σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα

Ο συγγραφέας σε κρίση

*

της ΛΙΛΑΣ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ

Γιάννης Στ. Γαβαλάς,
Τώρα είναι μετά,
Το Ροδακιό, 2023

Τώρα είναι μετά είναι ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου του Ελευσίνιου πεζογράφου και ποιητή Γιάννη Στ. Γαβαλά. Το μυθιστόρημα ξεκινάει από το τέλος. Ο κεντρικός ήρωας, ενδοδιηγητικός αφηγητής της ιστορίας, είναι ένας επίδοξος συγγραφέας διαρκώς σε κρίση, που, κατηγορούμενος για έγκλημα, αποφυλακίζεται ύστερα από εννέα χρόνια εγκλεισμού. Έξω τον περιμένει μια ζωή που έχει χάσει προ πολλού κάθε πρόσημο πραγματικότητας. «Ό,τι από καιρό έγινε λάθος έδειχνε σωστό και το σωστό λάθος. Το ψέμα αλήθεια και η αλήθεια ψέμα». Άλλωστε αυτό ήταν και το όραμά του ανέκαθεν: η αναβολή της πραγματικής ζωής για το μέλλον.

2010 είναι το παρόν της αφήγησης, εννιά χρόνια πριν τη φυλακή και ο ήρωας παλινδρομεί ανάμεσα στο τώρα των τριάντα οκτώ του χρόνων και στο πριν – της νιότης του, το 1991, όταν αιώνιος φοιτητής της Γεωπονικής ερωτεύεται την μετέπειτα γυναίκα του στους κήπους της Σχολής. Τον συνοδεύει στις εξετάσεις του μαθήματος της Αμπελουργίας, όπου περνάει το μάθημα με ευκολία, λέγοντας απλώς την πασίγνωστη εξίσωση του κλαδέματος, πράγμα που ανασκευάζει στη συνέχεια, τα πράγματα δεν έγιναν έτσι, έγιναν αλλιώς, χτυπάει στο πρόσωπο τον καθηγητή, σχεδόν ανεξήγητα και αποβάλλεται, «οργισμένος λοιπόν αναρχικός» (σελ. 57) ή μήπως όχι, ήδη αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε για την εγκυρότητα των αναμνήσεών του και για την καθ’ έξιν, όπως διαφαίνεται στη συνέχεια, σύγχυση ζωής και φαντασίας: ένας φαντασιόπληκτος επομένως που άγεται και φέρεται από τις ονειροπολήσεις του, καθώς σταδιακά περνά από την υλικότητα της γεωργικής χημείας με τις σκόνες, τα νιτρικά και τα νιτρώδη άλατα, στην άυλη επικράτεια της εικόνας και στο περιστασιακό επάγγελμα του εικονολήπτη, και από κει στην άυλη υλικότητα των λέξεων.

Ναι, αυτός ο φυγόπονος παρ’ ολίγον γεωπόνος, ο νωθρός εικονολήπτης που δεν έχει τα κότσια να γίνει σκηνοθέτης γιατί πρέπει να συνδυάσει «με επικίνδυνη τόλμη τη γλυκιά ζωή με το χαμαλίκι» (σελ. 20), ο αποτυχημένος σύζυγος με την μπόλικη ανία, την «πολλή μοναξιά και τα αγέννητα παιδιά» (σελ. 25), θέλει όλα αυτά να τα παρατήσει και να γίνει συγγραφέας.

Ο πρώην μέντοράς του, ο κινηματογραφιστής και θεωρητικός Διονύσης Πράος, κάποτε μαχητικός μονομανής και τώρα γέρο στριμμένος και ξεμωραμένος υποθέτει ότι ο νεαρός προτίθεται να εγκαταλείψει την εικόνα για τις λέξεις γιατί είναι πιο εύκολη η ζωή του συγγραφέα. Ο κινηματογραφιστής χρειάζεται «ιδέες και χρήμα». Ο συγγραφέας τετράδιο, μολύβι, κομπιούτερ (σελ. 79). Η υπεροχή του είναι η αυτάρκεια. Εδώ όμως ο Πράος κάνει λάθος. Και όχι μόνον ο Πράος. Στο καφενείο στο Παγκράτι που θα γίνει αργότερα το συγγραφικό στέκι του ήρωα, τα γκαρσόνια κι οι θαμώνες τον ζηλεύουν. Τι γράφεις; Ιστορίες, τους απαντάει και βλέπει στα μάτια τους αναλαμπές φθόνου. Ίσως επειδή όταν γράφεις έχεις την ικανότητα να απομονώνεσαι, να αγνοείς, ακόμα και να περιφρονείς τους δυνάμει συνομιλητές σου. Ίσως επειδή διαθέτεις το πλεονέκτημα της αυτάρκειας απέναντί τους. «Θα τους παρηγορούσε αν ήξεραν οι καημένοι πόση αναπηρία κρύβεται μέσα στον σκυφτό άνθρωπο με το μολύβι στο χέρι, την ντροπή και την αδιαντροπιά που μάχονται την ίδια στιγμή στο αλλόκοτο μυαλό μου» (σελ. 146), λέει μέσα του και κρυφογελάει με τις αφελείς τους σκέψεις.

