Month: Ιανουαρίου 2024

Ἡ συντηρητικὴ ἐναντίωση στὸν Λάνθιμο

*

του ΓΙΑΝΝΗ Α. ΤΑΧΟΠΟΥΛΟΥ

Ἡ ἐναντίωση στὸν Λάνθιμο ὡς ἕναν ἀκόμη woke διανοούμενο θὰ εἶχε χειροπιαστὸ ἀποτέλεσμα σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ κάνει, ἂς ποῦμε, 2,2 παιδιὰ ἀνὰ ζευγάρι (καὶ παντρεύονται ὅλοι) καὶ ἀπειλεῖται ὄντως ἡ πραγματικότητά της ἀπὸ τὴν χ, ψ, ζ ἀποδόμηση. Τὸ μόνο ποὺ ἀπειλεῖται ἐδῶ εἶναι ἡ εἰκόνα ποὺ ἔχει γιὰ τὸν ἑαυτό της ἡ κοινωνία, ποὺ εἶναι δανεισμένη ἀπὸ τὰ ἀναγνωστικὰ τῆς Α΄ δημοτικοῦ μεταξὺ 1950-1980. Κατὰ τὰ ἄλλα, ἡ ἀντιλανθιμικὴ πλειονότητα ζῆ μιὰ (ὄντως ἀρκετὰ) λιγότερο ἀκραία ἐκδοχὴ τῶν ταινιῶν τοῦ Λάνθιμου κ.ἄ. woke κατασκευασμάτων, μὲ ἕνα ἢ κανένα παιδί (δείκτη γονιμότητας 1,38), παντρειὰ στὰ τριανταφεύγα ἢ ποτέ, καὶ τὸ 30-40% τῶν γάμων νὰ καταλήγουν σὲ διαζύγιο. Δὲν ἐννοεῖται φυσικὰ ἐδῶ ὅτι μερικοὶ «δὲν δικαιοῦνται διὰ νὰ ὁμιλοῦν» ὅσο καὶ ὅπως θέλουν· κάτι τέτοιο θὰ ἦταν περισσότερο ἀπὸ γελοῖο. Ἐννοεῖται ὅμως ὅτι σὲ ἕναν τρόπο ζωῆς μπορεῖ νὰ ἀντιπαρατεθεῖ ἀποτελεσματικὰ μόνο κάποιος ἀντίθετος τρόπος ζωῆς καὶ ὄχι μιὰ ἀντίθετη ἐπιχειρηματολογία, κι ὅτι τελικὰ πάει χαμένη ἡ ἀντεπιχειρηματολογία.

Ἔχουμε μιὰ διαμάχη μεταξὺ ἀνθρώπων ποὺ βιώνουν λίγο-πολὺ μὲ τὸν ἴδιο (κάποιοι) ἐλευθεριακὸ ἢ (ἄλλοι) ἀνέμελο κι ἁπλῶς μὴ συντηρητικὸ τρόπο τὴν σεξουαλικότητα καὶ τὴν προσωπική τους ζωή, καὶ ἁπλὰ μαλώνουν γιὰ τὸ πόσο ἀκραῖα πρέπει νὰ βιώνεται αὐτὴ ἡ «ἐλεύθερη ζωὴ» ἢ πόσο σωστό, γενναῖο καὶ σπουδαῖο εἶναι νὰ κατεδαφίζεις παλιὰ σύμβολα.

Σύμβολα ποὺ εἶναι, αὐτὰ καθεαυτά, κενὰ περιεχομένου ὅταν δὲν βιώνονται ἀλλὰ μόνο γίνονται ἀντικείμενο ὑπεράσπισης, καὶ ποὺ καταντοῦν λάβαρα ἐκπληρώνοντας μόνο μιὰ παράπλευρη λειτουργία κάθε συμβόλου (ἡ ὁποία τελικὰ τὸ ἀποδομεῖ, ὅταν καθίσταται ἡ βασικὴ λειτουργία του): Τὴν κομματικότητα καὶ τὸ ποιὸς κυριαρχεῖ ὡς ἔσχατος ἑρμηνευτής τους. Εἶναι σὰ νὰ πιστεύει κάποιος στὰ μάγια καὶ ὁ γείτονάς του νὰ μὴν τὰ πιστεύει, ὡστόσο κατὰ τὰ ἄλλα νὰ ζοῦν ἀμφότεροι μέσα στὴν ἴδια κιμαδομηχανή, καὶ γι’ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀσπάζεται κάτι ἰδιαίτερο καθένας, ὥστε νὰ νοιώθει ξεχωριστός ἀπὸ τὸν πλησίον. (περισσότερα…)

