλυψη μιας επαγγελματικής υποχρέωσης χωρίς περαιτέρω προεκτάσεις: καλός ο Ρονσάρ, αλλά εκείνο που μας ενδιαφέρει πρωτίστως είναι να καλυφθεί η ύλη. Τούτη η αναταραχή πάντως είναι μοιραίο εγγενές χαρακτηριστικό του σχολικού θεσμού ιδίως στις σύγχρονες κοινωνίες όπου η εκπαίδευση έχει αναχθεί σε κρίσιμο καθοριστικό παράγοντα του πολιτισμού αλλά και της κατανάλωσης υπηρεσιών.

Παρά ταύτα, η ταινία δεν εστιάζει σε κάποιο ειδικό εκπαιδευτικό ζήτημα ή δυσλειτουργία, ή σε κάποιο ζήτημα εκπαιδευτικής φιλοσοφίας. Περνά από αυτά και σαρώνει τα καθέκαστα της σύγχρονης εκπαιδευτικής πραγματικότητας χωρίς να σταθμεύει καθόλου με σημαίνοντα τρόπο κάπου. Ειδικότερα: σε ένα σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στα λαϊκά παρισινά προάστια, με συμμετοχή πολλών μεταναστών μάλιστα, πράγμα που έχει ιδιαίτερη σημασία διότι οι μαθητές έχουν διαφορετικές πολιτισμικές αφετηρίες ιδίως σε θέματα ηθικής και σεξουαλικής ηθικής, μια μαθήτρια κατηγορεί τον καθηγητή της για σεξουαλική παρενόχληση. Το ζήτημα παίρνει δραματικές διαστάσεις, αφενός, λόγω της δυσκολίας, ή της ευθυνοφοβικής ανικανότητας μάλλον της διεύθυνσης του Σχολείου να διαχειριστεί με λελογισμένο τρόπο το ζήτημα, αφετέρου, λόγω της ιδιάζουσας ευαισθησίας που έχει διαμορφωθεί σχετικά με το ζήτημα ύστερα από τις ιδεολογικές ζυμώσεις και προβληματισμούς των τελευταίων χρόνων και των αντίστοιχων κινημάτων. (περισσότερα…)