Ξέρει πολύ καλά πως ο συγγραφέας δεν είναι αυτάρκης. Ξεδιάντροπος, ναι. Και κυνικός πολύ. Όσο γι’ αυτόν; Ένας αργόσχολος, ένας κηφήνας που απομυζά ανερυθρίαστα τις οικονομίες της κομμώτριας γυναίκας του και της πεθεράς του για να μην δουλεύει, με τίμημα μια άθλια προσωπική ζωή, ωστόσο πρόθυμος και ράθυμος πλάνης, συλλέκτης εντυπώσεων και συγκινήσεων, περιπλανώμενος στην πόλη και στις γειτονιές προς άγραν ιδεών και φευγαλέων στιγμιότυπων, γιατί, δεν μπορεί, κάποτε η τύχη θα του χαμογελάσει και η πραγματικότητα θα τον γεμίσει με ιδέες, υπέροχες, ολοζώντανες συγγραφικές ιδέες. Κι αυτός δεν θα ’χει παρά να απλώσει το αρπακτικό του χέρι και να τις καρπωθεί. Και νά που το θαύμα συντελείται, έτσι όπως το ονειρευόταν, χωρίς κανέναν κόπο, αναζήτηση ή προετοιμασία. (περισσότερα…)

Οι ασυμφιλίωτοι

*

της ΛΙΛΑΣ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ

Γιώργος Συμπάρδης,
Αδέλφια,
Μεταίχμιο, 2018

Στο πέμπτο κατά σειρά μυθιστόρημα του Γιώργου Συμπάρδη, τοποθετημένο στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και αρχές του 1960, λαμβάνει χώρα μία αδελφομαχία, με ήρωες τον μικρότερο κατά τρία χρόνια αδελφό και αφηγητή της ιστορίας, και τον μεγαλύτερο, τον απείθαρχο Θανάση. Σε αυτήν εμπλέκονται ο πατέρας-χτίστης του σπιτικού της οικογένειας και η απόμακρη και ονειροπόλα μητέρα. Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό συμμετέχει και όλος ο περίγυρος των φίλων, των συγγενών, των γνωστών, των κατοίκων της περιοχής της Ελευσίνας –που δεν κατονομάζεται αλλά εικάζεται–, φτωχών εργατών, επιχειρηματιών και εργολάβων, που χτίζουν το μέλλον του τόπου, συμβάλλοντας ο καθένας με τον εσφαλμένο τρόπο του στην σαθρή «ανοικοδόμηση» της μετεμφυλιακής Ελλάδας, που πιστεύει μεν στην πρόοδο αλλά και στο εύκολο χρήμα.

Ο Συμπάρδης χτίζει τις ιστορίες του μέσα από δίπολα, όπως λέει και ο ίδιος, γιατί μέσω της αντίθεσης φωτίζονται καλύτερα τα πρόσωπα. Εδώ έχουμε το δίπολο αδελφός εναντίον αδελφού, αλλά η ιστορία είναι ιδωμένη αποκλειστικά μέσα από τα μάτια του μικρότερου, που παρακολουθεί με άγρυπνο μάτι τον μεγάλο, επικεντρωνόμενος στα κατορθώματά του, τα καπρίτσια του, τις κατακτήσεις του, τις αποτυχίες του, καθιστώντας τον έτσι πρωταγωνιστή του βιβλίου, με τον αναγνώστη να αγωνιά και να εκλιπαρεί για λίγο περισσότερη γνώση και πληροφορία –από αυτή που του επιτρέπει η ανεπαρκής ικανότητα για θέαση του αφηγητή, οφειλόμενη εν μέρει στη στενή οπτική του γωνία– υποχρεώνοντάς τον εντέλει να καταφύγει στη φαντασία του για να απαντήσει στα αναπάντητα, να καλύψει τα κενά και να κατανοήσει τα παράδοξα. (περισσότερα…)