Το κακό πέρα από τον ανθισμένο φράχτη

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Ο τίτλος είναι εσκεμμένα αφηρημένος, oυδέτερος, γενικός. Ζώνη ενδιαφέροντος. Όλοι έχουμε μια ζώνη ενδιαφέροντος, ή και κάπως περισσότερες. Το σίγουρο είναι ότι ο κόσμος ολόκληρος δεν μας ενδιαφέρει, δεν μπορούμε να επενδύσουμε στην ολότητά του. Χωρίς αυτήν τη ζώνη ενδιαφέροντος, η προσοχή μας θα διαλυόταν σε μύρια και αδιάφορα ενδιαφέροντα, η ψυχική μας οικονομία θα ανατρεπόταν. Αυτή η επιλογή που απαιτεί η ζώνη ενδιαφέροντος, μια επιλογή αναγκαία όσο και απάνθρωπη, είναι ζωτικής σημασίας για τον καθένα μας ως γνωστικό, ηθικό και ψυχολογικό υποκείμενο. Όλοι αφαιρούμε ένα απείρως τεράστιο ποσοστό πραγματικότητας από την αντίληψή μας, η πραγματικότητα σε πολύ μεγάλες δόσεις θα μπορούσε να μας σκοτώσει, κι αυτή η οικονομία, η επιλογή των ερεθισμάτων που μας έρχονται από έξω, δίνει ακριβώς το στίγμα της μοιραία ελλειμματικής, της μοιραία περιορισμένης προσωπικότητάς μας. Πόσους πολέμους, πόσες καταστροφές δεν αγνοούμε, ή δεν θέλουμε να αγνοούμε, καταστροφές που συμβαίνουν στη γειτονιά της πόλης μας, της χώρας μας ή του πλανήτη μας; Όλη η δυστυχία, ακόμη και όλη η ευτυχία, αυτού του κόσμου θα ήταν αδύνατον να χωρέσει στο συνειδησιακό και ψυχολογικό μας πεδίο, αφού, όπως λένε, ή ό,τι κι αν λένε, ο άνθρωπος είναι ένα μοιραία, ατομοκεντρικό, ακόμη και εγωιστικό, πλάσμα. Ακόμη κι όταν αγαπά τον πλησίον του, το μοντέλο αυτής της αγάπης είναι η αγάπη «προς εαυτόν», για να θυμηθούμε την ευαγγελική ρήση· μόνο πάνω σε αυτό το μοντέλο μπορεί να στηριχθεί η φιλάλληλη αγάπη οποιασδήποτε απόχρωσης.

