ένα γαρύφαλλο μικρό, ένα γαρυφαλλάκι…

ένα γαρύφαλλο μικρό, ένα γαρυφαλλάκι…

(και έστω εις μνήμην)

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

MiniCarnation-Pink_CloseUp_Temp_350_2c4728e4Όλα ξεκίνησαν από το γνωστό ποίημα του Ναζίμ Χικμέτ για τον Μπελογιάννη (Ο άνθρωπος με το γαρούφαλο). Πριν από καιρό με ρώτησε ένας φίλος αν ήξερα τον μεταφραστή αυτού του ποιήματος στα ελληνικά. Γιατί ενώ η μετάφραση αποδίδεται από διάφορους στον Γιάννη Ρίτσο, ο ίδιος δεν το δηλώνει πουθενά αλλά ούτε και το συμπεριλαμβάνει στον τόμο με τις μεταφράσεις του των ποιημάτων του Χικμέτ (εκδ. Κέδρος). Κι έτσι άρχισε η έρευνα, διαδικτυακή καταρχάς και, γρήγορα, μια σύντομη αναφορά εντός παρενθέσεως στο τέλος του ποιήματος που συνάντησα σε ορισμένες ιστοσελίδες, με οδήγησε και προς την (οριστική αλλά φευ κι ανολοκλήρωτη, όπως θα φανεί) λύση του αινίγματος. Ας παραθέσω πρώτα όμως το ποίημα όπως είχε ολόκληρο πρωτοδημοσιευτεί:

Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ γαρούφαλο

 

Ἔχω ἀπάνω στὸ τραπέζι μου
τὴ φωτογραφία τοῦ ἀνθρώπου
μὲ το ἄσπρο γαρούφαλο
ποὺ τὸν ντουφέκισαν
στὸ μισοσκόταδο
πρὶν απ’ τὴν αὐγή,
κάτω ἀπ᾿ τὸ φῶς τῶν προβολέων.

Στὸ δεξί του χέρι
κρατάει ἕνα γαρούφαλο
πούναι σὰ μιὰ φούχτα φῶς
ἀπ’ τὴν ἑλληνικὴ θάλασσα.
Τὰ μάτια του τὰ τολμηρὰ
τὰ παιδικὰ
κοιτάζουν ἄδολα
κάτω ἀπ᾿ τὰ βαριὰ μαῦρα τους φρύδια.
Ἔτσι ἄδολα ―
ὅπως ἀνεβαίνει τὸ τραγούδι
σὰ δίνουν τὸν ὅρκο τους
οἱ κομμουνιστές.
Τὰ δόντια του εἶναι κάτασπρα ―
ὁ Μπελογιάννης γελᾶ.
Καὶ τὸ γαρούφαλο στὸ χέρι του
εἶναι σὰν τὸ λόγο πούπε στοὺς ἀνθρώπους
τὴ μέρα τῆς λεβεντιᾶς ―
τὴ μέρα τῆς ντροπῆς.
Αὐτὴ ἡ φωτογραφία
βγῆκε στο δικαστήριο
ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὴν καταδίκη σὲ θάνατο.

(Δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ Σοβιετικὴ Γυναίκα τὸν  Ἀπρίλη τοῦ 1952)

91503190_659164714885597_1169307560755331072_nΣτράφηκα λοιπόν στις βιβλιοθήκες και στα έντυπα έργα, όπου και ξετρύπωσα πραγματικά και μια από τις κάμποσες, όπως διαπίστωσα, ανατυπώσεις του πρωτότυπου βιβλίου του 1953. Η εξήγηση για τη μετάφραση καθώς και την ίδια την πρωτότυπη έκδοση δίνεται στο άρθρο της Αριστούλας Ελληνούδη «Λαλιά του λαού – Φωνή της επανάστασης», που περιέχεται στον τόμο Ναζίμ Χικμέτ, Για να γενούνε τα σκοτάδια λάμψη (Επιστημονικό Συνέδριο, Αίθουσα συνεδρίων της ΚΕ του ΚΚΕ, 13-14.06.2015, Διοργάνωση: Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ), Σύγχρονη Εποχή, 2016, σ. 263-274.

