ψευδαίσθηση

Ἐμίλ Σιοράν, Οἱ κίνδυνοι τῆς σοφίας

*

Ἐπιμέλεια στήλης-Μετάφραση
ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ

Ὁ Ἐμίλ Σιοράν (ρουμανιστί Τσοράν) γεννήθηκε στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1911 στό Ρασινάρι της Ρουμανίας. Ριζοχώρι των Καρπαθίων. Θά ἀναπολεῖ πάντοτε τίς παλιές καλές ἡμέρες πού ἔζησε ἐκεῖ. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἐμιλιάν, ὀρθόδοξος ἱερέας. Ἡ μητέρα του, ἡ Ἐλβίρα, ἔκλινε πρός τήν ἀθεΐα. Τό 1922, ἕντεκα χρονῶν φοιτᾶ στό γερμανόφωνο Λύκειο τοῦ Σιμπίου, παρακείμενης πόλης. Περιφέρεται ἀσκόπως στά στενά σοκάκια. Πρῶτες κρίσεις ἀυπνίας. Πιθανῶς ἐκεῖ, στίς ροῦγες, «ἅρπαξε γιά πρώτη φορά τήν κακιά ἀρρώστια, τόν ἰό τῆς ἀλήθειας»… (Ἡ συνέχεια τοῦ εἰσαγωγικοῦ σημειώματος τῆς σειρᾶς, ἐδῶ).

 

Δέν θά μπορούσαμε, ἄν λογαριάσουμε τό βαθύτερο νόημα πού ἐμπεριέχουν οἱ φανερώσεις γιά μιά φυσιολογική συνείδηση, νά προσυπογράψουμε τή βεδαντική ρήση ὅτι «ἡ μή-διάκριση εἶναι ἡ φυσική κατάσταση τῆς ψυχῆς». Μέ τόν ὅρο «φυσική κατάσταση» ἐννοεῖται ἐδῶ μιά κατάσταση ἐγρήγορσης, ἡ ὁποία σέ καμιά περίπτωση ὅμως δέν εἶναι φυσική. Ὁ ζωντανός ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται τήν ὕπαρξη παντοῦ ὁλόγυρα. Εὐθύς μόλις ἀφυπνισθεῖ, μόλις πάψει νά εἶναι φύση, πιάνει νά ἀνακαλύψει τό ψευδές στό φαινομενικό, τό φαινομενικό στό πραγματικό, καταλήγοντας νά ὑποπτεύεται ἀκόμα καί τήν ἴδια τήν ἰδέα τῆς πραγματικότητας. Ὅλες οἱ διακρίσεις ἐξαλείφονται, καί μαζί μέ αὐτές χάνεται ἡ ἔνταση καί τό δρᾶμα. Ἐξ ἀπόπτου ἰδωμένο, τό βασίλειο τῆς διαφορετικότητας καί τῆς πολυμορφίας χάνεται∙ σ’ ἕνα ὁρισμένο ἐπίπεδο τῆς γνώσης μονάχα τό μή-εἶναι διασώζεται ἀκόμα.