Μήπως κάτι από όλα αυτά συνυπάρχουν στον τίτλο και στην ταινία του Τζόναθαν Γκλέιζερ; Μήπως αυτή η αναγκαστική περιστολή του ενδιαφέροντός μας υπονοείται στην ταινία ώστε τρόπον τινά να ειρωνευτεί, αλλά ενδεχομένως και να δικαιολογήσει, τη συμπεριφορά των ηρώων του; Οι ήρωες αυτοί είναι η οικογένεια ενός γερμανού αξιωματικού, του Ρούντολφ Ες – όχι όμως του περισσότερο γνωστού συνονόματού του, στενού συνεργάτη του Χίτλερ που αυτοκτόνησε στη φυλακή αρκετά χρόνια μετά τη δίκη της Νυρεμβέργης, αλλά του διοικητή του στρατοπέδου τού Άουσβιτς που καταδικάστηκε σε απαγχονισμό ως εγκληματίας πολέμου (στα γερμανικά εξάλλου αυτός ο δεύτερος γράφεται Ηöss, και όχι Ηess, όπως ο πρώτος, και προφέρεται αναλόγως). Η οικογένεια αυτή βιώνει μιαν αδιατάρακτη καθημερινότητα σε ένα άνετο εξοχικό σπίτι, με τα παιδιά της και τα παιχνίδια τoυς, μέσα σε έναν όμορφα και αξιοζήλευτα τακτοποιημένο κήπο. Με έναν καιρό ευοίωνο και ηλιόλουστο μέσα στο οξυγόνο της υπαίθρου. Τα μελήματά της είναι μελήματα μιας κανονικής καθημερινότητας. Μόνο που ακριβώς πίσω από τον φράχτη του κήπου τελείται ένα από τα πιο φρικαλέα εγκλήματα που μπόρεσε να επιφυλάξει ποτέ άνθρωπος για συνάνθρωπό του, η κτηνώδης εξόντωση εκατομμυρίων, Εβραίων κυρίως, κρατουμένων. Το έγκλημα αυτό δεν εντάσσεται στη ζώνη ενδιαφέροντος της οικογένειας, ο φράχτης του κήπου αποτελεί ένα ισχυρό μονωτικό. Κάποιες κραυγές, κάποιες αφίξεις τραίνων, κάποιοι καπνοί είναι μόνο τα αμυδρά σημεία τού τι τεκταίνεται από την άλλη μεριά. Αυτή η ζώνη ενδιαφέροντος είναι εντελώς αποκομμένη από την οικογενειακή, ή μάλλον η οικογενειακή ζώνη ενδιαφέροντος δεν χωράει καμιάν άλλη: είναι ένας άλλος κόσμος. Ο καθείς έχει διαλέξει εκών άκων τη δική του ζώνη. (περισσότερα…)

Ουίλλιαμ Σ. Μέργουιν, Βροχή Φωτός


*

Ὁλημέρα τ’ ἄστρα παρακολουθοῦν ἀπό πολύ παλιά
ἡ μητέρα μου εἶπε Φεύγω τώρα
ὅταν εἶσαι μόνος θά εἶσαι καλά
εἴτε τό γνωρίζεις εἴτε ὄχι θά γνωρίσεις
κοίταξε τό παλιό σπίτι στήν αὐγινή βροχή
ὅλα τά λουλούδια εἶναι μορφές νεροῦ
ὁ ἥλιος μέσα ἀπό ἕνα λευκό σύννεφο τίς θυμίζει
ἀγγίζει τίς συρραφές ἀνάμεσα σέ διάσπαρτα μπαλώματα πάνω στό λόφο
τά πλυμένα θαμπά χρώματα τῆς πέραν τοῦ θανάτου ζωῆς
πού ζοῦσαν ἐκεῖ πολύ πρίν ἀπό την γέννησή σου
δές πῶς ξυπνοῦν δίχως καμιά ἐρώτηση
ἀκόμα κι ἄν ὁλόκληρος ὁ κόσμος ἀναφλέγεται

The Shadow of Sirius, 2008

Γυρισμένο στά Ἑλληνικά ἀπό τήν Νατάσα Κεσμέτη, Ιανουάριος 2024.
Στήν Μνήμη τῆς ἀδελφῆς της Ἀγαθονίκης.

*

Volker Gerhardt, Σκέψη και απόφαση στον Παναγιώτη Κονδύλη

*

1.

Τίποτα δεν θέτει σε μεγαλύτερη δοκιμασία τη δύναμή μας να ζήσουμε, όσο ο θάνατος – και τούτο, πάνω απ’ όλα, εξαιτίας της οδύνης μας για το ότι πρέπει να ζήσουμε δίχως εκείνους που φεύγουν πριν από μας.