Εκεί μέσα λοιπόν διαβάζουμε: «Οι εκδόσεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, Νέα Ελλάδα, που ξεκίνησαν το 1949 στο βουνό και συνεχίστηκαν στην πολιτική προσφυγιά μέχρι το 1954, κυκλοφόρησαν στο εξωτερικό το βιβλίο Ναζίμ Χικμέτ, Ποιήματα, σε μετάφραση ομάδας Ελλήνων λογοτεχνών πολιτικών προσφύγων, με τη βοήθεια του Τούρκου αγωνιστή Χαϊντάρ Κουτλουάι. Η έκδοση, που περιλάμβανε 23 ποιήματα, πρότασσε μήνυμα του Χικμέτ προς τους Έλληνες κομμουνιστές-δεσμώτες σε φυλακές και σε ξερονήσια, γραμμένο στο Βερολίνο το 1951, καθώς και πεντασέλιδο βιογραφικό σημείωμα… Ανατύπωση αυτού του βιβλίου, με τον ίδιο τίτλο, κυκλοφόρησε ο Γεώργιος Παπακωνσταντίνου (Αθήνα, 1975), καθώς και οι εκδόσεις Νέα Εποχή του Νίκου Δαμιανού, Πέλλα και Μόσχος. Το ίδιο βιβλίο, όχι σε ανατύπωση, με λιγότερα ποιήματα, μικρή εισαγωγή, μικρό βιογραφικό σημείωμα, τιτλοδοτημένο με το ποίημα για το Στάλιν, Θυμάμαι, κυκλοφόρησε το εκδοτικό Εντύποις (1η έκδοση 2010, 2η 2015), αναφέροντας ως μεταφραστή μόνο τον Χαϊντάρ Κουτλουάι» (σ. 270). Σε ό,τι αφορά στους μεταφραστές, ας σημειωθεί πως η Ελληνούδη βασιζόμενη σε μια μνεία της Ελευθεροτυπίας, διερωτάται εάν στη μεταφραστική ομάδα ανήκε και ο λογοτέχνης Σπύρος Μονδάνος (ό.π.).

Η εντός της παρενθέσεως αναφορά στην πρωτοδημοσίευση του συγκεκριμένου ποιήματος για τον Μπελογιάννη σε Σοβιετικό περιοδικό υποδεικνύει αφενός ότι γράφτηκε συγκαιρινά (σχεδόν άμεσα) με την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και αφετέρου ότι η μετάφρασή του έγινε από τα ρωσικά. Την ίδια εποχή στη Μόσχα βρίσκονταν (και είχαν και μια σχέση εκτίμησης και φιλίας) ο Ναζίμ Χικμέτ κι ο Αλέξης Πάρνης. Ο Ναζίμ Χικμέτ, όπως ομολογεί ο ίδιος ο Αλέξης Πάρνης (εδώ), πλήρωσε το νοίκι για το διαμέρισμά του (υπό τον όρο να μην το μάθει ο Πάρνης) ώστε να μπορέσει να γράψει εκεί ο έλληνας ποιητής τον επικό του Μπελογιάννη (κατ’ ανάθεσιν του Ζαχαριάδη). Θεώρησα επιτακτικό πλέον να βρω μια φωτογραφία από το δημοφιλές ρώσικο περιοδικό Σοβιετική Γυναίκα· πράγμα που κατορθώθηκε χάρη συγκινητική και πρόθυμη ανταπόκριση της Άννας, μιας Ρωσο-Μπουρυάτισας φίλης από το μακρινό Ιρκούτσκ. Κι έτσι βάζω εδώ δίπλα και την ακυκλοφόρητη φωτογραφία του ιστορικού αυτού ποιήματος, από ένα μηνιαίο περιοδικό που, όπως πληροφορήθηκα, είχε τέτοια διάδοση ώστε μεταφραζόταν σε μία πληθώρα γλωσσών, και στον δυτικό κόσμο. Όπως φαίνεται λοιπόν στην φωτογραφία, το ποίημα μεταφράστηκε στα ρώσικα (από τα τουρκικά) από κάποιον Μ. Παυλώφ.