Ζοῦμε ἐρήμην τῆς γνώσεως. Ὅταν τελοῦμε ἐν γνώσει, δέν ἔχουμε καλή ἐφαρμογή μέ τίποτα γύρω μας. Ὅσο ἔχουμε ἄγρια μεσάνυχτα, οἱ φανερώσεις ἀκμάζουν καί ἀποπνέουν μιά αἴσθηση ἀτρωσίας, πού μᾶς ἐπιτρέπει νά τίς ἀγαπᾶμε καί νά τίς μισοῦμε, νά ἐρχόμαστε σέ ἐπαφή μαζί τους. Μποροῦμε ὅμως νά τά βάλουμε μέ τά φαντάσματα; Διότι σέ φαντάσματα αὐτές μεταπίπτουν, ὅταν διαλυθεῖ ἡ πλάνη ὅτι θά μποροῦσαν τάχατες νά ἀνέλθουν στήν τάξη τῶν οὐσιῶν. Ἡ γνώση, ἀλλιῶς ἡ ἀφύπνιση, δημιουργεῖ ἀνάμεσα σέ μᾶς καί σέ ἐκεῖνες τίς φανερώσεις ἕνα χάσμα πού, δυστυχῶς, δέν ἐξελίσσεται σέ σύγκρουση∙ ἄν ἐρχόμασταν σέ σύγκρουση, ὅλα θά ἔβαιναν καλύτερα∙ αὐτό ὅμως πού συμβαίνει εἶναι ἡ σίγαση ὅλων τῶν συγκρούσεων, ἡ ὀλέθρια κατάργηση τοῦ τραγικοῦ. Ὅλως ἀντιθέτως πρός τήν ἀποφθεγματική φράση της Βεδάντα, ἡ ψυχή δείχνει μιά ἔμφυτη ἔφεση πρός τήν πολλαπλότητα καί τή διαφοροποίηση: θάλλει ἐν μέσῳ εἰδώλων καί ὁμοιωμάτων, ἐνῶ πέφτει σέ μαρασμό ὅταν τά ξεσκεπάζει καί ξεκόβει ἀπό αὐτά. Ἀφυπνισμένη, στερεῖται τίς δυνάμεις της, δέν μπορεῖ νά ἀπελευθερώσει κανενός εἴδους δημιουργικότητα ἤ, ἔστω, νά συμβάλει σέ μιά παραγωγική προσπάθεια. Γιά ἕναν συγγραφέα τό κυνήγι τῆς χειραφέτησης, γιά τήν ὁποία δεχόμαστε ὅτι βρίσκεται στόν ἀντίποδα τῆς ἔμπνευσης, ἰσοδυναμεῖ μέ παραίτηση, ἄν ὄχι μέ αὐτοχειρία. Ἄν ἔχει βλέψεις στήν παραγωγή ἑνός ἔργου, ἄς ἀκολουθήσει τίς κακές καί τίς καλές ἕξεις του∙ ὁπωσδήποτε τίς κακές – χειραφετούμενος ἀπό αὐτές, οὐσιαστικά ἀποξενώνεται ἀπό τόν ἑαυτό του: οἱ κακοδαιμονίες του εἶναι οἱ εὐκαιρίες του. Ἕνας σίγουρος τρόπος γιά νά πᾶνε στράφι τά χαρίσματά του εἶναι νά ἵσταται ὑπεράνω ὅλων τῶν καταστάσεων, νά ὑπερακοντίζει τήν ἐπιτυχία καί τήν ἀποτυχία, τήν εὐχαρίστηση καί τόν πόνο, τή ζωή καί τόν θάνατο. Ἄν ἡ προσπάθεια νά τά ξεφορτωθεῖ ὅλα αὐτά ἔδινε καρπούς, θά ἀνακάλυπτε τότε, μιά ὡραία ἡμέρα, ὅτι βρίσκεται ἔξω ἀπό τόν κόσμο καί τόν ἑαυτό του, κι ὅτι, ἐνῶ θά μποροῦσε ἐνδεχομένως νά συλλάβει κάποιο σχέδιο, θά τόν ἔπιανε σίγουρα πανικός στήν ἰδέα καί μόνο τῆς ἐκτέλεσής του. Πρόκειται γιά ἕνα φαινόμενο γενικῆς ἰσχύος, δέν τό συναντᾶμε μόνο στούς συγγραφεῖς: Ὅποιος θέλει νά ἀφήσει τό στίγμα του ὀφείλει νά διαχωρίσει αὐστηρά τή ζωή ἀπό τόν θάνατο, νά δυναμώσει τήν ἔνταση στά ποικίλα ζεύγη ἀντιθέσεων, νά πολλαπλασιάσει καταχρηστικά τή μή ἀναγώγιμη διαφορά τους, νά πάει καί νά στρογγυλοκαθίσει μέσα στήν ἀντινομία, νά παραμείνει, κοντολογίς, στήν ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων. Τό νά παράγω, νά δημιουργῶ, σημαίνει ὅτι ἀρνοῦμαι στόν ἑαυτό μου τή διαύγεια, σημαίνει ὅτι ἔχω τό σθένος ἤ τήν καλή τύχη νά μήν ἀντιληφθῶ τό ψεῦδος πού ἐνυπάρχει στήν ποικιλομορφία, τόν ἀπατηλό χαρακτῆρα τῆς πολλαπλότητας. Ἕνα ἔργο εἶναι ἐφικτό μονάχα στόν βαθμό πού ἐθελοτυφλοῦμε ἀπέναντι στήν ἐμφάνεια τῶν πραγμάτων· μόλις πάψουμε νά τῆς ἀποδίδουμε μιά μεταφυσική διάσταση, τότε μεμιᾶς μένουμε χωρίς ἐφόδια. (περισσότερα…)