Λένε ότι ο θάνατος όλους μας εξισώνει. Ίσως αυτό να παρηγορεί κάπως όσους υποφέρουν από τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων. Πράγμα που ενίοτε συμβαίνει στον καθένα. Επειδή ωστόσο είναι πάντα και οι διαφορές των ανθρώπων που μας επιτρέπουν να ζούμε και να ελπίζουμε, η παραμυθία από τούτη την ισότητα ενώπιον του θανάτου έχει τα όριά της. Καθώς ο καθένας οφείλει να ζήσει τη δική του ζωή, η υπαρξιακή ανομοιότητα των ανθρώπων δεν απαλλάσσει κανέναν. Όποιος όμως δεν παραδέχεται καμμιά απολύτως διαφορά, από την παραμυθία δημιουργεί μια προκατάληψη, που τελικά καταστρέφει κάθε αξία.

Στην πραγματικότητα ακόμη και ο ίδιος ο θάνατος επιβεβαιώνει τη μοναδικότητα της ύπαρξης. Διότι μας διδάσκει κατά τρόπο ανέκκλητο ότι καθένας μας έχει τη δική του μοίρα. Η μοναδικότητα, που γίνεται πρόδηλη με τη γέννηση[1] και της οποίας την ευθύνη επωμίζεται  –παραδόξως– ο ίδιος ο άνθρωπος κατά την πορεία της ζωής του, επισφραγίζεται από τον θάνατό του σε ορισμένο τόπο και σε ορισμένο χρόνο. Ακόμα κι αν υπάρχουν γενικοί νόμοι που διέπουν το σώμα, ακόμα κι αν ο καθένας μετέχει στο πεπρωμένο της δικής του εποχής, του δικού του λαού, της δικής του οικογένειας, του δικού του επαγγέλματος και –κυρίως– του δικού του χαρακτήρα, με τον θάνατο κλείνει ο βιοτικός κύκλος ενός ατόμου. Είναι γι’ αυτόν και μόνο τον λόγο που ο θάνατος των άλλων μάς προειδοποιεί ανέκκλητα ότι κι εμείς θα πεθάνουμε. Τι θα μπορούσε να καταφέρει δεινότερο πλήγμα στη γοητευτική μοναδικότητα της ύπαρξής μας απ’ όσο η θέα ενός νεκρού;

Ακόμα και η προηγούμενη εικόνα για τον φόβο του θανάτου είναι αναντικατάστατης ατομικότητας: εγώ o ίδιος πρέπει να ανακαλέσω στη μνήμη μου την οδύνη, την ανείπωτη φρίκη, την απόλυτη ανημπόρια μου ενώπιον του θανάτου ώστε να τον φοβηθώ. Πρέπει να φέρω προ οφθαλμών τη δική μου αδυναμία, τη δική μου α-πορία ή ακόμη το ενδεχόμενο τέλος της δικής μου ύπαρξης, για να μπορέσω να συλλάβω τον θάνατο ως λύτρωση. Και τέλος πρέπει να γνωρίζω ήδη για τον δικό μου θάνατο, ώστε να μπορέσω να ανακαλύψω σ’ αυτόν το πεπρωμένο του Άλλου. (περισσότερα…)

Γιατί υπάρχει ζωή;

*

Από τα τρία Μεγάλα Ερωτήματαγιατί υπάρχει κόσμος; γιατί υπάρχει ζωή; γιατί υπάρχει συνείδηση;») μόνο το δεύτερο είναι πράγματι ενδιαφέρον. Το πρώτο («γιατί υπάρχει κόσμος;») δεν επιδέχεται απάντηση συμβατή με τις νοητικές μας δυνατότητες. Είτε ο κόσμος είναι κτιστός είτε άκτιστος, είτε γεννιέται από ένα Πρώτο Κινούν είτε από τους κόλπους του Μηδενός, στην ουσία κάθε απόκριση μας είναι ασύλληπτη – καταπώς η έννοια του θεού· η κοσμολογία καταλήγει αδήριτα στην θεολογία.