Δημήτρης Καρακίτσος, Οθωμανικό ζέπελιν, «Προς Οδησσό, αλλά επί ματαίω» 2

*

Δυο φίλοι, ο οικονομολόγος Ιωάννης Κίνναμος και ο αρχαιολόγος Νικήτας Ακομινάτος, φίλοι από το πανεπιστήμιο, ξεκινούν με τη φιλοδοξία να γράψουν το καλύτερο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Θέμα του βιβλίου τους, το οποίο έχει τον τίτλο Οθωμανικό ζέπελιν, είναι η Επανάσταση του 1821, δοσμένη όμως με στοιχεία steampunk μυθοπλασίας, όπου ο μοντερνισμός και τα ελληνικά του 19ου αιώνα δεν προσπαθούν ειμή να καθρεφτίσουν το πρόσωπο της Ελλάδας: που η μία όψη του αναπολεί την Ανατολή και η άλλη κοιτά ζηλόφθονα τη Δύση. Παρά τον ενθουσιασμό τους και την πίστη στις δυνάμεις τους, οι δυο φίλοι έχουν να λύσουν μια δύσκολη εξίσωση: τις αντίθετες πολιτικές τους απόψεις. Άραγε μπορεί, υπό αυτές τις συνθήκες, να προκύψει μια ενιαία σύνθεση;

~ . ~

Στο πνεύμα της κλεινής παράδοσης της λογοτεχνικής επιφυλλίδας, των πολυσέλιδων πεζογραφικών έργων δηλαδή που, ιδίως τον 19ο αιώνα, πρωτοέβλεπαν το φως της δημοσιότητας τμηματικά στον ημερήσιο τύπο, το Νέο Πλανόδιον δημοσιεύει σε συνέχειες ολόκληρο το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Καρακίτσου Οθωμανικό ζέπελιν. Για τις προηγούμενες αναρτήσεις του έργου, ο αναγνώστης παραπέμπεται εδώ.

~.~

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ

ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ  ΖΕΠΕΛΙΝ

Μέρος Δεύτερο
ΠΡΟΣ ΟΔΗΣΣΟ, ΑΛΛΑ ΕΠΙ ΜΑΤΑΙΩ 

2.

Φάγαμε κάνα σαραντάλεπτο στο καφενείο – στην αρχή είχα να αντιμετωπίσω τις οκτάβες του Κίνναμου. Έχει δυνατή φωνή ο Κίνναμος: διδάσκει σε λύκειο. Σε κουράζει όμως να κοιτάς δεξιά αριστερά, πάνω από τους ώμους σου, λες κι όλοι έχουν στήσει αυτί για τις μαλακίες που θα πεις. Παρόλα αυτά: το τραπέζι μας δεν άργησε να μετατραπεί  σε κέντρο διερχομένων. Ποδαρικό έκανε ένας ταξιτζής – αυτός άνοιξε τον χορό. Άρπαξε το μαντήλι απ’ το χέρι του Κίνναμου και μπήκε μπροστά: Παιδιά, είπε, ακούστε τι έπαθα φέτος το Πάσχα. Με παίρνει τηλέφωνο ένας παππούς, Μεγάλη Τετάρτη ήταν, ή Μεγάλη Πέμπτη. Μεσημέρι. Να τον πάω στον Βόλο. Στο Βελεστίνο είσαι; του λέω. Στον Θαύλιο Δία, μου λέει. Καλά, έρχομαι σε δυο λεπτά, του είπα. Και πήγα. Ήταν στην είσοδο, πάνω στον δρόμο. Και είχε μια τσάντα, ένα σακ βουαγιάζ. Μπες, του λέω. Καλοντυμένος ο τραγόγερος, Όταν κάθισε και ξεκινήσαμε, μου ήρθε μυρωδιά θυμιατού. Τι έκανε; σκεφτόμουν, κάνας τρελός θα ’ναι, είπα από μέσα μου. Από εδώ είσαι; τον ρώτησα. Δεν θυμάμαι τι είπε, δεν μιλήσαμε πολύ. Όταν φτάσαμε, του λέω τριάντα ευρώ, βγάζει και μου δίνει δυο εικοσάρικα και μου λέει ότι είμαστε εντάξει, τον ευχαρίστησα και τον άφησα να περάσει απέναντι. Βρωμοκοπούσε το αυτοκίνητο άφτερ σέιβ. Τέλος πάντων, πήγα να κάνω κάτι δουλειές μετά, μιας και ήμουν στον Βόλο, και ξεκίνησα να γυρίσω. Δεν περνάω μία  από το μνημείο; σκέφτηκα, είχα περιέργεια να δω τι είχε κάνει ο παππούς. Και πήγα. Ξέρετε τι είδα; Σε μια μεγάλη πέτρα ο κωλόγερος είχε απλώσει τρία ψάρια ωμά, μεγάλα, λαβράκια ήταν, παραδίπλα κάτι λουλούδια κι ένα κυπελλάκι που έκαιγε θυμίαμα. Ρε τον πούστη, έκανα τον σταυρό μου και έφυγα, φοβήθηκα. Μάγια ήταν.

