Ἡ συντηρητικὴ ἐναντίωση στὸν Λάνθιμο

*

του ΓΙΑΝΝΗ Α. ΤΑΧΟΠΟΥΛΟΥ

Ἡ ἐναντίωση στὸν Λάνθιμο ὡς ἕναν ἀκόμη woke διανοούμενο θὰ εἶχε χειροπιαστὸ ἀποτέλεσμα σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ κάνει, ἂς ποῦμε, 2,2 παιδιὰ ἀνὰ ζευγάρι (καὶ παντρεύονται ὅλοι) καὶ ἀπειλεῖται ὄντως ἡ πραγματικότητά της ἀπὸ τὴν χ, ψ, ζ ἀποδόμηση. Τὸ μόνο ποὺ ἀπειλεῖται ἐδῶ εἶναι ἡ εἰκόνα ποὺ ἔχει γιὰ τὸν ἑαυτό της ἡ κοινωνία, ποὺ εἶναι δανεισμένη ἀπὸ τὰ ἀναγνωστικὰ τῆς Α΄ δημοτικοῦ μεταξὺ 1950-1980. Κατὰ τὰ ἄλλα, ἡ ἀντιλανθιμικὴ πλειονότητα ζῆ μιὰ (ὄντως ἀρκετὰ) λιγότερο ἀκραία ἐκδοχὴ τῶν ταινιῶν τοῦ Λάνθιμου κ.ἄ. woke κατασκευασμάτων, μὲ ἕνα ἢ κανένα παιδί (δείκτη γονιμότητας 1,38), παντρειὰ στὰ τριανταφεύγα ἢ ποτέ, καὶ τὸ 30-40% τῶν γάμων νὰ καταλήγουν σὲ διαζύγιο. Δὲν ἐννοεῖται φυσικὰ ἐδῶ ὅτι μερικοὶ «δὲν δικαιοῦνται διὰ νὰ ὁμιλοῦν» ὅσο καὶ ὅπως θέλουν· κάτι τέτοιο θὰ ἦταν περισσότερο ἀπὸ γελοῖο. Ἐννοεῖται ὅμως ὅτι σὲ ἕναν τρόπο ζωῆς μπορεῖ νὰ ἀντιπαρατεθεῖ ἀποτελεσματικὰ μόνο κάποιος ἀντίθετος τρόπος ζωῆς καὶ ὄχι μιὰ ἀντίθετη ἐπιχειρηματολογία, κι ὅτι τελικὰ πάει χαμένη ἡ ἀντεπιχειρηματολογία.

Ἔχουμε μιὰ διαμάχη μεταξὺ ἀνθρώπων ποὺ βιώνουν λίγο-πολὺ μὲ τὸν ἴδιο (κάποιοι) ἐλευθεριακὸ ἢ (ἄλλοι) ἀνέμελο κι ἁπλῶς μὴ συντηρητικὸ τρόπο τὴν σεξουαλικότητα καὶ τὴν προσωπική τους ζωή, καὶ ἁπλὰ μαλώνουν γιὰ τὸ πόσο ἀκραῖα πρέπει νὰ βιώνεται αὐτὴ ἡ «ἐλεύθερη ζωὴ» ἢ πόσο σωστό, γενναῖο καὶ σπουδαῖο εἶναι νὰ κατεδαφίζεις παλιὰ σύμβολα.

Σύμβολα ποὺ εἶναι, αὐτὰ καθεαυτά, κενὰ περιεχομένου ὅταν δὲν βιώνονται ἀλλὰ μόνο γίνονται ἀντικείμενο ὑπεράσπισης, καὶ ποὺ καταντοῦν λάβαρα ἐκπληρώνοντας μόνο μιὰ παράπλευρη λειτουργία κάθε συμβόλου (ἡ ὁποία τελικὰ τὸ ἀποδομεῖ, ὅταν καθίσταται ἡ βασικὴ λειτουργία του): Τὴν κομματικότητα καὶ τὸ ποιὸς κυριαρχεῖ ὡς ἔσχατος ἑρμηνευτής τους. Εἶναι σὰ νὰ πιστεύει κάποιος στὰ μάγια καὶ ὁ γείτονάς του νὰ μὴν τὰ πιστεύει, ὡστόσο κατὰ τὰ ἄλλα νὰ ζοῦν ἀμφότεροι μέσα στὴν ἴδια κιμαδομηχανή, καὶ γι’ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀσπάζεται κάτι ἰδιαίτερο καθένας, ὥστε νὰ νοιώθει ξεχωριστός ἀπὸ τὸν πλησίον.