Το τρίτο ερώτημα («γιατί υπάρχει συνείδηση;») είναι το πιο εύκολα απαντήσιμο. Όπως δείχνει η επικράτηση του homo sapiens sapiens στον πλανήτη, υπό ορισμένες συνθήκες η συνείδηση είναι ασφαλώς εξελικτικό πλεονέκτημα – βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, αυτά τα 200.000 χρόνια που υπάρχουμε εμείς, οι άμεσοι πρόδρομοι και οι κοντινότεροι συγγενείς μας. Όπως ακριβώς τα δυνατά νύχια στους δεινοσαύρους ή το ασπόνδυλο σώμα στους τριλοβίτες (είδη που κυριάρχησαν για διάστημα ασύγκριτα μεγαλύτερο απ’ ό,τι ώς σήμερα ο άνθρωπος). Ότι από τα ένα ώς τέσσερα δισεκατομμύρια έμβια είδη που έζησαν στην γη, ή απ’ τα εκατομμύρια που ενδεχομένως ζουν σήμερα, ο άνθρωπος φαίνεται να είναι το μόνο είδος που ανέπτυξε συνείδηση, μοιάζει να ευνοεί μιαν εξήγηση βασισμένη στην «ανθρωπική αρχή», την μοναδικότητα του ανθρώπου δηλαδή. Όμως είναι στο πλαίσιο της στατιστικής πιθανότητας. Αν μάλιστα το είδος μας με την συμπεριφορά του οδηγεί στην μαζική εξάλειψη του εαυτού του και γενικά της ζωής στον πλανήτη, όπως λένε οι βιολόγοι (ανθρωπόκαινο, έκτη μαζική εξάλειψη…), έχουμε ίσως μιαν απάντηση και στο ερώτημα γιατί δεν έχουμε ανακαλύψει κάποια άλλη νοήμονα ζωή στο σύμπαν: η συνείδηση είναι βιολογικό γνώρισμα αυτοκαταστροφικό. (Οι ποιητές, βέβαια, έχουν φτάσει στο ίδιο συμπέρασμα πολύ νωρίτερα.)

Το μόνο ερώτημα που μένει συνεπώς σημαντικό και επείγον είναι το μεσαίο: γιατί υπάρχει ζωή; Γιατί ο Κόσμος (ή τα συνώνυμά του: ο Θεός, ο Χρόνος, η Ενέργεια, η Ύλη, το κοσμογόνο Μηδέν) δεν αρκούνται στην φαντασμαγορία των ήλιων και των αστερισμών, στα περιδινούμενα πάλσαρ και ηλεκτρόνια, στους αέριους ή βραχώδεις πλανήτες, στην αλφαβήτα των χημικών στοιχείων, στις λάβες των ηφαιστείων και στους πάγους των κομητών, στην παγχρωμία του φωτός και στην τυφλότητα του διαστημικού σκότους, γιατί δεν επαναπαύονται στην άτρωτη αιωνιότητα των ακτινοβολιών και των εσχάτων σωματιδίων; (περισσότερα…)

-> Από πού να ξεκινήσω; #1: Κωστής Παλαμάς

*

Νιώθουμε συχνά την επιθυμία να ασχοληθούμε σε βάθος με ποιητές, πεζογράφους, καλλιτεχνικά κινήματα και σχολές. Ωστόσο μας δυσκολεύει πολλές φορές ο όγκος τους, η διαφορά του ύφους τους ανά περιόδους και χρονικές φάσεις, καθώς και ο φόβος μιας εσφαλμένης πρώτης εντύπωσης που θα μας αποθαρρύνει. Στο πνεύμα αντίστοιχων εκλαϊκευτικών και βοηθητικών άρθρων για συγγραφείς, σκηνοθέτες, μουσικούς κ.ο.κ., που αφθονούν σε ιστότοπους του εξωτερικού, ο Θάνος Γιαννούδης επιδιώκει να σκιαγραφήσει έναν οδικό χάρτη ανάγνωσης του νεοελληνικού ποιητικού τοπίου. Έναν χάρτη σε καμία περίπτωση πατερναλιστικό, παρά περισσότερο βοηθητικό για τον νέο, καλοπροαίρετο και –κυρίως– απροκατάληπτο αναγνώστη.