Προσφορά ήταν, είπε ο Κίνναμος, ο γέρος πρέπει να ήταν δωδεκαθεϊστής. Τρελός όσο κι εσύ δηλαδή, που πιστεύεις σε μάγια και φλιτζάνια.

«Ρε άλλο να σου το λέω, κι άλλο να το δεις», είπε ο ταξιτζής, «πάνω μου τα έκανα».

Γύρω στα τριάντα είναι ο ταξιτζής. Τον ρωτάμε αν έχει πάει στα Φάρσαλα από το Μικρό Περιβολάκι, πώς είναι ο δρόμος, αν έχει ανηφόρες  κ.λπ. Έχω να πάω πελάτη στα Φάρσαλα από τότε που ο Γιωργάκης μάς έφερε γαμπρό το ΔΝΤ, είπε ο ταξιτζής. Τον Τέγο να ρωτήσεις, είπε, και μου έδειξε έναν γκριζομάλλη που κατέβαινε σαν ρομπότ τα σκαλιά καμακώνοντάς τα με την ψιλοστραβή του γκλίτσα. Είχε φορτηγό αυτός. Μπάρμπα-Τέγο, για έλα να πεις κάτι στα παιδιά, είπε και σηκώθηκε να βγάλει το πορτοφόλι του. Άσ’ το, είπα στον ταξιτζή, κερασμένο το τσιπουράκι. (Το ζήλεψα το τσιπουράκι. Έκανα νόημα στον Κίνναμο ότι θα πιούμε στον γυρισμό.) Τι φορτηγό είχες κυρ-Τέγο; ρώτησα τον ψαρομάλλη άντρα. Ένα μικρό Βόλβο, φρούτα κουβαλούσα, είπε ο Τέγος. Τριάντα χρόνια έκανε εμπόριο ο Τέγος, είπε ο ταξιτζής. Μπράβο, είπα εγώ. Θέλουμε να πάμε μέχρι τα Φάρσαλα, είπε ο Κίνναμος, αλλά να μην ψοφήσουμε κιόλας. Τι να κάνετε στα Φάρσαλα; ρώτησε ο Τέγος. Πιο πριν από τα Φάρσαλα θέλουμε να πάμε, υπήρχε μια πόλη εκεί κάποτε, στα αρχαία χρόνια, αποκρίθηκα. Δεν θυμάμαι τίποτα, είπε ο Τέγος. Δεν έχω δει ερείπια. Ο ταξιτζής πέταξε ένα «γεια χαρά παιδιά» και πήγε να την αράξει στο ταξί. Πάντως, είπε ο Τέγος, μακριά είναι. Σκυλιά έχει; ρώτησε ο Κίνναμος. Γέλασε ο Τέγος. Ε, κι άμα βρείτε από κανένα, ήσυχο θα’ ναι, δεν θα σας π’ράξ’. Έκανε λίγο πιο πίσω την καρέκλα του γιατί τον χτυπούσε ο ήλιος. Εσύ παντρεμένος στο Βελεστίνο δεν είσαι; με ρώτησε. Τον ήξερα τον πεθερό σου – Θεός σχωρέστον. Καλός άνθρωπος ήταν. Τον είχα πάρει μια φορά με του φορτηγό, είχε κάτι δουλειές στα Φάρσαλα. Μου έτυχε και κάτι τρελό μια φορά, είπε ο Τέγος. Δεν είχε ξημερώσει, είχα φύγει εδώ κατά τις τέσσερις, περνώ το Μικρό Περιβολάκι και συνεχίζω για Αγιά Τριάδα, σε ένα σημείο βλέπω τσακάλια μπροστά μου. Περνούσαν τον δρόμο, όλη η φαμίλια των τσακαλιών. Σταμάτησα και τα κοιτούσα. Πρέπει να πέρασαν πάνω από τριάντα τσακάλια. Πέρασαν τον δρόμο και εξαφανίστηκαν. (περισσότερα…)

Δημήτρης Καρακίτσος, Οθωμανικό ζέπελιν, «Προς Οδησσό, αλλά επί ματαίω» 1

*

Δυο φίλοι, ο οικονομολόγος Ιωάννης Κίνναμος και ο αρχαιολόγος Νικήτας Ακομινάτος, φίλοι από το πανεπιστήμιο, ξεκινούν με τη φιλοδοξία να γράψουν το καλύτερο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Θέμα του βιβλίου τους, το οποίο έχει τον τίτλο Οθωμανικό ζέπελιν, είναι η Επανάσταση του 1821, δοσμένη όμως με στοιχεία steampunk μυθοπλασίας, όπου ο μοντερνισμός και τα ελληνικά του 19ου αιώνα δεν προσπαθούν ειμή να καθρεφτίσουν το πρόσωπο της Ελλάδας: που η μία όψη του αναπολεί την Ανατολή και η άλλη κοιτά ζηλόφθονα τη Δύση. Παρά τον ενθουσιασμό τους και την πίστη στις δυνάμεις τους, οι δυο φίλοι έχουν να λύσουν μια δύσκολη εξίσωση: τις αντίθετες πολιτικές τους απόψεις. Άραγε μπορεί, υπό αυτές τις συνθήκες, να προκύψει μια ενιαία σύνθεση;