Ομότιτλο ποίημα βέβαια, και μάλιστα ανήμερα της επονείδιστης κι αξημέρωτης Κυριακάτικης εκτέλεσης των Μπελογιάννη, Καλούμενου, Αργυριάδη και Μπάτση, έγραψε κι ο Γιάννης Ρίτσος, από τον Άη –Στράτη που ήταν εξόριστος· ποίημα ευρύτατα γνωστό και συχνότατα μνημονευόμενο. Για τον Μπελογιάννη με το μυθικό γαρύφαλλο, μιλάει στους παρακάτω διάσπαρτους στίχους:

……
Έφυγες τώρα Νίκο
ανάβοντας μ’ ένα γαρύφαλλο από φλόγα το κουράγιο του κόσμου
……
Μ’ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία.
Μ’ ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώνει
……
Πόσο μικρή είναι τούτη η λευτεριά μπροστά στην άγρια λευτεριά
να βγάζεις την καρδιά σου σα γαρύφαλλο απ’ τον κόρφο σου
για να μοσκοβολάν τα σύμπαντα θυσία και ειρήνη.
(Γιάννης Ρίτσος, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», Άη-Στράτης, 30 Μαρτίου 1952, από τα Επικαιρικά)

Από μια άγνωστή μου ιδιοτροπία, έκανα έναν μικρό περίγυρο ψάχνοντας να βρω ποιητικές αναφορές που να συνδέουν τον άνθρωπο με το συγκεκριμένο άνθος, κυριολεκτικά δηλαδή για τον ‘άνθρωπο με το γαρύφαλλο’. Σημειώνω τις ακόλουθες:

«…Κι η πόρτα ευτύς γοργάνοιξε, μπουλούκμπασης προβάλλει
και κοντοστέκει δίπλα κει σ’ έναν ξενομερίτη
κι αφού κρυφομιλήσανε φετφάν άλλο διαβάζει
και θάνατο σαν πρόσταξε χαμόγελα ο Νίκος
κρατώντας το γαρούφαλο το μοσκομυρισμένο
άλικο σαν το αίμα του, φλογάτ’ ως η ψυχή του…».
(Αλέκου Ρεπάντα, «Του Μπελογιάννη»· Μάρτης 1953 εδώ)

«…Και στο τραπέζι της χαράς της πρώτης
στης νίκης της ειρήνης τη γιορτή
ο Μπελογιάννης θάν’ πανηγυριώτης
με κόκκινο γαρούφαλο στ’ αφτί.
Μ’ ένα γαρούφαλο άλικο δικό μας
σαν της γλυκιάς μας άνοιξης δροσιά
πανώριο ματωμένο κι ακριβό μας
απ’ την τρανή της γης λαοαπλωσιά…».
(Δημήτρης Ραβάνης – Ρεντής, «Ο Μπελογιάννης ζει»)

«Ο Μπελογιάννης
βροχή μέσα στους κάμπους
στην πέτρα στο στάχυ
στου σπιτιού μας τη σκεπή
Στο χώμα μας βαθιά η αγκαλιά σου
κρατάει η πέτρα τη λευτεριά
κόκκινη γαρουφαλλιά
του ήλιου φωτιά…»
(Γιάννης Θεοδωράκης, μελοποιημένο από τον Μ. Θεοδωράκη για την ταινία του Ν. Τζίμα Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο, 1980)

Πλην όλων αυτών, πληροφορήθηκα ακόμα και το παρακάτω εμβατήριο της πιονέρικης νεολαίας του χωριού Μπελογιάννης, στην Ουγγαρία (το σχολείο αυτό ήταν οκτατάξιο, και το τραγουδούσαν οι δύο τελευταίες τάξεις), από τον γεννημένο και μεγαλωμένο εκεί καλό φίλο Ηλία Κουνέλα (τον οποίο και θερμά ευχαριστώ):

«Κομμουνιστή με το κόκκινο γαρύφαλλο
ζωγραφισμένο στη μνήμη των ανθρώπων
ήθελες λεύτερη εσύ Πατρίδα
γι’ αυτό σε στήσανε μπροστά στ’ απόσπασμα
Νίκο, Νίκο Μπελογιάννη
Όλοι (οι) σύντροφοί σου σε καρτερούν
Εγγονέ του Μακρυγιάννη
Όλοι στην πατρίδα σε χαιρετούν.»