~.~

 ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
1859-1943

-> Από πού να ξεκινήσω;

Ενδεχομένως τον πιο ώριμο και αντιπροσωπευτικό Παλαμά ως προς τις περιοχές του λόγου, το ύφος και το βάθος της θεματολογίας όπου θα κινηθεί στο μεγαλύτερο μέρος της δημιουργίας του, μπορεί κανείς να τον συναντήσει στην Ασάλευτη Ζωή, συλλογή που πιστεύουμε πως αποτελεί ένα πολύ καλό εφαλτήριο για τη γνωριμία με τον ποιητικό του κόσμο. Εκεί μπορεί κάποιος να βρει τόσο χαμηλότονα ποιήματα σύντομης έκτασης όσο και πολυσέλιδα και πολύστιχα συνθέματα επικών και υπαρξιακών προδιαγραφών, παίρνοντας, έτσι, μια ικανή γεύση από τον πυρήνα του παλαμικού έργου: με τα σονέτα των Πατρίδων μπορεί να σκιαγραφήσει την ιδιαίτερη βιογραφία του Παλαμά και πώς αυτή τον διαμόρφωσε ως άτομο και καλλιτέχνη, με τον Ολυμπιακό Ύμνο θα θυμηθεί το διασημότερο ποίημα της νεοελληνικής ποίησης παγκοσμίως, οι Εκατό Φωνές θα χρησιμεύσουν εν είδει γνωμικών ως επιτομή μιας ευρύτερης φιλοσοφίας και μπορούν να διαβαστούν και αποσπασματικά, ενώ σταδιακά ο αναγνώστης θα αποκτήσει και μια πρώτη επαφή με τις ιστορικής κι υπαρξιακής υφής συνθέσεις του ποιητή μέσω των πολύστιχων και αφηγηματικών ποιημάτων του Ασκραίου και της Φοινικιάς που η κάθε ανάγνωσή τους αποκαλύπτει προοδευτικά ακόμα περισσότερο βάθος. (περισσότερα…)

Σωτήρης Γουνελάς, Προ Φώτων

*

Δεν θέλουν θόρυβο τα Χριστούγεννα.
Μέσα τους βαθιά,
Κατοικεί τις γιορτές,
Μια όμορφη ησυχία,
Κοπέλα ώριμη, γλυκιά,
Με μεγάλα μάτια,
Χωρίς τίποτα περιττό.
Στέκει με μια μικρή κλίση
Του σώματος
Έτσι σαν υποδοχή,
κατάφαση στη ζωή,
ευπρέπεια,
ανάμεσα σε φύλλα ασημίζοντα. (περισσότερα…)

Ομήρου Ιλιάδος Κ, «Δολώνεια» (Μετάφραση Γιώργου Μπλάνα)

*

Εκεί, πλάι στα καράβια τους, οι ένδοξοι Αχαιοί
κατέρρεαν ένας-ένας τη βαθιά αιχμαλωσία του ύπνου.
Μόνον ο Ατρείδης ξέφευγε τα μάγια των ονείρων,
άγρυπνος στο αδυσώπητο πεδίο των λογισμών του.
Και κάθε που αναστέναζε, στα βάθη της καρδιάς του
άστραφτε λες ο άρχοντας μιας Ήρας εκτυφλωτικής,
έριχνε αλύπητο νερό, χαλάζι, χιόνι,
και σκέπαζε τη μάνα γη κι άνοιγε του πολέμου
τα τρομερά σαγόνια πεινασμένα.
Στέναζε ο ηγέτης και γινόταν μέσα του χαλασμός.
Κοιτούσε κατά τη μεριά των Τρώων· ένας στρατός
ολόκληρος από φωτιές προάσπιζε το Ίλιο
και πίσω άνθρωποι, φωνές, τραγούδια, μουσικές.
Γύριζε αργά το βλέμμα στην κατάντια
των Αχαιών και ξέσπαζε την πίκρα στα μαλλιά του. (περισσότερα…)

Στιβαρή αναγνωστική πρόταση

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Ηλίας Αλεβίζος,
Μεταχειρισμένο φως,
Εύμαρος, 2023