~ . ~

Στο πνεύμα της κλεινής παράδοσης της λογοτεχνικής επιφυλλίδας, των πολυσέλιδων πεζογραφικών έργων δηλαδή που, ιδίως τον 19ο αιώνα, πρωτοέβλεπαν το φως της δημοσιότητας τμηματικά στον ημερήσιο τύπο, το Νέο Πλανόδιον δημοσιεύει σε συνέχειες ολόκληρο το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Καρακίτσου Οθωμανικό ζέπελιν. Για τις δύο πρώτες αναρτήσεις του έργου, ο αναγνώστης παραπέμπεται εδώ.

~.~

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ

ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ  ΖΕΠΕΛΙΝ

Μέρος Δεύτερο
ΠΡΟΣ ΟΔΗΣΣΟ, ΑΛΛΑ ΕΠΙ ΜΑΤΑΙΩ 

1.

Το ποδήλατό μου το αγόρασα πριν από δυο εβδομάδες από τον Βόλο, είναι ένα ποδήλατο πόλης, μονοτάχυτο και με νίκελ τιμόνι, λιτό, αέρινο, και με όμορφο ρετρό φανάρι. Ο Κίνναμος έχει το παλιό Raleigh του συγχωρεμένου πατέρα του. Το ποδήλατο ήταν παρατημένο στην αυλή, σκούριαζε, σάπιζε. Μια πρωία ο Κίνναμος αποφάσισε να το αναστήσει Έκανε το εξής: το έδωσε για ανακατασκευή σε έναν άψογο και υπομονετικό μάστορα, ο οποίος γυάλισε τα αλουμίνια,  έτριψε τη σέλα και την πότισε χημικά, για να μαλακώσει το δέρμα, έβαλε λαμπερούς καθρέφτες και πέταξε την παλιά σκουριασμένη σχάρα, έβαψε τον σκελετό, τα φτερά και το πηρούνι με μια βαφή στο γκρίζο του ταλαιπωρημένου δολλαρίου, και τέλος έστησε το δημιούργημά του, τον δίτροχο Λάζαρο, δίπλα από την είσοδο σαν κράχτη της μαστοροσύνης του. Φυσικά η συγκίνηση του Κίνναμου, όταν είδε το σαράβαλο αναστημένο,  ήταν για τον πατέρα του, που δεν ζει πια: τον φαντάστηκε νέο, ένα ηλιόλουστο πρωί στο κέντρο της Λάρισας, πενήντα χρόνια πριν, να βγαίνει από ένα ποδηλατάδικο που δεν υπάρχει πια, να καβαλάει το Raleigh και να εξαφανίζεται στις γειτονιές της πόλης. Ω, κάνουμε στάση στον ναό του Θαυλίου Διός, έχουμε βγει από το Βελεστίνο.  Βγάζω από την τσάντα το θερμός με τον καφέ, σκουπίζω τις πευκοβελόνες από το παγκάκι και το βλέμμα μου χάνεται στα κτήματα, στα ερείπια, στον λόφο Μπακάλη. Ελληνικός χωρίς καϊμάκι δεν πίνεται, το ίδιο πιστεύει και ο Κίνναμος, ποτίζω, αηδιασμένος, τις δάφνες με το νεροζούμι και προτείνω στον φίλο μου αλλαγή πλεύσης: να μεταφέρουμε το στρατηγείο μας στο πλησιέστερο καφενείο: στο αμέσως επόμενο χωριό.

