*
της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ
Θάνος Σταθόπουλος,
Εισαγωγή στη μέρα,
Ίκαρος, 2021
«Για να συνθέσεις το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον,
θα πρέπει να έχεις πρόσβαση, πραγματική ή πλασματική,
και στις τρεις διαστάσεις του χρόνου. Η φαντασία το πράττει,
ενώ η μνήμη αδυνατεί». (σ. 45)
Το νέο βιβλίο του Θάνου Σταθόπουλου Εισαγωγή στη μέρα (2021) φαίνεται πως συνομιλεί με το προηγούμενο έργο του. Ό,τι ξεκίνησε με το Αυτόματο (2013), βρίσκεται σε εξέλιξη και δρα συμπληρωματικά σε κάθε «εδώ και τώρα», ενώ οι αναγνώστες/τριες μπορούν να οικειοποιηθούν με δικούς τους όρους όσα προκύπτουν κειμενικά και διυποκειμενικά. Έτσι κι αλλιώς, διαπιστώνει ο συγγραφέας, οι κατασκευές του εαυτού και οι ανθρώπινες διαδρομές δεν νοούνται χωρίς τους άλλους. Οι διάφοροι δυϊσμοί καταρρέουν στο έργο του Σταθόπουλου, είτε αυτοί αναφέρονται στις σχάσεις του «εγώ» με τους άλλους, είτε στα κλειστά συστήματα κατηγοριοποίησης της γραφής και της τέχνης. Ο ίδιος εμφατικά και επανειλημμένα δηλώνει πως ο όρος «κείμενα» τον εμπεριέχει, επειδή στον όρο αυτόν εφαρμόζονται πρακτικές που καταλύουν τις αυστηρές ιεραρχήσεις με αποτέλεσμα την ανατροπή των ειδών και τη συμπερίληψη του ενός στο άλλο.
Αυτό ακριβώς απαντάται και στο παρόν βιβλίο όπου συνοδοιπορούν το δοκίμιο με την ποίηση, η φιλοσοφία με τους αφορισμούς, οι τοποθετήσεις του συγγραφέα, με χωρία και αποσπάσματα βιβλίων αγαπημένων συγγραφέων και καλλιτεχνών.[1] Όπως σημειώνει περιπαικτικά ο ίδιος, ομολογώντας τα δάνειά του: «καιρός του κλέπτειν, καιρός του αναγιγνώσκειν» (σ. 51). Ο Σταθόπουλος, στα ίχνη του Περέκ[2] αυτοβιογραφούμενος, κατασκευάζει ένα ανοιχτό παζλ με πολυπρισματικές εναλλασσόμενες εικόνες, οι οποίες ανασυγκροτούν τον χώρο, τον χρόνο και τις κατασκευές ταυτοτήτων. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για παράλληλες μετοικήσεις και ερημώσεις της μέρας, του πραγματικού, του σπιτιού, της επιθυμίας, και της γραφής μέσα από μια θραυσματικότητα που επιμένει και αναδύεται ανάλογα με τις αναγνωστικές προσμίξεις με νέους όρους. «Η ψυχή πολύ νωρίς το πρωί» (σ. 7) αναγνωρίζει προκλητικά ο συγγραφέας στην πρώτη σελίδα «ανειλημμένη είναι» (σ. 8), αρνούμενος ωστόσο στην πορεία οποιαδήποτε ουσιοκρατική οντολογία. Η καθημερινότητα εφορμά και επιτελείται πέρα από τις ανθρώπινες προθέσεις και ερμηνείες. Η μέρα περιλαμβάνει κλάματα διαρκείας και επίσης μια βαρύνουσα και συγχρόνως απλή υλικότητα, όπως για παράδειγμα το «γάλα στο στόμα της» (σ. 9). Στην οικειοποίηση της στιγμής οι ρυθμοί αυτοί διλημματικοί και αναιρούμενοι προκαλούν ανοιχτά ερωτήματα, τα οποία στη δική μου οπτική επιδέχονται νέες προσθήκες εικόνων και αλλαγών με την ενσωμάτωση του τυχαίου:
—«ένας κεραυνός που έπεσε
μέσα
σ’ ένα ποτήρι γάλα;» (σ.10)
Το ερωτηματικό με το οποίο τελειώνει το ποίημα ενδεικτικά μπορεί να συνοδέψει κάθε θέση, η οποία εκφέρεται στις διαδρομές του βιβλίου. Με τέτοιον τρόπο, επομένως, οι τροπές του καθημερινού επιδέχονται διαρκείς ανατροπές, μετασχηματισμούς και διερευνήσεις. Τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά, είναι «όλα τα σημεία στίξεως σε παράταξη» (σ. 11). Στις περιπλανήσεις του Σταθόπουλου το «θα μπορούσε να ’χε γίνει» καταλήγει σε μια κατάφαση που θυμίζει αποδοχή.