Το πρώτο βιβλίο του Ηλία Αλεβίζου φέρει την ισχυρή ταυτότητα μιας πένας που δε μετρά τις δυνάμεις της στη γλώσσα, γιατί αυτή την έχει ήδη κατακτήσει, αλλά στη ζωή της συνείδησης που παρακολουθεί άγρυπνα την αναπνοή της στον άξενο τόπο της αστικής μεγαλούπολης. Μάλλον θα ήταν καλύτερα να πω, στον άξενο τόπο που είναι η ύπαρξη βαλλόμενη από την ακατόρθωτη συνύπαρξη με τον άλλον. Ο κανιβαλισμός του κοινωνικώς υπάρχειν και η ακατανοησία του συνειδητώς υπάρχειν αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, τις δυο αλληλοσυμπληρούμενες συνιστώσες του βιβλίου. Και το στοίχημά του, να διαρρήξει για λίγο την μεμβράνη αυτής της συσκοτισμένης περιοχής που τα διαλαθόντα ζητούν την επίγνωσή τους.

Το βιβλίο αποτελείται από δώδεκα κείμενα που, όπως διαβάζουμε στο διαφωτιστικό οπισθόφυλλο, «μορφολογικά κινούνται στον χώρο μεταξύ της σύντομης νουβέλας, του διηγήματος-μπονζάι και του πεζοποιήματος». Οργανώνονται σε τέσσερις ενότητες. Στην πρώτη παιδικές και εφηβικές εμπειρίες, στη δεύτερη όψεις της πόλης και των ανθρώπων που, σύμφωνα πάλι με το ίδιο σημείωμα, κινούνται στο περιθώριο των επίσημων αφηγήσεων του βίου. Η τρίτη οδεύει εσωτερικότερα σε ψυχεδελικά ονειρικά τοπία- εφιάλτες και η τέταρτη ελλειπτικότερη και στοχαστικότερη, επιχειρεί να περιθάλψει το άλγος της προηγούμενης περιδιάβασης στην ποιητική αναζήτηση της ψυχής, του σώματος, της αγάπης. Όλες οι ενότητες αποτελούν αρθρώσεις ενός κοινού άξονα που είναι η μοναχική τροχιά ανθρώπινων πεπρωμένων καθώς αυτοί κινούνται σαν διάττοντες στην περιφορά ενός άγρια και θαυμαστά ακατανόητου ανθρώπινου και κοσμικού γαλαξία. (περισσότερα…)

Η Λίτσα και το Ομορφοβούνι

*

Η ΛΙΤΣΑ

Η Λίτσα που επέμενε ποίημα γι’ αυτήν να γράψω.
Μα τί να γράψω αν αυτή δεν είν’ ερωτευμένη
μ’ εμένα, κ’ η ψυχή μου, εδώ, δεν είναι διψασμένη
για τη μορφή της; Να μπορώ το βλέμμα ν’ αναπάψω
πάνω της και τα χέρια της φιλώντας τα να κλάψω.

~.~

ΟΜΟΡΦΟΒΟΥΝΙ

Τη Λίμνη του Πλαστήρα παρακάμπτοντας
βρέθηκα ν’ ανεβαίνω τις στροφές
προς το Ομορφοβούνι.
Γέρος με σταματά, πού ’χε στον ώμο του
γκλίτσα και από κείνη κρεμασμένο
σακούλι πορφυρό και ολοκέντητο.
«Μη παίρν’ς κι μένα ουρέ παλ’κάρ;».
«Αμέ! Πού να σε πάω;»
«Ιδώ στ’ Ομορφοβούνι, στου χουριό μου».
Μπαίνει και με ρωτάει πώς με λένε. Του το λέω.
Κ’ ύστερα σκύβει προς το μέρος μου σα να ’θελε
να μην ακούσουν άλλοι, (ενώ είμασταν
μόνοι μέσα στο Punto).
Σκύβει για να μου πει ψιθυριστά
και κάπως συνωμοτικά, χαμογελώντας:
«Ιγώ που λες Γιαννάκη μ’ του χουριό μ’
του λέου κι Ομορφομούνι»
Κι ευθύς, τάχα μου έκπληκτος
αμέσως του απαντάω:
«Μα εγώ
πάντοτε νόμιζα το λεν Ομορφομούνι».
«Έτσι θα έπρεπε, αλλά… Έχουν μυαλό; Δεν έχουν».
Μου ’πε ο γεροάγγελος, τάχα μου θυμωμένος.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

 

~.~

*