Πότε έγιναν οι ανασκαφές εδώ; ρωτάει ο Κίνναμος, χαϊδεύοντας με το βλέμμα του τα κομμάτια του θριγκού, τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, κατά μήκος του διαδρόμου, τα επιβλητικά μέρη του επιστύλιου και τον γκριζωπό σπόνδυλο ενός δωρικού κίονα. Η καημένη αρχαιολογική υπηρεσία μας δεν είχε λεφτά το 1920, απάντησα, μια μίζερη ζητιάνα ήταν, ως εκ τούτου όλα έγιναν με τη βοήθεια των Γάλλων. Α χα, έκανε ο Κίνναμος. Ποιος ξέρει, γύρισα και είπα, ο παππούς μου ήταν παιδί τότε, έντεκα χρονών. Και σκέφτηκα ένα τσούρμο παιδιά, ξυπόλητα, παιδιά του χωριού, αγόρια: Έχουν μαζευτεί μπουλούκι στα υψώματα και χαζεύουν τους θησαυρούς που είχε φέρει στο φως η σκαπάνη:  ένα γυάλινο περιδέραιο, ένα μελαμβαφές αγγείο, ενώτια από χρυσό και ασήμι. Ο Κίνναμος έχει κάνει λίγο πιο κει, τι είναι εδώ, λέει, κι άλλος ναός; Κοίτα πίσω σου, είπα, έχει κιόσκι ενημέρωσης. Ο Κίνναμος θέλει να μείνουμε κι άλλο, του αρέσει στον ναό, είναι πολύ όμορφο το σημείο, μέσα στα πεύκα. Αλλά εγώ χρειάζομαι καφέ. Και βγαίνουμε να πάρουμε τα ποδήλατά μας. Η ώρα έχει πάει έντεκα και δέκα. (περισσότερα…)

Δημήτρης Καρακίτσος, Οθωμανικό ζέπελιν, «Σαν λιοντάρια» 2

Δυο φίλοι, ο οικονομολόγος Ιωάννης Κίνναμος και ο αρχαιολόγος Νικήτας Ακομινάτος, φίλοι από το πανεπιστήμιο, ξεκινούν με τη φιλοδοξία να γράψουν το καλύτερο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Θέμα του βιβλίου τους, το οποίο έχει τον τίτλο Οθωμανικό ζέπελιν, είναι η Επανάσταση του 1821, δοσμένη όμως με στοιχεία steampunk μυθοπλασίας, όπου ο μοντερνισμός και τα ελληνικά του 19ου αιώνα δεν προσπαθούν ειμή να καθρεφτίσουν το πρόσωπο της Ελλάδας: που η μία όψη του αναπολεί την Ανατολή και η άλλη κοιτά ζηλόφθονα τη Δύση. Παρά τον ενθουσιασμό τους και την πίστη στις δυνάμεις τους, οι δυο φίλοι έχουν να λύσουν μια δύσκολη εξίσωση: τις αντίθετες πολιτικές τους απόψεις. Άραγε μπορεί, υπό αυτές τις συνθήκες, να προκύψει μια ενιαία σύνθεση;

~ . ~

Στο πνεύμα της κλεινής παράδοσης της λογοτεχνικής επιφυλλίδας, των πολυσέλιδων πεζογραφικών έργων δηλαδή που, ιδίως τον 19ο αιώνα, πρωτοέβλεπαν το φως της δημοσιότητας τμηματικά στον ημερήσιο τύπο, το Νέο Πλανόδιον θα δημοσιεύσει τους προσεχείς μήνες σε συνέχειες ολόκληρο το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Καρακίτσου Οθωμανικό ζέπελιν. Ξεκινήσαμε πριν από δύο εβδομάδες με την αρχή του Πρώτου Μέρους. Σήμερα, η συνέχεια και η ολοκλήρωσή του.

~.~

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ

ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ  ΖΕΠΕΛΙΝ

Μέρος Πρώτο
ΣΑΝ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ  [2/2]