Τα πράγματα συμβαίνουν, ό,τι κι αν περιλαμβάνει αυτό όμως τα ερωτήματα είναι πολλά: «Έχει σημασία ο τρόπος που συμβαίνουν τα πράγματα;» (σ. 15). Ως χωροχρόνος σε συνεχόμενη κίνηση η καθημερινότητα μάς εγκαλεί σε συγκεκριμένες θέσεις. Τα συναισθήματα ρέουν συνεχώς και υπάρχουν περίοδοι στις οποίες μπορεί να τελείς υπό καθεστώς αποχαύνωσης, σαν να βρίσκεσαι σε ύπνωση. Στη φάση αυτή ο χρόνος και ο χώρος διασαλεύεται και η ονειροπόληση έχει ασαφή αποτελέσματα. Ο ύπνος μπορεί να εκληφθεί και ως κατάρρευση, μια επιθυμία παραίτησης που την επιζητείς. Μια τέτοια κατάσταση, νομίζω ότι έχει βιωθεί από πολλούς από μας κατά τη διάρκεια της πανδημίας και μετά τη διακοπή της καραντίνας. Ο συγγραφέας μιλά για παροξυσμό (σ. 18), αλλά χωρίς περιττό μελοδραματισμό, μάλλον ως διαπίστωση, η οποία ίσως να αφορά και στις πολλαπλές παραδοξότητες της ζωής. Πάντως, χρησιμοποιώντας ένα σημείο από το βιβλίο του Μπρούνερ (Brunner) Η τέχνη της ξάπλας: Εγχειρίδιο για τον οριζόντιο τρόπο ζωής, η ξάπλα περιγράφεται ως ένα είδος περιπλάνησης χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, η οποία επιτελείται νοητικά χωρίς να βγεις από το σπίτι. Είναι όμως ικανή να κλονίσει κάθε βεβαιότητα έτσι ώστε να αίρονται πάγιες εκδοχές του καθημερινού. Στις πολλαπλές μεταλλάξεις του πραγματικού η καθημερινότητα, η μέρα, δεν περιγράφεται αοριστολογικά, αλλά αποκτά την υφή της από όσα καταγράφονται στο ιδιωματικό σύμπαν του συγγραφέα.
Στο σημείο αυτό σκέφτομαι την αντιθετική προσέγγιση για την ονειροπόληση που διάβασα, στην οποία η έννοια «ποινικοποιείται» και διερευνάται ως διαταραχή στη διαγνωστική βίβλο του DSM,[3] άλλο ένα παράδειγμα της διαδικασίας κανονικοποίησης και ψυχολογικοποίησης της εμπειρίας. Για τον Σταθόπουλο η περιπλάνηση στη μέρα περιλαμβάνει και την περίπτωση όπου μπορεί «να είσαι εκεί και να μην είσαι».
Τα κείμενα του βιβλίου λειτουργούν, νομίζω και ως ένα ανοιχτό υλικό αρχείο στο οποίο ακολουθούν ποικίλες αρχειοθετήσεις του σπιτιού, του χώρου, του εαυτού, της μέρας. Παράλληλα, το αρχείο αυτό ως κειμενικό υλικό περιέχει ταυτοχρόνως τη φωνή του συγγραφέα και τις φωνές των άλλων, ενώ επίσης αναμειγνύει τα διάφορα είδη γραφής μεταξύ τους, όπως αναφέρθηκε και πριν.