Όπως σωστά παρατηρεί κανείς, κι όπως είναι δεκαετίες τώρα μαθημένος από τις εθιμοτυπικές εμφανίσεις του άνθους σε κομματικές ή πολιτικές εορτές κι εκδηλώσεις, το γαρύφαλλο δεν νοείται παρά μόνον ως άλικο, ερυθρό, κατακόκκινο, όπως το χρώμα του αίματος, των αγώνων, της επανάστασης κλπ. κλπ. Έτσι λοιπόν κι ο Μπελογιάννης παρουσιάζεται τόσο ποιητικά όσο και εικονιστικά να κρατά στο χέρι του ένα κόκκινο γαρύφαλλο. Από όλους; Κι όμως ο Χικμέτ μιλά ξεκάθαρα για ένα λευκό γαρύφαλλο! Σε τι οφείλεται τούτη η  απρόσμενη αντίθεση;

skitso-mpelogianh-apo-pikasoΤο ξάφνιασμα που γέννησε η νέα απορία, για την εξακρίβωση του χρώματος του αληθούς, και όχι του συμβολικού, γαρύφαλλου, με επέστρεψε στο πασίγνωστο διεθνώς σχέδιο του Πικάσσο (που παρεμπιπτόντως καθιέρωσε και την επωνυμία του Μπελογιάννη: ‘ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο’) και στην έμπνευσή του, την φωτογραφία που τραβήχτηκε στη δεύτερη δίκη τον Φλεβάρη του 1952. Παρ’ όλο που τόσο το σχέδιο όσο και η φωτογραφία (οι δυο φωτογραφίες για την ακρίβεια) είναι ασπρόμαυρες, κι εκτός από το εγκάρδιο χαμόγελο των ματιών και του στόματος του Μπελογιάννη, όντως η απόχρωση του γαρύφαλλου φαίνεται να είναι ανοιχτόχρωμη κι όχι κόκκινη. Έχουμε όμως τη μαρτυρία της συντρόφου του Μπελογιάννη, Έλλης Παππά, η οποία και του το πρόσφερε, που διαλύει μια και καλή τις όποιες παρεξηγήσεις περί του χρώματος του σημαδιακού εκείνου ανθού. Σε δυο τηλεοπτικές συνεντεύξεις της λέει απλά και ξάστερα πως το μυριοτραγουδισμένο γαρύφαλλο στα χέρια του γελαστού Μπελογιάννη εκείνο το πρωινό της δίκης ήταν ένα άσημο κι άδοξο, αχαμνό, απαλό ροζ γαρουφαλλάκι: «το γαρυφαλλάκι ήταν ροζ και μικρό, της φυλακής πράμα» (ακούστε την εδώ, από το 35:30 και μετά, στη Μηχανή του χρόνου, 2006), αλλά και στο Μονόγραμμα του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη, 2006, στο 02:56 κ. ε., να εξομολογείται τα εξής:

Ο Νίκος αγαπούσε τα λουλούδια. Στο Στρατοδικείο μου δίνανε κι ένα λουλουδάκι για τον Νίκο και το πήγαινα. Εκείνη τη μέρα ήταν ένα γαρύφαλλο, το οποίο δεν ήταν μεγάλο ούτε κατακόκκινο, ήταν από αυτά… προς το ροζ τα γαρυφαλλάκια τα μικρά, που όμως μοσχοβολάνε. Ο Νίκος το χάρηκε γιατί μοσχοβόλαγε και το κρατούσε συνέχεια και το μύριζε. Ήτανε οπερατέρ της ασφάλειας καθαρά, ο οποίος ήθελε να πειράξει τον Νίκο. Μου λέει αυτός: μυρίζει ωραία; μου κάνει, για να το πειράξει· λέει ο Νίκος, ναι· είναι κι από χέρι; λέει ο Νίκος, ναι. Πάνω σ’ αυτό πατάει αυτός, στο μεταξύ είχανε μπει και οι άλλοι οπερατέρ και τραβήξανε όλοι την ίδια φωτογραφία και έτσι έγινε…». Για το θέμα της διάσημης φωτογραφίας έχουμε και τη μαρτυρία του Νίκου Μήτσουρα, γιο του φωτογράφου Παναγιώτη Μήτσουρα (εδώ).