Παρά την υπερβολή τους, οι σελίδες που προηγήθηκαν περιγράφουν τα πράγματα με σχεδόν συγκινητική ακρίβεια. Θέλω δηλαδή να πω ότι αυτό ήταν το κλίμα, αυτή ήταν η κατάσταση όταν με τον φίλο μου τον Κίνναμο πήραμε την απόφαση να γράψουμε ένα μυθιστόρημα για το ’21. Κι αρχίσαμε να λέμε: αυτή θα είναι μια ιστορία άπεφθης βίας. Σκεφτόμασταν να αναμίξουμε φουστανέλλες, καριοφίλια, τη γλώσσα των κλέφτικων τραγουδιών και των απομνημονευμάτων με τα κλασικά τοτέμ της steampunk μυθοπλασίας, δηλαδή ατμομηχανές, brass goggles και αναχρονιστικά αερόπλοια – σε περίπτωση μάλιστα καλλιτεχνικής αποτυχίας θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι γράφουμε σάτιρα, κάτι σαν εξωφρενική διασκευή της Γκόλφως με τη μέθοδο (ή καλύτερα τη μη-μέθοδο) του Χάινερ Μύλλερ, ιδού μάλιστα η περίληψη του πρώτου κεφαλαίου: 1876, Αταλάντη,  η λησταρχίνα Φλώρα Παμπάνη, ο εραστής της Στέργιος Καρατάσος και το πρωτοπαλίκαρό τους, ο Φώτος Λίβανος, έχουν στήσει τα ατμοκίνητα ανεμόπτερά τους, τους πηγάσους τους, στον κορμό μιας ακακίας. Μεσημέρι, λιακάδα, άνοιξη, δυο μεγάλες σαύρες, περασμένες σουβλάκι σε σκουριασμένο χαρμπί ξεροψήνονται στις πέτρες. Ο Φώτος Λίβανος στρίβει τα στροφάλια της λύρας που έχει στα χέρια του, χώνει το δάχτυλό του στα μαθιά κι ύστερα πιάνει το τοξάρι, τσιμπάει τη χοντρή χορδή, τη βουργάρα, και ο ήχος που βγαίνει είναι σαν από τα ρουθούνια ενός λεβέντη που σιναχώθηκε. Ο Στέργιος κόβει φέτες παστουρμά με το μαχαίρι και προσφέρει στη λησταρχίνα, μα η Φλώρα δεν θέλει να δοκιμάσει, το στομάχι της έχει ανακατευτεί. Πάντως έκαναν γερή μπάζα χθες: με το σκοτάδι να έχει απλώσει τα κρόσια του πάνω από τις στέγες της Ουράνιας Λαμίας, ο οργανοποιός Ντογάν μπέης καληνυχτίζει τον δούλο του και βγαίνει από το εργαστήριο – έξω οι εργάτες ανάβουν τους φανούς του φωταερίου. Στρώνει ο δούλος σε μια γωνιά, σκεπάζεται, γυρίζει από την άλλη γιατί τον ενοχλεί το φως. Η υγρασία έχει κάνει τον γύψινο τοίχο να μοιάζει με χούφτα άμμου στον αέρα. Άκου, ψιθυρίζει στο αυτί του δούλου μια γυναικεία φωνή, ο δούλος ανοίγει τα μάτια τρομοκρατημένος. Ποιος είσαι; ψιθυρίζει.  Άκου, επαναλαμβάνει η φωνή, ο Θεός είναι μέγας και ελεήμων και δίκαιος, μάρτυς το μαχαίρι που  λαχταρώ να σου μπήξω στην κοιλιά. Θα κάνουμε τη δουλειά μας ήσυχα και θα φύγουμε, χωρίς αίματα, εκτός αν  θες η νύχτα τούτη να είναι η τελευταία σου – πες μου, το θες; Όχι, τραύλισε ο δούλος, τι θα κάνετε; Δεν θα τα πάρουμε όλα, του ψιθύρισε η γυναικεία φωνή, σου αρκεί αυτό; Κούνησε το κεφάλι ο δούλος, η Φλωρού είπε μπράβο και στράφηκε στους δικούς της. Σήκωσαν τους κεμεντζέδες και τις κρητικές λύρες, όλες σκαλιστές στο χέρι, πήραν και τα κανονάκια, ντυμένα και τα δυο με φίλντισι, τους ζουρνάδες και τη βαριά ατμοκίνητη πριονοκορδέλα, τα ούτια, τα μαντολίνα και τα λαούτα. Έφυγαν, κι ούτε νυχτοπούλι δεν τους είδε. Η Φλωρού έκανε δώρο στον Φώτο μια βροντολύρα, τη λύρα που έχει στα χέρια του αυτή τη στιγμή. Ο κλεπταποδόχος τους έσταξε τον παρά και οι ληστές γύρισαν στη λοκάντα για ύπνο. Το πρωί χωρίστηκαν.  Η Φλώρα έφυγε με μουλάρι, οι άλλοι δυο δεν ξέρω πώς, και συναντήθηκαν στο Μαρτίνο την ώρα του φαγητού, πέταξαν τα ευρωπαϊκά κουστούμια, φόρεσαν τις φουστανέλες και καβάλησαν τους πηγάσους τους για να πάνε εκεί όπου τους πρωτοσυναντήσαμε – εκεί είναι τώρα. Πουλιά πετούν στα κλαδιά και παίζουν, ενώ πίσω απ’ τα βουνά οι χωμάτινοι ρύποι ενός εργοστασίου διασπούν την ελαφρώς κίτρινη και αιματώδη ατμόσφαιρα. (περισσότερα…)