Επανειλημμένα, ο Σταθόπουλος κάνει αναφορές στον θάνατο, τη λύπη, την απώλεια. Αναφέρεται επίσης στην πλήξη ως άλλη εκδοχή του spleen την οποία αποδέχεται απερίφραστα. Εδώ ο Σιοράν υποτιτλίζει εύστοχα τη σκέψη του συγγραφέα: «η ανία, αυτή η ανίατη ανάρρωση» (σ.25). Σε οποιοδήποτε πάντως συναισθηματικό καθεστώς παραμένει η ανάγκη να καταγραφούν λογοτεχνικά τα συμβάντα μέσα στην καθημερινότητα. Ακόμα και ο τίτλος του βιβλίου λειτουργεί σαν ένα λογοτεχνικό πολυεργαλείο της μέρας, σαν ένα εγχειρίδιο στο οποίο η αρχιτεκτονική της εγκολπώνεται σε κειμενικά σχόλια για τον χώρο, τον χρόνο, τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα. Ωστόσο, ο συγγραφέας μάλλον αποποιείται κοινότοπες κατασκευές της αθωότητας, σημειώνοντας ότι σε περίπτωση που η παιδική ηλικία συνδέεται με αυτές υπήρξε «παιδί με συνοπτικές διαδικασίες» (σ. 41). Αν η παιδική ηλικία κατασκευάζεται συχνά ως μια φάση αθωότητας, ο Σταθόπουλος ομολογεί το ιδιαίτερο βάρος της επίγνωσης πως η ύπαρξη συνοδεύεται από ένα βαρύ φορτίο, δύσκολα διαχειρίσιμο. Εδώ η διαπίστωση του Καρούζου από μια συνέντευξή του στον Δημήτρη Καλοκύρη δίνει το στίγμα: «Το φέρω βαρέως που υπάρχω, μα η ύπαρξη- να πάρει ο διάολος- έχει και τη λεγόμενη ομορφιά της. Αυτή η αντίφαση με έχει λιανίσει» (σ.55). Παρ’ όλα αυτά το βιβλίο δεν είναι ένα μανιφέστο της ήττας. Η ζωή περιλαμβάνει διαφορετικές στιγμές και συνθέσεις. Όλα έχουν πολλαπλές αναγνώσεις ακόμα και αν «ο κόσμος αποτελείται από παράλογες ιδέες» (σ. 79), όπως αναφέρει ο Μπέρνχαρντ. Η ανάγνωση, η γραφή και όσα απαρτίζουν την καθημερινότητα συντελούν στη διατήρηση της χαράς με την τυχαιότητα των διαφορετικών ανθρώπινων κινήσεων. «Υπάρχουν ακόμα και θα υπάρχουν πάντοτε άνθρωποι που τους αρέσει να διαβάζουν [και συγγραφείς που τους αρέσει να γράφουν, προσθέτω εγώ] μυθιστορήματα. Θα υπάρχουν επίσης άνθρωποι που τους αρέσει να παίζουν σκάκι, να κουτσομπολεύουν, να χορεύουν μάμπο ή να τρώνε φράουλες με κρέμα»[4] (σ. 59-60).
Στο βιβλίο κάθε συμβάν γίνεται λογοτεχνικό υλικό, ένα συνεχόμενο μοντάζ που απαρτίζεται από κείμενα, χώρους κι ανθρώπους. Η γραφή στην υλικότητά της μετουσιώνεται σε ερωτικό βίωμα που απευθύνεται σε αγαπημένα πρόσωπα τα οποία επανέρχονται ακόμα και αν βρίσκονται πλέον κάπου αλλού. Στις συνθετικές περιδινήσεις του Σταθόπουλου η μέρα επιστρέφει άλλες φορές με όρους στοιχειώματος και άλλες ως κάτι που δεν είναι εύκολο να οριστεί. «Καιρός του φαίνεσθαι, καιρός του αφανίζεσθαι» (σ. 48), αναφέρει ο συγγραφέας. Οι αφανισμοί έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και συνδέονται με την αναπόφευκτη σπατάλη που επιφέρει ο χρόνος. Είναι τελικά αυτοί που μας επαναφέρουν στη μέρα και σε διαφορετικές επιστροφές στην έννοια του εαυτού και στις σχέσεις με τους άλλους, καθώς «τα όντα είναι ‒ και όχι το μηδέν» (σ. 49) όπως υπογραμμίζει και ο συγγραφέας.
ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΑΚΗ
[1] Ανάμεσα σε άλλους στο βιβλίο αναφέρονται ο Νίκος Καρούζος, ο Πέτερ Χάντκε, o Άντυ Γουόρχολ, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Εμίλ Σιοράν, ο Ρόμπερτ Βάλζερ.
[2] Γεννήθηκα (Χατζηνικολής, 1994), Χορείες χώρων (ύψιλον/βιβλία, 2000), Σκέψη/Ταξινόμηση (Άγρα, 2005).
[3] https://www.onmed.gr/ygeia-psyhikh/story/396936/einai-i-oneiropolisi-ena-eidos-psyxikis-diataraxis
[4] Ο. Καριόν, Η νέα τέχνη να φτιάχνεις βιβλία, (μτφρ.: Κ. Σαρρής), Αθήνα, ύψιλον/βιβλία, 2004.
*