Νέο σάστισμα όμως πάλι: η μαρτυρία του Μήτσουρα (εδώ) έρχεται σε καταφανή αντίθεση με τα λεγόμενα της Παππά, διότι ο Νίκος Μήτσουρας ισχυρίζεται ότι ο πατέρας του είναι αυτός που έδωσε το γαρύφαλλο στον Μπελογιάννη και τράβηξε τη γνωστή φωτογραφία (κι αυτός ανάμεσα σε άλλους) αλλά και την διοχέτευσε στο εξωτερικό ώστε να φτάσει έως τον Πικάσο· επιπλέον δε μας πληροφορεί πως ο πατέρας του ήταν φίλος και βρισκόταν συχνά με την Έλλη Παππά πριν τον θάνατό του, το 1998. (Ας ειπωθεί βέβαια πως δεν είναι άμοιρη ασαφειών και κάποιας πρόχειρης ανακρίβειας, σε σχέση με την διαμονή του Πικάσο, η εν λόγω μαρτυρία). Η σύγχυση όμως που δημιουργείται σχετικά με την αλήθεια των γεγονότων, από την επίμονη αναφορά της Έλλης Παππά περί εμπλοκής της ασφάλειας στην ξακουστή φωτογραφία, όπως εξιστορεί η ίδια στις τηλεοπτικές της συνεντεύξεις (μόλις τρία χρόνια πριν τον θάνατό της), φαίνεται κάπως να υποχωρεί στο γράμμα που γράφει στον γιο της, το οποίο όμως και αυτό παρουσιάζεται σε δύο διαφορετικές χρονικά εκδοχές. Αντιγράφω την παλαιότερη από την Διδώ Σωτηρίου:

Οι ξένοι ανταποκριτές μάς κοιτάνε σαν δημοσιογραφικό τηλεγράφημα. Οι ντόπιοι δημοσιογράφοι πηγαινοέρχονται μ’  ενδιαφέρον, προσπαθούνε να μας πιάσουνε κουβέντα. Επικεφαλής ο Θωμόπουλος, που σ’ αυτόν χρωστάμε τη φωτογραφία με το γαρίφαλο. Το είχα δώσει στο Νίκο (κάθε φορά του φερνα λουλούδια, τα φύλαγε όλα στη βαλίτσα του, εκεί είναι ακόμα…)»
(από γράμμα στον γιο της που ξεκίνησε να γράφει η Έλλη Παππά την παραμονή της 30 του Μάρτη 1952, στο Διδώ Σωτηρίου,  Εντολή, Κέδρος, 1976, σ. 364).

Η δεύτερη και τελική (η οποία φαίνεται εντέλει να δικαιώνει και τη μαρτυρία του Μήτσουρα) προέρχεται από τις, μεταθανάτια εκδοθείσες, μαρτυρίες της Έλλης Παππά, και στις οποίες έχει ασκηθεί σκληρή κριτική εκατέρωθεν (και οι οποίες όλως παραδόξως, εν προκειμένω, είχαν κατατεθεί στο Μπενάκη από το 1995!):