Δημήτρης Καρακίτσος, Οθωμανικό ζέπελιν, «Σαν λιοντάρια» 1

*

Δυο φίλοι, ο οικονομολόγος Ιωάννης Κίνναμος και ο αρχαιολόγος Νικήτας Ακομινάτος, φίλοι από το πανεπιστήμιο, ξεκινούν με τη φιλοδοξία να γράψουν το καλύτερο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Θέμα του βιβλίου τους, το οποίο έχει τον τίτλο Οθωμανικό ζέπελιν, είναι η Επανάσταση του 1821, δοσμένη όμως με στοιχεία steampunk μυθοπλασίας, όπου ο μοντερνισμός και τα ελληνικά του 19ου αιώνα δεν προσπαθούν ειμή να καθρεφτίσουν το πρόσωπο της Ελλάδας: που η μία όψη του αναπολεί την Ανατολή και η άλλη κοιτά ζηλόφθονα τη Δύση. Παρά τον ενθουσιασμό τους και την πίστη στις δυνάμεις τους, οι δυο φίλοι έχουν να λύσουν μια δύσκολη εξίσωση: τις αντίθετες πολιτικές τους απόψεις. Άραγε μπορεί, υπό αυτές τις συνθήκες, να προκύψει μια ενιαία σύνθεση;

~ . ~

Στο πνεύμα της κλεινής παράδοσης της λογοτεχνικής επιφυλλίδας, των πολυσέλιδων πεζογραφικών έργων δηλαδή που, ιδίως τον 19ο αιώνα, πρωτοέβλεπαν το φως της δημοσιότητας τμηματικά στον ημερήσιο τύπο, το Νέο Πλανόδιον θα δημοσιεύσει τους προσεχείς μήνες σε συνέχειες ολόκληρο το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Καρακίτσου Οθωμανικό ζέπελιν. Ξεκινάμε σήμερα με την αρχή του Πρώτου Μέρους.

~.~

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ

ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ  ΖΕΠΕΛΙΝ

Μέρος Πρώτο
ΣΑΝ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ  [1/2] 

Αυτή την πόλη δεν την ξέρω καλά, ούτε τη συμπαθώ. Κι όσο περιμένω τον καλό μου φίλο Ιωάννη Κίνναμο σκέφτομαι: τι κρίμα που δεν έχει καμπάνες η λογοτεχνία, αγγέλους και ιερείς, ένα ευρύ και ταπεινό εκκλησίασμα που θα νηστεύει και θα γιορτάζει, θα παρακολουθεί μαθήματα αγάπης, θα οργανώνει  εκδρομές σε μοναστήρια στους γκρεμούς και θα περιμένει με χαρά τη χαρμολύπη μιας ανάλογης Σαρακοστής. Κι ακόμα: όπως τη Μεγάλη Παρασκευή όπου το χωριό, σύσσωμο, ακολουθεί την περιφορά του επιταφίου, ο καθένας με το κερί του, κι όλες οι αυλές είναι φωτισμένες και οι πασχαλιές μοσχοβολούν, γιατί να μη συγχρονίζονται όλοι ευλαβικά, σε παρέες ή κατά μόνας,  για την παρουσίαση ενός βιβλίου ή για μια ανέσπερη, έστω, ποιητική βραδιά;  Παρατηρώ τα παιδιά απέναντι, στο περίπτερο μπροστά, που έχουν παρατήσει τα ποδήλατά τους ξάπλα και αγοράζουν αυτοκόλλητα – τα κοιτάζω λες και είναι αυτά που θα μου δώσουν την απάντηση. Παρατηρώ τις κυρίες που περνούν, μάλλον μάνα και κόρη, με σακούλες στα χέρια  από το σούπερ μάρκετ. Κοιτώ την κοπέλα στη γωνία, ίσιο σώμα, πεταχτό στήθος, καθώς διέρχεται με τα χέρια στις τσέπες του παλτού της, και στα αυτιά ακουστικά. Η εντύπωση που αποκομίζω, ότι δηλαδή τίποτα δεν είναι πιο άχρηστο για αυτούς από τη λογοτεχνία, με φέρνει αντιμέτωπο με μια πιο δύσκολη υπόθεση:  άραγε ποιος φταίει γι’ αυτό; Η πολιτεία; Οι λογοτέχνες; Τα σχολεία; Ο αγώνας για τον επιούσιο;  Και τότε μια φωνή σφυρίζει στην πλάτη μου: Νικήτα, φωνάζει ο Κίνναμος –  γυρίζω να τον δω. Ο ολύμπιος φίλος μου Ιωάννης Κίνναμος, με κασκόλ, καφέ σακάκι κοτλέ κι ένα χαμόγελο σαν του επαίτη που του ’πες καλημέρα. Χαίρομαι που τον συναντώ, μήνες έχουμε να ιδωθούμε. Αγκαλιαζόμαστε, τον σκουντώ, του λέω ότι ψήλωσε κι εκείνος γελάει. Άρχισες τις μαλακίες, μουρμουρίζει, έχεις ώρα που περιμένεις; Πάμε και θα τα πούμε, αποκρίνομαι. Αργήσαμε, λέει ο Κίνναμος, πάμε να φύγουμε. Και ξεκινάμε για το βιβλιοπωλείο. Σαν δυο έφηβοι που αποφάσισαν να κάνουν κοπάνα. (περισσότερα…)