Σύμβολα πού, ἐπίσης, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀποδείξει (π.χ. οἱ ὁπαδοὶ τῶν ταινιῶν τοῦ Λάνθιμου, μὲ τὴν «ἀπελευθέρωση τοῦ Ἀνθρώπου τῆς Γυναίκας ἀπὸ τὰ δεσμά της») γιατί θὰ πρέπει νὰ θεωρηθοῦν τόσο ὑπεριστορικά, τόσο αὐταπόδεικτα, τόσο χαραγμένα στὸν οὐρανὸ καὶ τὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, παρὰ μόνο ἐξαιτίας κάποιου εὐρωκεντρισμοῦ, τὸν ὁποῖο δὲν συμμερίζεται ὁ ἀνερχόμενος ὑπόλοιπος κόσμος μὲ τὶς τόσο διαφορετικὲς κι ἀξερίζωτες παραδόσεις του. Παρεμπιπτόντως, προκαλεῖ τὸ γέλιο ὅταν οἱ ὁπαδοὶ τοῦ Λάνθιμου ἐπικαλοῦνται πατριωτικὰ ἐπιχειρήματα προβολῆς τῆς Ἑλλάδος στὸ ἐξωτερικό, ἢ καταθέτουν «ἀντι-ἐμφυλιοπολεμικὰ» ἐπιχειρήματα περὶ τοῦ «ἑλληνικοῦ φθόνου γιὰ ἕναν ἀδικημένο Ἕλληνα ποὺ διαπρέπει στὸ ἐξωτερικό», γιατὶ ἀνεπίγνωστα δείχνουν ὅτι κι αὐτοὶ εἶναι, ὅπως ἀποκαλοῦν τοὺς συντηρητικοὺς ἐχθρούς τους, «ἐθνίκια» -ἀλλὰ «μὲ τὸν σωστὸ τρόπο». Γιὰ νὰ μὴν κάνουμε ἐκτενῶς λόγο γιὰ τὸ γνωστὸ παιχνίδι μὲ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Γυναίκας μέσῳ τῆς πορνείας. (Ἂς θυμηθοῦμε κάποιους Γάλλους διανοούμενους ποὺ εἶχαν ὑπογράψει σχετικὰ κείμενα.)

Σίγουρα πάντως, μπαίνει κάποιος στὸν πειρασμὸ νὰ μὴν δεῖ τὴ βία τῶν ταινιῶν τοῦ Λάνθιμου μέσα ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῶν νεωτερικῶν καὶ πάρα πολὺ σπουδαίων φιλοσοφιῶν (Σὰντ ἢ καὶ διάσημων παλαιότερων ταινιῶν μὲ παρόμοια προβολὴ τῆς βίας) καὶ τῆς ἀκόμη πιὸ σπουδαίας ἐπαναστατικῆς πολιτικῆς, ὅπου ἡ βία ἐκπνευματώνεται καὶ ἀποκτᾶ ψυχολογικὲς καὶ ἀπελευθερωτικὲς διαστάσεις. Ἀλλὰ νὰ δεῖ ὁμοιότητες τῆς βίας τῶν ταινιῶν τοῦ Λάνθιμου μὲ τὸ ρωμαϊκὸ παίξιμο ἀρχαιοελληνικῶν θεατρικῶν ἔργων, ὅπου ἡ ὠμότητα καὶ τὰ βασανιστήρια προβάλλονταν ὅσο πιὸ ἔντονα γινόταν (λ.χ. ὅπου μπροστὰ στὸ φιλοθέαμον ρωμαϊκὸ κοινὸ στὴ θέση τοῦ αὐτοπυρπολούμενου Ἡρακλῆ καιγόταν ζωντανὸς ἕνας δοῦλος, ἢ ὅπου κοβόταν τὸ πέος ἑνὸς ζωντανοῦ κατάδικου ποὺ τὸν ἔβαζαν νὰ παίξει τὸ ρόλο τοῦ Ἄττι, ἢ ὅπου στὴ θέση τοῦ δεμένου Προμηθέα τοποθετοῦσαν κάποιον δοῦλο τοῦ ὁποίου τὰ σπλάχνα τρώγονταν “live” ἀπὸ ἕναν ἀετό ἐξεπίτηδες πιὸ πρὶν ἀφημένο νὰ πεινάσει), σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ τακτικὴ σχετικὰ μὲ τὴν προβολὴ τῆς βίας, ἡ ὁποία ἐλάχιστα δείχνεται καὶ συνήθως ὑπονοεῖται. Τὸ ἴδιο χαρακτηριστικό, τῆς ἐπίδειξης τῆς πιὸ σκληρῆς καὶ σαδιστικῆς βίας, θὰ διακρίνει ἀργότερα τὶς δυτικὲς χριστιανικὲς ἀπὸ τὶς βυζαντινὲς ἀντιλήψεις γιὰ τὴν ζωγραφικὴ ἀπεικόνιση τοῦ θείου Πάθους, καὶ θὰ ἐπιβιώσει ἀκόμη καὶ σὲ ταινίες μὲ θέμα τὰ βασανιστήρια καὶ τὴ σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ: Πρέπει νὰ πειστεῖ ὁ θεατὴς γιὰ τὴν πραγματικότητα τῆς φρίκης, καὶ μόνος τρόπος νὰ πειστεῖ ὅτι εἶναι ἀληθινὴ εἶναι νὰ τὴ δεῖ. Ἐδῶ τίθενται ζητήματα νοημοσύνης τοῦ θεατῆ.