Οι αστυνομικοί μας ζώνουν ασφυκτικά. Ούτε να πλησιάσει κανείς απ’ τους δικούς μας. Αρχίζουνε οι μάρτυρες κατηγορίας, ταξίαρχοι και συνταγματαρχαίοι, μεγάλες φιγούρες. Οι στρατοδίκες, κατώτεροί τους στην ιεραρχία, τους κοιτάνε με θαυμασμό και δέος. Τα “πειστήρια” –ασύρματοι και τέτοια– απλωμένα σε εντυπωσιακή έκθεση. Τα μαγνητόφωνα δουλεύουνε, τα φλας δουλεύουνε. Οι ξένοι δημοσιογράφοι μας κοιτάνε με άδεια, ψυχρά μάτια. Δεν έχω δει πολλές φορές μάτια τόσο άδεια και ψυχρά. Σε κοιτάνε και νομίζεις πως δεν είσαι παρά ένα δημοσιογραφικό τελεγράφημα. Οι ντόπιοι δημοσιογράφοι, πιο ενδιαφερόμενοι, πηγαινόρχονται, προσπαθούνε να μας πιάσουνε κουβέντα. Επικεφαλής ο Θωμόπουλος, που σ’ αυτόν –και στον καλό τον Παναγιώτη Μήτσουρα– χρωστάμε τη φωτογραφία με το γαρύφαλλο. Το είχα δώσει στον Νίκο ― και κάθε φορά του ’φερνα λουλούδια, τα φύλαγε όλα στη βαλίτσα του, εκεί είναι ακόμα. Σ’ ένα διάλειμμα, καθώς το μύριζε ο Νίκος, του λέει ο Θωμόπουλος: “Ωραίο το γαρύφαλλο!”. “Ναι”. “Μυρίζει όμορφα”. “Ναι”. “Είναι κι από χέρι!” “Είναι!” Αυτή τη στιγμή πήραν τα φλας.

(Έλλη Παππά, Μαρτυρίες μιας διαδρομής, Άγρα 2010, σ. 223)

Ας είναι! Εκείνο που κρατώ με ενδιαφέρον και συγκίνηση είναι –το αδιαμφισβήτητο και στις δύο εκδοχές του γράμματος προς το γιο της– αυτό που κρατά και τρυφερά κι ευλαβικά φυλάει κι ο Νίκος Μπελογιάννης: τα λουλουδάκια τ’ αχαμνά και ταπεινά που του πρόσφερε καθημερινά η Έλλη. Τα φύλαγε όλα στα βαλίτσα του, που πια την έχει στην κατοχή της η Παππά, στις Φυλακές Αβέρωφ, όταν ξεκινά να γράφει αυτό το γράμμα στον γιο της (και που δεν καταφέρνει να το ολοκληρώσει παρά το 1962). Τα φύλαγε λοιπόν όλα εκεί μέσα· όλα· και το γαρυφαλλάκι.

Διαβάζοντας πρόσφατα κάποιες από τις κριτικές για τις μαρτυρίες της Έλλης Παππά, σκόνταψα στην ακόλουθη διπλή μαρτυρία, * συγκρατουμένων της στις Φυλακές Αβέρωφ, για τη μοίρα του μικρού, εκείνου κι ασήμαντου σχεδόν γαρύφαλλου, που δεν έπαψε ως το τέλος του να γεννά ανεξάντλητους συμβολισμούς, συμβολισμούς ζωής και τέχνης, τρυφερότητας, έρωτα, αγώνα, μνήμης. Έγκλειστες λοιπόν στις φυλακές και θρηνολογώντας κι αυτές οι συγκρατούμενές της τους δικούς τους ανθρώπους, αναρωτιόντουσαν μπας κι «“όλοι οι εκτελεσμένοι, χωρίς εξαίρεση, δεν ήταν ήρωες; Γι’ αυτό, άραγε, οι περισσότερες μελλοθάνατες δεν πήγαν να πάρουν το γαρύφαλλο;”, το οποίο μοιράσθηκε, ως μνημόσυνο, στις σαράντα μέρες μετά την εκτέλεση [του Νίκου Μπελογιάννη]».

ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
30 Μαρτίου 2020· τέσσερις τα χαράματα



*Μανωλκίδου-Βέττα Φανή, Θα σε Λέμε Ισμήνη, Φιλίστωρ, 1997, σ. 100, στην οποία οδηγήθηκα από το άρθρο της Τασούλας Βερβενιώτη, «Μια αδημοσίευτη μαρτυρία», Επιστήμη και Κοινωνία, τ. 11, 2003, σ. 159.