Ὅπως ἡ δεκαετία τοῦ ’60 πέταξε –στὴ Δύση– ὅ,τι ἦταν πλέον δυσλειτουργικό (καὶ ἐξύμνησε στὴ θέση του τὴν κοινωνικὴ κινητικότητα καὶ τὴν ἐλευθερία στὴ σεξουαλικότητα), ἀλλὰ παρουσίασε τὴν ἐνέργειά της ὡς μεγάλη πολιτισμικὴ ἐπανάσταση, ἔτσι τώρα πετιέται στὰ σκουπίδια ἡ πατριαρχία λεκτικά, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ λεκτικὸ πέταμα ἕπεται τοῦ πραγματικοῦ πετάματος, τὸ ὁποῖο γίνεται ἐδῶ καὶ 40 χρόνια στὴν Ἑλλάδα. Ἴσως ἐνοχλεῖ πολλοὺς συντηρητικοὺς ἀνθρώπους λιγότερο ἡ πραγματικότητα καὶ περισσότερο ἡ συμβολικὴ ἀποτύπωσή της (μὲ ὅλο τὸν ἀντιφατικὸ μεταμοντερνισμὸ καὶ τὴν ἀκατανοησία της).

Μιὰ πιὸ ψύχραιμη ἐκτίμηση θὰ μποροῦσε νὰ λάβει ὑπόψη της τὸ πρόσκαιρο τῆς ἀντιπατριαρχικῆς (σωστότερα: δῆθεν ἀντιπατριαρχικῆς) ἀριστεροφιλελεύθερης ἐξέγερσης, ἀφοῦ ἔτσι κι ἀλλιῶς θὰ ἐπικρατήσει σὲ λίγες γενιὲς μιὰ ἄλλη πατριαρχία, ἀσιατικοῦ τύπου· ὅσο καὶ τὸ μάταιο τοῦ νὰ προσπαθεῖς νὰ ἀνακόψεις μὲ λόγια τόσο τὴν ἀντιπατριαρχικὴ κοσμοαντίληψη ὅσο καὶ τὴν ἀσιατικὴ πατριαρχία: Καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς μιλοῦν μὲ προφανεῖς πράξεις καὶ ὄχι μόνο μὲ λόγια καὶ ὀργή. Τὸ κλίμα τῶν ἀντιδράσεων, μιὰ ποὺ μιλᾶμε γιὰ ταινίες, θυμίζει στὸν γράφοντα –ὡς πρὸς τὴν ἀποτελεσματικότητά τους– μιὰ ἄλλη ταινία ποὺ εἶχε δεῖ κάποτε: Ἕνας Ρωμαιοκαθολικὸς ἱερέας ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὁ Ἀντίχριστος εἶχε γεννηθεῖ καὶ μάλιστα ἑτοιμαζόταν νὰ γίνει ὁ ἡγέτης τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτό, ὁ ἱερέας παίρνει ἀμέσως τὸ ἀεροπλάνο γιὰ τὸ Βατικανό, προκειμένου νὰ ἐνημερώσει τὸν Πάπα, ἔχοντας μαζί του ὅλα τὰ ντοκουμέντα καὶ τὰ τεκμήρια, ὥστε ἡ Ἐκκλησία νὰ προειδοποιήσει τοὺς πιστούς. Δυστυχῶς, τὸ ἀεροπλάνο συνετρίβη λίγα δευτερόλεπτα μετὰ τὴν ἀπογείωσή του. Ἤτανε γραφτό.

Τὸ παρήγορο εἶναι ὅτι μετὰ τὶς ἐνδοελληνικὲς διαμάχες γιὰ τὰ μνημόνια, τὴ Ρωσία καὶ τὸν κόβιντ, ἡ τροτσκιστικὴ φύση τοῦ Ἕλληνα προσανατολίστηκε σέ, χαμηλότερης παγκόσμιας σημασίας, ζητήματα, σὲ συζητήσεις περὶ τέχνης.

~.~

ΤΑ ΠΡΟΣΚΑΙΡΑ

Μικρές ιστορίες και στιγμές από το ελληνορωμαϊκό, βυζαντινό και μεταβυζαντινό παρελθόν, και τη συνάντησή του με την εποχή μας. Επιλογή από τον Γιάννη Ταχόπουλο.

~.~

*